ΑΡΙΘΜΟΣ 715/2020
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
– Αρχή της αναδρομικότητας του επιεικέστερου ουσιαστικού ποινικού νόμου. Αποπλάνηση ανηλίκων. Ασέλγεια με κατάχρηση εξουσίας.
– Κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του κυρωθέντος με το Ν. 4619/2019 και ισχύοντος από 1-7-2019 Ποινικού Κώδικα “Αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου”. Επιεικέστερος είναι ο νόμος που στη συγκεκριμένη κάθε φορά περίπτωση και όχι αφηρημένα οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορούμενου, αυτό δε που ενδιαφέρει δεν είναι εάν ο νόμος στο σύνολό του είναι επιεικέστερος για τον κατηγορούμενο αλλά εάν περιέχει διατάξεις που είναι επιεικέστερες γι’ αυτόν και δεν αποκλείεται στη συγκεκριμένη περίπτωση να εφαρμοσθεί εν μέρει ο προηγούμενος νόμος και εν μέρει ο νεότερος νόμος, με επιλογή των ευμενέστερων διατάξεων καθενός από αυτούς και έτσι να εφαρμόζεται αφενός ένας νόμος ως προς τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος και αφετέρου άλλος νόμος ως προς την απειλούμενη ποινή. Ευμενέστερος δε κατά τα προεκτεθέντα είναι αυτός που προβλέπει το χαμηλότερο ανώτατο όριο του είδους της ποινής, αν δε το ανώτερο όριο είναι το ίδιο, επιεικέστερος είναι αυτός που προβλέπει το μικρότερο κατώτατο και επί ίσων ποινών κάθειρξης ή φυλάκισης και η χρηματική ποινή. Ευμενέστερος είναι και ο νόμος που καταργεί επιβαρυντική περίσταση, η παραδοχή της οποίας, μέχρι την κατάργησή της, οδηγούσε σε επίταση της απειλούμενης κατά του δράστη ποινής. Εάν από τη σύγκριση των περισσότερων διατάξεων προκύψει ότι ο κατηγορούμενος, όπως κατηγορείται, επιβαρύνεται το ίδιο απ’ όλους τους νόμους, τότε εφαρμοστέος είναι ο νόμος που ίσχυσε κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, διαφορετικά ο νεότερος επιεικέστερος. Στην περίπτωση που μετά την δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης μεταβλήθηκε το νομοθετικό καθεστώς, ως προς τα στοιχεία της αξιόποινης πράξης ή και την προβλεπόμενη ποινή, κύρια ή παρεπόμενη, ο Άρειος Πάγος εφαρμόζει και αυτεπάγγελτα, κατ’ άρθρο 2 παρ. 1 του ΠΚ, το νόμο που ίσχυε από την τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκασή της και περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, εφόσον η αίτηση αναίρεσης είναι παραδεκτή, ανεξάρτητα από την εμφάνιση ή μη του κατηγορούμενου κατά τη συζήτηση της τελευταίας (άρθρα 514 και 511 εδ. τελ. Κ.Π.Δ). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 339 παρ.1 του ισχύσαντος κατά το χρόνο τέλεσης των αξιοποίνων πράξεων (Ιούνιος 2010 έως 28.6.2012) ΠΚ “Όποιος ενεργεί ασελγή πράξη με πρόσωπο νεότερο από 15 ετών ή το παραπλανά με αποτέλεσμα να ενεργήσει ή να υποστεί τέτοια πράξη τιμωρείται, αν δεν υπάρχει περίπτωση να τιμωρηθεί βαρύτερα για το έγκλημα του άρθρου 351Α, ως εξής: α) αν ο παθών δεν συμπλήρωσε τα δώδεκα έτη, με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών, …”.
Με την όμοια ως προς τα στοιχεία της υποκειμενικής και αντικειμενικής υπόστασης του οικείου εγκλήματος διάταξη του άρθρου 339 παρ.1 εδ. α’ του ισχύοντος από 1.7.2019 Π.Κ. “Όποιος ενεργεί γενετήσια πράξη με πρόσωπο νεότερο των δεκαπέντε ετών ή το παραπλανά με αποτέλεσμα να ενεργήσει ή να υποστεί τέτοια πράξη τιμωρείται αν δεν υπάρχει περίπτωση να τιμωρηθεί βαρύτερα με το άρθρο 351 Α, ως εξής: α) αν ο παθών δεν συμπλήρωσε τα δώδεκα έτη, με κάθειρξη…”. Από τις ως άνω διατάξεις, που έχουν ως σκοπό την προστασία της αγνότητας της παιδικής ηλικίας, συνάγεται ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της αποπλάνησης παιδιού, απαιτείται η τέλεση ασελγούς, από γενετήσια άποψη, πράξης με πρόσωπο νεότερο των δεκαπέντε και ήδη δώδεκα ετών, που ενδιαφέρει εν προκειμένω, κατά τις σε αυτήν ως προς την ηλικία διακρίσεις και προβλεπόμενες αντίστοιχα ποινές, η οποία, αντικειμενικά μεν, προσβάλλει το κοινό αίσθημα της αιδούς και την περί των ηθών κοινή αντίληψη, υποκειμενικά δε κατευθύνεται στην ικανοποίηση ή διέγερση της γενετήσιας ορμής και επιθυμίας του δράστη. Με την έννοια αυτή, αποτελεί ασελγή πράξη όχι μόνον η συνουσία και η παρά φύση ασέλγεια, αλλά και η ψαύση και οι θωπείες των γεννητικών οργάνων ή άλλων απόκρυφων μερών του σώματος, η επαφή των γεννητικών οργάνων του δράστη στα γεννητικά όργανα του ανήλικου, ο εναγκαλισμός και ο ασπασμός στο πρόσωπο και το σώμα του παιδιού, εφόσον κατατείνουν στη διέγερση ή ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του δράστη, αφού και αυτές προσβάλλουν την αγνότητα της παιδικής ηλικίας. Ο δράστης πρέπει να γνωρίζει, ότι το πρόσωπο κατά του οποίου κατευθύνεται η πράξη του έχει ηλικία κατώτερη των 15 ετών, αρκεί, όμως, ως προς το σημείο αυτό και ο ενδεχόμενος δόλος, που υπάρχει όταν ο δράστης αμφιβάλλει ως προς την ηλικία του παθόντος. Η ως άνω διάταξη του ισχύοντος Π.Κ., είναι ευμενέστερη της προϊσχύσασας ως προς την προβλεπόμενη ποινή, καθόσον με αυτή προβλέπεται πλαίσιο ποινής κάθειρξης πέντε (5) ετών έως δεκαπέντε (15) ετών (άρθρο 52 του ισχύοντος Π.Κ) ενώ η προηγούμενη προέβλεπε πλαίσιο ποινής κάθειρξης δέκα (10) ετών έως είκοσι (20) ετών (άρθρο 52 του προϊσχύσαντος Π.Κ.).
