Νομική βοήθεια σε πολίτες χαμηλού εισοδήματος: Τι αλλάζει για πολίτες και δικηγόρους – Αναλυτικά οι νέες διατάξεις

Τροποποιήσεις του πλαισίου για την παροχή νομικής βοήθειας σε πολίτες χαμηλού εισοδήματος (Νόμος 3226/2004)

Σημαντικές τροποποιήσεις του πλαισίου για την παροχή νομικής βοήθειας σε πολίτες χαμηλού εισοδήματος (Νόμος 3226/2004) περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, το νέο νομοσχέδιο του Υπουργείου Δικαιοσύνης που κατατέθηκε στη Βουλή.

Οι τροποποιήσεις και προσθήκες γίνονται στο πλαίσιο ενσωμάτωσης της Οδηγία EE 2016/1919 «σχετικά με τη δικαστική αρωγή για υπόπτους και κατηγορουμένους στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών και για καταζητουμένους σε διαδικασίες εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης».

Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση, ο συγκεκριμένος τρόπος ενσωμάτωσης επιλέχθηκε από τη Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή προς αποφυγή θέσπισης ενός ακόμα ειδικού νόμου, που θα συνέβαλλε στο φαινόμενο της πολυνομίας, δηλαδή της παράλληλης ισχύος περισσότερων νόμων γενικότερου και ειδικότερου περιεχόμενου με το ίδιο κατ’ ουσίαν αντικείμενο.

Παράλληλα με την ενσωμάτωση των ρυθμίσεων της Οδηγίας, το προκείμενο σχέδιο εισάγει και ορισμένες πρόσθετες διατάξεις, οι οποίες κρίθηκαν αναγκαίες χάριν της ενιαίας ρυθμίσεως όμοιων περιπτώσεων.

Κατά τη σύνταξη του σχεδίου ελήφθησαν υπόψη σχετικές παρατηρήσεις Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας, ενώ σημειώνεται ότι η πλήρης αναδιαμόρφωση του ν. 3226/2004 δεν ήταν αντικείμενο του έργου που ανατέθηκε στη Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή.

Το νομοσχέδιο περιλαμβάνει αλλαγές σε σχέση με το διορισμό δικηγόρου ή συνηγόρου νομικής βοήθειας, τη διαδικασία παροχής νομικής βοήθειας σε ποινικές υποθέσεις και στα εισοδηματικά κριτήρια των δικαιούχων νομικής βοήθειας.

Σύμφωνα με το νέο πλαίσιο:

– Υπάρχει διαφορετική ρύθμιση των εισοδηματικών κριτηρίων νομικής βοήθειας σε ποινικές υποθέσεις. Ειδικότερα, για τους δικαιούχους νομικής βοήθειας σε ποινικές υποθέσεις θα πρέπει το μέσο ετήσιο ατομικό ή οικογενειακό, κατά περίπτωση, φορολογητέο εισόδημα των τριών (3) τελευταίων ετών από κάθε πηγή να μην υπερβαίνει (i) για άγαμο το ποσό των έξι χιλιάδων (6.000) ευρώ, προσαυξανόμενου του ανωτέρου ποσού κατά χίλια (1.000) ευρώ για κάθε προστατευόμενο τέκνο και μέχρι τέσσερα (4) τέκνα, (ii) για έγγαμο ή μέρος συμφώνου συμβίωσης το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, προσαυξανόμενου του ανωτέρου ποσού κατά χίλια (1.000) ευρώ για κάθε προστατευόμενο τέκνο και μέχρι τέσσερα (4) τέκνα.

– Για τις ποινικές υποθέσεις, δικαιούνται εγγραφής στην κατάσταση συνηγόρων νομικής βοήθειας οι δικηγόροι που έχουν τουλάχιστον δέκα (10) παραστάσεις ως συνήγοροι υπεράσπισης ή παράστασης για την υποστήριξη της κατηγορίας.

– Η ετήσια αμοιβή του συνηγόρου δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ.

Αναλυτικά η αιτιολογική έκθεση:

Επί του άρθρου 41

Με το άρθρο 41 του σχεδίου νόμου προστίθενται και αντικαθίστανται ορισμένες διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 3226/2004 (Α’ 24), το οποίο ορίζει τους δικαιούχους νομικής βοήθειας.

Ειδικότερα, η παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 3226/2004 αντικαθίσταται, ώστε να περιληφθεί σε αυτήν ο περιορισμός της εφαρμογής της σε υποθέσεις αστικού και εμπορικού χαρακτήρα. Ο περιορισμός αυτός, που προκύπτει και από την νέα ρύθμιση της παραγράφου 4 του άρθρου 1 του ν. 3226/2004, αποδίδει τη διαφορετική ρύθμιση των εισοδηματικών κριτηρίων νομικής βοήθειας σε ποινικές υποθέσεις, κατά τα οριζόμενα στο παρόν σχέδιο. Επίσης, η παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 3226/2004 αντικαθίσταται και προβλέπεται ότι στα θύματα των εγκλημάτων που αναφέρονται σε αυτήν μπορεί να διοριστεί αυτεπαγγέλτως συνήγορος. Η πρόβλεψη του αυτεπάγγελτου διορισμού συνηγόρου είναι επιβεβλημένη λόγω της ευάλωτης θέσης των θυμάτων, που συχνά δεν είναι σε θέση να υποβάλουν σχετική αίτηση. Ταυτόχρονα, ορίζεται το αρμόδιο όργανο για τη διενέργεια του αυτεπάγγελτου διορισμού καθώς και η κατάσταση, από την οποία θα επιλέγεται ο συνήγορος. Η ρύθμιση κρίνεται αναγκαία ενόψειτης έλλειψης σχετικών προβλέψεων στην εν λόγω διάταξη και της ανάγκης συστηματικής ένταξης της συγκεκριμένης περίπτωσης στο γενικό πλαίσιο νομικής βοήθειας σε ποινικές υποθέσεις.

