Καταδίκη για αποπλάνηση ανηλίκου – Ανάγνωση μη αμετάκλητης απόφασης άλλου ποινικού δικαστηρίου (ΑΠ 887/2020)

Ζητήματα συρροής βιασμού και αποπλάνησης ανηλίκου, εννοιολογικού προσδιορισμού της γεννετήσιας πράξης και παραπλάνησης

Με απόφασή του ο Άρειος Πάγος [ΑΠ 887 / 2020 (Ποιν)] απέρριψε στο σύνολό της αναίρεση κατηγορούμενου κατά απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Ανατολικής Κρήτης με την οποία κηρύχθηκε ένοχος της πράξης του άρθρου 339 παρ. 1 περ. γ’ του νέου ΠΚ κατ’ εξακολούθηση.

Ειδικότερα, εις βάρος του κατηγορουμένου είχε αρχικά ασκηθεί ποινική δίωξη για τις πράξεις του βιασμού, της κατάχρησης σε ασέλγεια ανηλίκου και της αποπλάνησης ανηλίκου, τόσο πριν τη συμπλήρωση των 14 ετών, όσο και μετά, τελεσθείσες κατά συρροή και κατ’ εξακολούθηση. Επειδή, ωστόσο, η πράξη του άρθρου 339 του ΠΚ σε βάρος ανηλίκου που είχε συμπληρώσει τα 14 έτη ήταν πλημμεληματικού χαρακτήρα, η υπόθεση χωρίστηκε και ο κατηγορούμενος παραπέμφθηκε για την πράξη αυτή ενώπιον του δικάσαντος πρωτοδίκως Τριμελούς Πλημμελειοδικείου. Παράλληλα, ο κατηγορούμενος παραπέμφθηκε για τις υπόλοιπες πράξεις ενώπιον του ΜΟΔ, κρίθηκε δε ένοχος για όλες τις πράξεις πλην της αποπλάνησης ανηλίκου που δεν συμπλήρωσε τα 14 έτη, καθώς το δικαστήριο δέχτηκε ότι αυτή συρρέει φαινομενικά κατ’ ιδέαν με την πράξη της κατάχρησης ανηλίκου σε ασέλγεια.

Απορρίπτοντας ως αβάσιμο τον σχετικό λόγο αναίρεσης περί παραβίασης της εκκρεμοδικίας εκ μέρους της προσβαλλόμενης, η οποία απέρριψε τον αυτοτελή ισχυρισμό περί εκκρεμοδικίας από την ως άνω απόφαση του ΜΟΔ, επικαλούμενος ότι η εκκρεμούσα πλημμεληματική πράξη της αποπλάνησης ανηλίκου βρίσκεται σε σχέση φαινομένης κατ’ ιδέα συρροής με αυτήν της κατάχρησης ανηλίκου σε ασέλγεια, για την οποία καταδικάστηκε και έχει ασκήσει έφεση που εκκρεμεί ενώπιον του ΜΟΕ, ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι μεταξύ του εγκλήματος του βιασμού και του εγκλήματος των γενετήσιων πράξεων με ανηλίκους, υπάρχει αληθής κατ’ ιδέαν συρροή και όχι φαινομένη συρροή.

Κατά το σκεπτικό του δικαστηρίου, με την τέλεση των εγκλημάτων αυτών προσβάλλονται διαφορετικά έννομα αγαθά που προστατεύονται από διαφορετικές διατάξεις, στο μεν έγκλημα του βιασμού προσβάλλεται το έννομο αγαθό της γενετήσιας ελευθερίας ενώ σε αυτό του άρθρου 339 του ΠΚ προσβάλλεται η αγνότητα της παιδικής ηλικίας από γενετήσιες προσβολές. Επιπλέον, η εκκρεμοδικία εξαντλείται στην αξιόποινη πράξη, για την οποία ασκήθηκε η ποινική δίωξη και δεν κωλύεται νέα ποινική δίωξη για την άλλη πράξη, που συρρέει κατ’ ιδέα με την πρώτη και δεν έχει κριθεί.

