ΑΡΙΘΜΟΣ 686/2020
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
– Αρχή της αναδρομικότητας του επιεικέστερου ουσιαστικού ποινικού νόμου. Βιασμός. Αποπλάνηση ανηλίκου.
– Σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ.1 του ισχύοντος Συντάγματος, “έγκλημα δεν υπάρχει ούτε ποινή επιβάλλεται χωρίς νόμο που να ισχύει πριν από την τέλεση της πράξης και να ορίζει τα στοιχεία της. Ποτέ δεν επιβάλλεται ποινή βαρύτερη από εκείνη που προβλεπόταν κατά την τέλεση της πράξης”. Επίσης, κατά το άρθρο 7 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, “ουδείς δύναται να καταδικασθή δια πράξιν ή παράλειψιν η οποία, καθ’ ην στιγμήν διεπράχθη, δεν απετέλει αδίκημα συμφώνως προς το εθνικόν ή διεθνές δίκαιον. Ούτε και επιβάλλεται βαρύτερα ποινή από εκείνην η οποία επεβάλλετο κατά την στιγμήν της διαπράξεως του αδικήματος”, ενώ κατά το άρθρο 15 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που έχει κυρωθεί με το Ν. 2462/1997, “κανείς δεν καταδικάζεται για πράξεις ή παραλείψεις, οι οποίες δεν ήταν αξιόποινες κατά το εσωτερικό ή το διεθνές δίκαιο τη στιγμή της διάπραξής τους. Επίσης, δεν επιβάλλεται βαρύτερη ποινή από εκείνην που προβλεπόταν κατά τη χρονική στιγμή της διάπραξης του ποινικού αδικήματος. Εάν, μετά τη διάπραξή του ο νόμος προβλέπει την επιβολή ελαφρύτερης ποινής, ο δράστης επωφελείται από αυτήν”. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του κυρωθέντος με το Ν. 4619/2019 και ισχύοντος από την 1η.7.2019 (άρθρο δεύτερο του Ν. 4619/2019) νέου Ποινικού Κώδικα, ανάλογου περιεχομένου με την αντίστοιχη διάταξη του προϊσχύσαντος Π.Κ., “αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου”. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, επιεικέστερος είναι ο νόμος, που στη συγκεκριμένη κάθε φορά περίπτωση, και όχι αφηρημένα, οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου, αυτό δε που ενδιαφέρει δεν είναι εάν ο νόμος στο σύνολο του είναι επιεικέστερος για τον κατηγορούμενο, αλλά εάν περιέχει διατάξεις που είναι επιεικέστερες γι’ αυτόν και δεν αποκλείεται στη συγκεκριμένη περίπτωση να εφαρμοσθεί εν μέρει ο προηγούμενος νόμος και εν μέρει ο νεότερος νόμος, με επιλογή των ευμενέστερων διατάξεων καθενός από αυτούς και έτσι να εφαρμόζεται, αφενός ένας νόμος ως προς τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος και αφετέρου άλλος νόμος ως προς την απειλούμενη ποινή. Περαιτέρω, εάν από τη σύγκριση των περισσότερων διατάξεων προκύψει ότι ο κατηγορούμενος, όπως κατηγορείται, επιβαρύνεται το ίδιο από όλους τους νόμους, τότε εφαρμοστέος είναι ο νόμος που ίσχυσε κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, διαφορετικά ο νεότερος επιεικέστερος νόμος. Ειδικότερα, επιεικέστερος είναι ο νόμος, που προβλέπει το χαμηλότερο ανώτατο όριο του είδους της ποινής, αν δε το ανώτατο όριο είναι το ίδιο, επιεικέστερος είναι αυτός που προβλέπει το μικρότερο κατώτατο όριο. Για το χαρακτηρισμό ενός νόμου ως επιεικέστερου ή μη, επί κακουργημάτων, λαμβάνεται κατ’ αρχήν υπόψη το ύψος της απειλούμενης ποινής κάθειρξης, που θεωρείται βαρύτερη της χρηματικής, επί ίσων δε ποινών κάθειρξης, λαμβάνεται υπόψη και η χρηματική ποινή. Κατά δε το άρθρο 511 του κυρωθέντος με το Ν.4620/2019, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 13 περ. 8 του Ν. 4637/2019, ΦΕΚ 180/α/18.11.2019 “Τροποποιήσεις Ποινικού Κώδικα, Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και συναφείς διατάξεις”, και ισχύοντος από την 18η. 11.2019 νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, “Αν εμφανιστεί ο αναιρεσείων και κριθεί παραδεκτή η αίτηση αναίρεσης, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αν και δεν προτάθηκαν, όλους τους λόγους της αναίρεσης που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 510, εκτός από τον προβλεπόμενο στο στοιχ. Β. Δεν επιτρέπεται όμως να χειροτερεύσει η θέση του κατηγορουμένου. Υπό τις ίδιες προϋποθέσεις ο Άρειος Πάγος αυτεπαγγέλτως λαμβάνει υπόψη το δεδικασμένο και, αν κριθεί και ένας βάσιμος λόγος, και την παραγραφή που επήλθαν μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης. Επίσης, αυτεπαγγέλτως εφαρμόζει τον επιεικέστερο νόμο που ισχύει μετά τη δημοσίευσή της”.
Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 511 εδ. τελ. Και 514 εδ. τελ. ΚΠΔ, προκύπτει ότι στην περίπτωση που μετά την δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης μεταβλήθηκε το νομοθετικό καθεστώς, όσον αφορά στα στοιχεία της αξιόποινης πράξης ή και στην προβλεπόμενη ποινή, κύρια ή παρεπόμενη, ο Άρειος Πάγος εφαρμόζει και αυτεπάγγελτα, κατ’ άρθρο 2 παρ. 1 του ΠΚ, το νόμο που ίσχυε από την τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκασή της και περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, εφόσον η αίτηση αναίρεσης είναι παραδεκτή, ανεξάρτητα από την εμφάνιση ή μη του κατηγορουμένου κατά τη συζήτηση της τελευταίας.
– Κατά τη διάταξη του άρθρου 336 παρ. 1 του προϊσχύσαντος Ποινικού Κώδικα, υπό την ισχύ του οποίου τελέσθηκαν οι επίδικες αξιόποινες πράξεις και εκδικάστηκε η υπόθεση στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, “1. Όποιος με σωματική βία ή με απειλή σπουδαίου και άμεσου κινδύνου εξαναγκάζει άλλον σε συνουσία ή σε άλλη ασελγή πράξη ή σε ανοχή της τιμωρείται με κάθειρξη”, της οποίας, κατά τη διάταξη του άρθρου 52 παρ.3 του παλαιού ΠΚ, η διάρκεια δεν υπερβαίνει τα είκοσι έτη ούτε είναι μικρότερη από πέντε έτη. Ήδη, μετά την ισχύ του Ν.4619/2019 και πριν την αντικατάστασή αυτής, κατά τρόπο δυσμενέστερο για τον κατηγορούμενο, με το άρθρο 12 παρ. 2 Ν. 4637/2019, για το παραπάνω έγκλημα του βιασμού (άρθρ. 336 παρ.1 ΠΚ) προβλέπεται ποινή καθείρξεως, της οποίας όμως, σύμφωνα με το άρθρο 52 παρ. 2 του νέου ΠΚ, η διάρκεια δεν υπερβαίνει τα δεκαπέντε έτη ούτε είναι κατώτερη των πέντε ετών, δηλαδή η νεότερη διάταξη είναι επιεικέστερη για τον κατηγορούμενο, ως έχουσα μικρότερο ύψος ανωτάτου ορίου προβλεπομένης ποινής. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 339 παρ. 1 περιπτ.α’του παλαιού ΠΚ, “όποιος ενεργεί ασελγεί πράξη με πρόσωπο νεότερο από 15 ετών ή το παραπλανά με αποτέλεσμα να ενεργήσει ή να υποστεί τέτοια πράξη τιμωρείται, αν δεν υπάρχει περίπτωση να τιμωρηθεί βαρύτερα για το έγκλημα του άρθρου 3514, ως εξής: α) αν ο παθών δεν συμπλήρωσε τα δώδεκα έτη, με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών…”. Με την αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 339 παρ. 1 περιπτ. α’ του νέου ΠΚ, που ισχύει από 1-7-2019 (Ν. 4619/2019), ορίζεται για την αποπλάνηση ανηλίκου, ότι, αν ο παθών δεν συμπλήρωσε τα δώδεκα έτη, τιμωρείται με κάθειρξη, ήτοι και ως προς το έγκλημα αυτό η νεότερη διάταξη είναι επιεικέστερη, καθόσον με το προηγούμενο νομικό καθεστώς προβλεπόταν ποινή κάθειρξης τουλάχιστον δέκα ετών έως είκοσι έτη, ενώ με τον ισχύοντα νέο ΠΚ προβλέπεται κάθειρξη πέντε έως δεκαπέντε ετών.