ΑΠΟΦΑΣΗ
Brun και Lledo κατά Γαλλίας της 16.10.2025 (προσφ. αριθ. 53686/21)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Οι προσφεύγοντες, μητέρα και πατριός θύματος ηλικίας 20 ετών, προσέφυγαν δτα δικαστήρια για τον θάνατο του συγγενούς τους που επήλθε τον Δεκέμβριο του 2012, μετά από τετράμηνη νοσηλεία σε στρατιωτικό νοσοκομείο της Μασσαλίας, συνεπεία σοβαρού τροχαίου ατυχήματος. Κατήγγειλαν πολλαπλές ιατρικές αμέλειες, συμπεριλαμβανομένων ενέσεων βοτουλινικής τοξίνης χωρίς συγκατάθεση, κακής διαχείρισης κατακλίσεων και διατροφής, καθώς και της απόφασης των γιατρών να μην προχωρήσουν σε ηπατική μεταμόσχευση την ημέρα του θανάτου.
Παράλληλα, η προσφεύγουσα κατήγγειλε ελλείψεις στην ποινική διερεύνηση του τροχαίου ατυχήματος, υποστηρίζοντας ότι εμπλεκόταν τρίτο όχημα που διέφυγε, και ότι η αστυνομική έρευνα δεν διεξήχθη δεόντως (έλλειψη πραγματογνωμοσύνης του σκούτερ, καθυστέρηση στη λήψη μαρτυρικών καταθέσεων, μη εξέταση αποδεικτικών στοιχείων).
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι οι εθνικές δικαιοδοσίες εξέτασαν επαρκώς τις καταγγελίες των προσφευγόντων και δεν εντόπισαν ιατρική αμέλεια σχετιζόμενη με τον θάνατο. Ωστόσο, η διαδικασία ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων διήρκεσε υπερβολικά (επτά έτη και δύο μήνες). Η υπερβολική διάρκεια, χωρίς δικαιολογία για τις καθυστερήσεις, επηρέασε την αποτελεσματικότητα του δικαστικού συστήματος που δεν παρέσχε επαρκώς έγκαιρη και ενδεδειγμένη απάντηση.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση του διαδικαστικού σκέλους του άρθρου 2 λόγω της διάρκειας της διαδικασίας και μη παραβίαση του ουσιαστικού σκέλους του άρθρου 2. Απέρριψε το άρθρο 8 ως μη παραδεκτό ratione personae, καθώς τα δικαιώματα στην υγεία και τη σωματική ακεραιότητα δεν μεταβιβάζονται μετά τον θάνατο.
Το Δικαστήριο επιδίκασε 7.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 4.800 ευρώ για δικαστικά έξοδα.
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Η πρώτη προσφεύγουσα γεννήθηκε το 1972, ο δεύτερος το 1957 και κατοικούν στη La Batarelle της Γαλλίας. Η προσφεύγουσα είναι μητέρα του P., ηλικίας 20 ετών κατά τον χρόνο των γεγονότων, και ο προσφεύγων είναι ο σύζυγός της και πατριός του P.
Στη νύχτα της 24ης προς 25η Ιουλίου 2012, ο P. οδηγώντας σκούτερ σε επαρχιακό δρόμο, υπέστη σοβαρό τροχαίο ατύχημα. Ανακαλύφθηκε από αυτοκινητιστή να κείται στο έδαφος πίσω από προστατευτική μπάρα ασφαλείας, με το σκούτερ σταματημένο και τα φώτα σβηστά. Πολυτραυματίας και αναίσθητος, μεταφέρθηκε στο στρατιωτικό νοσοκομείο Laveran όπου υποβλήθηκε σε πολλαπλές χειρουργικές επεμβάσεις, συμπεριλαμβανομένου ακρωτηριασμού βραχίονα. Η εξέταση αλκοόλης έδειξε επίπεδο 1,30 γραμμαρίων ανά λίτρο αίματος.
