ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 116/2025 Αναίρεση βουλεύματος περί υφ’ όρον απόλυσης λόγω έλλειψης ειδικής αιτιολογίας και εσφαλμένης εφαρμογής των άρθρων 105–106 ΠΚ

Αριθμός 116/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ-ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωστούλα Πρίγγουρη, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη (σύμφωνα με την υπ’ αριθ. 251/2024 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου), Παρασκευή Τσούμαρη και Ευαγγελία Γιακουμάτου-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Καλλιόπης Βαρδάκη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 13 Δεκεμβρίου 2024, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως του υπ’ αριθμ.76/2024 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Ναυπλίου. Με κατηγορούμενο τον Ε. Κ. του Δ..
Το Συμβούλιο Εφετών Ναυπλίου, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτό και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 22/17.5.2024 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Σπυριδούλας Τζαβίδη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 506/2024.
Έπειτα η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Καλλιόπη Βαρδάκη εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεώργιου Σκιαδαρέση, με αριθμό 101/17.5.2024, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: “Εισάγω στο Δικαστήριο Σας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 485 παρ. 1 εδ. α’ ΚΠΔ, την υπ’αρ. 22/2024 αναίρεση κατά του υπ’αρ. 76/2024 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Ναυπλίου και εκθέτω τα ακόλουθα:
Η ανωτέρω αναίρεση ασκήθηκε σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις και για τους διαλαμβανόμενους σ’αυτή νόμιμους και βάσιμους λόγους, στους οποίους και αύθις αναφέρομαι. Επομένως η ως άνω αναίρεση πρέπει να γίνει τυπικά και ουσιαστικά δεκτή, να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση στο αυτό συμβούλιο με άλλη σύνθεση, αφού αυτό είναι δυνατό.
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Σκιαδαρέσης”.

Αφού άκουσε την παραπάνω Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 306, 479, 483 παρ. 3 και 484 παρ. 1 ΚΠΔ, προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιουδήποτε βουλεύματος, παραπεμπτικού ή απαλλακτικού, με σχετική δήλωση στον γραμματέα του Αρείου Πάγου μέσα σε προθεσμία ενός μηνός από την έκδοσή του, για τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 484 παρ. 1 ΚΠΔ, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης (περ. β’) και η έλλειψη ειδικής αιτιολογίας (περ. δ’), (ΑΠ 843/2023, ΑΠ177/2022, ΑΠ 570/2021). Στην προκειμένη περίπτωση, η κρινόμενη από 17.05.2024 (αριθμός έκθεσης κατάθεσης: …2024) αίτηση αναίρεσης, την οποία άσκησε ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, με σχετική προς τούτο δήλωσή του στη γραμματέα του Ποινικού Τμήματος του Δικαστηρίου τούτου (Αρείου Πάγου), στρέφεται κατά του υπ’ αριθμ. …2024 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Ναυπλίου, με το οποίο, αφού έγινε τυπικά και κατ’ ουσίαν δεκτή η υπ’ αριθμ. …2024 ασκηθείσα έφεση εκ μέρους του εκτίοντος συνολική ποινή κάθειρξης εννέα (9) ετών Ε. Κ. του Δ., εξαφανίστηκε το υπ’αριθμ. 5/12.01.2024 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ναυπλίου και διατάχθηκε η υπό τον όρο της ανάκλησης απόλυση του προαναφερθέντος Ε. Κ. του Δ. από το Αγροτικό Σωφρονιστικό Κατάστημα Τίρυνθας, υπό τους αναφερόμενους σ’ αυτό (βούλευμα) όρους. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα από τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Χρήστο Μπαρδάκη και ειδικότερα, εντός ενός μηνός από την έκδοση του βουλεύματος (άρθρα 168 παρ. 1, 483 παρ. 3 και 480 ΚΠΔ) και επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, που αφορούν εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, αλλά και έλλειψη ειδικής αιτιολογίας (άρθρο 484 παρ. 1, περ. β’ και δ’ ΚΠΔ). Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι η υπόθεση εισάγεται από την Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Καλλιόπη Βαρδάκη ενώπιον του Συμβουλίου τούτου του Αρείου Πάγου, μετά την έκδοση της 1381/2024 απόφασής (βουλεύματός) του, με την οποία έγινε δεκτή η από 01.11.2024 δήλωση αποχής της Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Μαρίας Λεπενιώτη, η οποία προήδρευε κατά την αρχική δικάσιμο της 31.05.2024 και αναβλήθηκε η συζήτηση της υπόθεσης. Η υπόθεση εισάγεται με πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σκιαδαρέση, ο οποίος, κατά την αρχική δικάσιμο της 31.05.2024, είχε προτείνει να γίνει δεκτή η αναίρεση, ενώπιον του Συμβουλίου τούτου, στην οποία (πρόταση) αναφέρθηκε, υιοθετώντας την, η ως άνω Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Καλλιόπη Βαρδάκη. Ο ως άνω καταδικασθείς Ε. Κ., διά της πληρεξουσίας δικηγόρου του Δήμητρας Βελέντζα, είχε λάβει γνώση της ασκηθείσας αναίρεσης και της σχετικής εισαγγελικής πρότασης στις 20.05.2024 και στις 03.06.2024, είχε καταθέσει στην γραμματεία του Συμβουλίου τούτου το από 02.06.2024 έγγραφο υπόμνημά του, με τα συνημμένα σ’ αυτό έγγραφα, το οποίο θα ληφθεί υπόψη, αφού παραδεκτώς έχει κατατεθεί πριν τη μετ’αναβολή, με την 1381/2024 απόφαση του Συμβουλίου τούτου, συζήτηση της υπόθεσης (άρθρο 485 παρ. 2 ΚΠΔ).
