Διοικητικό πρόστιμο μετά από ποινική αθώωση: Παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας και της αρχής ne bis in idem. Καταδίκη Ελλάδας

ΑΠΟΦΑΣΗ (ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ)

Μαλατέστα κατά Ελλάδας της 9.12.2025 (προσφ. αριθ. 28631/18)

Βλ. εδώ 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Η προσφεύγουσα, Ελληνίδα υπήκοος γεννηθείσα το 1936, εφέρετο να συμμετάσχει στην εισαγωγή αδήλωτων τσιγάρων που βρέθηκαν σε εμπορευματοκιβώτιο το 2005. Κατηγορήθηκε μαζί με τον υιό της, ο οποίος ήταν εκτελωνιστής, ότι επιχείρησε να αποκτήσει έγγραφο μεταβίβασης κυριότητας από ναυτιλιακή εταιρεία χρησιμοποιώντας πλαστά έντυπα.

Στις 8 Οκτωβρίου 2010 η τελωνειακή αρχή της επέβαλε διοικητικό πρόστιμο λαθρεμπορίας ύψους 1.323.851,98 ευρώ, δυνάμει των άρθρων 142 § 2, 150 και 155 § 1 στ. β΄ του ν. 2960/2001 (Τελωνειακός Κώδικας), η οποία ευθυνόταν σε ποσοστό 20% και ήταν αλληλεγγύως υπόχρεη για την καταβολή του συνολικού προστίμου των 6.619.259,90 ευρώ.

Με την απόφαση 5414/2011 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείο Πειραιώς η προσφεύγουσα αθωώθηκε από την κατηγορία της απόπειρας λαθρεμπορίας, καθώς το δικαστήριο έκρινε ότι δεν αποδείχθηκε δόλος.

Η προσφυγή της ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς απορρίφθηκε με την απόφαση 1611/2014, η οποία έκρινε ότι η προσφεύγουσα διέπραξε λαθρεμπορία με δόλο κατά το άρθρο 155 § 1 στ. β΄ του Τελωνειακού Κώδικα (ενέργειες αποσκοπούσες στην αποστέρηση του Δημοσίου ή της Ευρωπαϊκής Ένωσης από δασμούς). Το Συμβούλιο της Επικρατείας με την απόφαση 3076/2017 απέρριψε την αίτηση αναίρεσης.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 4 του 7ου Πρωτοκόλλου (ne bis in idem) και του άρθρου 6 § 2 της ΕΣΔΑ (τεκμήριο αθωότητας), κρίνοντας ότι τα διοικητικά δικαστήρια παρέλειψαν να εξετάσουν την επίδραση της αμετάκλητης αθωωτικής απόφασης επί της επιβολής του προστίμου και να την ακυρώσουν.

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Η προσφεύγουσα, Ζαφειρία Μαλατέστα, Ελληνίδα υπήκοος γεννηθείσα το 1936, κατοικεί στην Αθήνα. Το 2005 ανακαλύφθηκαν μεγάλες ποσότητες αδήλωτων τσιγάρων σε εμπορευματοκιβώτιο που είχε δηλωθεί ότι περιείχε εφόδια εστιατορίου. Η προσφεύγουσα με τον υιό της, εκτελωνιστή, θεωρήθηκαν εμπλεκόμενοι στην εισαγωγή εμπορευμάτων που παρουσιάστηκαν ψευδώς ως αγορασθέντα από εταιρεία. Ισχυρίστηκαν ότι ο υιός, μαζί με άλλους, είχε συντάξει πλαστά έγγραφα και η προσφεύγουσα είχε επιχειρήσει να αποκτήσει έγγραφο μεταβίβασης κυριότητας από ναυτιλιακή εταιρεία χρησιμοποιώντας πλαστά έντυπα, κατ’ εντολή του υιού της. Ο πράκτορας της ναυτιλιακής αρνήθηκε να παραδώσει το έγγραφο.

Στις 8 Οκτωβρίου 2010 η τελωνειακή αρχή επέβαλε στην προσφεύγουσα διοικητικό πρόστιμο για λαθρεμπορία ύψους 1.323.851,98 ευρώ, δυνάμει των άρθρων 142 § 2, 150 και 155 § 1 στ. β΄ του ν. 2960/2001 (Τελωνειακός Κώδικας), κατά το οποίο κάθε ενέργεια αποσκοπούσα στην αποστέρηση του Δημοσίου ή της Ευρωπαϊκής Ένωσης από δασμούς συνιστά λαθρεμπορία και επιβάλλεται πρόστιμο ανεξαρτήτως αν το αδίκημα υπόκειται σε ποινική δίωξη. Η προσφεύγουσα ευθυνόταν σε ποσοστό 20%, ενώ ο υιός της σε 80%, και ήταν αλληλεγγύως υπόχρεη για την καταβολή του συνολικού προστίμου των 6.619.259,90 ευρώ.

