Από τις ένδικες συνομιλίες προέκυψε ο δόλος των κατηγορουμένων – δικαστικών υπαλλήλων για την τέλεση των αδικημάτων της νόθευσης και υπεξαγωγής πλήθους ποινικών δικογραφιών
Ενώπιον του Αρείου Πάγου εισήχθη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Θράκης, το οποίο κήρυξε τις κατηγορούμενες ένοχες για το γεγονός ότι με την ιδιότητα του υπαλλήλου κατ’ άρθρον 13 του Ποινικού Κώδικας και, συγκεκριμένα, υπό την ιδιότητά τους ως δικαστικοί υπάλληλοι Εισαγγελίας Πρωτοδικών, ενεργώντας από κοινού και με πρόθεση, νόθευσαν και υπεξήγαγαν έγγραφα, υπό την ειδικότερη μορφή της απόκρυψης, εκ των οποίων άλλα τους είχαν εμπιστευθεί και άλλα τους ήταν προσιτά λόγω της υπηρεσίας τους.
Οι κατηγορούμενες κηρύχθηκαν ένοχες για την νόθευση και υπεξαγωγή πλήθους ποινικών δικογραφιών, στο πλαίσιο των καθηκόντων τους (ΑΠ 954/2020).
Κύριο αποδεικτικό μέσο, το οποίο ελήφθη υπόψη από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο για το σχηματισμό της κρίσης του, αποτελούσαν συνομιλίες των κατηγορουμένων στο Messenger, οι οποίες βρέθηκαν μετά από έλεγχο σε υπηρεσιακούς υπολογιστές.
Βασικός ισχυρισμός των κατηγορουμένων, ο οποίος απορρίφθηκε από το ανώτατο δικαστήριο, συνίστατο στην απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, λόγω της χρήσης, παρά την εναντίωσή τους, του απαγορευμένου αυτού αποδεικτικού μέσου.
Πιο αναλυτικά, σύμφωνα με το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, η συναυτουργική δράση των κατηγορουμένων στην τέλεση των πράξεων, καθώς και η απολύτως θετική γνώση αναφορικά με την εκ μέρους τους από κοινού και κατ’ εξακολούθηση τέλεση των διωκόμενων πράξεων, πέραν του γεγονότος της ανεύρεσης της πλειονότητας των ένδικων ποινικών δικογραφιών στο εσωτερικό του υπηρεσιακού τους γραφείου, στο οποίο οι ίδιες διέθεταν πρόσβαση, προκύπτει και από το περιεχόμενο των ανευρεθεισών επί οθόνης ηλεκτρονικού υπηρεσιακού υπολογιστή της Εισαγγελίας Πρωτοδικών, 7 εκτυπώσεων ηλεκτρονικής συνομιλίας μεταξύ των κατηγορουμένων μέσω Facebook.
Στη συνομιλία αυτή συνομολογείται η θετική γνώση αμφότερων αναφορικά αφενός με την υπεξαγωγή πλήθους ποινικών δικογραφιών, υπό την ειδικότερη μορφή της απόκρυψης, και αφετέρου αναφορικά με τις επαπειλούμενες σε βάρος τους πειθαρχικές και ποινικές κυρώσεις για την αξιόποινη συμπεριφορά τους κατά την εκτέλεση των υπηρεσιακών τους καθηκόντων.
Το ανώτατο δικαστήριο, απορρίπτοντας ως αβάσιμο το σχετικό λόγο αναίρεσης περί απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο, λόγω της χρησιμοποίησης, παρά την εναντίωση των κατηγορουμένων, απαγορευμένου αποδεικτικού μέσου (αποκτηθέντος με αξιόποινες πράξεις), έκρινε ότι οι επικαλούμενες εκτυπώσεις από συνομιλίες, οι οποίες φέρονται να έγιναν μεταξύ των δύο κατηγορουμένων μέσω της εφαρμογής messenger του μέσου κοινωνικής δικτύωσης Facebook είναι νόμιμα αποδεικτικά στοιχεία και ορθώς αξιοποιήθηκαν ως αποδεικτικό υλικό της δικογραφίας από το δικαστήριο της ουσίας.
Και τούτο, διότι η συλλογή και η επεξεργασία των επίμαχων στοιχείων έγινε με τη λιγότερη δυνατή επέμβαση στην προσωπική ζωή των κατηγορουμένων και με τα ηπιότερα δυνατά μέσα επίτευξης του επιδιωκόμενου σκοπού, τηρούμενης της απαιτούμενης σχέσης αναλογικότητας, καθώς δεν υπήρξε αλλά ούτε και προέκυψε τυχόν διερεύνηση των προσωπικών υπολογιστών των κατηγορουμένων.
