ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ – ΑΠΟΦΑΣΗ 737/2020 (ΠΟΙΝΙΚΕΣ – Ζ) Όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία, καθώς και όποιος αποδέχεται … (εδ. στ’) Εικονικό είναι το φορολογικό στοιχείο που εκδίδεται για ..

Απόφαση 737 / 2020    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Αριθμός 737/2020

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Γεώργα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, ο οποίος ορίστηκε με την υπ’αριθμ. 36/2020 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), Διονυσία Μπιτζούνη, Ερωτόκριτο Ερωτοκρίτου, Μαρία Κουβίδου και Χρυσούλα Φλώρου – Κοντοδήμου – Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Φεβρουαρίου 2020, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ισίδωρου Ντογιάκου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευθυμίας Καλογεροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου Ν. Π. του Κ., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Κάππο, για αναίρεση της υπ’αριθ. 1344/2019 απόφασης του Τριμελούς Δ’ Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγον το Ελληνικό Δημόσιο, νομίμως εκπροσωπούμενο, το οποίο εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τη Χρυσαυγή Γρηγοριάδου, Πάρεδρο Ν.Σ.Κ.
Το Δ’ Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και o αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που περιλαμβάνονται στην από 25.11.2019 και με αριθ.πρωτ. 12357/2019 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1684/2019.
Αφού άκουσε
Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και δη ως προς την περί ποινής διάταξή της, να παραπεμφθεί για νέα συζήτηση ως προς το ως άνω αναιρούμενο μέρος, να απαλειφθεί η διάταξη επιβολής στον αναιρεσείοντα αποστέρησης πολιτικών δικαιωμάτων, να απορριφθεί κατά τα λοιπά η αίτηση, τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος και την Πάρεδρο ΝΣΚ του πολιτικώς ενάγοντος, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τις διατάξεις του άρθρου 19 παρ. 1 και 4 του Νόμου 2523/1997 “Διοικητικές και ποινικές κυρώσεις στη φορολογική νομοθεσία και άλλες διατάξεις”, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 40 παρ. 1 του Νόμου 3220/2004 και άρθρο 3 παρ. 2 στοιχ. η’ του Νόμου 3943/2011, “1. Όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία, καθώς και όποιος αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών. Ειδικά, όποιος εκδίδει ή αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία για ανύπαρκτη συναλλαγή στο σύνολό της ή για μέρος αυτής, τιμωρείται: α) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους, εφόσον η συνολική αξία των εικονικών φορολογικών στοιχείων υπερβαίνει το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ και β) με κάθειρξη, εφόσον το ως άνω ποσό υπερβαίνει τις εκατόν πενήντα χιλιάδες (150.000) ευρώ… 4. Εικονικό είναι το στοιχείο που εκδίδεται για συναλλαγή ανύπαρκτη στο σύνολό της ή για μέρος αυτής…”. Ήδη, με το άρθρο 8 του Νόμου 4337/2015, αντικαταστάθηκαν οι παραπάνω διατάξεις με την αντίστοιχη ρύθμιση του άρθρου 66 παρ. 5, που προστέθηκε στο Νόμο 4174/2013 “Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας και άλλες διατάξεις”, με την οποία προβλέπονται τα εξής: “(εδ. α’) Όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία, καθώς και όποιος αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών, εκτός και αν τα φορολογικά στοιχεία χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη ή την υποστήριξη κάποιας από τις πράξεις των παραγράφων 1 έως 4, οπότε ο δράστης τιμωρείται μόνο για την τελευταία ως αυτουργός ή συμμέτοχος. (εδ. β’) Ειδικά, όποιος εκδίδει ή αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία για ανύπαρκτη συναλλαγή στο σύνολό της ή για μέρος αυτής, τιμωρείται: α) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους, εφόσον η συνολική αξία των εικονικών φορολογικών στοιχείων υπερβαίνει το ποσό των εβδομήντα πέντε χιλιάδων (75.000) ευρώ και β) με κάθειρξη έως δέκα (10) έτη, εφόσον το ως άνω ποσό υπερβαίνει τις διακόσιες χιλιάδες (200.000) ευρώ. (εδ. γ’) Για την κάλυψη των παραπάνω ορίων δεν υπολογίζονται φορολογικά στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη ή την υποστήριξη κάποιας από τις πράξεις των παραγράφων 1 έως 4, οπότε ο δράστης τιμωρείται μόνο για την τελευταία ως αυτουργός ή συμμέτοχος…. (εδ. στ’) Εικονικό είναι το φορολογικό στοιχείο που εκδίδεται για συναλλαγή ανύπαρκτη στο σύνολό της ή για μέρος αυτής ή για συναλλαγή στην οποία το ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη που αναγράφονται στο στοιχείο είναι άγνωστο φορολογικώς πρόσωπο, με την έννοια ότι δεν έχει δηλώσει την έναρξη του επιτηδεύματός του ούτε έχει θεωρήσει στοιχεία στη Φορολογική Διοίκηση…. (εδ. θ’) Δεν είναι εικονικό για τον λήπτη το φορολογικό στοιχείο το οποίο αφορά πραγματική συναλλαγή, αν το πρόσωπο του εκδότη είναι διαφορετικό από αυτό που αναγράφεται στο στοιχείο….”. Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του ανωτέρω εγκλήματος φοροδιαφυγής απαιτείται, αντικειμενικώς, η έκδοση από τον δράστη πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή η αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων, υποκειμενικώς δε, δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση, έστω και με την έννοια της αμφιβολίας, της πλαστότητας ή της εικονικότητας των εκδιδόμενων φορολογικών στοιχείων και, επί αποδοχής, της εικονικότητας αυτών, και περαιτέρω τη θέληση ή την αποδοχή του δράστη να προβεί στην έκδοση των πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή να αποδεχθεί εικονικά ολικά ή εν μέρει φορολογικά στοιχεία, χωρίς να απαιτείται σκοπός του τελευταίου για την απόκρυψη φορολογητέας ύλης. