Δύο σημαντικές νέες διατάξεις σε σχέση με τα αδικήματα αθλητικής βίας περιλαμβάνει ο Νόμος 4603/2019, ο οποίος δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 14 Μαρτίου.
Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση, με την παρ. 7 του άρθρου 41ΣΤ του Νόμου 2725/1999 Ερασιτεχνικός και επαγγελματικός αθλητισμός και άλλες διατάξεις, ορίστηκε, µεταξύ άλλων, ότι σε περίπτωση καταδίκης για αδικήµατα αθλητικής βίας, το δικαστήριο επιβάλλει στον δράστη υποχρεωτικά και για χρονικό διάστηµα δύο (2) έως πέντε (5) έτη απαγόρευση προσέλευσης και παρακολούθησης όλων των αθλητικών εκδηλώσεων, αδιακρίτως αθλήµατος, ακόµη και εκείνων που διεξάγονται εκτός της Ελληνικής Επικράτειας, στις οποίες µετέχει οµάδα, σε αγώνα της οποίας ή µε αφορµή αγώνα της οποίας, τελέσθηκε η αξιόποινη πράξη.
Το δικαστήριο µπορεί, επίσης, να απαγορεύσει την προσέλευση και παρακολούθηση και οποιασδήποτε άλλης αθλητικής εκδήλωσης, αν από τις περιστάσεις και µε βάση την προσωπικότητα του δράστη κρίνει ότι αυτός είναι επικίνδυνος για την οµαλή τέλεση των αθλητικών εκδηλώσεων. Για την εκτέλεση της παρεπόµενης ποινής το δικαστήριο διατάσσει τον δράστη να εµφανίζεται στο αστυνοµικό τµήµα του τόπου κατοικίας του ή διαµονής του πριν από την έναρξη της αθλητικής συνάντησης και να παραµένει σε αυτό ή σε χώρο άµεσης εποπτείας της αστυνοµικής αρχής, δύο ώρες πριν από την έναρξη της έως δύο ώρες µετά τη λήξη της. Αν πρόκειται για ανήλικο κάτω των δεκαέξι (16) ετών, επιβάλλεται ως αναµορφωτικό µέτρο, αντί του ανωτέρω, η ανάθεση της υπεύθυνης επιµέλειας του ανηλίκου στους γονείς, τους επιτρόπους ή τους κηδεµόνες του.
Η καθυστέρηση, όµως, στην απονοµή της δικαιοσύνης έχει οδηγήσει στο αποτέλεσµα πρόσωπα που έχουν κατ’ επανάληψη συλληφθεί για βία εντός ή εκτός γηπέδων να συνεχίζουν επί έτη να εισέρχονται ανενόχλητοι σε αθλητικές εγκαταστάσεις για να παρακολουθήσουν την οµάδα τους και να διαπράττουν εκ νέου αδικήµατα βίας.
Με το νέο άρθρο 41Η του ν. 2725/1999 εισάγεται για πρώτη φορά µία σηµαντική καινοτοµία που αποσκοπεί στην άµεση και έγκαιρη παρέµβαση της δικαιοσύνης σε ζητήµατα βίας στο χώρο του αθλητισµού.
Ειδικότερα, µε το νέο αυτό άρθρο (παρ. 1) παρέχεται η δυνατότητα στον αρµόδιο εισαγγελέα πληµµελειοδικών, κατά την άσκηση της ποινικής δίωξης και για όσο διαρκεί η προδικασία, να επιβάλει περιοριστικούς όρους σε βάρος του κατηγορούµενου για αδίκηµα αθλητικής βίας εφόσον: (α) υφίστανται σοβαρές ενδείξεις ενοχής του και (β) η επιβολή περιοριστικών όρων κρίνεται αναγκαία για να αποφευχθεί ο κίνδυνος διάπραξης νέων αδικηµάτων.
Η επιβολή περιοριστικών όρων καθίσταται υποχρεωτική, αν ο κατηγορούµενος έχει καταδικαστεί στο παρελθόν, µε αµετάκλητη δικαστική απόφαση, σε οποιαδήποτε ποινή για διάπραξη αδικήµατος αθλητικής βίας.
