Οριστική και αμετάκλητη η πρώτη καταδίκη στην Ελλάδα στελέχους ελβετικής τράπεζας-κολοσσού.

Το ΣΤ΄ Ποινικό Τμήμα   με την υπ΄αριθμόν 1080/2019 απόφασή του απέρριψε σχεδόν στο σύνολό του το αίτημα αναίρεσης που είχαν καταθέσει οι δύο εκ των τριών  κατηγορουμένων στην υπόθεση  στρεφόμενοι κατά της απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων.Το  δευτεροβάθμιο δικαστήριο είχε καταδικάσει  τον  χρηματιστή Θωμά Καρύδα  σε κάθειρξη 17 ετών  ενώ τη σύζυγό του και τον Ελβετό διευθυντή της Julius Bär, Manuel Sovilla, σε φυλάκιση 3 ετών για απάτη σε βάρος Ελλήνων πελατών. Οι αρεοπαγίτες έκαναν δεκτό μόνο το αίτημα του τελευταίου για τη μη τέλεση της πράξης κατ΄ επάγγελμα.Η υπόθεση έφτασε στη δικαιοσύνη  το 2010 όταν ανακαλύφθηκε η δράση των κατηγορουμένων μετά από καταγγελίες καταθετών που ζήτησαν να τους επιστραφούν τα χρήματά τους, τα οποία έως τότε πίστευαν πως ήταν κατατεθειμένα και με ασφάλεια σε λογαριασμούς της μεγάλης ελβετικής τράπεζα. Φυσικά ουδέποτε τα  έλαβαν γιατί οι λογαριασμοί τους ήταν άδειοι ή δεν είχαν ανοίξει ποτέ. Όπως αποκαλύφθηκε εκ των υστέρων τα παραστατικά που λάμβαναν επί χρόνια οι καταθέτες με το υπόλοιπο και τις κινήσεις των λογαριασμών τους ήταν στο σύνολό τους πλαστά και κατασκευασμένα, ενώ προϊόν φαντασίας ήταν φυσικά και οι δήθεν υψηλές αποδόσεις που αποτυπώνονταν στα χαρτοφυλάκια τους.Ο «αντιπρόσωπος»Ο Καρύδας, που προφυλακίστηκε για την υπόθεση αυτή πριν από έξι χρόνια,  εμφανιζόταν από το 2005 ως δήθεν επίσημος  αποκλειστικός αντιπρόσωπος της Julius Bär στη χώρα μας. Είχε ανοίξει γραφείο στην Πανεπιστημίου με πινακίδα της Julius Bär , χρησιμοποιούσε έντυπο υλικό της ελβετικής τράπεζας και μάλιστα ισχυριζόταν ότι το γραφείο χρηματοδοτείται και από αυτήν. Έχοντας στο πλευρό του τον Ελβετό διευθυντή του Τραπεζικού Ιδρύματος Manuel Sovilla, υπεύθυνου τότε  για τους Έλληνες πελάτες, έπειθαν στις συναντήσεις τους στην Αθήνα ενδιαφερόμενους καταθέτες να ανοίξουν λογαριασμούς στη Julius Bär στη Ζυρίχη, με δέλεαρ την καλή φήμη και τις υψηλές αποδόσεις του Ιδρύματος. Με  την συγκεκριμένη «βιτρίνα» κατάφεραν να εξαπατήσουν ουκ ολίγους και μάλιστα αποσπώντας μεγάλα ποσά.Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση γιατρού, πολιτικώς ενάγοντα στην υπόθεση που διατηρούσε μάλιστα και φιλικές σχέσεις με τον Καρύδα από την δεκαετία του 1990, ο οποίος του εμπιστεύτηκε  πάνω από 1,7 εκ. δολάρια ΗΠΑ. Όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων ο Καρύδας δεν ήταν αντιπρόσωπος αλλά συνεργάτης της Τράπεζας, με την οποία είχε υπογράψει μαζί της σύμβαση ευρέσεως πελατών η οποία περιελάμβανε μεταξύ άλλων τους εξης όρους : Δεν θα παρουσίαζε τον εαυτό του ως υπάλληλο ή εκπρόσωπο της τράπεζας, β) η τράπεζα θα του κατέβαλε προμήθεια για την σύσταση πελατών και ότι γ) η τράπεζα είχε δικαίωμα να καταγγείλει άμεσα την σύμβαση εάν παραβίαζε οποιαδήποτε από τις συμβατικές υποχρεώσεις  του ή έθετε σε κίνδυνο τα συμφέροντα της Τράπεζας.Την πραγματική σχέση του Καρύδα με την Τράπεζα την γνώριζε ο Sovilla, αφού ήταν και  το πρόσωπο που είχε υπογράψει  για λογαριασμό της Julius Bär την σύμβαση αυτή. Φρόντιζε δε τα όσα παραστατικά έγγραφα έστελνε η Τράπεζα με το υπόλοιπο των καταθέσεων να μην φτάνουν στους πελάτες αλλά στον Καρύδα ο οποίος στη συνέχεια αλλοίωνε το περιεχόμενό τους για να μην αποκαλυφθεί η απάτη. Ο Ελβετός ήταν επίσης εκείνος που όταν άρχισε να «ξηλώνεται το κουβάρι»  έβαλε την υπογραφή του στο έγγραφο καταγγελίας της σύμβασης του άλλοτε συνεργάτη του … Το αξιοσημείωτο πάντως είναι ότι ο ελβετικός τραπεζικός κολοσσός ουδέποτε στράφηκε κατά του Καρύδα ούτε βεβαίως έκανε οποιαδήποτε κίνηση προς ικανοποίηση των παθόντων παρόλο που στην απάτη εμπλεκόταν και υψηλόβαθμο στέλεχός του.Η απάτηΤα θύματα υπέγραφαν τα έγγραφα ανοίγματος λογαριασμού στην Αθήνα ενώπιον των Καρύδα και Sovilla και λάμβαναν μετά από λίγες μέρες επίσημη επιβεβαίωση, ότι οι λογαριασμοί τους στην Julius Bär Ζυρίχης  υφίσταντο με υπεύθυνο αυτών τον Sovilla και διαχειριστή του χαρτοφυλακίου τους τον  Καρύδα. Ο τελευταίος, εκτός από αντιπρόσωπος της Ελβετικής Τράπεζας, εμφανιζόταν και ως χρηματιστής με δικαίωμα διενέργειας χρηματιστηριακών πράξεων στην Ελλάδα, κάτι επίσης ψευδές.Στο πλαίσιο διερεύνησης  της υπόθεσης όμως προέκυψε ότι  οι λογαριασμοί των εξαπατηθέντων είτε δεν ανοίχτηκαν  στην Τράπεζα, είτε ανοίχτηκαν αλλά παρέμειναν μέχρι και την αποκάλυψη του σκανδάλου μηδενικοί, είτε ανοίχτηκαν και πιστώθηκαν με χρήματα των πελατών, μέρος των οποίων όμως στη συνέχεια με πλαστογραφημένες εντολές εμβασμάτων μεταφέρθηκαν σε εξωχώριες εταιρείες της συζύγου του Καρύδα  που διαχειριζόταν ο ίδιος. Από εκεί και έπειτα χάνονται τα ίχνη τους.