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της απόφασης, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Η ύπαρξη του δόλου, που απαιτείται, κατά το άρθρο 26 παρ. 1 ΠΚ, για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, δεν είναι, κατ’ αρχήν, αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών, που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, προκύπτει δε από τις ειδικότερες συνθήκες τέλεσής του, οπότε διαλαμβάνεται περί αυτού (δόλου) αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή. Όταν, όμως, για το αξιόποινο της πράξης απαιτούνται κατά το νόμο, εκτός από τα περιστατικά που απαρτίζουν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και πρόσθετα στοιχεία, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξης (άμεσος δόλος) ή ορισμένος περαιτέρω σκοπός (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση), κάτι που δεν συμβαίνει στο εδώ εξεταζόμενο έγκλημα της φοροδιαφυγής με τη μορφή της έκδοσης και της αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων, για τη στοιχειοθέτηση του οποίου ο νόμος αρκείται σε απλό δόλο, η αιτιολογία της απόφαση πρέπει να επεκτείνεται και στα στοιχεία αυτά. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική του κρίση, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 του ΚΠοινΔ, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προέκυψε από το καθένα χωριστά ή ποιό βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιό ή ποιά αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Όμως, δεν αποτελεί λόγο αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον, στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη, περί τα πράγματα, κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Λόγο αναίρεσης της απόφασης συνιστά, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠοινΔ, και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή, όταν το δικαστήριο, χωρίς να παρερμηνεύσει το νόμο, δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει τον ανωτέρω αναιρετικό λόγο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠοινΔ, συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διάταξης αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της απόφασης, που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 57 παρ. 1 και 3 ΚΠοινΔ, αν κάποιος έχει καταδικαστεί αμετάκλητα ή αθωωθεί ή έχει παύσει η ποινική δίωξη εναντίον του, δεν μπορεί να ασκηθεί και πάλι σε βάρος του δίωξη για την ίδια πράξη, ακόμη και αν δοθεί σ’ αυτή διαφορετικός χαρακτηρισμός. Αν παρά την απαγόρευση αυτή ασκηθεί ποινική δίωξη, κηρύσσεται απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου. Από την προαναφερθείσα διάταξη προκύπτει, ότι για την ύπαρξη δεδικασμένου πρέπει να συντρέχουν α) αμετάκλητη απόφαση (ή βούλευμα) που αποφαίνεται για τη βασιμότητα ή μη της κατηγορίας ή παύει οριστικά την ποινική δίωξη για μια αξιόποινη πράξη, β) ταυτότητα προσώπου και γ) ταυτότητα πράξης ως ιστορικού γεγονότος στο σύνολό του, που περιλαμβάνει όχι μόνο την ενέργεια ή παράλειψη του δράστη αλλά και το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκλήθηκε από αυτή. Η επίκληση ύπαρξης δεδικασμένου αποτελεί αυτοτελή ισχυρισμό, τον οποίο ο επικαλούμενος οφείλει να αποδείξει εγγράφως, ήτοι με την προσκομιδή πλήρους αντιγράφου της απόφασης από την οποία απορρέει και επιπρόσθετα βεβαίωσης του αρμόδιου γραμματέα περί του αμετακλήτου αυτής. Η παραβίαση του δεδικασμένου, ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ΣΤ’ ΚΠοινΔ λόγο αναίρεσης, μπορεί δε να προταθεί το πρώτον και ενώπιον του Αρείου Πάγου ως λόγος αναίρεσης κατ’ απόφασης, εξεταζόμενος κατ’ άρθρο 511 εδ. γ’ ΚΠοινΔ και αυτεπαγγέλτως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 1344/2019 απόφαση, το Τριμελές Εφετείο (Κακουργημάτων) Αθηνών, που την εξέδωσε δικάζοντας σε δεύτερο βαθμό, δέχθηκε στο σκεπτικό της τα εξής, κατά λέξη, περιστατικά: “Από τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και της υπεράσπισης, που εξετάστηκαν ενόρκως στο δικαστήριο τούτο και οι οποίοι αναφέρονται ονομαστικά στα πρακτικά, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, που αναγνώσθηκαν, καθώς και από τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά και όλη γενικά την αποδεικτική διαδικασία αποδείχθηκε ότι: Ο κατηγορούμενος με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, εξέδωσε και αποδέχθηκε, με την ιδιότητά του ως προέδρου του διοικητικού συμβουλίου και διευθύνοντος συμβούλου της εταιρείας με την επωνυμία “… ΑΝΩΝΥΜΗ ΒΙΟΤΕΧΝΙΚΗ-ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΥΠΟΠΟΙΗΣΗΣ Α.Ε.”, η οποία είχε ως αντικείμενο το εμπόριο τροφίμων και ποτών, εικονικά φορολογικά στοιχεία για ανύπαρκτες συναλλαγές, η συνολική αξία των οποίων υπερβαίνει το ποσό των διακοσίων χιλιάδων (200.000) ευρώ. Συγκεκριμένα εξέδωσε το έτος 2006 εκατόν δύο (102) εικονικά φορολογικά στοιχεία, συνολικής καθαρής αξίας 1.088.352 ευρώ, ήτοι 50 δελτία αποστολής – τιμολόγια σειράς Β’ και 52 δελτία αποστολής – τιμολόγια σειράς Γ’, όπως κατωτέρω αναφέρονται, τα οποία και παρέδωσε στην εταιρεία με την επωνυμία “… & ΝΕ, τα οποία αφορούσαν ανύπαρκτες συναλλαγές στο σύνολό τους, ενώ αποδέχθηκε το έτος 2006 δεκαέξι (16) εικονικά δελτία αποστολής – τιμολόγια, συνολικής καθαρής αξίας 1.148.600 ευρώ, όπως κατωτέρω αναφέρονται, τα οποία εξέδωσε ο Γ. Λ. και αφορούσαν ανύπαρκτες συναλλαγές στο σύνολό τους. Ειδικότερα από ελέγχους που πραγματοποίησαν αρμόδιοι υπάλληλοι του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος στις ως άνω ανώνυμες εταιρείες καθώς επίσης και στην ατομική επιχείρηση του Γ. Λ. διαπιστώθηκε ότι φέρεται η “…” να προμηθεύτηκε