ΑΡΙΘΜΟΣ 4/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΕ ΠΛΗΡΗ ΠΟΙΝΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννα Κλάπα-Χριστοδουλέα, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Λεπενιώτη, Ασημίνα Υφαντή, Ελένη Κατσούλη, Μαρουλιώ Δαβίου, Μαρία Κουφούδη, Αγάπη Τζουλιαδάκη, Αλεξάνδρα Αποστολάκη, Μαρία Σιμιτσή-Βετούλα και Αριστείδη Βαγγελάτο, Αντιπρόεδρους, Χρήστο Κατσιάνη, Στέφανο – Σπυρίδωνα Πανταζόπουλο, Παρασκευή Τσούμαρη, Σπυρίδωνα Κουτσοχρήστο, Σωκράτη Πλαστήρα, Αγαθή Δερέ, Κλεόβουλο-Δημήτριο Κοκκορό – Εισηγητή, Ευτύχιο Νικόπουλο, Γεώργιο Παπαγεωργίου, Κορνηλία Πανούτσου, Σταύρο Μάλαινο, Χρυσούλα Πλατιά, Φώτιο Μουζάκη, Ελπίδα Σιμιτοπούλου, Αικατερίνη Χονδρορίζου, Ευαγγελία Γιακουμάτου, Μερόπη Τζουγκαράκη, Παναγιώτη Λυμπερόπουλο, Μιχαήλ Αποστολάκη, Νίκη Κατσιαούνη, Φωτεινή Μηλιώνη, Απόστολο Φωτόπουλο, Μαρία Πετσάλη, Ερασμία Λιούλη, Βάϊα Ζαρχανή, Σπυριδούλα Λιάτη, Στυλιανή Μπλέτα, Ηλία Γιαρένη, Ελένη Θεοδωρακοπούλου, Διονυσία Νίκα, Δέσποινα Βασιλοδημητράκη, Ευγενία Μπιτσακάκη, Ιωάννη Αποστολόπουλο, Αικατερίνη Πατσιαρά, Μαρία Αρχοντάκη, Παναγιώτη Φιλόπουλο, Στυλιανό Κακαβιά, Ευαγγελία Γίτση, Αθανάσιο Νικολόπουλο, Ελένη-Παναγιώτα Λεβεντέλη, Μαρία Τατσέλου, Ειρήνη Νικολάου, Παναγιώτη Μπολτέτσο, Αναστασία Καραμανίδου, Ιωάννα Στρατσιάνη, Χριστίνα Τζίμα, Άλκηστη Σιάννου, Βασιλική Μουγιάντση και Κωνσταντία Εμμανουηλίδου, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Αχιλλέα Ζήση (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευθυμίας Καλογεροπούλου.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 28 Νοεμβρίου 2025, προκειμένου να αποφανθεί για την παραπομπή με την υπ’αριθμ.789/2024 απόφαση του Ε’Ποιν. Τμήματος του Αρείου Πάγου στην Ποινικού Ολομέλεια, των 1ου και 4ου λόγων της υπ’αριθμ. πρωτ. …/2023 αίτησης αναιρέσεως του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου Σ. Α. του Α., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γρηγόριο Τσόλια, για αναίρεση της υπ’αριθμ. 1358/2023 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημ/των Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Εφετείο Πλημ/των Θεσσαλονίκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων ζητά τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από …2023 και με αριθμό πρωτοκόλλου …/2023 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό …/2024.
Αφού άκουσε Τoν Αντεισαγγελέα, ο οποίος πρότεινε να απορριφθούν οι παραπεμφθέντες στην Ολομέλεια 1ος και 4ος λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως και να επιβληθούν τα έξοδα στον αναιρεσείοντα και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Με την υπ’ αριθ. 789/2024 απόφαση του Ε’ Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, παραπέμφθηκε ομόφωνα στην Τακτική Ολομέλεια αυτού, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 3 του ν. 3810/1957, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 27 παρ. 1 και 2 του ν. 4983/2022 [ΚΟΔΚΔΛ] και 10 παρ. 2 του ΚΠΔ, ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ ΚΠΔ, περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης πρώτος λόγος [κατά το πρώτο μέρος του] και ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ ΚΠΔ τέταρτος λόγος της υπ’ αριθ. …/…2023 αίτησης αναίρεσης του Σ. Α. του Α., κατοίκου …, οδός …, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 1358/2023 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Θεσσαλονίκης.
2. Στο άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 2960/2001 “Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας” ορίζεται ότι: “Η Τελωνειακή Νομοθεσία, που θεσπίζεται με τον παρόντα Κώδικα, εφαρμόζεται από τις Τελωνειακές Αρχές: α) στις εμπορικές συναλλαγές της χώρας με τρίτες χώρες, σε συνδυασμό με την αντίστοιχη κοινοτική νομοθεσία, β) στα προϊόντα που υπόκεινται σε Ειδικούς Φόρους Κατανάλωσης” (Ε.Φ.Κ.) και γ) στα κοινοτικά ή μη εμπορεύματα που τελούν υπό ειδική τελωνειακή παρακολούθηση. Στο τρίτο μέρος του ως άνω ν. 2960/2001, το οποίο φέρει τον τίτλο “Ειδικοί Φόροι Κατανάλωσης” περιλαμβάνονται τα άρθρα 53 έως 119 Α, από τα οποία τα άρθρα 54, 55, 56, 57, 59, 60, 61, 63, 64, 65, 66, 67, 68, 71, 76, 84, 106, 109, 110, 112, 113, 114, 115, 116, 118 και 119 αντικαταστάθηκαν και το άρθρο 119 Α προστέθηκε με το άρθρο 85 του ν. 3842/2010 για εναρμόνιση της εθνικής νομοθεσίας προς την Οδηγία 2008/118/ΕΚ του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 2008 (EE L 9/14.1.2009) “Σχετικά με το γενικό καθεστώς των ειδικών φόρων κατανάλωσης και για την κατάργηση της Οδηγίας 92/12/ΕΟΚ”. Ειδικότερα, στο υπό τον τίτλο “επιβολή του φόρου” άρθρο 53 του ως άνω ν. 2960/2001 “Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας”, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3336/2005 (ΦΕΚ Α 96/20.4.2005) ορίζεται ότι: “Επιβάλλεται Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης (Ε.Φ.Κ.) στα ενεργειακά προϊόντα, στην ηλεκτρική ενέργεια, στην αλκοόλη, στα αλκοολούχα ποτά και στα βιομηχανοποιημένα καπνά και καθορίζονται τα περί παραγωγής, μεταποίησης, κατοχής, κυκλοφορίας και ελέγχου των προϊόντων αυτών, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντα Κώδικα” και στο υπό τον τίτλο “αντικείμενο του φόρου” άρθρο 54 παρ. 1 και 2 του ίδιου νόμου, όπως το άρθρο ισχύει μετά την αντικατάστασή του με την παρ. 1 του άρθρου 85 (εναρμόνιση προς την Οδηγία 2008/118/ΕΚ) του ν. 3842/2010, ορίζεται ότι: “Στον ειδικό φόρο κατανάλωσης υπόκεινται τα προϊόντα του άρθρου 53, τα οποία παράγονται ή εξορύσσονται, ανάλογα με την περίπτωση, στο εσωτερικό της χώρας, προέρχονται από άλλα κράτη – μέλη ή εισάγονται στο εσωτερικό της χώρας. 2 Επί των εισαγομένων και εξαγομένων προϊόντων του άρθρου 53 εφαρμόζονται οι διατάξεις της τελωνειακής και συναφούς με τον παρόντα κώδικα νομοθεσίας”. Επίσης, στο υπό τον τίτλο “Ορισμοί” άρθρο 55 του ίδιου νόμου, όπως το άρθρο αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του με την παρ. 2 του άρθρου 85 (εναρμόνιση προς την Οδηγία 2008/118/ΕΚ) του ν. 3842/2010 και πριν από τη συμπλήρωσή του με το άρθρο 51 παρ. 1 και 3 του ν. 4607/2019 (ΦΕΚ Α 65/24.4.2019) και την επακολουθείσασα τροποποίησή του με το άρθρο 4 του ν. 4955/2022 (ΦΕΚ Α 139/14.7.2022) ορίζεται ότι: “Για την εφαρμογή των διατάξεων του τρίτου μέρους του παρόντος Κώδικα νοούνται ως: (α) “εγκεκριμένος αποθηκευτής”: το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει λάβει άδεια από τις αρμόδιες αρχές, να παράγει, να μεταποιεί, να κατέχει, να παραλαμβάνει ή να αποστέλλει, στο πλαίσιο των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του, υποκείμενα σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντα, τα οποία τελούν υπό καθεστώς αναστολής του φόρου σε φορολογική αποθήκη, (β) “κράτος- μέλος” και “έδαφος κράτους – μέλους” το έδαφος κάθε κράτους μέλους της Κοινότητας, στο οποίο εφαρμόζεται η συνθήκη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, σύμφωνα με το άρθρο 299 αυτής, πλην των τρίτων εδαφών, (γ) “Κοινότητα” και “έδαφος Κοινότητας”: τα εδάφη των κρατών -μελών, που ορίζονται στο σημείο β’, (δ) “τρίτα εδάφη”: τα εδάφη που απαριθμούνται στο άρθρο 54 παράγραφοι 5 και 6, ε) “τρίτη χώρα”: κράτος ή έδαφος, στο οποίο δεν εφαρμόζεται η συνθήκη ίδρυσης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, (στ). […] (ζ) [···] (η) “εισαγωγή υποκειμένων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντων” η είσοδος στο εσωτερικό της χώρας υποκειμένων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντων από τρίτες χώρες ή τρίτα εδάφη, εκτός εάν τα προϊόντα, κατά την είσοδο τους στο εσωτερικό της χώρας, υπάγονται σε τελωνειακή διαδικασία αναστολής ή τελωνειακό καθεστώς αναστολής, καθώς και η έξοδος τους από τελωνειακή διαδικασία αναστολής ή τελωνειακό καθεστώς αναστολής, (θ) “εγγεγραμμένος παραλήπτης”: το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει λάβει άδεια από τις αρμόδιες αρχές, να παραλαμβάνει, στο πλαίσιο των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του, υποκείμενα σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντα προερχόμενα από άλλο κράτος-μέλος, τα οποία διακινούνται υπό καθεστώς αναστολής του ειδικού φόρου κατανάλωσης, (ι).[…], (ια) “φορολογική αποθήκη”: ο τόπος όπου υποκείμενα σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντα παράγονται, μεταποιούνται, κατέχονται, παραλαμβάνονται ή αποστέλλονται υπό καθεστώς αναστολής από εγκεκριμένο αποθηκευτή, στο πλαίσιο των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του”. Εξάλλου, στο υπό τον τίτλο “χρόνος και τόπος όπου καθίσταται απαιτητός ο φόρος” άρθρο 56 παρ. 1, 2 περ. β και 6 περ. β του αυτού ν. 2960/2001, όπως το εν λόγω άρθρο ισχύει μετά την αντικατάστασή του με την παρ. 3 του άρθρου 85 του ν. 3842/2010 και πριν από την τροποποίησή του με το άρθρο 5 του ν. 4955/2022, ορίζεται ότι: “1. Ο ειδικός φόρος κατανάλωσης καθίσταται απαιτητός κατά το χρόνο θέσης σε ανάλωση των προϊόντων στο εσωτερικό της χώρας. 