Σύννομη ζωή (ΠΚ 84 παρ. 2 α’) υπάρχει όταν ο υπαίτιος δεν έχει διαπράξει αξιόποινη πράξη – Ευμενέστερη η προβλεπόμενη στον νέο Π.Κ. ποινή για την πράξη της ληστείας
ΑΠ 1015/2020
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 511 και 514 του Κ.Π.Δ., όπως αυτός ισχύει μετά την κύρωσή του με τον Ν.4620/2019, προκύπτει ότι, εάν μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης μεταβλήθηκε το νομοθετικό καθεστώς αναφορικά με τα στοιχεία της αξιόποινης πράξης ή και την προβλεπόμενη κύρια ή παρεπόμενη ποινή, το ανώτατο δικαστήριο εφαρμόζει και αυτεπαγγέλτως, κατά το άρθρο 2 παρ.1 του Π.Κ., το νόμο που ίσχυε από την τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκασή της και περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις.
Για τον χαρακτηρισμό ενός νόμου ως επιεικέστερου ή μη, λαμβάνεται υπόψη καταρχάς το ύψος της απειλούμενης στερητικής της ελευθερίας ποινής, η οποία θεωρείται βαρύτερη της χρηματικής ποινής, ενώ η τελευταία λαμβάνεται υπόψη μόνο επί ίσων στερητικών της ελευθερίας ποινών.
Εν προκειμένω, η διάταξη του άρθρου 380 όπως ισχύει με τον νέο ΠΚ, κρίνεται επιεικέστερη, καθόσον αφενός καταργήθηκε η επιβαρυντική περίσταση που προέβλεπε το εδάφιο β’ της προϊσχύουσας διάταξης (τέλεση της πράξης με κάλυψη ή αλλοίωση των χαρακτηριστικών του προσώπου του δράστη), αφετέρου απειλείται πλέον για την πράξη της ληστείας χρηματική ποινή και ποινή κάθειρξης, το πλαίσιο της οποίας, βάσει του άρθρου 52 παρ. 2 του νέου Π.Κ. ορίστηκε σε πέντε με δέκα πέντε έτη, και όχι είκοσι έτη, όπως ίσχυε παλαιότερα.
Ομοίως, ευμενέστερη κρίνεται η διάταξη του άρθρου 84 παρ. 2 α’ του νέου Π. Κ. έναντι της προϊσχύουσας. Και τούτο, διότι με τη νέα διάταξη διευρύνεται η δυνατότητα αναγνώρισης της σχετικής ελαφρυντικής περίστασης, καθόσον υιοθετήθηκε το δεκτικό βεβαίωσης κριτήριο της «νόμιμης» ζωής του κατηγορουμένου, έναντι του απροσδιόριστου κριτηρίου της «έντιμης» ζωής αυτού, που απαιτούνταν από την προϊσχύουσα διάταξη, και δεν ελέγχεται πλέον η κατά το Σύνταγμα «απαραβίαστη» προηγουμένη ατομική και οικογενειακή ζωή του κατηγορουμένου.
Κριτήριο για τη συνδρομή της ελαφρυντικής αυτής περίστασης κατά το νέο Π.Κ. είναι η σύννομη ζωή του κατηγορουμένου, που υπάρχει όταν αυτός δεν έχει διαπράξει αξιόποινη πράξη, παραβιάζοντας επιτακτικούς ή απαγορευτικούς κανόνες δικαίου, του λευκού ποινικού μητρώου μη όντος του μόνου αποδεικτικού στοιχείου για την κατάφαση της περίστασης αυτής.
Συνεπώς, το ανώτατο δικαστήριο κατέληξε πως η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία εμμέσως δέχεται την ύπαρξη λευκού ποινικού μητρώου του κατηγορουμένου και, συγχρόνως, δεν διαλαμβάνει κανένα αρνητικό περιστατικό του πρότερου βίου του τελευταίου, ωστόσο απορρίπτει το αίτημά του για αναγνώριση του σχετικού ελαφρυντικού, στερείται της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας υπό το πρίσμα του νέου επιεικέστερου Π.Κ. και, συνεπώς, τυγχάνει αναιρετέα.
