ΑΠΟΦΑΣΗ
F.M. κ.α. κατά Ελλάδας της 14.10.2025 (προσφ. αριθ. 17622/21)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Οι προσφεύγοντες, δύο υπήκοοι Αφγανιστάν και δύο υπήκοοι Ιράκ, κατέθεσαν προσφυγή σχετικά με ναυάγιο που συνέβη στις 16 Μαρτίου 2018 στη θαλάσσια περιοχή ανατολικά της Αγαθονησίου. Τρεις από τους προσφεύγοντες επέζησαν του ναυαγίου, ενώ συνολικά 16 άτομα, συμπεριλαμβανομένων των συζύγων και των τέκνων τους, έχασαν τη ζωή τους. Ο γιος της τρίτης προσφεύγουσας, D.D., κάλεσε τις ελληνικές αρχές στις 6:29 το πρωί της 16ης Μαρτίου 2018 για να αναφέρει ότι το σκάφος με τα μέλη της οικογένειάς του είχε βυθιστεί. Παρά τις επανειλημμένες επικοινωνίες και την παροχή γεωγραφικών συντεταγμένων, η επιχείρηση έρευνας και διάσωσης που διεξήχθη την ίδια ημέρα ήταν περιορισμένη και διήρκεσε περίπου τρεις ώρες. Οι τρεις επιζώντες εντοπίστηκαν το επόμενο πρωί, 17 Μαρτίου 2018, και ακολούθησε εκτεταμένη επιχείρηση έρευνας και διάσωσης κατά την οποία ανασύρθηκαν 16 σοροί.
Οι ελληνικές δικαστικές αρχές διεξήγαγαν προανάκριση και προκαταρκτική εξέταση μετά από αναφορά των προσφευγόντων, καταλήγοντας ότι το ναυάγιο συνέβη στις 17 και όχι στις 16 Μαρτίου 2018, και ότι δεν υπήρχαν επαρκή στοιχεία για την άσκηση ποινικής δίωξης κατά των αρχών. Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε σημαντικές ελλείψεις τόσο στη διαδικαστική όσο και στην ουσιαστική διάσταση της υπόθεσης.
Όσον αφορά το διαδικαστικό σκέλος, το Δικαστήριο εντόπισε σοβαρά προβλήματα ανεξαρτησίας της έρευνας, καθώς διεξήχθη από την ίδια την ακτοφυλακή και υπό την εποπτεία στρατιωτικών εισαγγελέων. Επιπλέον, κρίσιμα στοιχεία δεν λήφθηκαν υπόψη, όπως το φωνητικό μήνυμα της F.K. που είχε καταγραφεί, ενώ οι ιατροδικαστικές εκθέσεις παρουσίαζαν σοβαρές ελλείψεις, συμπεριλαμβανομένης της απουσίας φωτογραφιών των σωμάτων, πληροφοριών για τον χρόνο και τις συνθήκες ανεύρεσης και μεταφοράς των σορών, καθώς και της διαφοροποίησης της εξέτασης ανάλογα με τις συνθήκες ανεύρεσης κάθε σώματος.
Όσον αφορά το ουσιαστικό σκέλος, το ΕΔΔΑ κατέληξε ότι οι ελληνικές αρχές γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν την πραγματική και άμεση απειλή για τη ζωή των επιβαινόντων στο σκάφος από τις πρώτες πρωινές ώρες της 16ης Μαρτίου 2018. Το Δικαστήριο εντόπισε πολλαπλές αδυναμίες στην επιχείρηση έρευνας και διάσωσης: σύγχυση μεταξύ των περιστατικών αρ. 222 και 223, πιθανή ανεπαρκής κατηγοριοποίηση της φάσης κινδύνου, έλλειψη ηλεκτρονικής καταγραφής των διαδρομών των σκαφών της ακτοφυλακής, καθυστέρηση στην επαλήθευση των γεωγραφικών συντεταγμένων που παρασχέθηκαν, απουσία γραπτών σημάτων προς άλλες αρχές και πρόωρος τερματισμός της επιχείρησης παρά το γεγονός ότι δεν είχαν εντοπιστεί οι αγνοούμενοι.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του διαδικαστικού και του ουσιαστικού σκέλους του άρθρου 2 της ΕΣΔΑ.