Με το ίδιο άρθρο προστίθεται νέα παρ. 4 στο άρθρο 1 του ν. 3226/2004, που διευκρινίζει ότι ειδικά για τη νομική βοήθεια σε υπόπτους, κατηγορουμένους ή εκζητουμένους και σε παρισταμένους προς υποστήριξη της κατηγορίας ισχύουν οι προβλέψεις του άρθρου 6 του νόμου, όπως αυτό αντικαθίσταται. Συνέπεια της προσθήκης αυτής είναι ότι τα εισοδηματικά κριτήρια του ισχύοντος άρ. 1 εφαρμόζονται πλέον αποκλειστικά για τη νομική βοήθεια σε υποθέσεις αστικού και εμπορικού δικαίου, ενώ για τις υποθέσεις ποινικού δικαίου ισχύει η ειδική ρύθμιση του (νέου) άρθρου 6.

Επί του άρθρου 42

Με το άρθρο 42 του σχεδίου νόμου αντικαθίστανται ή προστίθενται ορισμένες διατάξεις στο άρθρο 2 του ν. 3226/2004 (Α’ 24), το οποίο προβλέπει τη διαδικασία παροχής νομικής βοήθειας.

Η επιφύλαξη που απαντάται στο πρώτο εδάφιο της παρ 3 κρίθηκε επιβεβλημένη ενόψει των ειδικών προθεσμιών που προβλέπονται για την υποβολή αίτησης νομικής βοήθειας σε ποινικές υποθέσεις. Η προβλεπόμενη για λοιπές υποθέσεις δεκαπενθήμερη προθεσμία δεν αρμόζει σε περιπτώσεις επειγουσών διαδικασιών ποινικής φύσεως.

Προστίθεται επίσης νέα παρ. 6, με την οποία διευκρινίζεται ότι η διαδικασία του άρθρου 2 δεν θα τηρείται σε όσες περιπτώσεις ο Κ.Π.Δ. προβλέπει τον αυτεπάγγελτο διορισμό δικηγόρου.

Επί του άρθρου 43

Με το άρθρο 43 του παρόντος αντικαθίσταται πλήρως το άρθρο 3 του ν. 3226/2004 (Α’ 24). Οι ρυθμίσεις των παρ. 1,4,5, 6 και 8 της νέας διάταξης έχουν γενικό χαρακτήρα. Με εξαίρεση την παρ. 4, για την τακτική παρακολούθηση των διαδικασιών διορισμού από τους Δικηγορικούς Συλλόγους, οι προβλέψεις των λοιπών παραγράφων δεν παραλλάσσουν κατά περιεχόμενο του ισχύοντος νομοθετικού καθεστώτος. Το ίδιο ισχύει και για την παρ. 2, η οποία αφορά στις υποθέσεις αστικού και εμπορικού χαρακτήρα. Ουσιαστικές αλλαγές επέρχονται με τις παρ. 3 και 7 που αφορούν αποκλειστικά τις υποθέσεις ποινικού χαρακτήρα και εναρμονίζονται με τις παρ. 1-3 του άρθρου 7 της Οδηγίας.

Ειδικότερα, στην παρ. 3 καθορίζονται οι προϋποθέσεις για την εγγραφή δικηγόρου στις καταστάσεις συνηγόρων νομικής βοήθειας, καθώς και ο τρόπος κατάρτισης και δημοσίευσης των εν λόγω καταστάσεων. Ενόψει πλέον της διεύρυνσης του πεδίου εφαρμογής της νομικής βοήθειας, προβλέπονται, για τους Δικηγορικούς Συλλόγους, των οποίων τα μέλη είναι άνω των πενήντα (50), δύο (2) καταστάσεις, εκ των οποίων η μια αφορά στις περιπτώσεις αυτοφώρων εγκλημάτων και επειγουσών ανακριτικών πράξεων, ενώ η άλλη στις λοιπές ποινικές διαδικασίες. Επιπλέον ρυθμίζονται τα ζητήματα της αμοιβής. Στην παρ. 7 προβλέπεται η εκπαίδευση των συνηγόρων νομικής βοήθειας σύμφωνα με τις οικείες αποφάσεις των Δικηγορικών Συλλόγων.

Επί του άρθρου 44

Με το άρθρο 44 αντικαθίσταται η παρ. 3 του άρθρου 4 του ν. 3226/2004 (Α’ 24). Ειδικότερα, ρυθμίζεται η διαδικασία ανάκτησης των δαπανών που τυχόν έχουν καταβληθεί από το Δημόσιο σε περιπτώσεις αναληθών αιτήσεων.

Επί του άρθρου 45

Με το άρθρο 45 αντικαθίσταται οι διατάξεις των άρθρων 6 και 7 του ν. 3226/2004 (Α’ 24). Το νέο άρθρο 6 προβλέπει πρωτίστως τις προϋποθέσεις διορισμού συνηγόρου νομικής βοήθειας σε κατηγορουμένους, υπόπτους, εκζητουμένους και παρισταμένους προς υποστήριξη της κατηγορίας. Τα κριτήρια του διορισμού είναι συμβατά με τις διατάξεις της Οδηγίας και συγκεκριμένα με τα άρθρα 4 και 5 αυτής.

Ειδικότερα, το σχέδιο νόμου εξαρτά τον διορισμό συνηγόρου νομικής βοήθειας για υπόπτους και κατηγορουμένους από τη συνδρομή προϋποθέσεων: i) εισοδηματικής και περιουσιακής φύσεως, όπως αυτές καθορίζονται στην παρ. 2 περ. α’ σε συνδυασμό με τις παρ. 4 και 5 του νέου άρθρου 6 και ϋ) ουσιαστικής φύσεως, που συνέχονται με την απειλουμένη ή ήδη επιβληθείσα ποινή και ενδεικνύουν πότε το συμφέρον απονομής της Δικαιοσύνης επιβάλλει την παροχή νομικής βοήθειας, κατ’ άρθρο 4 παρ. 4 της Οδηγίας. Επισημαίνεται ότι στις περιπτώσεις που κατά τον Κ.Π.Δ. προβλέπεται αυτεπάγγελτος διορισμός συνηγόρου, αυτός δεν εξαρτάται από τη συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου αυτού (παρ. 6 του νέου άρθρου 6).