2. Θεωρείται ως “θέση σε ανάλωση” (α) […], (β) η κατοχή των υποκειμένων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντων εκτός καθεστώτος αναστολής, για τα οποία δεν έχει επιβληθεί ειδικός φόρος κατανάλωσης δυνάμει των εφαρμοστέων διατάξεων του κοινοτικού δικαίου και της εθνικής νομοθεσίας, (γ) […]. (δ) […]. 3. […], 4. […], 5. […]. 6 περ. β. “Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 101 (που σημειωτέον αφορά τα βιομηχανοποιημένα καπνά), υπόχρεος να καταβάλει τον ειδικό φόρο κατανάλωσης, που καθίσταται, απαιτητός είναι: (α) […], (β) σχετικά με την κατοχή υποκείμενων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντων, όπως αναφέρεται στην περίπτωση β’ της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου: το πρόσωπο που κατέχει τα υποκείμενα σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντα και κάθε άλλο πρόσωπο που εμπλέκεται στην κατοχή τους. Επιπλέον, στο υπό τον τίτλο “ειδικές περιπτώσεις απαιτητού του φόρου” άρθρο 57 παρ. 1, 2 και 3 του ίδιου ν. 2960/2001, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με την παρ. 4 του άρθρου 85 (εναρμόνιση προς την Οδηγία 2008/118/ΕΚ) του ν. 3842/2010 και πριν από την τροποποίησή του με το άρθρο 6 του ν. 4955/2022 (ΦΕΚ Α 139), ορίζεται ότι: “1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 60 παράγραφος 1, σε περίπτωση κατά την οποία υποκείμενα σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντα, τα οποία έχουν ήδη τεθεί σε ανάλωση σε άλλο κράτος-μέλος, κατέχονται για εμπορικούς σκοπούς στο εσωτερικό της χώρας προκειμένου να παραδοθούν ή να χρησιμοποιηθούν σε αυτό, υπόκεινται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης, ο οποίος καθίσταται απαιτητός από τις αρμόδιες αρχές. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ως “κατοχή για εμπορικούς σκοπούς” νοείται η κατοχή προϊόντων υποκείμενων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης από μη ιδιώτη ή από ιδιώτη για μη δική του χρήση και τα οποία μεταφέρονται από αυτόν σύμφωνα με το άρθρο 59. 2. Οι όροι υπό τους οποίους ο ειδικός φόρος κατανάλωσης καθίσταται απαιτητός, καθώς και ο συντελεστής του ειδικού φόρου κατανάλωσης είναι αυτοί που ισχύουν τη στιγμή κατά την οποία ο φόρος καθίσταται απαιτητός στο εσωτερικό της χώρας. 3. Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, τα υποκείμενα σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντα διακινούνται μεταξύ των εδαφών των κρατών μελών υπό την κάλυψη του προβλεπόμενου από τον Κανονισμό (ΕΟΚ) αριθμ. 3649/1992 (EE L 369/18.12.1992 Απλουστευμένου Συνοδευτικού Διοικητικού Εγγράφου (Α.Σ.Δ.Ε.)”. Τέλος, στο υπό τον τίτλο “πωλήσεις εξ αποστάσεως” άρθρο 60 παρ. 1, 2, 3 και 4 του ως άνω νόμου, όπως αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του με την παρ. 6 του άρθρου 85 (εναρμόνιση προς την Οδηγία 2008/118/ΕΚ) του ν. 3842/2010 και πριν από τη συμπλήρωσή του με το άρθρο 4 του ν. 4410/2016 (ΦΕΚ Α 141/3.8.2016) και την εν συνεχεία τροποποίηση και διαμόρφωσή του με το άρθρο 10 του ν. 4955/2022 (ΦΕΚ Α 139), ορίζεται ότι : “1. Τα υποκείμενα σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντα τα οποία έχουν ήδη τεθεί σε ανάλωση σε άλλο κράτος-μέλος και αγοράζονται από πρόσωπο που δεν έχει την ιδιότητα του εγκεκριμένου αποθηκευτή ή του εγγεγραμμένου παραλήπτη, είναι εγκατεστημένο στο εσωτερικό της χώρας και δεν ασκεί ανεξάρτητη οικονομική δραστηριότητα, και τα οποία αποστέλλονται ή μεταφέρονται στο εσωτερικό της χώρας άμεσα ή έμμεσα από τον πωλητή ή για λογαριασμό του, υπόκεινται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης. 2. Στην περίπτωση που αναφέρεται στην παράγραφο 1, ο ειδικός φόρος κατανάλωσης καθίσταται απαιτητός και καταβάλλεται κατά την παράδοση των υποκείμενων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντων στο εσωτερικό της χώρας. Οι όροι υπό τους οποίους ο ειδικός φόρος κατανάλωσης καθίσταται απαιτητός, καθώς και ο συντελεστής του ειδικού φόρου κατανάλωσης είναι αυτοί που ισχύουν τη στιγμή κατά την οποία ο φόρος καθίσταται απαιτητός. 3. Υπόχρεος για την καταβολή του ειδικού φόρου κατανάλωσης στο εσωτερικό της χώρας είναι ο πωλητής ή ο φορολογικός αντιπρόσωπος αυτού. Ο φορολογικός αντιπρόσωπος πρέπει να είναι εγκατεστημένος στο εσωτερικό της χώρας και εγκεκριμένος από την αρμόδια αρχή. Στις περιπτώσεις που ο πωλητής ή ο φορολογικός του αντιπρόσωπος δεν έχει τηρήσει τις υποχρεώσεις της περίπτωσης α της παραγράφου 4, υπόχρεος για την καταβολή του ειδικού φόρου κατανάλωσης είναι ο παραλήπτης των υποκείμενων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντων. 4.Στην περίπτωση αποστολής προϊόντων από άλλο κράτος-μέλος στο εσωτερικό της χώρας, ο πωλητής ή ο φορολογικός αντιπρόσωπος αυτού πρέπει να συμμορφώνεται προς τις ακόλουθες υποχρεώσεις: α) πριν από την αποστολή των υποκείμενων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντων, να εγγράφεται στα μητρώα και να εγγυάται την καταβολή του ειδικού φόρου κατανάλωσης στην αρμόδια αρχή, β) να καταβάλλει τον ειδικό φόρο κατανάλωσης στην αρχή που προβλέπεται στην περίπτωση α την ημέρα άφιξης των προϊόντων ή το αργότερο την επόμενη εργάσιμη ημέρα, γ) να τηρεί λογιστική των παραδιδόμενων υποκείμενων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντων”. Από τις ως άνω κατά λέξη παρατεθείσες διατάξεις του ν. 2960/2001, όπως ίσχυαν κατά την ένδικη χρονική περίοδο (δηλαδή από …2016 μέχρι …2016) συνάγονται εναργώς τα ακόλουθα: (α) Στον ειδικό φόρο κατανάλωσης υπόκεινται τα προϊόντα του άρθρου 53, [στα οποία περιλαμβάνονται και τα αλκοολούχα ποτά], τα οποία παράγονται ή εξορύσσονται ανάλογα με την περίπτωση στο εσωτερικό της χώρας, προέρχονται από άλλα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή εισάγονται στο εσωτερικό της χώρας, επί δε των εισαγομένων και εξαγομένων προϊόντων του άρθρου 53 εφαρμόζονται οι διατάξεις της τελωνειακής και συναφούς με το ν. 2960/2001 νομοθεσίας (άρθρο 54 παρ. 1 και 2). (β) Ο ειδικός φόρος κατανάλωσης καθίσταται απαιτητός κατά το χρόνο κατοχής των εν λόγω προϊόντων στο εσωτερικό της χώρας, υπόχρεο δε για την καταβολή του φόρου αυτού, που επιβάλλεται δυνάμει των εφαρμοστέων διατάξεων του ενωσιακού δικαίου ή της εθνικής νομοθεσίας, είναι και το πρόσωπο που τα κατέχει, καθώς και κάθε άλλο πρόσωπο που εμπλέκεται στην κατοχή τους (άρθρο 56 παρ. 1, 2 περ. β και 6 περ. β), (γ) Στον ειδικό φόρο κατανάλωσης, όπως αυτός ισχύει κατά τη στιγμή που καθίσταται απαιτητός στο εσωτερικό της χώρας, υπόκεινται τα αναφερόμενα στο άρθρο 53 προϊόντα και στην περίπτωση κατά την οποία έχουν ήδη τεθεί σε ανάλωση σε άλλο κράτος μέλος της EE, εφόσον κατέχονται για εμπορικούς σκοπούς από μη ιδιώτη στο εσωτερικό της χώρας, (άρθρο 57 παρ. 1). Η διακίνηση των προϊόντων αυτών από ένα κράτος μέλος σε άλλο κράτος μέλος της EE γίνεται υπό την κάλυψη του προβλεπόμενου από τον Κανονισμό (ΕΟΚ) αριθμ. 3649/1992 (EE L 369/18.12.1992) Απλουστευμένου Συνοδευτικού Διοικητικού Εγγράφου (άρθρο 57 παρ. 3). (δ) Στον ειδικό φόρο κατανάλωσης υπόκεινται τα προϊόντα του άρθρου 53 και στην περίπτωση κατά την οποία έχουν ήδη τεθεί σε ανάλωση σε άλλο κράτος μέλος, όταν αγοράζονται από πρόσωπο που δεν έχει την ιδιότητα του εγκεκριμένου αποθηκευτή ή του εγγεγραμμένου παραλήπτη (όπως οι ορισμοί τους δίδονται στο άρθρο 55 περ. α και θ), είναι εγκατεστημένο στο εσωτερικό της χώρας και δεν ασκεί οικονομική δραστηριότητα και αποστέλλονται ή μεταφέρονται στο εσωτερικό της χώρας άμεσα ή έμμεσα από τον πωλητή ή για λογαριασμό του (άρθρο 60 παρ. 1) Στην περίπτωση αυτή ο ειδικός φόρος κατανάλωσης καθίσταται απαιτητός και καταβάλλεται κατά την παράδοση των προϊόντων στο εσωτερικό της χώρας, από τον υπόχρεο για την καταβολή του, που είναι ο πωλητής ή ο φορολογικός αντιπρόσωπος αυτού, στην περίπτωση δε που οι ως άνω δεν τηρήσουν τη συγκεκριμένη υποχρέωσή τους, υπόχρεος στην καταβολή του ειδικού φόρου κατανάλωσης καθίσταται ο παραλήπτης των προϊόντων (άρθρο 60 παρ. 3). Με τις ως άνω, δηλαδή, εναρμονισμένες προς την Οδηγία 2008/118/ΕΚ διατάξεις του Τρίτου Μέρους του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα, όπως ισχύουν κατά τη χρονική περίοδο που αφορά στην κρινόμενη υπόθεση, ορίζονται επ’ ακριβώς: (α) τα προϊόντα που υπόκεινται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης, (β) το έδαφος του κάθε κράτους μέλους και το έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EE), στα οποία τα προϊόντα αυτά χαρακτηρίζονται ως κοινοτικά εμπορεύματα, καθώς και οι τρίτες χώρες και τα τρίτα εδάφη, τα υποκείμενα σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντα των οποίων, όταν εισάγονται στην Ελλάδα, χαρακτηρίζονται ως μη κοινοτικά εμπορεύματα, (γ) η διαδικασία διακίνησης των υποκειμένων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντων, όταν αυτά εισέρχονται στην Ελλάδα προερχόμενα από το κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο οποίο αυτά παρήχθησαν, (δ), ο χρόνος και ο τόπος όπου καθίσταται απαιτητός ο ειδικός φόρος κατανάλωσης, όταν τα προϊόντα αυτά προέρχονται από κράτος μέλος της EE και (ε) ο εκάστοτε υπόχρεος για την καταβολή του εν λόγω φόρου, πάλι για την περίπτωση που τα εν λόγω προϊόντα εισέρχονται στο εσωτερικό της χώρας, προερχόμενα από άλλο κράτος -μέλος της EE.