κατά το χρονικό διάστημα από την 1-7-2006 μέχρι τις 31-12-2006 μεγάλες ποσότητες καθαρού οινοπνεύματος από τον Γ. Λ., στη συνέχεια τις ποσότητες αυτές (το μεγαλύτερο μέρος αυτών) φέρεται ότι μεταπώλησε (η …) στη “…”. Αυτές οι συναλλαγές, όμως, ήταν ανύπαρκτες στο σύνολό τους. Με δεκαέξι συνολικά τιμολόγια πώλησης (σειράς Α’) – δελτία αποστολής, τα οποία φέρεται ότι εξέδωσε ο Γ. Λ. κατά το χρονικό διάστημα από τις 7-7-2006 μέχρι τις 19-12-2006, η “…” φέρεται ότι αγόρασε από τον προαναφερόμενο συνολικά 8.240 κιβώτια των 24 τεμαχίων, φιαλών καθαρού οινοπνεύματος 245 ml ή 200 γραμμαρίων καθεμία, καθώς επίσης και 4.765 κιβώτια των 24 τεμαχίων, φιαλών καθαρού οινοπνεύματος 430 ml ή 350 γραμμαρίων καθεμία και συνολικά 79.578 κιλά καθαρού οινοπνεύματος, συνολικής καθαρής αξίας (των φορολογικών αυτών στοιχείων) 1.148.600 ευρώ, στην οποία αναλογεί φόρος προστιθέμενης αξίας 218.234 ευρώ, τα οποία, φορολογικά αυτά στοιχεία, ήταν εικονικά. Περαιτέρω, με εκατόν δύο συνολικά τιμολόγια πώλησης (σειράς Β’ και σειράς Γ) – δελτία αποστολής, τα οποία φέρεται ότι εξέδωσε η “…” κατά το χρονικό διάστημα από τις 7-7-2006 μέχρι τις 22-12-2006, η “…” φέρεται ότι πώλησε στη “…” συνολικά 7.470 κιβώτια των 24 τεμαχίων, φιαλών καθαρού οινοπνεύματος 245 ml ή 200 γραμμαρίων καθεμία, καθώς και 4.320 κιβώτια των 24 τεμαχίων, φιαλών καθαρού οινοπνεύματος 430 ml ή 350 γραμμαρίων καθεμία και συνολικά 72.144 κιλά καθαρού οινοπνεύματος, συνολικής καθαρής αξίας (των φορολογικών αυτών στοιχείων) 1.088.352 ευρώ, στην οποία αναλογεί φόρος προστιθέμενης αξίας 206.786,88 ευρώ, τα οποία – φορολογικά αυτά στοιχεία – ήταν επίσης εικονικά. Η διακίνηση και πώληση των ελεγχόμενων ειδών από τον Γ. Λ. προς την εταιρεία “…” φέρεται να έγιναν όλες από την δηλωμένη έδρα επί της οδού … Πειραιάς ή από την νέα μη δηλωμένη στην Δ.Ο.Υ. διεύθυνση επί της οδού …, με το υπ’ αριθμ. κυκλ. … Φ.Ι.Χ. ιδιοκτησίας της επιχείρησης “…., ΑΦΜ …”, σε όλα δε τα φορολογικά στοιχεία αναγράφεται ως τόπος προορισμού η έδρα της παραπάνω εταιρείας επί της οδού … στην …. Από τα στοιχεία του προσωρινού ισοζυγίου από την 1-1-2006 έως τις 31-12-2006 που προσκόμισε κατά τον έλεγχο η “…” προκύπτει ότι α) το μοναδικό εμπόρευμα που φέρεται ότι αγόρασε η επιχείρηση, ήταν οι προαναφερόμενες ποσότητες καθαρού οινοπνεύματος, β) μοναδικός προμηθευτής της φέρεται ο Γ. Λ., γ) η εξόφληση του προμηθευτή εκτός από το ποσό των 72.595,15, έγινε με μετρητά όπως φαίνεται από την κίνηση των λογαριασμών του ισοζυγίου χρήσης 2006, δ) το μοναδικό εμπόρευμα που πώλησε ήταν οι προαναφερόμενες ποσότητες, ε) μοναδικός πελάτης της “…Σ” ήταν η “…” και στ) η εξόφληση του τιμήματος από τη ” …” πλέον ποσού 862,60 ευρώ, έγινε με μετρητά όπως φαίνεται από την κίνηση των λογαριασμών του ισοζυγίου χρήσης 2006. Από τον έλεγχο που διενεργήθηκε στον προμηθευτή Γ. Λ. προέκυψε ότι κατά το ελεγχόμενο χρονικό διάστημα δεν λειτουργούσε στις δηλωμένες εγκαταστάσεις του και ήταν ανύπαρκτος, δεν είχε μεταφορικό μέσο, δεν είχε προσωπικό, δεν υπέβαλλε στις Δ.Ο.Υ. αντίστοιχα δηλώσεις Φ.Π.Α. και εισοδήματος Φ.Μ.Υ., εντούτοις εμφανίζεται να διακινεί και να διαθέτει με “θεωρημένα” παραστατικά, μεγάλες ποσότητες καθαρού οινοπνεύματος με αγοραστή και παραλήπτη την εταιρεία “…”. Ενόψει τούτων και σύμφωνα με την έκθεση ελέγχου, ο εν λόγω προμηθευτής ουδέποτε απέκτησε νόμιμο οινόπνευμα, δεδομένου ότι δεν ασκούσε καμία δραστηριότητα και ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτος. Εξέδωσε δε, τα εικονικά φορολογικά στοιχεία (Δ.Α.-ΤΙΜ.) με σκοπό την κάλυψη της απόκτησης λαθραίου και αφορολόγητου καθαρού οινοπνεύματος που προμηθεύτηκε παράνομα η “…” από τρίτα πρόσωπα, τα στοιχεία ταυτότητας των οποίων δεν προέκυψαν από τις αποδείξεις. Τα δεκαέξι ως άνω, εικονικά φορολογικά στοιχεία παρέδωσε στην “…”, η οποία στη συνέχεια εκδίδει, δικά της εικονικά φορολογικά στοιχεία ως συνοδευτικά, τα οποία παραδίδει στην “…” για την κάλυψη της απόκτησης από την τελευταία καθαρού οινοπνεύματος που προμηθεύτηκε παράνομα και η οποία στη συνέχεια το λαθραίο και αφορολόγητο καθαρό οινόπνευμα το διαθέτει στην κατανάλωση, προκειμένου τα εμπλεκόμενα πρόσωπα να καρπωθούν τον Ε.Φ.Κ., το Φ.Π.Α. και τις λοιπές φορολογικές επιβαρύνσεις. Σημειώνεται ότι η εξόφληση του τιμήματος των τιμολογίων που εξέδωσε προς την εταιρεία “…” έγινε με μετρητά, δεδομένο που φαίνεται όπως προαναφέρθηκε από το ως άνω Ισοζύγιο της εταιρείας, χωρίς όμως να στοιχειοθετείται η καταβολή τους, έτσι οι αναφερόμενες πληρωμές αποτελούν λογιστικές μόνο κινήσεις, που γίνονται για το κλείσιμο λογαριασμού και την τακτοποίηση των βιβλίων της εταιρείας, και αυτό διότι, εκτός του μεριδίου αμοιβής του Γ. Λ., τα μετρητά ποτέ δεν καταβλήθηκαν πραγματικά. Από τον έλεγχο των επιταγών, που διακινήθηκαν από τις εταιρείες, προέκυψε ότι ο Γ. Λ. φέρεται να έχει εισπράξει σε μετρητά κατ’ εξουσιοδότηση του κατηγορουμένου Ν. Π. επιταγές εκδόσεως “…”. Σύμφωνα, δε, με την έκθεση ελέγχου στη συνέχεια τα χρήματα μεταβιβάζονται στα εμπλεκόμενα τρίτα πρόσωπα, με σκοπό την απόκρυψη των πραγματικών αποδεκτών (βλ. ιδίως τις σελίδες 11-21 της έκθεσης ελέγχου). Περαιτέρω από τον έλεγχο των εκατόν δύο (102) φορολογικών στοιχείων (Δ.Α.