Αποκλειστικά με βάση -τα ίδια- οικονομικά κριτήρια προβλέπεται ο διορισμός συνηγόρου νομικής βοήθειας για τους εκζητουμένους, δυνάμει ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης ή αίτησης εκδόσεως άλλου κράτους. Η κατοχύρωση του δικαιώματος αυτού και για τον εκζητούμενο δυνάμει αίτησης εκδόσεως κρίθηκε επιβεβλημένη, ενόψει της ανάγκης διασφάλισης των δικαιωμάτων του τελευταίου στην εν λόγω διαδικασία εκδόσεως που μπορεί να οδηγήσει σε εξίσου επαχθή αποτελέσματα με τη διαδικασία εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης.

Τέλος, στην παρ. 7 του νέου άρθρου 6, ρυθμίζεται και ο διορισμός συνηγόρου νομικής βοήθειας του παρισταμένου προς υποστήριξη της κατηγορίας, ο οποίος γίνεται με βάση, αθροιστικά, τα ίδια οικονομικά και ουσιαστικά κριτήρια, που ισχύουν για τους κατηγορουμένους και τους υπόπτους.

Στο νέο άρθρο 7 περιλαμβάνονται διατάξεις διαδικαστικής φύσεως που είναι συμβατές με τα άρθρα 6, 8 και 9 της Οδηγίας.

Συγκεκριμένα, καθορίζονται τα αρμόδια όργανα διορισμού συνηγόρου νομικής βοήθειας. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων προβλέπεται ως αρμόδιο όργανο ειδικώς διορισθείς Πρωτοδίκης. Εξαιρετικά, την απόφαση διορισμού λαμβάνει ειδικώς στις μεν περιπτώσεις αυτοφώρων εγκλημάτων το εκάστοτε αρμόδιο προανακριτικό όργανο, στις δε περιπτώσεις εκδόσεως ή ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης ο εισαγγελέας εφετών (παρ. 1, 2 και3), λόγω του επείγοντος χαρακτήρα των σχετικών διαδικασιών.

Στο ίδιο άρθρο προβλέπονται οι προθεσμίες και οι διατυπώσεις υποβολής της αίτησης του δικαιούχου για παροχή νομικής βοήθειας, καθώς και το δικαίωμα προσφυγής κατά της τυχόν απορριπτικής αποφάσεως, σύμφωνα με τη σχετική επιταγή του άρθρου 8 της Οδηγίας. Περαιτέρω ορίζεται ότι, με την επιφύλαξη της διαδικασίας των αυτοφώρων εγκλημάτων, ο διορισμός του συνηγόρου νομικής βοήθειας ισχύει μέχρι την αμετάκλητη περάτωση της ποινικής διαδικασίας, καθώς και της διαδικασίας έκδοσης ή της διαδικασίας εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης.

Επισημαίνεται κι εδώ ότι, σύμφωνα με την παρ. 6, οι ρυθμίσεις του νέου άρθρου 7 δεν ισχύουν στις περιπτώσεις αυτεπαγγέλτως διοριζόμενου συνηγόρου, όπως αυτές προβλέπονται στον Κ.Π.Δ..

Επί του άρθρου 46

Με το άρθρο 46 του σχεδίου νόμου τροποποιείται το άρθρο 14 του ν. 3226/2004 (Α’ 24), χάριν της ενότητας του κανονιστικού πλαισίου περί της αμοιβής των δικηγόρων ή/και συνηγόρων νομικής βοήθειας και της συμβατότητάς του με τις σχετικές ρυθμίσεις του Κώδικα Δικηγόρων.

Επί του άρθρου 55

Το άρθρο 9 παρ. 6 του ν. 3226/2004 (Α’ 24) ορίζει ρητά ότι η παροχή νομικής βοήθειας δεν επηρεάζει την υποχρέωση καταβολής των εξόδων που επιδικάστηκαν στον αντίδικο. Το άρθρο 12 παρ. 2 του ιδίου νόμου ορίζει ότι, εάν η απόφαση επιβάλει τα έξοδα σε βάρος του αντιδίκου του δικαιούχου ή άλλου προσώπου, τα έξοδα από τα οποία απαλλάχθηκε ο δικαιούχος και η αποζημίωση δικηγόρου και κάθε άλλου προσώπου που βαρύνει το Δημόσιο, επιδικάζονται υπέρ του Δημοσίου και εισπράττονται από αυτό, σύμφωνα με τις διατάξεις για την είσπραξη των δημοσίων εσόδων. Από τις παραπάνω διατάξεις, σχετικά με τα δικαστικά έξοδα σε δίκη κατά την οποία κάποιος διάδικος έτυχε νομικής βοήθειας, προκύπτει ρητά ότι, όταν ηττάται ο διάδικος που έτυχε νομικής βοήθειας, τα δικαστικά έξοδα, τα οποία υποχρεούται να καταβάλει ως ηττηθείς διάδικος και επιδικάζονται στον αντίδικο του, δεν αποτελούν περιεχόμενο της νομικής βοήθειας που έτυχε και ως εκ τούτου αυτά επιδικάζονται σε βάρος του. Όταν, όμως, τα δικαστικά έξοδα επιβάλλονται σε βάρος του αντιδίκου του διαδίκου που έτυχε -νομικής βοήθειας, αυτά επιδικάζονται υπέρ του Δημοσίου και εισπράττονται σύμφωνα με τις διατάξεις για την είσπραξη των δημοσίων εσόδων. Στο παραπάνω πλαίσιο, κρίνεται σκόπιμο τα δικαστικά αυτά έξοδα, σε ποσοστό 20% αυτών σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 10 παρ. 1 περ. Α’ υποπερ. θ’ του ν.δ. 1017/1971 (Α’ 209), να αποδίδονται από το Δημόσιο στο ΤΑ.Χ.Δ.Ι.Κ και να αποτελούν πόρο του. Το ΤΑ.Χ.Δ.Ι.Κ είναι, εξάλλου, το νομικό πρόσωπο που παρέχει τη νομική βοήθεια, μέσω ειδικής κατ’ έτος πίστωσης που εγγράφεται στον προϋπολογισμό του για την κάλυψη της αποζημίωσης των δικηγόρων και άλλων προσώπων που προσφέρουν υπηρεσίες νομικής βοήθειας.