3 . Στο υπό τον τίτλο “Παρατυπίες κατά τη διακίνηση των υποκειμένων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντων, τα οποία έχουν τεθεί σε ανάλωση” άρθρο 119 του ν. 2960/2001, όπως αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του με την παρ. 27 του άρθρου 85 (εναρμόνιση προς την Οδηγία 2008/118/ΕΚ) του ν. 3842/2010 και πριν από την τροποποίησή του με το άρθρο 24 του ν. 4955/2022, ορίζονται τα εξής: “1. Σε περίπτωση που διαπραχθεί παρατυπία κατά τη διάρκεια διακίνησης προϊόντων υποκείμενων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης, σύμφωνα με το άρθρο 57 παράγραφος 1 ή το άρθρο 60 παράγραφος 1, σε κράτος- μέλος άλλο από το κράτος- μέλος στο οποίο τέθηκαν σε ανάλωση, τα προϊόντα υπόκεινται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης, ο οποίος καθίσταται απαιτητός στο κράτος – μέλος όπου διαπράχθηκε η παρατυπία. Σε περίπτωση που η παρατυπία διαπραχθεί στο εσωτερικό της χώρας, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο προηγούμενο εδάφιο, ο ειδικός φόρος κατανάλωσης καθίσταται απαιτητός στο εσωτερικό της χώρας. 2.Σε περίπτωση που διαπιστωθεί παρατυπία στο εσωτερικό της χώρας κατά τη διάρκεια της διακίνησης υποκείμενων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντων, τα οποία έχουν τεθεί σε ανάλωση σε άλλο κράτος-μέλος, σύμφωνα με το άρθρο 57 παράγραφος 1 ή το άρθρο 60 παράγραφος 1, και δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί ο τόπος στον οποίο διαπράχθηκε η παρατυπία, αυτή θεωρείται ότι διαπράχθηκε και ο ειδικός φόρος κατανάλωσης καθίσταται απαιτητός στο εσωτερικό της χώρας. Ωστόσο, εάν το κράτος-μέλος όπου πράγματι διαπράχθηκε η παρατυπία εξακριβωθεί πριν από τη λήξη τριετούς περιόδου από την ημερομηνία απόκτησης των υποκείμενων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντων, εφαρμόζονται οι διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1. 3.Τον ειδικό φόρο κατανάλωσης υποχρεούται να καταβάλει το πρόσωπο που εγγυήθηκε την καταβολή του, σύμφωνα με το άρθρο 57 παράγραφος 7 περίπτωση α’ ή το άρθρο 60 παράγραφος 4 περίπτωση α’, καθώς και οποιοδήποτε πρόσωπο συμμετείχε στην παρατυπία, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 119Α. […]. 4.Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ως “παρατυπία” νοείται η κατάσταση που δημιουργείται κατά τη διάρκεια διακίνησης υποκείμενων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντων, βάσει του άρθρου 57 παράγραφος 1 ή του άρθρου 60 παράγραφος 1, η οποία δεν καλύπτεται από το άρθρο 61 (που σημειωτέον αναφέρεται σε καταστροφές και απώλειες υποκείμενων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντων που έχουν τεθεί σε ανάλωση στο έδαφος ενός κράτους μέλους κατά τη μεταφορά τους στο έδαφος κράτους μέλους άλλου από το κράτος μέλος στο οποίο τέθηκαν σε ανάλωση), και λόγω της οποίας δεν περατώθηκε με κανονικό τρόπο μια διακίνηση ή μέρος μιας διακίνησης προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης.” Επίσης, στις παραγράφους 1 και 3 του υπό τον τίτλο “Παραβάσεις – Κυρώσεις” άρθρου 119 Α του ίδιου ν. 2960/2001, που προστέθηκε με την παρ. 28 του άρθρου 85 (εναρμόνιση προς την Οδηγία 2008/118/ΕΚ) του ν. 3842/2010, όπως η παρ.1 αυτού αντικαταστάθηκε με το άρθρο 26 παρ. 6 του ν. 3943/2011 (ΦΕΚ Α 66/31.3.2011) ορίζεται ότι : 1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της επόμενης παραγράφου, η μη τήρηση των διατυπώσεων του τρίτου μέρους του παρόντος Κώδικα χαρακτηρίζεται ως απλή τελωνειακή παράβαση κατά τα προβλεπόμενα από τα άρθρα 142 και επόμενα του παρόντος Κώδικα και επισύρει πρόστιμο από πεντακόσια (500) ευρώ μέχρι δεκαπέντε χιλιάδες (15.000) ευρώ για κάθε παράβαση, ανάλογα με τη βαρύτητα και τη συχνότητά της. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών μπορεί να αναπροσαρμόζονται τα ελάχιστα όρια του προστίμου που προβλέπεται στο προηγούμενο εδάφιο. Με όμοια απόφαση μπορεί οι απλές τελωνειακές παραβάσεις να κατατάσσονται σε κατηγορίες ανάλογα με τη σοβαρότητά τους και να προσδιορίζεται ειδικότερα το ύφος του προστίμου μέσα στα όρια που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο. 2. Η με οποιονδήποτε τρόπο διαφυγή ή απόπειρα διαφυγής της καταβολής των οφειλόμενων φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων, καθώς και η μη τήρηση των διατυπώσεων που προβλέπονται από το τρίτο μέρος του παρόντος Κώδικα με σκοπό τη μη καταβολή των ως άνω φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων, χαρακτηρίζονται και τιμωρούνται διοικητικώς και ποινικώς ως λαθρεμπορία κατά τις διατάξεις των άρθρων 142 και επόμενα του παρόντος Κώδικα. Από τις ως άνω διατάξεις των άρθρων 119 και 119 Α παρ. 1 και 2 του ν. 2960/2001, όπως ίσχυαν κατά τον ένδικο χρόνο, σαφώς συνάγεται ότι η κατά το άρθρο 119 παρ. 4 του ν. 2960/2001 “παρατυπία”, δηλαδή η κατάσταση που δημιουργείται κατά τη διάρκεια διακίνησης των υποκειμένων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντων, βάσει του άρθρου 57 παρ. 1 ή του άρθρου 60 παρ. 1 του ν. 2960/2001, [οι διατάξεις των οποίων έχουν παρατεθεί στην υπό αρίθμηση 2 νομική σκέψη], όταν η διακίνηση των προϊόντων αυτών δεν περατώνεται με κανονικό τρόπο, εφόσον διαπράττεται στο εσωτερικό της χώρας με σκοπό τη μη καταβολή του ειδικού φόρου κατανάλωσης, δεν συνιστά απλή τελωνειακή παράβαση, αλλά, αντίθετα, χαρακτηρίζεται και τιμωρείται διοικητικώς και ποινικώς ως λαθρεμπορία κατά τις διατάξεις των άρθρων 142 και επόμενα του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα. Η διάταξη, δηλαδή, της παρ. 2 του άρθρου 119 Α του ν. 2960/2001 ( ως προς την κυρωτική πλαισίωση των παραβάσεων σε σχέση με τον ειδικό ομόρο κατανάλωσης και όχι για να καθορίσει την νομοτυπική περιγραφή τους) ευθέως παραπέμπει στην εφαρμογή του άρθρου 157 του ίδιου νόμου, που ορίζει την ποινική τιμωρία που προβλέπονται για τη λαθρεμπορία, εκείνου του προσώπου, το οποίο, με σκοπό τη μη καταβολή του ειδικού φόρου κατανάλωσης, διαπράττει την κατά το άρθρο 119 παρ. 1 και 4 “παρατυπία” στο εσωτερικό της χώρας κατά τη διάρκεια της διακίνησης των υποκείμενων στον ειδικό αυτό φόρο κατανάλωσης προϊόντων, τα οποία έχουν ήδη τεθεί σε ανάλωση (παραχθεί) σε άλλο κράτος -μέλος, όταν αυτά (α) κατέχονται για εμπορικούς σκοπούς στο εσωτερικό της χώρας (άρθρο 57 παρ. 1 του ν. 2960/2001), ή (β) αγοράζονται από πρόσωπο που δεν έχει την ιδιότητα του εγκεκριμένου αποθηκευτή ή του εγγεγραμμένου παραλήπτη, είναι εγκατεστημένο στο εσωτερικό της χώρας και δεν ασκεί ανεξάρτητη οικονομική δραστηριότητα και αποστέλλονται ή μεταφέρονται στο εσωτερικό της χώρας άμεσα ή έμμεσα από τον πωλητή ή για λογαριασμό του (άρθρο 60 παρ. 1 του ν. 2960/2001). Ενόψει αυτών, και σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2960/2001 (όπως ίσχυαν κατά τον ένδικο χρόνο) που παρατίθενται στις με αρίθμηση 2 και 3 νομικές σκέψεις, στις περιπτώσεις που διαπράττεται παρατυπία, (όπως αυτή ορίζεται στην παρατεθείσα παράγραφο 4 του άρθρου 119 του ν. 2960/2001) κατά τη διάρκεια διακίνησης προϊόντων υποκειμένων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης σύμφωνα με το άρθρο 57 παρ. 1 ή το άρθρο 60 παρ. 1 από το κράτος – μέλος στο οποίο τα προϊόντα αυτά τέθηκαν σε ανάλωση (παρήχθησαν), στο εσωτερικό της χώρας, εφόσον η παρατυπία αυτή διαπράττεται με σκοπό την μη καταβολή του ειδικού φόρου κατανάλωσης και των λοιπών επιβαρύνσεων χαρακτηρίζεται εκ του νόμου (άρθρο 119 Α παρ. 2) ως λαθρεμπορία και τιμωρείται ποινικώς κατά τις διατάξεις του άρθρου 157 του ίδιου Κώδικα.
4. Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σε αυτή με σαφήνεια και πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για την συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά, αρκεί ωστόσο να συνάγεται από την απόφαση, ότι όλα τα αποδεικτικά μέσα έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί. Ακόμη, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ ΚΠΔ, λόγο αναίρεσης αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει τον ανωτέρω αναιρετικό λόγο, συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διάταξης αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της απόφασης, που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση [ολΑΠ 1/2020].
5. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Θεσσαλονίκης, με την προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. 1358/2023 απόφαση του, μετά από συνεκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευόμενων, κατ’ είδος τους αποδεικτικών μέσων, δέχτηκε στο σκεπτικό του, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, τα ακόλουθα: “Στις …2016, κατόπιν νομότυπου ελέγχου από τους αρμόδιους υπαλλήλους της Διεύθυνσης Τελωνείου Σερρών στο κατάστημα της εταιρείας με την επωνυμία “… ΟΕ” (με αντικείμενο δραστηριότητας “παροχή υπηρεσιών που παρέχονται από καφετέρια, καφέ – μπαρ”), που εδρεύει στις Σέρρες, εντοπίσθηκαν σε χώρο αποθήκευσης αλκοολούχων ποτών δώδεκα (12) φιάλες των 0,75 ml του αφρώδους οίνου, με αλκοολικό βαθμό 7,5 % vol, που έφεραν ετικέτα “Asti Martini”, με LOT NUMBER: …, και εξωτερικές ενδείξεις στην ιταλική γλώσσα. Τις εν λόγω φιάλες η άνω εταιρεία προμηθεύτηκε από την εταιρία ” … ΑΕ” δυνάμει του υπ’ αριθμ. …2016 Δ.Α. – τιμολογίου πώλησης, με τιμή αγοράς 6,26 ευρώ/φιάλη. Εν συνεχεία στις ….2016 κατόπιν νομότυπου ελέγχου των ιδίων υπαλλήλων στις εγκαταστάσεις της εταιρίας “… ΑΕ”, που εδρεύει στο …, εντοπίσθηκαν σε αποθήκη της εταιρείας και σε ιδιαίτερο χώρο αυτής, 96 φιάλες των 0,75 ml του ίδιου αφρώδους οίνου “Asti Martini”, χωρίς ενδείξεις στην ελληνική γλώσσα (ενδεικτικά LOT NUMPER: …, …, …). Η εν λόγω επιχείρηση εμφάνισε τα ακόλουθα φορολογικά παραστατικά: 1. Τα υπ’ αριθμ. …2016 και …2016 Δ.Α. – Τιμολόγια Πώλησης, που εκδόθηκαν από την προμηθεύτρια εταιρεία με την επωνυμία ” … ΜΕΠΕ” , σύμφωνα με τα οποία η καθαρή εμπορική αξία (μη συμπεριλαμβανομένου Ε.Φ.Κ. και Φ.Π.Α.) του άνω είδους ανέρχεται σε 8,27 ευρώ/φιάλη. Αντίστοιχα στην καρτέλα κίνησης είδους του συγκεκριμένου προμηθευτή αναγράφεται τιμή μονάδας (φιάλης) 8,26850€. 2. Τα υπ’ αριθμ. …2016 και ….2016 δελτία αποστολής -τιμολόγια πώλησης που εκδόθηκαν από την εταιρεία με την επωνυμία “… Α.Ε.”, σύμφωνα με τα οποία η καθαρή εμπορική αξία (μη συμπεριλαμβανομένου Ε.Φ.Κ. και Φ.Π.Α.) του άνω είδους ανέρχεται σε 8,10 ευρώ/φιάλη. Αντίστοιχα στην καρτέλα κίνησης είδους του συγκεκριμένου προμηθευτή αναγράφεται τιμή μονάδας (φιάλης) 8,10542€. 3. Το υπ’ αριθμ. …2016 τιμολόγιο πώλησης (σχετικό το Α – ΔΑΠ … δελτίο αποστολής) με διακριτικό τίτλο “…” σύμφωνα με το οποίο η καθαρή εμπορική αξία (μη συμπεριλαμβανομένου Ε.Φ.Κ. και Φ.Π.Α.) του άνω είδους ανέρχεται σε 4,34 ευρώ/φιάλη. Στην καρτέλα κίνησης είδους του συγκεκριμένου προμηθευτή διαπιστώθηκε ότι αναγράφεται ως τιμή μονάδας (φιάλης) 8,42450 (καταχώριση δελτίου αποστολής ως παραστατικού εισαγωγής που έλαβε αριθμό … με ημερομηνία …2016 αντί της αληθούς τιμής μονάδας (φιάλης) 4,34€. Διαπιστώθηκε από τον έλεγχο ότι η άνω εταιρεία “… Α.Ε.” κατείχε τα ως άνω αλκοολούχα ποτά (96 φιάλες χωρίς ενδείξεις στην ελληνική γλώσσα) κατόπιν αγοράς τους από την εταιρεία “… ΑΕ ” (… ΑΕΕ ), δυνάμει του Α – …2016 τιμολογίου πώλησης (για συνολική ποσότητα 240 φιαλών), με τιμή αγοράς 4,34€/φιάλη. Με βάση τα δεδομένα που προέκυψαν από τον έλεγχο (ύπαρξη ετικετών προς επικόλληση σε φιάλες με ενδείξεις “Εισαγωγή – Διανομή: Εισαγωγή – Διανομή … ΑΕΕ …”, ύπαρξη τιμολογίου αγοράς από την εν λόγω εταιρεία με σημαντική διαφορά ως προς την αξία ανά φιάλη σε σχέση με τις λοιπές προμηθεύτριες εταιρείες – … ΕΠΕ ΚΑΙ … ΑΕ – διαφορά ως προς την καταχώριση της αξίας/φιάλη στην καρτέλα είδους του εν λόγω προμηθευτή σε σχέση με την αναγραφόμενη στο τιμολόγιο τιμή αξίας/φιάλη), διενεργήθηκε οίκοθεν έλεγχος στην βάση δεδομένων “ELENXIS” και συγκεκριμένα στο φορολογικό προφίλ τόσο της εταιρείας “… Α.Ε.” όσο και της εταιρείας “… ΑΕΕ” την διαχείριση της τελευταίας είχε ο Κ. Μ. (που διατέλεσε μέλος ΔΣ από συστάσεώς της στις …2007, Πρόεδρος του ΔΣ από …2009 έως …2011, Αντιπρόεδρος ΔΣ από …2011 έως …2015 και έκτοτε διαχειριστής και μέλος του Δ.Σ.), ο οποίος παράλληλα είχε διατελέσει Αντιπρόεδρος του Δ.Σ. της εταιρείας “… Α.Ε. ” από τις …2001 έως τις …2015. Περαιτέρω από τον περαιτέρω έλεγχο των προσκομισθέντων φορολογικών παραστατικών διαπιστώθηκε ότι η ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία “… Α.Ε” προμηθεύτηκε 960 φιάλες των 0,75 ml του αφρώδους οίνου ” Asti Martini ” από την εταιρία ” … ΕΠΕ” , ήτοι 600 φιάλες δυνάμει του υπν αριθμ. …2016 τιμολογίου πώλησης και του υπ’ αριθμ. … 2016 δελτίου αποστολής και 360 φιάλες δυνάμει του υπ’ αριθμ. …2016 τιμολογίου πώλησης – δελτίου αποστολής με τιμή αγοράς 4,30 ευρώ ανά φιάλη, τις οποίες εν συνεχεία διέθεσε στους ακόλουθους παραλήπτες, με καθαρή εμπορική αξία 4,34€/φιάλη: α) 240 φιάλες στην εταιρία με την επωνυμία “… Α.Ε.” κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα, β) 240 φιάλες στην εταιρία με την επωνυμία “… ΕΠΕ” , που εδρεύει στην …, δυνάμει του υπ’ αριθμ. A – …2016 τιμολογίου πώλησης και του υπ’ αριθμ. Α – …2016 δελτίου αποστολής, γ) 120 φιάλες στην ατομική επιχείρηση του Δ. Μ. με έδρα την … δυνάμει του υπ’ αριθμ. Α – …2016 τιμολογίου πώλησης και του υπ’ αριθμ. Α – …2016 δελτίου αποστολής, δ) 120 φιάλες στην ατομική επιχείρηση του Σ. Κ. με έδρα το … δυνάμει του υπ’ αριθμ. Α – … 2016 τιμολογίου πώλησης και του υπ’ αριθμ. Α – …2016 δελτίου αποστολής, ε) 60 φιάλες στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “… ΑΕ”, που εδρεύει στην …, δυνάμει του υπ αριθμ. Α – … 2016 τιμολογίου πώλησης και του υπ’ αριθμ. Α – … 2016 δελτίου αποστολής και στ) 180 φιάλες στην ετερόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία “… EE”, που εδρεύει στην …, δυνάμει του υπ’ αριθμ. Α – …2016 τιμολογίου πώλησης και του υπ’ αριθμ. Α – …2016 δελτίου αποστολής, με τιμή πώλησης (για όλες τις φιάλες), όπως προαναφέρθηκε, 4,34 ευρώ ανά φιάλη (μολονότι η τιμή πώλησής τους στην αγορά ανερχόταν στο ποσό των 8,00 ευρώ ανά φιάλη). Επίσης, προέκυψε η απευθείας αποστολή των σχετικών φιαλών στους τελικούς παραλήπτες από τις εγκαταστάσεις της εταιρείας ” … ΕΠΕ”, στο … όπου ήταν ο τόπος φόρτωσης, ότι το κέρδος μεταπώλησης ανά φιάλη από την εταιρεία “… ΕΠΕ” μέχρι τους τελικούς παραλήπτες, φέρεται να είναι μόλις 0,04€ (τιμή αγοράς 4,30€ και τιμή πώλησης 4,34€), το οποίο κρίνεται ιδιαιτέρως χαμηλό για λόγους άσκησης εμπορικής δραστηριότητας. Μετά ταύτα διενεργήθηκε έλεγχος διασύνδεσης μεταξύ των εμπλεκόμενων εταιρειών (“… ΕΠΕ, … ΑΕΕ και τελικές παραλήπτριες εταιρείες/επιχειρήσεις), από τον οποίο διαπιστώθηκε ότι τόσο η προμηθεύτρια εταιρεία “… ΕΠΕ” όσο και οι παραλήπτριες επιχειρήσεις σχετίζονται άμεσα με φυσικά πρόσωπα – μετόχους της εταιρείας … ΑΕΕ, η οποία ουσιαστικά λειτουργούσε ως μεσάζουσα μόνον για λόγους έκδοσης φορολογικών παραστατικών. Η εταιρεία “… ΕΠΕ” δεν διενεργούσε εισαγωγές και αγόραζε τις διακινούμενες ποσότητες από εγχώριες επιχειρήσεις. Από τον έλεγχο προέκυψε ότι η άνω εταιρεία “… ΕΠΕ” από …2015 έως …2016 προμηθεύτηκε το επίμαχο είδος ποτού αποκλειστικά και μόνον από την εταιρεία ” … Ε.Ε” , της οποίας νόμιμος εκπρόσωπος είναι ο κατηγορούμενος, προς 4€/φιάλη. Στις εγκαταστάσεις της, κατά τον έλεγχο, στις …2016, βρέθηκαν 127 φιάλες του άνω ποτού, ενώ το υπόλοιπο απογραφής του έτους 2015 ήταν 91 φιάλες. Όσον αφορά την προμήθεια του άνω είδους ποτού από την εταιρεία “… ΕΠΕ” επιδείχθηκαν από αυτήν τιμολόγια έκδοσης της εταιρείας με την επωνυμία “… Ε.Ε.”, με αριθ. …, … (έτους 2015), …, …,…,…, …, … και … έτους 2016 (σύνολο φιαλών 1020) . Από την επισκόπηση των άνω τιμολογίων διαπιστώνεται ότι έχουν εκδοθεί χειρόγραφα, από όμοιο αθεώρητο στέλεχος, κανένα δεν φέρει υπογραφή παραλήπτη, τα υπ’ αριθ. … και … (μη επίδικα) φέρουν ημερομηνία έκδοσης …2015 και όχι έτους 2016, αριθμός κυκλοφορίας μεταφορικού μέσου αναγράφεται μόνο στα υπ’ αριθ. … – … /2016 τιμολόγια και είναι δυσανάγνωστος ως εξής: …… και η αναγραφόμενη καθαρή εμπορική αξία ανέρχεται σε 4€/φιάλη. Επιπλέον, δεν υφίσταται καμία ένδειξη ως προς το εάν εξοφλήθηκε το τίμημα (με εξαίρεση τα μη επίδικα … και …/…2015), ούτε ο τρόπος εξόφλησης (μετρητοίς, επί πιστώσει, αναφορά ΙΒΑΝ τραπεζικού λογαριασμού) και όλα έχουν συνταχθεί από το ίδιο φυσικό πρόσωπο αφού ο γραφικός χαρακτήρας είναι πανομοιότυπος. Όσον αφορά την διάθεση του άνω είδους ποτού κατά το έτος 2016, επιδείχθηκαν δελτία αποστολής και τιμολόγια και δη το με αριθ. …2016 δελτίο αποστολής και το με αριθμ. …2016 τιμολόγιο πώλησης προς την εταιρεία … ΑΕΕ για ποσότητα 500 φιαλών και το με αριθμ. …2016 Δ.