Απόπειρα Ανθρωποκτονίας – Ενδεχόμενος Δόλος
Σύμφωνα με το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία.
Ειδικότερα: Α)ως προς την πράξη της ηθικής αυτουργίας , υπήρξαν ασάφειες και λογικά κενά στις παραδοχές της απόφασης τις σχετικές με τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στήριξε το Δικαστήριο την κρίση του για τη θεμελίωση της ηθικής αυτουργίας στην απόπειρα ανθρωποκτονίας, καθόσον δεν διελήφθησαν επαρκή στοιχεία αιτιολογούντα η παρότρυνση του 1ου κατηγορούμενου προς το 2ο για το αδίκημα απόπειρας ανθρωποκτονίας. Β) Δεν εκτέθησαν στην απόφαση με σαφήνεια οι ακριβείς συνθήκες του συμβάντος Γ) To Δικαστήριο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση ελλιπείς αιτιολογίες αναφορικά με τη συνδρομή του ενδεχόμενου δόλου, ο οποίος, πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς τόσο ως προς το γνωστικό στοιχείο όσο και ως προς το βουλητικό, με τη βοήθεια των διαθέσιμων αντικειμενικών κριτηρίων συναγωγής του, και την αναζήτηση τόσο αυτών που άγουν στην κατάφασή του, όσο και αυτών που αποσταθεροποιούν τα πρώτα και δημιουργούν εύλογες αμφιβολίες εάν συντρέχει ενδεχόμενος δόλος στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΑΠ 775/2009, ΑΠ 1269/2006).
Ειδικότερα, το Δικαστήριο, ως ένδειξη για την κατάφαση του ενδεχόμενου δόλου των κατηγορουμένων δέχτηκε κυρίως το υψηλό, λόγω της μεγάλης ταχύτητας της υπηρεσιακής μοτοσυκλέτας, ποσοστό επικινδυνότητας της ενέργειας (λακτίσματος) του δεύτερου κατηγορούμενου, δηλαδή δέχτηκε το γνωστικό στοιχείο (πρόβλεψη αποτελέσματος), για να καταλήξει στην ύπαρξη του βουλητικού στοιχείου, δηλαδή στην αποδοχή εκ μέρους των κατηγορουμένων του εγκληματικού αποτελέσματος της θανάτωσης του παθόντος, χωρίς όμως,να αιτιολογήσει την κρίση του με βάση το σύνολο ενδείξεων και αντενδείξεων του δόλου, όπως αυτές προέκυψαν από τις σχετικές παραδοχές της απόφασης, και χωρίς να παραθέσει πραγματικά περιστατικά, που να δηλώνουν ότι οι κατηγορούμενοι την κρίσιμη χρονική στιγμή, δεν απώθησαν από τη συνείδηση τους την παράσταση του ανωτέρω εγκληματικού αποτελέσματος και έτσι το επιδοκίμασαν. Συγκεκριμένα, η αναφορά στην ψυχοσύνθεση των κατηγορουμένων, ήταν αόριστη, καθόσον δεν προσδιορίστηκε στην απόφαση ποιά ήταν τα στοιχεία αυτά της ψυχοσύνθεσής τους, με βάση τα οποία δύο νέοι άνθρωποι , αποδέχθηκαν όχι τη σωματική βλάβη αλλά τη θανάτωση, από δικές τους ενέργειες, του παθόντος, για να αποφύγουν “τον αστυνομικό έλεγχο και τη σύλληψή τους” για ήσσονος σημασίας παραβάσεις κυρίως του ΚΟΚ. Εξάλλου, όπως επεσήμανε το Ανώτατο Δικαστήριο η αναφορά στο κριτήριο της συμπεριφοράς των κατηγορουμένων μετά την πράξη τους, ότι δηλαδή μολονότι αντιλήφθηκαν το τραγικό συμβάν ανέπτυξαν ταχύτητα και εξαφανίσθηκαν, ήταν αόριστη, διότι δεν προέκυψε με σαφήνεια αν γίνεται δεκτό ότι αυτοί, με την ταχύτητα που είχαν αναπτύξει, πράγματι αντιλήφθηκαν το όλο συμβάν ή μόνο την πτώση της μοτοσυκλέτας.
Βάσει του ανωτέρου σκεπτικού το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου έκρινε ως βάσιμο τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 Δ’ και Ε’ ΚΠΔ λόγο της αναίρεσης, διέταξε την αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης και παρέμπεμψε την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους, οι οποίοι είχαν δικάσει προηγουμένως (519 ΚΠΔ).
Η αποδοχή του εγκληματικού αποτελέσματος αποτελεί το κυρίαρχο στοιχείο της έννοιας του ενδεχομένου δόλου(ΑΠ 123/2015).
Επιμέλεια: Ιωάννης Κοντούλης/Επιστημονικός Συνεργάτης e-Θέμις