ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (Τρίτο Τμήμα)
18 Δεκεμβρίου 2025 ( * )
« Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως – Χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης – Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Οδηγία 2014/41/ΕΕ – Ευρωπαϊκή Εντολή Έρευνας σε ποινικές υποθέσεις – Άρθρο 3 – Καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής – Έννοια του «ερευνητικού μέτρου» – Σκοπός – Λήψη αποδεικτικών στοιχείων – Άρθρο 10 – Χρήση διαφορετικού είδους ερευνητικού μέτρου – Άρθρο 11 – Λόγοι μη αναγνώρισης ή μη εκτέλεσης – Θεμελιώδη δικαιώματα – Άρθρο 22 – Προσωρινή μεταγωγή στο κράτος έκδοσης προσώπων που κρατούνται για τους σκοπούς ερευνητικού μέτρου – Άρθρο 24 – Ακρόαση του κατηγορουμένου μέσω τηλεδιάσκεψης – Άρθρο 24(2)(β) – Θεμελιώδεις αρχές του δικαίου του κράτους μέλους εκτέλεσης »
Στην υπόθεση C‑325/24 [Bissilli] ( i ),
σχετικά με την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ από το Τακτικό Δικαστήριο της Φλωρεντίας (Ιταλία), με απόφαση της 5ης Φεβρουαρίου 2024, η οποία περιήλθε στη Γραμματεία στις 2 Μαΐου 2024, στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας κατά
HG,
με την παρέμβαση των:
Εισαγγελία του Δικαστηρίου της Φλωρεντίας,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (Τρίτο Τμήμα),
συγκείμενο από τους C. Lycourgos, Πρόεδρο Τμήματος, O. Spineanu-Matei, S. Rodin, N. Piçarra και N. Fenger (εισηγητή), δικαστές,
Γενικός Εισαγγελέας: Α. Ράντος
Έφορος: G. Chiapponi, διαχειριστής
έχοντας υπόψη την έγγραφη φάση της διαδικασίας και μετά την ακρόαση της 2ας Απριλίου 2025,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που παρουσιάστηκαν:
– για την Ιταλική Κυβέρνηση, από τους S. Fiorentino και G. Palmieri, επικουρούμενους από τους S. Faraci και A. Trimboli, δικηγόρους του Δημοσίου·
– για την Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους M. Jacobs και M. Van Regemorter,
– για την Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους MK Bulterman, A. Hanje και PP Huurnink,
– εκ μέρους της Αυστριακής Κυβερνήσεως, εκπροσωπούμενης από τους A. Posch και J. Schmoll,
– για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους H. Leupold, P. Rossi και M. Wasmeier,
αφού άκουσε τα αιτήματα του Γενικού Εισαγγελέα, τα οποία εκδόθηκαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 26ης Ιουνίου 2025,
είπε τα εξής
Κρίση
1 Η παρούσα αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 3 και 10, του άρθρου 11 παράγραφος 1 στοιχείο στ), του άρθρου 22 παράγραφος 1 και του άρθρου 24 της οδηγίας 2014/41/ΕΕ σχετικά με την ευρωπαϊκή εντολή έρευνας σε ποινικές υποθέσεις (ΕΕ 2014 L 130, σ. 1, και διορθωτικό ΕΕ 2019 L 245, σ. 9), και του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής: ο «Χάρτης»).
2 Το αίτημα αυτό υποβλήθηκε στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας κατά του HG, ο οποίος κατηγορείται για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση και εμπορία ναρκωτικών.
Κανονιστικό πλαίσιο
3 Οι αιτιολογικές σκέψεις 5 έως 8, 25, 26 και 34 της οδηγίας 2014/41 ορίζουν τα εξής:
«5) Μετά την έκδοση των αποφάσεων-πλαισίων 2003/577/ΔΕΥ [του Συμβουλίου της 22ας Ιουλίου 2003 σχετικά με την εκτέλεση στην Ευρωπαϊκή Ένωση αποφάσεων δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων ή αποδεικτικών στοιχείων (ΕΕ 2003 L 196, σ. 45)] και 2008/978/ΔΕΥ [του Συμβουλίου της 18ης Δεκεμβρίου 2008 σχετικά με το ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων με σκοπό τη συλλογή αντικειμένων, εγγράφων και δεδομένων για χρήση σε ποινικές διαδικασίες (ΕΕ 2008 L 350, σ. 72)], έχει καταστεί σαφές ότι το υφιστάμενο πλαίσιο για τη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων είναι υπερβολικά κατακερματισμένο και πολύπλοκο. Συνεπώς, απαιτείται μια νέα προσέγγιση.
6) Στο Πρόγραμμα της Στοκχόλμης, το οποίο εγκρίθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις 10-11 Δεκεμβρίου 2009, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο εξέτασε την περαιτέρω επιδίωξη της δημιουργίας ενός ολοκληρωμένου συστήματος για τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων σε υποθέσεις με διασυνοριακή διάσταση, βασισμένο στην αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο σημείωσε ότι τα υφιστάμενα μέσα σε αυτόν τον τομέα αποτελούν ένα κατακερματισμένο πλαίσιο και ότι χρειάζεται μια νέα προσέγγιση η οποία, ενώ βασίζεται στην αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης, λαμβάνει επίσης υπόψη την ευελιξία του παραδοσιακού συστήματος αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής. Ως εκ τούτου, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ζήτησε τη δημιουργία ενός ολοκληρωμένου συστήματος που θα αντικαταστήσει όλα τα υφιστάμενα μέσα σε αυτόν τον τομέα, συμπεριλαμβανομένης της απόφασης-πλαισίου 2008/978/ΔΕΥ του Συμβουλίου, η οποία καλύπτει όλα τα είδη αποδεικτικών στοιχείων στο μέγιστο δυνατό βαθμό, ορίζει προθεσμίες για την εκτέλεση και περιορίζει τους λόγους άρνησης στο ελάχιστο.
7) Αυτή η νέα προσέγγιση βασίζεται σε ένα ενιαίο μέσο που ονομάζεται Ευρωπαϊκή Εντολή Έρευνας (ΕΕΕ).
(8) Η ΕΕΕ θα πρέπει να έχει οριζόντιο πεδίο εφαρμογής και, ως εκ τούτου, να εφαρμόζεται σε όλα τα ερευνητικά μέτρα που αποσκοπούν στη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων. Ωστόσο, η σύσταση κοινής ομάδας έρευνας και η συλλογή αποδεικτικών στοιχείων στο πλαίσιο αυτής της ομάδας απαιτούν ειδικές διατάξεις, οι οποίες είναι καταλληλότερο να ρυθμιστούν ξεχωριστά. Με την επιφύλαξη της εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, οι υφιστάμενες πράξεις θα πρέπει επομένως να συνεχίσουν να ισχύουν για αυτό το είδος ερευνητικού μέτρου.
(…)
(25) Η παρούσα οδηγία θεσπίζει κανόνες σχετικά με την εκτέλεση ερευνητικού μέτρου σε όλα τα στάδια της ποινικής διαδικασίας, συμπεριλαμβανομένης της δίκης, όπου είναι απαραίτητο με τη συμμετοχή του ενδιαφερομένου για τη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων. Για παράδειγμα, μπορεί να εκδοθεί ΕΕΕ για την προσωρινή μεταφορά του εν λόγω προσώπου στο κράτος έκδοσης ή για τη διεξαγωγή ακρόασης μέσω βιντεοδιάσκεψης. Ωστόσο, όταν το εν λόγω πρόσωπο πρόκειται να μεταφερθεί σε άλλο κράτος μέλος για τους σκοπούς ποινικής διαδικασίας, συμπεριλαμβανομένης της εμφάνισης ενώπιον δικαστηρίου για δίκη, θα πρέπει να εκδίδεται ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης (ΕΕΣ) σύμφωνα με την απόφαση-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου [της 13ης Ιουνίου 2002 για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών (ΕΕ 2002 L 190, σ. 1)].
26) Για να διασφαλιστεί η αναλογική χρήση του ΕΕΣ, η αρχή έκδοσης θα πρέπει να εξετάσει εάν μια ΕΕΕ συνιστά αποτελεσματικό και αναλογικό μέσο διεξαγωγής ποινικής διαδικασίας. Η αρχή έκδοσης θα πρέπει να εξετάσει, ειδικότερα, εάν η έκδοση ΕΕΕ με σκοπό την ακρόαση ενός προσώπου που υπόκειται σε έρευνα ή ενός κατηγορουμένου μέσω βιντεοδιάσκεψης θα μπορούσε να αποτελέσει έγκυρη εναλλακτική λύση.
(…)
34) Λόγω του πεδίου εφαρμογής της, η παρούσα οδηγία καλύπτει μόνο προσωρινά μέτρα για τη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων. (…)».
4 Σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 2, της εν λόγω οδηγίας:
«1. Η Ευρωπαϊκή Εντολή Έρευνας (ΕΕΕ) είναι δικαστική απόφαση που εκδίδεται ή επικυρώνεται από αρμόδια αρχή κράτους μέλους (το «κράτος έκδοσης») για την εκτέλεση ενός ή περισσότερων συγκεκριμένων ερευνητικών μέτρων σε άλλο κράτος μέλος (το «κράτος εκτέλεσης») με σκοπό τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.
Η ΕΕΕ μπορεί επίσης να εκδοθεί για τη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων που βρίσκονται ήδη στην κατοχή των αρμόδιων αρχών του κράτους εκτέλεσης.
2. Τα κράτη μέλη εκτελούν μια ΕΕΕ βάσει της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης και σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.
5 Το ακόλουθο Άρθρο 3 ορίζει:
«Η ΕΕΕ εφαρμόζεται σε κάθε ερευνητικό μέτρο, με εξαίρεση τη σύσταση κοινής ομάδας έρευνας και τη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων στο πλαίσιο μιας τέτοιας ομάδας σύμφωνα με το άρθρο 13 της Σύμβασης για την αμοιβαία δικαστική συνδρομή σε ποινικές υποθέσεις μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης [(ΕΕ 2000 C 197, σ. 3)] και την απόφαση-πλαίσιο 2002/465/ΔΕΥ του Συμβουλίου [της 13ης Ιουνίου 2002 σχετικά με τις κοινές ομάδες έρευνας (ΕΕ 2002 L 162, σ. 1)], με εξαίρεση τους σκοπούς εφαρμογής του άρθρου 13 παράγραφος 8 της Σύμβασης και του άρθρου 1 παράγραφος 8 της απόφασης-πλαισίου αντίστοιχα.»
6 Το άρθρο 9, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας ορίζει τα εξής:
«Η αρχή εκτέλεσης αναγνωρίζει μια ΕΕΕ που διαβιβάζεται σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας χωρίς να επιβάλλει περαιτέρω διατυπώσεις και διασφαλίζει την εκτέλεσή της κατά τον ίδιο τρόπο και υπό τις ίδιες προϋποθέσεις όπως εάν το εν λόγω ερευνητικό μέτρο είχε διαταχθεί από αρχή του κράτους εκτέλεσης, εκτός εάν αποφασίσει να επικαλεστεί έναν από τους λόγους μη αναγνώρισης ή μη εκτέλεσης ή έναν από τους λόγους αναβολής που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία».