Ειδικότερα, το άρθρο 37 του Νόμου 4603/2019 προβλέπει τα εξής:
Περιοριστικοί όροι σε βάρος κατηγορουμένων για αδικήματα αθλητικής βίας
1. Κατά την άσκηση της ποινικής δίωξης και όσο διαρκεί η προδικασία, αν προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου για κάποιο από τα αδικήματα αθλητικής βίας που προβλέπονται στον παρόντα, ο κατά τόπο αρμόδιος εισαγγελέας πλημμελειοδικών μπορεί, με διάταξή του, να επιβάλλει στον κατηγορούμενο έναν ή περισσότερους περιοριστικούς όρους, εφόσον αυτό κρίνεται αναγκαίο για να αποφευχθεί ο κίνδυνος διάπραξης νέων αδικημάτων. Αν ο κατηγορούμενος έχει καταδικαστεί στο παρελθόν, με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, σε οποιαδήποτε ποινή για διάπραξη αδικήματος αθλητικής βίας, η επιβολή περιοριστικών όρων σε βάρος του είναι υποχρεωτική.
2. Περιοριστικοί όροι που επιβάλλονται, σύμφωνα με την παράγραφο 1, είναι ιδίως:
(α) η απαγόρευση εισόδου σε μία ή περισσότερες αθλητικές εγκαταστάσεις, ενός ή περισσότερων αθλημάτων, κατά τη διάρκεια προπονήσεων ή και αγώνων,
(β) η απαγόρευση εισόδου σε αθλητικές εγκαταστάσεις στις οποίες προπονείται ή αγωνίζεται συγκεκριμένη ομάδα αθλητικού σωματείου, Τ.Α.Α. ή Α.Α.Ε.,
(γ) η υποχρέωση εμφάνισης του κατηγορουμένου στο αστυνομικό τμήμα του τόπου κατοικίας του μέχρι και δύο (2) ώρες πριν από την έναρξη αγώνων στους οποίες συμμετέχει συγκεκριμένη ομάδα αθλητικού σωματείου, Τ.Α.Α. ή Α.Α.Ε. και η παραμονή του εκεί μέχρι και δύο (2) ώρες μετά τη λήξη τους.
3. Η εισαγγελική διάταξη της παραγράφου 1 κοινοποιείται στον κατηγορούμενο, στην αρμόδια αστυνομική αρχή και στους κατά περίπτωση ενδιαφερόμενους, αθλητική ομοσπονδία, διοργανώτρια των αγώνων αρχή, αθλητικό σωματείο, Τ.Α.Α. ή Α.Α.Ε., για να λάβουν γνώση και να μεριμνήσουν για την εκτέλεσή της. Η ισχύς των περιοριστικών όρων αρχίζει από την κοινοποίηση στον κατηγορούμενο της διάταξης της παραγράφου 1 και παύει αυτοδικαίως με την άρση ή αντικατάστασή τους σύμφωνα με τις παραγράφους 4 και 5 ή με την περάτωση της ποινικής δίκης κατά το άρθρο 370 ΚΠΔ.
4. Ο κατηγορούμενος μπορεί να προσφύγει στο συμβούλιο πλημμελειοδικών κατά της διάταξης του εισαγγελέα που του έχει επιβάλει περιοριστικούς όρους, μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δέκα (10) ημερών από την επίδοση της διάταξης σε αυτόν. Για την προσφυγή συντάσσεται έκθεση από το γραμματέα της εισαγγελίας που εξέδωσε την προσβαλλόμενη διάταξη. Ο προσφεύγων υποχρεούται να καταθέσει παράβολο υπέρ του Δημοσίου ποσού διακοσίων πενήντα (250) ευρώ, το οποίο επισυνάπτεται στην έκθεση που συντάσσει ο πιο πάνω γραμματέας. Αν δεν κατατεθεί το παράβολο, η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Η προσφυγή διαβιβάζεται στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών και εισάγεται από αυτόν, χωρίς χρονοτριβή, μαζί με την πρότασή του στο συμβούλιο, το οποίο και αποφασίζει αμετάκλητα. Η προσφυγή και η προθεσμία για την άσκησή της δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της διάταξης του εισαγγελέα. Αν η προσφυγή γίνει δεκτή διατάσσεται η επιστροφή του παραβόλου σε εκείνον που το κατέθεσε, άλλως, αν η προσφυγή απορριφθεί, διατάσσεται η εισαγωγή του στο δημόσιο ταμείο.