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 105 παρ. 1 του προϊσχύσαντος ΠΚ, όπως ίσχυε μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 6 παρ. 1 του Ν. 4322/2015, που εφαρμόζεται κατ’άρθρο 2 ΠΚ, ως ευμενέστερη διάταξη, όσοι καταδικάστηκαν σε ποινή στερητική της ελευθερίας μπορούν να απολυθούν υπό τον όρο της ανάκλησης και εφόσον έχουν εκτίσει: α) προκειμένου για φυλάκιση, τα δύο πέμπτα της ποινής τους, β) προκειμένου για πρόσκαιρη κάθειρξη, τα τρία πέμπτα της ποινής τους και γ) προκειμένου για ισόβια κάθειρξη τουλάχιστον δεκαεννέα (19) έτη. Για τη χορήγηση της υπό όρο απόλυσης δεν απαιτείται να έχει καταστεί η καταδίκη αμετάκλητη, ενώ κατά την παράγραφο 6 του ίδιου άρθρου, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ. 5 εδ. γ’ του Ν. 2408/1996, που αντικατέστησε την παρ. 5 του άρθρου 25 του Ν. 2058/1952 και ισχύει με τη διάταξη του άρθρου 4 του Ν. 3904/2010, τροποποιηθείσα στη συνέχεια με το άρθρο 6 παρ. 2 του Ν. 4322/2015, για τη χορήγηση της υπό όρο απόλυσης, ως ποινή που εκτίθηκε, θεωρείται αυτή που υπολογίστηκε ευεργετικά σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις. Προκειμένου για ποινές κάθειρξης, δεν μπορεί να χορηγηθεί στον κατάδικο η υπό όρο απόλυση, αν αυτός δεν έχει παραμείνει στο σωφρονιστικό κατάστημα για χρονικό διάστημα ίσο με το ένα τρίτο (1/3) της ποινής που του επιβλήθηκε και σε περίπτωση ισόβιας κάθειρξης, δεκαπέντε (15) έτη. Το χρονικό διάστημα του ενός τρίτου ή σε περίπτωση ισόβιας κάθειρξης, των δεκαπέντε (15) ετών, προσαυξάνεται κατά τα δύο πέμπτα (2/5) των λοιπών ποινών, στην περίπτωση που αυτές συντρέχουν σωρευτικά. Σε κάθε περίπτωση όμως, ο κατάδικος μπορεί να απολυθεί, αν έχει εκτίσει δεκαεννέα (19) έτη. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 106 παρ. 1 του ισχύοντος ΠΚ, που είναι πανομοιότυπη με εκείνη του προϊσχύσαντος ΠΚ, μοναδική ουσιαστική προϋπόθεση για τη χορήγηση της απόλυσης υπό όρους, είναι η καλή διαγωγή του κρατουμένου κατά τη διάρκεια εκτίσεως της ποινής του. Κατά συνέπεια, η χορήγηση της απολύσεως είναι υποχρεωτική, (είναι ο κανόνας), εκτός εάν το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο κρίνει, με ειδική προς τούτο αιτιολογία, ότι η διαγωγή του καταδίκου κατά τη διάρκεια της εκτίσεως της ποινής του, συμπεριλαμβανομένης και της προσωρινής κρατήσεώς του, δεν υπήρξε καλή ή υπήρξε κατ’ επίφαση μόνο καλή και ως εκ τούτου υπάρχει κίνδυνος ότι ο απολυόμενος υφ’ όρον θα τελέσει νέες αξιόποινες πράξεις και γι’ αυτό καθίσταται απολύτως αναγκαία η συνέχιση της κρατήσεως του. Για την αξιολόγηση της διαγωγής του καταδίκου, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η εν γένει συμπεριφορά του, όπως εκδηλώθηκε κατά τη διάρκεια της κρατήσεώς του, ενώ για την αξιολόγηση της επικινδυνότητος αυτού προς τέλεση νέων αξιοποίνων πράξεως, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και ο χαρακτήρας του, όπως διαγιγνώσκεται με βάση την όλη διαγωγή του κατά τη διάρκεια εκτίσεως της ποινής του. Αντίθετα, δεν λαμβάνονται υπόψη στοιχεία που ανάγονται στον χρόνο πριν από την καταδίκη του και συγκεκριμένα, στην πράξη για την οποία καταδικάσθηκε, στην προηγούμενη ζωή του και στις προγενέστερες ατομικές και κοινωνικές του περιστάσεις, αφού τα στοιχεία αυτά αξιολογήθηκαν κατ’ άρθρο 79 ΠΚ, για την επιμέτρηση της ποινής που επιβλήθηκε σ’ αυτόν. Η ερμηνεία αυτή συνάδει αφ’ ενός μεν, προς το νομικό χαρακτήρα και το σκοπό του θεσμού της υφ’ όρον απολύσεως, ως σωφρονιστικού μέτρου, που αποσκοπεί στην αποφυγή της υποτροπής δια της ηθικής βελτιώσεως του καταδίκου και στην κοινωνική αποκατάσταση αυτού, αφ’ ετέρου δε, προς την υπεροχή της ειδικής προλήψεως, ως σκοπού της ποινής, στο στάδιο αυτό (ΟλΑΠ 4/1998, ΟλΑΠ 4/1997, ΑΠ 843/2023, ΑΠ 423/2021). Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι η καλή διαγωγή δεν εξαντλείται στην εξωτερικά καλή συμπεριφορά, που συνίσταται μεταξύ άλλων στην έλλειψη σοβαρών πειθαρχικών παραπτωμάτων κατά τη διάρκεια της κράτησης ή στην τήρηση των όρων τυχόν χορηγηθείσας τακτικής άδειας ή στην πραγματοποίηση ημερομισθίων εντός του καταστήματος κράτησης. Ειδικότερα, ως καλή διαγωγή νοείται η αληθής και πραγματική θετική συμπεριφορά, που πηγάζει από την ενδόμυχη αποδοχή των κανόνων της προσήκουσας εκδηλωτικής συμπεριφοράς, η οποία συνιστά το θεμέλιο της διαπιστωμένης καλής διαγωγής, ενώ αποτελεί το ουσιώδες στοιχείο της προσωπικότητας και αποδεικνύει την ηθική βελτίωση του κρατούμενου. Και αυτό, διότι η πειθήνια προσαρμογή του κρατούμενου στο καθημερινό πρόγραμμα της φυλακής δεν μπορεί να αποτελέσει αλάνθαστη ένδειξη για την ανυπαρξία μελλοντικής υποτροπής του, καθώς αυτή μπορεί να είναι προσποιητή, χωρίς βούληση μεταβολής του χαρακτήρα, εφόσον κύριος σκοπός είναι η απόλαυση των παρεχομένων προνομίων (όπως και η υφ’ όρον απόλυσή του), ως αντάλλαγμα της φερόμενης καλής διαγωγής, η οποία όμως είναι σκοπούμενη, διαμορφώνεται υπό την απειλή πειθαρχικών κυρώσεων και δεν ενέχει το στοιχείο της πρωτοβουλίας και της εκούσιας αποδοχής των κανόνων της προσήκουσας εκδηλωτικής συμπεριφοράς. Επίσης, πρέπει να ερευνάται κατά πόσο ο κατάδικος παρέχει προσδοκία εντίμου βίου στο μέλλον και μάλιστα ότι μπορεί να επανέλθει ακινδύνως στην κοινωνία, ενώ πρέπει να σημειωθεί ότι η απόλυση υπό τον όρο της ανάκλησης δεν αποτελεί απαλλαγή από την ποινή, αλλά στάδιο εκτελέσεως της τελευταίας, που επιδιώκει την αποτροπή της υποτροπής, βελτιώνοντας τον κατάδικο και διευκολύνοντας την κοινωνική του αποκατάσταση (ΟλΑΠ 4/1998, ΟλΑΠ 4/1997, ΟλΑΠ 106/1991, ΑΠ 843/2023, ΑΠ 1154/2021, ΑΠ 423/2021, ΑΠ 979/2020, ΑΠ 634/2019, ΑΠ 346/2019). Εξάλλου, με δεδομένο ότι η υφ’ όρον απόλυση, ως θεσμός, αποβλέπει στην εξυπηρέτηση των αναγκών της ειδικής πρόληψης, ενώ συνιστά σοβαρό βελτιωτικό μέσο του καταδίκου και συμβάλλει ουσιωδώς στην άσκηση αντεγκληματικής πολιτικής και ενόψει του ότι στο νόμο δεν προσδιορίζεται η έννοια της καλής διαγωγής, το αρμόδιο Συμβούλιο επιβάλλεται να ελέγχει οποιαδήποτε μορφή διαγωγής, η οποία προκύπτει από τη συνολική προσωπικότητα και να μην αρκείται για τον σχηματισμό της κρίσης του στην απλή έκφραση της τυπικής φράσεως περί “καλής διαγωγής”, όπως διαπιστώνεται από τον διευθυντή του καταστήματος κράτησης και τον κοινωνικό λειτουργό, η οποία δεν είναι αποκλειστική και δεσμευτική, γιατί διαφορετικά η δικαστική κρίση του Συμβουλίου θα ήταν ελλιπής και θα στερείτο της κατά νόμο αιτιολογίας. Επί πλέον, σε μια τέτοια περίπτωση το Δικαστικό Συμβούλιο θα αποτελούσε ένα απλό ενδιάμεσο εκτελεστικό όργανο, για τη διεκπεραίωση υποθέσεων της διοίκησης των φυλακών, χωρίς εξουσία, γεγονός ανεπίτρεπτο, αφού ο νόμος αναγνωρίζει την αποκλειστική αρμοδιότητα της χορήγησης ή μη του ευεργετήματος της υφ’ όρον απόλυσης στο Συμβούλιο, χωρίς δέσμευση από κάποιο διοικητικό όργανο (Ολ ΑΠ 4/1998, Ολ ΑΠ 4/1997, ΑΠ 843/2023).