7 Το άρθρο 10, παράγραφοι 1, 2 και 5, της οδηγίας 2014/41 ορίζει:
«1. Όταν υπάρχει εναλλακτικό ερευνητικό μέτρο βάσει του δικαίου του κράτους εκτέλεσης, η αρχή εκτέλεσης, εφόσον είναι δυνατόν, διατάσσει εναλλακτικό ερευνητικό μέτρο όταν:
(α) το ερευνητικό μέτρο που ζητείται στην ΕΕΕ δεν προβλέπεται από το δίκαιο του κράτους εκτέλεσης· ή
(β) το ερευνητικό έγγραφο που ζητείται στην ΕΕΕ δεν είναι διαθέσιμο σε παρόμοια εγχώρια υπόθεση.
2. Με την επιφύλαξη του άρθρου 11, η παράγραφος 1 δεν εφαρμόζεται στα ακόλουθα ερευνητικά μέτρα, τα οποία πρέπει πάντα να είναι διαθέσιμα βάσει του δικαίου του κράτους μέλους εκτέλεσης:
(…)
(γ) την ακρόαση μάρτυρα, εμπειρογνώμονα, θύματος, προσώπου που βρίσκεται υπό έρευνα ή κατηγορουμένου ή τρίτων στο έδαφος του κράτους εκτέλεσης·
(…)
5. Όταν, σύμφωνα με την παράγραφο 1, το ερευνητικό μέτρο που ζητείται στην ΕΕΕ δεν προβλέπεται από το δίκαιο του κράτους εκτέλεσης ή δεν είναι διαθέσιμο σε παρόμοια εγχώρια υπόθεση και όταν δεν υπάρχουν άλλα ερευνητικά μέτρα που θα επιτύγχαναν το ίδιο αποτέλεσμα με το ζητούμενο ερευνητικό μέτρο, η αρχή εκτέλεσης ενημερώνει την αρχή έκδοσης ότι δεν κατέστη δυνατή η παροχή της αιτούμενης συνδρομής.
8 Το άρθρο 11, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας ορίζει τα εξής:
«Με την επιφύλαξη του άρθρου 1(4), η αρχή εκτέλεσης μπορεί να αρνηθεί να αναγνωρίσει ή να εκτελέσει μια ΕΕΕ όταν:
(…)
(στ) υπάρχουν σοβαροί λόγοι να πιστεύεται ότι η εκτέλεση του ερευνητικού μέτρου που ζητείται στην ΕΕΕ είναι ασυμβίβαστη με τις υποχρεώσεις του κράτους εκτέλεσης βάσει του άρθρου 6 της ΣΕΕ και του Χάρτη·
(…)
(η) η χρήση του ερευνητικού μέτρου που ζητείται στην ΕΕΕ περιορίζεται από το δίκαιο του κράτους εκτέλεσης σε έναν κατάλογο ή κατηγορία αδικημάτων ή σε αδικήματα που τιμωρούνται έως ένα ορισμένο όριο, τα οποία δεν περιλαμβάνουν το αδίκημα που αποτελεί αντικείμενο της ΕΕΕ.
(…)».
9 Τα άρθρα 22 έως 29 της εν λόγω οδηγίας αποτελούν το κεφάλαιο IV, με τίτλο «Ειδικές διατάξεις για ορισμένα μέτρα έρευνας».
10 Το άρθρο 22 της ίδιας οδηγίας, με τίτλο «Προσωρινή μεταγωγή στο κράτος έκδοσης προσώπων που κρατούνται για τους σκοπούς ερευνητικού μέτρου», ορίζει στις παραγράφους 1, 2 και 5 τα εξής:
«1. ΕΕΕ μπορεί να εκδοθεί για την προσωρινή μεταγωγή προσώπου που κρατείται στο κράτος εκτέλεσης με σκοπό την εκτέλεση ερευνητικού μέτρου, με σκοπό τη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων, το οποίο απαιτεί την παρουσία του στο έδαφος του κράτους έκδοσης, υπό την προϋπόθεση ότι το εν λόγω πρόσωπο επιστρέφει στο κράτος εκτέλεσης εντός της προθεσμίας που ορίζει το τελευταίο.»
2. Εκτός από τους λόγους μη αναγνώρισης ή μη εκτέλεσης που αναφέρονται στο άρθρο 11, η εκτέλεση της ΕΕΕ μπορεί επίσης να απορριφθεί εάν:
(α) ο κρατούμενος αρνείται να δώσει τη συγκατάθεσή του· ή
(β) η μεταφορά μπορεί να παρατείνει την κράτηση του εν λόγω προσώπου.
(…)
5. Οι πρακτικές ρυθμίσεις για την προσωρινή μεταφορά του προσώπου, συμπεριλαμβανομένων των λεπτομερειών της κράτησής του στο κράτος έκδοσης και των προθεσμιών εντός των οποίων πρέπει να απομακρυνθεί από το έδαφος του κράτους εκτέλεσης και να επιστρέψει στο έδαφος αυτό, συμφωνούνται μεταξύ του κράτους έκδοσης και του κράτους εκτέλεσης, διασφαλίζοντας ότι λαμβάνονται υπόψη η σωματική και ψυχική κατάσταση της υγείας του εν λόγω προσώπου, καθώς και το επίπεδο ασφάλειας που απαιτείται στο κράτος έκδοσης.
11 Το άρθρο 23, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2014/41 ορίζει τα εξής:
«1. Μπορεί να εκδοθεί ΕΕΕ για την προσωρινή μεταγωγή προσώπου που κρατείται στο κράτος έκδοσης με σκοπό την εκτέλεση ερευνητικού μέτρου για τη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων που απαιτεί την παρουσία του στο έδαφος του κράτους εκτέλεσης».
2. Το άρθρο 22 παράγραφος 2 στοιχείο α) και οι παράγραφοι 3 έως 9 εφαρμόζονται, mutatis mutandis , σε τυχόν προσωρινές μεταφορές σύμφωνα με το παρόν άρθρο.
12 Το Άρθρο 24, με τίτλο «Ακρόαση μέσω τηλεδιάσκεψης ή άλλης οπτικοακουστικής μετάδοσης», έχει ως εξής:
«1. Όταν ένα πρόσωπο που βρίσκεται στο έδαφος του κράτους εκτέλεσης πρόκειται να εξεταστεί ως μάρτυρας ή εμπειρογνώμονας από τις αρμόδιες αρχές του κράτους έκδοσης, η αρχή έκδοσης μπορεί να εκδώσει ΕΕΕ με σκοπό την εξέταση του μάρτυρα ή του εμπειρογνώμονα μέσω βιντεοδιάσκεψης ή άλλης οπτικοακουστικής μετάδοσης σύμφωνα με τις παραγράφους 5 έως 7.
Η αρχή έκδοσης μπορεί επίσης να εκδώσει ΕΕΕ με σκοπό την ακρόαση προσώπου υπό έρευνα ή κατηγορουμένου μέσω βιντεοδιάσκεψης ή άλλης οπτικοακουστικής μετάδοσης.
2. Εκτός από τους λόγους μη αναγνώρισης ή μη εκτέλεσης που αναφέρονται στο άρθρο 11, η εκτέλεση μιας ΕΕΕ μπορεί να απορριφθεί εάν:
(α) το υπό έρευνα πρόσωπο ή ο κατηγορούμενος αρνείται τη συγκατάθεσή του· ή
(β) η εκτέλεση ενός τέτοιου ερευνητικού μέτρου σε μια συγκεκριμένη περίπτωση αντίκειται στις θεμελιώδεις αρχές του δικαίου του κράτους εκτέλεσης.
3. Η αρχή έκδοσης και η αρχή εκτέλεσης συμφωνούν σχετικά με τις πρακτικές ρυθμίσεις της ακρόασης. (…)
(…)
5. Σε περίπτωση ακρόασης που διεξάγεται μέσω βιντεοδιάσκεψης ή άλλης οπτικοακουστικής μετάδοσης, ισχύουν οι ακόλουθες διατάξεις:
(α) ένας εκπρόσωπος της αρμόδιας αρχής του κράτους εκτέλεσης παρίσταται στην ακρόαση, επικουρούμενος, εάν είναι απαραίτητο, από διερμηνέα, ο οποίος διασφαλίζει επίσης την ταυτοποίηση του προσώπου που πρόκειται να ακουστεί και την τήρηση των θεμελιωδών αρχών του δικαίου του κράτους εκτέλεσης.
Εάν η αρχή εκτέλεσης κρίνει ότι παραβιάζονται θεμελιώδεις αρχές του δικαίου του κράτους εκτέλεσης κατά την ακρόαση, λαμβάνει αμέσως τα απαραίτητα μέτρα για να διασφαλίσει ότι η ακρόαση θα συνεχίσει να διεξάγεται σύμφωνα με τις εν λόγω αρχές·
(β) οι αρμόδιες αρχές του κράτους έκδοσης και του κράτους εκτέλεσης συμφωνούν, όπου ενδείκνυται, σχετικά με τα μέτρα που αφορούν την προστασία του προσώπου που πρόκειται να ακουστεί·
(γ) η ακρόαση διεξάγεται απευθείας από ή υπό την καθοδήγηση της αρμόδιας αρχής του κράτους έκδοσης, σύμφωνα με το εσωτερικό του δίκαιο·
(δ) κατόπιν αιτήματος του κράτους έκδοσης ή του προσώπου που πρόκειται να ακουστεί, το κράτος εκτέλεσης διασφαλίζει ότι το πρόσωπο που πρόκειται να ακουστεί επικουρείται, εάν είναι απαραίτητο, από διερμηνέα·
(ε) οι ύποπτοι ή οι κατηγορούμενοι ενημερώνονται πριν από την ακρόαση για τυχόν διαδικαστικά δικαιώματα, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος να μην καταθέσουν, που προβλέπονται από το δίκαιο του κράτους εκτέλεσης και του κράτους έκδοσης. Οι μάρτυρες και οι εμπειρογνώμονες μπορούν να ασκήσουν οποιοδήποτε δικαίωμα να μην καταθέσουν που προβλέπεται από το δίκαιο του κράτους εκτέλεσης ή του κράτους έκδοσης και ενημερώνονται για το δικαίωμα αυτό πριν από την ακρόαση.
6. Με την επιφύλαξη τυχόν συμφωνηθέντων μέτρων για την προστασία των ενδιαφερομένων προσώπων, στο τέλος της ακρόασης, η αρχή εκτέλεσης συντάσσει έκθεση στην οποία αναφέρονται η ημερομηνία και ο τόπος της ακρόασης, η ταυτότητα του προσώπου που ερωτήθηκε, οι ταυτότητες και τα προσόντα όλων των άλλων προσώπων που συμμετείχαν στην ακρόαση στο κράτος εκτέλεσης, τυχόν όρκοι που δόθηκαν και οι τεχνικές συνθήκες υπό τις οποίες πραγματοποιήθηκε η ακρόαση. Το έγγραφο αυτό διαβιβάζεται από την αρχή εκτέλεσης στην αρχή έκδοσης.
(…)».