-ΤΙΜ.) που εξέδωσε η “…” προς την “…”, για την διακίνηση και πώληση των άνω ποσοτήτων καθαρού οινοπνεύματος προκύπτει ότι ως μέσο διακίνησης αναφέρεται το ως άνω φορτηγό, τα τέλη κυκλοφορίας του οποίου πληρώθηκαν τελευταία φορά το έτος 2001, ως τόπος αποστολής η παραπάνω έδρα της εταιρείας, η οποία δεν υφίστατο πλέον γιατί είχε εγκαταλείψει προ ετών τις επαγγελματικές της εγκαταστάσεις και δεν απασχολούσε προσωπικό. Η εταιρεία “…” κατά το ελεγχόμενο διάστημα δεν απέκτησε νόμιμα φορολογημένο οινόπνευμα και δεν ασκούσε καμία εμπορική δραστηριότητα και ήταν ουσιαστικά λήπτρια εικονικών φορολογικών στοιχείων και στη συνέχεια εκδότρια εικονικών φορολογικών στοιχείων. Τα ανωτέρω εικονικά στοιχεία εκδόθηκαν, με σκοπό την κάλυψη της απόκτησης καθαρού οινοπνεύματος που προμηθεύτηκε παράνομα από άλλα πρόσωπα η εταιρεία “…” και στη συνέχεια διέθεσε στην κατανάλωση, προκειμένου τα εμπλεκόμενα πρόσωπα να καρπωθούν τον ειδικό φόρο κατανάλωσης, τον φόρο προστιθέμενης αξίας και τις άλλες φορολογικές επιβαρύνσεις (βλ. ιδίως τις σελίδες 38-47 της έκθεσης ελέγχου). Τα ανωτέρω προέκυψαν και από την επ’ ακροατηρίου κατάθεση των μαρτύρων κατηγορίας Δ. Σ. και Δ. Σ., υπαλλήλων του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος, οι οποίοι συνέταξαν την από 28-07-2010 έκθεση ελέγχου, και ρητώς καταθέτουν στο ακροατήριο του παρόντος δικαστηρίου, σε σχέση με την κατηγορία ότι στους κρίσιμους χρόνους δεν υπήρξε συναλλαγή για την επίδικη ποσότητα οινοπνεύματος. Ο κατηγορούμενος πρόβαλε τον ισχυρισμό ότι υφίσταται δεδικασμένο διότι με την υπ’ αριθμ. 9160/2011 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών καταδικάσθηκε κατά πλειοψηφία για την πράξη της λαθρεμπορίας, ήτοι για προμήθεια, κατοχή και διάθεση λαθραίου καθαρού οινοπνεύματος με παραλήπτη την εταιρεία …, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, επιπλέον ότι ο νόμιμος εκπρόσωπος της τελευταίας, Γ. Λ., με την υπ’ αριθμ. 89662/2015 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου κηρύχθηκε αθώος της κατηγορίας της αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων, ήτοι των ίδιων τιμολογίων που κατηγορείται ότι εξέδωσε ο κατηγορούμενος για ανύπαρκτες συναλλαγές. Για τη ύπαρξη δεδικασμένου, που συνεπάγεται την κήρυξη της νέας ποινικής δίωξης κατά του ίδιου κατηγορουμένου ως απαράδεκτης, κατ’ άρθρ. 57 ΚΠΔ, πρέπει να συντρέχουν α) αμετάκλητη απόφαση η βούλευμα που να αποφαίνεται για τη βασιμότητα ή μη της κατηγορίας ή οριστικά την ποινική δίωξη για μια αξιόποινη πράξη, β) ταυτότητα προσώπου και γ) ταυτότητα πράξης ως ιστορικού γεγονότος στο σύνολό του, που περιλαμβάνει όχι μόνο την ενέργεια ή παράλειψη του δράστη, αλλά και το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκλήθηκε από αυτήν. Ταυτότητα πράξεως υφίσταται όταν η κατηγορία συγκροτείται αντικειμενικώς από τα αυτά πραγματικά περιστατικά από τα οποία, κατά τα ουσιώδη αντικειμενικά στοιχεία της, απαρτίζεται και η προηγούμενη κατηγορία που έχει ήδη κριθεί με αμετάκλητη απόφαση (ΑΠ 563/2006, ΠΛογ 2006, 459 επ., ΑΠ 249/2006 ΠΛογ 2006, 181, επ.). Στην προκειμένη περίπτωση δεν υπάρχει δεδικασμένο γιατί δεν υφίσταται ταυτότητα πράξης και τούτο διότι η πράξη της λαθρεμπορίας για την οποία κρίθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, συγκροτείται ως προς την υπόσταση της από διαφορετικά στοιχεία από την πράξη της έκδοσης και αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων για ανύπαρκτη συναλλαγή. Καθ’ ο μέρος ο ισχυρισμός αυτός συνιστά άρνηση της κατηγορίας τα υποστηριζόμενα είναι αβάσιμα σύμφωνα με τα ανωτέρω, αφού η διάθεση νόμιμα φορολογημένου καθαρού οινοπνεύματος και η καταβολή του τιμήματος συμφωνήθηκε εξαρχής να μη γίνουν καθόλου, και δεν έγιναν τελικά. Πρέπει, επομένως, να απορριφθεί ο ανωτέρω ισχυρισμός. Με βάση όλα τα παραπάνω ο κατηγορούμενος, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της αξιόποινης πράξης της έκδοσης και της αποδοχής φορολογικών στοιχείων (από την εταιρεία …, της οποίας ο κατηγορούμενος ήταν νόμιμος εκπρόσωπος) που αφορούσαν ανύπαρκτες συναλλαγές, με συνολική αξία των εικονικών φορολογικών στοιχείων που υπερβαίνει το ποσό των 200.000 ευρώ, κατ’ εξακολούθηση, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο διατακτικό της απόφασης αυτής. ” Στη συνέχεια, το Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα ένοχο, για την παραπάνω αξιόποινη πράξη της κατ’ εξακολούθηση έκδοσης και αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων, που αφορούσαν ανύπαρκτες στο σύνολό τους συναλλαγές, των οποίων η συνολική αξία υπερβαίνει το ποσό των 200.000 ευρώ και τον καταδίκασε σε ποινή κάθειρξης επτά (7) ετών, με το ακόλουθο διατακτικό: ”
Κηρύσσει τον κατηγορούμενο ένοχο του ότι: Στην Αθήνα κατά το χρονικό διάστημα από 7-7-2006 έως 22-12-2006, της παραγραφής αρχομένης από 10-9-2010 (ημερομηνία θεώρησης της σχετικής έκθεσης ελέγχου), με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, εξέδωσε και αποδέχθηκε – με την ιδιότητα του ως Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου και Διευθύνοντος Συμβούλου της εταιρείας με την επωνυμία “… ΑΝΩΝΥΜΗ ΒΙΟΤΕΧΝΙΚΗ – ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΥΠΟΠΟΙΗΣΗΣ Α.Ε.”, η οποία είχε ως αντικείμενο εργασιών το εμπόριο τροφίμων και ποτών και Α.Φ.Μ. … και η οποία έδρευε στην …, επί της … – εικονικά φορολογικά στοιχεία για ανύπαρκτες συναλλαγές, η συνολική αξία των οποίων (φορολογικών στοιχείων) υπερβαίνει το ποσό των διακοσίων χιλιάδων (200.000) ευρώ. Ειδικότερα, στον ως άνω τόπο, με την προαναφερόμενη ιδιότητα του, αφενός μεν εξέδωσε το έτος 2006 εκατόν δύο (102) εικονικά φορολογικά στοιχεία, συνολικής καθαρής αξίας 1.088.352 ευρώ (ήτοι 50 δελτία αποστολής – τιμολόγια σειράς Β’ και 52 δελτία αποστολής – τιμολόγια σειράς Γ’, όπως κατωτέρω αναφέρονται), τα οποία και παρέδωσε στην εταιρία με την επωνυμία “… & ΝΕ” με Α.Φ.Μ. …, τα οποία αφορούσαν ανύπαρκτες συναλλαγές στο σύνολο τους, αφετέρου δε αποδέχθηκε το έτος 2006 δεκαέξι (16) εικονικά δελτία αποστολής – τιμολόγια, συνολικής καθαρής αξίας 1.148.600 ευρώ (όπως κατωτέρω αναφέρονται), τα οποία εξέδωσε ο Γ. Λ. (Α.Φ.Μ. …) και αφορούσαν ανύπαρκτες συναλλαγές στο σύνολο τους.