Περαιτέρω κατά το άρθρο 484 παρ. 1 β’ ΚΠΔ, λόγο αναίρεσης του βουλεύματος, αποτελεί η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όταν το Συμβούλιο αποδίδει σε αυτήν έννοια διαφορετική από εκείνη που έχει πραγματικά, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή συντρέχει όταν το Συμβούλιο δεν κάνει σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών, που δέχθηκε ότι προέκυψαν, στη διάταξη που εφάρμοσε, αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού του και ανάγεται στα στοιχεία της διάταξης που εφάρμοσε, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου και να στερείται το βούλευμα νόμιμης βάσεως (ΑΠ 227/2022, ΑΠ 983/2019). Εξάλλου, έλλειψη της επιβαλλομένης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει τον από το άρθρο 484 § 1 στοιχ. δ’ του ίδιου Κώδικα λόγο αναίρεσης του βουλεύματος που δέχεται την αίτηση του κρατούμενου για υφ’όρον απόλυση υπάρχει όταν δεν εκτίθενται σε αυτό, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία το Συμβούλιο συνήγαγε την κατά τη διάρκεια της κράτησής του καλή διαγωγή, με την έννοια όχι της έλλειψης σοβαρών πειθαρχικών παραπτωμάτων ή της τήρησης των όρων τυχόν χορηγηθείσας τακτικής αδείας ή της πραγματοποίησης ημερομισθίων εντός του καταστήματος κράτησης, διαγωγή, που μπορεί να είναι προσποιητή και σκοπούμενη, ώστε να απολαύσει τα προνόμια της υφ’ όρον απόλυσης, αλλά της αληθούς και πραγματικής θετικής συμπεριφοράς, η οποία πηγάζει από ενδόμυχη αποδοχή των κανόνων προσήκουσας εκδηλωτικής συμπεριφοράς και προκύπτει από τη συνολική προσωπικότητά του και αποδεικνύει την ηθική βελτίωση και μεταστροφή του χαρακτήρα του κρατούμενου και παρέχει τα εχέγγυα ότι θα επανέλθει ακινδύνως στην κοινωνία, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά, και τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, με βάση τους οποίους το Συμβούλιο έκρινε, χωρίς ενδοιασμούς, ότι ο κρατούμενος επέδειξε καλή διαγωγή, με την προαναφερόμενη έννοια και ότι παρέχει προσδοκία εντίμου βίου στο μέλλον και μάλιστα, ότι μπορεί να επανέλθει ακινδύνως στην κοινωνία, ώστε να του επιτραπεί να εκτελέσει την ποινή του με απόλυσή του από το σωφρονιστικό κατάστημα, όπου κρατείται, υπό τον όρο της ανάκλησης. Ενόψει τούτων για το ορισμένο του λόγου αυτού πρέπει, α) αν ελλείπει παντελώς αιτιολογία, να προβάλλεται με την αίτηση αναίρεσης η ανυπαρξία αυτή σε σχέση με συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα σημεία (κεφάλαια) του βουλεύματος ή της απόφασης, στα οποία αναφέρεται η αιτίαση αυτή και β) αν υπάρχει αιτιολογία, αλλά δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, να προσδιορίζεται επιπλέον, σε τι ακριβώς συνίσταται η έλλειψη αυτή σε σχέση με το συγκεκριμένο ή τα συγκεκριμένα πληττόμενα κεφάλαια του βουλεύματος ή της απόφασης. Εξάλλου, η αιτιολογία δεν μπορεί να είναι ούτε “αντιφατική” ούτε “επιλεκτική”, να στηρίζεται δηλαδή σε ορισμένα πραγματικά δεδομένα της προδικασίας, χωρίς να συνεκτιμά άλλα που εισφέρθηκαν σε αυτήν, γιατί τότε δημιουργούνται λογικά κενά και δεν μπορεί η αιτιολογία να κρίνεται ως εμπεριστατωμένη. Έτσι, για να είναι ειδική και εμπεριστατωμένη η αιτιολογία του βουλεύματος, δεν αρκεί η τυπική ρηματική αναφορά κατ’ είδος των αποδεικτικών μέσων, αλλά πρέπει να συνάγεται ότι το Συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά εξ αυτών κατ’ επιλογήν (ΑΠ 177/2022, ΑΠ 570/2021, ΑΠ 88/2020). Στην προκειμένη περίπτωση, από την επιτρεπτή για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκόπηση του προσβαλλόμενου βουλεύματος και των διαδικαστικών εγγράφων, προκύπτει ότι με το υπ’ αριθμ. 5/12.01.2024 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ναυπλίου απορρίφθηκε η από 19.10.2023 αίτηση, η οποία υποβλήθηκε διά του υπ’ αριθμ.πρωτ. …2023 εγγράφου της Προϊσταμένης της Διεύθυνσης του Αγροτικού Καταστήματος Κράτησης Τίρυνθας και με την οποία ζήτησε την υφ’ όρον απόλυσή του από τις φυλακές, ο Ε. Κ. του Δ., ο οποίος κρατείτο στο προαναφερθέν Κατάστημα Κράτησης Τίρυνθας, δυνάμει της υπ’ αριθμ. 2425, 2473, 2506 και 2644/22.10.2020 αποφάσεως του Α’Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, η οποία (απόφαση) δεν έχει καταστεί αμετάκλητη, εκτίοντας συνολική ποινή κάθειρξης εννέα (9) ετών για τις πράξεις: α) της ένταξης ως μέλος σε εγκληματική οργάνωση, τελεσθείσα στην Αθήνα από το έτος 2008 και εντεύθεν και β) της συνέργειας σε ανθρωποκτονία από πρόθεση, τελεσθείσα στο Κερατσίνι Αττικής, στις 17.09.2013.