Αναλυτικά οι νέες διατάξεις:

Άρθρο 41 Δικαιούχοι νομικής βοήθειας (άρθρο 1 της Οδηγίας)

1. Οι παρ. 2 και 3 του άρθρου 1 του ν. 3226/2004 (Α’ 24) αντικαθίστανται ως εξής:

«2. Ως πολίτες χαμηλού εισοδήματος για την παροχή νομικής βοήθειας σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις θεωρούνται εκείνοι, των οποίων το ετήσιο οικογενειακό εισόδημα δεν υπερβαίνει τα δύο τρίτα των κατώτατων ετήσιων ατομικών αποδοχών, που προβλέπει η κείμενη νομοθεσία. Σε περίπτωση ενδοοικογενειακής διαφοράς ή διένεξης, δεν λαμβάνεται υπόψη το εισόδημα εκείνου με τον οποίο υπάρχει η διαφορά ή η διένεξη. 3. Δικαιούχοι νομικής βοήθειας ως προς τις τυχόν ποινικές και αστικές αξιώσεις τους είναι και τα θύματα των εγκληματικών πράξεων που προβλέπονται στα άρθρα 187Α, 187Β, 323Α, 324, 339, 342, 348 παρ. 2 εδάφιο πρώτο, 348Α, 351Α Π.Κ. και στα άρθρα 29 παρ. 5 και 6 και 30 του ν. 4251/2014, καθώς και τα ανήλικα θύματα των πράξεων που προβλέπονται στα άρθρα 336, 338, 343, 345, 348, 348Β, 348Γ και 349 Π.Κ.. Στις περιπτώσεις αυτές, το εκάστοτε αρμόδιο όργανο, κατά τις διατάξεις του παρόντος, για παροχή νομικής βοήθειας μπορεί, αν κριθεί αναγκαίο, να διορίσει συνήγορο αυτεπαγγέλτως από τις καταστάσεις των παρ. 2 και 3 του άρθρου 3.».

2. Στο άρθρο 1 του ν. 3226/2004 προστίθεται παρ. 4, ως εξής:

«4. Ειδικά σε ό,τι αφορά την παροχή νομικής βοήθειας σε υπόπτους, κατηγορουμένους ή εκζητουμένου ς, καθώς και σε παρκιταμένους προς υποστήριξη της κατηγορίας ισχύουν τα οριζόμενα στο άρθρο 6.».

Άρθρο 42

Αίτηση για παροχή νομικής βοήθειας και αυτεπάγγελτος διορισμός συνηγόρου

1. Το εδάφιο πρώτο της παρ. 3 του άρθρου 2 του ν. 3226/2004 (Α’ 24) αντικαθίσταται ως εξής:

«Με την επιφύλαξη του άρθρου 6, η αίτηση και τα δικαιολογητικά υποβάλλονται δεκαπέντε (15) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη δίκη ή την πράξη για την οποία ζητείται η παροχή νομικής βοήθειας.».

2. Στο άρθρο 2 του ν. 3226/2004 προστίθεται παρ. 6, ως εξής:

«6. Στις περιπτώσεις των άρθρων 99 παρ. 3, 200 παρ. 1 εδ. β’, 340 παρ. 1 και 2, 376 και 423 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ή άλλων ειδικών διατάξεων που προβλέπουν αυτεπάγγελτο διορισμό συνηγόρου, η νομική βοήθεια χορηγείται αποκλειστικά με βάση όσα ορίζουν οι οικείες διατάξεις, χωρίς τήρηση της διαδικασίας του παρόντος άρθρου.».

Άρθρο 43

Διορισμός δικηγόρου ή συνηγόρου νομικής βοήθειας (άρθρο 7 παρ. 1-3 της Οδηγίας)

Το άρθρο 3 του v. 3226/2004 (Α’ 24), αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 3 Διορισμός δικηγόρου ή συνηγόρου νομικής βοήθειας

1. Σε περίπτωση διορισμού δικηγόρου ή συνηγόρου νομικής βοήθειας, η επιλογή γίνεται βάσει αντίστοιχης καταστάσεως που καταρτίζει ο οικείος Δικηγορικός Σύλλογος, κατ’ αλφαβητική σειρά. Το ποσό της αμοιβής προκύπτει από ειδικό γραμμάτιο, το οποίο εκδίδεται κάθε φορά από τον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3, η ετήσια αμοιβή δεν μπορεί να υπερβαίνει τις δεκαπέντε χιλιάδες (15.000) ευρώ. Σε περίπτωση υπέρβασης του ανωτάτου ποσού αμοιβής, το επιπλέον ποσό δεν καταβάλλεται στον δικηγόρο, εκτός εάν πρόκειται για υπόλοιπο προηγούμενης παράστασής του ή για πολυήμερη δικαστική διαδικασία. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης το ποσό αυτό μπορεί να αναπροσαρμόζεται. Ο υπολογισμός της συνολικής ετήσιας αμοιβής γίνεται για το διάστημα από 16 Σεπτεμβρίου έως και τις 15 Σεπτεμβρίου του επομένου έτους.