Αντιθέτως, οι σχετικές πληροφορίες ανευρέθησαν σε υπηρεσιακό ηλεκτρονικό υπολογιστή που διέθεσε η υπηρεσία σε τρίτον υπάλληλο και όχι στις ίδιες, η δε ανάκτηση των εν λόγω πληροφοριών δεν έλαβε χώρα με τη χρήση τεθέντων κωδικών χρήστη ή πρόσβασης, αλλά η σχετική ηλεκτρονική συνομιλία κατέστη προσιτή σε κάθε τρίτο υπάλληλο από τη διατήρηση του επίμαχου προφίλ της πρώτης κατηγορουμένης στη διαδικτυακή πλατφόρμα Facebook ενεργού σε κάθε μεταγενέστερη σύνδεση αυτής στο διαδίκτυο και τη σχετική ιστοσελίδα.
Σύμφωνα με το σκεπτικό του ανωτάτου δικαστηρίου, η συνταγματική προστασία του απορρήτου εντοπίζεται κατά το στάδιο της επικοινωνίας, δηλαδή κατά τον χρόνο που αυτή πραγματοποιείται, και λήγει με τη λήξη της, ήτοι την στιγμή που ο παραλήπτης λάβει γνώση του περιεχομένου του μηνύματος. Από το χρονικό σημείο λήξης της επικοινωνίας και έπειτα, κάθε στοιχείο μπορεί να εμπίπτει στο ρυθμιστικό πεδίο της συνταγματικής προστασίας της ιδιωτικής ζωής και των προσωπικών δεδομένων, αλλά δεν καλύπτεται πλέον από την συνταγματική προστασία του απορρήτου. Έτσι και τα ηλεκτρονικά μηνύματα, που διατηρεί ο αποστολέας ή ο παραλήπτης τους σε τυπωμένη μορφή ή στον υπολογιστή του, χωρίς χρήση κωδικού πρόσβασης, μετά την ολοκλήρωση της επικοινωνίας, δεν εμπίπτουν στο προστατευτικό πεδίο του άρ. 19 παρ. 1 Συντάγματος, αλλά σε εκείνο των διατάξεων 9 και 9 Α του Συντάγματος.
Περαιτέρω, τα δικαιώματα της ιδιωτικής ζωής και της προστασίας των προσωπικών δεδομένων δεν είναι απόλυτα. Όπως και κάθε άλλο συνταγματικό δικαίωμα, μπορούν να περιορισθούν, αν συντρέχουν σοβαροί λόγοι δημόσιου συμφέροντος και αν η άσκησή τους προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων. Και τούτο, υπό τον όρο ότι δεν παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας, την οποία το άρθρο 25 παρ.1 του Συντάγματος κατοχυρώνει πλέον ρητά.
Εν προκειμένω, η επεξεργασία και χρήση των σχετικών πληροφοριών έλαβε χώρα αποκλειστικά και μόνο για το σκοπό, για τη θεραπεία του οποίου αποσκοπούσαν, και όχι για οιονδήποτε έτερο, καθόσον προσκομίστηκαν στον Προϊστάμενο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών με σκοπό την ενημέρωση τούτου περί της πλημμελούς εκτέλεσης των καθηκόντων των κατηγορουμένων και της ενδεχόμενης εκ μέρους τους τέλεσης αξιοποίνων πράξεων κατά την ενάσκηση των υπηρεσιακών τους καθηκόντων.
Περαιτέρω, το άρθρο 5 παρ. 1 του Ν.2472/1997 ορίζει ότι η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επιτρέπεται μόνο όταν το υποκείμενο των δεδομένων έχει δώσει τη συγκατάθεσή του. Ο θεμελιώδης όμως αυτός κανόνας δεν είναι απόλυτος. Έτσι, ο ίδιος ο Ν.2472/1997 προβλέπει ότι, κατ’ εξαίρεση, επιτρέπεται η επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, χωρίς την συγκατάθεση του υποκειμένου, οσάκις αυτή είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του εννόμου συμφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας και υπό τον όρο ότι τούτο υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων και συμφερόντων των προσώπων, στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα και δεν θίγονται οι θεμελιώδεις ελευθερίες αυτών.
Κρίθηκε, λοιπόν, πως δεν συντρέχει περίπτωση ανεπίτρεπτης από το νόμο επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων, καθόσον, κατά την παράγραφο 2 περ. β του άρθρου 3 του Ν.2472/1997, οι διατάξεις του νόμου αυτού δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην περίπτωση επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τις δικαστικές – εισαγγελικές αρχές και τις υπηρεσίες που ενεργούν υπό την άμεση εποπτεία τους στο πλαίσιο της απονομής της δικαιοσύνης ή για την εξυπηρέτηση των αναγκών της λειτουργίας τους, με σκοπό τη βεβαίωση εγκλημάτων, που τιμωρούνται ως κακουργήματα ή πλημμελήματα με δόλο.