13 Σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 6 της προαναφερθείσας οδηγίας:
Μια ΕΕΕ μπορεί επίσης να εκδοθεί για να διαπιστωθεί εάν ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αποτελεί αντικείμενο της ποινικής διαδικασίας κατέχει έναν ή περισσότερους λογαριασμούς σε χρηματοπιστωτικό ίδρυμα διαφορετικό από τράπεζα, που βρίσκεται στο έδαφος του κράτους εκτέλεσης. Οι παράγραφοι 3 έως 5 εφαρμόζονται κατ’ αναλογία . Σε μια τέτοια περίπτωση, εκτός από τους λόγους μη αναγνώρισης ή μη εκτέλεσης που αναφέρονται στο άρθρο 11, η εκτέλεση της ΕΕΕ μπορεί να απορριφθεί εάν η εκτέλεση του ερευνητικού μέτρου δεν θα επιτρεπόταν σε παρόμοια εγχώρια υπόθεση.
14 Το άρθρο 27, παράγραφος 5, της ίδιας οδηγίας ορίζει:
Μια ΕΕΕ μπορεί επίσης να εκδοθεί σε σχέση με τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 σε σχέση με χρηματοοικονομικές συναλλαγές που πραγματοποιούνται από χρηματοπιστωτικά ιδρύματα εκτός από τράπεζες. Οι παράγραφοι 3 και 4 εφαρμόζονται κατ’ αναλογία . Στην περίπτωση αυτή, εκτός από τους λόγους μη αναγνώρισης ή μη εκτέλεσης που αναφέρονται στο άρθρο 11, η εκτέλεση της ΕΕΕ μπορεί να απορριφθεί εάν η εκτέλεση του ερευνητικού μέτρου δεν επιτρέπεται σε παρόμοια εγχώρια υπόθεση.
15 Το άρθρο 28, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/41 ορίζει τα εξής:
«Όταν εκδίδεται ΕΕΕ με σκοπό την εκτέλεση ερευνητικού μέτρου που περιλαμβάνει τη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων σε πραγματικό χρόνο, συνεχώς και για καθορισμένο χρονικό διάστημα, όπως:
(α) ο έλεγχος τραπεζικών ή άλλων χρηματοοικονομικών συναλλαγών που πραγματοποιούνται μέσω ενός ή περισσότερων συγκεκριμένων λογαριασμών·
(β) ελεγχόμενες παραδόσεις στο έδαφος του κράτους εκτέλεσης·
Η εκτέλεση μπορεί να απορριφθεί, επιπλέον των λόγων μη αναγνώρισης ή μη εκτέλεσης που αναφέρονται στο άρθρο 11, εάν η εκτέλεση του ερευνητικού μέτρου δεν επιτρέπεται σε παρόμοια εγχώρια υπόθεση.
16 Το άρθρο 29, παράγραφοι 1 και 3, της εν λόγω οδηγίας έχει ως εξής:
«1. Μπορεί να εκδοθεί ΕΕΕ με σκοπό να ζητηθεί από το κράτος εκτέλεσης να βοηθήσει το κράτος έκδοσης στη διεξαγωγή ερευνών για εγκλήματα από μυστικούς υπαλλήλους ή υπαλλήλους με πλαστή ταυτότητα («μυστικές επιχειρήσεις»).
(…)
3. Εκτός από τους λόγους μη αναγνώρισης και μη εκτέλεσης που αναφέρονται στο άρθρο 11, η αρχή εκτέλεσης μπορεί να αρνηθεί να εκτελέσει μια ΕΕΕ που αναφέρεται στην παράγραφο 1, όταν:
(α) η εκτέλεση της επιχείρησης διείσδυσης δεν επιτρέπεται σε παρόμοια εγχώρια υπόθεση· ή
(β) δεν κατέστη δυνατή η επίτευξη συμφωνίας σχετικά με τις λεπτομέρειες των επιχειρήσεων διείσδυσης που αναφέρονται στην παράγραφο 4.
17 Το Τμήμα Γ του εντύπου στο Παράρτημα Α της εν λόγω οδηγίας επιτρέπει στην αρχή έκδοσης να υποδείξει τα απαιτούμενα μέτρα έρευνας.
Κύρια διαδικασία και προδικαστικά ερωτήματα
18 Ο HG υπόκειται σε ποινική δίωξη στην Ιταλία για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση και εμπορία ναρκωτικών.
19 Η ποινική διαδικασία κατά του HG για τα αδικήματα αυτά εκκρεμεί ενώπιον του Τακτικού Δικαστηρίου της Φλωρεντίας (Ιταλία), το οποίο είναι το αιτούν δικαστήριο.
20 Δεδομένου ότι ο HG δεν εμφανίστηκε αυτοπροσώπως ενώπιον του εν λόγω δικαστή, κηρύχθηκε απόντος, καθώς γνώριζε τη δίκη και εκπροσωπήθηκε από δικηγόρο που όρισε ο ίδιος. Κάνοντας δεκτό το αίτημα του εν λόγω δικηγόρου, ο αιτών δικαστής διέταξε την ακρόαση του HG.
21 Ενημερωμένος από την Εισαγγελία για την κράτηση του HG στο Βέλγιο από τις 15 Φεβρουαρίου 2022, ο εν λόγω δικαστής εξέδωσε Ευρωπαϊκή Εντολή Έρευνας προκειμένου οι βελγικές αρχές να διεξάγουν ακρόαση του HG μέσω βιντεοδιάσκεψης ως κατηγορουμένου.
22 Με επιστολή της 17ης Φεβρουαρίου 2023, η Εισαγγελία της Μπριζ (Βέλγιο) ενημέρωσε το αιτούν δικαστήριο ότι η Ευρωπαϊκή Εντολή Έρευνας που είχε εκδώσει για την εξέταση του HG μέσω τηλεδιάσκεψης δεν θα εκτελεστεί. Η Εισαγγελία, χωρίς να αναφερθεί στους συγκεκριμένους λόγους άρνησης που προβλέπονται από την οδηγία 2014/41, δήλωσε, πρώτον, ότι το βελγικό δίκαιο επιτρέπει την εξέταση ορισμένων μαρτύρων και πραγματογνωμόνων μέσω τηλεδιάσκεψης κατά τη διάρκεια της δίκης, αλλά δεν προβλέπει τη δυνατότητα εξέτασης του κατηγορουμένου μέσω τηλεδιάσκεψης κατά τη διάρκεια της δικής του δίκης, καθώς ο κατηγορούμενος πρέπει αντ’ αυτού να εμφανιστεί αυτοπροσώπως ενώπιον του δικαστηρίου που επιβάλλει την ποινή. Δεύτερον, η Εισαγγελία έκρινε ότι η βελγική νομοθεσία που μεταφέρει την εν λόγω οδηγία εξαρτά την εξέταση του κατηγορουμένου μέσω τηλεδιάσκεψης από δύο προϋποθέσεις: πρώτον, τη συγκατάθεση του ενδιαφερομένου και, δεύτερον, την τήρηση των θεμελιωδών αρχών του βελγικού δικαίου. Τρίτον, παραπέμποντας σε απόφαση του Cour constitutionnelle (Συνταγματικού Δικαστηρίου, Βέλγιο) της 21ης Ιουνίου 2018 και σε κατευθυντήριες γραμμές που θέσπισε το Collège des procureurs généraux (Συμβούλιο Γενικών Εισαγγελέων, Βέλγιο), η Εισαγγελία της Μπριζ ανέφερε ότι η εμφάνιση κατηγορουμένου στη δίκη του μέσω τηλεδιάσκεψης ήταν αντίθετη με το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη.
23 Στη συνέχεια, το αιτούν δικαστήριο ζήτησε τη συνδρομή του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Συνεργασία στον Τομέα της Ποινικής Δικαιοσύνης (Eurojust). Ωστόσο, οι προσπάθειες της Eurojust αποδείχθηκαν μάταιες, καθώς οι βελγικές αρχές απέκλεισαν το ενδεχόμενο προσωρινής μεταφοράς του HG στην Ιταλία, όπως είχε προτείνει η Eurojust.
24 Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο αναφέρει ότι πρέπει να διαπιστώσει εάν οι εν λόγω αρνήσεις εκτέλεσης είναι σύμφωνες με το δίκαιο της Ένωσης, προκειμένου να αποφασίσει σχετικά με την έκδοση, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, νέας ευρωπαϊκής εντολής έρευνας.
25 Αναφέρει, πρώτον, ότι, σύμφωνα με το ιταλικό δίκαιο, ο κατηγορούμενος δεν έχει καμία υποχρέωση να παραστεί στη δική του δίκη. Κατά συνέπεια, η δίκη μπορεί να διεξαχθεί ερήμην του κατηγορουμένου, υπό την προϋπόθεση ότι αυτός γνωρίζει ουσιαστικά τη διαδικασία και ότι η απουσία του αποτελεί εκούσια επιλογή. Ωστόσο, δεδομένου ότι ο κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα να παραστεί στη δίκη, εάν αδυνατεί να εμφανιστεί λόγω νόμιμου κωλύματος, όπως η κράτηση στο εξωτερικό, η δίκη του πρέπει να αναβληθεί μέχρι να καταστεί δυνατή η εμφάνισή του ξανά, εκτός εάν ο κατηγορούμενος παραιτηθεί ρητά από το δικαίωμά του να εμφανιστεί. Σε μια τέτοια περίπτωση, οι κατηγορούμενοι που κρατούνται στο εξωτερικό μπορούν να παραστούν στη δίκη τους μέσω τηλεδιάσκεψης, εάν η δυνατότητα αυτή προβλέπεται από διεθνείς συμφωνίες.
26 Επιπλέον, στις ιταλικές ποινικές διαδικασίες, τα αποδεικτικά στοιχεία, κατ’ αρχήν, συλλέγονται και καταχωρούνται στο αρχείο μόνο κατά τη φάση της δίκης. Συνεπώς, η ακρόαση του κατηγορουμένου, ο οποίος τα ζητά ή συναινεί σε αυτά κατά τη διάρκεια της δίκης, εκτός από τη διασφάλιση της εμφάνισής του, εξυπηρετεί και αποδεικτικό σκοπό.
27 Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, στο πλαίσιο αυτό, εάν είναι δυνατή η έκδοση ευρωπαϊκής εντολής έρευνας όταν, όπως εν προκειμένω, η οργάνωση της ακρόασης ενός προσώπου μέσω τηλεδιάσκεψης ως κατηγορουμένου αποσκοπεί τόσο στη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων όσο και στη διασφάλιση της εμφάνισής του στη δίκη.
28 Δεύτερον, όσον αφορά τους λόγους που επικαλείται η Εισαγγελία της Μπριζ για την άρνηση εκτέλεσης της ευρωπαϊκής εντολής έρευνας που εκδόθηκε στην κύρια δίκη, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η εν λόγω Εισαγγελία έχει επικαλεστεί έναν γενικό και έναν ειδικό λόγο άρνησης.