Το Δικαστήριο δεν επιδίκασε αποζημίωση, καθώς οι προσφεύγοντες δεν υπέβαλαν αίτημα δίκαιης ικανοποίησης εντός της προθεσμίας που τους δόθηκε.
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Οι προσφεύγοντες είναι δύο γυναίκες αφγανικής υπηκοότητας (πρώτη και τρίτη προσφεύγουσα) και μία γυναίκα και ένας άνδρας ιρακινής υπηκοότητας (δεύτερη προσφεύγουσα και τέταρτος προσφεύγων). Στις 16 Μαρτίου 2018, οι τρεις πρώτοι προσφεύγοντες επέβαιναν σε σκάφος που μετέφερε συνολικά 22 άτομα από την Τουρκία προς την Ελλάδα. Μεταξύ των επιβαινόντων ήταν τα τέσσερα παιδιά της πρώτης προσφεύγουσας, ο σύζυγος και τα δύο παιδιά της δεύτερης προσφεύγουσας, καθώς και ο σύζυγος και τα δύο παιδιά του τέταρτου προσφεύγοντος. Η τρίτη προσφεύγουσα διέμενε σε κέντρο υποδοχής αιτούντων άσυλο στη Λάρισα, ενώ ο σύζυγός της και τα τρία παιδιά της επέβαιναν στο σκάφος.
Στις 6:29 το πρωί της 16ης Μαρτίου 2018, ο D.D., γιος της τρίτης προσφεύγουσας και αιτών άσυλο που διέμενε στο Κέντρο Υποδοχής και Ταυτοποίησης (ΚΥΤ) της Σάμου, κάλεσε το 112 για να αναφέρει ότι μέλη της οικογένειάς του, συμπεριλαμβανομένης της αδελφής του F.K., επέβαιναν σε σκάφος που είχε βυθιστεί κοντά στην Αγαθονήσι. Η κλήση μεταφέρθηκε στο Ενιαίο Κέντρο Συντονισμού Έρευνας και Διάσωσης (JRCC), με το οποίο ο D.D. παρέμεινε σε επαφή καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας, παρέχοντας αριθμούς τηλεφώνων των συγγενών του και τις τελευταίες γνωστές γεωγραφικές συντεταγμένες του σκάφους που είχε λάβει από την αδελφή του.
Το JRCC κατέγραψε το περιστατικό ως περιστατικό αρ. 223 και ενεργοποίησε επιχείρηση έρευνας, η οποία όμως φαίνεται να συγχέεται με το περιστατικό αρ. 222 που αφορούσε δύο άλλα σκάφη τα οποία έφτασαν με ασφάλεια στην Αγαθονήσι την ίδια ημέρα με 63 άτομα επιβαίνοντες. Τρία σκάφη της ακτοφυλακής (PLS 137, 171 και 612) διεξήγαγαν έρευνες στη θαλάσσια περιοχή ανατολικά της Αγαθονησίου, αλλά δεν εντόπισαν το σκάφος ούτε άτομα στη θάλασσα. Η επιχείρηση έρευνας τερματίστηκε στις 12:06, περίπου τρεις ώρες μετά την έναρξή της.
Το επόμενο πρωί, 17 Μαρτίου 2018, οι δύο πρώτες προσφεύγουσες εντοπίστηκαν από κάτοικο στην περιοχή Πόρος της Αγαθονησίου περίπου στις 7:00-7:30, φορώντας βρεγμένα ρούχα και σωσίβια. Ο τέταρτος προσφεύγων εντοπίστηκε στις 9:00 στην περιοχή Limnionas. Ακολούθησε εκτεταμένη επιχείρηση έρευνας και διάσωσης με τη συμμετοχή πολλών σκαφών της ακτοφυλακής, του πολεμικού ναυτικού, της πολεμικής αεροπορίας, της Frontex και ιδιωτικών σκαφών. Μεταξύ 9:15 και 14:15, ανασύρθηκαν συνολικά 16 σοροί από τη θαλάσσια περιοχή νοτιοανατολικά της Αγαθονησίου.