Α. τιμολόγιο πώλησης προς την εταιρεία … ΑΕΕ για ποσότητα 360 φιαλών. Είναι τα ίδια φορολογικά στοιχεία που προσκόμισε και η παραλήπτρια εταιρεία … ΑΕΕ, ενώ η αναγραφόμενη εμπορική αξία ανέρχεται σε 4,30€. Σημειώνεται ότι στην ιδιοκτησία της προμηθεύτριας εταιρείας “… Ε.Ε”, της οποίας νόμιμος εκπρόσωπος είναι ο κατηγορούμενος, ανήκε το Ι.Χ. φορτηγό αυτοκίνητο με αριθμό κυκλοφορίας …, το οποίο, ωστόσο διαγράφηκε το έτος 2015 και ως εκ τούτου δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί με αυτόν τον αριθμό κυκλοφορίας κατά το έτος 2016 για τις αποστολές αλκοολούχων ποτών από την εταιρεία “… Ε.Ε.” προς την εταιρεία “… ΕΠΕ” , όπως αναγράφεται στα σχετικά τιμολόγια. Η εν λόγω εκπροσωπούμενη από τον κατηγορούμενο εταιρεία “… Ε.Ε.” κατέθετε στο Τελωνείο Λάρισας Δ.Ε.Φ.Κ. για αλκοολούχα ποτά που εισήγαγε μέχρι το έτος 2009, όμως, στα παραληφθέντα ποτά δεν υπάρχουν παραλαβές του επίμαχου αλκοολούχου ποτού ASTI MARTINI. Επισημαίνεται ότι η ως άνω εταιρεία με την επωνυμία “… Ε.Ε”, της οποίας νόμιμος εκπρόσωπος είναι ο κατηγορούμενος, προέβη σε διακοπή/παύση των εργασιών της στις …2015. Με βάση τα ανωτέρω αποδεικνύεται ότι η εταιρία “… ΕΠΕ” προμηθεύτηκε 780 από τις προαναφερόμενες φιάλες από την ετερόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία “… Ε.Ε.” , διαχειριστής και ομόρρυθμος εταίρος της οποίας ήταν ο πρώτος κατηγορούμενος, Σ. Α.. Ο τελευταίος εξέδωσε, υπό την ανωτέρω ιδιότητά του, τα παρακάτω αναφερόμενα φορολογικά περιστατικά, ήτοι τα υπ’ αριθμ. …2016, …2016, …2016, …2016, …2016, …2016 και … 2016 χειρόγραφα και από το ίδιο αθεώρητο στέλεχος τιμολόγια πώλησης – δελτία αποστολής, που αντιστοιχούσαν σε πωλήσεις (σε συνέχεια παλαιότερων) 120, 120, 120, 120, 120, 120 και 60 φιαλών των 0,75 ml του αφρώδους οίνου “Asti Martini “, αντίστοιχα, προς την εταιρία “… ΕΠΕ”, έναντι καθαρού αναγραφόμενου εμπορικού τιμήματος 4,00 ευρώ η φιάλη και έφεραν ετικέτες με ενδείξεις στην Ιταλική γλώσσα, προκειμένου -να προσδώσει τελωνειακή νομιμοφάνεια στην κατοχή των εν λόγω εμπορευμάτων από την ανωτέρω αγοράστρια εταιρία, μολονότι η εταιρία του είχε ήδη περιέλθει σε κατάσταση παύσης εργασιών σε προγενέστερο χρόνο, ήτοι από τις …2015. Επιπροσθέτως τα προαναφερόμενα αλκοολούχα ποτά είχαν εισαχθεί από το εξωτερικό, χωρίς να τηρηθούν οι προβλεπόμενες τελωνειακές διατυπώσεις από την αρμόδια τελωνειακή αρχή και χωρίς να καταβληθούν για αυτά οι αναλογούσες φορολογικές επιβαρύνσεις (Φ.Π.Α.) και ο Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης, ο οποίος ορίζεται σε είκοσι (20) ευρώ ανά εκατόλιτρο τελικού προϊόντος, ήτοι ανέρχονται εν προκειμένω στο συνολικό ποσό των 1.135,43 ευρώ, γεγονός που γνώριζε. Σημειώνεται ότι και ο εκπρόσωπος της εταιρείας “… Ε.Π.Ε.” , Κ. Τ., παραδέχθηκε ότι τόσο τα άνω επίδικα προϊόντα – αλκοολούχα ποτά τα προμηθεύτηκε (κατά το έτος 2016) όσο και τα μη επίδικα (του έτους 2015) από το ίδιο πρόσωπο, δηλαδή τον κατηγορούμενο, ο οποίος και του τα παρέδωσε και με τον οποίο είχαν συνεργασία επί αρκετά χρόνια. Ο κατηγορούμενος διά της πληρεξούσιας δικηγόρου του προέβαλε, μεταξύ άλλων, και τον ισχυρισμό ότι, εφόσον πληρώθηκαν τα τέλη από τους συγκατηγορουμένους του και ως προς το ποσό που αναλογούσε στον ίδιο, εξαλείφθηκε το αξιόποινο και ως προς αυτόν. Ο ισχυρισμός αυτός είναι, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στην άνω υπό “II” νομική σκέψη της παρούσας, απορριπτέος ως μη νόμιμος. Τούτο διότι, ανεξάρτητα της πληρωμής του πολλαπλού τέλους από άλλους συνυπαίτιους του κατηγορουμένου, ο τελευταίος δεν υπέβαλε αίτηση για υπαγωγή στην διαδικασία του άρθρου 158 παρ. 1 του Ν. 2690/2001, με αποτέλεσμα να μην υπαχθεί σε αυτήν και να μην παραιτηθεί των ενδίκων μέσων, προϋποθέσεις, αναγκαίες κατά τα αναφερόμενα στην ίδια νομική σκέψη για την εφαρμογή και γι’αυτόν της εν λόγω διατάξεως. Περαιτέρω ο κατηγορούμενος, απολογούμένος τόσο ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, όσο και ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, επιχειρώντας να αποσείσει τις ευθύνες του για την επίδικη πράξη, προέβαλε αντιφατικούς και ασαφείς ισχυρισμούς. Ειδικότερα, στην απολογία του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, αλλά και στους αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς που υπέβαλε εγγράφως διά της πληρεξούσιας δικηγόρου του ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ισχυρίστηκε ότι τις επίμαχες φιάλες του άνω αλκοολούχου ποτού ASTI MARTINI τις εισήγαγε ο ίδιος από την Ιταλία κατά το έτος 2009 και τις πώλησε σε τρίτους μέχρι το έτος 2015, όταν και έκλεισε την επιχείρησή του, ισχυριζόμενος ότι δεν έχει καμία σχέση με τα επίδικα τιμολόγια που εκδόθηκαν κατά το έτος 2016. Κατά την απολογία του ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, παραλλάσσοντας τους ισχυρισμούς του υποστήριξε ότι τις επίδικες φιάλες του ίδιου πιο πάνω αλκοολούχου ποτού τις εισήγαγε στην Ελλάδα το έτος 2009 από την Ιταλία και τις είχε πωλήσει σε τρίτους μέχρι το έτος 2013 και ότι τα επίδικα τιμολόγια που αναγράφουν ως έτος πώλησης το 2016 έχουν εν αγνοία του παραποιηθεί ως προς το έτος έκδοσής τους. Τούτο έπραξε εσκεμμένως, διότι αντελήφθη το άτοπο να ισχυρίζεται ότι πώλησε το εν λόγω αλκοολούχο ποτό μέχρι και το έτος 2015, που έκλεισε η επιχείρησή του, αφού το υπ’όψιν προϊόν, ενόψει του ότι είναι αφρώδης οίνος με χαμηλό αλκοόλ 7%, πρέπει να καταναλώνεται εντός πέντε (5) ετών, έχει δηλαδή χρόνο ζωής το πολύ πέντε ετών και εάν είχε εισάγει, όπως αναληθώς ισχυρίζεται, το υπ’ όψιν αλκοολούχο ποτό το έτος 2009 (οπότε θα έληγε κατά το έτος 2014), ασφαλώς δεν θα πωλούσε (και δεν θα μπορούσε να πωλήσει) αυτό σε τρίτους κατά το έτος 2015, ήτοι σε χρόνο που είχε ήδη λήξει η διάρκεια διατηρησιμότητάς του και δεν μπορούσε πλέον να καταναλωθεί. Περαιτέρω, το ψευδές του άνω ισχυρισμού του (περί εισαγωγής του άνω αλκοολούχου ποτού κατά το έτος 2009 από την Ιταλία) καταδεικνύεται αδιαμφισβήτητα και από το προαναφερθέν γεγονός ότι μέχρι το έτος 2009, που ο κατηγορούμενος πραγματοποιούσε πράγματι εισαγωγές αλκοολούχων ποτών από το εξωτερικό και δη και από χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν είχε εισάγει από την Ιταλία το άνω (πράγματι παραγόμενο στην Ιταλία) αλκοολούχο ποτό ASTI MARTINI, αλλά, άλλα, διάφορα, αλκοολούχα ποτά. Ο δε ισχυρισμός του ότι δήθεν από το ίδιο το Τελωνείο Λάρισας τον είχαν πληροφορήσει ότι δεν χρειαζόταν το εν λόγω ποτό ASTI MARTINI, να περάσει από τελωνειακό έλεγχο και ο ίδιος να προβεί σε πληρωμή οιωνδήποτε επιβαρύνσεων, τελών κ.λπ., παρίσταται παντελώς ανεπέρειστος και αβάσιμος. Καταρρίπτεται δε αυτός πλήρως από τις περί του αντιθέτου καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας, που κατέθεσαν, μετά λόγου γνώσεως, ότι και κατά το άνω χρονικό διάστημα (2009), θα έπρεπε και πάλι το επίμαχο προϊόν να υποστεί τελωνειακό έλεγχο και να προβεί ο ίδιος στην πληρωμή τελών και επιβαρύνσεων και δη όχι μεν Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης, που δεν επιβάλλονταν τότε, αλλά Φ.Π.Α. Το δε γεγονός ότι ο κατηγορούμενος πωλούσε ποσότητες του επίμαχου ως άνω ποτού μέχρι και το έτος 2016 και ότι είχε εκδώσει ο ίδιος, ως νόμιμος εκπρόσωπος της άνω εταιρείας με την επωνυμία “… Ε.Ε.” τα επίμαχα τιμολόγια με αριθμούς …2016, …2016, …2016, …2016, …2016, …2016 και …2016, επιβεβαιώνεται περίτρανα, πλέον των ανωτέρω, ενδεικτικώς, και από τα ακόλουθα στοιχεία: Όπως προαναφέρθηκε, η άνω εταιρεία ” … ΕΠΕ” από …2015 έως …2016 προμηθεύτηκε το επίμαχο είδος ποτού αποκλειστικά και μόνον από την εταιρεία “… Ε.