Ο P. παρέμεινε στη μονάδα εντατικής θεραπείας μέχρι 12 Νοεμβρίου 2012, οπότε μεταφέρθηκε σε τμήμα αποκατάστασης. Στις 21 Νοεμβρίου 2012 επέστρεψε στην εντατική θεραπεία όπου απεβίωσε στις 5 Δεκεμβρίου 2012 από σηπτικό σοκ πνευμονικής προέλευσης συνεπεία πνευμονικής εισρόφησης.
Η προσφεύγουσα κατέθεσε μηνύσεις για τραυματισμό από αμέλεια κατά αγνώστων, υποστηρίζοντας ότι στο ατύχημα εμπλεκόταν τρίτο όχημα. Η αστυνομική έρευνα ολοκληρώθηκε με απόφαση τερματισμού της διαδικασίας τον Ιούνιο 2013 λόγω έλλειψης αδικήματος. Τον Αύγουστο 2015, η προσφεύγουσα κατέθεσε μήνυση δηλώνοντας πολιτική αγωγή για ανθρωποκτονία από αμέλεια, που οδήγησε σε δικαστική έρευνα. Στις 2 Μαρτίου 2020, εκδόθηκε διάταξη μη διεξαγωγής ποινικής έρευνας, την οποία η προσφεύγουσα δεν προσέβαλε.
Παράλληλα, τον Φεβρουάριο 2014, οι προσφεύγοντες άσκησαν αγωγή ενώπιον του διοικητικού δικαστηρίου της Μασσαλίας κατά του νοσοκομείου, καταγγέλλοντας πολλαπλές ιατρικές αμέλειες. Το δικαστήριο διέταξε ιατρική πραγματογνωμοσύνη τον Δεκέμβριο 2016, ορίζοντας ομάδα πραγματογνωμόνων τον Ιανουάριο 2017. Η έκθεση πραγματογνωμοσύνης, που κατατέθηκε τον Δεκέμβριο 2017, κατέληξε στην απουσία λάθους στη φροντίδα του P. Το διοικητικό δικαστήριο, με απόφαση της 25ης Φεβρουαρίου 2019, επιδίκασε στην προσφεύγουσα 2.000 ευρώ για τον πόνο που προκάλεσαν στον P. οι νοσοκομειακές λοιμώξεις και απέρριψε τα υπόλοιπα αιτήματα.
Το διοικητικό εφετείο του Aix-en-Provence επικύρωσε την απόφαση στις 2 Ιουλίου 2020. Το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο δεν δέχθηκε την αίτηση αναίρεσης των προσφευγόντων στις 27 Απριλίου 2021.
Επιπλέον, τον Δεκέμβριο 2015, η προσφεύγουσα άσκησε αγωγή κατά του Κράτους για αστική ευθύνη σχετικά με ελλείψεις στην αστυνομική έρευνα. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την αγωγή τον Οκτώβριο 2017, το εφετείο επικύρωσε την πρωτόδικη τον Ιούνιο 2019, και το Ανώτατο Ακυρωτικό απέρριψε την αίτηση αναίρεσης τον Μάιο 2022.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 2,
Άρθρο 8
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 2 – Ουσιαστικό σκέλος
Το Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι, όταν ένας ασθενής αποβιώνει σε δημόσιο νοσοκομείο υπό ύποπτες συνθήκες, το άρθρο 2 επιβάλλει στα Κράτη θετικές υποχρεώσεις για τη θέσπιση νομοθετικού πλαισίου προστασίας της ζωής των ασθενών. Ωστόσο, η ευθύνη του Κράτους δεν μπορεί να δεσμευτεί αυτόματα για κάθε περίπτωση ιατρικού λάθους ή αμέλειας.