Κατά του παραπάνω βουλεύματος ο ως άνω καταδικασθείς Ε. Κ. του Δημητρίου άσκησε την υπ’ αριθμ. …2024 έφεσή του, μετά τη συζήτηση της οποίας εκδόθηκε το υπ’ αριθμ. …2024 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Ναυπλίου, με το οποίο, αφού έγινε τυπικά και κατ’ ουσίαν δεκτή η ως άνω ασκηθείσα έφεση, εξαφανίσθηκε το παραπάνω υπ’ αριθμ. 5/12.01.2024 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ναυπλίου και διατάχθηκε η υπό τον όρο της ανάκλησης, απόλυση του προαναφερθέντος καταδικασθέντος Ε. Κ. του Δ. από το Αγροτικό Σωφρονιστικό Κατάστημα Τίρυνθας, υπό τους αναφερόμενους σ’ αυτό (βούλευμα) όρους και συγκεκριμένα: α) Της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα, β) της εμφάνισής του στην Αστυνομική Αρχή του τόπου κατοικίας του, την 1η και 15η ημέρα εκάστου ημερολογιακού μηνός στο Α.Τ. του τόπου της κατοικίας του, για χρονικό διάστημα τριών (3) ετών από την απόλυσή του. Το Συμβούλιο Εφετών Ναυπλίου για να καταλήξει στην παραπάνω κρίση του διέλαβε στο σκεπτικό του, επί λέξει τα εξής: “Στην προκείμενη περίπτωση, από τα έγγραφα της δικογραφίας, συμπεριλαμβανομένων όσων προσκόμισε ο εκκαλών/κρατούμενος, καθώς επίσης από τα όσα εξέθεσε ο ίδιος, κατά την αυτοπρόσωπη εμφάνισή του ενώπιον του Συμβουλίου και περιέχονται στα ενσωματωθέντα ως άνω πρακτικά (σημειώνεται ότι δεν έχουν διαβιβασθεί στο Συμβούλιο πρακτικά του εκκαλουμένου βουλεύματος), προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο εκκαλών/κρατούμενος, Ε. Κ. του Δ. και της Μ., που γεννήθηκε στον Πειραιά Αττικής, στις 7.1.1974, κρατείται στο Αγροτικό Σωφρονιστικό Κατάστημα Τίρυνθας δυνάμει της 2425, 2473, 2506 και 2644/22.10.2020 αποφάσεως του Α’ Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, με την οποία καταδικάστηκε σε πρώτο βαθμό σε συνολική ποινή κάθειρξης εννέα (9) ετών, για τις πράξεις: α) “Της ένταξης ως μέλος σε εγκληματική οργάνωση”, που τελέσθηκε στην Αθήνα, από το έτος 2008 και εντεύθεν και β) “Της συνέργειας σε ανθρωποκτονία από πρόθεση”, που τελέσθηκε στο Κερατσίνι Αττικής, στις 17.9.2013, ενώ, δυνάμει της ως άνω απόφασης, αφαιρέθηκε από την επιβληθείσα ποινή ο χρόνος κρατήσεώς του, εκ τεσσάρων (4) ημερών (βλ. το από 22.10.2020 ακριβές υπηρεσιακό απόσπασμα της ανωτέρω αποφάσεως). Από τις από 19.10.2023 και 29.4.2024 Εκθέσεις-Αιτήσεις με Πίνακες Υπολογισμού Ποινής του Αγροτικού Σωφρονιστικού Καταστήματος Τίρυνθας, προκύπτει ότι ο εκκαλών/κρατούμενος εκτίει την ως άνω ποινή, που του έχει επιβληθεί, από 22.10.2020, δηλαδή από την ημεροχρονολογία δημοσίευσης της καταδικαστικής απόφασης, οπότε και εμφανίσθηκε στις αρμόδιες αστυνομικές αρχές υποβάλλοντας εαυτόν στην εκτέλεση της ποινής (βλ. την από 22.10.2020 έκθεση αυθορμήτου εμφανίσεως και συλλήψεως), ενώ η κανονική λήξη της ποινής του συμπληρώνεται στις 18.10.2029. Ακόμη προκύπτει ότι στις 19.10.2023, είχε εκτίσει πραγματική ποινή κάθειρξης εκ τριών (3) ετών και μίας (1) ημέρας, δηλαδή του ενός τρίτου της ποινής του, προσέτι δε – κατόπιν ευεργετικού υπολογισμού χρόνου εργασίας εξ εννιακοσίων εβδομήντα τεσσάρων (974) ημερών – είχε συμπληρώσει από 8.7.2023 και τα τρία πέμπτα της ποινής του. Επομένως, κατά την υποβολή της από 19.10.2023 αίτησης για την απόλυση του υπό τον όρο της ανάκλησης, είχε εκτίσει συνολικά (πραγματικά και πλασματικά) ποινή κάθειρξης πέντε (5) ετών, οκτώ (8) μηνών και πέντε (5) ημερών και το προς έκτιση υπόλοιπο ποινής ανερχόταν σε τρία (3) έτη, τρεις (3) μήνες και είκοσι πέντε (25) ημέρες. Ως εκ τούτου, συνέτρεχαν κατά την υποβολή της αίτησης του, οι – κατά το άρθρο 105 παρ. 1 εδ. α’ περ. β’ και 6 του προϊσχύσαντος Π.Κ. – τυπικές προϋποθέσεις για την υπό όρο απόλυσή του. Από τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία προκύπτει ακόμη ότι στις 31.3.2024, είχε εκτίσει – με ευεργετικό συνυπολογισμό – ποινή καθείρξεως εξ επτά (7) ετών, τριών (3) μηνών και δεκαπέντε (15) ημερών και απέμενε προς έκτιση υπόλοιπο ποινή κάθειρξης ενός (1) έτους οκτώ (8) μηνών και δεκαπέντε (15) ημερών (βλ. την από 29.4.2024 Αίτηση-Έκθεση του Αγροτικού Σωφρονιστικού Καταστήματος Τίρυνθας με πίνακα υπολογισμού). Περαιτέρω, από τα υποβαλλόμενα από την Προϊστάμενη της Διεύθυνσης του Αγροτικού Καταστήματος Κράτησης Ενηλίκων Τίρυνθας έγγραφα και συγκεκριμένα από τις ως άνω Εκθέσεις-Αιτήσεις με πίνακες υπολογισμού ποινής, την από 19.10.2023 υπηρεσιακή βεβαίωση ημερομισθίων, τα από 10.6.2022, 5.7.2022 και 18.7.2023 αποσπάσματα βιβλίων Ηθικού Ελέγχου του Σωφρονιστικού Καταστήματος Δομοκού και τα από 16.6.2022 και 8.7.2022 αποσπάσματα των βιβλίων Ηθικού Ελέγχου του Σωφρονιστικού Καταστήματος Κορυδαλλού). προκύπτει ότι ο εκκαλών/κρατούμενος. καθ’ όλο το χρονικό διάστημα της διαδοχικής κρατήσεως του στα Σωφρονιστικά Καταστήματα Δομοκού, Κορυδαλλού I και, τέλος, στο Αγροτικό Σωφρονιστικό Κατάστημα Τίρυνθας, ουδέποτε τιμωρήθηκε πειθαρχικά, ενώ – σύμφωνα με τα όσα εξέθεσε στο Συμβούλιο κατά την αυτοπρόσωπη παράσταση του – στο Αγροτικό Σωφρονιστικό Κατάστημα Τίρυνθας, όπου κρατείται, απασχολείται με τη φροντίδα βοοειδών. Ακόμη, από τα ίδια ως άνω στοιχεία, σε συνδυασμό με τα όσα εξέθεσε ενώπιον του Συμβουλίου κατά την αυτοπρόσωπη εμφάνιση του, προκύπτει ότι είναι απόφοιτος της Σχολής Εμποροπλοιάρχων Ασπροπύργου και έως το έτος 2015 απασχολούνταν στον Ο.Λ.