Ε”, της οποίας νόμιμος εκπρόσωπος είναι ο κατηγορούμενος, προς 4€/φιάλη και στις εγκαταστάσεις της (“… ΕΠΕ”), κατά τον έλεγχο, στις …2016, βρέθηκαν 127 φιάλες του άνω ποτού, ενώ το υπόλοιπο απογραφής του έτους 2015 ήταν (λιγότερες, ήτοι) 91 φιάλες. Προκύπτει δηλαδή ότι εξακολουθούσε και το έτος 2016 να προμηθεύεται το υπ’ όψιν αλκοολούχο ποτό από την εκπροσωπούμενη από τον κατηγορούμενο εταιρεία. Περαιτέρω, από την επισκόπηση των άνω επίμαχων τιμολογίων διαπιστώνεται ότι έχουν εκδοθεί χειρόγραφα, από όμοιο αθεώρητο στέλεχος και όλα (τόσο του 2015 όταν λειτουργούσε η εταιρεία του κατηγορουμένου όσο και του έτους 2016 οπότε είχε τυπικά παύσει την λειτουργία της) έχουν συνταχθεί από το ίδιο φυσικό πρόσωπο, αφού ο γραφικός χαρακτήρας είναι πανομοιότυπος. Επιπλέον ουδεμία παραποίηση, ακόμη και διά γυμνού οφθαλμού, προκύπτει ως προς το αναγραφόμενο έτος 2016 στα επίδικα τιμολόγια. Τέλος, και ο νόμιμος εκπρόσωπος της άνω εταιρείας (“… ΕΠΕ”), παραδέχθηκε, όπως προαναφέρθηκε, ότι είχε προμηθευτεί τα επίμαχα αλκοολούχα ποτά (αλλά και τα μη επίδικα που αφορούσαν το έτος 2015, όταν και λειτουργούσε ακόμη η επιχείρηση του κατηγορουμένου) ASTI MARTINI από την εταιρεία του κατηγορουμένου και ότι του τα είχε παραδώσει ο ίδιος ο κατηγορούμενος. Σημειώνεται ότι στην ίδια κρίση θα είχε καταλήξει το Δικαστήριο και χωρίς το τελευταίο τούτο στοιχείο (δηλ. των ως άνω αναφερόμενων από τον εκπρόσωπο της εταιρείας “… ΕΠΕ”, όπως μνημονεύονται στην σχετική έκθεση ελέγχου). Προσέτι, είναι χαρακτηριστικό περί της αναλήθειας του άνω ισχυρισμού του κατηγορουμένου, ότι αυτός ουδέν τιμολόγιο προσκόμισε για την πώληση από τον ίδιο ποσοτήτων του εν λόγω αλκοολούχου ποτού σε τρίτους σε χρόνο προγενέστερο των άνω τιμολογίων (προ της …2015). Αντίθετο συμπέρασμα δεν μπορεί να συναχθεί από την προσκομιζόμενη από τον ίδιο τον κατηγορούμενο διεθνή φορτωτική (CMR) του έτους 2009, και το προσκομιζόμενο τιμολόγιο της … s.p.a., στην πρώτη των οποίων αναγράφονται κάποιοι αριθμοί (LOT), οι οποίοι μάλιστα δεν ταυτίζονται και μάλιστα πλήρως και στο σύνολο τους με τους αριθμ. LOT που ενδεικτικώς φέρουν τα επίδικα προϊόντα (ως άνω αλκοολούχα ποτά ASTI MARTINI) και από τα οποία στοιχεία εν γένει δεν αποδεικνύεται ότι τα επίμαχα προϊόντα εισήχθησαν κατά το έτος 2009, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο κατηγορούμενος. Με βάση όσα αναλυτικώς ως άνω αναφέρθηκαν αποδεικνύεται αδιαμφισβήτητα ότι ο κατηγορούμενος, στις …2016, …2016, …2016 και … 2016 στο …, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, ενεργώντας με πρόθεση, κατείχε και στην συνέχεια προέβη σε πώληση εμπορευμάτων που έχουν εισαχθεί κατά τρόπο που συνιστάτο αδίκημα της λαθρεμπορίας. Συγκεκριμένα, στους ανωτέρω τόπο και χρόνους και ενώ η εταιρεία με την επωνυμία “… Ε.Ε.”, της οποίας ήταν διαχειριστής, νόμιμος εκπρόσωπος και ομόρρυθμος εταίρος, είχε ήδη προβεί σε παύση των εργασιών της στις …2015, αυτός εξέδωσε τα υπ’ αριθμ. …2016, …2016, …2016, … 2016, …2016, …2016 και … 2016 χειρόγραφα από το ίδιο αθεώρητο στέλεχος τιμολόγια πώλησης – δελτία αποστολής, που αντιστοιχούσαν σε πωλήσεις (σε συνέχεια παλαιότερων) 120, 120, 120, 120, 120,120 και 60 φιαλών των 0,75 ml του αφρώδους οίνου “Asti Martini”, αντίστοιχα, έναντι καθαρού αναγραφόμενου εμπορικού τιμήματος τεσσάρων (4,00) ευρώ η φιάλη και έφεραν ετικέτες με ενδείξεις στην Ιταλική γλώσσα, προκειμένου να προσδώσει τελωνειακή νομιμοφάνεια στην κατοχή των εν λόγω εμπορευμάτων από την αγοράστρια εταιρία με την επωνυμία “… ΕΠΕ”, περαιτέρω δε τα εν λόγω αλκοολούχα ποτά, ήτοι επτακόσιες ογδόντα (780) συνολικά φιάλες, είχαν εισαχθεί από το εξωτερικό, εντός μεν του έτους 2016, οπότε και υπόκειντο σε Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης, από άγνωστα άτομα, με άγνωστο τρόπο και από άγνωστο τόπο, χωρίς να τηρηθούν οι προβλεπόμενες τελωνειακές διατυπώσεις από την αρμόδια τελωνειακή αρχή και χωρίς να καταβληθούν για αυτά οι αναλογούσες φορολογικές επιβαρύνσεις και ο Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης, που ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 1.135,43 ευρώ, γεγονός που ο κατηγορούμενος γνώριζε, δοθέντος ότι επί των εν λόγω προϊόντων ουδέν στοιχείο υπήρχε που να καταδεικνύει ότι είχαν εισαχθεί νόμιμα στην Ελλάδα και είχαν υποβληθεί σε νόμιμο τελωνειακό έλεγχο. Ενόψει όσων προαναφέρθηκαν, ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου, που προβλήθηκε διά της συνηγόρου υπεράσπισής του και καταχωρήθηκε στα πρακτικά της παρούσας, περί μη στοιχειοθέτησης της αντικειμενικής υπόστασης του εν λόγω αδικήματος, διότι τα επίμαχα εμπορεύματα προέρχονται από χώρα μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ιταλία) και όχι από άλλη χώρα εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και επομένως πρόκειται για απλή τελωνειακή παράβαση και όχι για λαθρεμπορία, είναι […] απορριπτέος ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος, διότι […] για την στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του σχετικού αδικήματος αρκεί και μόνο η κατοχή των ανωτέρω αλκοολούχων ποτών, είτε αυτά προέρχονται από χώρα της Ε.Ε. ή από χώρα εκτός της Ε.Ε., είτε παράγονται και κυκλοφορούν στην Ελλάδα, κατά τρόπο ώστε να αποφεύγεται ή να επιχειρείται η αποφυγή καταβολής των οφειλομένων φορολογικών επιβαρύνσεων και του ειδικού φόρου κατανάλωσης, στον οποίο υπόκειντο κατά τον επίδικο χρόνο (2016) τα αλκοολούχα ποτά. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω ο εκκαλών – κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της αξιόποινης πράξης της λαθρεμπορίας κατ’ εξακολούθηση.”. Ακολούθως, το δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα – κατηγορούμενο, για την αξιόποινη πράξη της λαθρεμπορίας, με την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 α’ Π Κ και τον καταδίκασε σε ποινή φυλάκισης πέντε [5] μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετία, με το ακόλουθο διατακτικό: “Στις …2016, …2016, …2016 και …2016, στο …, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, ενεργώντας με πρόθεση, προέβη σε πώληση εμπορευμάτων που έχουν εισαχθεί κατά τρόπο που συνιστά το αδίκημα της λαθρεμπορίας. Συγκεκριμένα, στον ανωτέρω τόπο και χρόνους, και ενώ η εταιρεία με την επωνυμία “… Ε.Ε.”, της οποίας ήταν διαχειριστής, νόμιμος εκπρόσωπος και ομόρρυθμος εταίρος είχε ήδη προβεί σε παύση των εργασιών της στις …2015, αυτός εξέδωσε τα υπ’ αριθ. …2016, …2016, …2016, …2016, …2016, …2016 και …2016 χειρόγραφα από το ίδιο αθεώρητο στέλεχος τιμολόγια πώλησης – δελτία αποστολής, που αντιστοιχούσαν σε πωλήσεις [σε συνέχεια παλαιοτέρων] 120, 120, 120, 120, 120, 120 και 60 φιαλών των 0,75 ml του αφρώδους οίνου αντίστοιχα, έναντι καθαρού αναγραφόμενου τιμήματος 4.00 ευρώ η φιάλη και έφεραν ετικέτες με ενδείξεις στην Ιταλική γλώσσα, προκειμένου να προσδώσει τελωνειακή νομιμοφάνεια στην κατοχή των εν λόγω εμπορευμάτων από την εταιρεία που εκπροσωπούσε και την αγοράστρια εταιρία με την επωνυμία “… ΕΠΕ”, περαιτέρω δε τα εν λόγω αλκοολούχα ποτά [780 φιάλες] είχαν εισαχθεί από το εξωτερικό, κατά το έτος 2016, χωρίς να τηρηθούν οι προβλεπόμενες τελωνειακές διατυπώσεις από την αρμόδια τελωνειακή αρχή και χωρίς να καταβληθούν για αυτά οι αναλογούσες φορολογικές επιβαρύνσεις και ο Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης, που ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 1.135,43 ευρώ, γεγονός που γνώριζε”.
6. Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ’ αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της κατά τα άρθρα 119 παρ.1 και 4 και 119 Α παρ. 2 του ν. 2960/2001, “παρατυπίας”, η οποία τελέσθηκε από τον κατηγορούμενο με τον τρόπο που αναλυτικά περιγράφεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, με σκοπό τη μη καταβολή των φόρων και ειδικότερα του ειδικού φόρου κατανάλωσης που επιβάλλεται στα αλκοολούχα ποτά και των λοιπών επιβαρύνσεων, το οποίο (έγκλημα) κατά ρητή παραπομπή του άρθρου 119 Α παρ. 2 του ίδιου νόμου 2960/2001, χαρακτηρίζεται και τιμωρείται ποινικώς ως λαθρεμπορία και για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, (β) τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και (γ) τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 119 παρ. 1 και 4, 119 Α παρ. 2, 155 παρ. 1 β και 2 περ. ζ’ και 157 του Ν. 2960/2001, τις οποίες ορθά εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου με ελλιπή, ασαφή ή αντιφατική αιτιολογία. Οι ειδικότερες αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμες, καθότι δεν ήταν αναγκαίο να διευκρινίζεται αν οι ποσότητες αλκοολούχων ποτών για την κατοχή των οποίων καταδικάστηκε, είχαν εισαχθεί από κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή από χώρα εκτός αυτής. Τούτο διότι σύμφωνα με τις εκτεθείσες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, η διακίνηση των εν λόγω ποσοτήτων αλκοολούχων ποτών, που υπόκεινται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης (άρθρα 53 και 54 του ν. 2960/2001) από οποιοδήποτε κράτος μέλος της EE και αν προέρχονταν, δεν περατώθηκε με κανονικό τρόπο, αφού είχαν διακινηθεί στο εσωτερικό της χώρας χωρίς να έχουν τηρηθεί οι διατυπώσεις των διατάξεων του άρθρου 57 παρ. 1, 2 και 3 του ν. 2960/2001, όπως ίσχυαν κατά την ένδικη χρονική περίοδο, ο δε κατηγορούμενος εν γνώσει της παρατυπίας τις κατείχε στην Ελλάδα με σκοπό τη διαφυγή της καταβολής των οφειλόμενων φόρων και ειδικότερα του ειδικού φόρου κατανάλωσης και των λοιπών επιβαρύνσεων.