Στην προκειμένη υπόθεση, οι προσφεύγοντες δεν αμφισβήτησαν την ύπαρξη κατάλληλου κανονιστικού πλαισίου στο γαλλικό δίκαιο για την προστασία της ζωής των ασθενών, ούτε παρείχαν στοιχεία που να αποδεικνύουν αποτυχίες του κανονιστικού πλαισίου ή εξαιρετικές περιστάσεις που θα μπορούσαν να συνεπάγονται την ευθύνη του Κράτους, ιδίως δεδομένου ότι καμία ιατρική αμέλεια που σχετίζεται με τον θάνατο του P. δεν διαπιστώθηκε από τις εθνικές δικαιοδοσίες.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι η άμεση αιτία θανάτου – σηπτικό σοκ πνευμονικής προέλευσης συνεπεία εισρόφησης πνευμονίας, στο πλαίσιο πολυτραυματισμού από σοβαρό τροχαίο ατύχημα – δεν αμφισβητήθηκε. Οι προσφεύγοντες κατήγγειλαν τρεις ιατρικές αμέλειες που φέρεται ότι σχετίζονται με τον θάνατο: i) νοσοκομειακές λοιμώξεις που επιδείνωσαν τη γενική εξάντληση, ii) ενέσεις βοτουλινικής τοξίνης που προκάλεσαν παράλυση των φωνητικών χορδών συμβάλλοντας στην εισρόφηση πνευμονίας, και iii) η απόφαση να επιτραπεί η πτώση της αρτηριακής πίεσης και να μην πραγματοποιηθεί ηπατική μεταμόσχευση, επισπεύδοντας τον θάνατο.
Το διοικητικό δικαστήριο διέταξε πραγματογνωμοσύνη από ανεξάρτητους πραγματογνώμονες, οι οποίοι κατέληξαν ότι οι ενέργειες και παραλείψεις του ιατρικού προσωπικού δεν σχετίζονταν με τον θάνατο. Οι προσφεύγοντες, συνοδευόμενοι από δικηγόρο και δύο γιατρούς, συμμετείχαν πλήρως στις εργασίες της πραγματογνωμοσύνης και είχαν τη δυνατότητα να προβούν σε παρατηρήσεις ως προς την έκθεση.
Τα δικαστήρια πρώτου και δεύτερου βαθμού κατέληξαν, χωρίς να αμφισβητηθούν από τους προσφεύγοντες ενώπιον του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου, ότι η απόφαση να μην πραγματοποιηθεί ηπατική μεταμόσχευση δεν αποτελούσε διακοπή θεραπείας κατά την έννοια της νομοθεσίας, αλλά ήταν απαραίτητη λόγω της εύθραυστης κατάστασης του ασθενούς.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι τα εθνικά δικαστήρια εξέτασαν τις καταγγελίες των προσφευγόντων επαρκώς και δεν εντόπισαν ιατρική αμέλεια που να προκάλεσε τον θάνατο. Δεν υπήρχαν στοιχεία που να αμφισβητήσουν το συμπέρασμα για την απουσία αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της φροντίδας του P. και του θανάτου του. Συνεπώς, δεν υπήρξε παραβίαση του ουσιαστικού σκέλους του άρθρου 2.
Άρθρο 2 – Διαδικαστικό σκέλος
Το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι η συμμόρφωση με τις διαδικαστικές απαιτήσεις του άρθρου 2 αξιολογείται με βάση διάφορες βασικές παραμέτρους, συμπεριλαμβανομένων του διεξοδικού χαρακτήρα και της καταλληλότητας των ερευνητικών μέτρων, καθώς και της ανεξαρτησίας, της ταχύτητας και της εύλογης επιμέλειας της διαδικασίας ή έρευνας. Ειδικότερα, η διαδικασία πρέπει να ολοκληρώνεται εντός εύλογου χρόνου.