Όσον αφορά στον ορισμό της γενετήσιας πράξης που χρησιμοποιείται από τον νέο ΠΚ, αντί του όρου «ασελγής πράξη», το δικαστήριο επεσήμανε ότι αυτός αναφέρεται στη συνουσία και σε άλλες πράξεις με την ίδια βαρύτητα από πλευράς προσβολής του εννόμου αγαθού της γενετήσιας ελευθερίας όπως είναι η «παρά φύσιν» συνουσία, ο ετεροαυνανισμός, η πεολειχία και η αιδιολειχία ή η χρήση υποκατάστατων μέσων. Για την τέλεση του εν λόγω εγκλήματος, ο δράστης πρέπει να γνωρίζει την ανηλικότητα του παθόντα ή να αδιαφορεί για αυτήν.

Περαιτέρω το δικαστήριο προέβη σε εννοιολογικό προσδιορισμό της παραπλάνησης, η οποία, κατά την κρίση του, πρέπει να θεωρηθεί κάθε επίδραση επί της βουλήσεως του ανηλίκου, χωρίς την οποία αυτός δεν θα ελάμβανε την απόφαση να ενεργήσει την γενετήσια πράξη. Συνεπώς, για τη συνδρομή της παραπλάνησης, δεν απαιτείται να υπήρξε κάποια εσωτερική αντίδραση του ανηλίκου έστω και ανεκδήλωτη η οποία να υπερνικήθηκε, αλλά αρκεί ότι ο δράστης προκάλεσε στον ανήλικο την απόφαση να ενεργήσει την γενετήσια πράξη. Παραπλάνηση, επομένως, υπάρχει και όταν ο ανήλικος εκδήλωσε πρώτος την επιθυμία τέλεσης της πράξης, εφόσον δεν είχε λάβει και τη σχετική απόφαση, η οποία λήφθηκε από αυτόν κατόπιν της σύμφωνης στάσης του δράστη.

Ως αβάσιμος απορρίφθηκε και ο λόγος αναίρεσης περί υπέρβασης εξουσίας και παραβίασης των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, λόγω ανάγνωσης ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου των πρακτικών της μη αμετάκλητης απόφασης του ΜΟΔ.

Ειδικότερα, το ανώτατο δικαστήριο έκρινε πως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 362 του ΚΠΔ σε συνδυασμό και προς τις διατάξεις των άρθρων 170, 171 και 177 του ΚΠΔ, το δικάζον ποινικό δικαστήριο, αναζητώντας την ουσιαστική αλήθεια για τη διαμόρφωση της κρίσης του ως προς την ενοχή του κατηγορουμένου, προβαίνει στην ανάγνωση και ουσιαστική αξιολόγηση οποιουδήποτε χρησίμου εγγράφου, αποδεικτικού ή διαδικαστικού, εφόσον δεν αμφιβάλλει για τη γνησιότητά του έστω και αν το έγγραφο προέρχεται από άλλη ποινική ή πολιτική δίκη, στην οποία δεν έχει εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση ή πρόκειται για απόφαση που δεν είναι αμετάκλητη χωρίς αυτό να συνεπάγεται απόλυτη ακυρότητα. Αντίθετα, η άρνηση του δικαστηρίου να αναγνώσει έγγραφο ή αμετάκλητη απόφαση που προσκόμισε ο κατηγορούμενος κατά την αποδεικτική διαδικασία με ταυτόχρονη προφορική ή έγγραφη αίτηση για την ανάγνωσή του ή η μη απάντηση στη σχετική αίτηση, επιφέρει ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, επειδή σε αυτή την περίπτωση θίγονται τα δικαιώματα υπεράσπισης και ακρόασης του κατηγορουμένου, αντίστοιχα.

Απόσπαμα απόφασης

Περαιτέρω, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Θ’ ΚΠΔ, υπέρβαση εξουσίας, που ιδρύει τον προβλεπόμενο από τη διάταξη αυτή λόγο αναίρεσης, υπάρχει, όταν το δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του παρέχεται από το νόμο ή υφίσταται μεν τέτοια δικαιοδοσία, δεν συντρέχουν όμως οι όροι οι οποίοι παρέχουν την εξουσία να κρίνει στη συγκεκριμένη περίπτωση ή όταν αρνείται να ασκήσει δικαιοδοσία, η οποία του παρέχεται από το νόμο στη συγκεκριμένη περίπτωση, αν και συντρέχουν οι απαιτούμενοι γι’αυτό κατά νόμο όροι. Εξάλλου, κατά το άρθρο 362 παρ.2 του ισχύοντος ΚΠΔ, [άρθρο 364 παρ.2 του προϊσχύσαντος ΚΠΔ], διαβάζονται στο ακροατήριο οι αμετάκλητες αποφάσεις που εκδόθηκαν σε άλλη ποινική ή πολιτική δίκη, αν το δικαστήριο κρίνει ότι η ανάγνωση αυτή είναι χρήσιμη. Αν δεν συντρέχει η ως άνω προϋπόθεση για να αναγνωσθεί η απόφαση, θα πρέπει να μην εναντιωθεί κάποιος από τους διαδίκους.