2. Για υποθέσεις ασηκού και εμπορικού χαρακτήρα, κάθε Δικηγορικός Σύλλογος συντάσσει μηνιαία κατάσταση των δικηγόρων νομικής βοήθειας του επόμενου μήνα και την αποστέλλει στο οικείο Δικαστήριο. Κάθε δικηγόρος μπορεί να οριστεί για μία μόνον υπόθεση. Ως μία υπόθεση θεωρείται και η συνεκδίκαση περισσότερων υποθέσεων του ίδιου προσώπου ή περισσότερων προσώπων λόγω ομοδικίας, συναιτιότητας ή συνάφειας. Σε περίπτωση παράλειψης αποστολής της μηνιαίας κατάστασης, η επιλογή γίνεται από τους δικηγόρους του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου. Κατ’ εξαίρεση, εάν ζητηθεί, μπορεί να οριστεί ως δικηγόρος νομικής βοήθειας ο δικηγόρος που χειρίστηκε την ίδια υπόθεση, στο πλαίσιο του συστήματος νομικής βοήθειας, σε προηγούμενο στάδιο.

3. Για τις ποινικές υποθέσεις, δικαιούνται εγγραφής στην κατάσταση συνηγόρων νομικής βοήθειας οι δικηγόροι που έχουν τουλάχιστον δέκα (10) παραστάσεις ως συνήγοροι υπεράσπισης ή παράστασης για την υποστήριξη της κατηγορίας. Προκειμένου για άσκηση αίτησης αναίρεσης ή για παράσταση κατά τη συζήτηση αυτής, απαιτείται να συντρέχει στο πρόσωπο του συνηγόρου και η προϋπόθεση του δικαιώματος παράστασης ενώπιον του Αρείου Πάγου. Ο δικαιούμενος εγγραφής δηλώνει με την αίτηση συμμετοχής του αν επιθυμεί να οριστεί ως συνήγορος νομικής βοήθειας στην προανάκριση του άρθρου 245 παρ. 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και σε επείγουσες ανακριτικές πράξεις. Κάθε Δικηγορικός Σύλλογος, του οποίου τα μέλη υπερβαίνουν τα πενήντα (50), συντάσσει μηνιαία κατάσταση των συνηγόρων νομικής βοήθειας του επόμενου μήνα ξεχωριστά για υποθέσεις στις παραπάνω διαδικασίες και για υποθέσεις στο Πρωτοδικείο, στο Εφετείο και στον Άρειο Πάγο, με επισημείωση των συνηγόρων που δικαιούνται παράστασης στον Άρειο Πάγο. Οι δύο ανωτέρω καταστάσεις αναρτώνται ανά μήνα στην ιστοσελίδα της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας και στην ιστοσελίδα του κάθε Δικηγορικού Συλλόγου. Οι Δικηγορικοί Σύλλογος τα μέλη των οποίων είναι λιγότερα των πενήντα (50), συντάσσουν μία μηνιαία κατάσταση των συνηγόρων νομικής βοήθειας του επόμενου μήνα, χωρίς τις ανωτέρω κατηγοριοποιήσεις, την οποία αναρτούν κατά τα ως άνω. Για τους παραπάνω Δικηγορικούς Συλλόγους, εφόσον δεν υφίσταται επαρκής αριθμός συνηγόρων, δικαιούνται εγγραφής στην κατάσταση και δικηγόροι που δεν πληρούν την προϋπόθεση του εδαφίου α’. Κάθε δικηγόρος μπορεί να οριστεί ως συνήγορος για μία μόνον υπόθεση του δικαιούμενου νομικής βοήθειας σε ποινικές υποθέσεις. Σε περίπτωση παράλειψης ανάρτησης των ανωτέρω καταστάσεων, η επιλογή γίνεται από τις αντίστοιχες καταστάσεις των Δικηγορικών Συλλόγων της Περιφέρειας του οικείου Εφετείου. Η ετήσια αμοιβή του συνηγόρου δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ. Το ποσό της αμοιβής του συνηγόρου προκύπτει από το ειδικό γραμμάτιο που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 1. Το ποσό αυτό μπορεί να αναπροσαρμόζεται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης. Επιπλέον της αμοιβής καταβάλλονται οι δαπάνες λήψης αντιγράφων της δικογραφίας και μετακίνησης για τους σκοπούς της εντολής, με την προσκόμιση σχετικής απόδειξης. Σε περιπτώσεις δικών μακράς διάρκειας (πολυήμερης δικαστικής διαδικασίας), ο συνήγορος δικαιούται πρόσθετης αποζημίωσης, όπως προβλέπεται στο άρθρο 14 παρ. 1 περ. β’.

4. Το εκάστοτε αρμόδω όργανο για τον διορισμό δικηγόρου ή συνηγόρου νομικής βοήθειας συντάσσει μηνιαία έκθεση για τους δικηγόρους ή συνηγόρους νομικής βοήθειας που διορίσθηκαν, καθώς και για εκείνους που αρνήθηκαν να αναλάβουν την υπόθεση ή παραιτήθηκαν του έργου τους. Η έκθεση αυτή αποστέλλεται στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο. Οι δικηγόροι που αρνήθηκαν τον διορισμό ή παραιτήθηκαν διαγράφονται από την κατάσταση οριστικά ή προσωρινά για δύο έτη, κατά την κρίση του αρμοδίου οργάνου του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου, εφόσον δεν πληρούνται οι όροι της παρ. 1 του άρθρου 37 του Κώδικα Δικηγόρων ή δεν υπήρξε λόγος ανώτερης βίας. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του κάθε Δικηγορικού Συλλόγου ορίζεται τριμελής Επιτροπή από μη μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, με τους αναπληρωτές τους, ως αρμόδιο όργανο για την οριστική ή προσωρινή διαγραφή, με διετή θητεία που μπορεί να ανανεώνεται για μία φορά.

5. Ο διοριζόμενος δικηγόρος ή συνήγορος νομικής βοήθειας, ο συμβολαιογράφος ή ο δικαστικός επιμελητής υποχρεούται να δεχθεί και να εκτελέσει την εντολή δίχως αξίωση προκαταβολής αμοιβής ή δικαιωμάτων.