Οι τρεις επιζώντες προσφεύγοντες μεταφέρθηκαν στο νοσοκομείο της Σάμου όπου νοσηλεύτηκαν για αρκετές ημέρες. Κατά τη διάρκεια της νοσηλείας τους, πραγματοποιήθηκαν δύο “ενημερώσεις” με αξιωματικούς της ακτοφυλακής στις 17 και 18 Μαρτίου 2018, κατά τις οποίες, σύμφωνα με τις ελληνικές αρχές, οι επιζώντες δήλωσαν ότι το ναυάγιο συνέβη στις 17 Μαρτίου 2018. Οι προσφεύγοντες αμφισβητούν έντονα αυτόν τον ισχυρισμό και υποστηρίζουν ότι από την αρχή δήλωσαν ότι το ναυάγιο συνέβη στις 16 Μαρτίου 2018.
Διεξήχθησαν τρεις έρευνες: προανάκριση από το Λιμενικό Σάμου, διοικητική ένορκη εξέταση και προκαταρκτική εξέταση μετά από αναφορά των προσφευγόντων. Όλες οι έρευνες διεξήχθησαν από το Τμήμα Εσωτερικών Υποθέσεων του Γενικού Επιτελείου Λιμενικού Σώματος, υπό την εποπτεία εισαγγελέων του Ναυτοδικείου. Οι εισαγγελείς κατέληξαν ότι το ναυάγιο συνέβη στις 17 Μαρτίου 2018 και όχι στις 16 Μαρτίου όπως ισχυρίζονταν οι προσφεύγοντες, και ότι δεν υπήρχαν επαρκή στοιχεία για ποινική ευθύνη των αρχών.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 2
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 2 – Διαδικαστικό σκέλος
Το Δικαστήριο επανεπιβεβαίωσε ότι όταν θέτεται ζήτημα πιθανής θανατηφόρας χρήσης βίας ή θανάτου υπό συνθήκες που ενδέχεται να εμπλέκουν την ευθύνη του Κράτους, το άρθρο 2 επιβάλλει στο Κράτος την υποχρέωση να διασφαλίσει, με όλα τα μέσα που διαθέτει, μια κατάλληλη απάντηση – δικαστική ή άλλη – ώστε να εφαρμοστεί αποτελεσματικά το νομικό και διοικητικό πλαίσιο που έχει θεσπιστεί για την προστασία της ζωής και, όπου απαιτείται, να καταστούν υπόλογοι και να τιμωρηθούν οι υπεύθυνοι για παραβιάσεις του δικαιώματος στη ζωή.
Στην προκειμένη υπόθεση, το Δικαστήριο εντόπισε σημαντικά προβλήματα στην ανεξαρτησία των ερευνών. Πρώτον, τα άτομα που ήταν υπεύθυνα για τις τρεις έρευνες (προανάκριση, διοικητική ένορκη εξέταση και προκαταρκτική εξέταση) ανήκαν στο Λιμενικό Σώμα, όπως και τα άτομα που ενδεχομένως ευθύνονταν για το περιστατικό. Το Γενικό Επιτελείο Λιμενικού Σώματος υπάγεται στο Υπουργείο Ναυτιλίας, ενώ οι εισαγγελείς που εποπτεύουν τις έρευνες ανήκουν στη στρατιωτική ιεραρχία, όπως και το Λιμενικό Σώμα. Ιδιαίτερα σημαντικό στοιχείο αποτελεί το γεγονός ότι την 28η Μαρτίου 2018, ενώ η προανάκριση ήταν ακόμα σε εξέλιξη, το Γενικό Επιτελείο Λιμενικού Σώματος εξέδωσε δελτίο τύπου στο οποίο αποσυνέδεε τα περιστατικά των 16 και 17 Μαρτίου, γεγονός που δημιουργούσε ισχυρό τεκμήριο έλλειψης ανεξαρτησίας.
Δεύτερον, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι κρίσιμα στοιχεία δεν λήφθηκαν υπόψη. Συγκεκριμένα, παρά το γεγονός ότι οι προσφεύγοντες είχαν υποβάλει στις 15 Μαρτίου 2019 την ηχογράφηση του φωνητικού μηνύματος της F.K. στο οποίο φωνάζει «Το σκάφος βυθίζεται! Βυθιζόμαστε!», οι αρχές δεν έλαβαν κανένα μέτρο για να εξετάσουν το μήνυμα, να ζητήσουν τη μετάφρασή του και να επαληθεύσουν την αυθεντικότητά του. Το περιεχόμενο αυτού του μηνύματος είχε ιδιαίτερη σημασία για τον προσδιορισμό της ημερομηνίας του ναυαγίου.