5. Μέχρι την περάτωση της ποινικής δίκης κατά το άρθρο 370 ΚΠΔ, ο κατηγορούμενος σε βάρος του οποίου έχουν επιβληθεί περιοριστικοί όροι σύμφωνα με το παρόν, έχει δικαίωμα να υποβάλει αίτηση για την άρση των όρων αυτών ή την αντικατάστασή τους με άλλους, στην οποία πρέπει να αναφέρει με σαφήνεια και πληρότητα τους λόγους για τους οποίους επιβάλλεται η άρση ή αντικατάσταση. Η αίτηση υποβάλλεται στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών που διέταξε τους περιοριστικούς όρους μέχρι την εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο, με κλητήριο θέσπισμα ή απευθείας κλήση, και μετά από την εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο, στο ποινικό δικαστήριο στο οποίο εισήχθη. Επί ποινή απαραδέκτου, ο κατηγορούμενος οφείλει να καταθέσει παράβολο υπέρ του Δημοσίου ύψους διακοσίων πενήντα (250) ευρώ, το οποίο επισυνάπτεται στη σχετική αίτηση. Η υποβολή της αίτησης δεν αναστέλλει την εκτέλεση των περιοριστικών όρων. Ο αρμόδιος εισαγγελέας πλημμελειοδικών ή το αρμόδιο ποινικό δικαστήριο αποφαίνονται αμετάκλητα. Αν η αίτηση γίνει δεκτή, διατάσσεται η επιστροφή του παραβόλου σε εκείνον που το κατέθεσε, άλλως, αν η αίτηση απορριφθεί, διατάσσεται η εισαγωγή του στο δημόσιο ταμείο.
6. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων μπορεί να αναπροσαρμόζεται το ύψος των παραβόλων των παραγράφων 4 και 5.
7. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και για ανήλικο κατηγορούμενο που έχει συμπληρώσει το δέκατο πέμπτο (15ο) έτος της ηλικίας του. Στην περίπτωση αυτή η εισαγγελική διάταξη της παραγράφου 1 κοινοποιείται και στους ασκούντες την επιμέλεια του ανηλίκου γονείς ή επιτρόπους ή κηδεμόνες του.».
Με το παρόν άρθρο προστίθεται νέο άρθρο 41Θ στον ν. 2725/1999, µε την παράγραφο 1 του οποίου θεσπίζεται ως νέο αυτοτελές ποινικό αδίκηµα η παραβίαση των περιοριστικών όρων που επιβάλλονται σύµφωνα µε το άρθρο 41Η του ν. 2725/1999, που προστίθεται µε το άρθρο 37 του παρόντος, το οποίο τιµωρείται µε ποινή φυλάκισης τουλάχιστον δύο (2) ετών, χρηµατική ποινή πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ και απαγόρευση εισόδου σε αθλητικές εγκαταστάσεις για χρονικό διάστηµα ένα (1) έως πέντε (5) έτη.