6. Οι διατάξεις των παρ. 1 και 3 σχετικά με το όριο της ετήσιας αμοιβής, εφαρμόζονται αναλόγως και στην περίπτωση των άρθρων 200 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, 99, 200, 340, 376 και 423 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και 276Α του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας.

7. Οι Δικηγορικοί Σύλλογοι διοργανώνουν ετήσια εκπαιδευτικά σεμινάρια για τους συνηγόρους νομικής βοήθειας σε ποινικές υποθέσεις, με απόφαση του Διοικητικού τους Συμβουλίου.

8. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης μπορούν να οριστούν λεπτομέρειες για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.»

Άρθρο 44 Καταλογισμός δαπανών σε περίπτωση παροχής νομικής βοήθειας με αναληθή στοιχεία (άρθρο 4 παρ. 2, 3 και άρθρο 5 παρ. 3 της Οδηγίας)

Η παρ. 3 του άρθρου 4 του ν. 3226/2004 (Α’ 24) αντικαθίσταται ως εξής: «3. Ο αιτών που πέτυχε την παροχή νομικής βοήθειας με αναληθή αίτηση ή στοιχεία υποχρεούται σε απόδοση των δαπανών, από τις οποίες απαλλάχθηκε. Ο καταλογισμός των παραπάνω δαπανών γίνεται με απόφαση που εκδίδεται από τον ειδικώς ορισθέντα πρωτοδίκη της παρ. 1 του άρθρου 7. Η είσπραξη των σχετικών ποσών γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων».

Άρθρο 45 Διαδικασία παροχής νομικής βοήθειας σε ποινικές υποθέσεις

Τα άρθρα 6 και 7 του ν. 3226/2004 (Α’ 24) αντικαθίστανται ως εξής:

«Άρθρο 6 Δικαιούχος νομικής βοήθειας σε ποινικές υποθέσεις (άρθρα 2-5 της Οδηγίας)

1. Η παροχή νομικής βοήθειας σε ποινικές υποθέσεις συνίσταται στον διορισμό συνηγόρου.

2. Δικαιούχος νομικής βοήθειας είναι κάθε ύποπτος ή κατηγορούμενος, ανεξαρτήτως της ιθαγένειας ή του τόπου κατοικίας ή συνήθους διαμονής του, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) με την επιφύλαξη της παρ. 4, το μέσο ετήσιο ατομικό ή οικογενειακό, κατά περίπτωση, φορολογητέο εισόδημα των τριών (3) τελευταίων ετών από κάθε πηγή δεν υπερβαίνει (ι) για άγαμο το ποσό των έξι χιλιάδων (6.000) ευρώ, προσαυξανόμενου του ανωτέρου ποσού κατά χίλια (1.000) ευρώ για κάθε προστατευόμενο τέκνο και μέχρι τέσσερα (4) τέκνα, (ϋ) για έγγαμο ή μέρος συμφώνου συμβίωσης το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, προσαυξανόμενου του ανωτέρου ποσού κατά χίλια (1.000) ευρώ για κάθε προστατευόμενο τέκνο και μέχρι τέσσερα (4) τέκνα και

β) στο στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης, της προανάκρισης του άρθρου 245 παρ. 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, της προανάκρισης και της κυρίας ανάκρισης, ερευνάται αδίκημα για το οποίο προβλέπεται ποινή στέρησης της ελευθερίας με ανώτατο όριο τουλάχιστον δύο (2) ετών και καλείται για παροχή εξηγήσεων ή απολογία ή διενεργείται ανακριτική πράξη, κατά την οποία δικαιούται να παρίσταται ο ίδως ή/και ο συνήγορος, όπως μεταξύ άλλων και κατά τη i) διέλευση προσώπων για αναγνώριση, ii) κατ’ αντιπαράσταση εξέταση ή iii) αναπαράσταση του εγκλήματος,

γ) στο στάδιο της κυρίας διαδικασίας σε πρώτο βαθμό, η εκδίκαση αφορά αδίκημα για το οποίο προβλέπεται ποινή στέρησης της ελευθερίας με ανώτατο όριο τουλάχιστον δύο (2) ετών,

δ) στις περιπτώσεις άσκησης προβλεπόμενου στο νόμο ενδίκου βοηθήματος ή ενδίκου μέσου ή παράστασης κατά τη συζήτηση τέτοιου ενδίκου βοηθήματος ή μέσου, παραπέμπεται για αδίκημα, για το οποίο προβλέπεται ποινή στέρησης της ελευθερίας με ανώτατο όριο τουλάχιστον δύο (2) ετών ή έχει καταδικαστεί με στερητική της ελευθερίας ποινή τουλάχιστον έξι (6) μηνών, καθώς και στην περίπτωση που έχει ασκηθεί ένδικο μέσο κατά αθωωτικής απόφασης και η εκδίκαση αφορά αδίκημα για το οποίο προβλέπεται ποινή στέρησης της ελευθερίας με ανώτατο όριο τουλάχιστον δύο (2) ετών.

3. Δικαιούχος νομικής βοήθειας είναι επίσης κάθε εκζητούμενος δυνάμει αίτησης εκδόσεως άλλου κράτους ή ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης που εκδόθηκε ή εκτελείται από τις ελληνικές αρχές, ανεξαρτήτως της ιθαγένειας ή του τόπου κατοικίας ή συνήθους διαμονής του, εφόσον πληρούνται τα ανωτέρω οικονομικά κριτήρια. Στις περιπτώσεις εκζητουμένου δυνάμει αίτησης εκδόσεως άλλου κράτους ορίζεται συνήγορος νομικής βοήθειας από τη στιγμή της σύλληψης του εκζητουμένου και μέχρι αυτός να εκδοθεί ή μέχρι η απόφαση για τη μη έκδοσή του να καταστεί τελεσίδικη. Σε ό,τι αφορά τον εκζητούμενο δυνάμει ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης που εκτελείται ή εκδόθηκε από τις ελληνικές

αρχές στο πλαίσιο της διαδικασίας του ν. 3251/2004 (Α’ 127), ορίζεται συνήγορος νομικής βοήθειας: (α) σε περιπτώσεις εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης από τις ελληνικές αρχές, από τη στιγμή της σύλληψης του εκζητούμενου και μέχρι αυτός να παραδοθεί ή μέχρι η απόφαση για τη μη παράδοσή του καταστεί τελεσίδικη, (β) σε περιπτώσεις έκδοσης από τις ελληνικές αρχές ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης που εκτελείται σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, από τη στιγμή της σύλληψης του εκζητούμενου και μέχρι να παραδοθεί αυτός ή μέχρι η απόφαση για τη μη παράδοσή του καταστεί τελεσίδικη.