29 Το πρώτο αφορά τη μη διαθεσιμότητα ακροαματικής διαδικασίας μέσω τηλεδιάσκεψης σε παρόμοια εσωτερική υπόθεση, δεδομένου ότι το βελγικό δίκαιο δεν προβλέπει την έκταση της ακροαματικής διαδικασίας των κατηγορουμένων. Σύμφωνα με το αιτούν δικαστήριο, το οποίο σημειώνει ότι η ακροαματική διαδικασία μέσω τηλεδιάσκεψης ενός κατηγορουμένου είναι ένα από τα ειδικά μέτρα έρευνας που αναφέρονται στο κεφάλαιο IV της οδηγίας 2014/41, το άρθρο 24 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο ρυθμίζει τις ακροάσεις μέσω τηλεδιάσκεψης, δεν παρέχει λόγο άρνησης βάσει της μη διαθεσιμότητας του μέτρου έρευνας σε παρόμοια εσωτερική υπόθεση, διάταξη που η ίδια οδηγία περιέχει για μέτρα όπως οι μυστικές έρευνες.
30 Ο δεύτερος λόγος άρνησης αφορά την ασυμβατότητα της ακρόασης μέσω τηλεδιάσκεψης με τις θεμελιώδεις αρχές του δικαίου του κράτους μέλους εκτέλεσης. Το αιτούν δικαστήριο σημειώνει συναφώς ότι, μολονότι οι βελγικές αρχές έχουν επισημάνει ότι η χρήση τηλεδιάσκεψης για την ακρόαση του κατηγορουμένου στη δίκη του αντίκειται στο δικαίωμα σε δίκαιη δίκη και έχουν βασιστεί στην απόφαση της 21ης Ιουνίου 2018, με την οποία το Συνταγματικό Δικαστήριο ακύρωσε τον βελγικό νόμο σχετικά με τη χρήση τηλεδιάσκεψης για την εμφάνιση κατηγορουμένων σε προσωρινή κράτηση, οι εν λόγω αρχές δεν έχουν διευκρινίσει τους λόγους για τους οποίους θεωρούν ότι ο λόγος άρνησης που βασίζεται στην αντίθεση της ζητούμενης πράξης με τις θεμελιώδεις αρχές του βελγικού δικαίου είναι εφαρμοστέος στην υπό κρίση υπόθεση, λαμβάνοντας υπόψη τις περιστάσεις της υπόθεσης.
31 Το αιτούν δικαστήριο θεωρεί, τρίτον, ότι η εκτέλεση της ευρωπαϊκής εντολής έρευνας που είχε εκδώσει στην κύρια δίκη δεν μπορούσε να απορριφθεί με το σκεπτικό ότι η ζητούμενη πράξη ήταν ασύμβατη με τα θεμελιώδη δικαιώματα της Ένωσης, βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 1, στοιχείο στ’, της οδηγίας 2014/41, χωρίς προηγούμενη επαλήθευση της συμβατότητας των σχετικών διατάξεων του ιταλικού δικαίου με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
32. Το αιτούν δικαστήριο δηλώνει, τέταρτον, ότι προτίθεται επίσης να εκδώσει Ευρωπαϊκή Εντολή Έρευνας για την προσωρινή μεταφορά του HG στην Ιταλία για την αυτοπρόσωπη ακρόασή του. Κατά την άποψή του, η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης θα υπονομευόταν εάν το κράτος μέλος εκτέλεσης μπορούσε να αμφισβητήσει τον αποδεικτικό σκοπό του ζητούμενου ερευνητικού μέτρου βάσει του εθνικού του δικαίου και να αρνηθεί να εκτελέσει Ευρωπαϊκή Εντολή Έρευνας με το σκεπτικό ότι δεν επιδιώκει τον σκοπό της συλλογής αποδεικτικών στοιχείων. Αμφισβητεί κατά πόσον μπορεί να εκδοθεί τέτοια απόφαση όταν, όπως στην προκειμένη περίπτωση, το ζητούμενο μέτρο δεν αποσκοπεί μόνο στη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων αλλά και στη διασφάλιση της εμφάνισης του κατηγορουμένου στη δίκη.
33 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Τακτικό Δικαστήριο της Φλωρεντίας αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) [ε]άν το άρθρο 24 της οδηγίας [2014/41], σε συνδυασμό με το άρθρο 3 [της εν λόγω] οδηγίας, επιτρέπει την έκδοση ΕΕΕ για την ακρόαση μέσω τηλεδιάσκεψης κατηγορουμένου που κρατείται στο κράτος εκτέλεσης κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, με σκοπό τη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων μέσω της εξέτασής του και με τον πρόσθετο στόχο της διασφάλισης της συμμετοχής του στη δίκη, υπό το πρίσμα των διατάξεων του άρθρου 24 και των αιτιολογικών σκέψεων 25 και 26 [της εν λόγω οδηγίας], ιδίως όταν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την έκδοση ΕΕΣ και το εσωτερικό δίκαιο του κράτους έκδοσης προβλέπει το δικαίωμα του κατηγορουμένου να συμμετέχει στη δίκη και να εξεταστεί, μεταξύ άλλων μέσω τηλεδιάσκεψης, προκειμένου να προβεί σε δηλώσεις αποδεικτικής αξίας;
2) [εάν] στο πρώτο ερώτημα δοθεί καταφατική απάντηση, μπορεί η διάταξη του άρθρου 10 της οδηγίας [2014/41], η οποία εξουσιοδοτεί το κράτος εκτέλεσης να αρνηθεί την εκτέλεση ΕΕΕ όταν το ερευνητικό μέτρο δεν είναι παραδεκτό σε παρόμοια εγχώρια υπόθεση, να ερμηνευθεί ως εξουσιοδοτούσα το κράτος εκτέλεσης να αρνηθεί την εκτέλεση ΕΕΕ για την ακρόαση του κατηγορουμένου που κρατείται στο εξωτερικό μέσω τηλεδιάσκεψης σε δίκη, υπό το πρίσμα του άρθρου 24 αυτής, το οποίο διέπει το ειδικό καθεστώς της ακρόασης μέσω τηλεδιάσκεψης χωρίς να περιλαμβάνει τον εν λόγω λόγο άρνησης;
3) [ε]άν το άρθρο 11(1)(στ) της οδηγίας [2014/41], υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η εκτέλεση ΕΕΕ με σκοπό την ακρόαση του κατηγορουμένου που κρατείται στο εξωτερικό μέσω τηλεδιάσκεψης σε ακροαματική διαδικασία δεν μπορεί να απορριφθεί εάν οι διαδικαστικές εγγυήσεις που ισχύουν για την εν λόγω τηλεδιάσκεψη βάσει του δικαίου του κράτους έκδοσης είναι κατάλληλες στη συγκεκριμένη περίπτωση για να διασφαλίσουν ότι ο κατηγορούμενος μπορεί να ασκήσει αποτελεσματικά τα δικαιώματα υπεράσπισής του και το θεμελιώδες δικαίωμα σε δίκαιη δίκη βάσει του άρθρου 47 του Χάρτη;
4) [ε]άν] η έννοια των «θεμελιωδών αρχών [του δικαίου] του κράτους εκτέλεσης», η οποία μπορεί να αποτελεί ειδικό λόγο άρνησης βάσει του άρθρου 24(2)(β) [της οδηγίας 2014/41], μπορεί να αποτελεί όριο στην εκτέλεση οποιουδήποτε αιτήματος ακρόασης του κατηγορουμένου μέσω τηλεδιάσκεψης σε δίκη, βάσει γενικής εθνικής οδηγίας δεσμευτικής για όλες τις αρχές εκτέλεσης, χωρίς καμία αξιολόγηση των ιδιαιτεροτήτων της συγκεκριμένης υπόθεσης και των αρχών που περιέχονται στο εθνικό δίκαιο του κράτους έκδοσης που εγγυώνται τα δικαιώματα υπεράσπισης του κατηγορουμένου που εφαρμόζονται στη συγκεκριμένη υπόθεση, ή αν, αντιθέτως, δεν είναι ορθό να ερμηνεύεται η άρνηση εκτέλεσης ως εξαίρεση που πρέπει να ερμηνεύεται στενά, σε σχέση με συγκεκριμένες διαδικαστικές πτυχές που προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο του κράτους έκδοσης ή με συγκεκριμένα σχετικά στοιχεία της συγκεκριμένης υπόθεσης.
5) [ε]άν το άρθρο 22(1) [της οδηγίας 2014/41], σε συνδυασμό με το άρθρο 3 [της εν λόγω οδηγίας], επιτρέπει την έκδοση ΕΕΕ για την προσωρινή μεταγωγή κρατούμενου κατηγορουμένου στο εξωτερικό, ώστε να καταστεί δυνατή η ακρόασή του σε ακροαματική διαδικασία, όταν η εν λόγω ακροαματική διαδικασία έχει ερευνητική αξία βάσει του εθνικού δικαίου του κράτους έκδοσης;
Επί των προκαταρκτικών ερωτημάτων
Σχετικά με το παραδεκτό
34 Η Βελγική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι το δεύτερο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα είναι υποθετικά.
35 Κατά την εν λόγω κυβέρνηση, η άρνηση εκτέλεσης της ευρωπαϊκής εντολής έρευνας που εξέδωσε το αιτούν δικαστήριο στην υπόθεση της κύριας δίκης βασίστηκε στον λόγο που ορίζεται στο άρθρο 24, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2014/41, σύμφωνα με τον οποίο το ζητούμενο ερευνητικό μέτρο ήταν αντίθετο προς τις θεμελιώδεις αρχές του δικαίου του κράτους μέλους εκτέλεσης. Ωστόσο, το δεύτερο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα αφορούν άλλους λόγους άρνησης, οι οποίοι ορίζονται αντίστοιχα στα άρθρα 10 και 11, παράγραφος 1, στοιχείο στ΄, της ίδιας οδηγίας.
36 Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο της συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων που καθιερώνεται με το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, εναπόκειται αποκλειστικά στο εθνικό δικαστήριο ενώπιον του οποίου έχει επιληφθεί η διαφορά και το οποίο πρέπει να αναλάβει την ευθύνη για την επακόλουθη δικαστική απόφαση να εκτιμήσει, υπό το πρίσμα των ιδιαίτερων περιστάσεων κάθε υπόθεσης, τόσο την ανάγκη έκδοσης προδικαστικής αποφάσεως προκειμένου να εκδώσει την απόφασή του όσο και τη λυσιτέλεια των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Κατά συνέπεια, όταν τα τεθέντα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο υποχρεούται, καταρχήν, να αποφανθεί (βλ. αποφάσεις της 21ης Απριλίου 1988, Pardini, 338/85, EU:C:1988:194, σκέψη 8, και της 24ης Ιουλίου 2023, Lin, C‑107/23 PPU, EU:C:2023:606, σκέψη 61).
37 Συνεπώς, τα ζητήματα που αφορούν το δίκαιο της Ένωσης τεκμαίρεται ότι είναι λυσιτελή. Το Δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί να αποφανθεί επί προδικαστικού ερωτήματος που υποβάλλεται από εθνικό δικαστήριο μόνον όταν είναι προφανές ότι η ερμηνεία ή η εκτίμηση του κύρους μιας ζητούμενης διάταξης του δικαίου της Ένωσης δεν έχει καμία σχέση με τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης ή τον σκοπό της, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικό ή όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά ή νομικά στοιχεία που είναι απαραίτητα για να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του υποβλήθηκαν (βλ. αποφάσεις της 13ης Ιουλίου 2000, Idéal tourisme, C‑36/99, EU:C:2000:405, σκέψη 20, και της 24ης Ιουλίου 2023, Lin, C‑107/23 PPU, EU:C:2023:606, σκέψη 62).