Π., ως καπετάνιος, με την ειδικότητα του δεξαμενιστή. Ακολούθως, και έως την έναρξη έκτισης της ποινής του στις 22.10.2020, εργάσθηκε σε αντίστοιχες θέσεις στον ιδιωτικό τομέα. Είναι πατέρας δύο τέκνων και ασκεί την αποκλειστική επιμέλεια του μικρότερου εξ αυτών, που διανύει το 16ο έτος της ηλικίας του, ενώ τα τέκνα του διαμένουν μαζί με τη δεύτερη σύζυγο του, σε οικία της τελευταίας, επί της οδού …, στην Σαλαμίνα και στην οποία δηλώνει ο εκκαλών/κρατούμενος ότι επίσης προτίθεται να διαμείνει, εφόσον αποφυλακισθεί (βλ. και την από 18.10.2023 υπεύθυνη δήλωση της συζύγου του, Ο. Μ. του Α.). Επίσης δηλώνει ότι προτίθεται μετά την αποφυλάκιση του, να αναζητήσει εργασία ως καπετάνιος, πρόθεση την οποία επιβεβαίωσε και κατά την αυτοπρόσωπη παράσταση του ενώπιον του Συμβουλίου, ενώ προς υποστήριξη της αιτήσεώς του προσκόμισε αφενός την άνευ ημερομηνίας βεβαίωση του υπεργολάβου οικοδομών, Α. Π. του Ν., με έδρα το Πέραμα Αττικής, επί της οδού …, στην οποία δηλώνει ότι θα τον απασχολήσει στην εταιρεία του ως βοηθό οικοδόμου και αφετέρου την από 19.12.2023 βεβαίωση του Κ. Π., νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας Παραπονιάρης EE, που εδρεύει στο Πέραμα και δραστηριοποιείται στους καθαρισμούς πλοίων, στην οποία δηλώνεται επίσης θα απασχοληθεί ο εκκαλών/κρατούμενος, μετά την τυχόν αποφυλάκιση του. Με το ήδη εκκαλούμενο βούλευμα κρίθηκε ότι συνέτρεχαν οι τυπικές προϋποθέσεις για την υπό όρους απόλυση του εκκαλούντος/κρατουμένου, ενώ ως προς τη συνδρομή των ουσιαστικών προϋποθέσεων διαλαμβάνονται – κατ’ακριβή μεταφορά και κατά παραπομπή και στην εισαγγελική πρόταση – τα ακόλουθα: “… Τέλος, προσάγει την άνευ ημερομηνίας βεβαίωση του υπεργολάβου οικοδομών Α. Π., στην οποία ο τελευταίος δηλώνει ότι θα τον απασχολήσει στην εταιρεία του ως βοηθό οικοδόμου. Η ως άνω, όμως, βεβαίωση έρχεται σε πλήρη αντίφαση, με την πρόθεση που εξεδήλωσε ο αιτών να εργαστεί ως καπετάνιος, ενώ σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να παραβλεφθεί το γεγονός ότι ο αιτών σκοπεύει – σε περίπτωση που αποφυλακιστεί – να επιστρέψει και να εργαστεί στο Πέραμα, ήτοι στην περιοχή όπου έδρασε ως μέλος της εγκληματικής οργάνωσης “ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ”, πράξη για την οποία έχει καταδικαστεί και εκτίει την ποινή του…. Ο δε Α. Π., ο οποίος φέρεται να έχει υπογράψει την ως άνω βεβαίωση, φέρεται να είναι έτερο μέλος της ίδιας ως άνω εγκληματικής οργάνωσης, πράξη για την οποία έχει και αυτός καταδικαστεί σε πρώτο βαθμό….
Συνεπώς, από τα ανωτέρω καθίσταται προφανές ότι ο αιτών αδυνατεί να αποκοπεί από το παρελθόν του, δεν έχει μεταμεληθεί για τις αξιόποινες πράξεις που τέλεσε και σε περίπτωση αποφυλάκισής του σκοπεύει να επιστρέφει στις συνοικίες όπου ανέπτυξε την εγκληματική του δράση, ως μέλος της “ΧΡΥΣΗΣ ΑΥΓΗΣ”, επιδεικνύοντας πλήρη αδιαφορία για τα θύματα και τους συγγενείς των θυμάτων, που διαβιούν στις περιοχές αυτές…..Συνεκτιμώντας, επομένως, τα ανωτέρω, καθώς και το γεγονός ότι δεν αρκεί η παθητικά καλή διαγωγή του υπαιτίου στη φυλακή, με την μη διάπραξη πειθαρχικών παραπτωμάτων και την παροχή εργασίας, τουναντίον απαιτείται “θετική” δραστηριότητα και βελτίωση της συμπεριφοράς του, συνάγεται ότι ο αιτών δεν είναι σε θέση να αφεθεί ελεύθερος, διότι δεν προκύπτει, ανενδοιάστως, ότι έχει επέλθει σωφρονισμός στο πρόσωπο του, αφού η διαγωγή που επιδεικνύει, καθ’ όλο το διάστημα της κράτησής του, είναι μόνον “κατ’ επίφαση καλή”, συνεπώς κρίνεται απολύτως αναγκαία η συνέχιση της κράτησής του στο εν λόγω Κατάστημα Κράτησης, καθώς δεν επήλθε στο πρόσωπο του κατάδικου ο σκοπός, τον οποίο επιδιώκει η σωφρονιστική στις φυλακές μεταχείριση, αλλά και προκειμένου να αποτραπεί απ’ αυτόν η τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων, ο αιτών κρατούμενος εξέφρασε ενώπιον του Συμβουλίου τούτου μόνη μεταμέλεια για τη συμμετοχή του στο πολιτικό κόμμα της Χρυσής Αυγής, αναφέροντας επί λέξει “μετάνιωσα που ασχολήθηκα με την πολιτική και δεν θα ξαναασχοληθώ…” και όχι για τις εγκληματικές ενέργειες, στις οποίες διέπραξε…Περαιτέρω, αναφορικά με την εργασία του ο αιτών κρατούμενος υπέπεσε σε αντιφάσεις. Από τα ανωτέρω δεν προκύπτει με σαφήνεια ότι ο κρατούμενος έχει εξασφαλίσει πραγματική θέση εργασίας… Η συμπεριφορά του δε αυτή καταδεικνύει ότι αδυνατεί να αντιληφθεί τον θεσμό της υφ’ όρον απόλυσης και τον χαρακτήρα αυτού του θεσμού ως συνέχιση έκτισης της ποινής εκτός καταστήματος κράτησης. Άλλωστε, αποδεικνύονται οι ισχυροί δεσμοί του αιτούντος – κρατουμένου με τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης. Και το στοιχείο αυτό καταδεικνύει όχι μόνο τον μη πραγματικό σωφρονισμό του αλλά και την αδυναμία του να επανενταχθεί ομαλά στον κοινωνικό βίο”. Επομένως, η απόρριψη της αιτήσεως του εκκαλούντος/κρατουμένου στηρίχθηκε στην εκτίμηση του πρωτοβάθμιου Συμβουλίου ότι ο εκκαλών έχει επιδείξει “κατ’ επίφαση” καλή διαγωγή, συμπέρασμα που συνήγαγε το Συμβούλιο, από το ότι δεν έχει επιδείξει ενεργητικά θετική συμπεριφορά κατά την κράτησή του, ενώ συνήγαγε επίσης επικινδυνότητα του από το ενδεχόμενο να επιστρέψει και να εργαστεί στο Πέραμα, στον τόπο, που φέρεται κατά το εκκαλούμενο βούλευμα να τέλεσε τις πράξεις, για τις οποίες καταδικάσθηκε και μάλιστα σε επιχείρηση, που διατηρεί συγκατηγορούμενος του για τις ίδιες πράξεις. Κατά πρώτον, πρέπει να σημειωθεί ότι οι πράξεις για τις οποίες καταδικάσθηκε ο εκκαλών/κρατούμενος δεν τελέσθηκαν στο Πέραμα, ως εσφαλμένα διαλαμβάνεται στο εκκαλούμενο βούλευμα, αλλά η μεν ένταξη στη εγκληματική οργάνωση τελέσθηκε στην Αθήνα, η δε συνέργεια στην ανθρωποκτονία από πρόθεση στο Κερατσίνι. Ανεξαρτήτως όμως αυτού, πρέπει να επισημανθεί ότι και πριν την καταδίκη του και μάλιστα καθ’ όλο το χρονικό διάστημα, που του είχαν επιβληθεί περιοριστικοί όροι, ο εκκαλών/κρατούμενος διέμενε στην ίδια κατοικία, στη Σαλαμίνα και είχε εργασθεί κατά περιόδους στο