ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 760/2024 Επιμέτρηση ποινής σε υπόθεση απάτης λόγω εφαρμογής ευνοϊκότερης νομοθεσίας

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Z’ Ποινικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Χριστοδούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αλεξάνδρα Αποστολάκη, Ελευθέριο Σισμανίδη, Σπυρίδωνα Κουτσοχρήστο – Εισηγητή και Γεώργιο Παπαγεωργίου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του στις 13 Μαρτίου 2024, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Μαρίας Γκανέ, (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευθυμίας Καλογεροπούλου, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων – κατηγορουμένων: 1. Ν. Χ. του Α., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Σταματογιάννη και 2. Α. Γ. του Ι., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Διαμαντή Παπανικολάου, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 155/2022 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με υποστηρίζοντα την κατηγορία τον Γ. Κ. του Ι., κάτοικο … Αττικής, ο οποίος δεν παραστάθηκε.
Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και οι αναιρεσείοντες – κατηγορούμενοι, ζητούν την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στις από 17 Οκτωβρίου 2023 κρινόμενες αιτήσεις, οι οποίες ασκήθηκαν με δήλωση ενώπιον της Γραμματέως του Εφετείου Αθηνών, Β. Χ. και έλαβαν, αντίστοιχα, αριθμούς Ε.Μ.: 79/2023 και Ε.Μ.: 80/2023, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με αριθμό 1001/2023.
Αφού άκουσε Την Αντεισαγγελέα η οποία πρότεινε να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση ως τον 2ο αναιρεσείοντα – κατηγορούμενο και δη ως προς την περί ποινής διάταξή της, να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, ως προς το ως άνω αναιρούμενο μέρος, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους Δικαστές εκτός από αυτούς που δίκασαν προηγουμένως και να απορριφθεί κατά τα λοιπά η αίτησή του. Να απορριφθεί η αίτηση που άσκησε ο 1ος αναιρεσείων και να επιβληθούν τα έξοδα και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των αναιρεσειόντων – κατηγορουμένων που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Οι δύο κρινόμενες από 27-10-2023 αιτήσεις αναίρεσης του Ν. Χ. του Α. και του Α. Γ. του Ι. αντιστοίχως, κατά της υπ’ αριθμ. 155/1-2-2022 απόφασης του Δ’ Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο (και καθαρογράφηκε στις 11-10-2023), με την οποίαν, αμφότεροι καταδικάσθηκαν για την αξιόποινη πράξη της απάτης από κοινού κατ’ εξακολούθηση τετελεσμένης και σε απόπειρα και αφού αναγνωρίσθηκε σε καθέναν από αυτούς η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2, στοιχ. α’ ΠΚ, ακολούθως επιβλήθηκε στον καθένα τους ποινή φυλάκισης τεσσάρων (4) ετών, η οποία μετατράπηκε σε χρηματική ποινή και καθορίσθηκε το ποσό της μετατροπής δε δέκα (10) ευρώ για κάθε ημέρα φυλάκισης. Αμφότερες οι κρινόμενες αιτήσεις αναίρεσης ασκήθηκαν νομίμως και εμπροθέσμως σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 462, 464, 466 παρ. 1, 4… παρ. 2, 3, 474 παρ. 1, …4 παρ. 1 και …5 παρ. 1, περ. α’ ΚΠΔ. Επί πλέον η κάθε μία από τις δύο κρινόμενες αιτήσεις περιέχει σαφείς και ορισμένους αναιρετικούς λόγους, συνιστάμενους στην έλλειψη ειδικής αιτιολογίας της ως άνω προσβαλλόμενης απόφασης και στην εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ ΚΠΔ) και συνεπώς, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές αμφότερες οι αιτήσεις και να εξετασθούν περαιτέρω ως προς την βασιμότητα των λόγων τους, ενώ λόγω της μεταξύ τους συνάφειας, πρέπει να συνεκδικασθούν (άρθρο 129 ΚΠΔ). Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι κατά την συζήτηση της κρινόμενης υπόθεσης ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου δεν εμφανίσθηκε ο Γ. Κ. του Ι., που παραστάθηκε για την υποστήριξη της ως άνω κατηγορίας εις βάρος των προαναφερθέντων δύο κατηγορουμένων και ήδη αναιρεσειόντων, παρότι κλητεύθηκε νομίμως και εμπροθέσμως, όπως προκύπτει από το 3-1-2024 αποδεικτικό επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου Α. Σ., η συζήτηση όμως πρέπει να προχωρήσει σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι (άρθρο 515 παρ. 2 ΚΠΔ).
Με το άρθρο πρώτο του Ν. 4619/2019 (ΦΕΚ Α’ 95/11.6.2019) κυρώθηκε ο νέος Ποινικός Κώδικας, ο οποίος άρχισε να ισχύει από 1-7-2019 (άρθρα δεύτερο του ως άνω νόμου και 4… του νέου ΠΚ) στη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του οποίου ορίζεται: “Αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου”. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται η αρχή της αναδρομικότητας του επιεικέστερου νόμου που ίσχυσε από την τέλεση της πράξης μέχρι το χρόνο της αμετάκλητης εκδίκασης της υπόθεσης, προδήλως δε, είναι ευμενέστερος για τον κατηγορούμενο ο μεταγενέστερος της τέλεσης της πράξης νόμος, ο οποίος με την εφαρμογή του, δηλαδή με βάση τις προβλεπόμενες προϋποθέσεις, επιφέρει στη συγκεκριμένη περίπτωση ευνοϊκότερη για τον κατηγορούμενο ποινική μεταχείριση. Έτσι, είναι πλέον δυνατόν σε περίπτωση ισχύος περισσότερων του ενός νόμων από την τέλεση της πράξης μέχρι την αμετάκλητη εκδίκαση της σχετικής υπόθεσης, το Δικαστήριο να εφαρμόζει επιλεκτικά κάποιες από τις επιμέρους ρυθμίσεις του ενός από τους ισχύσαντες νόμους και κάποιες από τις επιμέρους ρυθμίσεις του άλλου, εφόσον ο συνδυασμός αυτός στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί σε ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορούμενου. Προς τούτο γίνεται σύγκριση των περισσοτέρων σχετικών διατάξεων στο σύνολο των προϋποθέσεων, που προβλέπονται από καθεμιά από αυτές, έτσι ώστε να είναι πλέον σαφές, βάσει του νέου ΠΚ, ότι εφαρμόζεται πάντα η επιεικέστερη διάταξη και όχι ο νόμος ως ενιαίο “όλον”. Αν από τη σύγκριση προκύψει ότι ο κατηγορούμενος, όπως κατηγορείται, επιβαρύνεται το ίδιο από όλους τους νόμους, τότε εφαρμοστέος είναι ο νόμος που ίσχυε κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, διαφορετικά, εφαρμόζεται ο νεότερος επιεικέστερος νόμος. Ειδικότερα, επιεικέστερος είναι ο νόμος, που προβλέπει χαμηλότερο ανώτατο όριο του είδους της ποινής και αν το ανώτατο όριο είναι το ίδιο, επιεικέστερος είναι αυτός που προβλέπει μικρότερο κατώτατο όριο. Για το χαρακτηρισμό ενός νόμου ως επιεικέστερου ή μη λαμβάνεται κατ’ αρχήν υπόψη το ύψος της απειλούμενης ποινής φυλάκισης ή κάθειρξης, που θεωρείται βαρύτερη της χρηματικής, ενώ επί ίσων ποινών φυλάκισης ή κάθειρξης, λαμβάνεται υπόψη και η χρηματική ποινή. Επίσης, επιεικέστερος είναι ο νόμος, ο οποίος δεν περιλαμβάνει την επιβαρυντική περίπτωση, υπό την οποία ασκήθηκε η ποινική δίωξη (ΟλΑΠ 1/2020) ή εκείνος ο οποίος καθιστά την πράξη ανέγκλητη ή που θεσπίζει την εξάλειψη του αξιοποίνου λόγω παραγραφής ή την παραγραφή των ποινών. Επίσης, επιεικέστερος τυγχάνει ο νόμος όταν με σχετική διάταξη αυτού μεταβάλλεται το αξιόποινο μιας πράξης από κακούργημα σε πλημμέλημα, με αποτέλεσμα την ευμενέστερη μεταχείριση του δράστη ως προς την προβλεπόμενη ποινή, αλλά και τη σμίκρυνση του χρόνου παραγραφής (ΑΠ …6/2023, ΑΠ 945/2022, ΑΠ 841/2020). Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 386 του ισχύσαντος μέχρι 30-6-2019 πΠΚ “1. Όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών… 3. Επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών: α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών [δέκα πέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ”. [Το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ της περίπτωσης α’ της παραγράφου 3 αναπροσαρμόσθηκε στο ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ με την παρ. 2 περ. δ’ του άρθρου 24 του Ν. 4055/2012 (ΦΕΚ Α’ 51/12.3.2012). Έναρξη ισχύος 2 Απριλίου 2012] ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των [είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών, δηλαδή εβδομήντα τριών χιλιάδων (….000) ευρώ]”. [Το ποσό των εβδομήντα τριών χιλιάδων (….000) ευρώ αναπροσαρμόσθηκε στο ποσό των εκατό είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ με την παρ. 1 περ. ιδ’ του άρθρου 24 του Ν. 4055/2012 (ΦΕΚ Α’ 51/12.3.2012). Έναρξη ισχύος 2 Απριλίου 2012]. Από 1-7-2019 μετά την έναρξη ισχύος του Ν. 4619/2019 (ΦΕΚ Α’ 95/11-6-2019), η παράγραφος 1 του ως άνω άρθρου 386 νΠΚ τροποποιήθηκε ως εξής: “Όποιος με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με σκοπό από τη βλάβη αυτής της περιουσίας να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή. Άν η ζημία που προκλήθηκε υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ επιβάλλεται κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή”. Ακολούθως το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του αυτού ως άνω άρθρου 386 ΠΚ τροποποιήθηκε [με το άρθρο 92 του Ν. 4855/2021 (ΦΕΚ Α’ 215/12-11-2021), που άρχισε να ισχύει από 12-11-2021], με την προσθήκη της περίπτωσης ιδιαίτερα μεγάλης προξενηθείσας ζημίας και του πλαισίου ποινής και το άρθρο αυτό διαμορφώθηκε πλέον ως εξής: “1. Όποιος με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με σκοπό από τη βλάβη αυτής της περιουσίας να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος τιμωρείται με φυλάκιση, και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών και χρηματική ποινή. Αν η ζημία που προκλήθηκε υπερβαίνει συνολικά το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ επιβάλλεται κάθειρξη έως δέκα (10) έτη και χρηματική ποινή”. Οι διατάξεις του ισχύοντος από 1.7.2019 νΠΚ (που σημειωτέον εφαρμόσθηκαν στην κρινόμενη υπόθεση από το δευτροβάθμιο δικαστήριο) είναι ευμενέστερες των προγενεστέρων που ίσχυαν μέχρι 30-6-2019, καθόσον με αυτές καταργήθηκε η επιβαρυντική περίπτωση τέλεσης της πράξης της απάτης κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια με συνολικό όφελος ή συνολική ζημία άνω των 30.000 ευρώ και η εν λόγω αξιόποινη πράξη, οσάκις το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία δεν υπερβαίνουν τις 120.000 ευρώ, τιμωρείται σε βαθμό πλημμελήματος και συγκεκριμένα, με φυλάκιση και μάλιστα χωρίς την πρόβλεψη ελαχίστου ορίου και χρηματική ποινή, τιμωρείται δηλαδή, σε βαθμό πλημμελήματος και μόνον εάν η ζημία που προκλήθηκε υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ επιβάλλεται κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή, τιμωρείται δηλαδή σε βαθμό κακουργήματος (ΑΠ 744/2021). Από την αντιπαραβολή λοιπόν όλων των παραπάνω διατάξεων που αφορούν την περίπτωση της απάτης, η οποία προβλέπεται στην παρ. 1, περ. α’ ΠΚ, που σημειωτέον τυγχάνουν ταυτόσημες ως προς την αντικειμενική και υποκειμενική υπόστασή τους, αφού δεν παραλλάζουν τα σχετικά στοιχεία τους, προκύπτει ότι ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο τυγχάνει πλέον η ισχύουσα από 12-11-2021, διάταξη, καθ’ όσον με αυτή προβλέπεται πλέον μόνο ποινή φυλάκισης, η διάρκεια της οποίας ορίζεται από το άρθρο 53 ΠΚ, από δέκα (10) ημέρες μέχρι πέντε (5) έτη. Εξάλλου, από τις ίδιες αυτές διατάξεις (ως προς την αντικειμενική και υποκειμενική υπόστασή τους), συνάγεται ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης κατά την παρ. 1, περ. α’ ΠΚ, απαιτούνται, α) σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος χωρίς να είναι αναγκαία η πραγματοποίηση του οφέλους αυτού, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον συμπεριφορά (πράξη, παράλειψη ή ανοχή) και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με την απατηλή συμπεριφορά (παραπλανητική ενέργεια ή παράλειψη του δράστη) και την συνεπεία αυτής πλάνη εκείνου που προέβη στην περιουσιακή διάθεση, χωρίς να απαιτείται ταυτότητα παραπλανηθέντος και ζημιωθέντος. “Περιουσιακό όφελος” συνιστά η αύξηση της περιουσίας του ίδιου του δράστη ή άλλου, καθώς και η ευνοϊκότερη διαμόρφωση της περιουσιακής καταστάσεως οιουδήποτε από αυτούς. Το περιουσιακό αυτό όφελος είναι παράνομο, όταν ο δράστης ή το άλλο πρόσωπο δεν έχει νόμιμη αξίωση κατά του παθόντος, ο δε αξιούμενος για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος τούτου, σκοπός οφέλους αποτελεί υποκειμενικό στοιχείο του αδίκου (έγκλημα με “υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση”). Η περιουσιακή βλάβη (ζημία), που υπάρχει σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση για την ανόρθωσή της, θα πρέπει, ως στοιχείο της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της απάτης, να είναι άμεσο, αναγκαίο και αποκλειστικό αποτέλεσμα της περιουσιακής διαθέσεως, ήτοι της πράξεως, παραλείψεως ή ανοχής, στην οποία προέβη εκείνος που πλανήθηκε από την απατηλή συμπεριφορά του δράστη. Η ψευδής παράσταση πρέπει να απευθύνεται σε συγκεκριμένα πρόσωπα, χωρίς να είναι απαραίτητη η προσωπική επικοινωνία δράστη και θυμάτων (ΑΠ 201/2010). Θα πρέπει να υπάρχει δηλαδή, αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της απατηλής συμπεριφοράς και της πλάνης, που προκλήθηκε από αυτήν, καθώς και μεταξύ της πλάνης αυτής και της περιουσιακής βλάβης, η οποία πρέπει να είναι το άμεσο, αναγκαίο και αποκλειστικό αποτέλεσμα της πλάνης και της εξ αυτής πράξεως, παραλείψεως ή ανοχής του πλανηθέντος. Χρόνος τέλεσης του εγκλήματος της απάτης θεωρείται, ενόψει του άρθρου 17 ΠΚ, ο χρόνος, κατά τον οποίο ο δράστης, με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, ενήργησε και ολοκλήρωσε την απατηλή συμπεριφορά του, …ίνοντας στην παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή στην αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση των αληθινών, που συνιστούν τους υπαλλακτικώς μικτούς τρόπους τέλεσης της απάτης, είναι δε αδιάφορος ο μεταγενέστερος χρόνος επέλευσης της περιουσιακής βλάβης στον παθόντα, με την οποία ολοκληρώνεται η απάτη, καθώς και ο χρόνος, που επιχειρήθηκε η ζημιογόνος ενέργεια, παράλειψη η ανοχή του παραπλανηθέντα (ΑΠ 1077/2022, ΑΠ 13/2020, ΑΠ 1874/2019). Απάτη τελείται και επί ψευδών παραστάσεων συνιστάμενων στη χορήγηση από το δράστη ψευδοφαρμάκων για θεραπεία πείθοντας τον παθόντα να του καταβάλει χρήματα (ΑΠ 74/2009, ΑΠ 1596/2005). Απάτη μπορεί να τελεσθεί και κατά συναυτουργία, όταν οι συναυτουργοί …ίνουν στις ίδιες ψευδείς παραστάσεις είτε συγχρόνως από κοινού είτε διαδοχικά και χωριστά, κατόπιν όμως κοινής συναποφάσεως, δηλαδή με κοινό δόλο και με σκοπό την παραπλάνηση του θύματος και το παράνομο περιουσιακό όφελος όλων ή και ενός από αυτούς ή οιουδήποτε τρίτου, με αντίστοιχη βλάβη του απατηθέντος. Αρκεί δε, στην καταδικαστική απόφαση να αναφέρεται ότι οι δράστες της απάτης ενήργησαν με κοινό δόλο, χωρίς να απαιτείται να αναφέρονται και να εξειδικεύονται οι επί μέρους υλικές ενέργειες του καθενός από αυτούς για την από κοινού πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος και δεν δημιουργείται έλλειψη νόμιμης βάσης από τη μη εξειδίκευση αυτή (ΑΠ 1177/2019, ΑΠ 1415/2017). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 45 του ΠΚ “Αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξης”. Με τον όρο “από κοινού” νοείται αντικειμενικώς σύμπραξη κατά την εκτέλεση της κύριας πράξης και υποκειμενικώς κοινός δόλος δηλαδή ότι κάθε συμμέτοχος θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του διαπραττόμενου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με το δόλο τέλεσης του ίδιου εγκλήματος και να θέλει ή να αποδέχεται να ενώσει τη δική του δράστη με εκείνη του άλλου προς πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος. Η σύμπραξη κατά την εκτέλεση της κύριας πράξης μπορεί να συνίσταται στο ότι ο καθένας πραγματώνει με την επί μέρους πράξη του την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή ότι η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος πραγματώνεται με τις συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές, χωρίς να είναι αναγκαίο να αναφέρονται στη δικαστική απόφαση και οι επί μέρους πράξεις καθενός από τους συναυτουργούς (ΑΠ 1…3/2023, 1079/2023, ΑΠ 131/2023). Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι εκείνο το οποίο χαρακτηρίζει και διακρίνει την αυτουργία ή συναυτουργία από τη συνέργεια (απλή ή άμεση) είναι ότι ο αυτουργός ή συναυτουργός κάνει πράξη που ανήκει στην αντικειμενική υπόσταση του διαπραττόμενου εγκλήματος, ενώ ο συνεργός (απλός ή άμεσος) εκτελεί πράξεις βοηθητικές της πράξης, η οποία πραγματώνει την αντικειμενική υπόσταση ορισμένου εγκλήματος ή τουλάχιστον περιέχει αρχήν εκτελέσεως αυτής, δηλαδή πράξεις, οι οποίες είτε προπαρασκευάζουν (καθιστούν δηλαδή δυνατή ή διευκολύνουν), είτε υποστηρίζουν την κυρία πράξη (ΑΠ 1289/2022, ΑΠ 1974/2018, ΑΠ 413/2017). Ειδικότερα, για την στοιχειοθέτηση κατά συναυτουργία του εγκλήματος της απάτης, απαιτείται αντικειμενικώς, η σύμπραξη περισσοτέρων, είτε συγχρόνως μεταξύ τους, είτε διαδοχικώς κατά την εκτέλεση του εν λόγω εγκλήματος, με την ενέργεια από τον καθένα πράξεων που αποτελούν την αντικειμενική υπόσταση αυτού και υποκειμενικώς, συναπόφαση, δηλαδή κοινός δόλος για την εκτέλεση του εγκλήματος με την κοινή δράση και γνώση του καθενός της πρόθεσης του άλλου. Εξάλλου, στο άρθρο 42 παρ. 1 νΠΚ ορίζεται ότι “1. Όποιος, έχοντας αποφασίσει να τελέσει έγκλημα, αρχίζει να εκτελεί την περιγραφόμενη στο νόμο αξιόποινη πράξη, τιμωρείται, αν το έγκλημα δεν ολοκληρώθηκε, με μειωμένη ποινή (άρθρο 83)”. Έτσι προσδιορίζεται ειδικότερα µε µεγαλύτερη σαφήνεια το περιεχόµενο της αρχής εκτέλεσης του εγκλήµατος, ώστε να είναι πλέον σαφές, ότι το έγκληµα µπορεί να θεωρηθεί ότι βρίσκεται σε απόπειρα µόνο, όταν έχει πραγµατωθεί ένα τµήµα της αντικειµενικής του υπόστασης. Με τον τρόπο αυτό η ποινή της απόπειρας συναρτάται µε την πράξη που έχει τελεστεί και όχι µε τον δόλο του υπαιτίου. Η πραγµάτωση των όρων της αντικειµενικής υπόστασης δεν είναι νοητή, εξάλλου, µόνο στις περιπτώσεις που στον νόµο περιγράφεται αναλυτικά ο τρόπος τέλεσης της πράξης ή της παράλειψης, όπως συµβαίνει και στο έγκλημα της απάτης. Στις περιπτώσεις αυτές ο δράστης αρχίζει να εκτελεί την περιγραφόµενη στον νόµο πράξη, όταν έχει εξαπολύσει κατά του εννόµου αγαθού την ενέργεια, η οποία, κατά την συνήθη πορεία των πραγµάτων, είναι ικανή να επιφέρει την αξιόποινη βλάβη, αν δεν ανακοπεί από άλλη πράξη του ιδίου ή τρίτου ή από επιγενόµενο τυχαίο γεγονός. Η διαφορά της πρόσφορης από την απρόσφορη απόπειρα έγκειτο στο ότι στην πρώτη η παράσταση των γεγονότων “εν νω του δράστη” ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα, ενώ τούτο δεν συνέβαινε στην απρόσφορη απόπειρα και επιπλέον στην απρόσφορη απόπειρα η πράξη επιχειρείτο με μέσα ή κατ’ αντικειμένου τέτοιας φύσης, ώστε η τέλεσή της να αποβαίνει αδύνατη. Η διάταξη του άρθρου 43 πΠΚ, που αφορούσε στην απρόσφορη απόπειρα, καταργήθηκε με το αντίστοιχο άρθρο του νΠΚ. Ο δράστης μιας απρόσφορης απόπειρας ετιµωρείτο, επειδή πίστευε ότι τελεί έγκληµα, ενώ στην πραγµατικότητα δεν δηµιουργούσε κίνδυνο για κανένα έννοµο αγαθό. Η επιβολή ποινής για την πράξη αυτή συνηρτάτο εποµένως αποκλειστικά µε τον δόλο και για τον λόγο αυτό αντέκειτο στις βασικές αρχές του νομοθέτη του νΠΚ. Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου, ότι η πράξη παρέμεινε στο στάδιο της απόπειρας ή της απρόσφορης απόπειρας δεν είναι αυτοτελής αλλά αρνητικός της κατηγορίας. Το ζήτημα, αν τα δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά από το δικαστήριο της ουσίας αποτελούν απόπειρα, είναι νομικό και υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο η υπαγωγή (ΑΠ 1846/2019). Περαιτέρω, από την διάταξη του άρθρου 98 παρ. 1 ΠΚ, προκύπτει ότι κατ’ εξακολούθηση έγκλημα είναι εκείνο που τελείται από το ίδιο πρόσωπο και απαρτίζεται από περισσότερες ομοειδείς μερικότερες πράξεις διακρινόμενες χρονικά μεταξύ τους, οι οποίες προσβάλλουν το ίδιο έννομο αγαθό και καθεμία από αυτές περιέχει πλήρη τα στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήματος, συνδέονται δε, μεταξύ τους με την ταυτότητα της προς εκτέλεση απόφασης (ενότητα δόλου). Από την ανωτέρω διάταξη, που έχει θεσπιστεί προς το σκοπό επιεικέστερης μεταχείρισης του κατηγορουμένου, προκύπτει ότι το κατ’ εξακολούθηση έγκλημα είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση ομοειδούς πραγματικής συρροής εγκλημάτων, στην οποία (συρροή) το δικαστήριο μπορεί αντί να καταγνώσει στον δράστη συνολική ποινή, να επιβάλει μία (ενιαία) ποινή, λαμβάνοντας υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων, μέσα στα πλαίσια της ποινής του οικείου εγκλήματος. Οι μερικότερες πράξεις που συγκροτούν το κατ’ εξακολούθηση έγκλημα διατηρούν την αυτοτέλειά τους και η παραγραφή των κατ’ ιδίαν μερικότερων πράξεων επί του ανωτέρω εγκλήματος της παραγράφου 1 είναι αυτοτελής, έναντι των άλλων και παύει η δίωξη μόνο ως προς τις πράξεις που παραγράφηκαν. Στο κατ’ εξακολούθηση έγκλημα, σύμφωνα με την διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 98 ΠΚ, η αξία του αντικειμένου της πράξης και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ’ εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη αν ο δράστης απέβλεψε με τις μερικότερες πράξεις στο αποτέλεσμα αυτό, στις περιπτώσεις δε αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξης προσδιορίζεται με βάση τη συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος, που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε. Σκοπός της παρ. 2 του άρθρου 98 ΠΚ, η οποία αντιμετωπίζει το κατ’ εξακολούθηση έγκλημα ως νέο είδος εγκλήματος, είναι το αυξημένο άδικο της εξακολουθητικής εγκληματικής συμπεριφοράς στα εγκλήματα περιουσιακής βλάβης ή οφέλους να αξιολογείται βάσει της συνολικής βλάβης που προκλήθηκε από τις μερικότερες πράξεις και όχι βάσει του αντικειμένου εκάστης εξ αυτών. Πρόκειται για ρύθμιση που αφορά τη βαρύτητα του αδίκου των πράξεων, ανεξαρτήτως του εάν προβλέπεται διακεκριμένη παραλλαγή του οικείου εγκλήματος επί τη βάσει ποσοτικού κριτηρίου. Στην τελευταία βέβαια περίπτωση, εκτός από τη βαρύτερη ποινική μεταχείριση, ο χρόνος παραγραφής είναι ενιαίος και αρχίζει από την τέλεση και της τελευταίας μερικότερης πράξης (ΟλΑΠ 5/2002, ΑΠ 689/2023, ΑΠ 403/2022). Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, όταν αναφέρονται σ’ αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για την συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, ενώ σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο, προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική του κρίση, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι ακριβώς προέκυψε από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως, να προκύπτει με βεβαιότητα ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά κατ’ επιλογή. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε αρχικά με τον Ν. 2329/1953 και εκ νέου με το ΝΔ 53/1974, που αποτελεί εγχώριο δίκαιο και κατά το άρθρο 28 του Συντάγματος, έχει αυξημένη ισχύ έναντι των κοινών νόμων, προκύπτει ότι η πολιτεία, μέσω των οργάνων της, οφείλει να απαντά σε όλα τα επιχειρήματα του κατηγορουμένου και να εξετάζονται αυτά κατά τρόπο πραγματικό από το Δικαστήριο, δηλαδή το Δικαστήριο οφείλει να …ίνει σε αποτελεσματική εξέταση των παρατηρήσεων, επιχειρημάτων και αποδείξεων που επικαλούνται οι διάδικοι (ΑΠ 861/2022, ΑΠ 1363/2020), ενώ παραβίαση της ως άνω αρχής, πέραν της αναίρεσης για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, επάγεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας και ιδρύεται και ο από τα άρθρα 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ και 1… παρ. 1 περ. δ’ ΚΠΔ λόγος αναίρεσης (ΑΠ 861/2022, ΑΠ …1/2020). Δεν είναι όμως απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και συγκριτική στάθμιση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για τον σχηματισμό της δικανικής κρίσης, ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιό ή από ποιά αποδεικτικά μέσα προέκυψε η κάθε παραδοχή. Όταν δε, εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, αφού δεν εξαιρέθηκαν ρητά, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα λοιπά. Περαιτέρω, η συνδρομή του δόλου, κατ’ αρχάς, δεν απαιτεί ιδιαίτερη αιτιολογία, διότι αυτός ενυπάρχει στην θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και αποδεικνύεται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών και η σχετική με αυτόν αιτιολογία εμπεριέχεται στην κύρια επί της ενοχής αιτιολογία, μόνον δε, όταν αξιώνονται πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος και συγκεκριμένα, είτε η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξης (άμεσος δόλος), είτε η επιδίωξη ορισμένου περαιτέρω σκοπού (έγκλημα υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης), ο δόλος απαιτεί ιδιαίτερη αιτιολογία, αυτό όμως δεν συμβαίνει στην κρινόμενη υπόθεση, που αφορά τα προαναφερθέντα δύο εγκλήματα. Όμως, δεν αποτελούν λόγους αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας ή της εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου και της έλλειψης νόμιμης βάσης, πλήττεται ανεπιτρέπτως, η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα, κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (ΟλΑΠ 1/2005, ΑΠ 457/2022, ΑΠ 151/2021). Εξάλλου κατά το άρθρο 510 παρ. 1, στοιχ. Ε’ ΚΠΔ, λόγο αναίρεσης της απόφασης αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτήν έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της απόφασης που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό της και που ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (ΟλΑΠ 3/2008, ΑΠ 1204/2023, ΑΠ 930/2022). Στην προκειμένη περίπτωση το ως άνω Δ’ Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δέχθηκε κατά το ενδιαφέρον την αναιρετική αυτή διαδικασία μέρος, δηλαδή αυτό που αφορά τους προαναφερθέντες δύο εκκαλούντες – κατηγορουμένους (δεύτερο και τρίτο αντιστοίχως) και ήδη αναιρεσείοντες, τα εξής: “Από την αποδεικτική διαδικασία που έγινε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου και ειδικότερα από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως, οι οποίοι αναφέρονται ονομαστικά στα πρακτικά, τα πρακτικά και απόφαση της πρωτοβάθμιας δίκης, που αναγνώσθηκαν, καθώς και από τα έγγραφα, που αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο και αναφέρονται στα πρακτικά, από τις απολογίες των κατηγορουμένων και γενικά από όλη τη συζήτηση της υποθέσεως και από την αξιολογική εκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, σύμφωνα με την προβλεπόμενη από το άρθρο 177 παρ. 1 ΚΠΔ αρχή της ηθικής αποδείξεως, αποδείχθηκαν τα εξής: Ο παθών, Γ. Κ., γεννηθείς το έτος 19…, καθηγητής δευτεροβάθμιας επαγγελματικής εκπαίδευσης (ΕΠΑΛ), κάτοικος Αθηνών, το έτος 2005, κατά την περίοδο των θερινών του διακοπών στους … Αττικής, όπου η οικογένειά του διατηρεί εξοχική κατοικία, γνώρισε τον δεύτερο κατηγορούμενο, Ν. Χ., γεννηθέντα το έτος 19…, ο οποίος διατηρούσε εκεί κατάστημα εμπορίας και επισκευής ποδηλάτων, έχοντας δε ως κοινό ενδιαφέρον την ερασιτεχνική αθλητική ποδηλασία, ανέπτυξαν έκτοτε φιλικές σχέσεις, είχαν κοινωνικές συναντήσεις με άλλους κοινούς φίλους, τους Γ. Σ., γλύπτη στην Τράπεζα της Ελλάδος και Σ. Π., μηχανολόγο – ναυπηγό, προπονούνταν μαζί και λάμβαναν μέρος σε ποδηλατικούς αγώνες. Τον Ιούνιο του έτους 2007, ο παθών άρχισε να παρουσιάζει κινησιολογικά προβλήματα, λόγω εμφάνισης όγκου στο αριστερό ημισφαίριο του εγκεφάλου, διαγνωσθέντα ιατρικώς, ως χωροκατακτητική εξεργασία εγκεφάλου, στα όρια του αριστερού βρεγματικού με τον αριστερό μετωπιαίο λοβό αντίστοιχα με την περιοχή της πρόσθιας κεντρικής έλικας, με φασματοσκοπικούς χαρακτήρες Low Grade αστροκυττώματος, υπαγόμενο στον τύπο του γλοιώματος. Για την αντιμετώπιση της ασθένειάς του, απευθύνθηκε σε ιατρό νευροχειρουργό του Νοσοκομείου Ευαγγελισμός, όπου ο όγκος διαγνώσθηκε ως μη χειρουργήσιμος και γι’ αυτό υποβλήθηκε σε θεραπευτικές ακτινοβολίες, με θετικά αποτελέσματα, διότι αντιμετωπίσθηκαν τα κινησιολογικά του προβλήματα, έκτοτε δε υποβαλλόταν σε τακτικούς επανελέγχους. Ο δεύτερος κατηγορούμενος, όπως και οι κοινοί φίλοι του παθόντος έγιναν μέτοχοι του προβλήματος της υγείας του, το οποίο αντιμετώπιζε από κοινού με την οικογένειά του, αποτελούμενη από τους γονείς, την αδελφή του και τον γαμβρό του Χ. Κ., δάσκαλο, με τους οποίους ήταν σύνοικοι οικογενειακής τριώροφης οικοδομής στην Αθήνα. Ο δεύτερος κατηγορούμενος, το έτος 2009 τέλεσε τον γάμο του με την Ε. Γ., θυγατέρα του τρίτου κατηγορούμενου, Α. Γ.. Ο τελευταίος, γεννηθείς το έτος 19…, συνταξιούχος της Εθνικής Ασφαλιστικής, τέως Διευθυντής του καταστήματος …, κάτοικος …, είχε γιό τον Ι. Γ., γεννηθέντα το έτος 19…, πάσχοντα, από την νηπιακή ηλικία, από το σύνδρομο Mccune-Albright (δυσπλασία των φυσιολογικών οστών), εξαιτίας του οποίου είχε υποστεί μόνιμη πολυοστική προσβολή των οστών, οστική δυστροφία του δεξιού τμήματος του κρανίου, του αριστερού άνω άκρου, όλων των πλευρών του αριστερού ημιθωρακίου, του αριστερού τμήματος της λεκάνης και του αριστερού κάτω άκρου, συνεπεία των οποίων είχε υποβληθεί επανειλημμένα σε χειρουργικές θεραπείες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Ο τρίτος κατηγορούμενος, ήταν φίλος με τον πρώτο κατηγορούμενο, Ν. Κ., γεννηθέντα το έτος 19…, έμπορο, κάτοικο …, και οι δύο είχαν φιλία με τον τέταρτο κατηγορούμενο, Γ. Ζ., γεννηθέντα το έτος 19…, εστιάτορα, κάτοικο …, οι οποίοι διά μέσου του τρίτου κατηγορούμενου, γνώρισαν και τον γαμβρό του, δεύτερο κατηγορούμενο. Το καλοκαίρι του έτους 2009, προϊούσης της ασθένειας του παθόντος, ο δεύτερος κατηγορούμενος άρχισε να εμφανίζεται ανήσυχος για την υγεία του, αναφέροντας στον παθόντα και στους λοιπούς κοινούς φίλους ότι ανέπτυξε όγκο στον εγκέφαλο συνεπεία αιματώματος από παλαιότερο ατύχημα. Ο παθών του σύστησε τους ιατρούς του στον Ευαγγελισμό, Σ. και Β., αλλά ο δεύτερος κατηγορούμενος του είπε ότι είχε επιλέξει το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο …, όπου είχε γνωστούς γιατρούς ο πεθερός του, Α. Γ., τρίτος κατηγορούμενος. Κατά τους επόμενους μήνες ο δεύτερος κατηγορούμενος είπε στον παθόντα, υπό τη μορφή εκμυστήρευσης, ότι ο ίδιος θεραπεύτηκε από το σοβαρό πρόβλημα της υγείας του, με τη συνδρομή του πεθερού του, τρίτου κατηγορούμενου, ο οποίος κατόπιν σχετικών συστάσεων από πρόσωπα του Αγίου Όρους, είχε αποκτήσει πρόσβαση σε ανεπίσημο ερευνητικό κέντρο, που λειτουργούσε μυστικά στη Ρωσία, το