38 Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αποσκοπεί στο να του επιτρέψει να καθορίσει εάν μπορεί να εκδώσει νέα ευρωπαϊκή εντολή έρευνας προκειμένου να ακούσει τον HG, μετά την απόρριψη της εκτέλεσης προηγούμενης ευρωπαϊκής εντολής έρευνας με αντικείμενο την ακρόαση του HG μέσω τηλεδιάσκεψης.
39 Οι σκέψεις αυτές δικαιολογούν τη δυνατότητα του εν λόγω δικαστηρίου, ως εκδούσας δικαστική αρχή, να ζητήσει από το Δικαστήριο την έκδοση αποφάσεως σχετικά με τις προϋποθέσεις εκτέλεσης ευρωπαϊκής εντολής έρευνας (βλ., κατ’ αναλογία, αποφάσεις της 24ης Οκτωβρίου 2019, Gavanozov, C‑324/17, EU:C:2019:892, σκέψεις 21 και 22, και της 31ης Ιανουαρίου 2023, Puig Gordi κ.λπ., C‑158/21, EU:C:2023:57, σκέψη 53).
40 Υπό τις συνθήκες αυτές, δεδομένου ότι τα προδικαστικά ερωτήματα αποσκοπούν στο να διαπιστωθεί εάν η έκδοση νέας ευρωπαϊκής εντολής έρευνας με σκοπό την ακρόαση του HG ενδέχεται να έρχεται σε σύγκρουση με μελλοντική άρνηση εκτέλεσης της και, ως εκ τούτου, στη διευκρίνιση των εξουσιών και των υποχρεώσεων της εκδίδουσας δικαστικής αρχής, το γεγονός ότι το δεύτερο και το τρίτο ερώτημα αφορούν λόγους άρνησης πέραν εκείνων στους οποίους θα είχε βασιστεί η άρνηση εκτέλεσης προηγούμενης ευρωπαϊκής εντολής έρευνας που είχε εκδοθεί από το αιτούν δικαστήριο στην κύρια δίκη δεν αρκεί για να αποδειχθεί ότι τα εν λόγω ερωτήματα δεν έχουν καμία σχέση με τα πραγματικά περιστατικά ή τον σκοπό της εν λόγω διαδικασίας [βλ., κατ’ αναλογία, αποφάσεις της 31ης Ιανουαρίου 2023, Puig Gordi κ.λπ., C‑158/21, EU:C:2023:57, σκέψεις 52 έως 57, και της 20ής Μαρτίου 2025, Procuratore della Repubblica (Συγκέντρωση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως και αιτήματος έκδοσης), C‑763/22, EU:C:2025:199, σκέψη 22].
41 Κατά συνέπεια, πρέπει να απαντηθούν όλα τα τεθέντα ερωτήματα.
Επί της ουσίας
Επί του πρώτου και του πέμπτου ερωτήματος
42 Με το πρώτο και το πέμπτο ερώτημά του, τα οποία είναι σκόπιμο να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν τα άρθρα 3, 22 και 24 της οδηγίας 2014/41 πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι η δικαστική αρχή κράτους μέλους μπορεί να εκδώσει ευρωπαϊκή εντολή έρευνας με αντικείμενο είτε την προσωρινή μεταφορά στο έδαφός της προσώπου που κρατείται σε άλλο κράτος μέλος, προκειμένου να το εξετάσει ως κατηγορούμενο σε δίκη, είτε την οργάνωση, από τις αρχές του τελευταίου κράτους μέλους, ακρόασης μέσω τηλεδιάσκεψης του εν λόγω προσώπου υπό την ιδιότητά του αυτή, όταν ο σκοπός των πράξεων αυτών είναι τόσο η συλλογή αποδεικτικών στοιχείων όσο και η δυνατότητα του εν λόγω προσώπου να παραστεί στη δίκη αυτή.
43 Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, κατά την ερμηνεία μιας διάταξης του δικαίου της Ένωσης, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνο το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιό της και οι σκοποί που επιδιώκονται από τους κανόνες στους οποίους εντάσσεται (βλ. αποφάσεις της 17ης Νοεμβρίου 1983, Merck, 292/82, EU:C:1983:335, σκέψη 12, και της 25ης Φεβρουαρίου 2025, BSH Hausgeräte, C‑339/22, EU:C:2025:108, σκέψη 27).
44 Όσον αφορά, πρώτον, τη διατύπωση των σχετικών διατάξεων, το άρθρο 3 της οδηγίας 2014/41 ορίζει ότι η ευρωπαϊκή εντολή έρευνας εφαρμόζεται σε κάθε πράξη έρευνας, εκτός, κατ’ αρχήν, από τη σύσταση κοινής ομάδας έρευνας και τη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων στο πλαίσιο της ομάδας αυτής.
45 Το άρθρο 22, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας προβλέπει τη δυνατότητα έκδοσης ευρωπαϊκής εντολής έρευνας για την προσωρινή μεταγωγή προσώπου που κρατείται στο κράτος μέλος εκτέλεσης με σκοπό την εκτέλεση ερευνητικού μέτρου, με σκοπό τη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων, το οποίο απαιτεί την παρουσία του στο έδαφος του κράτους έκδοσης, υπό την προϋπόθεση ότι το εν λόγω πρόσωπο επιστρέφεται στο κράτος μέλος εκτέλεσης εντός της προθεσμίας που ορίζει το τελευταίο.
46 Επιπλέον, το άρθρο 24(1) δεύτερο εδάφιο της ίδιας οδηγίας ορίζει ότι η αρχή έκδοσης μπορεί να εκδώσει ευρωπαϊκή εντολή έρευνας με σκοπό την ακρόαση προσώπου υπό έρευνα ή κατηγορουμένου μέσω βιντεοδιάσκεψης ή άλλης οπτικοακουστικής μετάδοσης.
47 Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι το πεδίο εφαρμογής της ίδιας οδηγίας καλύπτει ένα ευρύ φάσμα πράξεων, συμπεριλαμβανομένης της προσωρινής μεταγωγής προσώπου που κρατείται στο κράτος μέλος εκτέλεσης με σκοπό την εκτέλεση ερευνητικού μέτρου και της ακρόασης υπόπτου ή κατηγορουμένου μέσω βιντεοδιάσκεψης ή άλλης οπτικοακουστικής μετάδοσης.
48 Δεύτερον, όσον αφορά το πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται τα άρθρα 3, 22 και 24 της οδηγίας 2014/41, από την αιτιολογική σκέψη 25 της εν λόγω οδηγίας προκύπτει σαφώς ότι η ευρωπαϊκή εντολή έρευνας μπορεί να εκδοθεί σε οποιοδήποτε στάδιο της ποινικής διαδικασίας, συμπεριλαμβανομένου του σταδίου της δίκης. Συνεπώς, το γεγονός ότι το ζητούμενο ερευνητικό μέτρο πρέπει να εκτελεστεί κατά το στάδιο της δίκης δεν αποκλείει, από μόνο του, την έκδοση ευρωπαϊκής εντολής έρευνας για τον σκοπό της εκτέλεσης του εν λόγω μέτρου.
49 Επιπλέον, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 1, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2014/41, η ευρωπαϊκή εντολή έρευνας είναι δικαστική απόφαση που εκδίδεται ή επικυρώνεται από δικαστική αρχή κράτους μέλους για την εκτέλεση ενός ή περισσότερων συγκεκριμένων ερευνητικών μέτρων σε άλλο κράτος μέλος με σκοπό τη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων.
50 Από τη διάταξη αυτή, ερμηνευόμενη υπό το πρίσμα των αιτιολογικών σκέψεων 5 έως 8 της οδηγίας 2014/41, προκύπτει ότι μια ευρωπαϊκή εντολή έρευνας πρέπει να έχει ως σκοπό τη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων. Λόγω του πεδίου εφαρμογής της, η παρούσα οδηγία καλύπτει μόνο προσωρινά μέτρα με σκοπό τη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων.
51 Συνεπώς, για να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας, το ζητούμενο μέτρο πρέπει οπωσδήποτε να έχει ως σκοπό τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων. Αντιστρόφως, μέτρο του οποίου ο μοναδικός σκοπός δεν είναι η συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων δεν μπορεί να ζητηθεί με την έκδοση Ευρωπαϊκής Εντολής Έρευνας (βλ., συναφώς, απόφαση της 9ης Ιανουαρίου 2025, Delda, C‑583/23, EU:C:2025:6, σκέψη 42).
52 Αντιθέτως, από τις διατάξεις των σκέψεων 44 έως 50 της παρούσας αποφάσεως δεν προκύπτει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης απέκλεισε από το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας τα ερευνητικά μέτρα που αποσκοπούν στη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων μέσω προσωρινής μεταγωγής του κατηγορουμένου ή ακρόασής του μέσω τηλεδιάσκεψης, για τον μόνο λόγο ότι τα εν λόγω ερευνητικά μέτρα λαμβάνουν χώρα κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας κατά του εν λόγω προσώπου και, ως εκ τούτου, έχουν το παρεμπιπτόν αποτέλεσμα να διασφαλίζουν και την εμφάνιση του εν λόγω προσώπου ενώπιον διαδίκου της εν λόγω διαδικασίας.
53 Τρίτον, μια τέτοια ερμηνεία θα ήταν ικανή να εμποδίσει την πλήρη επίτευξη των σκοπών που επιδιώκει η οδηγία 2014/41.
54 Πράγματι, η εν λόγω οδηγία, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 5 έως 8 αυτής, αποσκοπεί στην αντικατάσταση του υφιστάμενου κατακερματισμένου και πολύπλοκου πλαισίου για τη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων σε ποινικές υποθέσεις με διασυνοριακή διάσταση και αποσκοπεί, μέσω της θέσπισης ενός απλουστευμένου και αποτελεσματικότερου συστήματος βασισμένου σε ένα ενιαίο μέσο, γνωστό ως «Ευρωπαϊκή Εντολή Έρευνας», στη διευκόλυνση και την επιτάχυνση της δικαστικής συνεργασίας, προκειμένου να συμβάλει στην επίτευξη του στόχου που έχει ανατεθεί στην Ένωση, δηλαδή να καταστεί ένας χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, βασισμένος στο υψηλό επίπεδο εμπιστοσύνης που πρέπει να υπάρχει μεταξύ των κρατών μελών [βλ., συναφώς, αποφάσεις της 30ής Απριλίου 2024, MN (EncroChat), C‑670/22, EU:C:2024:372, σκέψη 86, και της 9ης Ιανουαρίου 2025, Delda, C‑583/23, EU:C:2025:6, σκέψη 34].
55 Ωστόσο, η ερμηνεία της εν λόγω οδηγίας, σύμφωνα με την οποία δικαστική αρχή κράτους μέλους δεν μπορεί να εκδώσει ευρωπαϊκή εντολή έρευνας με αντικείμενο την εκτέλεση, από τις αρμόδιες αρχές άλλου κράτους μέλους, ερευνητικού μέτρου με σκοπό τη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων, για τον μόνο λόγο ότι το μέτρο αυτό διασφαλίζει παρεμπιπτόντως την παρουσία του κατηγορουμένου στη δίκη του, θα μπορούσε να υπονομεύσει τον σκοπό της επιτάχυνσης και απλούστευσης της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις μεταξύ των κρατών μελών, τον οποίο επιδιώκει η εν λόγω οδηγία, ερμηνεία η οποία είναι ικανή να επιβραδύνει και να περιπλέξει σημαντικά τη συνεργασία αυτή.