Συνεπώς, η αποδεικτική αξιοποίηση και συναξιολόγηση από το δικαστήριο της ουσίας των ως άνω αποδεικτικών στοιχείων, σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα, ουδεμία ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο επέφερε.
Απόσπασμα απόφασης
Ο λόγος αυτός, που επιχειρείται να θεμελιωθεί στο άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α’ του Κ.Ποιν.Δ., είναι αβάσιμος, καθόσον οι επικαλούμενες επτά (7) εκτυπώσεις από συνομιλίες, οι οποίες φέρονται να έγιναν μεταξύ των δύο κατηγορουμένων μέσω της εφαρμογής “messenger” του μέσου κοινωνικής δικτύωσης “facebook” είναι νόμιμα αποδεικτικά στοιχεία και ορθώς αξιοποιήθηκαν ως αποδεικτικό υλικό της δικογραφίας από το Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, καθώς, όπως προαναφέρθηκε, κατά την αιτιολόγηση της απόρριψης της σχετικής ενστάσεως (αιτιολόγηση του 1ου λόγου αμφοτέρων των αναιρέσεων), η συλλογή και η επεξεργασία των επίμαχων στοιχείων έγινε στην προκείμενη περίπτωση με τη λιγότερη δυνατή επέμβαση στην προσωπική ζωή των κατηγορουμένων και με τα ηπιότερα δυνατά μέσα επίτευξης του προαναφερόμενου σκοπού, τηρούμενης της απαιτούμενης σχέσης αναλογικότητας, καθώς δεν υπήρξε αλλά ούτε και προέκυψε τυχόν διερεύνηση προσωπικού υπολογιστή των κατηγορουμένων, παρά αντιθέτως οι σχετικές πληροφορίες ανευρέθησαν σε υπηρεσιακό ηλεκτρονικό υπολογιστή που διέθεσε η υπηρεσία σε τρίτον υπάλληλο και όχι στις ίδιες, η δε ανάκτηση των εν λόγω πληροφοριών δεν έλαβε χώρα με τη χρήση τεθέντων κωδικών χρήστη ή πρόσβασης, αλλά η σχετική ηλεκτρονική συνομιλία κατέστη προσιτή σε κάθε τρίτο υπάλληλο από τη διατήρηση του επίμαχου προφίλ της πρώτης κατηγορουμένης στη διαδικτυακή πλατφόρμα Facebook ενεργού σε κάθε μεταγενέστερη σύνδεση αυτής στο διαδίκτυο και τη σχετική ιστοσελίδα, με αποτέλεσμα, να μην υφίσταται παράβαση του άρθρου 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ, σημειουμένου ότι από το όρθρο 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ δεν προκύπτει κανόνας αυτόματου αποκλεισμού από την ποινική διαδικασία των παρανόμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων, ως αβασίμως ισχυρίζονται οι κατηγορούμενες, επικαλούμενες παραβίαση του δικαιώματός τους σε δίκαιη δίκη.
Εξάλλου, η επεξεργασία και χρήση των σχετικών πληροφοριών έλαβε χώρα αποκλειστικά και μόνο για το σκοπό για τη θεραπεία του οποίου αποσκοπούσαν και όχι για οιονδήποτε έτερο, καθόσον προσκομίστηκαν στον Προϊστάμενο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών με σκοπό την ενημέρωση τούτου περί της πλημμελούς εκτέλεσης των καθηκόντων των κατηγορουμένων και της ενδεχόμενης εκ μέρους τους τέλεσης αξιοποίνων πράξεων κατά την ενάσκηση των υπηρεσιακών τους καθηκόντων.
Τέλος, εν προκειμένω δεν συντρέχει περίπτωση ανεπίτρεπτης από το νόμο επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων, καθόσον, κατά την παράγραφο 2 περ. β του άρθρου 3 του νόμου 2472/1997, οι διατάξεις του παρόντος νόμου δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην περίπτωση επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τις δικαστικές – εισαγγελικές αρχές και τις υπηρεσίες που ενεργούν υπό την άμεση εποπτεία τους στο πλαίσιο της απονομής της δικαιοσύνης ή για την εξυπηρέτηση των αναγκών της λειτουργίας τους με σκοπό τη βεβαίωση εγκλημάτων, που τιμωρούνται ως κακουργήματα ή πλημμελήματα με δόλο. Εξάλλου, το Δικαστήριο της ουσίας, για τον σχηματισμό της κρίσης του ως προς την ενοχή των κατηγορουμένων και ήδη αναιρεσειουσών, δεν στηρίχθηκε αποκλειστικά στις συγκεκριμένες εκτυπώσεις συνομιλιών, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, αλλά και σε αυτές σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα, αναφερόμενα στο σκεπτικό, αποδεικτικά μέσα.
Δείτε ολόκληρη την απόφαση εδώ.