4. Στην περίπτωση που κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης, ο ύποπτος, κατηγορούμενος ή εκζητούμενος είναι άνεργος για περισσότερο από δώδεκα (12) μήνες, δικαιούται νομικής βοήθειας, ακόμα και αν το μέσο ετήσιο φορολογητέο εισόδημά του κατά τα τρία (3) τελευταία έτη υπερβαίνει τα ανωτέρω όρια της παρ. 2,εφόσον όμως το υπερβάλλον ποσό δεν ξεπερνά το 1/3 των ως άνω ορίων.

5. Κατά τον έλεγχο της πλήρωσης των χρηματικών ορίων των παρ. 2 και 4, δεν συνυπολογίζονται ποσά που προέρχονται από την καταβολή προνοιακών και κοινωνικών επιδομάτων. Αν υπάρχουν καταθέσεις του αιτούντος σε τράπεζες της Ελλάδας ή του εξωτερικού, τα οικεία ποσά συνυπολογίζονται για την πλήρωση των παραπάνω χρηματικών ορίων μαζί με το ατομικό ή οικογενειακό, κατά περίπτωση, φορολογητέο εισόδημα από κάθε πηγή του τελευταίου φορολογικού έτους πριν την κατάθεση της αίτησης.

6. Στις περιπτώσεις των άρθρων 99 παρ. 3, 200 παρ. 1 δεύτερο εδάφιο, 340 παρ. 1 και 2, 376 και 423 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ή άλλων ειδικών διατάξεων που προβλέπουν αυτεπάγγελτο διορισμό συνηγόρου, η νομική βοήθεια χορηγείται αποκλειστικά με βάση όσα ορίζουν οι οικείες διατάξεις, ανεξαρτήτως της συνδρομής των όρων του παρόντος άρθρου.

7. Δικαιούχος νομικής βοήθειας είναι επίσης ο δικαιούμενος σε παράσταση για την υποστήριξη της κατηγορίας, εφόσον: α) πληρούνται τα οικονομικά κριτήρια των παρ. 2, 4 και 5 και β) στο στάδιο της κυρίας διαδικασίας σε πρώτο βαθμό, η εκδίκαση αφορά αδίκημα για το οποίο προβλέπεται ποινή στέρησης της ελευθερίας με ανώτατο όριο τουλάχιστον δύο (2) ετών ή, στις περιπτώσεις άσκησης προβλεπόμενου στο νόμο ενδίκου βοηθήματος ή ενδίκου μέσου ή παράστασης κατά τη συζήτηση τέτοιου ενδίκου βοηθήματος ή μέσου, ο κατηγορούμενος παραπέμπεται για αδίκημα, για το οποίο προβλέπεται ποινή στέρησης της ελευθερίας με ανώτατο όριο τουλάχιστον δύο (2) ετών ή έχει καταδικαστεί με στερητική της ελευθερίας ποινή τουλάχιστον έξι (6) μηνών.

Αρθρο 7 Διαδικασία παροχής νομικής βοήθειας σε ποινικές υποθέσεις – Διορισμός συνηγόρου

1. Αρμόδια αρχή για την εξέταση της αίτησης παροχής νομικής βοήθειας σε ποινικές υποθέσεις είναι ειδικώς ορισθείς πρωτοδίκης του τόπου διενέργειας της προκαταρκτικής εξέτασης, της προανάκρισης ή της ανάκρισης ή του τόπου εκδίκασης της υπόθεσης ή άσκησης του ενδίκου βοηθήματος ή ενδίκου μέσου. Ο αιτών υποβάλλει την αίτηση και τα δικαιολογητικά των παρ. 2 πρώτο εδάφιο και 5 ή της παρ. 4, επί ποινή απαραδέκτου: α) εντός σαράντα οκτώ (48) ωρών από την ενημέρωσή του για το δικαίωμα παροχής νομικής βοήθειας στις περιπτώσεις διενέργειας προκαταρκτικής εξέτασης, προανάκρισης ή ανάκρισης, β) στις περιπτώσεις ορισμού δικασίμου σε οιοδήποτε βαθμό δικαιοδοσίας ένα (1) μήνα πριν από

την εκδίκαση της υπόθεσης ή επτά (7) εργάσιμες ημέρες στις περιπτώσεις σύντμησης προθεσμίας, γ) εντός του αναγκαίου χρόνου για την εμπρόθεσμη άσκηση του ενδίκου βοηθήματος ή ενδίκου μέσου. Η απόφαση του δικαστή κοινοποιείται στον αιτούντα με σύνταξη σχετικής έκθεσης, λαμβανομένων υπόψη των ειδικών αναγκών του αιτούντα, όταν αυτός είναι ευάλωτο πρόσωπο. Κατά της απορριπτικής αποφάσεως μπορεί να ασκηθεί προσφυγή ενώπιον του Προέδρου Πρωτοδικών του τόπου διενέργειας της προκαταρκτικής εξέτασης, της προανάκρισης ή της ανάκρισης ή του τόπου εκδίκασης της υπόθεσης ή άσκησης του ενδίκου βοηθήματος ή ενδίκου μέσου, εντός σαράντα οκτώ (48) ωρών από την κοινοποίηση της απόφασης ή εντός του αναγκαίου χρόνου σε περίπτωση άσκησης ενδίκου βοηθήματος ή ενδίκου μέσου. Κατά της απόφασης που εκδίδεται επί της προσφυγής δεν επιτρέπεται ένδικο βοήθημα ή ένδικο μέσο.