Τρίτον, το Δικαστήριο εντόπισε σοβαρές ελλείψεις στις ιατροδικαστικές εκθέσεις. Οι εκθέσεις δεν προσδιόριζαν ούτε λάμβαναν υπόψη τον ακριβή τόπο, τις συνθήκες και την ώρα ανεύρεσης των σωμάτων, την ώρα και τις συνθήκες μεταφοράς τους, την ώρα έναρξης και λήξης της ιατροδικαστικής εξέτασης, τη διάρκεια και τη θερμοκρασία συντήρησης των σωμάτων πριν από την αυτοψία. Επιπλέον, όλες οι εκθέσεις περιείχαν για όλα τα θύματα την ίδια ανάλυση, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη το γεγονός ότι τα θύματα δεν βρέθηκαν στο ίδιο μέρος και την ίδια στιγμή και ότι δεν είχαν τα ίδια σωματικά χαρακτηριστικά. Κυρίως, δεν υπήρχαν φωτογραφίες των σωμάτων, συμπεριλαμβανομένων των προσώπων και των δακτύλων, οι οποίες θα επέτρεπαν την επαλήθευση των σημείων διαβροχής, καθοριστικού στοιχείου για τον προσδιορισμό του χρόνου που τα σώματα παρέμειναν στο νερό πριν από την ανεύρεσή τους.
Το Δικαστήριο κατέληξε ότι οι ελλείψεις που διαπιστώθηκαν στις ιατροδικαστικές εκθέσεις κατέστησαν αδύνατο τον προσδιορισμό, με οποιοδήποτε βαθμό βεβαιότητας, της στιγμής θανάτου των συγγενών των προσφευγόντων για τον προσδιορισμό της ημερομηνίας του ναυαγίου.
Άρθρο 2 – Ουσιαστικό σκέλος
Το Δικαστήριο εξέτασε κατά πρώτον την κρίσιμη ερώτηση της ημερομηνίας του ναυαγίου. Λόγω των ελλείψεων της έρευνας, ιδίως των ιατροδικαστικών εκθέσεων, το Δικαστήριο δήλωσε ότι δεν μπορεί να προσδιορίσει ορισμένα από τα επίδικα γεγονότα πέραν πάσης ευλόγου αμφιβολίας. Ωστόσο, επεσήμανε ότι αυτή η αδυναμία πηγάζει σε μεγάλο βαθμό από την έλλειψη διεξοδικής και αποτελεσματικής έρευνας από τις εθνικές αρχές.
Το Δικαστήριο εξέτασε διάφορα μη αμφισβητούμενα γεγονότα:
Πρώτον, ο D.D. ειδοποίησε τις αρχές στις 6:29 το πρωί της 16ης Μαρτίου 2018 καλώντας το 112 και δηλώνοντας στα αγγλικά ότι το σκάφος με μέλη της οικογένειάς του «κατέβηκε στη θάλασσα». Περί ώρα 7:00, εξήγησε σε αστυνομικό του ΚΥΤ Σάμου ότι ένα σκάφος που ερχόταν από την Τουρκία και στο οποίο επέβαινε η αδελφή του είχε βλάβη και είχε χάσει κάθε επικοινωνία μαζί της επειδή το κινητό της τηλέφωνο είχε σβήσει. Σε εκείνο το σημείο, οι αρχές είχαν ενημερωθεί για την ύπαρξη σκάφους που βρισκόταν σε κατάσταση σοβαρού και άμεσου κινδύνου.
Δεύτερον, ο D.D. έστειλε στο JRCC τη θέση του σκάφους που είχε λάβει από την αδελφή του, και ο πάροχος κινητής τηλεφωνίας ανέφερε επίσης στις αρχές ότι το τουρκικό κινητό τηλέφωνο που χρησιμοποιούσε η αδελφή του D.D. είχε ενεργοποιήσει κεραία στις 16 Μαρτίου 2018 στις 6:20 σε μια ευρύτερη περιοχή που συμπίπτει με τη θέση που υποδείχθηκε από τον D.D.
Τρίτον, ο D.D. δήλωσε επανειλημμένα ότι δεν είχε άλλες ειδήσεις από τους συγγενείς του στο σκάφος, των οποίων τα κινητά τηλέφωνα ήταν κλειστά, από την τελευταία του επικοινωνία μαζί τους στις 16 Μαρτίου 2018 περί ώρα 6:00. Είναι επίσης αδιαμφισβήτητο ότι τα άτομα που επέβαιναν στο επίδικο σκάφος δεν βρέθηκαν στις 16 Μαρτίου 2018 και ότι οι αρχές είχαν ήδη επιβεβαιώσει ότι κανένα από αυτά δεν βρισκόταν μεταξύ των 63 ατόμων που αποβιβάστηκαν με ασφάλεια στην Αγαθονήσι στο πλαίσιο του περιστατικού αρ. 222.