Πέραμα, τηρώντας τους όρους, που του είχαν επιβληθεί, χωρίς να προκύπτει από κάποιο αποδεικτικό στοιχείο ότι είχε ανακύψει κάποιο συμβάν σε σχέση με τους συγγενείς των παθόντων. Εξ άλλου, το ενδεχόμενο ο εκκαλών/κρατούμενος να δραστηριοποιηθεί επαγγελματικά στον τόπο, όπου διέπραξε τις αξιόποινες πράξεις, για τις οποίες κατηγορείται, δεν συνιστά από μόνο του επαρκές αποδεικτικό στοιχείο, που να μπορεί να στοιχειοθετήσει επικινδυνότητα του. Άλλωστε τέτοιος κίνδυνος – που δεν επιβεβαιώνεται εν προκειμένω – είναι ευχερώς αντιμετωπίσιμος με άλλα και δη ηπιότερα μέτρα δικονομικού καταναγκασμού, ως επιτάσσουν οι συνταγματικές αρχές της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας, όπως ενδεικτικά με την επιβολή περιοριστικών όρων ως προς τον τόπο εργασίας ή τις συναναστροφές του. Το ίδιο ισχύει ως προς τις εν γένει κοινωνικές και συναλλακτικές του συνήθειες ή ακόμη και την επιλογή του προσώπου του εργοδότη του. Περαιτέρω, το κριτήριο ότι δεν αρκεί το ότι επέδειξε “παθητικά” καλή διαγωγή κατά την κράτηση του, αλλά απαιτείται επιπρόσθετη “θετική” δραστηριότητα, είναι απολύτως εξωνομικό, αντιστρέφει το βάρος απόδειξης για το χαρακτήρα και την – επικινδυνότητα του κρατουμένου σε βάρος του και αποσυσχετίζει – χωρίς νομικό έρεισμα – την κρίση περί συνδρομής ή μη της “καλής διαγωγής” από την επιδειχθείσα συμπεριφορά του κρατουμένου, απολήγοντας σε συμπεράσματα, που δε στηρίζονται σε γεγονότα δεκτικά απόδειξης. Ως εκ τούτων παρέπεται ότι το απορριπτικό διατακτικό του εκκαλουμένου βουλεύματος, δε δικαιολογείται από διαγνώσιμα συμβάντα του εξωτερικού κόσμου, ως επιτάσσεται από το νόμο (ΕφΠειρ 138/2006 ΠοινΧρ 2007/168, ΕφΔωδ 20/2010, ΕφΚρητ 35/2021 ΤΝΠ Νόμος), αλλά στηρίζεται σε στοιχεία και εκτιμήσεις, που ανάγονται σε χρόνο προ της καταδίκης του, δηλαδή στις πράξεις για τις οποίες καταδικάστηκε, στην προηγούμενη ζωή και στις προγενέστερες ατομικές και κοινωνικές περιστάσεις, που αξιολογήθηκαν κατά την επιμέτρηση της ποινής του (ΟλΑΠ 4/1997, ΟλΑΠ 4/1998). Σε αντιδιαστολή με τα ανωτέρω, εκ των στοιχείων της δικογραφίας προκύπτει ότι ο εκκαλών/κρατούμενος κατά την έκτιση της ποινής του, δεν τέλεσε πειθαρχικό παράπτωμα, σε κανένα από τα τρία σωφρονιστικά καταστήματα, στα οποία κρατήθηκε διαδοχικά (Δομοκός, Κορυδαλλός ί, Τίρυνθα). Έχει λάβει μία τουλάχιστον άδεια, τηρώντας τους όρους χορήγησης αυτής, ως προκύπτει από το γεγονός ότι μετήχθη στο Αγροτικό Σωφρονιστικό Κατάστημα Τίρυνθας, όπου κρατείται έως σήμερα (βλ. σχετικά άρθρο 19Α παρ. 1 του Σωφρονιστικού Κώδικα, που προστέθηκε με το άρθρο 31 του ν.4985/2022) και έχει εργασθεί, πραγματοποιώντας σημαντικό αριθμό ημερομισθίων εντός των καταστημάτων κράτησης. Εκ των ανωτέρω, συνεκτιμώμενου του ικανού χρονικού διαστήματος, που παρήλθε από την έναρξη έκτισης της ποινής του, χωρίς ο εκκαλών/κρατούμενος να έχει επιδείξει συμπεριφορά, που να μπορεί να χαρακτηρισθεί ως “κακή διαγωγή”, δεικνύεται – κατά την κρίση του Συμβουλίου – θετική μεταβολή του χαρακτήρα του, ως απόρροια ουσιαστικής και αληθινής ενδόμυχης αποδοχής και συμμόρφωσης με τους κανόνες πειθαρχημένης συμπεριφοράς και κοινωνικής συμβίωσης. Περαιτέρω δε, το ότι διαθέτει μόνιμη κατοικία στη Σαλαμίνα, είναι έγγαμος και έχει υπό την επιμέλεια του ένα ανήλικο τέκνο, συνιστούν στοιχεία, που δεικνύουν, ότι διαθέτει ισχυρό οικογενειακό υποστηρικτικό περιβάλλον, αλλά και σοβαρό κίνητρο για την ομαλή επανένταξη του. Τέλος δε, το ότι τυγχάνει πτυχιούχος της Σχολής Εμποροπλοιάρχων, με πολυετή προϋπηρεσία, υποστηρίζει την πιθανότητα να ανεύρει εργασία στον ίδιο κλάδο, ενώ είναι θετικό, το ότι αναζητά την οποιαδήποτε εργασία, δηλαδή ακόμη και σε καθαρισμούς πλοίων, προκειμένου να μπορέσει να βιοπορισθεί ο ίδιος και η οικογένεια του. Σημειώνεται πάντως, ότι τα τελευταία αυτά στοιχεία αν και επιβεβαιώνουν την πρόθεση του εκκαλούντος/κρατουμένου για ομαλή επανένταξη του και δεικνύουν την ηθική βελτίωση, που έχει επέλθει στον χαρακτήρα του κατά τον χρόνο κράτησής του, ακόμη και σε περίπτωση που εξέλιπαν, δε θα μπορούσαν από μόνα τους, χωρίς σύνδεση και συναξιολόγηση με άλλα γεγονότα, κατά τον χρόνο κράτησης του, να μπορούν να στηρίξουν απόρριψη της κρινόμενης αίτησης, σύμφωνα με τα αναφερόμενα και στη μείζονα ως άνω σκέψη. Προκύπτει, επομένως, ότι ο εκκαλών/κρατούμενος επέδειξε κατά την κράτηση του, την αναγκαία καλή διαγωγή και ως εκ τούτου κρίνεται ότι παρέχει την προσδοκία ότι μετά την αποφυλάκιση του, θα διάγει έναν έντιμο βίο. Κατά συνέπεια το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Ναυπλίου, το οποίο με το 5/12.1.2024 εκκαλούμενο βούλευμά του έκρινε το αντίθετο και απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την από 19.10.2023 αίτηση του, έσφαλε τόσο κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου όσο και κατά την εκτίμηση της ουσιαστικής βασιμότητα της αίτησής του. Κατ’ ακολουθίαν, θα πρέπει να εξαφανισθεί το εκκαλούμενο 5/2024 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ναυπλίου, αναδικαζόμενης δε της ως άνω από 19.10.2023 αίτησης του εκκαλούντος/κρατουμένου, Ε. Κ. του Δ. και της Μαγδαληνής, που γεννήθηκε στον Πειραιά Αττικής στις 07/01/1974, θα πρέπει η αίτηση να γίνει τυπικά και ουσιαστικά δεκτή και να διαταχθεί η απόλυσή του υπό τον όρο της ανάκλησης, από το Αγροτικό Σωφρονιστικό Κατάστημα Τίρυνθας, στο οποίο κρατείται, υπό τους ειδικότερους περιοριστικούς όρους, που διαλαμβάνονται στο διατακτικό και κρίνεται ότι θα πρέπει να του επιβληθούν, ως ανάλογοι και αναγκαίοι, προς διασφάλιση του ότι κατά το χρονικό διάστημα της δοκιμασίας του δεν θα τελέσει νέες αξιόποινες πράξεις”.