Απόσπασμα απόφασης
Εξάλλου, ως ελαφρυντικές περιστάσεις θεωρούνται, κατά τη διάταξη του άρθρου 84 παρ. 2 του νέου Π. Κ., μεταξύ άλλων και η υπό στοιχείο α ‘ που συνίσταται στο “ότι ο υπαίτιος έζησε σύννομα ως τον χρόνο που έγινε το έγκλημα, περίσταση που δεν αποκλείεται από μόνη την προηγούμενη καταδίκη του για ελαφρό πλημμέλημα”.
Κριτήριο, επομένως, για τη συνδρομή της ελαφρυντικής αυτής περίστασης είναι η σύννομη ζωή του υπαιτίου, που υπάρχει όταν αυτός δεν έχει διαπράξει αξιόποινη πράξη, παραβιάζοντας επιτακτικούς ή απαγορευτικούς κανόνες δικαίου, του λευκού ποινικού μητρώου μη όντος του μόνου αποδεικτικού στοιχείου για την κατάφαση της περίστασης αυτής, του δικαστού δυνάμενου και να κρίνει στα πλαίσια που ορίζονται από τα άρθρα 177 και 178 του Κ.Π.Δ.
Εν όψει των ανωτέρω, η διάταξη αυτή (84 παρ. 2 α’) του ισχύοντος από 1.7.2019 Π.Κ. είναι ευμενέστερη της αντίστοιχης προϊσχύσασας διάταξης, που όριζε ότι η υπό στοιχείο α’ ελαφρυντική περίσταση συνίσταται στο “ότι ο υπαίτιος έζησε ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη, ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή”, αφού με τη νέα διάταξη διευρύνεται η δυνατότητα αναγνώρισης της ελαφρυντικής αυτής περίστασης, καθόσον υιοθετήθηκε το δεκτικό βεβαίωσης κριτήριο της “νόμιμης” ζωής έναντι του απροσδιόριστου κριτηρίου της “έντιμης” ζωής, που απαιτούνταν από την προϊσχύσασα διάταξη και δεν ελέγχεται πλέον η κατά το Σύνταγμα “απαραβίαστη” προηγουμένη ατομική και οικογενειακή ζωή του υπαιτίου (Α.Π.21/2020).
Επιπλέον, προκειμένου να τηρηθεί το μέτρο της αναλογικότητας, ορίστηκε στο άρθρο 85 παρ.1 του νέου Π.Κ. ότι, όταν στο πρόσωπο του υπαιτίου συντρέχουν περισσότεροι λόγοι μείωσης της ποινής ή όταν συντρέχουν ένας ή περισσότεροι τέτοιοι λόγοι μαζί με ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 ή περισσότερες ελαφρυντικές περιστάσεις (άρθρο 84 Π.Κ.), το δικαστήριο ελαττώνει περαιτέρω το κατώτερο όριο της μειωμένης κατά το άρθρο 83 ποινής ώστε τα πέντε έτη να μειωθούν σε τρία , τα δύο έτη σε ένα κ.ο.κ., όπως προσδιορίζεται στις τέσσερις αναφερόμενες περιπτώσεις της διάταξης.
Οι νέες αυτές ρυθμίσεις ασφαλώς οδηγούν σε ευμενέστερη ποινική μεταχείριση του κατηγορουμένου και είναι εφαρμοστέες κατά τις παραπάνω σκέψεις.
Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 511 εδ. τελ. και 514 Κ.Π.Δ., όπως αυτός ισχύει από 1- 7-2019 μετά την κύρωσή του με τον ν.4620/2019 (ΦΕΚ Α’96/11.6.2019- βλ. άρθρο δεύτερο του νόμου) προκύπτει, ότι στην περίπτωση που μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης μεταβλήθηκε το νομοθετικό καθεστώς όσον αφορά στα στοιχεία της αξιόποινης πράξης ή και στην προβλεπόμενη κύρια ή παρεπόμενη ποινή, ο ʼρειος Πάγος εφαρμόζει και αυτεπαγγέλτως, κατ’ άρθρο 2 παρ.1 Π.Κ., το νόμο που ίσχυε από την τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκασή της και περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, εφόσον η αίτηση αναίρεσης είναι παραδεκτή και μάλιστα ανεξάρτητα από την εμφάνιση του κατηγορουμένου κατά τη συζήτηση της τελευταίας.