Στην προκειμένη υπόθεση, ο P. εισήχθη στη μονάδα εντατικής θεραπείας τον Ιούλιο 2012 με σοβαρούς τραυματισμούς, μεταφέρθηκε σε τμήμα αποκατάστασης τον Νοέμβριο, και απεβίωσε αρχές Δεκεμβρίου 2012 από σηπτικό σοκ. Λαμβάνοντας υπόψη αυτή την εξέλιξη των γεγονότων, το Δικαστήριο θεώρησε ότι οι προσφεύγοντες μπορούσαν βάσιμα να υποπτεύονται ότι ο θάνατός του προέκυψε από ιατρική αμέλεια. Το Κράτος είχε συνεπώς καθήκον να διασφαλίσει ότι η διαδικασία που κίνησαν οι προσφεύγοντες ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων τηρούσε τα πρότυπα που επιβάλλει η διαδικαστική υποχρέωση του άρθρου 2.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, λαμβάνοντας υπόψη ιδίως τα συμπεράσματά του σχετικά με τη συμμόρφωση με τις ουσιαστικές απαιτήσεις του άρθρου 2, τα περισσότερα από τα κριτήρια πληρούνταν. Ωστόσο, η διαδικασία διήρκεσε συνολικά επτά έτη και δύο μήνες (από τις 20 Φεβρουαρίου 2014 έως τις 27 Απριλίου 2021), εκ των οποίων πέντε έτη σε πρώτο βαθμό. Το διοικητικό δικαστήριο χρειάστηκε σχεδόν τρία έτη για να διατάξει την ιατρική πραγματογνωμοσύνη και να ορίσει πραγματογνώμονες. Η Κυβέρνηση δεν παρείχε πειστική εξήγηση για μια τέτοια διάρκεια, και τα στοιχεία του φακέλου δεν την δικαιολογούν περαιτέρω, παρά μια ορισμένη πολυπλοκότητα της υπόθεσης.
Το Δικαστήριο κατέληξε ότι η υπερβολική διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, ελλείψει δικαιολόγησης για τις καθυστερήσεις, επηρέασε την αποτελεσματικότητα του δικαστικού συστήματος που δεν παρείχε επαρκώς έγκαιρη και ενδεδειγμένη απάντηση, σύμφωνα με την υποχρέωση που επέβαλε το άρθρο 2 στο Κράτος. Συνεπώς, υπήρξε παραβίαση του διαδικαστικού σκέλους του άρθρου 2.
Άρθρο 8
Το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι, όταν ο ισχυρισμός παραβίασης δεν συνδέεται στενά με τον θάνατο του άμεσου θύματος, ορισμένα δικαιώματα που προστατεύονται από τη Σύμβαση είναι εξαιρετικά προσωπικά και ανήκουν στην κατηγορία των «μη μεταβιβάσιμων» δικαιωμάτων.
Στην προκειμένη υπόθεση, ο P. απεβίωσε τον Δεκέμβριο 2012 και η προσφυγή κατατέθηκε τον Οκτώβριο 2021, μετά το πέρας της διαδικασίας που κίνησαν η μητέρα και ο πατριός του κατά του νοσοκομείου. Ο ισχυρισμός παραβίασης αφορά το δικαίωμα του P. στην υγεία και τη σωματική ακεραιότητα στο πλαίσιο της ιατρικής φροντίδας που του παρασχέθηκε στο νοσοκομείο: διαχείριση κατακλίσεων, διατροφή, μόλυνση από νοσοκομειακές λοιμώξεις, ιατρικές πράξεις χωρίς συγκατάθεση. Τα δικαστήρια απέρριψαν τη θέση των προσφευγόντων ότι υπήρχε αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ αυτών των ιατρικών πράξεων και παραλείψεων και του θανάτου του P., και το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι συνθήκες του θανάτου του δεν εμπλέκουν την ευθύνη του Κράτους.
Το Δικαστήριο έχει ήδη αποφανθεί ότι οι καταγγελίες που διατυπώνονται υπό το πρίσμα του άρθρου 8 σχετικά με ιατρική θεραπεία που δεν συνδέεται με τον θάνατο αφορούν μη μεταβιβάσιμα δικαιώματα. Αν και οι προσφεύγοντες ζήτησαν αποζημίωση για τις δικές τους ζημίες ενώπιον των εθνικών δικαιοδοσιών, δεν ισχυρίζονται ούτε αποδεικνύουν προσβολή των δικών τους δικαιωμάτων. Επίσης, δεν διαπιστώθηκε η ύπαρξη κανενός επιτακτικού λόγου που να καθιστά την καταγγελία «μεταβιβάσιμη», ούτε θέμα δημοσίου ενδιαφέροντος που να αφορά τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και να απαιτεί εξέταση της καταγγελίας.