– Κατά τη διάταξη του άρθρου 342 παρ. 1α και 2β του προϊσχύσαντος ΠΚ όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 24 του Ν. 3500/2006 και στη συνέχεια τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 παρ. 7 και 8 του Α’ κεφαλαίου του Ν. 3727/2008: “1) ο ενήλικος ο οποίος ενεργεί ασελγείς πράξεις με ανήλικο, τον οποίο του έχουν εμπιστευθεί για να τον επιβλέπει ή να τον φυλάσσει, έστω και προσωρινά, τιμωρείται ως εξής: α) αν ο παθών δεν συμπλήρωσε τα δεκατέσσερα έτη, με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών,… 2) Συνιστά επιβαρυντική περίσταση η τέλεση της πράξης της πρώτης παραγράφου: α) από οικείο, β) από πρόσωπο που συνοικεί με τον ανήλικο ή διατηρεί φιλικές σχέσεις με τους οικείους του.”. Με την όμοια ως προς τα στοιχεία της υποκειμενικής και αντικειμενικής υπόστασης του οικείου εγκλήματος διάταξη του άρθρου 342 παρ.1 περ. α’ ορίζεται ότι: “Ο ενήλικος ο οποίος ενεργεί γενετήσιες πράξεις με ανήλικο, τον οποίο του έχουν εμπιστευθεί για να τον επιβλέπει ή να τον φυλάσσει, έστω και προσωρινά, τιμωρείται ως εξής: α) αν ο παθών δεν συμπλήρωσε τα δώδεκα έτη, με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών….”. Η ως άνω διάταξη του άρθρου 342 του ισχύοντος Π.Κ., κατά το μέρος που με αυτήν καταργείται η επιβαρυντική περίσταση της παρ. 2 περ. β’ του άρθρου 342 του προϊσχύσαντος Π.Κ. ήτοι της τέλεσης της πράξης από πρόσωπο που διατηρεί φιλικές σχέσεις με τους οικείους του ανηλίκου, είναι ευμενέστερη της προϊσχύσασας. Ευμενέστερη της προγενέστερης είναι επί πλέον και ως προς την προβλεπόμενη ποινή, καθόσον με αυτή προβλέπεται πλαίσιο ποινής κάθειρξης δέκα (10) ετών έως δεκαπέντε (15) ετών (άρθρο 52 του ισχύοντος Π.Κ) ενώ η προηγούμενη προέβλεπε πλαίσιο ποινής κάθειρξης δέκα (10) ετών έως είκοσι (20) ετών (άρθρο 52 του προϊσχύσαντος Π.Κ.). Από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του προβλεπόμενου απ’ αυτές εγκλήματος της κατάχρησης ανηλίκων σε ασέλγεια και ήδη σε γενετήσιες πράξεις απαιτείται ομοίως οποιαδήποτε γενετήσια πράξη με πρόσωπο νεότερο των δώδεκα ετών, η οποία αντικειμενικά μεν προσβάλλει το κοινό αίσθημα της αιδούς και την περί των ηθών κοινή αντίληψη, υποκειμενικά δε κατευθύνεται στην ικανοποίηση ή διέγερση της γενετήσιας ορμής και επιθυμίας του δράστη μόνο στην περίπτωση που τον ανήλικο αυτό οι έχοντες την επιμέλειά του τον έχουν εμπιστευθεί στον ενήλικο δράστη για κάποιο λόγο για να τον επιβλέψει ή να τον φυλάσσει, έστω και προσωρινά, παραβιαζόμενης έτσι με κατάχρηση της εμπιστοσύνης που του επέδειξαν. Με την διάταξη αυτή προστατεύεται η γενετήσια ελευθερία των ανηλίκων, οι οποίοι, λόγω των ιδιαίτερων και δη συγκεκριμένων σχέσεων εμπιστοσύνης με το δράστη, είναι περισσότερο εκτεθειμένοι σε γενετήσιες προσβολές από αυτόν. Μεταξύ των παραπάνω εγκλημάτων των άρθρων 339 και 342 του Π.Κ., όταν, βεβαίως, τελούνται με μία πράξη, υπάρχει αληθινή κατ’ ιδέαν συρροή και όχι φαινομένη συρροή, καθόσον με τις διατάξεις αυτές προστατεύονται διαφορετικά έννομα αγαθά. Με την πρώτη προστατεύεται η αγνότητα της νεαρής ηλικίας των ανηλίκων, ενώ με τη δεύτερη, πρωτίστως, η σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ δράστη και θύματος.