Ωστόσο, η διάταξη αυτή δεν απαγγέλλει ρητώς ακυρότητα για την παραβίασή της ενώ ούτε επέρχεται από την παραβίαση αυτή απόλυτη ακυρότητα σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ.1 ΚΠΔ, ούτε κάποια πλημμέλεια της απόφασης [ΑΠ 984/2017, ΑΠ 795/2017]. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 177,178 και 179 ΚΠΔ, προκύπτει ότι στην ποινική διαδικασία επιτρέπεται κάθε είδος αποδεικτικού μέσου, είτε από αυτά που αναφέρονται στο άρθρο 178 είτε άλλα, ακόμη και άκυρα, εκτός αν η χρησιμοποίησή τους απαγορεύεται από το νόμο είτε ρητώς είτε γιατί είναι αντίθετη σε διατάξεις του ισχύοντος δικονομικού συστήματος, οπότε η χρησιμοποίησή τους προσβάλλει το δικαίωμα υπεράσπισης του κατηγορουμένου και επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας κατά το άρθρο 171 παρ.1 περ.δ’ ΚΠΔ.

Συνεπώς, από τη διάταξη του άρθρου 362 ΚΠΔ σε συνδυασμό και προς τις διατάξεις των άρθρων 170,171 και 177 ΚΠΔ, προκύπτει ότι το δικάζον ποινικό δικαστήριο, αναζητώντας την ουσιαστική αλήθεια για τη διαμόρφωση της κρίσης του ως προς την ενοχή του κατηγορουμένου, προβαίνει στην ανάγνωση και ουσιαστική αξιολόγηση οποιουδήποτε χρησίμου εγγράφου, αποδεικτικού ή διαδικαστικού, εφόσον δεν αμφιβάλλει για τη γνησιότητά του έστω και αν το έγγραφο προέρχεται από άλλη ποινική ή πολιτική δίκη, στην οποία δεν έχει εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση ή πρόκειται για απόφαση που δεν είναι αμετάκλητη χωρίς αυτό να συνεπάγεται απόλυτη ακυρότητα. Αντίθετα, η άρνηση του δικαστηρίου να αναγνώσει έγγραφο ή αμετάκλητη απόφαση που προσκόμισε ο κατηγορούμενος κατά την αποδεικτική διαδικασία με ταυτόχρονη προφορική ή έγγραφη αίτηση για την ανάγνωσή του ή η μη απάντηση στη σχετική αίτηση, επιφέρει ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, επειδή σ’αυτή την περίπτωση θίγονται τα δικαιώματα υπεράσπισης και ακρόασης του κατηγορουμένου, αντίστοιχα [και όχι επειδή δεν έχει τηρηθεί η διάταξη του άρθρου 362 παρ.2 ΚΠΔ, η οποία δεν τάσσεται με ποινή ακυρότητας της σχετικής διαδικασίας [ΑΠ 1700/2019, ΑΠ 1239/2017].

Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 502 παρ.1 εδ.γ’ του ΚΠΔ, σε κάθε περίπτωση διαβάζονται και λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης που περιέχουν τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάσθηκαν και κατάλογο των αναγνωσθέντων εγγράφων. Δηλαδή, κατά την έννοια της διάταξης αυτής τα αναφερόμενα στα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης ως αναγνωσθέντα έγγραφα θεωρείται ότι αναγνώσθηκαν και στην κατ’έφεση δίκη και παραδεκτά λαμβάνονται υπόψη για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως [ΑΠ 955/2016, ΑΠ 669/2014].

Δείτε αναλυτικά την απόφαση στο areiospagos.gr

https://www.lawspot.gr/nomika-nea/katadiki-gia-apoplanisi-anilikoy-anagnosi-mi-ametaklitis-apofasis-alloy-poinikoy

To Top