Όπως δήλωσε στο dikastiko.gr   ο εκ των συνηγόρων των πολιτικώς εναγόντων Ηλίας Σ. Μπίσιας:«Μετά από έναν σκληρό και, εν πολλοίς άνισο, πολυετή δικαστικό αγώνα σε όλες τις δικαιοδοτικές βαθμίδες εκρίθη πλέον αμετακλήτως ότι στέλεχος της ελβετικής Τράπεζας και μάλιστα πρόσωπο υπεράνω πάσης υποψίας συνέδραμε καθοριστικά στην τέλεση της πρωτόγνωρης για τα διεθνή τραπεζικά χρονικά απάτης με πρωταγωνιστή τον Έλληνα διαχειριστή χαρτοφυλακίων. Οι εντολείς μας, οι οποίοι δεν έχουν καταφέρει μέχρι σήμερα να ξεπεράσουν τις πολύπλευρες παρενέργειες της περιπέτειας που έζησαν, αισθάνονται ηθικώς δικαιωμένοι από την έκβαση τού ποινικού σκέλους της υπόθεσης. Δέκα περίπου χρόνια μετά την αποκάλυψη του τραπεζικού αυτού σκανδάλου, η ετυμηγορία του ανωτάτου ελληνικού δικαστηρίου ισχυροποιεί την εμπιστοσύνη των παθόντων στο θεσμό της δικαιοσύνης και επιβεβαιώνει εν γένει ότι αυτή παραμένει η μόνη καταφυγή κάθε αδικηθέντα».

To Top