ΧΡΗΣΗ 2006:
Α) Δεκαέξι (16) παραβάσεις των διατάξεων του άρθρου 18 παρ. 2 & 9 του π.δ/τος 186/1992, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 6 παρ. 1,7, 11 παρ. 1, 12 παρ. 1 & 14 και 30 παρ. 4 του ίδιου π.δ/τος και του άρθρου 19 του νόμου 2523/1997, όπως τροποποιήθηκαν και ισχύουν με το νόμο 3052/2002, γιατί ζήτησε – έλαβε και καταχώρησε στη χρήση 2006 για ανύπαρκτες συναλλαγές λαθραίου και αφορολόγητου καθαρού οινοπνεύματος, ποσότητας 8.240 ΚΙΒ/24 ΤΜΧ. φιαλών 245 ml (200γρ.) και 4.765 ΚΙΒ/24 ΤΜΧ. φιαλών 430 ml (350γρ.) ή 79.578 ΚΙΛΩΝ καθαρού οινοπνεύματος (σύμφωνα με την από 30-10-2008 πορισματική αναφορά), δεκαέξι (16) ΕΙΚΟΝΙΚΑ φορολογικά στοιχεία (…), συνολικής καθαρής αξίας 1.148.600,00 € πλέον Φ.Π.Α 19% ποσού 218.234,00 €, όλα εκδόσεως του “… ΑΦΜ: …” και ειδικότερα :
ΕΠΩΝΥΜΙΑ ΕΚΔΟΤΗ ΤΙ ΜΟΛΟΙ ΙΟΥ ΣΧΕΤΙΚΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΔΙΑΚΙΝΗΣΗΣ ΑΝΑΦΕΡΟΜΕΝΑ ΕΙΔΗ Κιβώτια 24/ φιαλών καθ. οινόπνευμα ΚΑΘ. ΑΞΙΑ ΦΠΑ19% […]
ΣΥΝΟΛΑ 8.240 ΚΙΒ… 4.765 ΚΙΒ….
1.148.600,00 € 218.234,00€ ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Λόγω επιβολής γι’ αυτή την παράβαση του προστίμου της περίπτωσης β’ της παραγράφου 11 του άρθρου 5 του Ν. 2523/1997 δεν καταλογίζεται ιδιαίτερη παράβαση για τη δεύτερη διαπίστωση (καταχώρηση στα βιβλία).
Β) Εκατόν δύο (102) παραβάσεις των διατάξεων του άρθρου 18 παρ. 2 & 9 του π./τος 186/1992, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 6 παρ. 1,11 παρ. 1, 12 παρ. 1 και 30 παρ. 4 του ίδιου π.δ/τος και του άρθρου 19 του νόμου 2523/1997, όπως τροποποιήθηκαν και ισχύουν με το νόμο 3052/2002, γιατί εξέδωσε στη χρήση 2006 εκατόν δύο (102) εικονικά φορολογικά στοιχεία ήτοι [πενήντα (50) ΑΘΕΩΡΗΤΑ ΧΩΡΙΣ ΠΑΡΑΔΡΟΜΗ ΕΙΚΟΝΙΚΑ Δελτία Αποστολής – Τιμολόγια Σειράς Β! και πενήντα δύο (52) ΑΘΕΩΡΗΤΑ ΧΩΡΙΣ ΠΑΡΑΔΡΟΜΗ ΠΛΑΣΤΑ ΚΑΙ ΕΙΚΟΝΙΚΑ Δελτία Αποστολής – Τιμολόγια Σειράς Γ! ] για ανύπαρκτες συναλλαγές λαθραίου και αφορολόγητου καθαρού οινοπνεύματος για την κάλυψη της ποσότητας 7.470 ΚΙΒ/24ΤΜΧ. φιαλών 245 ml (200γρ.) και 4.320 ΚΙΒ/24ΤΜΧ. φιαλών 430 ml (350γρ.) ή 72.144 ΚΙΛΩΝ καθαρού οινοπνεύματος (σύμφωνα με την από 30-10-2008 πορισματική αναφορά) συνολικής καθαρής αξίας 1.088.352,00 € πλέον Φ.Π.Α. 19% ποσού 206.786,88 €, και ειδικότερα:
ΕΠΩΝΥΜΙΑ ΕΚΔΟΤΗ ΤΙΜΟΛΟΓΊΟΥ ΣΧΕΤΙΚΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΔΙΑΚΙΝΗΣΗΣ ΑΝΑΦΕΡΟΜΕΝΑ ΕΙΔΗ Κιβώτια 24/φιαλών καθ. οινόπνευμα ΚΑΘ. ΑΞΙΑ Φ.Π.Α. 19% […]
ΣΥΝΟΛΟ 7.470 ΚΙΒ….
4.320 ΚΙΒ….