Με την απόφαση 5414/2011 της 6ης Σεπτεμβρίου 2011 το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς αθώωσε την προσφεύγουσα από την κατηγορία της απόπειρας λαθρεμπορίας (άρθρο 155 § 1 στ. α΄ του Τελωνειακού Κώδικα), κρίνοντας ότι δεν αποδείχθηκε δόλος. Ο υιός της καταδικάστηκε πρωτόδικα αλλά αθωώθηκε στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο.

Η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή ζητώντας την ακύρωση του προστίμου, επικαλούμενη: α) ότι η αθωωτική απόφαση επιβεβαίωσε την έλλειψη δόλου, ενόψει της ηλικίας της (70 ετών) και της ιδιότητάς της ως οικοκυράς, και β) ότι δεν υπήρξε απόπειρα λαθρεμπορίας αφού η εισαγωγή δεν είχε αρχίσει.

Η προσφυγή απορρίφθηκε με την απόφαση 1611/2014 του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς. Το δικαστήριο έκρινε ότι η προσφεύγουσα εκτέλεσε σχέδιο του υιού της και επιχείρησε να αποκτήσει το έγγραφο μεταβίβασης για να του επιτρέψει να εισάγει τα λαθραία τσιγάρα. Διαπίστωσε ότι η αθώωση αφορούσε το άρθρο 155 § 1 στ. α΄ και όχι το στ. β΄ του Τελωνειακού Κώδικα, και επιβεβαίωσε το πρόστιμο.

Με την απόφαση 3076/2017 το Συμβούλιο της Επικρατείας απέρριψε την αίτηση αναίρεσης ως απαράδεκτη, κρίνοντας ότι το Εφετείο δεν διαπίστωσε ότι η αθωωτική απόφαση είχε καταστεί αμετάκλητη και ότι η προσφεύγουσα δεν επικαλέστηκε ενώπιον του ΣτΕ ότι είχε θεμελιώσει το αμετάκλητο ενώπιον του Εφετείου.

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 6 § 2,

Άρθρο 4 του 7ου Πρωτοκόλλου

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 4 του 7ου Πρωτοκόλλου (ne bis in idem)

Το Δικαστήριο υπενθύμισε τις γενικές αρχές περί της αρχής ne bis in idem, όπως έχουν συνοψισθεί στις αποφάσεις Sergey Zolotukhin κατά Ρωσίας [Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης] της 10.2.2009 με αριθ. προσφ. 14939/03, και A και B κατά Νορβηγίας [Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης] της 15.11.2016 με αριθ. προσφ. 24130/11 και 29758/11.

Όσον αφορά διοικητικά πρόστιμα λαθρεμπορίας επιβαλλόμενα επί τη βάσει πραγματικών περιστατικών που είχαν προηγουμένως οδηγήσει σε αθώωση στην ποινική δίκη, το Δικαστήριο έχει ήδη διαπιστώσει παραβίαση του άρθρου 4 του 7ου Πρωτοκόλλου υπό σχεδόν πανομοιότυπες συνθήκες στην υπόθεση Καπετάνιος κ.α. κατά Ελλάδας της 30.4.2015 με αριθ. προσφ. 3453/12 και 2 άλλες.

Στην παρούσα υπόθεση, λαμβανομένου υπόψη του ύψους του επιβληθέντος προστίμου και του αποτρεπτικού του χαρακτήρα, αμφότερες οι διαδικασίες είχαν ποινικό χαρακτήρα και αφορούσαν το ίδιο αδίκημα. Η προσφεύγουσα αθωώθηκε από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς με την απόφαση 5414/2011, κατά της οποίας δεν ασκήθηκε ένδικο μέσο όσον αφορά την προσφεύγουσα.

Από την απόφαση 1611/2014 του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς προέκυψε ότι η προσφεύγουσα επικαλέστηκε και προσκόμισε την αθωωτική απόφαση, χωρίς το δικαστήριο να εγείρει ζήτημα περί του αμετακλήτου της. Όπως έκρινε το Δικαστήριο στην υπόθεση Καπετάνιος κ.α., υπό τις συνθήκες αυτές εναπόκειται στα διοικητικά δικαστήρια να εξετάσουν αυτεπαγγέλτως την επίδραση που θα μπορούσε να έχει η επικαλούμενη αμετάκλητη αθωωτική απόφαση στο πλαίσιο της εκκρεμούς διοικητικής διαδικασίας. Ωστόσο, τα εθνικά δικαστήρια παρέλειψαν να εξετάσουν την επίδραση της αθώωσης επί της επιβολής του προστίμου και να το ακυρώσουν.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 4 του 7ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.

Άρθρο 6 § 2 (τεκμήριο αθωότητας)

Το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι είχε διαπιστώσει παραβίαση του άρθρου 6 § 2 της Σύμβασης στην υπόθεση Καπετάνιος κ.α. κατά Ελλάδος σε σχέση με ζητήματα παρόμοια με αυτά που τέθηκαν στην προκειμένη υπόθεση.