Υπό αυτές τις συνθήκες, παρότι υπάρχει πραγματικός σύνδεσμος μεταξύ των εν λόγω πράξεων και παραλείψεων και του θανάτου, η καταγγελία από το άρθρο 8 είναι ασυμβίβαστη ratione personae με τη διάταξη που επικαλούνται και πρέπει να απορριφθεί.
ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΕΡΗ ΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
«Η υπερβολική διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, ελλείψει δικαιολόγησης για τις καθυστερήσεις, επηρέασε την αποτελεσματικότητα του δικαστικού συστήματος που δεν παρείχε επαρκώς έγκαιρη και ενδεδειγμένη απάντηση, σύμφωνα με την υποχρέωση που επέβαλε το άρθρο 2 στο Κράτος» (παράγραφος 60).
ΣΧΟΛΙΟ
Η απόφαση αυτή αποτελεί σημαντική συμβολή στη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με τις διαδικαστικές απαιτήσεις του άρθρου 2 σε υποθέσεις που αφορούν θανάτους σε νοσοκομεία, ιδίως όσον αφορά την ισορροπία μεταξύ του διεξοδικού χαρακτήρα των ερευνών και της χρονικής τους διάρκειας.
Η διάκριση που κάνει το Δικαστήριο μεταξύ του ουσιαστικού και του διαδικαστικού σκέλους του άρθρου 2 είναι ιδιαίτερα εποικοδομητική. Ενώ δεν βρέθηκε παραβίαση του ουσιαστικού σκέλους – καθώς οι εθνικές δικαιοδοσίες εξέτασαν επαρκώς τους ισχυρισμούς ιατρικής αμέλειας και δεν διαπίστωσαν αιτιώδη σύνδεσμο με τον θάνατο – το Δικαστήριο εντόπισε παραβίαση του διαδικαστικού σκέλους λόγω της υπερβολικής διάρκειας της διοικητικής διαδικασίας. Αυτή η προσέγγιση ενισχύει την αρχή ότι, ακόμη και όταν δεν διαπιστώνεται ουσιαστική παραβίαση, το Κράτος έχει αυτοτελή υποχρέωση να διασφαλίσει αποτελεσματικές και έγκαιρες διαδικασίες έρευνας.
Η απόφαση επιβεβαιώνει και αναπτύσσει τις αρχές που θεσπίστηκαν στην υπόθεση Lopes de Sousa Fernandes κατά Πορτογαλίας της 19.12.2017 (προσφ. αριθ. 56080/13), όπου το Δικαστήριο εξέτασε συστηματικά τις απαιτήσεις του άρθρου 2 στον τομέα της υγείας. Ωστόσο, σε αντίθεση με την υπόθεση Lopes de Sousa Fernandes, όπου το ζήτημα αφορούσε την επάρκεια της έρευνας και την ποιότητα της πραγματογνωμοσύνης, η παρούσα υπόθεση εστιάζει αποκλειστικά στη χρονική διάσταση της διαδικαστικής υποχρέωσης.
Η έμφαση του Δικαστηρίου στην έγκαιρη ολοκλήρωση των διαδικασιών αντικατοπτρίζει την προσέγγισή του σε άλλες υποθέσεις όπως η Nicolae Virgiliu Tănase κατά Ρουμανίας της 25.06.2019 (προσφ. αριθ. 41720/13), όπου το Δικαστήριο τόνισε ότι η αργοπορία της διαδικασίας αποτελεί σοβαρή ένδειξη αποτυχίας του Κράτους στην εκπλήρωση των θετικών του υποχρεώσεων.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης η σύγκριση με υποθέσεις που αφορούν το διαδικαστικό σκέλος του άρθρου 8 σε περιπτώσεις υπερβολικής διάρκειας διαδικασιών, όπως η İbrahim Keskin κατά Τουρκίας της 27.03.2018 (προσφ. αριθ. 10491/12) [https://hudoc.echr.coe.int/eng?i=001-181865] και η Garrido Herrero κατά Ισπανίας της 11.10.2022 (προσφ. αριθ. 61019/19). Στις υποθέσεις αυτές, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η υπερβολική διάρκεια ποινικών διαδικασιών που αφορούσαν σεξουαλική κακοποίηση ανηλίκων επηρέασε την αποτελεσματικότητα του δικαστικού συστήματος, καταδεικνύοντας ότι η χρονική διάσταση της διαδικαστικής υποχρέωσης περιλαμβάνεται σε διάφορα άρθρα της Σύμβασης.