2. Στην προανάκριση που διενεργείται κατ’ άρθρο 245 παρ. 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ο αιτών, που στερείται της ελευθερίας του κατόπιν σύλληψης, υποβάλλει την αίτηση, αμέσως μετά την ενημέρωσή του για το δικαίωμα παροχής νομικής βοήθειας, ενώπιον του εκάστοτε αρμοδίου οργάνου, το οποίο ερευνά την τέλεση του αδικήματος. Σε περίπτωση αντικειμενικής αδυναμίας προσκόμισης των αναγκαίων δικαιολογητικών, αρκεί δήλωση του αιτούντος περί πλήρωσης των οικονομικών κριτηρίων της παρ. 2 εδάφιο πρώτο ή της παρ. 4 του άρθρου 6. Σε περίπτωση αναληθούς δήλωσης εφαρμόζεται αναλόγως η παρ. 6 του άρθρου 22 του ν. 1599/1986 (Α’ 75). Εφόσον πληρούται και η προϋπόθεση του δευτέρου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 6, το αρμόδιο προανακριτικό όργανο ορίζει αμελλητί συνήγορο νομικής βοήθειας στον αιτούντα από την οικεία κατάσταση του Δικηγορικού Συλλόγου του τόπου διεξαγωγής της προανάκρισης. Ο διορισμός ισχύει μέχρι το πέρας της αυτόφωρης διαδικασίας, εκτός εάν ο δικαιούχος νομικής βοήθειας με αίτησή του, συνυποβάλλοντας και τα σχετικά δικαιολογητικά για την οικονομική του κατάσταση, ζητήσει τον επαναδιορισμό του ιδίου συνηγόρου νομικής βοήθειας.

3. Στη διαδικασία έκδοσης ή έκδοσης και εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης ο αιτών, που στερείται της ελευθερίας του κατόπιν σύλληψης, υποβάλλει την αίτηση, αμέσως μετά την ενημέρωσή του για το δικαίωμα παροχής νομικής βοήθειας, ενώπιον του αρμοδίου Εισαγγελέως Εφετών. Σε περίπτωση αντικειμενικής αδυναμίας προσκόμισης των αναγκαίων δικαιολογητικών, αρκεί δήλωση του αιτούντος περί πλήρωσης των οικονομικών κριτηρίων του πρώτου εδαφίου της παρ. 2 ή της παρ. 4 του άρθρου 6. Σε περίπτωση αναληθούς δήλωσης εφαρμόζεται αναλόγως η παρ. 6 του άρθρου 22 του ν. 1599/1986 (Α’ 75). 0 αρμόδιος Εισαγγελέας ορίζει αμελλητί συνήγορο νομικής βοήθειας στον αιτούντα από την οικεία κατάσταση του Δικηγορικού Συλλόγου της έδρας του Εφετείου.

4. Με την επιφύλαξη της παρ. 2, ο διορισμός του συνηγόρου νομικής βοήθειας ισχύει μέχρι την αμετάκλητη περάτωση της ποινικής διαδικασίας ή της διαδικασίας έκδοσης ή της διαδικασίας εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης.

5. Ο δικαιούχος νομικής βοήθειας έχει δικαίωμα, με αιτιολογημένη δήλωσή του, να αρνηθεί τον συνήγορο που του διορίσθηκε. Σε αυτήν την περίπτωση το αρμόδιο για τον διορισμό όργανο ανακαλεί την απόφαση διορισμού και με νέα απόφαση διορίζει σε αυτόν άλλο συνήγορο νομικής βοήθειας. Σε περίπτωση νέας άρνησης του δικαιούχου, δεν υφίσταται πλέον υποχρέωση διορισμού συνηγόρου νομικής βοήθειας σε αυτόν.

6. Στις περιπτώσεις των άρθρων 99 παρ. 3, 200 παρ. 1 εδάφιο δεύτερο, 340 παρ. 1 και 2, 376 και 423 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ή άλλων ειδικών διατάξεων που προβλέπουν αυτεπάγγελτο διορισμό συνηγόρου, η νομική βοήθεια χορηγείται αποκλειστικά με βάση όσα ορίζουν οι οικείες διατάξεις, ανεξαρτήτως της συνδρομής των όρων του παρόντος άρθρου.»

Άρθρο 46 Καταργούμενη διάταξη

Το δεύτερο εδάφιο της περ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 3226/2004 (Α’ 24) καταργείται.

Άρθρο 55

Πόροι για την παροχή νομικής βοήθειας

Το άρθρο 13 του v. 3226/2004 (Α’ 24) αντικαθίσταται ως εξής: «Αρθρο 13

Πόροι για την παροχή νομικής βοήθειας

1. Εγγράφεται κατ’ έτος ειδική πίστωση στον προϋπολογισμό του ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ. για την κάλυψη της αποζημίωσης των δικηγόρων και άλλων προσώπων που προσφέρουν υπηρεσίες στο πλαίσιο του συστήματος νομικής βοήθειας.

2. Τα δικαστικά έξοδα σε ποσοστό 20%, καθώς και η αποζημίωση του δικηγόρου και κάθε άλλου προσώπου της παρ. 2 του άρθρου 12, τα οποία επιδικάζονται υπέρ του Δημοσίου και εισπράττονται από αυτό, αποδίδονται στο ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ. και αποτελούν πόρο αυτού. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών καθορίζονται οι τεχνικές λεπτομέρειες για την ανωτέρω απόδοση στο ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.».

https://www.lawspot.gr/nomika-nea/nomiki-voitheia-se-polites-hamiloy-eisodimatos-ti-allazei-gia-polites-kai-dikigoroys

To Top