Τέταρτον, το Δικαστήριο δεν πείστηκε από το επιχείρημα που υιοθετήθηκε από τις εσωτερικές αρχές ότι το σκάφος στο οποίο επέβαιναν οι επιζώντες προσφεύγοντες και οι συγγενείς τους είχε αρχικά προσπαθήσει, μαζί με τα δύο άλλα σκάφη που έφτασαν με ασφάλεια στην Αγαθονήσι στις 16 Μαρτίου 2018, να φτάσει στο νησί, χωρίς να το καταφέρει λόγω της παρουσίας τούρκων ακτοφυλάκων, οι οποίοι ωστόσο δεν τους εμπόδισαν να φτάσουν στην Ελλάδα την επόμενη ημέρα.
Πέμπτον, η έκδοση του προσφεύγοντος υποστηρίζεται επίσης από την εξαφάνιση δύο Τούρκων πολιτών την παραμονή του επίδικου ναυαγίου.
Έκτο, το Δικαστήριο προσδίδει μεγάλη σημασία στο έγγραφο της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (UNHCR) από το οποίο η εισαγγελία του Ναυτοδικείου κατέγραψε μόνο το γεγονός ότι υπήρχε σύγχυση σχετικά με την ημερομηνία του ναυαγίου. Ωστόσο, σύμφωνα με αυτό το έγγραφο, ήταν ακριβώς στις 17 Μαρτίου 2018, όταν πήγε στο νοσοκομείο, που η UNHCR «ενημερώθηκε (…) ότι υπήρχε σύγχυση σχετικά με την ημερομηνία του ναυαγίου, επειδή σύμφωνα με τις δηλώσεις των επιζώντων, το ναυάγιο είχε συμβεί στις 16 Μαρτίου και όχι στις 17 Μαρτίου».
Με βάση αυτά τα στοιχεία, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, αντίθετα με ό,τι εκτίμησαν οι αρμόδιες εισαγγελείς, οι εθνικές αρχές διέθεταν επαρκείς πληροφορίες για να τις ειδοποιήσουν για το ενδεχόμενο ναυαγίου του σκάφους που μετέφερε τους επιζώντες προσφεύγοντες και τους συγγενείς τους στη θαλάσσια περιοχή ανατολικά της Αγαθονησίου τις πρώτες πρωινές ώρες της 16ης Μαρτίου 2018 και ότι επομένως όφειλαν να γνωρίζουν, εκείνη τη στιγμή, ότι υπήρχε πραγματικός και άμεσος κίνδυνος για τη ζωή των ατόμων που βρίσκονταν στο σκάφος.
Όσον αφορά την αντίδραση των αρχών, το Δικαστήριο εντόπισε πολλαπλές αδυναμίες:
Πρώτον, το επίδικο περιστατικό (αρ. 223) φαίνεται να συγχέεται, τουλάχιστον αρχικά, με το περιστατικό αρ. 222, όπως προκύπτει από το δελτίο τύπου του Γενικού Επιτελείου Λιμενικού Σώματος και την απόφαση του εισαγγελέα Σάμου.
Δεύτερον, το Δικαστήριο εκφράζει αμφιβολίες για την καταλληλότητα του χαρακτηρισμού που δόθηκε στο επίδικο περιστατικό (αρ. 223), δηλαδή «λέμβος σε δυσχερή θέση», καθώς δεν είναι σίγουρο αν αυτός ο χαρακτηρισμός συμπίπτει με τη «φάση κινδύνου» που αναφέρεται στη Σύμβαση SAR. Το Δικαστήριο δεν μπορεί να αποκλείσει ότι λόγω της σύγχυσης μεταξύ των περιστατικών αρ. 222 και 223, οι αρχές δεν έλαβαν τα απαραίτητα μέτρα για να αξιολογήσουν και να επαληθεύσουν σε ποια φάση κινδύνου βρισκόταν το επίδικο σκάφος. Επιπλέον, το Δικαστήριο σημειώνει την καθυστέρηση των αρχών στην επαλήθευση των τελευταίων γνωστών συντεταγμένων του σκάφους.