1.088.352,00 € 206.786,88€ Με τις παραδοχές αυτές, οι οποίες διαλαμβάνονται στο σκεπτικό, σε συνδυασμό με όσα αναφέρονται στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην εν λόγω απόφασή του την επιβαλλόμενη, κατά τα άνω, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ’ αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν κατά την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ανωτέρω εγκλήματος της έκδοσης και αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων (για ανύπαρκτες στο σύνολό τους συναλλαγές) κατ’ εξακολούθηση, για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, με παράθεση όλων των στοιχείων, που απαρτίζουν τη νομοτυπική μορφή του εγκλήματος τούτου, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των αποδειχθέντων περιστατικών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1α, 27 παρ. 1, 98 ΠΚ και 19 παρ. 1 εδ. β’ περ. β’ εδ. γ’, 4 του Ν. 2523/1997 και άρθρο 66 παρ. 5 εδ. β’ περ. β’ του Ν. 4174/2013, όπως προστ. με το άρθρο 8 του Ν.4337/2015, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν τις παραβίασε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, με ασαφή, ελλιπή ή αντιφατική αιτιολογία και, έτσι, δεν στέρησε την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, στην προσβαλλόμενη απόφαση παρατίθενται τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (ένορκες καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, αναγνωσθέντα στο ακροατήριο πρακτικά πρωτοβάθμιας δίκης και έγγραφα), από τα οποία το Δικαστήριο της ουσίας συνήγαγε τα περιστατικά που εκτιμήθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, χωρίς να είναι αναγκαίο, κατά νόμο, να εκτίθεται τί προέκυψε χωριστά από το καθένα, ούτε από ποίο αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή και χωρίς να απαιτείται αξιολογική συσχέτιση μεταξύ τους, ενώ αναφέρεται ο τρόπος με τον οποίο έδρασε ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων στην τέλεση της ως άνω πράξης, με την παράθεση πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν της παραδοχές της απόφασης. Ειδικότερα, αναφέρεται ότι ο αναιρεσείων υπό την ιδιότητά του ως προέδρου και διευθύνοντος συμβούλου της εταιρίας, με την επωμυμία “… ΑΝΩΝΥΜΗ ΒΙΟΤΕΧΝΙΚΗ – ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΥΠΟΠΟΙΗΣΗΣ Α.Ε”, εξακολουθητικά εξέδωσε και αποδέχθηκε τα αναφερόμενα αναλυτικά στο διατακτικό, κατά παραπομπή από το σκεπτικό, εικονικά φορολογικά στοιχεία (δελτία αποστολής-τιμολόγια), προσδιορίζεται δε, σε τι συνίσταται η εικονικότητα αυτών, ήτοι, ότι αφορούσαν ανύπαρκτες στο σύνολό τους συναλλαγές, η συνολική αξία των οποίων υπερβαίνει το ποσό των 200.000 ευρώ. Επίσης, με ειδικές και εμπεριστατωμένες, περαιτέρω, σκέψεις και αναλυτική παράθεση πραγματικών περιστατικών αιτιολογούνται οι ανύπαρκτες συναλλαγές μεταξύ της άνω εταιρίας και της εταιρίας “…&ΝΕ”, καθώς και του Γ. Λ. και δη με τις παραδοχές: “….Από τα στοιχεία του προσωρινού ισοζυγίου από την 1-1-2006 έως την 31-12-2006 που προσκόμισε κατά τον έλεγχο η “…” προκύπτει ότι α) το μοναδικό εμπόρευμα που φέρεται ότι αγόρασε η επιχείρηση, ήταν οι προαναφερόμενες ποσότητες καθαρού οινοπνεύματος, β) μοναδικός προμηθευτής της φέρεται ο Γ. Λ., γ) η εξόφληση του προμηθευτή εκτός από το ποσό των 72.595,15, έγινε με μετρητά όπως φαίνεται από την κίνηση των λογαριασμών του ισοζυγίου χρήσης 2006, δ) το μοναδικό εμπόρευμα που πώλησε ήταν οι προαναφερόμενες ποσότητες, ε) μοναδικός πελάτης της “…Σ” ήταν η “…” και στ) η εξόφληση του τιμήματος από τη “…” πλέον ποσού 862,60 ευρώ, έγινε με μετρητά, όπως φαίνεται από την κίνηση των λογαριασμών του ισοζυγίου χρήσης 2006. Από τον έλεγχο που διενεργήθηκε στον προμηθευτή Γ. Λ. προέκυψε ότι κατά το ελεγχόμενο χρονικό διάστημα δεν λειτουργούσε στις δηλωμένες εγκαταστάσεις του και ήταν ανύπαρκτος, δεν είχε μεταφορικό μέσο, δεν είχε προσωπικό, δεν υπέβαλε στη Δ.Ο.Υ αντίστοιχα δηλώσεις Φ.Π.Α. και εισοδήματος Φ.Μ.Υ., εντούτοις εμφανίζεται να διακινεί και να διαθέτει με “θεωρημένα” παραστατικά, μεγάλες ποσότητες καθαρού οινοπνεύματος με αγοραστή και παραλήπτη την εταιρία “…”. Ενόψει τούτων και σύμφωνα με την έκθεση ελέγχου, ο εν λόγω προμηθευτής ουδέποτε απέκτησε νόμιμο οινόπνευμα, δεδομένου ότι δεν ασκούσε καμία δραστηριότητα και ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτος. Εξέδωσε δε, τα εικονικά φορολογικά στοιχεία (Δ.Α.-ΤΙΜ.) με σκοπό την κάλυψη της απόκτησης λαθραίου και αφορολόγητου καθαρού οινοπνεύματος, που προμηθεύτηκε παράνομα η “…” από τρίτα πρόσωπα, τα στοιχεία ταυτότητας των οποίων δεν προέκυψαν από τις αποδείξεις. Τα δεκαέξι ως άνω, εικονικά φορολογικά στοιχεία παρέδωσε στην “…”, η οποία στη συνέχεια εκδίδει δικά της εικονικά φορολογικά στοιχεία ως συνοδευτικά, τα οποία παραδίδει στη “…” για την κάλυψη της απόκτησης από την τελευταία καθαρού οινοπνεύματος, που προμηθεύτηκε παράνομα και η οποία στη συνέχεια το λαθραίο και αφορολόγητο καθαρό οινόπνευμα το διαθέτει στην κατανάλωση, προκειμένου τα εμπλεκόμενα πρόσωπα να καρπωθούν τον Ε.Φ.Κ., το Φ.Π.Α και τις λοιπές φορολογικές επιβαρύνσεις. Σημειώνεται ότι η εξόφληση του τιμήματος των τιμολογίων έγινε με μετρητά….χωρίς όμως να στοιχειοθετείται η καταβολή τους, έτσι οι αναφερόμενες πληρωμές αποτελούν λογιστικές μόνο κινήσεις, που γίνονται για το κλείσιμο λογαριασμού και την τακτοποίηση των βιβλίων της εταιρίας και αυτό διότι….τα μετρητά ποτέ δεν καταβλήθηκαν….