ΑΠΟΦΑΣΗ
Α.R. κατά Ηνωμένου Βασιλείου της 01.07.25 (αρ. προσφ. 6033/19)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ο προσφεύγων, τα έτη 2011 και 2012 υπέβαλε αιτήσεις για εργασία ως καθηγητής και ως οδηγός ταξί, για τις οποίες εκδόθηκαν σε βάρος του πιστοποιητικά ποινικής κατάστασης (ECRC) από την αστυνομία. Σε αυτά αναγραφόταν, ότι είχε κατηγορηθεί για βιασμό ανήλικης και ότι είχε αθωωθεί από το δικαστήριο. Ο προσφεύγων διαμαρτυρήθηκε ότι η δημοσιοποίηση της κατηγορίας, παρά την αθώωσή του, ήταν άδικη, δυσανάλογη και του στέρησε ουσιαστικά τη δυνατότητα εργασίας του, καθώς οι μελλοντικοί εργοδότες θα εστίαζαν στη σοβαρότητα της κατηγορίας, ανεξαρτήτως της αθώωσης.
Τα εθνικά δικαστήρια απέρριψαν τις προσφυγές του, κρίνοντας ότι η αποκάλυψη ήταν αναλογική και θεμιτή για την προστασία ανηλίκων και ευάλωτων ατόμων, και ότι η αθώωση δεν αποκλείει τη δυνατότητα αναφοράς της σχετικής πληροφορίας σε ECRC, εφόσον υπάρχει σχετική διακριτική ευχέρεια της αστυνομίας. Η υπόθεση έφτασε στο Ανώτατο Δικαστήριο του Ηνωμένου Βασιλείου, το οποίο επισήμανε την έλλειψη σαφούς και ειδικού νομοθετικού πλαισίου για το πώς πρέπει να γίνεται η διαχείριση και η χρήση τέτοιων πληροφοριών, ειδικά όταν πρόκειται για κατηγορίες που κατέληξαν σε αθώωση μετά από δίκη, αναγνωρίζοντας τον κίνδυνο αυθαίρετης ή δυσανάλογης βλάβης του ατόμου.
Ο προσφεύγων προσέφυγε στο ΕΔΔΑ, επικαλούμενος παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής του ζωής (άρθρο 8 ΕΣΔΑ), υποστηρίζοντας ότι η αποκάλυψη της πληροφορίας αυτής δεν ήταν «σύμφωνη με το νόμο», καθώς το ισχύον νομικό πλαίσιο δεν παρείχε σαφείς και επαρκείς εγγυήσεις κατά της αυθαιρεσίας, δεν υπήρχε εξειδικευμένη καθοδήγηση για τέτοιες περιπτώσεις, ούτε είχε ο ίδιος τη δυνατότητα να διατυπώσει τις απόψεις του πριν τη γνωστοποίηση της πληροφορίας στους εργοδότες, ούτε υπήρχε μηχανισμός ανεξάρτητου ελέγχου της κρίσης της αστυνομίας.
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο η διακριτική ευχέρεια των εθνικών αρχών ήταν υπερβολικά ευρεία και το νομοθετικό πλαίσιο δεν παρείχε επαρκείς εγγυήσεις κατά της αυθαιρεσίας ή οδηγίες για τη διαχείριση τέτοιων ευαίσθητων δεδομένων. Επίσης, δεν υπήρχε σαφής διαδικασία για τη δυνατότητα προηγούμενης ακρόασης του ενδιαφερόμενου ή επανεξέτασης της απόφασης για αποκάλυψη τέτοιων δεδομένων.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής (άρθρο 8). Επιδίκασε 25.000 ευρώ για έξοδα και δεν επιδίκασε ποσό για ηθική βλάβη με το σκεπτικό ότι η διαπίστωση της παραβίασης συνιστούσε επαρκή ικανοποίηση.