Τρίτον, όσον αφορά την έκταση των ερευνών που πραγματοποιήθηκαν από τα τρία PLS στις 16 Μαρτίου 2018, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι δεν υπήρξε ηλεκτρονική καταγραφή των διαδρομών τους, ούτε λεπτομερής χαρτογράφηση των ζωνών έρευνας. Επιπλέον, σύμφωνα με τις γνωματεύσεις των S.L. και I.K., οι διαδρομές που υποδείχθηκαν από τους πλοιάρχους των PLS 612 και 171 στις μαρτυρίες τους αποκλίνουν από εκείνες που εμφανίζονται στις δορυφορικές εικόνες. Λαμβάνοντας υπόψη αυτά τα στοιχεία, το Δικαστήριο μπόρεσε μόνο να συμπεράνει ότι δεν ήταν δυνατόν να καθοριστεί με βεβαιότητα εάν η θαλάσσια περιοχή στην οποία βρισκόταν το σκάφος που μετέφερε τους επιζώντες προσφεύγοντες και τους συγγενείς τους, σύμφωνα με τη θέση που μεταδόθηκε από τον D.D., ερευνήθηκε διεξοδικά στις 16 Μαρτίου 2018.
Τέταρτον, η έρευνα «λέμβου σε δυσχερή θέση» στο πλαίσιο του επίδικου περιστατικού, όπως και για το περιστατικό αρ. 222, αντί για «άτομα στη θάλασσα» δεν αποτελούσε επαρκή προσέγγιση, καθώς ο εντοπισμός ατόμων στη θάλασσα, τα οποία πολύ πιθανόν είχαν ήδη διασκορπιστεί μετά το ναυάγιο του σκάφους τους, αντιπροσώπευε προφανώς πιο λεπτή εργασία.
Πέμπτον, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι γραπτοί σηματισμοί (έντυπο σήμα) που εκδόθηκαν από τις λιμενικές αρχές Λέρου και Σάμου προς το JRCC και από το JRCC προς τις λιμενικές αρχές Σάμου και Λέρου σχετικά με τα περιστατικά αρ. 222 και 223 της 16ης Μαρτίου 2018 είναι πανομοιότυποι. Επιπλέον, από την ανάγνωση αυτών των εγγράφων, είναι αναμφισβήτητο ότι οι εν λόγω σηματισμοί αφορούν στην πραγματικότητα όλοι αποκλειστικά το περιστατικό αρ. 222. Από την άποψη του Δικαστηρίου, αυτά τα στοιχεία επιβεβαιώνουν ότι δεν υπήρξε σήμα σχετικά με το επίδικο περιστατικό στις 16 Μαρτίου 2018.
Έκτον, προκύπτει από τον φάκελο ότι οι έρευνες που πραγματοποιήθηκαν από τα τρία PLS έγιναν ουσιαστικά στο πλαίσιο της διαχείρισης του περιστατικού αρ. 222 και, ιδίως, της μεταφοράς από την Αγαθονήσι στη Σάμο των 63 υπηκόων τρίτων χωρών που αποβιβάστηκαν. Σε αυτό το πλαίσιο, το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι ενώ το τοπικό σχέδιο έκτακτης ανάγκης είχε ενεργοποιηθεί ως απάντηση στο περιστατικό αρ. 222, το οποίο τερματίστηκε πολύ γρήγορα, δεν ενεργοποιήθηκε χωριστά για το περιστατικό αρ. 223. Επιπλέον, διαπίστωσε ότι οι αρχές τερμάτισαν την επιχείρηση έρευνας και διάσωσης που ξεκίνησε για το εν λόγω περιστατικό, μετά από διάρκεια περίπου τριών ωρών, παρόλο που τα άτομα που επέβαιναν στο σκάφος δεν είχαν εντοπιστεί. Πράττοντας έτσι, δεν έλαβαν επαρκώς υπόψη τις συνεχείς δηλώσεις του D.D., ο οποίος φαίνεται άλλωστε να μην ενημερώθηκε για την παύση της επιχείρησης, σύμφωνα με τις οποίες δεν είχε άλλες ειδήσεις από τους συγγενείς του που επέβαιναν στο σκάφος, και αυτό ακόμη και όταν υπήρχε ακόμη εύλογη ελπίδα, κατά την έννοια της Σύμβασης SAR, να βρεθούν επιζώντες.
Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι ελληνικές αρχές, οι οποίες όφειλαν να γνωρίζουν ότι υπήρχε πραγματικός και άμεσος κίνδυνος για τη ζωή των επιζώντων προσφευγόντων και των συγγενών τους που επέβαιναν στο σκάφος που έπλεε στη θαλάσσια περιοχή ανατολικά της Αγαθονησίου τις πρώτες πρωινές ώρες της 16ης Μαρτίου 2018, δεν έκαναν ό,τι θα μπορούσε εύλογα να αναμένεται από αυτές για να τους προσφέρουν το επίπεδο προστασίας που απαιτείται από το άρθρο 2 της Σύμβασης.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του διαδικαστικού και του ουσιαστικού σκέλους του άρθρου 2 της ΕΣΔΑ.
ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΕΡΗ ΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
“Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα προαναφερθέντα, το Δικαστήριο εκτιμά ότι οι ελληνικές αρχές, οι οποίες όφειλαν να γνωρίζουν ότι υπήρχε πραγματικός και άμεσος κίνδυνος για τη ζωή των επιζώντων προσφευγόντων και των συγγενών τους που επέβαιναν στο σκάφος που έπλεε στη θαλάσσια περιοχή ανατολικά της Αγαθονησίου τις πρώτες πρωινές ώρες της 16ης Μαρτίου 2018, δεν έκαναν ό,τι θα μπορούσε εύλογα να αναμένεται από αυτές για να τους προσφέρουν το επίπεδο προστασίας που απαιτείται από το άρθρο 2 της Σύμβασης.” (Παράγραφος 309)
ΣΧΟΛΙΟ
Η απόφαση αυτή αποτελεί σημαντική συμβολή στην εξελισσόμενη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με τις θετικές υποχρεώσεις των Κρατών σε υποθέσεις που αφορούν επιχειρήσεις έρευνας και διάσωσης μεταναστών στη θάλασσα, ιδίως όσον αφορά τις διαδικαστικές και ουσιαστικές απαιτήσεις για την προστασία του δικαιώματος στη ζωή.
Η διαπίστωση παραβίασης του διαδικαστικού σκέλους του άρθρου 2 ενισχύει το αυξημένο πρότυπο επιμέλειας και ανεξαρτησίας που απαιτείται στις έρευνες περιστατικών που ενδέχεται να εμπλέκουν κρατικές αρχές και που αναφέρθηκε στην υπόθεση Safi κ.α. κατά Ελλάδας της 7.7.2022.
Η προκειμένη απόφαση πηγαίνει περαιτέρω, επισημαίνοντας τη σημασία της ανεξαρτησίας των ερευνητικών οργάνων όχι μόνο σε επίπεδο θεσμικό αλλά και πρακτικό, καθώς και την ανάγκη διεξοδικής τεκμηρίωσης των ιατροδικαστικών ευρημάτων με φωτογραφίες και λεπτομερείς καταγραφές.
Η απόφαση υπογραμμίζει επίσης τη σημασία της λήψης υπόψη όλων των διαθέσιμων στοιχείων κατά τη διεξαγωγή έρευνας, συμπεριλαμβανομένων φωνητικών μηνυμάτων και άλλων ηλεκτρονικών στοιχείων που μπορούν να συμβάλουν στην αποσαφήνιση των περιστάσεων ενός περιστατικού. Η αποτυχία των αρχών να εξετάσουν το φωνητικό μήνυμα της F.K., το οποίο ήταν καθοριστικής σημασίας για τον προσδιορισμό της ημερομηνίας του ναυαγίου, αποτελεί σημαντική παράλειψη που επηρέασε την αποτελεσματικότητα της έρευνας.
Όσον αφορά το ουσιαστικό σκέλος του άρθρου 2, η απόφαση αναλύει λεπτομερώς τις αδυναμίες της επιχείρησης έρευνας και διάσωσης που διεξήχθη στις 16 Μαρτίου 2018. Το Δικαστήριο τονίζει ότι οι αρχές δεν μπορούν να επικαλούνται την έλλειψη απόλυτης βεβαιότητας για την ύπαρξη κινδύνου όταν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις που θα έπρεπε να τις ειδοποιήσουν για έναν πραγματικό και άμεσο κίνδυνο. Στην προκειμένη περίπτωση, οι επανειλημμένες επικοινωνίες του D.D., η παροχή γεωγραφικών συντεταγμένων, η επιβεβαίωση από τον πάροχο κινητής τηλεφωνίας της παρουσίας του σκάφους στην περιοχή και η διακοπή κάθε επικοινωνίας με τα άτομα στο σκάφος αποτελούσαν επαρκείς ενδείξεις που όφειλαν να πυροδοτήσουν μια πλήρη και αποτελεσματική επιχείρηση έρευνας και διάσωσης.