Σημαντικό στοιχείο της απόφασης είναι η κατηγορηματική απόρριψη του άρθρου 8 ως μη παραδεκτού ratione personae. Το Δικαστήριο επιβεβαίωσε τη νομολογία του, όπως αυτή διαμορφώθηκε στις υποθέσεις Koch κατά Γερμανίας της 19.07.2012 (προσφ. αριθ. 497/09) και Rõigas κατά Εσθονίας της 12.09.2017 (προσφ. αριθ. 49045/13), ότι το δικαίωμα στην υγεία και στη σωματική ακεραιότητα είναι εξαιρετικά προσωπικό και ανήκει στην κατηγορία των «μη μεταβιβάσιμων» δικαιωμάτων που δεν μπορούν να ασκηθούν από συγγενείς μετά τον θάνατο του θύματος, εκτός αν υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις ή επιτακτικοί λόγοι γενικού ενδιαφέροντος.
Συγκριτική Ανάλυση με Νομολογία Διεθνών Δικαστηρίων
Η προσέγγιση του ΕΔΔΑ στο θέμα της υπερβολικής διάρκειας διαδικασιών που αφορούν το δικαίωμα στη ζωή συνάδει με την πρακτική άλλων διεθνών δικαστηρίων ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Το Διαμερικανικό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην υπόθεση Ximenes Lopes κατά Βραζιλίας της 04.07.2006 (Series C No. 149) διαπίστωσε παρόμοια παραβίαση του δικαιώματος στην αποτελεσματική έρευνα για τον θάνατο ψυχικά ασθενούς σε ιδιωτική κλινική, τονίζοντας ότι οι καθυστερήσεις στην ποινική διαδικασία υπονόμευσαν την αποτελεσματικότητα της δικαιοσύνης.
Επίσης, η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ στην υπόθεση Bautista de Arellana κατά Κολομβίας (επικοινωνία αριθ. 563/1993, απόψεις της 27.10.1995) εξέτασε το ζήτημα της αδυναμίας των αρχών να διερευνήσουν αποτελεσματικά και εντός εύλογου χρόνου εξαφανίσεις και θανάτους, διαπιστώνοντας παραβίαση του άρθρου 6 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα.
Το Αφρικανικό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Λαών στην απόφαση Zongo et al. κατά Burkina Faso της 28.03.2014 (προσφ. αριθ. 013/2011) εξέτασε επίσης το ζήτημα της υπερβολικής διάρκειας ερευνών για εξωδικαστικές εκτελέσεις, τονίζοντας ότι η χρονική καθυστέρηση υπονομεύει το δικαίωμα των θυμάτων και των οικογενειών τους στην αλήθεια και τη δικαιοσύνη.
Η παρούσα απόφαση ενισχύει το διεθνές πλαίσιο προστασίας που απαιτεί από τα Κράτη όχι μόνο να διεξάγουν διεξοδικές έρευνες σε υποθέσεις που αφορούν το δικαίωμα στη ζωή, αλλά και να διασφαλίζουν ότι αυτές οι έρευνες και οι επακόλουθες δικαστικές διαδικασίες ολοκληρώνονται εντός εύλογου χρόνου, προκειμένου να παρέχουν πραγματική πρόσβαση στη δικαιοσύνη.
Πηγή :echrcaselaw.com