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων, A.R., γεννήθηκε το 1978 και κατοικεί στο Ρότσντεϊλ του Ηνωμένου Βασιλείου. Είναι κάτοχος διπλώματος διδασκαλίας, ωστόσο κατά τον κρίσιμο χρόνο εργαζόταν ως οδηγός ταξί. Τον Μάρτιο του 2010 του απαγγέλθηκε κατηγορία για βιασμό 17χρονης, η οποία είχε επιβιβαστεί στο ταξί του. Ο προσφεύγων αρνήθηκε ότι υπήρξε οποιαδήποτε σεξουαλική επαφή μεταξύ τους και ισχυρίστηκε ότι δεν υπήρχε ιατροδικαστικό στοιχείο που να τον συνδέει με αυτή. Στις 21 Ιανουαρίου 2011 αθωώθηκε.
Στις 22 Μαρτίου 2011 εκδόθηκε σε βάρος του προσφεύγοντος πιστοποιητικό ποινικής κατάστασης (ECRC) από την αστυνομία, στο πλαίσιο αίτησής του για θέση λέκτορα σε κολλέγιο. Το ECRC, σύμφωνα με το άρθρο 113B της αστυνομικής νομοθεσίας 1997, περιλάμβανε, εκτός από τα ποινικά αδικήματα και τις προειδοποιήσεις, και άλλες «σχετικές πληροφορίες» κατά τη διακριτική ευχέρεια του αρχηγού της αστυνομίας (“soft intelligence”). Ο προσφεύγων δεν είχε ποινικές καταδίκες ή προειδοποιήσεις, όμως στο σχετικό τμήμα του ECRC αναφερόταν η κατηγορία και η αθώωσή του για βιασμό, καθώς και περιγραφή των περιστατικών που οδήγησαν στην παραπάνω κατηγορία.
Στις 20 Απριλίου 2011, ο προσφεύγων υπέβαλε ένσταση κατά της αποκάλυψης αυτών των πληροφοριών, επικαλούμενος μεταξύ άλλων ότι η αθώωσή του από το δικαστήριο έπρεπε να είναι σεβαστή και ότι η δημοσιοποίηση της κατηγορίας ήταν άδικα επιζήμια για την επαγγελματική του αποκατάσταση. Η ένστασή του απορρίφθηκε και ακολούθησε διοικητική προσφυγή, που απορρίφθηκε με το σκεπτικό ότι οι αστυνομικοί έκριναν ότι η πληροφορία ήταν σχετική και έπρεπε να συμπεριληφθεί στο πιστοποιητικό, ιδίως λόγω του ότι η θέση του λέκτορα περιλαμβάνει επαφή με ευάλωτα άτομα παρόμοιας ηλικίας με την καταγγέλλουσα.
Στις 28 Μαρτίου 2012 εκδόθηκε νέο ECRC, στο πλαίσιο αίτησής του για άδεια ιδιωτικού οδηγού ταξί, με τις ίδιες ακριβώς πληροφορίες όπως το προηγούμενο. Ο προσφεύγων υπέβαλε και πάλι ένσταση, η οποία επίσης απορρίφθηκε.
Τον Δεκέμβριο του 2012 ο προσφεύγων προσέφυγε στα δικαστήρια κατά της απόφασης αποκάλυψης των στοιχείων, επικαλούμενος τα άρθρα 6 §2 και 8 της ΕΣΔΑ, χωρίς επιτυχία μέχρι και το Ανώτατο Δικαστήριο του Ηνωμένου Βασιλείου. Τα δικαστήρια έκριναν ότι η αποκάλυψη ήταν θεμιτή, αναλογική και σύμφωνη με τον νόμο, λαμβάνοντας υπόψη την σοβαρότητα της καταγγελίας και τον σκοπό της προστασίας των ευάλωτων προσώπων.