56 Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό ότι δικαστική αρχή κράτους μέλους μπορεί να εκδώσει ευρωπαϊκή εντολή έρευνας προκειμένου να εκτελέσει ερευνητικό μέτρο σε άλλο κράτος μέλος, όπως η προσωρινή μεταγωγή προσώπου που κρατείται στο τελευταίο κράτος στο πρώτο κράτος μέλος ή η ακρόαση του προσώπου αυτού μέσω τηλεδιάσκεψης ως κατηγορουμένου, όταν το μέτρο αυτό αποσκοπεί στη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων και τούτο ανεξάρτητα από το αν συνεπάγεται και την εμφάνιση του εν λόγω προσώπου στη δίκη του.
57 Από την άλλη πλευρά, μια Ευρωπαϊκή Εντολή Έρευνας δεν μπορεί να έχει ως στόχο να διασφαλίσει την εμφάνιση του εν λόγω προσώπου σε ένα μέρος της δίκης του χωρίς κανένα αποδεικτικό σκοπό.
58 Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η οδηγία 2014/41 προβλέπει εγγυήσεις που καθιστούν δυνατή την αποτροπή της καταστρατήγησης του πεδίου εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας, όπως αναφέρεται στις σκέψεις 50 και 51 της παρούσας αποφάσεως, από την έκδοση ευρωπαϊκής εντολής έρευνας με αντικείμενο την προσωρινή μεταγωγή του κατηγορουμένου ή την ακρόασή του μέσω τηλεδιάσκεψης.
59 Πράγματι, το άρθρο 22, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας εξαρτά την έκδοση ευρωπαϊκής εντολής έρευνας για την προσωρινή μεταγωγή προσώπου που κρατείται σε κράτος μέλος από την προϋπόθεση ότι το εν λόγω πρόσωπο θα πρέπει να επιστραφεί εντός της προθεσμίας που ορίζει το εν λόγω κράτος μέλος. Επιπλέον, το ίδιο άρθρο ορίζει, στην παράγραφο 5, ότι οι πρακτικές λεπτομέρειες για την προσωρινή μεταγωγή ενός προσώπου, συμπεριλαμβανομένης της προθεσμίας εντός της οποίας το πρόσωπο πρέπει να επιστραφεί στο έδαφος του κράτους μέλους εκτέλεσης, καθορίζονται με αμοιβαία συμφωνία μεταξύ του κράτους μέλους έκδοσης και του κράτους μέλους εκτέλεσης. Συνεπώς, οι διατάξεις αυτές επιτρέπουν στο τελευταίο αυτό κράτος μέλος να διασφαλίσει, αφενός, ότι η διάρκεια της παρουσίας του ενδιαφερομένου στο κράτος μέλος έκδοσης δεν υπερβαίνει το αναγκαίο για τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων και, αφετέρου, ότι μια τέτοια προσωρινή μεταφορά για σκοπούς απόδειξης δεν είναι συγκρίσιμη με μεταφορά για σκοπούς ποινικής δίωξης, η οποία απαιτεί την έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, όπως υπενθυμίζεται στην αιτιολογική σκέψη 25 της ίδιας οδηγίας (βλ., συναφώς, απόφαση της 9ης Ιανουαρίου 2025, Delda, C‑583/23, EU:C:2025:6, σκέψη 31).
60 Ομοίως, το άρθρο 24(3) της οδηγίας 2014/41 ορίζει ότι η αρχή έκδοσης και η αρχή εκτέλεσης καθορίζουν από κοινού τις πρακτικές ρυθμίσεις για την ακρόαση μέσω βιντεοδιάσκεψης. Συνεπώς, η αρχή εκτέλεσης είναι επίσης σε θέση να διασφαλίσει ότι η εκτέλεση της εν λόγω πράξης δεν υπερβαίνει τα αναγκαία για τη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων.
61 Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, η απάντηση στο πρώτο και στο πέμπτο ερώτημα είναι ότι τα άρθρα 3, 22 και 24 της οδηγίας 2014/41 πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι η δικαστική αρχή κράτους μέλους μπορεί να εκδώσει ευρωπαϊκή εντολή έρευνας με αντικείμενο είτε την προσωρινή μεταφορά στο έδαφός της προσώπου που κρατείται σε άλλο κράτος μέλος, προκειμένου να το εξετάσει ως κατηγορούμενο κατά τη διάρκεια της δίκης εναντίον του, είτε την οργάνωση, από τις αρχές του τελευταίου κράτους μέλους, ακρόασης μέσω τηλεδιάσκεψης του εν λόγω προσώπου υπό την ιδιότητά του αυτή κατά τη διάρκεια της δίκης, ακόμη και αν η εκτέλεση της πράξης αυτής συνεπάγεται και την εμφάνιση του εν λόγω προσώπου στη δίκη του, υπό την προϋπόθεση ότι η πράξη αυτή έχει αποδεικτικό σκοπό και η εκτέλεσή της δεν υπερβαίνει τα αναγκαία για τους σκοπούς της διεξαγωγής αποδείξεων όρια.
Στο δεύτερο ερώτημα
62 Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν τα άρθρα 10 και 24 της οδηγίας 2014/41 πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι μια αρχή κράτους μέλους μπορεί να αρνηθεί να εκτελέσει ευρωπαϊκή εντολή έρευνας που έχει ως αντικείμενο την οργάνωση, κατά τη διάρκεια ποινικής διαδικασίας, ακροαματικής διαδικασίας του κατηγορουμένου μέσω τηλεδιάσκεψης, με το σκεπτικό ότι μια τέτοια πράξη δεν θα ήταν δυνατή σε παρόμοια εσωτερική υπόθεση.
63 Όσον αφορά, καταρχάς, τη διατύπωση των σχετικών διατάξεων, πρέπει να σημειωθεί αμέσως ότι, πρώτον, σύμφωνα με το άρθρο 10, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, η αρχή εκτέλεσης οφείλει, όπου είναι δυνατόν, να κάνει χρήση εναλλακτικού ερευνητικού μέτρου από αυτό που αναφέρεται στην ευρωπαϊκή εντολή έρευνας, όταν τέτοιο μέτρο δεν προβλέπεται από το δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης ή δεν είναι διαθέσιμο σε παρόμοια εγχώρια υπόθεση.
64 Δεύτερον, από το άρθρο 10, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας προκύπτει ότι, με την επιφύλαξη του άρθρου 11, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, η παράγραφος 1 του εν λόγω άρθρου 10 δεν εφαρμόζεται στα μέτρα έρευνας που αναφέρονται στην παράγραφο 2 αυτής –στα οποία περιλαμβάνεται, στην παράγραφο 2, στοιχείο γ΄, η εξέταση του κατηγορουμένου στο έδαφος του κράτους μέλους εκτέλεσης– τα οποία πρέπει να είναι πάντοτε διαθέσιμα βάσει του δικαίου του εν λόγω κράτους μέλους.
65 Ωστόσο, η ακρόαση που αναφέρεται στο άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχείο γ’, της οδηγίας 2014/41 δεν μπορεί να συγχέεται με την ακρόαση μέσω τηλεδιάσκεψης που αναφέρεται στο άρθρο 24 της εν λόγω οδηγίας. Πρέπει να σημειωθεί ότι το άρθρο 24, παράγραφος 5, στοιχείο γ’, της εν λόγω οδηγίας ορίζει ότι η ακρόαση μέσω τηλεδιάσκεψης διεξάγεται σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος, ενώ το άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχείο γ’ της εν λόγω οδηγίας ορίζει ότι η ακρόαση που προβλέπεται σε αυτήν διεξάγεται σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης. Επιπλέον, το Τμήμα Γ του εντύπου στο Παράρτημα Α της οδηγίας 2014/41 αφορά χωριστά, μεταξύ των ανακριτικών μέτρων που απαριθμεί, την ακρόαση υπόπτου ή κατηγορουμένου, αφενός, και την ακρόαση υπόπτου ή κατηγορουμένου μέσω τηλεδιάσκεψης ή άλλης οπτικοακουστικής μετάδοσης, αφετέρου. Συνεπώς, το άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχείο γ’, δεν εφαρμόζεται στην ακρόαση μέσω τηλεδιάσκεψης.
66 Τρίτον, σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 5 της οδηγίας 2014/41, όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής της παραγράφου 1 και δεν υπάρχουν άλλα ερευνητικά μέτρα που θα μπορούσαν να επιτύχουν το ίδιο αποτέλεσμα με το αιτούμενο ερευνητικό μέτρο, η αρχή εκτέλεσης υποχρεούται να ενημερώσει την αρχή έκδοσης ότι δεν κατέστη δυνατή η παροχή της αιτούμενης συνδρομής.
67 Το άρθρο 10, παράγραφος 5, της εν λόγω οδηγίας προβλέπει, επομένως, λόγο μη εκτέλεσης ευρωπαϊκής εντολής έρευνας, ο οποίος μπορεί να επικαλεστεί όταν η αιτούμενη πράξη δεν είναι διαθέσιμη σε παρόμοια εγχώρια υπόθεση, υπό την προϋπόθεση ότι δεν πρόκειται για μία από τις πράξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του εν λόγω άρθρου και ότι δεν υπάρχουν άλλες ερευνητικές πράξεις που θα επέτρεπαν την επίτευξη του ίδιου αποτελέσματος με την αιτούμενη πράξη.
68 Στη συνέχεια, το άρθρο 24 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο της ίδιας οδηγίας προβλέπει τη δυνατότητα έκδοσης Ευρωπαϊκής Εντολής Έρευνας με σκοπό την ακρόαση προσώπου υπό έρευνα ή κατηγορουμένου μέσω βιντεοδιάσκεψης ή άλλης οπτικοακουστικής μετάδοσης.
69 Το άρθρο 24 ορίζει, στην παράγραφο 2, ότι, εκτός από τους λόγους μη αναγνώρισης ή μη εκτέλεσης που ορίζονται στο άρθρο 11, η εκτέλεση ευρωπαϊκής εντολής έρευνας μπορεί να απορριφθεί εάν το υπό έρευνα πρόσωπο ή ο κατηγορούμενος αρνηθεί τη συγκατάθεσή του ή εάν η εκτέλεση ενός τέτοιου ερευνητικού μέτρου σε μια συγκεκριμένη περίπτωση αντίκειται στις θεμελιώδεις αρχές του δικαίου του κράτους μέλους εκτέλεσης.
70 Το γράμμα του άρθρου 24, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας προσδιορίζει, επομένως, τους λόγους που μπορούν να επικαλεστούν για την άρνηση εκτέλεσης ευρωπαϊκής εντολής έρευνας σχετικά με την οργάνωση ακροάσεως κατηγορουμένου μέσω τηλεδιάσκεψης, χωρίς να αναφέρει, μεταξύ αυτών, τον λόγο μη εκτέλεσης που προκύπτει από το άρθρο 10, παράγραφος 5, της εν λόγω οδηγίας.