Η απόφαση επισημαίνει επίσης τη σημασία της κατάλληλης κατηγοριοποίησης των περιστατικών σύμφωνα με τη Σύμβαση SAR. Η ταξινόμηση του περιστατικού ως «λέμβος σε δυσχερή θέση» αντί για «άτομα στη θάλασσα» ή «φάση κινδύνου» μπορεί να είχε σημαντικές συνέπειες στην έκταση και την ένταση της επιχείρησης που ακολούθησε. Το Δικαστήριο τόνισε ότι οι αρχές οφείλουν να αξιολογούν προσεκτικά τη φύση και το επίπεδο του κινδύνου και να προσαρμόζουν ανάλογα την απάντησή τους.
Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο της απόφασης είναι η επισήμανση της ανάγκης για τεκμηρίωση των επιχειρήσεων έρευνας και διάσωσης, όπως η ηλεκτρονική καταγραφή των διαδρομών των σκαφών και η χαρτογράφηση των ζωνών έρευνας. Η απουσία τέτοιων στοιχείων καθιστά αδύνατο τον έλεγχο της επάρκειας της επιχείρησης και την επαλήθευση των ισχυρισμών περί διεξοδικών ερευνών.
Η απόφαση αντανακλά την προσέγγιση του ΕΔΔΑ σε άλλες υποθέσεις που αφορούν μετανάστες στη θάλασσα, όπως η Alkhatib κ.α. κατά Ελλάδας της 16.1.2024 (προσφ. αριθ. 3566/16), όπου το Δικαστήριο επίσης διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 2 λόγω χρήσης βίας από τις ελληνικές αρχές κατά τη διάρκεια επιχείρησης αναχαίτισης σκάφους με μετανάστες.
Συγκριτική Ανάλυση με νομολογία διεθνών δικαστηρίων
Η έμφαση του Δικαστηρίου στην αποτελεσματικότητα των επιχειρήσεων έρευνας και διάσωσης και την ανεξαρτησία των ερευνών αντικατοπτρίζει την προσέγγιση του Διαμερικανικού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων σε υποθέσεις όπως η Buzos Alejo κ.α. κατά Περού της 1.9.2020, όπου το Δικαστήριο εξέτασε την υποχρέωση του Κράτους να προστατεύσει τη ζωή ατόμων που βρίσκονται σε κίνδυνο στη θάλασσα.
Η προσέγγιση του ΕΔΔΑ σχετικά με την ανεξαρτησία των ερευνών συνάδει επίσης με τη νομολογία της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ (HRC) υπό το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ICCPR). Στην υπόθεση Sathasivam και Saraswathi κατά Σρι Λάνκα της 8.7.2008 (Ανακοίνωση αρ. 1436/2005), η Επιτροπή τόνισε τη σημασία των διεξοδικών και ανεξάρτητων ερευνών για παραβιάσεις του δικαιώματος στη ζωή.
Η απόφαση F.M. κ.α. κατά Ελλάδας υπογραμμίζει επίσης τη διασύνδεση μεταξύ του διαδικαστικού και του ουσιαστικού σκέλους του άρθρου 2. Οι ελλείψεις της έρευνας, όπως η απουσία κατάλληλων ιατροδικαστικών εκθέσεων και η μη λήψη υπόψη κρίσιμων στοιχείων, καθιστούν αδύνατο τον προσδιορισμό της ημερομηνίας του ναυαγίου με βεβαιότητα. Αυτό με τη σειρά του επηρεάζει την αξιολόγηση του ουσιαστικού σκέλους, καθώς η ημερομηνία του ναυαγίου είναι καθοριστικής σημασίας για την εκτίμηση του κατά πόσον οι αρχές γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν τον κίνδυνο και πότε ακριβώς όφειλαν να επέμβουν.
Πηγή : echrcaselaw.com