Ο προσφεύγων κατέφυγε στο ΕΔΔΑ, ισχυριζόμενος ότι η αποκάλυψη της κατηγορίας και της αθώωσής του σε ECRC παραβίασε το δικαίωμά του στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής, κατά το άρθρο 8, λόγω ανυπαρξίας επαρκούς νομοθετικής και πρακτικής διασφάλισης κατά της αυθαιρεσίας, κυρίως ως προς τη διακριτική ευχέρεια των αστυνομικών αρχών και την έλλειψη ειδικής διαδικασίας ή καθοδήγησης για τις περιπτώσεις αποκάλυψης απαλλακτικών αποφάσεων.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 8
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Κατά το ΕΔΔΑ, το ζήτημα που τέθηκε αφορούσε το κατά πόσον η γνωστοποίηση από την αστυνομία, στο πλαίσιο ελέγχου για εργασιακούς σκοπούς, πληροφοριών σχετικά με το γεγονός ότι ο προσφεύγων είχε κατηγορηθεί για βιασμό και αθωώθηκε, καθώς και η περιγραφή των περιστάσεων του φερόμενου αδικήματος, συνιστούσε παραβίαση του δικαιώματός του στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής, όπως αυτό προστατεύεται από το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ.
Το Δικαστήριο επισήμανε ότι η εν λόγω γνωστοποίηση αφορούσε ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα και είχε σημαντικές επιπτώσεις στην ιδιωτική και επαγγελματική ζωή του προσφεύγοντος, καθώς εμπόδισε ουσιαστικά την πρόσβασή του σε συγκεκριμένες μορφές απασχόλησης, παρά την αθώωσή του. Παράλληλα, το Δικαστήριο τόνισε ότι η γνωστοποίηση αυτή πραγματοποιήθηκε βάσει ενός νομοθετικού πλαισίου (άρθρο 113B(4) του Police Act 1997), το οποίο, κατά τον κρίσιμο χρόνο, παρείχε υπερβολικά ευρεία διακριτική ευχέρεια στις αρμόδιες αρχές, χωρίς να υπάρχουν επαρκή νομοθετικά ή κανονιστικά εχέγγυα για την αποτροπή αυθαίρετης ή δυσανάλογης παρέμβασης στο δικαίωμα του προσφεύγοντος.
Ειδικότερα, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι κατά τον χρόνο των επίμαχων γνωστοποιήσεων (2011 και 2012) δεν υπήρχε ούτε σαφής νομοθετική πρόβλεψη, ούτε σαφές και προσβάσιμο κανονιστικό πλαίσιο ή οδηγίες αναφορικά με το πότε και υπό ποιες προϋποθέσεις μπορούσαν να γνωστοποιηθούν πληροφορίες σχετικές με αθωωτική απόφαση. Δεν υπήρχε ειδική πρόβλεψη για την προστασία του τεκμηρίου αθωότητας, ούτε διαδικασία για τη διατύπωση απόψεων του ενδιαφερομένου πριν από τη γνωστοποίηση, ούτε δυνατότητα ανεξάρτητης προσφυγής κατά της γνωστοποίησης κατά την συγκεκριμένη περίοδο.
Το Δικαστήριο υπογράμμισε επιπλέον ότι η ευαισθησία των επίμαχων πληροφοριών απαιτούσε συνολική και σαφώς διατυπωμένη νομοθετική πρόβλεψη, τόσο ως προς τον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας των αστυνομικών αρχών όσο και ως προς τη διαχείριση από μέρους των εργοδοτών των πληροφοριών που λαμβάνουν. Τέτοια πρόβλεψη δεν υπήρχε κατά τον κρίσιμο χρόνο.
Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το σχετικό νομοθετικό πλαίσιο και η πρακτική εφαρμογή του κατά τον επίμαχο χρόνο δεν εξασφάλισαν επαρκείς εγγυήσεις κατά της αυθαίρετης ή δυσανάλογης επέμβασης στο δικαίωμα του προσφεύγοντος στον σεβασμό της ιδιωτικής του ζωής. Ως εκ τούτου, η επίμαχη γνωστοποίηση δεν ήταν «σύμφωνη με το νόμο», κατά την έννοια του άρθρου 8 παρ. 2 της Σύμβασης.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής (άρθρο 8). Πλέον αυτού εκτίμησε ότι η διαπίστωση της παραβίασης συνιστούσε από μόνη της επαρκή ικανοποίηση για οποιαδήποτε ηθική βλάβη υπέστη ο προσφεύγων και επιδίκασε 25.000 ευρώ για δικαστικά έξοδα.
Πηγή : echrcaselaw.com