οποίο κατόπιν εξετάσεως του DNA εκάστου ασθενούς, παρασκευάζει εξατομικευμένο φάρμακο και το διαθέτει στον ενδιαφερόμενο, διά μέσου τρίτων προσώπων ως μεσαζόντων, έναντι αμοιβής, όπου είχε αποτανθεί και ο πεθερός του για τη θεραπεία του πάσχοντος από την εκφυλιστική νόσο των οστών του γιού του Ι. Γ., δαπανώντας το ποσό των 120.000 ευρώ με απολύτως θετικά αποτελέσματα, ενώ για τον ίδιο (δεύτερο κατηγορούμενο) ο πεθερός του είχε αναλάβει την όμοια δαπάνη ύψους 40.000 ευρώ. Ως προς δε την διαδικασία ότι τα δείγματα για την εξέταση του DNA λαμβάνει ο μεσάζων, ο οποίος τα αποστέλλει στο ερευνητικό κέντρο, ειδοποιείται για τα αποτελέσματα και ο ίδιος μεταβιβάζει στο ερευνητικό κέντρο την εντολή, από τον εκάστοτε ασθενή για την παρασκευή του φαρμάκου, εισπράττοντας προκαταβολικά τη δαπάνη που αποστέλλει στο κέντρο, επειδή η παρασκευή του φαρμάκου είναι εξειδικευμένη και στη συνέχεια παραδίδει το φάρμακο. Επίσης εμφαντικά έλεγε στον παθόντα ότι στις επαφές με τους μεσάζοντες επικρατούσε αναγκαίως μυστικότητα και εχεμύθεια για να αποκλείεται η διαρροή πληροφοριών της λειτουργίας του ερευνητικού κέντρου προς τις φαρμακευτικές εταιρείες, που θα θεωρούσαν ότι τις ανταγωνίζεται και για το λόγο αυτό ο ίδιος τήρησε τη μυστικότητα, λαμβάνοντας από τους μεσάζοντες την πρώτη δόση του φαρμάκου, σε ξενοδοχείο πλησίον του αεροδρομίου, με διακριτική παρουσία ασφάλειας και τη δεύτερη δόση, με τις ίδιες προφυλάξεις, σε άλλο μέρος του αεροδρομίου, περιέγραφε δε το σκεύασμα, ως υγρό άχρωμο και άοσμο τοποθετημένο σε μπουκάλι, το οποίο, μετά τη λήψη, κράτησαν οι μεσάζοντες για να μην διαρρεύσει η σύνθεσή του και ότι η επίδραση ήταν άμεση εντός του πρώτου 48ωρου. Ακόμη δε ότι ο ίδιος είχε στην πορεία άριστα αποτελέσματα, προπονούμενος κανονικά και λαμβάνοντας μέρος σε ποδηλατικούς αγώνες, τα οποία επιβεβαιώθηκαν και από τις διαγνωστικές εξετάσεις που έκανε στην Αθήνα, για να μην αποκαλύψει στους γιατρούς της … την αιτία της ίασής του. Κατά τα επόμενα χρόνια όταν ο παθών είχε ενοχλήσεις ο δεύτερος κατηγορούμενος του επαναλάμβανε ότι δεν έπρεπε να χάσει την ευκαιρία ίασης, που του προσφερόταν λόγω των γνωριμιών του με τους μεσάζοντες, πλην όμως, ο παθών εξακολουθούσε να εμπιστεύεται τη ιατρική επιστήμη, αναγνωρίζοντας ως θετικά τα αποτελέσματα των ακτινοβολιών. Τον Ιούνιο του 2012 άρχισε να έχει ενοχλήσεις στο δεξί του πόδι και αργότερα και στο χέρι, ενώ με την πάροδο του χρόνου οι ενοχλήσεις αυξάνονταν και στις αρχές του 2013 υπέστη πτώση του δεξιού πέλματος, το οποίο δεν ακολουθούσε τις εντολές προς κίνηση, οι δε ιατροί του διέγνωσαν ότι επρόκειτο για υποτροπή της νόσου και ο έλεγχος με μαγνητική φασματοσκοπία ανέδειξε αύξηση του μεγέθους της πάσχουσας περιοχής στον εγκέφαλο με στοιχεία νέκρωσης, με πιθανή αιτία τις ακτινοβολίες, χωρίς να του προταθεί κάποια θεραπεία, με συνέπεια να βαδίζει μόνο με την χρήση νάρθηκα στο πόδι του. Στις αρχές Μαρτίου 2014 ο παθών ευρισκόμενος σε ιδιαίτερα ευάλωτη θέση, λόγω της επιβάρυνσης της κατάστασης της υγείας του για την βελτίωση της οποίας δεν είχε ιατρική θεραπεία και πρόβλεψη, της διαθεσιμότητας από την εργασία του ως εκπαιδευτικού, στο πλαίσιο αλλαγών του συστήματος επαγγελματικής εκπαίδευσης και της ανικανότητάς του να ποδηλατεί, αναζήτησε ενημέρωση από τον δεύτερο κατηγορούμενο για το ερευνητικό κέντρο της Ρωσίας, όπως επανειλημμένα του πρότεινε αυτός. Ο δεύτερος κατηγορούμενος, διατηρώντας με τον τρίτο κατηγορούμενο, πρώην πεθερό του, καλή σχέση και μετά τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης με την σύζυγό του το έτος 2011, επισκεπτόμενος την … για την επικοινωνία με την κόρη του, που διέμενε εκεί με την μητέρα της, επικοινώνησε τηλεφωνικά με αυτόν, ως το πρόσωπο που είχε την ευχερή πρόσβαση στον μεσάζοντα, κατόπιν δε υποδείξεών του, ο παθών άρχισε να επικοινωνεί τηλεφωνικά με τον τρίτο κατηγορούμενο, ο οποίος είχε συνταξιοδοτηθεί πλέον από την ασφαλιστική εταιρεία και βοηθούσε τον υιό του Ι. Γ., που διατηρούσε ασφαλιστικό γραφείο στη …. Ο τρίτος κατηγορούμενος διαβεβαίωσε τον παθόντα ότι ο γιός του – τον οποίο ο παθών κατά το παρελθόν είχε συναντήσει στο κατάστημα του δεύτερου κατηγορούμενου – όπως και πολλοί ασθενείς είχαν βοηθηθεί ακολουθώντας την θεραπεία από το μυστικό ερευνητικό κέντρο της Ρωσίας. Ο τρίτος κατηγορούμενος είπε στον παθόντα ότι θα έπρεπε να δώσει τρίχες από τα μαλλιά του ως δείγμα DNA για την εξέταση που θα διενεργούσε το ερευνητικό κέντρο, καταβάλλοντας το ποσόν των 6.000 ευρώ – μεγαλύτερο εκείνου των 5.700 ευρώ της όμοιας εξέτασης του δεύτερου κατηγορούμενου εξαιτίας εξόδων – το οποίο θα παραλάμβανε ο δεύτερος κατηγορούμενος και θα μετέφερε στη …, και αυτός θα το παρέδιδε στον μεσάζοντα. Κατά το χρόνο δε της επικοινωνίας στο γραφείο ο τρίτος κατηγορούμενος επισήμαινε στον παθόντα την ανάγκη μυστικότητας, λέγοντας να μην καλεί τηλεφωνικά στο γραφείο, κατά τις πρωϊνές ώρες, για να μην ακουστεί η συνομιλία τους. Περί την 8 Μαρτίου 2014 ο παθών, πεισθείς στις διαβεβαιώσεις των ως άνω κατηγορουμένων ότι επρόκειτο να έλθει σε επαφή με το ερευνητικό κέντρο, συνοδευόμενος από την αδελφή του, μετέβη στο κατάστημα του δεύτερου κατηγορούμενου στους … και παρέδωσε σ’ αυτόν τρίχες από τα μαλλιά του σε αποστειρωμένο κουτί – όπου ο δεύτερος κατηγορούμενος σημείωσε τα στοιχεία του παθόντος – καθώς και το ποσό των 6.000 ευρώ σε μετρητά χρήματα, τα οποία θα παρέδιδε στον τρίτο κατηγορούμενο στις 10-3-2014 στην …. Κατά την επικοινωνία του την επομένη με τον τρίτο κατηγορούμενο, αυτός τον διαβεβαίωσε ότι τα έλαβε και τα είχε προωθήσει στον μεσάζοντα και ότι θα είχε απάντηση σε δέκα ημέρες. Μετά την πάροδο εικοσαημέρου ο παθών επικοινώνησε με τον τρίτο κατηγορούμενο για να ενημερωθεί και εκείνος προέβαλε ως αιτία της αργοπορίας τα επεισόδια μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, λόγω των οποίων υπήρχαν καθυστερήσεις στα αεροπορικά δρομολόγια, οι πιλότοι των οποίων αναλάμβαναν τις μεταφορές των δειγμάτων, κάθε Τρίτη και Σάββατο λέγοντάς του ότι θα τον ειδοποιούσε μόλις υπήρχαν αποτελέσματα. Ακόμη δε ότι τα αποτελέσματα στέλνονταν και στο Υπουργείο Υγείας στην Ελλάδα στο πλαίσιο άτυπης συνεργασίας. Στο τέλος του μηνός Μαρτίου 2014 ο δεύτερος κατηγορούμενος κάλεσε τηλεφωνικά τον παθόντα, λέγοντάς του ότι είχε εξαχθεί αποτέλεσμα και τον παρέπεμψε στον τρίτο κατηγορούμενο για ενημέρωση, οπότε ο τελευταίος του είπε “είναι δύσκολα τα πράγματα, Γ., αλλά κάτι θα γίνει, οι Ρώσοι θέλουν δεύτερο δείγμα DNA, χωρίς χρήματα αυτή τη φορά, σε έξι μήνες, για να δουν την εξέλιξη της νόσου”. Κατά τη διάρκεια της αναμονής του εξαμήνου όταν ο παθών το καλοκαίρι του 2014 εμφάνισε έντονη αδυναμία στο δεξί του χέρι και ανήσυχος ειδοποίησε τον δεύτερο κατηγορούμενο αυτός του σύστησε να ενημερώσει τον τρίτο κατηγορούμενο, να τον βλέπει σαν πατέρα και να του εκδηλώνει τις ανησυχίες του, οπότε ο τελευταίος τον καθησύχασε τηλεφωνικά λέγοντάς του να αναμένει την πάροδο του εξαμήνου. Κατά τον ίδιο χρόνο, ο δεύτερος κατηγορούμενος συζητώντας με τον παθόντα για την προτεινόμενη θεραπεία τον διαβεβαίωνε ότι εκτός από τον γιό του τρίτου κατηγορούμενου και η πρώην σύζυγός του Ε. Γ. είχε σοβαρό γυναικολογικό πρόβλημα και θεραπεύτηκε, λαμβάνοντας το φάρμακο, όπως και η τωρινή σύντροφός του Ε. Β., που αντιμετώπιζε πνευμονολογικό πρόβλημα και ακολούθησε την ίδια θεραπεία, έναντι 20.000 ευρώ που πλήρωσε ο ίδιος, υποβληθείσα ωστόσο σε ταλαιπωρία κατά την παράδοση του φαρμάκου, διότι οι μεσάζοντες άλλαζαν τους τόπους παράδοσης είτε στα … είτε σε άλλα