71 Επιπλέον, όπως υπογραμμίζεται στη σκέψη 69 της παρούσας απόφασης, το άρθρο 24(2)(β) της ίδιας οδηγίας ορίζει ότι η αρχή εκτέλεσης μπορεί να αρνηθεί να εκτελέσει ευρωπαϊκή εντολή έρευνας που έχει ως αντικείμενο τη διοργάνωση ακρόασης μέσω βιντεοδιάσκεψης, όταν η εκτέλεση ενός τέτοιου ερευνητικού μέτρου, σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, θα ήταν αντίθετη προς τις θεμελιώδεις αρχές του δικαίου του κράτους μέλους εκτέλεσης.
72 Ωστόσο, η εφαρμογή αυτού του συγκεκριμένου λόγου άρνησης εκτέλεσης έχει αναγκαστικά πιο περιορισμένο πεδίο εφαρμογής από την εφαρμογή του λόγου μη εκτέλεσης που προκύπτει από το άρθρο 10(5) της οδηγίας 2014/41. Ο τελευταίος λόγος βασίζεται στην ανυπαρξία ή τη μη διαθεσιμότητα του ζητούμενου εγγράφου σε παρόμοια εγχώρια υπόθεση στο κράτος μέλος εκτέλεσης, δηλαδή σε μια υπόθεση που περιλαμβάνει αναγκαστικά όλες τις συγκεκριμένες περιπτώσεις στις οποίες ένα τέτοιο έγγραφο θα ήταν αντίθετο με τις θεμελιώδεις αρχές του δικαίου του εν λόγω κράτους. Συνεπώς, ο λόγος που προβλέπεται στο άρθρο 24(2)(β) θα ήταν, στην πράξη, εντελώς άχρηστος εάν θεωρούνταν ότι η εκτέλεση μιας ευρωπαϊκής εντολής έρευνας σχετικά με την οργάνωση ακρόασης μέσω βιντεοδιάσκεψης θα μπορούσε, σε κάθε περίπτωση, να απορριφθεί βάσει του άρθρου 10(5).
73 Από την άλλη πλευρά, η εφαρμογή του λόγου άρνησης που προβλέπεται στο άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο η’, της εν λόγω οδηγίας σε ερευνητικό μέτρο που περιλαμβάνει ακρόαση μέσω τηλεδιάσκεψης δεν στερεί από κάθε πρακτική αποτελεσματικότητα τον συγκεκριμένο λόγο άρνησης που προβλέπεται στο άρθρο 24, παράγραφος 2, στοιχείο β’, της εν λόγω οδηγίας. Μολονότι είναι αληθές ότι, βάσει της πρώτης από τις διατάξεις αυτές, το κράτος μέλος εκτέλεσης μπορεί να αρνηθεί να εκτελέσει ερευνητικό μέτρο, συμπεριλαμβανομένου αιτήματος για ακρόαση μέσω τηλεδιάσκεψης, όταν η χρήση του εν λόγω μέτρου περιορίζεται, βάσει του δικαίου του εν λόγω κράτους μέλους, σε ορισμένα αδικήματα που δεν περιλαμβάνουν το αδίκημα που καλύπτεται από την Ευρωπαϊκή Εντολή Έρευνας, πρέπει να σημειωθεί ότι, σε αντίθεση με τον λόγο που προβλέπεται στο άρθρο 10, παράγραφος 5, της εν λόγω οδηγίας, ο εν λόγω λόγος άρνησης δεν καλύπτει κατ’ ανάγκη όλες τις συγκεκριμένες περιπτώσεις στις οποίες το εν λόγω ερευνητικό μέτρο θα ήταν ασυμβίβαστο με τις θεμελιώδεις αρχές του δικαίου του εν λόγω κράτους μέλους.
74 Συνεπώς, από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 24 της οδηγίας 2014/41 προκύπτει ότι το εν λόγω άρθρο αποκλείει την εφαρμογή των παραγράφων 2 και 5 του άρθρου 10 της εν λόγω οδηγίας σε ερευνητικά μέτρα που συνίστανται σε ακροάσεις μέσω βιντεοδιάσκεψης ή οποιασδήποτε άλλης οπτικοακουστικής μετάδοσης.
75 Δεύτερον, όσον αφορά το πλαίσιο στο οποίο εισάγονται τα άρθρα 10 και 24 της οδηγίας 2014/41, πρέπει να σημειωθεί ότι το τελευταίο αυτό άρθρο περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο IV της εν λόγω οδηγίας, με τίτλο «Ειδικές διατάξεις για ορισμένα μέτρα έρευνας», το οποίο περιλαμβάνει τα άρθρα 22 έως 29 της εν λόγω οδηγίας.
76 Συναφώς, το άρθρο 26(6), το άρθρο 27(5), το άρθρο 28(1) και το άρθρο 29(3)(α) της ίδιας οδηγίας προβλέπουν ρητά λόγο άρνησης που βασίζεται στο γεγονός ότι η εκτέλεση της εν λόγω πράξης δεν θα επιτρεπόταν σε παρόμοια εσωτερική υπόθεση.
77 Συνεπώς, από τη γενική οικονομία του κεφαλαίου IV της οδηγίας 2014/41 προκύπτει ότι, όταν ο νομοθέτης της Ένωσης σκόπευε να διατηρήσει το δικαίωμα του κράτους μέλους εκτέλεσης να αρνηθεί να εκτελέσει ένα από τα συγκεκριμένα ερευνητικά μέτρα που αναφέρονται στο εν λόγω κεφάλαιο με το σκεπτικό ότι ένα τέτοιο μέτρο δεν είναι διαθέσιμο σε παρόμοια εσωτερική υπόθεση, αναγνώρισε ρητά ένα τέτοιο δικαίωμα στις διατάξεις που αφορούν ειδικά το εν λόγω ερευνητικό μέτρο. Ωστόσο, στις διατάξεις του άρθρου 24 της οδηγίας 2014/41, που αφορούν το συγκεκριμένο ερευνητικό μέτρο της ακρόασης μέσω τηλεδιάσκεψης ή άλλης οπτικοακουστικής μετάδοσης, το δικαίωμα αυτό δεν αναγνωρίζεται.
78 Μια τέτοια ερμηνεία υποστηρίζεται, τρίτον, από τους σκοπούς που επιδιώκει η ίδια η οδηγία, η οποία, όπως υπενθυμίζεται στη σκέψη 54 της παρούσας αποφάσεως, αποσκοπεί στη θέσπιση ενός απλοποιημένου και αποτελεσματικότερου συστήματος βασισμένου σε ένα ενιαίο μέσο για τη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων, στη διευκόλυνση και την επιτάχυνση της δικαστικής συνεργασίας, προκειμένου να συμβάλει στην επίτευξη του στόχου που έχει ανατεθεί στην Ένωση, δηλαδή να καταστεί ένας χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, βασισμένος στο υψηλό επίπεδο εμπιστοσύνης που πρέπει να υπάρχει μεταξύ των κρατών μελών.
79 Προς τούτο, από την ίδια οδηγία, και ιδίως από το άρθρο 1, παράγραφος 2, αυτής, προκύπτει ότι η Ευρωπαϊκή Εντολή Έρευνας είναι ένα μέσο που βασίζεται στην αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης, η εκτέλεση του οποίου αποτελεί τον κανόνα και η μη εκτέλεση του οποίου, αφετέρου, αποτελεί την εξαίρεση, η οποία πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικά [βλ., συναφώς, απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 2020, Staatsanwaltschaft Wien (Πλαστογραφημένες εντολές διαβίβασης), C‑584/19, EU:C:2020:1002, σκέψη 64].
80 Ωστόσο, η υποχρέωση περιοριστικής ερμηνείας των λόγων άρνησης εκτέλεσης ευρωπαϊκής εντολής έρευνας συνηγορεί υπέρ της ερμηνείας του άρθρου 24 της οδηγίας 2014/41, σύμφωνα με το οποίο το κράτος μέλος εκτέλεσης δεν μπορεί να αρνηθεί να εκτελέσει, στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας, αίτημα για ακρόαση μέσω τηλεδιάσκεψης μόνο και μόνο επειδή μια τέτοια πράξη δεν μπορούσε να διαταχθεί σε παρόμοια εσωτερική υπόθεση.
81 Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να είναι ότι τα άρθρα 10, 11, παράγραφος 1, στοιχείο η΄, και 24 της οδηγίας 2014/41 πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι μια αρχή κράτους μέλους δεν μπορεί να αρνηθεί την εκτέλεση ευρωπαϊκής εντολής έρευνας που έχει ως αντικείμενο την οργάνωση, κατά τη διάρκεια ποινικής διαδικασίας, ακροαματικής διαδικασίας μέσω τηλεδιάσκεψης του κατηγορουμένου, με τον μόνο λόγο ότι μια τέτοια πράξη δεν θα ήταν δυνατή σε παρόμοια εσωτερική υπόθεση.
Στο τρίτο ερώτημα
82 Με το τρίτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο στ΄, της οδηγίας 2014/41 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι το γεγονός ότι ο λόγος αρνήσεως που προβλέπεται στη διάταξη αυτή δεν αποκλείει την εκτέλεση ευρωπαϊκής εντολής έρευνας που έχει ως αντικείμενο την οργάνωση, κατά τη διάρκεια ποινικής διαδικασίας, ακροαματικής διαδικασίας του κατηγορουμένου μέσω τηλεδιάσκεψης εμποδίζει την αρχή εκτέλεσης να αρνηθεί την εκτέλεσή της βάσει άλλου λόγου αρνήσεως που προβλέπεται στην εν λόγω οδηγία.
83 Από το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/41 προκύπτει ότι μια αρχή εκτέλεσης μπορεί να αποφασίσει να μην εκτελέσει μια ευρωπαϊκή εντολή έρευνας επικαλούμενη έναν από τους λόγους μη αναγνώρισης ή μη εκτέλεσης ή έναν από τους λόγους αναβολής που προβλέπονται στην εν λόγω οδηγία.
84 Το άρθρο 11 της οδηγίας 2014/41, με τίτλο «Λόγοι μη αναγνώρισης ή μη εκτέλεσης», απαριθμεί, στην παράγραφο 1, τους λόγους μη αναγνώρισης ή μη εκτέλεσης μιας ευρωπαϊκής εντολής έρευνας.
85 Μεταξύ των λόγων αυτών, βάσει του στοιχείου στ΄ της εν λόγω διάταξης, είναι η ύπαρξη σοβαρών λόγων που να επιτρέπουν να πιστεύεται ότι η εκτέλεση του ερευνητικού μέτρου που ζητείται με την ευρωπαϊκή εντολή έρευνας είναι ασυμβίβαστη με τις υποχρεώσεις του κράτους μέλους εκτέλεσης βάσει του άρθρου 6 ΣΕΕ και του Χάρτη.
86 Εν προκειμένω, από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι, κατά το αιτούν δικαστήριο, οι βελγικές αρχές δεν μπορούσαν να επικαλεστούν έναν τέτοιο λόγο για να αρνηθούν να εκτελέσουν το αίτημα του HG για ακρόαση μέσω τηλεδιάσκεψης.
87 Ωστόσο, ο λόγος αυτός αποτελεί μόνο έναν από τους λόγους μη αναγνώρισης ή μη εκτέλεσης που προβλέπονται στο άρθρο 11 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/41.
