ΑΠ 445/2018 (ποιν.): Οι αναιρεσείοντες κηρύχθηκαν ένοχοι για διακεκριμένη πλαστογραφία κατ’ εξακολούθηση και λαθρεμπορία κατά συναυτουργία και τους επιβλήθηκε συνολική ποινή κάθειρξης 7 ετών στον καθένα, χωρίς όμως προηγουμένως ο Εισαγγελέας να προτείνει για την ενοχή τους. Από τα πρακτικά της συνεδρίασης δεν προκύπτει ότι πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως επί της ενοχής των κατηγορουμένων είχε προηγηθεί σχετική πρόταση του Εισαγγελέα. Απόλυτη ακυρότητα στο ακροατήριο, η οποία καταλαμβάνει, εκτός από την παραβίαση των διατάξεων που αφορούν την κίνηση της ποινικής δίωξης από τον εισαγγελέα και την υποχρεωτική συμμετοχή του στη διαδικασία στο ακροατήριο (άρθρ. 171 παρ. 1 περ. β’ ΚΠΔ) και την παραβίαση των διατάξεων που αφορούν τα υπερασπιστικά δικαιώματα του κατηγορουμένου (άρθρ. 171 παρ. 1 περ. δ’ ΚΠΔ), δεδομένου ότι, εκτός από την έλλειψη εισαγγελικής πρότασης, δεν προκύπτει ότι πριν από την κήρυξη της ενοχής τους δόθηκε ο λόγος και στο συνήγορο τους, από τον οποίο και εκπροσωπήθηκαν, προκειμένου να αγορεύσει αναπτύσσοντας την υπεράσπισή τους (άρθρ. 369 παρ. 1 ΚΠΔ), πλημμέλεια που εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως κατ’ αρθ. 511 ΚΠΔ.«Απο το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 32 παρ. 1, 138 παρ. 2, 171 παρ. 1 στοιχ, β’ και 369 παρ. 1 του ΚΠΔ προκύπτει ότι, μετά τη λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας, δίδεται υποχρεωτικά ο λόγος στον Εισαγγελέα, προκειμένου να ακουσθεί και να αναπτύξει τις απόψεις του για την ενοχή ή αθοώτητα του κατηγορουμένου και έπειτα, αν συντρέχει περίπτωση, και για την ποινή. Σε διαφορετική περίπτωση, κατά την οποία δεν δοθεί ο λόγος στον Εισαγγελέα, επέρχεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο και ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ ΚΠΔ προβλεπόμενος λόγος αναιρέσεως.Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των ενσωματωμένων στην προσβαλλομένη απόφαση πρακτικών, οι αναιρεσείοντες κηρύχθηκαν ένοχοι για διακεκριμένη πλαστογραφία κατ’ εξακολούθηση και λαθρεμπορία κατά συναυτουργία και τους επιβλήθηκε συνολική ποινή κάθειρξης 7 ετών στον καθένα, χωρίς όμως προηγουμένως ο Εισαγγελέας να προτείνει για την ενοχή τους.Εφόσον, όμως, από τα πρακτικά της συνεδρίασης δεν προκύπτει ότι πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως επί της ενοχής των κατηγορουμένων είχε προηγηθεί σχετική πρόταση του Εισαγγελέα, επήλθε απόλυτη ακυρότητα στο ακροατήριο, η οποία καταλαμβάνει, εκτός από την παραβίαση των διατάξεων που αφορούν την κίνηση της ποινικής δίωξης από τον εισαγγελέα και την υποχρεωτική συμμετοχή του στη διαδικασία στο ακροατήριο (άρθρ. 171 παρ. 1 περ. β’ ΚΠΔ) και την παραβίαση των διατάξεων που αφορούν τα υπερασπιστικά δικαιώματα του κατηγορουμένου (άρθρ. 171 παρ. 1 περ. δ’ ΚΠΔ), δεδομένου ότι, εκτός από την έλλειψη εισαγγελικής πρότασης, δεν προκύπτει ότι πριν από την κήρυξη της ενοχής τους δόθηκε ο λόγος και στο συνήγορο τους, από τον οποίο και εκπροσωπήθηκαν, προκειμένου να αγορεύσει αναπτύσσοντας την υπεράσπισή τους (άρθρ. 369 παρ. 1 ΚΠΔ), πλημμέλεια που εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως κατ’ αρθ. 511 ΚΠΔ.Ειδικότερα μετά την παράθεση αυτούσιος της υπ’ αριθμ. 269/2011 εκθέσεως εγγυοδοσίας, στο σκεπτικό της προσβαλλομένης (σελ. 57), γίνεται αν αφορά της δήλωσης του λαθρεμπορεύματος, της απόδοσης του στην ιδιοκτήμονα, τον ορισμό μεσεγγυούχου και ακολουθεί (σελ. 59) το διατακτικό της απόφασης με το οποίο κηρύσσεται απ’ ευθείας ένοχοι οι κατηγορούμενοι – αναιρεσείοντες, οι οποίοι καταδικάσθηκαν ωσεί παρόντες εκπροσωπούμενοι, από τον εξουσιοδοτηθέντα για παράσταση και υπεράσπισή τους δικηγόρο …, χωρίς ως προαναφέρθηκε να προτείνει ο Εισαγγελέας επί της εντολής του ή μη και να δοθεί ο λόγος, για να αγορεύσει ο ως άνω δικηγόρος που τους εκπροσωπούσε.
Συνεπώς, παρελκούσης της έρευνας των λοιπών αναιρετικών λόγων, πρέπει να γίνει δεκτός ο πιο πάνω λόγος από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ ΚΠΔ, αναιρέσεως και αναιρεθεί η απόφαση. Κατόπιν αυτών , πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, του οποίου η συγκρότηση από άλλους δικαστές, εκτός από αυτούς που δίκασαν προηγουμένως, είναι εφικτή (ΚΠΔ 519)». (areiospagos.gr)