Συνεπώς, η ως άνω περιγραφείσα πράξη του κατηγορουμένου, για την οποία αυτός κρίθηκε ένοχος, ποινικώς χαρακτηρίζεται και τιμωρείται ως λαθρεμπορία και δεν συνιστά απλή τελωνειακή παράβαση, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στις με αριθμούς 2 και 3 νομικές σκέψεις. Επισημαίνεται, τέλος, ότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να ερευνήσει ειδικότερα το ζήτημα της προέλευσης των αλκοολούχων ποτών που κατείχε ο κατηγορούμενος. Τούτο διότι αφενός το Δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ότι τα συγκεκριμένα αλκοολούχα ποτά παράγονται στην Ιταλία και οι ετικέτες που έφεραν ήσαν γραμμένες στην Ιταλική γλώσσα και αφετέρου, όπως ήδη αναφέρθηκε, ο ειδικότερος καθορισμός του κράτους μέλους της EE στο οποίο τα συγκεκριμένα αλκοολούχα ποτά είχαν τεθεί σε ανάλωση κατά την έννοια του άρθρου 56 παρ. 2 περ. γ του ν. 2960/2001 (δηλαδή είχαν παραχθεί) δεν αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του κατά τα άρθρα 119 παρ. 1 και 4 και 119 Α παρ. 2 εγκλήματος, δηλαδή της παρατυπίας που διαπράττεται στο εσωτερικό της χώρας κατά τη διάρκεια της διακίνησης προϊόντων υποκείμενων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης σύμφωνα με τα προεκτεθέντα άρθρα 57 παρ. 1 ή 60 παρ. 1 του ν. 2960/2001, εφόσον η παρατυπία αυτή διαπράχθηκε με σκοπό τη μη καταβολή του ειδικού φόρου κατανάλωσης και των λοιπών επιβαρύνσεων. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, ο πρώτος λόγος [κατά το πρώτο μέρος του] της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για πλημμέλειες από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ ΚΠΔ, ήτοι για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, είναι αβάσιμος.
7. Στο άρθρο 267 της ΣΛΕΕ [πρώην άρθρο 234 της Συνθ. Ε. Κ.] ορίζεται ότι: “Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφαίνεται με προδικαστικές αποφάσεις: α] επί της ερμηνείας των Συνθηκών, β] επί του κύρους και της ερμηνείας των πράξεων των θεσμικών ή λοιπών οργάνων ή οργανισμών της Ένωσης. Δικαστήριο κράτους μέλους, ενώπιον του οποίου ανακύπτει τέτοιο ζήτημα, δύναται, αν κρίνει ότι η απόφαση επί του ζητήματος είναι αναγκαία για την έκδοση δικής του απόφασης, να παραπέμψει το ζήτημα στο Δικαστήριο για να αποφανθεί επ’ αυτού. Δικαστήριο κράτους μέλους, ενώπιον του οποίου ανακύπτει τέτοιο ζήτημα σε εκκρεμή υπόθεση και του οποίου οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα εσωτερικού δικαίου, οφείλει να παραπέμψει το ζήτημα στο Δικαστήριο”. Ο μηχανισμός προδικαστικής παραπομπής που καθιερώνει η διάταξη αυτή σκοπεί να διασφαλίσει σε όλες τις περιστάσεις ότι το δίκαιο της Ένωσης θα έχει το ίδιο αποτέλεσμα εντός όλων των κρατών μελών, προκειμένου να μην υπάρχουν αποκλίσεις ως προς την ερμηνεία του δικαίου αυτού, του οποίου η εφαρμογή είναι υποχρεωτική για τα εθνικά δικαστήρια, για τη δε διασφάλιση της εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης από τα εθνικά δικαστήρια ο μηχανισμός προδικαστικής παραπομπής παρέχει σε αυτά ένα μέσο για την εξάλειψη των δυσχερειών που ενδέχεται να ανακύψουν από την απαίτηση να έχει το δίκαιο της Ένωσης πλήρη αποτελεσματικότητα στο πλαίσιο των δικαιοδοτικών συστημάτων των κρατών μελών. Επομένως, τα εθνικά δικαστήρια έχουν απόλυτη ευχέρεια ή ακόμη και υποχρέωση να υποβάλλουν στο ΔΕΕ αίτηση προδικαστικής απόφασης, οσάκις εκτιμούν ότι υπόθεση εκκρεμούσα ενώπιον τους εγείρει ζητήματα που αφορούν την ερμηνεία ή απαιτούν τον έλεγχο του κύρους διατάξεων του δικαίου της Ένωσης επί των οποίων καλούνται να αποφασίσουν. Το σύστημα του άρθρου 267 ΣΛΕΕ καθιερώνει, ως εκ τούτου, άμεση συνεργασία μεταξύ του ΔΕΕ και των εθνικών δικαστηρίων, στο πλαίσιο της οποίας τα δεύτερα συμπράττουν ουσιαστικώς στην προσήκουσα εφαρμογή και στην ομοιόμορφη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, καθώς και στην προστασία των δικαιωμάτων που η έννομη αυτή τάξη παρέχει στους ιδιώτες. Στο πλαίσιο της συνεργασίας αυτής, το ΔΕΕ παρέχει στα εθνικά δικαστήρια, υπό την ιδιότητά τους ως δικαστηρίων επιφορτισμένων με την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, τα στοιχεία ερμηνείας του δικαίου αυτού, που τους είναι αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς, επί της οποίας καλούνται να αποφανθούν. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η αποστολή που έχει ανατεθεί, αντιστοίχως, στα εθνικά δικαστήρια και στο ΔΕΕ είναι ουσιώδης για την προάσπιση της ουσίας του δικαίου που θεσπίσθηκε με τις Συνθήκες. Περαιτέρω, εφόσον δεν χωρεί ένδικο μέσο κατά της απόφασης εθνικού δικαστηρίου, το δικαστήριο αυτό, όταν ανακύπτει ενώπιον του ζήτημα σχετικό με την ερμηνεία της Συνθήκης ΛΕΕ, υποχρεούται καταρχήν να το παραπέμψει στο ΔΕΕ κατά την έννοια του άρθρου 267, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Κατά πάγια νομολογία του ΔΕΕ, τα εθνικά δικαστήρια των οποίων οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα του εθνικού δικαίου απαλλάσσονται από την υποχρέωση αυτή μόνον οσάκις διαπιστώνουν ότι το ανακύψαν ζήτημα δεν ασκεί επιρροή ή ότι η επίμαχη διάταξη του δικαίου της Ένωσης έχει ήδη ερμηνευθεί από το Δικαστήριο ή ότι η ορθή ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης παρίσταται τόσο προφανής ώστε να μην καταλείπει περιθώριο για καμία εύλογη αμφιβολία.
Ειδικότερα, από τη σχέση μεταξύ του δεύτερου και του τρίτου εδαφίου του άρθρου 267 ΣΛΕΕ συνάγεται ότι τα δικαστήρια που αναφέρονται στο τρίτο εδάφιο διαθέτουν την ίδια εξουσία εκτίμησης, όπως όλα τα άλλα εθνικά δικαστήρια, ως προς το αν μια απόφαση επί ζητήματος του δικαίου της Ένωσης είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής τους απόφασης. Τα δικαστήρια αυτά δεν οφείλουν, συνεπώς, να παραπέμψουν ένα ζήτημα ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης που ανέκυψε ενώπιον τους, αν το ζήτημα αυτό δεν είναι ουσιώδες, δηλαδή στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η απάντηση στο ζήτημα αυτό, οποιαδήποτε και αν είναι, δεν ασκεί καμία επιρροή στην έκβαση της δίκης. Επομένως, το σύστημα που καθιερώνει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ δεν συνιστά ένδικο βοήθημα παρεχόμενο στους διαδίκους διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον εθνικού δικαστηρίου. Ως εκ τούτου, το γεγονός και μόνον ότι ένας διάδικος υποστηρίζει ότι η διαφορά θέτει ζήτημα ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης δεν υποχρεώνει το οικείο δικαστήριο να δεχθεί ότι ανακύπτει τέτοιο ζήτημα κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ [Απόφαση ΔΕΕ της 6.10.2021 – υπόθεση C -561/19 CONSORZIO ITALIAN MANAGEMENT ΚΑΙ CATANIA MUTISERIZI σκέψεις 28, 29, 30, 31, 32, 33, 34 και 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
8. Με την Οδηγία 2008/118/ΕΚ του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 2008 θεσπίζονται νέοι κανόνες σχετικά με το γενικό καθεστώς των ειδικών φόρων κατανάλωσης, που επιβάλλονται άμεσα ή έμμεσα στην κατανάλωση των κάτωθι προϊόντων: α) των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας που εμπίπτουν στην Οδηγία 2003/96/ΕΚ, β) της αλκοόλης και των αλκοολούχων ποτών που εμπίπτουν στις Οδηγίες 92/83/ΕΟΚ και γ) των βιομηχανοποιημένων καπνών που εμπίπτουν στις Οδηγίες 95/59/ΕΚ, 92/79/ΕΟΚ και 92/80/ΕΟΚ (άρθρο 1 παρ. 1 της Οδηγίας). Τα προϊόντα αυτά ταυτίζονται με τα υποκείμενα σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντα κατά την εθνική μας νομοθεσία (άρθρα 53 και 54 παρ. 1 και του ν. 2960/2001, όπως το άρθρο 54 αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 85 του “εναρμόνιση προς την Οδηγία 2008/118/ΕΚ” του ν. 3842/2001). Από την αντιστοίχιση των άρθρων της Οδηγίας αυτής με τα άρθρα 54 έως 119 του τρίτου μέρους του ν. 2960/2001, όπως αυτά αντικαταστάθηκαν με το ως άνω άρθρο 85 του ν. 3842/2010 προκειμένου να εναρμονισθούν προς τις διατάξεις της Οδηγίας, εναργώς προκύπτει ότι υφίσταται πλήρης συμμόρφωση του Εθνικού Νομοθέτη με τη συγκεκριμένη Οδηγία 2008/118/ΕΚ. Ειδικότερα, οι ενδιαφέρουσες την ένδικη υπόθεση διατάξεις των ακόλουθων άρθρων του ν. 2960/2001, όπως ίσχυαν κατά τον κρίσιμο χρόνο, αντιστοιχούν στα άρθρα της Οδηγίας ως εξής: α) οι παρ. 1 και 2 του άρθρου 54 αντιστοιχούν στα άρθρα 1 και 2 της Οδηγίας και οι παρ. 3 και 4 αντιστοιχούν στις παρ. 1,2 και 4 του άρθρου 3 της Οδηγίας, β) Στο άρθρο 55 έχει μεταφερθεί αυτολεξεί το άρθρο 4 της Οδηγίας, γ) Οι παρ. 1, 2 και 3 του άρθρου 56 αντιστοιχούν στις παρ. 1, 2, και 3 του άρθρου 7 της Οδηγίας, δ) Οι παρ. 1, 2 και 6 του άρθρου 57 συνιστούν εναρμόνιση της εθνικής νομοθεσίας προς τις παρ. 1, 2 και 3 του άρθρου 33 της Οδηγίας και οι παρ. 4 και 7 του άρθρου 57 αντιστοιχούν στις παρ. 1 και 2 του άρθρου 34 της Οδηγίας, ε) το άρθρο 60 αντιστοιχεί στο άρθρο 36 της Οδηγίας και στ) το άρθρο 119 αντιστοιχεί στο άρθρο 38 της Οδηγίας, επισημαίνεται δε ότι η παρ. 4 του άρθρου 119 συνιστά ακριβή μεταφορά της παρ. 4 του άρθρου 38 της Οδηγίας, με την οποία δίδεται ο ορισμός της έννοιας “παρατυπία”. Ωστόσο στην Οδηγία 2008/118/ΕΚ δεν διαλαμβάνονται διατάξεις αντίστοιχες με τις διατάξεις των παραγράφων 1 εδαφ. α και 2 εδαφ. α του άρθρου 119 Α του ν. 2960/2001, το οποίο (άρθρο 119 Α) προστέθηκε με την παράγραφο 28 του άρθρου 85 του ν. 3842/2010, στις οποίες, όπως ήδη αναφέρθηκε, ορίζονται τα εξής: “Με την επιφύλαξη των διατάξεων της επόμενης παραγράφου, η μη τήρηση των διατυπώσεων του τρίτου μέρους του παρόντος Κώδικα (δηλαδή του μέρους που τιτλοφορείται “ειδικοί φόροι κατανάλωσης) χαρακτηρίζεται ως απλή τελωνειακή παράβαση κατά τα προβλεπόμενα από τα άρθρα 142 και επόμενα του παρόντος Κώδικα και επισύρει πρόστιμο από 500 ευρώ μέχρι 15.000 ευρώ για κάθε παράβαση, ανάλογα με τη βαρύτητα και τη συχνότητά της (παρ. 1 εδαφ. α). Η με οποιονδήποτε τρόπο διαφυγή ή απόπειρα διαφυγής της καταβολής των οφειλομένων φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων, καθώς και η μη τήρηση των διατυπώσεων που προβλέπονται από το τρίτο μέρος του νόμου αυτού με σκοπό τη μη καταβολή των οφειλόμενων φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων χαρακτηρίζεται και τιμωρείται διοικητικώς και ποινικώς ως λαθρεμπορία κατά τις διατάξεις των άρθρων 142 επ. του παρόντος Κώδικα, (παρ. 2 εδαφ. α). Επομένως οι ως άνω διατάξεις συνιστούν εθνική νομοθεσία, η οποία θεσπίσθηκε κατ’ εξουσιοδότηση της παρ. 1 του άρθρου 48 της Οδηγίας, σύμφωνα με την οποία “Τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν το αργότερο την 1η Ιανουαρίου 2010 τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα Οδηγία από 1ης Απριλίου 2010. Ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων, καθώς και πίνακα αντιστοιχίας μεταξύ αυτών και της παρούσας οδηγίας”, και με σκοπό τη διασφάλιση της εφαρμογής της εν λόγω Οδηγίας στο εσωτερικό της χώρας (βλ. σελ. 56 της αιτιολογικής έκθεσης του 3842/2010). Με βάση αυτά και σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη με αρίθμηση 7 νομική σκέψη, το ανακύψαν ζήτημα ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή των ως άνω διατάξεων των παρ. 1 εδαφ. α και 2 εδαφ. α του άρθρου 119 Α του ν. 2960/2001, αφορά την ερμηνεία και την εφαρμογή εθνικής νομοθεσίας και δεν είναι σχετικό με την ερμηνεία και το ομοιόμορφο της εφαρμογής της Οδηγίας 2008/118/ΕΕ. Ως εκ τούτου, ως προς το προαναφερθέν ζήτημα, το οποίο με τη με αριθμό 789/2024 απόφαση του Ε’ Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου παραπέμφθηκε στην πλήρη Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, δεν τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις του άρθρου 267 της ΣΛΕΕ, που καθιερώνουν το μηχανισμό της προδικαστικής παραπομπής στο ΔΕΕ με σκοπό τη διασφάλιση της προσήκουσας εφαρμογής και της ομοιόμορφης ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης.
9. Κατά το άρθρο 463 παρ. 2 του νέου ΠΚ, που ήδη καταργήθηκε από την 1-5-2024, προβλέπει ότι όπου σε ειδικούς νόμους απειλείται ποινή φυλάκισης προστίθεται διαζευκτικά και η χρηματική ποινή, όπως αυτή προβλέπεται στο άρθρο 57 Π Κ. Στη ρύθμιση αυτή, όπως και σε αυτές των επόμενων παρ. 3-4 του άρθρου 463, οδήγησε και η διαπίστωση ότι σε πολλούς ειδικούς ποινικούς νόμους οι ποινές που προβλέπονταν ήταν υπερβολικά υψηλές και δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματική κοινωνική βλάβη που επέφερε η αντίστοιχη αξιόποινη πράξη, οπότε ο ποινικός νομοθέτης παρενέβη αποφασιστικά με τον τρόπο αυτό και μείωσε δραστικά και οριζόντια τις ποινές των ειδικών ποινικών νόμων [ΑΠ 1121/2023]. Η πρόβλεψη του άρθρου 463 ΠΚ συνιστά λόγο μείωσης της ποινής και όχι νέο πλαίσιο της αρχικά απειλούμενης ποινής [ΑΠ 1392/2019, πρβλ. ΑΠ 1204/2023]. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων με τον τέταρτο λόγο της αίτησης, που παραπέμφθηκε στην πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου αιτιάται την προσβαλλόμενη απόφαση για εσφαλμένη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διάταξης του άρθρου 463 παρ. 2 ΠΚ, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 157 παρ. 1 περ. α’ του ν. 2960/2001, με την ειδικότερη αιτίαση ότι δεν προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη του κατά την επιμέτρηση της επιβληθείσας στον αναιρεσείοντα ποινής τη διάταξη του άρθρου 463 παρ. 2 ΠΚ, εφόσον αυτή δεν περιλαμβάνεται στις αναφερόμενες στην ως άνω απόφαση διατάξεις. Από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτουν τα ακόλουθα: Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Θεσσαλονίκης, με την προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. 1358/2023 απόφασή του, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα – κατηγορούμενο για την αξιόποινη πράξη της λαθρεμπορίας κατ’ εξακολούθηση και αφού αναγνώρισε ότι συντρέχει στο πρόσωπο του η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 α’ Π Κ τον καταδίκασε σε ποινή φυλάκισης πέντε [5] μηνών. Κατά τον χρόνο τέλεσης της ανωτέρω πράξης [από …2018, …2016, …2016, …2016], η ποινική κύρωση αυτής προβλεπόταν από την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 157 παρ. 1 περ. α’ ν. 2960/2001, σύμφωνα με την οποία η απειλούμενη ποινή, είναι φυλάκιση τουλάχιστον έξι [6] μηνών, η οποία μπορεί να μειωθεί, ελεύθερα έως το ελάχιστο όριό της κατά τη διάταξη του άρθρου 83 περ. δ’ Π Κ, μετά την αναγνώριση της προαναφερθείσας ελαφρυντικής περίστασης. Κατά τον χρόνο της έκδοσης όμως της προσβαλλόμενης απόφασης [1-11-2023] ήταν σε ισχύ η παράγραφος 2 της διάταξης του άρθρου 463 του ισχύοντος από 1-7-2019 ΠΚ, που ορίζει ότι όπου σε ειδικούς νόμους απειλείται ποινή φυλάκισης, προστίθεται διαζευκτικά και η χρηματική ποινή, όπως αυτή προβλέπεται στο άρθρο 57 του παρόντος. Κατ’ εφαρμογή δε της τελευταίας αυτής ευμενέστερης για τον κατηγορούμενο διάταξης κατά το άρθρο 2 του ΠΚ, η επιβλητέα στον αναιρεσείοντα – κατηγορούμενο ποινή για την ως άνω πράξη ορίζεται διαζευκτικά σε ποινή φυλάκισης ή χρηματική ποινή. Η προσβαλλόμενη απόφαση, στο σκεπτικό της, όπου γίνεται μνεία των διατάξεων, με τις οποίες προβλέπεται και τιμωρείται η ανωτέρω αξιόποινη πράξη της λαθρεμπορίας κατ’ εξακολούθηση, για την οποία κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος αναφέρει κατά πιστή μεταφορά: “Η πράξη για την οποία κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος προβλέπεται και τιμωρείται από τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 παρ. 1, 12, 14, 16, 17, 18 α’, γ’, 26 παρ. 1 α’, 27 παρ. 1 α’, 50, 51, 53, 76, 79 83 περ. ε’ 84 παρ. 2 εδ. α’ 98 του ΠΚ [Ν.4619/2019], 155 παρ. 2 περ. ζ’, 157 παρ. 1 περ. α’ εδ. α’ και 160 του ν. 2960/2001”. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η επιβληθείσα στον αναιρεσείοντα ανωτέρω ποινή των πέντε [5] μηνών, είναι εντός του προβλεπόμενου πλαισίου των προαναφερθεισών διατάξεων των άρθρων 157 παρ. 1 περ. ζ’ περ. α’ εδ. α’ του ν. 2960 /2001, 83 και 463 παρ. 2 Π Κ, αν και η τελευταία αυτή διάταξη δεν αναφέρεται στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης. Όμως, όπως προαναφέρθηκε, η επιβληθείσα ποινή είναι μέσα στα προβλεπόμενα από τις διατάξεις αυτές όρια, ενώ η μη παράθεση στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης της περιέχουσας γενικούς ορισμούς διάταξης του άρθρου 463 παρ. 2 ΠΚ δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκε υπόψη και ούτε δημιουργεί ασάφεια, ούτε καθιστά ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής του νόμου για την επιμέτρηση της ποινής. Επομένως, ο τέταρτος λόγος της αίτησης αναίρεσης, που παραπέμφθηκε στην πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ ΚΠΔ, για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, είναι αβάσιμος.
10. Μετά από αυτά πρέπει να απορριφθούν οι παραπεμφθέντες στην πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου πρώτος κατά το πρώτο σκέλος αυτού και τέταρτος λόγοι της με αριθμό πρωτ. …/…2023 αίτησης του Σ. Α. του Α., κατοίκου …, οδός …, για αναίρεση της με αριθμό 1358/2023 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Τέλος, με δεδομένο ότι και κατά τους λοιπούς της λόγους η ως άνω αίτηση αναίρεσης έχει απορριφθεί με τη με αριθμό 789/2024 απόφαση του Ε Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του αναιρεσείοντος [άρθρο 578 παρ. 1 ΚΠΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 115 Ν.5090/2024], όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τους παραπεμφθέντες στην Ολομέλεια, πρώτο λόγο [κατά το πρώτο μέρος] και τέταρτο λόγο της υπ’ αριθ. …/…2023 αίτησης του Σ. Α. του Α., κατοίκου …, οδός …, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 1358/2023 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Θεσσαλονίκης.
Επιβάλλει σε βάρος του αναιρεσείοντος τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των οκτακοσίων [800] ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Ιουνίου 2025. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 30 Ιουνίου 2025.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πηγή :areiospagos.gr