μέρη, μάλιστα δε πολλές φορές η συζήτηση γινόταν ενώπιόν της και επίσης ότι δεν πρόλαβε να χορηγήσει το φάρμακο στην μητέρα του, αφού το παρέλαβε αμέσως μετά το θάνατό της, την Άνοιξη του 2014. Περί το τέλος Αυγούστου 2014 ο παθών επικοινώνησε με τον τρίτο κατηγορούμενο, ο οποίος του είπε ότι δεν έχει ακόμη νέα από τους Ρώσους και ότι θα επικοινωνούσε αυτός μαζί του. Στις αρχές Σεπτεμβρίου 2014 ο δεύτερος κατηγορούμενος επικοινώνησε με τον παθόντα λέγοντάς του “Ετοιμάσου να δώσεις DNA…ξέχασέ τον, τον Γ.” και όταν αυτός του είπε αγχωμένος “καλά τι θα του πω του ανθρώπου, αν με πάρει τηλέφωνο;” του απάντησε “εσύ το φάρμακο δεν θες να πάρεις;” απάντησε “το φάρμακο θέλω, αλλά τι θα γίνει..;” και του λέει “μην αγχώνεσαι, δεν θα σε πάρει τηλέφωνο ο «Γ., ρωτώντας “γιατί, τι έγινε;”, του είπε ότι “προσπάθησε, να έρθει σε επαφή με το ερευνητικό κέντρο, άμεση επαφή, τον πήραν είδηση και τον απέκλεισαν και έτσι μαζί μ’ αυτόν θα έχανες κι εσύ το φάρμακο, αλλά επειδή ξέρω τον μεσάζοντα…θα συνεχίσω τη διαδικασία από δω και πέρα εγώ”. Και μάλιστα του είπε “εδώ δίπλα μου είναι και ο Κ., ο μεσάζων, ο οποίος θέλει να σου μιλήσει” οπότε αυτός του μίλησε λέγοντας “είσαι φίλος του Χ., θα κάνουμε το καλύτερο για εσένα”. Ο εμφανιζόμενος, ως “κύριος Κ.”, ο οποίος, όπως αποκαλύφθηκε εκ των υστέρων, ήταν ο πρώτος κατηγορούμενος, Ν. Κ. κανόνισε τη συνάντησή τους στη …, στις 7-9-2014, ημέρα Κυριακή, ζητώντας από τον παθόντα να έχει μαζί του πεντακόσια (…0,00) ευρώ για τον πιλότο. Πράγματι, στις 7 Σεπτεμβρίου 2014 τον παθόντα μετέφεραν μέχρι στους …, ο γαμβρός και η αδελφή του και από εκεί μαζί με τον δεύτερο κατηγορούμενο, που οδηγούσε το αυτοκίνητο της συντρόφου του, μετέβησαν στην …, όπου κατά τη διαδρομή τον καθησύχαζε, λέγοντας “μην αγχώνεσαι, μωρέ, μην αγχώνεσαι, τώρα που σε ανέλαβαν αυτοί, τελείωσε το πράγμα, αν δεν τρέξουμε στη Σπάρτη” – στον ποδηλατικό αγώνα της Σπάρτης – “φέτος, του χρόνου θα τρέχουμε οπωσδήποτε μαζί”. Στην παραλία της …ς τους ανέμενε ο πρώτος κατηγορούμενος, τον οποίο ο δεύτερος προσφωνούσε ως κύριο Κ. και ο ίδιος συστήθηκε στον παθόντα ως μεσάζων που θα έφερνε το φάρμακο. Όταν κάθισαν σε κοντινή καφετέρια ο πρώτος κατηγορούμενος έλαβε από τον παθόντα το ποσόν των …0 ευρώ και ως δείγμα για το DNA του τράβηξε από το στήθος τρίχες και ο δεύτερος κατηγορούμενος, στο χώρο της τουαλέτας, του πήρε σάλιο σε χαρτοπετσέτα, τα οποία έβαλαν σε φιαλίδιο που είχε μαζί του ο παθών, το οποίο παρέλαβε ο πρώτος κατηγορούμενος, ενώ πριν αναχωρήσουν ο δεύτερος κατηγορούμενος τον άφησε για λίγο μόνον να αναμένει, για να συναντήσει κατ’ ιδίαν τον πρώτο κατηγορούμενο, λέγοντάς του ότι πάει να δει αν ο κύριος Κ. σφράγισε το φιαλίδιο. Στις 15-9-2014 ο πρώτος κατηγορούμενος τηλεφωνικά γνωστοποίησε στον παθόντα ότι είχαν βγεί τα αποτελέσματα της δεύτερης εξέτασης DNA αλλά τα νέα δεν ήταν καλά γιατί η κατάσταση ήταν δύσκολη, υπήρχαν δε δύο θεραπευτικές λύσεις, μεταξύ των οποίων έπρεπε να επιλέξει. Με την μεν πρώτη κόστους 55.000 ευρώ το κέντρο της Ρωσίας εγγυάτο θεραπεία σε βάθος χρόνου, με τη δε δεύτερη, υψηλότερου κόστους 87.000 ευρώ, θεραπεία με ανάπλαση των κυττάρων σε ποσοστό 95%, διότι η ίαση κατά το υπόλοιπο ποσοστό δεν θα ήταν εφικτή, λόγω καταστροφής των κυττάρων από την προηγηθείσα ακτινοβολία. Επιπλέον ότι έπρεπε ο παθών να αποφασίσει αμέσως, διότι η πολιτική κρίση στην Κριμαία θα μπορούσε να προκαλέσει καθυστέρηση. Ο παθών αγωνιώντας για το θέμα της υγείας του, πείσθηκε από τα λεγόμενα του πρώτου κατηγορούμενου να αποδεχθεί την πρόταση των 87.000 ευρώ, ως πιο αποτελεσματική για την θεραπεία του και γι’ αυτό τηλεφώνησε στον πρώτο κατηγορούμενο να του το ανακοινώσει. Ο πρώτος κατηγορούμενος, ενεργών πάντοτε ως “κύριος Κ.”, του είπε ότι δεν θα γίνει η παράδοση των χρημάτων ταυτόχρονα με το φάρμακο, όπως έγινε με τον δεύτερο κατηγορούμενο αναφέροντας ότι “Όταν έχεις τα λεφτά, ειδοποίησέ με. Επειδή μπορεί να το μετανιώσεις, πρέπει να προκαταβάλεις τα λεφτά και μετά θα φτιαχτεί το φάρμακο”. Στις 18 Σεπτεμβρίου 2014, ημέρα Πέμπτη, μετέβησαν στην Τράπεζα … ο παθών μαζί με τον γαμπρό του Χ. Κ., ο οποίος τον μετέφερε με το αυτοκίνητό του, επειδή ο ίδιος δεν οδηγεί, όπου ο παθών έκανε ανάληψη ποσού 87.000 ευρώ, σε πεντακοσάευρα, δηλαδή εκατόν εβδομήντα τέσσερα (174) χαρτονομίσματα των πεντακοσίων (…0,00) ευρώ έκαστο, από κοινό λογαριασμό που διατηρούσε στην ανωτέρω τράπεζα με τους γονείς του. Μόλις ανέλαβε τα χρήματα, ο παθών τηλεφώνησε στον πρώτο κατηγορούμενο και αυτός κανόνισε συνάντηση την επομένη, 19 Σεπτεμβρίου 2014 στα Κ. Β. του νομού … ενώ ο παθών ζήτησε να πληρώσει σε δύο δόσεις, μήπως στο εν τω μεταξύ χρονικό περιθώριο λάμβανε και το φάρμακο. Ο ίδιος είχε ζητήσει και τη μεσολάβηση του δεύτερου κατηγορούμενου για να επιτύχει μείωση της τιμής αλλά αυτός του είπε ότι δεν το κατόρθωσε. Πράγματι στις 19-09-2014, ημέρα Παρασκευή, ο παθών, μεταφέρθηκε από τον γαμβρό του Χ. Κ., στους … για να παραλάβουν από το κατάστημά του τον δεύτερο κατηγορούμενο, για τον οποίο και ο παθών επιθυμούσε να τους συνοδεύσει στη συνάντηση, αναλογιζόμενος τα όσα του είχε διηγηθεί για την ταλαιπωρία των μετακινήσεων κατά το παρελθόν με τη σύντροφό του. Στα Κ. Β., κάθησαν οι τρεις στην παραλιακή καφετέρια με την επωνυμία “…” και όταν έφθασε ο κύριος Κ., δηλαδή ο πρώτος κατηγορούμενος, συνεπιβαίνοντας στο αυτοκίνητο του κουμπάρου του Π. Π., εργοστασίου κατασκευής DACIA τύπου … κάθισε στο τραπέζι τους ενώ ο ως άνω οδηγός του αυτοκινήτου κάθισε μόνος του σε διπλανό τραπέζι, με στραμμένη την πλάτη προς τους λοιπούς. Όταν ο Χ. Κ. ρώτησε για την παρουσία του άγνωστου άνδρα, οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι του απάντησαν ότι είναι αστυνομικός και εποπτεύει τον χώρο. Κατά τον τρόπο αυτό ενίσχυσαν τα λεγόμενά τους προς τον παθόντα ότι η προμήθεια του φαρμάκου διέπεται από άκρα μυστικότητα και ότι έχουν διασύνδεση με το ερευνητικό κέντρο. Ο πρώτος κατηγορούμενος ζήτησε από τον παθόντα τα χρήματα, οπότε οι δύο τους μετακινήθηκαν ιδιαιτέρως μέχρι το σταθμευμένο αυτοκίνητο όπου ο πρώτος κατηγορούμενος έλαβε από τον παθόντα ένα φάκελο με ….000 ευρώ, ως πρώτη δόση, τα μέτρησε και καθώς ο παθών απομακρυνόταν, του ζήτησε να καλέσει τον δεύτερο κατηγορούμενο για κάτι που τον ήθελε και σε λίγο και οι δύο κατηγορούμενοι επέστρεψαν στο τραπέζι. Ο δεύτερος κατηγορούμενος είπε στον παθόντα ότι σε περίπτωση που τον σταματούσαν στο δρόμο και τον ρωτούσαν για το φάρμακο να πει ότι συνδέονται με μακρινή συγγένεια. Ακολούθως κανονίστηκε δεύτερη συνάντηση στις 22 Σεπτεμβρίου 2014 για την οποία ο πρώτος κατηγορούμενος είπε ότι υπήρχε περίπτωση να μην προσέλθει ο ίδιος γιατί είχε δικαστήριο και ότι θα παραλάμβανε τα χρήματα ο παρακαθήμενος τρίτος, οπότε ο παθών και ο γαμβρός του ζήτησαν να έλθει στο τραπέζι τους και να βγάλει τα γυαλιά ηλίου για να τον αναγνωρίσουν. Στις 22 Σεπτεμβρίου 2014 ο παθών μαζί με το γαμπρό του ταξίδεψαν με προορισμό τη … για την πραγματοποίηση της συνάντησης, κατά δε τη διάρκεια της διαδρομής ο πρώτος κατηγορούμενος δύο φορές άλλαξε τον τόπο της συνάντησης είτε στα διόδια είτε στην πλατεία και τελικά κατέληξαν στην κεντρική πλατεία Ταχυδρομείου, όπου συνάντησαν τον πρώτο κατηγορούμενο, συνοδευόμενο από τον τέταρτο κατηγορούμενο, Γ. Ζ., ο οποίος είπε στον παθόντα ότι υπήρξε βαριά άρρωστος με καρδιακό πρόβλημα, νοσηλευόμενος στο Γενικό Νοσοκομείο στην εντατική, αλλά ιάθηκε με τη λήψη του φαρμάκου που του χορήγησε εκεί ο πρώτος κατηγορούμενος. Ο παθών παρέδωσε το ποσόν των 37.000 ευρώ στον