Στην παρούσα υπόθεση, ενόψει των συστατικών στοιχείων των επίμαχων αδικημάτων, της όμοιας φύσης των δύο διαδικασιών και του γεγονότος ότι διεξήχθησαν ανεξάρτητα η μία από την άλλη, το Δικαστήριο κατέληξε ότι τα διοικητικά δικαστήρια έκριναν την προσφεύγουσα υπεύθυνη για το ίδιο αδίκημα για το οποίο είχε προηγουμένως αθωωθεί από το ποινικό δικαστήριο.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 § 2 της ΕΣΔΑ.

ΣΧΟΛΙΟ

Η απόφαση Μαλατέστα κατά Ελλάδας αποτελεί επιβεβαίωση της πάγιας νομολογίας του ΕΔΔΑ σχετικά με την εφαρμογή της αρχής ne bis in idem και του τεκμηρίου αθωότητας σε υποθέσεις όπου διοικητικά πρόστιμα λαθρεμπορίας επιβάλλονται παρά την προηγούμενη αθώωση στην ποινική δίκη.

Η απόφαση στηρίζεται κυρίως στην απόφαση – οδηγός Καπετάνιος ,κα. κατά Ελλάδας της 30.4.2015 (αριθ. προσφ. 3453/12, 42941/12 και 9028/13), η οποία αποτελεί κομβική απόφαση για την ελληνική έννομη τάξη σε ζητήματα διπλής δίωξης για λαθρεμπορία.

Στην υπόθεση Καπετάνιος κ.α., τρεις προσφεύγοντες είχαν κατηγορηθεί για λαθρεμπορία διαφόρων ειδών και αθωώθηκαν αμετάκλητα το 1992, 1998 και 2000 αντίστοιχα. Παράλληλα, τους επιβλήθηκαν διοικητικά πρόστιμα που επιβεβαιώθηκαν τελικά από το ΣτΕ το 2011-2012. Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι:

α) Αμφότερες οι διαδικασίες (ποινική και διοικητική) είχαν «ποινικό» χαρακτήρα κατά την αυτόνομη έννοια της ΕΣΔΑ, λαμβανομένου υπόψη του ύψους των προστίμων και του αποτρεπτικού/κυρωτικού χαρακτήρα τους.

β) Αφορούσαν το «ίδιο αδίκημα», δηλαδή τα ίδια πραγματικά περιστατικά.

γ) Τα διοικητικά δικαστήρια όφειλαν να εξετάσουν αυτεπαγγέλτως την επίδραση της αμετάκλητης αθωωτικής απόφασης, ακόμη και αν η νομοθεσία προέβλεπε «αυτονομία» των διαδικασιών.

δ) Η παράλειψη ακύρωσης του προστίμου μετά την αθώωση παραβίασε τόσο το άρθρο 4 του 7ου Πρωτοκόλλου (ne bis in idem) όσο και το άρθρο 6 § 2 (τεκμήριο αθωότητας).

Η προκειμένη απόφαση επιβεβαίωσε ότι το πρόβλημα της διπλής δίωξης για λαθρεμπορία στην Ελλάδα παραμένει υπαρκτό, παρά την πάροδο δέκα ετών από την απόφαση Καπετάνιος. Το Δικαστήριο, εκδίδοντας απόφαση (Committee judgment), εφαρμόζει πλέον κατευθείαν την πάγια νομολογία του χωρίς ανάγκη εκτενούς αιτιολογίας, γεγονός που υποδηλώνει ότι θεωρεί το ζήτημα νομικά επιλυμένο.

Ιδιαίτερη σημασία έχει η επισήμανση του Δικαστηρίου ότι «εναπόκειται στα διοικητικά δικαστήρια να εξετάσουν αυτεπαγγέλτως» την επίδραση της αθωωτικής απόφασης. Αυτό σημαίνει ότι η υποχρέωση δεν βαρύνει αποκλειστικά τον προσφεύγοντα να επικαλεστεί και να αποδείξει το αμετάκλητο της αθώωσης, αλλά τα ίδια τα δικαστήρια οφείλουν να διερευνήσουν το ζήτημα.

Η απόφαση αναδεικνύει επίσης το χρονικό πρόβλημα που δημιουργεί το ελληνικό σύστημα: η διοικητική διαδικασία μπορεί να ολοκληρωθεί πριν την αμετάκλητη περάτωση της ποινικής, οδηγώντας σε παραβίαση της αρχής ne bis in idem αν η τελική ποινική κρίση είναι αθωωτική. Η λύση που έχει υποδείξει το ΕΔΔΑ στην Καπετάνιος είναι είτε η αναστολή της μίας διαδικασίας μέχρι την περάτωση της άλλης, είτε η διεξαγωγή τους στο πλαίσιο ενιαίας δίκης.

Συμπερασματικά, η απόφαση Μαλατέστα επιβεβαιώνει ότι η Ελλάδα δεν έχει ακόμη προσαρμοστεί πλήρως στις απαιτήσεις της νομολογίας του ΕΔΔΑ σε ζητήματα διπλής δίωξης για τελωνειακά αδικήματα, καθιστώντας ίσως αναγκαία την αναθεώρηση της νομολογιακής πρακτικής των ελληνικών δικαστηρίων.

Πηγή :echrcaselaw.com

To Top