Με τις παραπάνω παραδοχές, που περιέχονται στο σκεπτικό του, το προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Ναυπλίου δεν διέλαβε την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού δεν εκτίθενται σε αυτό με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά, που θεμελιώνουν τη συνδρομή των ουσιαστικών προϋποθέσεων για την υφ’όρον απόλυση του κρατουμένου Ε. Κ. του Δ., με αποτέλεσμα, να στερηθεί αυτό (βούλευμα) της νόμιμης βάσης και να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή της διάταξης που εφαρμόστηκε. Ειδικότερα, δεν παρατίθενται τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία το Συμβούλιο συνήγαγε την, κατά τη διάρκεια της κράτησης του καταδικασθέντος, καλή διαγωγή του, με την έννοια της αληθούς και πραγματικής θετικής συμπεριφοράς, η οποία προκύπτει από τη συνολική προσωπικότητά του και αποδεικνύει την ηθική βελτίωση και μεταστροφή του χαρακτήρα του, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά, και τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, με βάση τους οποίους το Συμβούλιο έκρινε, χωρίς ενδοιασμούς, ότι ο κρατούμενος παρέχει προσδοκία εντίμου βίου στο μέλλον και μάλιστα ότι μπορεί να επανέλθει ακινδύνως στην κοινωνία, ώστε να του επιτραπεί να εκτελέσει την ποινή του με απόλυσή του από το σωφρονιστικό κατάστημα, όπου κρατείται, υπό τον όρο της ανάκλησης. Πιο συγκεκριμένα, εκτίθενται στο βούλευμα : ότι ο κρατούμενος κατά την έκτιση της ποινής του, δεν τέλεσε πειθαρχικό παράπτωμα σε κανένα από τα τρία σωφρονιστικά καταστήματα στα οποία κρατήθηκε διαδοχικά (Δομοκός, Κορυδαλλός Ι, Τίρυνθα), ότι τήρησε τους όρους της χορηγηθείσας άδειας που είχε λάβει, ότι έχει εργασθεί, πραγματοποιώντας σημαντικό αριθμό ημερομισθίων εντός των καταστημάτων κράτησης και ότι από τα πραγματικά αυτά περιστατικά, σε συνδυασμό με το ικανό χρονικό διάστημα που παρήλθε από την έναρξη έκτισης της ποινής του, χωρίς να έχει επιδείξει συμπεριφορά που να μπορεί να χαρακτηρισθεί ως κακή διαγωγή, συνήγαγε το Συμβούλιο θετική μεταβολή του χαρακτήρα του και την αναγκαία για την αποφυλάκισή του καλή διαγωγή, που παρέχει την προσδοκία ότι με την αποφυλάκισή του θα διάγει έναν έντιμο βίο. Ωστόσο, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στη μείζονα σκέψη της παρούσας, τα πραγματικά αυτά περιστατικά που εκτίθενται στο βούλευμα στοιχειοθετούν την έννοια της εξωτερικά καλής συμπεριφοράς, και όχι της καλής διαγωγής, με την έννοια της αληθούς θετικής συμπεριφοράς, που πηγάζει από την ενδόμυχη αποδοχή των κανόνων της προσήκουσας εκδηλωτικής συμπεριφοράς και συνιστά το θεμέλιο της καλής διαγωγής, που αποτελεί ουσιώδες στοιχείο της προσωπικότητας και αποδεικνύει την ηθική βελτίωση του χαρακτήρα του κρατούμενου, η οποία αποκλείει την υποτροπή και είναι ουσιαστική προϋπόθεση για την αποφυλάκισή του. Περαιτέρω, καθίσταται σαφές ότι το Συμβούλιο αρκέστηκε στην παθητικά καλή διαγωγή του κρατούμενου, όπως εκτέθηκε παραπάνω, χωρίς μάλιστα να διαλαμβάνει περαιτέρω διαπιστώσεις ότι αποκλείεται η διαγωγή αυτή να είναι προσποιητή (“κατ’επίφαση”) και σκοπούμενη, ώστε να απολαύσει ο κρατούμενος τα προνόμια της υφ’ όρον απόλυσης και σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε, η συμπεριφορά αυτή δεν αποτελεί ασφαλή ένδειξη για την ανυπαρξία κινδύνου μελλοντικής υποτροπής του και δεν αρκεί για να στοιχειοθετήσει την απαιτούμενη από το άρθρο 106 ΠΚ, ως ουσιαστική προϋπόθεση της υφ’όρον απόλυσης, καλή διαγωγή, διατυπώνοντας μάλιστα, στο προσβαλλόμενο βούλευμα την άποψη, ότι “η απαίτηση θετικής καλής συμπεριφοράς, αποτελεί απολύτως εξωνομικό κριτήριο και αντιστρέφει το βάρος απόδειξης για τον χαρακτήρα και την επικινδυνότητα του κρατούμενου σε βάρος του και αποσυσχετίζει -χωρίς νομικό έρεισμα-την κρίση περί συνδρομής ή μη της καλής διαγωγής, από την επιδειχθείσα συμπεριφορά του κρατούμενου, απολήγοντας σε συμπεράσματα που δε στηρίζονται σε γεγονότα αποδεικτικά απόδειξης”, η οποία, ωστόσο, είναι ευθέως αντίθετη προς την αναφερόμενη στη μείζονα σκέψη της παρούσας και κρατούσα στη νομολογία άποψη περί καλής διαγωγής του κρατούμενου, ως ουσιαστικής προϋπόθεσης για την υφ’όρον απόλυσή του. Με τα δεδομένα αυτά, είναι προφανές ότι στο βούλευμα δεν περιέχεται ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, καθόσον αφορά την συνδρομή της καλής διαγωγής του κρατούμενου, η οποία, κατ’ άρθρο 106 ΠΚ, αποτελεί ουσιαστική προϋπόθεση για την υφ’όρον απόλυσή του. Περαιτέρω, δεν εκτίθενται πραγματικά περιστατικά από τα οποία να προκύπτει η απεξάρτησή του από το εγκληματικό παρελθόν του, ο ποινικός σωφρονισμός και η ηθική βελτίωση του χαρακτήρα του, η πραγματική και ειλικρινής μετάνοιά του για τα εγκλήματα που διέπραξε, ώστε να παρέχονται τα εχέγγυα ότι μπορεί να επανενταχθεί ακινδύνως στην κοινωνία, αφού τα αναφερόμενα προς στοιχειοθέτηση της απαιτούμενης αυτής ουσιαστικής