πρώτο κατηγορούμενο, ο οποίος ζήτησε από τον τέταρτο κατηγορούμενο την σακούλα για να το τοποθετήσει. Κατόπιν ο παθών ανέμενε ειδοποίηση από τον πρώτο κατηγορούμενο για να πάρει το φάρμακο και η επόμενη συνάντηση για το σκοπό αυτό ορίστηκε στις 5 Οκτωβρίου 2014 στην Αθήνα στο Ξενοδοχείο … στην …. Ο πρώτος κατηγορούμενος είπε επίσης στον παθόντα ότι το φάρμακο θα δινόταν σε τρείς δόσεις, ανά δέκα ημέρες η καθεμία και ότι με την πρώτη θα σταματούσε το πρόβλημα, με την δεύτερη θα διορθωνόταν και με την τρίτη θα επερχόταν εξάλειψη και ανάπλαση των κυττάρων και ότι έπρεπε να δώσει επιπλέον 1….0 ευρώ ως έξοδα, των τριών δόσεων για τα δρομολόγια των πιλότων. Σε επόμενη τηλεφωνική συνομιλία για την επιβεβαίωση της συνάντησης ο πρώτος κατηγορούμενος του είπε ότι ήταν στην … μαζί με τον δεύτερο κατηγορούμενο, ο οποίος όταν κατόπιν τον κάλεσε στο τηλέφωνο του είπε ότι είχε μεταβεί εκεί για να δώσει το δεύτερο δείγμα για την εξέταση DNA για τον εαυτό του και ότι εκείνος ήταν έτοιμος να πάρει την πρώτη δόση. Στις 5-10-2014 ο παθών μετέβη με τον γαμπρό του στον τόπο της συνάντησης, όπου βρήκαν τον πρώτο κατηγορούμενο και κάθισαν σε παρακείμενη του ξενοδοχείου καφετέρια. Ο παθών έδωσε το ποσόν των 1….0 ευρώ, ο δε πρώτος κατηγορούμενος τηλεφώνησε στον δεύτερο κατηγορούμενο, που ήταν στην … συμμετέχοντας στον ποδηλατικό αγώνα … (διαδρομή Αθήνα -Σπάρτη), λέγοντάς του για την συνάντηση με τον παθόντα και στη συνέχεια δέχθηκε ένα τηλεφώνημα και βγήκε έξω για να φέρει το φάρμακο. Επιστρέφοντας, έβγαλε από το σακάκι του ένα κοινό πλαστικό μπουκάλι του νερού 1/2 λίτρου, χωρίς ετικέτα, που περιείχε μέχρι το μέσον του ένα θολό ασπριδερό υγρό, το οποίο ανακίνησε και γέμισε το ποτήρι του παθόντος, ο οποίος το ήπιε αισθανόμενος μια γνωστή γεύση, χωρίς να μπορέσει εκείνη τη στιγμή να την προσδιορίσει. Ο πρώτος κατηγορούμενος τον ρώτησε αν αισθάνεται κάτι στο χέρι ή στο πόδι και αυτός του απάντησε αρνητικά, εκτός από κάποια έξαψη που ένιωσε στο πρόσωπο, την οποία ο πρώτος κατηγορούμενος απέδωσε στην επίδραση του φαρμάκου. Στη συνέχεια ο πρώτος κατηγορούμενος του έδωσε οδηγίες να αποφεύγει την κούραση, να διατρέφεται σωστά και να παίρνει κάθε τρεις έως τέσσερις ημέρες μία ασπιρίνη. Στο άκουσμα της λέξης ασπιρίνη ο παθών εντόπισε ότι το παρασκεύασμα που ήπιε είχε τη γεύση της ασπιρίνης και αυθόρμητα το είπε στο πρώτο κατηγορούμενο, ο οποίος του απάντησε ότι μπορεί να φαινόταν σαν ασπιρίνη αλλά δεν ήταν. Όταν έφτασε στο σπίτι, τηλεφώνησε στον δεύτερο κατηγορούμενο, εκφράζοντας την ανησυχία του, ότι γεύθηκε ασπιρίνη, οπότε εκείνος του απάντησε σε έντονο ύφος “τι λες, τι είναι αυτά που λες; Άμα δεις τις μαγνητικές, που θα είναι εντάξει, τι θα πεις τότε;” κατόπιν δε του τηλεφώνησε και ο πρώτος κατηγορούμενος, προφανώς ενημερωμένος από τον δεύτερο κατηγορούμενο, λέγοντας “ξέχνα απάτες και ασπιρίνες και κοίταξε να ξεκουράζεσαι, να είσαι καλά, και όλα θα πάνε καλά”. Μετά από τρεις-τέσσερις ημέρες ο πρώτος κατηγορούμενος τηλεφώνησε στον παθόντα ότι έπρεπε να δώσει και άλλο δείγμα για DNA για να ελεγχθεί η δράση της πρώτης δόσης του φαρμάκου και για το σκοπό αυτό στις 12-10-2014 τον επισκέφθηκε στο σπίτι του ο δεύτερος κατηγορούμενος, ο οποίος έλαβε τρίχες και σάλιο, λέγοντάς του ότι θα τα δώσει στον μεσάζοντα για να τα προωθήσει στο ερευνητικό κέντρο. Το επόμενο χρονικό διάστημα οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι καθησύχαζαν τον παθόντα, λέγοντάς του ότι θα πάρει και δεύτερη και τρίτη δόση φαρμάκου, ότι οι Ρώσοι θα κάνουν το καλύτερο δυνατό και ότι η επίδραση του φαρμάκου (της πρώτης δόσης) είχε φθάσει στο 40% και θα λάμβανε την δεύτερη δόση, όταν η απόδοση της πρώτης φθάσει στο …% και σε επόμενη τηλεφωνική επικοινωνία ότι είχε φθάσει στο …%. Στις 23-11-2014 ο πρώτος κατηγορούμενος τηλεφώνησε στον παθόντα, λέγοντάς του ότι νοσηλευόταν, λόγω σοβαρού αυτοκινητικού ατυχήματος που συνέβη στα …, στο ΑΧΕΠΑ Θεσσαλονίκης όπου έλαβε την πληροφορία ότι η επίδραση του φαρμάκου είχε φθάσει στο …%, την δε επομένη 24-11-2014, όταν του τηλεφώνησε ο παθών, του είπε ότι επρόκειτο να χειρουργηθεί, διότι ένα σίδερο είχε εισέλθει σε απόσταση 2 χιλιοστών από την καρδιά του. Στις 30-11-2014 σε τηλεφωνική επικοινωνία ο πρώτος κατηγορούμενος είπε στον παθόντα ότι επειδή απέτυχε η αφαίρεση θα αναχωρούσε για τη Μόσχα, όπου θα παρέμενε επί δέκα ημέρες, ενώ ο δεύτερος κατηγορούμενος διαβεβαίωνε τον παθόντα ότι αν δεν κατορθώσει ο πρώτος να φέρει το φάρμακο, θα το έφερνε άλλος. Στις 5 Δεκεμβρίου 2014 τηλεφώνησε στον παθόντα μία κοπέλα, από το κινητό τηλέφωνο του πρώτου κατηγορούμενου και του είπε ότι ήταν η ανηψιά του Ν. του Κ., αποκαλύπτοντας έτσι εκ παραδρομής την αληθή ταυτότητα αυτού, ο οποίος εμφανιζόταν με το ψευδώνυμο “Κ.”. Όταν ο παθών της απάντησε ότι δεν γνωρίζει κάποιον Ν. Κ., αυτή, μετά από παύση, διόρθωσε το λάθος της και είπε ότι είναι ανηψιά του κυρίου Κ. και ότι αυτός βρίσκεται στη Ρωσία για να θεραπευτεί και να μην ανησυχεί, διότι μόλις επιστρέψει, θα επικοινωνήσουν. Την επομένη, 6 Δεκεμβρίου 2014, του τηλεφώνησε ο τέταρτος κατηγορούμενος, από το κινητό τηλέφωνο του πρώτου κατηγορούμενου λέγοντάς του ότι είναι ο αδελφός του “κυρίου Κ.”, ότι λέγεται Γ. και ότι ο πρώτος κατηγορούμενος σε πέντε – έξι ημέρες θα είναι καλύτερα και θα του φέρει την επόμενη δόση του φαρμάκου. Την ίδια ημέρα όμως σε μεταγενέστερη κλήση ο “Γ.” και του είπε ότι είναι πολύ άρρωστος και θα συνεχίσει αυτός ως μεσάζων και σε νεώτερες τηλεφωνικές κλήσεις του είπε ότι όταν θα έχει νέα από τη Ρωσία, θα κατέβει από τη … να του φέρει το φάρμακο, τον πληροφόρησε δε ότι στο δείγμα, η απόδοση δηλαδή της πρώτης δόσης του φαρμάκου, έχει φθάσει το …%. Σε επόμενο τηλεφώνημα ο τέταρτος κατηγορούμενος είπε στον παθόντα, ότι θα του δώσει το φάρμακο 4 με 5 Ιανουαρίου 2015 αλλά θα πρέπει αυτός να μεταβεί στη … και τότε ο παθών διαμαρτυρήθηκε, επειδή του είχε υποσχεθεί ότι θα ερχόταν εκείνος. Κατόπιν όλων των αυτών των παλινωδιών, ο παθών, ο οποίος είχε αμφιβολίες από το χρόνο που αντιλήφθηκε ότι το σκεύασμα ομοίαζε στη γεύση με ασπιρίνη και δεν αισθάνθηκε καμία θετική επίδραση στην κατάσταση της υγείας του, βεβαιώθηκε πλέον ότι είχε εξαπατηθεί, απευθύνθηκε στο Δικηγόρο του και την Παρασκευή, 2 Ιανουαρίου 2015, μαζί με τον γαμπρό του Χ. Κ., μετέβησαν στη Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Αττικής (Γ.Α.Δ.Α) και κατέθεσε την από 2-1-2015 έγκληση με ταυτάριθμη ημεροχρονολογία κατάθεσης για τις σε βάρος του αξιόποινες πράξεις και πλέον ακολούθησε τις συμβουλές των αστυνομικών. Την 03-01-2015, τηλεφώνησε στον παθόντα ο τέταρτος κατηγορούμενος και του ζήτησε την επόμενη ημέρα 04-01-2015 να μεταβεί στη … για τη δεύτερη δόση του φαρμάκου μαζί με τον δεύτερο κατηγορούμενο στην δε διαμαρτυρία του παθόντος για τον τόπο συνάντησης ο τέταρτος κατηγορούμενος απάντησε ότι αυτός για την υγεία του θα πήγαινε οπουδήποτε ” θα πήγαινα και στο φεγγάρι” και τελικά κατέληξαν να ορίσουν τόπο συνάντησής τους την …. Σε συνεννόηση πλέον με την Αστυνομία, ο παθών την Κυριακή, 11-01-2015, με το αυτοκίνητο του γαμπρού του Χ. Κ., που οδηγούσε ο τελευταίος, μετέβησαν στους … Αττικής, στο κατάστημα του δευτέρου κατηγορουμένου. Άφησαν το αυτοκίνητο εκεί και επιβιβάστηκαν στο Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο του δευτέρου κατηγορουμένου, τζιπ εργοστασίου κατασκευής BMW για να μεταβούν στην … και ενώ βρίσκονταν στην καφετέρια όπου εργαζόταν η σύντροφος του δεύτερου κατηγορούμενου Ε. Β. επενέβη η Αστυνομία και συνέλαβε αυτήν και τον δεύτερο κατηγορούμενο, οδηγώντας τους στο Α.