Περαιτέρω, από τον έλεγχο των 102 φορολογικών στοιχείων (Δ.Α.-ΤΙΜ) που εξέδωσε η “…” προς την “…”, για τη διακίνηση και πώληση των άνω ποσοτήτων καθαρού οινοπνεύματος προκύπτει ότι ως μέσο διακίνησης αναφέρεται το άνω φορτηγό, τα τέλη του οποίου πληρώθηκαν τελευταία φορά το έτος 2001, ως τόπος αποστολής η παραπάνω έδρα της εταιρίας, η οποία δεν υφίστατο πλέον γιατί είχε εγκαταλείψει προ ετών τις επαγγελματικές της εγκαταστάσεις και δεν απασχολούσε προσωπικό. Η εταιρία “…” κατά το ελεγχόμενο διάστημα δεν απέκτησε νόμιμα φορολογημένο οινόπνευμα και δεν ασκούσε καμία εμπορική δραστηριότητα και ήταν ουσιαστικά λήπτρια εικονικών φορολογικών στοιχείων και στη συνέχεια εκδότρια εικονικών φορολογικών στοιχείων. Τα ανωτέρω εικονικά στοιχεία εκδόθηκαν με σκοπό την κάλυψη της απόκτησης καθαρού οινοπνεύματος που προμηθεύτηκε παράνομα από άλλα πρόσωπα η εταιρία “…” …. “. Η αιτίαση του αναιρεσείοντος, ότι υφίσταται ασάφεια στο σκεπτικό της προσβαλλομένης, διότι, όπως υποστηρίζει, ενώ δέχεται ότι τα ένδικα φορολογικά στοιχεία της εταιρίας “… ΑΒΕΕ” προς την εταιρία “…” για τις πωληθείσες προς αυτήν ποσότητες οινοπνεύματος είναι εικονικά, ως αφορώντα ανύπαρκτες συναλλαγές, αφού ουδέποτε απέκτησε κατά το επίδικο χρονικό διάστημα φορολογημένο οινόπνευμα, ούτε και πώλησε τέτοιο, ακολούθως, αντιφατικά, δέχεται ότι αγόρασε από τον Γ. Λ., με εικονικά παραστατικά τις εν λόγω ποσότητες οινοπνεύματος, τις οποίες διέθεσε στη συνέχεια στη “…ΝΕ” με εικονικά επίσης φορολογικά στοιχεία, προς κάλυψη της απόκτησης από την τελευταία καθαρού οινοπνεύματος, που προμηθεύτηκε παράνομα, είναι αβάσιμη, ως στηριζόμενη σε εσφαλμένη προϋπόθεση, αφού ουδεμία τέτοια παραδοχή διέλαβε η προσβαλλομένη. Αντίθετα, στις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης διηγηματικά αναφέρεται, ότι “από τους ελέγχους που πραγματοποίησαν αρμόδιοι υπάλληλοι του Σ.Δ.Ο.Ε. διαπιστώθηκε ότι “φέρεται” η “…” να προμηθεύτηκε κατά το χρονικό διάστημα από την 1-7-2006 μέχρι την 31-12-2006 μεγάλες ποσότητες καθαρού οινοπνεύματος από τον Γ. Λ., τις οποίες στη συνέχεια “φέρεται” ότι μεταπώλησε στη …”, δεχόμενη (η προσβαλλομένη) στη συνέχεια, ανελέγκτως αναιρετικώς, με παράθεση σχετικών επαρκών πραγματικών περιστατικών, το κρίσιμο για τη θεμελίωση της ενοχής στοιχείο, ότι τα επίμαχα τιμολόγια – δελτία αποστολής αφορούσαν ανύπαρκτες συναλλαγές στο σύνολό τους, καθώς και ότι ουδέποτε η εταιρία “…” (της οποίας νόμιμος εκπρόσωπος ήταν ο αναιρεσείων), απέκτησε κατά το έτος 2006 τις επίδικες ποσότητες αφορολόγητου καθαρού οινοπνεύματος από το Γ. Λ., ούτε τις διέθεσε, περαιτέρω, στην εταιρία “…”, η οποία, κατά τις παραδοχές της προσβαλλομένης, προμηθεύτηκε αυτές από άγνωστα άτομα. Οι ανωτέρω παραδοχές δεν είναι αντιφατικές, αλλά συμπορεύονται λογικά χωρίς να αλληλοαναιρούνται, ενώ άλλωστε, για τη στοιχειοθέτηση της αξιόποινης πράξης της έκδοσης και της αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων κατ’ εξακολούθηση για ανύπαρκτες συναλλαγές στο σύνολό τους, για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, ο συγκεκριμένος τρόπος κτήσης των εμπορευμάτων, που αφορούσαν τα εν λόγω φορολογικά στοιχεία, είναι νομικώς αδιάφορος. Κατά συνέπεια, οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του ΚΠοινΔ πρώτος και δεύτερος, αντίστοιχα, προβαλλόμενοι λόγοι της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την περί ενοχής κρίση της και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης-έλλειψη νόμιμης βάσης, είναι αβάσιμοι. Επίσης, το Δικαστήριο της ουσίας, με τις ως άνω παραδοχές, ορθά, σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε, και με την προσήκουσα αιτιολογία απέρριψε τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος περί δεδικασμένου, που, κατά τους ισχυρισμούς του, απορρέει από την υπ’ αριθμ. 9160/2011 (αναγνωσθείσα στο ακροατήριο) αμετάκλητη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών, με την οποία αυτός καταδικάσθηκε για αγορά, κατοχή και πώληση λαθραίου καθαρού οινοπνεύματος, που αφορά στην ίδια ποσότητα, δεχόμενο ότι δεν υφίσταται ταυτότητα πράξης, και συνεπώς δεν υφίσταται δεδικασμένο, καθόσον η λαθρεμπορία συγκροτείται, αντικειμενικά, από διαφορετικά πραγματικά περιστατικά από εκείνα της έκδοσης και της αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων για ανύπαρκτες συναλλαγές, ενώ συνεκτιμώντας την ως άνω απόφαση, ελεύθερα, μαζί με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα, μεταξύ των οποίων και η επισημαινόμενη από τον αναιρεσείοντα υπ’ αριθμ. 384/2015 απόφαση (επίσης αναγνωσθείσα) του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών, με την οποία αυτός καταδικάστηκε για το ίδιο χρονικό διάστημα για λαθρεμπορία (προμήθεια, κατοχή και διάθεση λαθραίου καθαρού οινοπνεύματος με φερόμενο παραλήπτη την εταιρία “…ΝΕ”), ως πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της εταιρίας “… ΑΒΕΕ”, δέχθηκε, όπως προεκτέθηκε, ότι τα ένδικα εικονικά φορολογικά στοιχεία (δελτία αποστολής -τιμολόγια) αφορούσαν σε ανύπαρκτες στο σύνολό τους συναλλαγές.
Συνεπώς, ο υποστηρίζων τα αντίθετα τρίτος λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο ο αναιρεσείων αιτιάται, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια της παραβίασης δεδικασμένου, που προκύπτει από την προαναφερθείσα υπ’ αριθ. 9160/2011 αμετάκλητη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. ΣΤ’ του ΚΠοινΔ, είναι αβάσιμος.
Κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του, ισχύοντος από 1-7-2019, νέου Ποινικού Κώδικα, που κυρώθηκε με το Ν. 4619/2019, αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, ως επιεικέστερος νόμος θεωρείται εκείνος που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, δηλαδή εκείνος, ο οποίος με την εφαρμογή του, βάσει των προβλεπόμενων στη συγκεκριμένη περίπτωση προϋποθέσεων, επιφέρει την ευνοϊκότερη για τον κατηγορούμενο ποινική μεταχείριση. Προς τούτο γίνεται σύγκριση των περισσότερων σχετικών διατάξεων στο σύνολο των προϋποθέσεων που προβλέπει καθεμιά από αυτές. Αν από τη σύγκριση προκύψει ότι ο κατηγορούμενος, όπως κατηγορείται, επιβαρύνεται το ίδιο από όλους τους νόμους, τότε εφαρμοστέος είναι ο νόμος που ίσχυε κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, διαφορετικά εφαρμόζεται ο νεότερος επιεικέστερος νόμος. Ειδικότερα, επιεικέστερος είναι ο νόμος, που προβλέπει το χαμηλότερο ανώτατο όριο του είδους της ποινής, αν δε το ανώτατο όριο είναι το ίδιο, επιεικέστερος είναι αυτός που προβλέπει το μικρότερο κατώτατο όριο. Για το χαρακτηρισμό ενός νόμου ως επιεικέστερου ή μη λαμβάνεται κατ’ αρχήν υπόψη το ύψος των απειλούμενων ποινών κάθειρξης ή φυλάκισης, ενώ θεωρείται η πρώτη βαρύτερη της δεύτερης, επί ίσων δε στερητικών της ελευθερίας ποινών, λαμβάνεται υπόψη και η χρηματική ποινή, η οποία, σε κάθε περίπτωση, είναι ελαφρύτερη της στερητικής της ελευθερίας ποινής. Επίσης, κατά το άρθρο 511 εδ. δ’ του ισχύοντος από 1-7-2019 ΚΠοινΔ (Ν. 4620/2019), αν εμφανιστεί ο αναιρεσείων και κριθεί παραδεκτή η αίτηση αναίρεσης, ο Άρειος Πάγος εφαρμόζει αυτεπαγγέλτως τον επιεικέστερο νόμο που ισχύει μετά τη δημοσίευση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. Περαιτέρω, με τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 463 παρ. 3 του νέου Ποινικού Κώδικα, ορίζεται ότι “όπου σε ειδικούς νόμους απειλείται κάθειρξη έως δέκα έτη, επιβάλλεται ποινή μειωμένη κατά το άρθρο 83 περ. γ’. Η πράξη διατηρεί τον κακουργηματικό χαρακτήρα της”. Με το τελευταίο δε αυτό άρθρο (83 περ. γ’ ΠΚ), το οποίο δεν τροποποιήθηκε με τον ως άνω νόμο Ν. 4619/2019 ως προς την περίπτωση αυτή, ορίζεται ότι, αντί για την ποινή της κάθειρξης έως δέκα έτη, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους ή κάθειρξη έως έξι έτη. Έτσι, η ποινή που προβλέπεται πλέον για το ένδικο αδίκημα της φοροδιαφυγής του άρθρου 19 παρ. 1 περ. β’ του ειδικού νόμου 2523/1997 (όπως τροποποιήθηκε), είναι φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους ή κάθειρξη έως έξι έτη. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 59 του νέου ΠΚ που ορίζει τις παρεπόμενες ποινές, προκύπτει ότι μεταξύ αυτών δεν περιλαμβάνεται η ποινή της αποστέρησης πολιτικών δικαιωμάτων, που προβλεπόταν από τις διατάξεις των άρθρων 59 έως 61 του προϊσχύσαντος ΠΚ στις καταδίκες σε ισόβια κάθειρξη, κάθειρξη αόριστης διάρκειας ή πρόσκαιρη κάθειρξη, η οποία καταργήθηκε, γιατί κρίθηκε πλέον ως παρωχημένη (βλ. αιτιολογική έκθεση του Ν. 4619/2019 άρθρο 59). Κατά συνέπεια, εφόσον μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης ίσχυσαν, ως προς την κύρια και την παρεπόμενη ποινή, οι νέες ως άνω διατάξεις των άρθρων 463 παρ. 3 και 59 του νέου ΠΚ, οι οποίες είναι επιεικέστερες έναντι εκείνων, με τις οποίες καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος για την πράξη της φοροδιαφυγής κατ’ εξακολούθηση, με την έκδοση και την αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων, η συνολική αξία των οποίων υπερβαίνει το ποσό των 150.000 αλλά και των 200.000 ευρώ και δεδομένου ότι η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης είναι παραδεκτή, ως νομοτύπως και εμπροθέσμως ασκηθείσα (περιέχουσα ως λόγους την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης και παραβίαση δεδικασμένου, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’, Ε’, ΣΤ’ ΚΠοινΔ, αντίστοιχα), πρέπει, κατ’ αυτεπάγγελτη εφαρμογή, σύμφωνα με τα άρθρα 2 παρ. 1 του ισχύοντος από 1-7-2019 νέου ΠΚ και 511 εδ. δ’ του νέου ΚΠοινΔ, των ως άνω επιεικέστερων διατάξεων, να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση, και δη α) ως προς τις περί ποινής διατάξεις της και β) ως προς τη διάταξή της περί επιβολής στον κατηγορούμενο της παρεπόμενης ποινής της αποστέρησης πολιτικών δικαιωμάτων του για τρία (3) έτη, την οποία πρέπει να απαλείψει ο Άρειος Πάγος, μη συντρέχουσας περίπτωσης παραπομπής στο Δικαστήριο της ουσίας κατά τούτο, ελλείψει αντικειμένου περαιτέρω έρευνας και να παραπεμφθεί η υπόθεση, κατά το αναιρούμενο σκέλος της ποινής, προκειμένου να γίνει νέα επιμέτρησή της, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που εξέδωσε την εν λόγω απόφαση, συγκροτούμενο από τους ίδιους δικαστές που δίκασαν προηγουμένως και, αν τούτο δεν είναι δυνατόν, από άλλους (άρθρο 522 ΚΠοινΔ). Κατά τα λοιπά η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, εφόσον δεν υπάρχει άλλος αναιρετικός λόγος προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει τη με αριθμό 1344/2019 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών, και συγκεκριμένα α) κατά το μέρος που αφορά τις διατάξεις της περί ποινής και β) ως προς παρεπόμενη ποινή της αποστέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων του αναιρεσείοντος για τρία (3) έτη.
Παραπέμπει την υπόθεση κατά το ως άνω υπό στοιχείο α’ αναιρεθέν μέρος της για νέα εκδίκαση στο ίδιο παραπάνω Δικαστήριο, συγκροτούμενο, αν είναι δυνατόν, από τους ίδιους δικαστές που δίκασαν προηγουμένως και σε περίπτωση αδυναμίας από άλλους.
Απαλείφει από την προσβαλλόμενη απόφαση τη διάταξη που επιβάλλει στον κατηγορούμενο αποστέρηση πολιτικών δικαιωμάτων για τρία (3) έτη. Και
Απορρίπτει, κατά τα λοιπά, την από 25-11-2019 αίτηση (ασκηθείσα με δήλωση που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου πάγου στις 25-11-2019) του Ν. Π. του Κ., κατοίκου … Αττικής, για αναίρεση της ανωτέρω απόφασης.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Μαρτίου 2020.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 14 Μαΐου 2020.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

http://www.areiospagos.gr/

To Top