88 Τώρα, οι λόγοι μη αναγνώρισης ή μη εκτέλεσης που προβλέπονται από την παρούσα διάταξη είναι ανεξάρτητοι μεταξύ τους.
89 Επιπλέον, το άρθρο 11 παράγραφος 1 της εν λόγω οδηγίας δεν θεσπίζει καμία ιεραρχία μεταξύ αυτών των λόγων μη αναγνώρισης ή μη εκτέλεσης και δεν προβλέπει καμία συνέπεια της μη εφαρμογής ενός από αυτούς τους λόγους στη δυνατότητα της αρχής εκτέλεσης να επικαλεστεί άλλον προκειμένου να αρνηθεί την εκτέλεση μιας ευρωπαϊκής εντολής έρευνας.
90 Επιπλέον, όπως επισημαίνεται στις σκέψεις 68 έως 70 της παρούσας αποφάσεως, το άρθρο 24, παράγραφος 2, της οδηγίας 2014/41 προβλέπει συγκεκριμένους λόγους για την άρνηση εκτέλεσης ευρωπαϊκής εντολής έρευνας σχετικά με την οργάνωση ακρόασης μέσω βιντεοδιάσκεψης κατηγορουμένου, οι οποίοι προστίθενται σε εκείνους που αναφέρονται στο άρθρο 11 της εν λόγω οδηγίας.
91 Από τις εν λόγω διατάξεις προκύπτει ότι η εκτέλεση ευρωπαϊκής εντολής έρευνας που έχει ως αντικείμενο την οργάνωση, κατά τη διάρκεια ποινικής διαδικασίας, ακροάσεως του κατηγορουμένου μέσω τηλεδιάσκεψης μπορεί να απορριφθεί βάσει οποιουδήποτε από τους λόγους αρνήσεως που προβλέπονται στο άρθρο 11, παράγραφος 1, ή στο άρθρο 24, παράγραφος 2, της οδηγίας 2014/41, επομένως η διαπίστωση από την εκτελεστική αρχή ότι ένας από τους λόγους αυτούς δεν μπορεί να γίνει επίκληση για την άρνηση της εκτέλεσης της εν λόγω ευρωπαϊκής εντολής έρευνας ουδόλως εμποδίζει την εν λόγω αρχή να αρνηθεί την εκτέλεσή της βάσει άλλου από τους λόγους αυτούς.
92 Κατά συνέπεια, η απάντηση στο τρίτο ερώτημα πρέπει να είναι ότι το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο στ΄, της οδηγίας 2014/41 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι το γεγονός ότι ο λόγος αρνήσεως που προβλέπεται στη διάταξη αυτή δεν αποκλείει την εκτέλεση ευρωπαϊκής εντολής έρευνας που έχει ως αντικείμενο την οργάνωση, κατά τη διάρκεια ποινικής διαδικασίας, ακροαματικής διαδικασίας του κατηγορουμένου μέσω τηλεδιάσκεψης δεν εμποδίζει την αρχή εκτέλεσης να αρνηθεί την εκτέλεσή της βάσει άλλου λόγου αρνήσεως που προβλέπεται στην εν λόγω οδηγία.
Στο τέταρτο ερώτημα
93 Με το τέταρτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 24, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2014/41 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαγορεύει σε αρχή κράτους μέλους να αρνηθεί την εκτέλεση ευρωπαϊκής εντολής έρευνας που έχει ως αντικείμενο την οργάνωση, κατά τη διάρκεια ποινικής διαδικασίας, ακροαματικής διαδικασίας του κατηγορουμένου μέσω τηλεδιάσκεψης αποκλειστικά βάσει γενικών οδηγιών που εκδίδονται από το εν λόγω κράτος μέλος, χωρίς να διενεργήσει εξέταση λαμβάνοντας υπόψη όλες τις σχετικές περιστάσεις της υπόθεσης.
94 Το άρθρο 24(2)(β) της οδηγίας 2014/41 ορίζει ότι η εκτέλεση ευρωπαϊκής εντολής έρευνας σχετικά με την εξέταση προσώπου μέσω τηλεδιάσκεψης μπορεί να απορριφθεί εάν η εκτέλεση ενός τέτοιου ερευνητικού μέτρου, σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, θα ήταν αντίθετη προς τις θεμελιώδεις αρχές του δικαίου του κράτους μέλους εκτέλεσης.
95 Από το γράμμα της εν λόγω διάταξης, και πιο συγκεκριμένα από την έκφραση «σε συγκεκριμένη περίπτωση», προκύπτει ότι η εφαρμογή του λόγου απαραδέκτου που προβλέπεται στη διάταξη αυτή απαιτεί από την αρχή εκτέλεσης να διενεργήσει έλεγχο που λαμβάνει υπόψη όλες τις σχετικές περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης.
96 Η ερμηνεία αυτή υποστηρίζεται από την απαίτηση, η οποία υπενθυμίζεται στη σκέψη 79 της παρούσας αποφάσεως, σύμφωνα με την οποία οι λόγοι άρνησης εκτέλεσης που προβλέπονται από την εν λόγω οδηγία πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικά.
97 Θα πρέπει, ωστόσο, να διευκρινιστεί ότι η ανάγκη διενέργειας εξέτασης που λαμβάνει υπόψη όλες τις σχετικές περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης, για την εφαρμογή του λόγου απαραδέκτου που αναφέρεται στο άρθρο 24, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της εν λόγω οδηγίας, δεν εμποδίζει, αυτή καθαυτή, τα κράτη μέλη να εκδίδουν γενικές οδηγίες που αποσκοπούν στη διευκόλυνση της εφαρμογής των θεμελιωδών αρχών του εθνικού τους δικαίου από τις αρμόδιες αρχές.
98 Συνεπώς, σε περίπτωση που οι θεμελιώδεις αρχές του δικαίου του κράτους μέλους εκτέλεσης αποκλείουν, κατά τη διάρκεια ποινικής διαδικασίας, την ακρόαση κατηγορουμένου μέσω τηλεδιάσκεψης, το άρθρο 24, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2014/41 δεν εμποδίζει το εν λόγω κράτος μέλος να θεσπίσει γενικές κατευθυντήριες γραμμές προκειμένου να υπενθυμίσει το περιεχόμενο αυτών των θεμελιωδών αρχών και να προσδιορίσει τις συνέπειες που απορρέουν από αυτές για τις αρμόδιες αρχές του εν λόγω κράτους μέλους στο πλαίσιο της εκτέλεσης ευρωπαϊκής εντολής έρευνας, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω αρχές είναι σε θέση να τις εφαρμόσουν λαμβάνοντας υπόψη όλες τις σχετικές περιστάσεις της υπόθεσης στο πλαίσιο ατομικής εξέτασης.
99 Υπό τις συνθήκες αυτές, η απάντηση στο τέταρτο ερώτημα πρέπει να είναι ότι το άρθρο 24, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2014/41 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαγορεύει σε αρχή κράτους μέλους να αρνηθεί την εκτέλεση ευρωπαϊκής εντολής έρευνας που έχει ως αντικείμενο την οργάνωση, κατά τη διάρκεια ποινικής διαδικασίας, ακροαματικής διαδικασίας του κατηγορουμένου μέσω τηλεδιάσκεψης, αποκλειστικά βάσει γενικών οδηγιών που εκδίδονται από το εν λόγω κράτος μέλος, χωρίς να διενεργήσει εξέταση που να λαμβάνει υπόψη όλες τις σχετικές περιστάσεις της υπόθεσης.
Σχετικά με τα έξοδα
100 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των εξόδων των εν λόγω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (Τρίτο Τμήμα) δηλώνει με το παρόν:
1) Άρθρα 3, 22 και 24 της οδηγίας 2014/41/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Απριλίου 2014, σχετικά με την ευρωπαϊκή εντολή έρευνας σε ποινικές υποθέσεις,
πρέπει να ερμηνευθεί ως εξής:
Η δικαστική αρχή ενός κράτους μέλους μπορεί να εκδώσει ευρωπαϊκή εντολή έρευνας σχετικά είτε με την προσωρινή μεταγωγή στο έδαφός της προσώπου που κρατείται σε άλλο κράτος μέλος με σκοπό την ακρόασή του ως κατηγορουμένου στη δίκη του, είτε με την οργάνωση από τις αρχές του τελευταίου κράτους μέλους ακρόασης μέσω τηλεδιάσκεψης του εν λόγω προσώπου υπό την ιδιότητά του αυτή κατά τη διάρκεια της δίκης, ακόμη και αν η εκτέλεση της πράξης αυτής συνεπάγεται και την εμφάνιση του εν λόγω προσώπου στη δίκη του, υπό την προϋπόθεση ότι η πράξη αυτή έχει αποδεικτικό σκοπό και η εκτέλεσή της δεν υπερβαίνει τα αναγκαία για τους σκοπούς της διεξαγωγής αποδείξεων.
2) Άρθρο 10, άρθρο 11(1)(η) και άρθρο 24 της οδηγίας 2014/41
πρέπει να ερμηνευθεί ως εξής:
Μια αρχή κράτους μέλους δεν μπορεί να αρνηθεί την εκτέλεση ευρωπαϊκής εντολής έρευνας σχετικά με την οργάνωση, κατά τη διάρκεια ποινικής διαδικασίας, ακρόασης του κατηγορουμένου μέσω τηλεδιάσκεψης, με τον μοναδικό λόγο ότι μια τέτοια πράξη δεν θα ήταν διαθέσιμη σε παρόμοια εγχώρια υπόθεση.
3) Άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο στ), της οδηγίας 2014/41
πρέπει να ερμηνευθεί ως εξής:
Το γεγονός ότι ο λόγος άρνησης που προβλέπεται στην εν λόγω διάταξη δεν αποκλείει την εκτέλεση ευρωπαϊκής εντολής έρευνας που έχει ως αντικείμενο την οργάνωση, κατά τη διάρκεια ποινικής δίκης, ακρόασης του κατηγορουμένου μέσω βιντεοδιάσκεψης δεν εμποδίζει την αρχή εκτέλεσης να αρνηθεί την εκτέλεσή της βάσει άλλου λόγου άρνησης που προβλέπεται στην εν λόγω οδηγία.
4) Άρθρο 24, παράγραφος 2, στοιχείο β), της Οδηγίας 2014/41
πρέπει να ερμηνευθεί ως εξής:
εμποδίζει μια αρχή κράτους μέλους να αρνηθεί να εκτελέσει ευρωπαϊκή εντολή έρευνας που έχει ως αντικείμενο την οργάνωση, κατά τη διάρκεια ποινικής δίκης, ακρόασης του κατηγορουμένου μέσω τηλεδιάσκεψης αποκλειστικά βάσει γενικών οδηγιών που εκδίδει το εν λόγω κράτος μέλος, χωρίς να διενεργήσει εξέταση που λαμβάνει υπόψη όλες τις σχετικές περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης.
| Λυκούργος | Σπινιανού-Μάτει | Ροντέν |
| Πιτσάρα | Φένγκερ |
Έτσι αποφασίστηκε και εκδόθηκε στο Λουξεμβούργο στις 18 Δεκεμβρίου 2025.
| Ο Καγκελάριος | Ο πρόεδρος του τμήματος |