Άρθρο 38 Προσθήκη του άρθρου 41Θ στον ν. 2725/1999
Στον ν. 2725/1999, µετά το άρθρο 41Η, προστίθεται άρθρο 41Θ ως εξής: «Άρθρο 41Θ Ποινές σε περίπτωση παράβασης περιοριστικών όρων ή παρεπόµενης ποινής 1. Με ποινή φυλάκισης δύο (2) τουλάχιστον ετών, χρηµατική ποινή πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ και απαγόρευση εισόδου σε αθλητικές εγκαταστάσεις για χρονικό διάστηµα από ένα έως πέντε έτη τιµωρείται ο κατηγορούµενος ο οποίος παραβιάζει τους περιοριστικούς όρους που του έχουν επιβληθεί σύµφωνα µε το άρθρο 41Η. 2. Με τις ποινές της παραγράφου 1 τιµωρείται και ο καταδικασθείς ο οποίος παραβιάζει παρεπόµενη ποινή α74 παγόρευσης προσέλευσης και παρακολούθησης αθλητικών εκδηλώσεων που του έχει επιβληθεί σύµφωνα µε την περίπτωση α΄ της παραγράφου 7 του άρθρου 41ΣΤ. 3. Σε ανήλικο κατηγορούµενο που παραβιάζει περιοριστικούς όρους που του έχουν επιβληθεί σύµφωνα µε το άρθρο 41Η ή το αναµορφωτικό µέτρο της απαγόρευσης προσέλευσης και παρακολούθησης αθλητικών εκδηλώσεων που του έχει επιβληθεί σύµφωνα µε την περίπτωση β΄ της παραγράφου 7 του άρθρου 41ΣΤ, επιβάλλονται τα αναµορφωτικά µέτρα του άρθρου 122 του Ποινικού Κώδικα ή τα θεραπευτικά µέτρα του άρθρου 123 του Ποινικού Κώδικα, καθώς και απαγόρευση εισόδου σε αθλητικές εγκαταστάσεις για χρονικό διάστηµα από ένα έως πέντε έτη. 4. Γονείς, επίτροποι ή κηδεµόνες που ασκούν την επιµέλεια ανηλίκου, ο οποίος παραβιάζει περιοριστικούς όρους που του έχουν επιβληθεί σύµφωνα µε το άρθρο 41Η ή το αναµορφωτικό µέτρο της απαγόρευσης προσέλευσης και παρακολούθησης αθλητικών εκδηλώσεων που του έχει επιβληθεί σύµφωνα µε την περίπτωση β΄ της παραγράφου 7 του άρθρου 41ΣΤ,τιµωρούνται µε ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους και χρηµατική ποινή τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ. Αν ο ανήλικος έχει τεθεί υπό την υπεύθυνη επιµέλειά τους σύµφωνα µε το άρθρο 122 του Ποινικού Κώδικα, οι γονείς, επίτροποι ή κηδεµόνες που ασκούν την επιµέλειά του τιµωρούνται µε ποινή φυλάκισης τουλάχιστον δύο ετών και χρηµατική ποινή πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ. 5. Οι υπεύθυνοι ασφάλειας αγώνων της παραγράφου 4 του άρθρου 41Δ και το προσωπικό ιδιωτικής ασφαλείας της παραγράφου 11 του ίδιου άρθρου που, µε πρόθεση, επιτρέπουν να εισέλθει στην αθλητική εγκατάσταση στην οποία ασκούν τα καθήκοντά τους, πρόσωπο σε βάρος του οποίου έχει επιβληθεί περιοριστικός όρος ή παρεπόµενη ποινή απαγόρευσης εισόδου, τιµωρούνται µε ποινή φυλάκισης δύο (2) τουλάχιστον ετών, χρηµατική ποινή πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ και απαγόρευση άσκησης των καθηκόντων του υπεύθυνου ασφαλείας αγώνων ή του επαγγέλµατος προσωπικού ιδιωτικής ασφαλείας για ένα έως πέντε έτη, εκτός αν η πράξη τιµωρείται βαρύτερα µε άλλη ποινική διάταξη. 6. Οι υπεύθυνοι ασφάλειας αγώνων της παραγράφου 4 του άρθρου 41Δ τιµωρούνται µε ποινή φυλάκισης έξι (6) τουλάχιστον µηνών, χρηµατική ποινή τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ και απαγόρευση άσκησης των καθηκόντων υπεύθυνου ασφαλείας αγώνων για χρονικό διάστηµα από έξι (6) µήνες έως τρία (3) έτη, αν, από αµέλειά τους, κατά παράβαση των υπηρεσιακών τους καθηκόντων, δεν απέτρεψαν την είσοδο στην αθλητική εγκατάσταση στην οποία ασκούν τα καθήκοντά τους, προσώπου σε βάρος του οποίου έχει επιβληθεί περιοριστικός όρος ή παρεπόµενη ποινή απαγόρευσης εισόδου. 7. Η διάπραξη νέου αδικήµατος βίας από το πρόσωπο που εισήλθε στην αθλητική εγκατάσταση, κατά παράβαση επιβληθέντος περιοριστικού όρου ή ποινής, θεωρείται επιβαρυντική περίσταση κατά την επιµέτρηση της ποινής των αδικηµάτων των παραγράφων 5 και 6 του παρόντος.»