προϋπόθεσης, γεγονότα ότι δηλαδή διαθέτει μόνιμη κατοικία στη Σαλαμίνα, ότι είναι έγγαμος και ότι έχει υπό την επιμέλειά του ένα ανήλικο τέκνο, ότι τυγχάνει πτυχιούχος της Σχολής Εμποροπλοιάρχων με πολυετή προϋπηρεσία, ως Δεξαμενιστής, ότι καθόλη τη διάρκεια της διαδικασίας στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση, εργαζόταν στο Πέραμα, δηλαδή σε τόπο που γειτνιάζει με το Κερατσίνι, που φέρεται να τέλεσε τη δεύτερη εγκληματική πράξη (συνέργεια σε ανθρωποκτονία), τηρώντας τους όρους που του είχαν επιβληθεί και χωρίς να έχει ανακύψει κάποιο συμβάν με τους συγγενείς των παθόντων, προϋπήρχαν της τέλεσης των πράξεων για τις οποίες καταδικάστηκε και συναξιολογήθηκαν ως κριτήρια του άρθρου 79 ΠΚ για την επιμέτρηση της ποινής του και σαφώς, δεν τον εμπόδισαν στην τέλεση των εγκλημάτων για τα οποία καταδικάστηκε. Αντιθέτως, καθόσον αφορά την πιο πάνω απαιτούμενη προϋπόθεση της ακίνδυνης επανένταξης στην κοινωνία του κρατούμενου, το προσβαλλόμενο βούλευμα όχι μόνο δεν αιτιολογεί την θετική κρίση του για τον ποινικό σωφρονισμό, την ηθική βελτίωση του χαρακτήρα του και την πραγματική και ειλικρινή μετάνοιά του για τα εγκλήματα, για τα οποία καταδικάστηκε, την οποία να άντλησε από την αυτοπρόσωπη παράσταση του κρατούμενου, ενώπιον του Συμβουλίου, που το εξέδωσε, αλλά, έχοντας υπόψη του την εκφρασθείσα, κατά την ως άνω αυτοπρόσωπη παράσταση, μεταμέλεια του κρατούμενου, μόνο για τη συμμετοχή του στο πολιτικό κόμμα “ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ” και όχι για τις εγκληματικές πράξεις, τις οποίες διέπραξε και για τις οποίες πρωτοδίκως καταδικάστηκε (“…μετάνοιωσα που ασχολήθηκα με την πολιτική και δεν θα ξαναασχοληθώ…”), αλλά και την εκδηλωθείσα πρόθεσή του να απασχοληθεί, μετά την αποφυλάκιση υφ’όρον, ως βοηθός οικοδόμου, στην ευρισκόμενη στο Πέραμα, εταιρία του Α. Π., που υπήρξε συγκατηγορούμενός του στην πρωτοβάθμια δίκη της “ΧΡΥΣΗΣ ΑΥΓΗΣ” και καταδικάστηκε με ποινή κάθειρξης δέκα (10) ετών και είκοσι τεσσάρων (24) μηνών, ως ηγετικό στέλεχος του Πυρήνα της “ΧΡΥΣΗΣ ΑΥΓΗΣ” στο Πέραμα για τις πράξεις: α) ένταξης σε εγκληματική οργάνωση, β) απόπειρας ανθρωποκτονίας σε βάρος του Αιγύπτιου ψαρά Α. Ε., γ) επικίνδυνης σωματικής βλάβης σε βάρος συνεργείου αφισοκολλητών του ΚΚΕ και δ) απρόκλητης φθοράς ξένης ιδιοκτησίας από κοινού και κατά συρροή, στοιχείο που καταδεικνύει την αδυναμία του να αποκοπεί από το εγκληματικό παρελθόν του και να επανενταχθεί ομαλά στον κοινωνικό βίο, χωρίς να τελέσει άλλες αξιόποινες πράξεις, περιέχει ενδοιαστική και υποθετική αιτιολογία, δεχόμενο επί λέξει ότι: “Εξάλλου, το ενδεχόμενο ο εκκαλών/κρατούμενος να δραστηριοποιηθεί επαγγελματικά στον τόπο, όπου διέπραξε τις αξιόποινες πράξεις για τις οποίες κατηγορείται, δεν συνιστά από μόνο του επαρκές αποδεικτικό στοιχείο, που να μπορεί να στοιχειοθετήσει την επικινδυνότητά του. ‘Αλλωστε τέτοιος κίνδυνος-που δεν επιβεβαιώνεται εν προκειμένω-είναι ευχερώς αντιμετωπίσιμος με άλλα και δη ηπιότερα μέτρα δικονομικού καταναγκασμού, ως επιτάσσουν οι συνταγματικές αρχές της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας, όπως ενδεικτικά με την επιβολή περιοριστικών όρων ως προς τον τόπο εργασίας ή τις συναναστροφές του. Το ίδιο ισχύει ως προς τις εν γένει κοινωνικές και συναλλακτικές του συνήθειες ή ακόμη και την επιλογή του προσώπου του εργοδότη του”, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ασάφεια, που καθιστά την αιτιολογία του προσβαλλόμενου βουλεύματος ελλιπή, με λογικά κενά, στερώντας το βούλευμα από νόμιμη βάση και καθιστώντας τον αναιρετικό έλεγχο περί της ορθής ή μη εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 106 παρ.1 ΠΚ, τις οποίες έτσι, παραβίασε εκ πλαγίου, ανέφικτο. Κατ’ακολουθίαν των προαναφερθέντων, αμφότεροι οι αναιρετικοί λόγοι από το άρθρο 484 του ΚΠΔ παρ.1β’ (εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης) και παρ.1δ’ (έλλειψη ειδικής αιτιολογίας), είναι βάσιμοι και ως εκ τούτου, πρέπει να αναιρεθεί το προαναφερθέν προσβαλλόμενο υπ’ αριθμ. …2024 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Ναυπλίου και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Συμβούλιο, του οποίου η συγκρότηση θα γίνει από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρα 519 και 522 ΚΠΔ, που εφαρμόζονται αναλόγως επί αναίρεσης κατά βουλευμάτων, κατ’άρθρο 485 παρ.1 του ίδιου Κώδικα).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΝΑΙΡΕΙ το υπ’ αριθμ. 76/2024 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Ναυπλίου.
ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση προς εκδίκαση στο αυτό ως άνω Συμβούλιο, του οποίου η συγκρότηση θα γίνει από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Ιανουαρίου 2025 Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 17 Ιανουαρίου 2025.
H ΠΡΟΕΔΡΕΟΥΣΑ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ

To Top