Αριθμός 66/2020
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
– Παραγραφή. Αρχή της αναδρομικότητας του επιεικέστερου ουσιαστικού ποινικού νόμου. Τοκογλυφία. Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες.
– Κατά το άρθρο 111 παρ. 1 και 3 του ισχύοντος από 1-7-2019 ΠΚ , το αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή, τα δε πλημμελήματα παραγράφονται μετά πέντε έτη. Εξάλλου, κατά το άρθρο 113 παρ. 1 και 2 εδ. α του ίδιου Κώδικα, η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως περισσότερο από πέντε χρόνια για τα κακουργήματα και τρία χρόνια για τα πλημμελήματα.
– Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 του ισχύοντος ΠΚ (Ν. 4619/2019), αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκαση της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου. Επίσης, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 511 εδ. τελευταίο και 514 εδ. τελευταίο του ισχύοντος από 1-7-2019 ΚΠΔ (Ν. 4620/2019), ο Άρειος Πάγος επί παραδεκτής αιτήσεως αναιρέσεως, σε κάθε περίπτωση, αυτεπαγγέλτως εφαρμόζει τον επιεικέστερο νόμο που ισχύει μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης. Σε περίπτωση μεταβολής της νομοθεσίας ως προς τον χαρακτηρισμό της πράξεως από κακούργημα σε πλημμέλημα, θα εφαρμοστεί ο επιεικέστερος νόμος που ίσχυσε από την τέλεση της πράξης μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, σύμφωνα με το παραπάνω άρθρο 2 παρ. 1 του ΠΚ, Όταν με διάταξη νόμου μεταβάλλεται το αξιόποινο μιας πράξεως από κακούργημα σε πλημμέλημα και ως εκ τούτου σμικρύνεται ο χρόνος παραγραφής της, έπεται ότι είναι πλημμέλημα αφότου τελέστηκε και ότι έκτοτε υπόκειται στην παραγραφή ως και στις προϋποθέσεις και το χρόνο διάρκειας της προθεσμίας αναστολής αυτής, που ισχύουν για τα πλημμελήματα (ΑΠ 1249/2000).
– Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 404 του ισχύοντος από 1-7-19 ΠΚ, το έγκλημα της τοκογλυφίας, τελεσθέν κατ’ επάγγελμα, χαρακτηρίζεται πλέον ως πλημμέλημα, τιμωρούμενο με φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών και χρηματική ποινή ενώ με το προϊσχύσαν αντίστοιχο άρθρο έφερε τον χαρακτήρα κακουργήματος, τιμωρούμενο με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και χρηματική ποινή. Στη συγκεκριμένη περίπτωση το, χαρακτηριζόμενο πλέον ως πλημμέλημα, έγκλημα της κατ’ εξακολούθηση τοκογλυφίας, τελεσθείσας κατ’ επάγγελμα, για το οποίο καταδικάστηκε με τη προσβαλλόμενη απόφαση ο αναιρεσείων, έχει τελεστεί κατά το χρονικό διάστημα από 4-6-1999 έως και τον Οκτώβριο του 2007.Έκτοτε, μέχρι και τη συζήτηση της ένδικης αίτησης αναίρεσης (12-11-2019), υπολογιζομένου και του χρόνου αναστολής της παραγραφής κατ’ άρθρο 113 παρ. 1, 2 ΚΠΔ, έχει παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της οκταετίας, με συνέπεια το αξιόποινο του ως άνω πλημμελήματος πλέον να έχει εξαλειφθεί λόγω παραγραφής.
– Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 39 παρ. 1 ε’ και στ’ του Ν. 4557/2018 “Πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες…”, η ποινική ευθύνη για το βασικό αδίκημα δεν αποκλείει την τιμωρία των υπαιτίων, αυτουργού και συμμέτοχων, για τις πράξεις νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, εφόσον τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης των πράξεων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες είναι διαφορετικά από εκείνα του βασικού αδικήματος. Αν η προβλεπόμενη ποινή για το βασικό αδίκημα είναι φυλάκιση, ο υπαίτιος αυτού τιμωρείται για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους και με χρηματική ποινή από δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ έως πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ. Οι εν λόγω διατάξεις επαναλαμβάνουν τις διαλαμβανόμενες διατάξεις του καταργηθέντος με τον ως άνω νόμο άρθρου 45 παρ. 1 ε’ και στ’ του Ν. 3691/2008 “Πρόληψη νομιμοποίησης παράνομων εσόδων”. Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νόμου αυτού (3691/2008), η εν λόγω διάταξη ορίζει ότι η ποινική ευθύνη για το βασικό αδίκημα δεν αποκλείει την τιμωρία του υπαιτίου του βασικού αδικήματος και για ξέπλυμα χρήματος ως αυτουργού, ηθικού αυτουργού ή άμεσου συνεργού, απαιτείται όμως η τέλεση του ξεπλύματος χρήματος να έγινε με πράξεις διακριτές από αυτές της τέλεσης του βασικού αδικήματος από τον υπαίτιο αυτού.