Τ. … Αττικής. Ο επικεφαλής αστυνομικός υπέδειξε στον συλληφθέντα δεύτερο κατηγορούμενο να τηλεφωνήσει στον τέταρτο κατηγορούμενο ότι μεταβαίνουν στη … και αυτός μαζί με τον παθόντα και τον γαμπρό του, ξεκίνησαν, υπό αστυνομική παρακολούθηση. Στη …, οι αστυνομικοί τους υπέδειξαν να πραγματοποιήσουν τη συνάντηση και μόλις δινόταν το σκεύασμα θα γινόταν η σύλληψη. Ο δεύτερος κατηγορούμενος με τον παθόντα και τον γαμβρό του, έφθασαν στην καφετέρια, όπου τους ανέμενε ο τέταρτος κατηγορούμενος και όταν ο τελευταίος έβγαλε το πλαστικό μπουκάλι 2…ml, τύπου ροφήματος καφέ cappuccino της επωνυμίας illy issimo, όχι διάφανο, με περιτύλιγμα και το έδωσε στον παθόντα, οι αστυνομικοί που παρακολουθούσαν, τον συνέλαβαν. Στη συνέχεια του υπέδειξαν να τηλεφωνήσει στον πρώτο κατηγορούμενο αλλά αυτός είχε φύγει ήδη από την …. Παρέμεινε όμως εκεί ο Π. Π., με το αυτοκίνητο του οποίου είχαν έλθει στη … από το προηγούμενο βράδυ όλοι μαζί, ο οποίος ανευρέθη και συνελήφθη στον ιδιωτικό χώρο στάθμευσης, όπου είχαν σταθμεύσει το αυτοκίνητο και όλοι οι συλληφθέντες οδηγήθηκαν στην Γ.Α.Δ.Α. στην Αθήνα. Εκεί προσήχθη και ο τρίτος κατηγορούμενος που συνελήφθη την ίδια ημέρα (11-01-2015) στη …. Το πλαστικό μπουκάλι παραδόθηκε αμέσως από τον παθόντα στους παρόντες αστυνομικούς και δη στον Υ/Β Ι. Μ., ο οποίος υπηρετεί στη ΔΑΑ/ΤΠΠΔ και συνέταξε την από 11-1-2015 και ώρα 23:30 έκθεση παράδοσης και κατάσχεσης παρουσία του Υ/Α Χ. Σ., της ίδιας υπηρεσίας ενός (1) πλαστικού μπουκαλιού περιεκτικότητας 2… ml περιέχον υγρό διάλυμμα αγνώστου προέλευσης που παρέδωσε ο Γ. Κ. και δήλωσε ότι το παραπάνω που παρέδωσε ο “Γ.” την ώρα 14:00 της 11/1/15 σε καφετέρια στην … και πρόκειται για τη δεύτερη δόση του φαρμάκου για τη ασθένειά του. Σε βάρος του πρώτου κατηγορούμενου εκδόθηκε το 1/14-01-2015 ένταλμα σύλληψης του 5ου Ειδικού Ανακριτικού Τμήματος Πρωτοδικών Αθηνών, οπότε στη συνέχεια αυτός στις 19-01-2015 εμφανίστηκε στην Γ.Α.Δ.Α, Τμήμα Προστασίας Περιουσιακών Δικαιωμάτων και συνελήφθη σε εκτέλεση του εν λόγω εντάλματος. Ο παθών μετά τη σύλληψη του πρώτου κατηγορούμενου προσήλθε στην ΓΑΔΑ και τον αναγνώρισε. Ο παθών, εκτός από την παραπάνω έγκλησή του υπέβαλε και την υπ’ αρ. 18125/25-10-2019 δήλωση κατ’ άρθρο 464 ΝΠΚ (ν. 4619/2019), με την οποία δήλωσε ότι επιθυμεί την πρόοδο της εκκρεμούς ποινικής διαδικασίας. Σύμφωνα με το υπ’ αριθμ. πρωτ. 10118/8-6-2015 έγγραφο του Εθνικού Οργανισμού Φαρμάκων κατά την έλεγχο του περιεχομένου του αποσφραγισμένου πλαστικού περιέκτη (μπουκαλιού) με επισήμανση illy issimo cappuccino, δεν ταυτοποιήθηκαν 1. Ακετυλοσαλυκιλικό οξύ, 2. Υπεροξείδιο του υδρογόνου, 3. αναβολικές ουσίες της ΚΥΑ 34912 (ΦΕΚ 3170/20-12-2011), 4. ναρκωτικά του Ν. 4139/130 ούτε κατέστη δυνατόν να εξαχθούν περαιτέρω συμπεράσματα για τη σύσταση του προϊόντος. Επρόκειτο δηλαδή για σκεύασμα άγνωστης προέλευσης και χημικής σύστασης, χωρίς καμία φαρμακευτική και ιατρική αναγνώριση, ούτε είχε οποιαδήποτε θεραπευτική αξία, αλλά εμπεριείχε άγνωστες ουσίες, μη εργαστηριακώς αναγνωρίσιμες και ήταν παντελώς ακατάλληλο προς ίαση. Το λεγόμενο μυστικό ερευνητικό κέντρο στη Ρωσία δεν υπήρχε, δεν στέλνονταν εκεί τα χρήματα, ούτε συντελείτο διαδικασία παραγωγής εξειδιασμένου φαρμάκου για κάθε ασθενή, μέσω λήψης δείγματος για εντοπισμό της ασθένειας από το DNA, ενώ το παραδιδόμενο ως φάρμακο ήταν άγνωστη ουσία, διαλυμένη σε άγνωστο υγρό, προσφερόμενη κατά τρόπο παντελώς ακατάλληλο σε αντίθεση με κάθε κανόνα χορήγησης ουσίας με θεραπευτική αξία, σε πλαστικούς περιέκτες είτε νερού είτε καφέ. Ομοίως και οι λήψεις δειγμάτων για εξέταση DNA είτε για την παραγωγή φαρμάκου είτε για τον περαιτέρω έλεγχο της επίδρασής του συνίσταντο σε αληθοφανή τεχνάσματα που στήριζαν τις ψευδείς παραστάσεις. Ουδεμία δε από τις πολύ σοβαρές παθήσεις των αναφερόμενων στον παθόντα προσώπων, όπως του γιού του τρίτου κατηγορούμενου, του δεύτερου κατηγορούμενου, της πρώην συζύγου του και της συντρόφου του τέταρτου κατηγορούμενου ιάθηκαν με την χρησιμοποίηση του δήθεν σκευάσματος, αφού δεν είχε την ιδιότητα του φαρμάκου ούτε και οι κατηγορούμενοι, ήταν σε θέση να έχουν επαφές με χώρους επιστημονικών ερευνών. Η αναφερόμενη ως ίαση του Ι. Γ. υπό την μορφή, είτε της ανάσχεσης της παθολογικής κατάστασης της υγείας του, είτε της σταθεροποίησης αυτής με αύξηση του προσδόκιμου της ζωής, δεν συνάδουν με τη χρήση του δήθεν φαρμάκου, ουδόλως δε προκύπτει αναστροφή της νόσου του, από την από 3-2-2015 βεβαίωση του Ι. Γ., Ορθοπαιδικού Χειρουργού Επίκουρου Καθηγητή του Πανεπιστημίου Ι., για το λόγο ότι δεν συνιστά τέτοια περίπτωση η περιγραφόμενη εξέλιξη της πόρωσης ενός κατάγματος μεσότητας του ΑΡ βραχιονίου, επί εδάφους του συνδρόμου Mccune-AIbright, το οποίο είχε υποστεί το Μάρτιο του 2009, που ήδη παρουσίαζε πόρωση από τον Αύγουστο του 2009 και διαπιστώθηκε το έτος 2014, ως πλήρης πόρωση, με ικανοποιητική πάχυνση του φλοιού και δημιουργία εγκαρσίων οστικών δοκίδων και φυσιολογική λειτουργικότητα του ΑΡ άκρου. Οι παραστάσεις ψευδών γεγονότων των κατηγορουμένων προς τον παθόντα έλαβαν χώρα με τις προαναφερόμενες ανακοινώσεις, δηλώσεις και ισχυρισμούς των πρώτου, δεύτερου και τρίτου των κατηγορουμένων από την 8 Μαρτίου 2014 μέχρι και την 11-01-2015 με τις αλληλοδιαδόχως ψευδείς παραστάσεις που επαναλάμβαναν, …ίνοντας κεχωρισμένως και διαδοχικά σε πολλαπλές απατηλές συμπεριφορές, καθεμία από τις οποίες προκάλεσε χωριστή πλάνη στον παθόντα και τον οδήγησε σε ιδιαίτερη επιζήμια πράξη περιουσιακής διάθεσης, αποσκοπώντας αυτοί στην επίτευξη του συνολικού περιουσιακού οφέλους, ο δε σχεδιασμός τους αναπροσαρμοζόταν αναλόγως με την εκάστοτε επίτευξη της παραπλάνησης του παθόντος, ώστε να επιτευχθεί η αποκόμιση του μεγαλύτερου δυνατού συνολικού παράνομου περιουσιακού οφέλους. Η κοινή δράση των εν λόγω κατηγορουμένων στηρίχθηκε στην εκμετάλλευση της εμπιστοσύνης του παθόντος προς το πρόσωπο του δεύτερου κατηγορούμενου και στο ευάλωτο της κατάστασής του, οι οποίοι συνέπρατταν …ίνοντας στις ψευδείς παραστάσεις είτε συγχρόνως από κοινού είτε διαδοχικά, κατόπιν κοινής συναπόφασης, δηλαδή με κοινό δόλο, και με σκοπό παράνομου περιουσιακού οφέλους. Οι τρείς πρώτοι κατηγορούμενοι σταθμίζοντας ότι χρειάζονταν τρίτα πρόσωπα για να επιτυγχάνουν με τις πράξεις τους την απαιτούμενη πειστικότητα, στο πρόσωπο του παθόντος, παρουσίαζαν αλληλοδιαδόχως τα ψευδή περιστατικά στο πλαίσιο κοινού σχεδιασμού και κοινής δράσης, αναλαμβάνοντας την εκτέλεση με τη μορφή διαφορετικών ρόλων, και ειδικότερα ο τρίτος κατηγορούμενος, ως βασικό μέλος, ο οποίος αντιμετωπίζοντας το γνωστό στον παθόντα πρόβλημα της υγείας του γιου του, παρείχε τα εχέγγυα της εντιμότητας, του ήθους και της αλήθειας, ο πρώτος κατηγορούμενος , ως ο πλέον διασυνδεδεμένος με τους μεσάζοντες, που θα επιτύγχανε την ομαλή εξέλιξη της θεραπευτικής αγωγής και ο δεύτερος κατηγορούμενος, που διέθετε το προνόμιο της φιλίας με τον παθόντα και τη δυνατότητα της άμεσης προσέγγισης, ως συνδετικός κρίκος μεταξύ τους. Έτσι οι εν λόγω κατηγορούμενοι με τις πράξεις τους, παρέστησαν στον παθόντα ψευδή γεγονότα ως αληθινά συνιστάμενα α) στην αναγκαία διενέργεια περισσότερων εξετάσεων, εκτελούμενων σε χρονική απόσταση μεταξύ τους, ώστε να επιτυγχάνεται κάθε φορά η παραπλάνησή του παθόντος, β) στην ύπαρξη περισσότερων θεραπευτικών προτάσεων, αποτιμώμενων σε υψηλό κόστος, γ) στη δήθεν απομάκρυνση του τρίτου κατηγορούμενου και στην απουσία του πρώτου, διότι αυτό αφενός μεν εξυπηρετούσε την εκτέλεση, αφετέρου δε καθιστούσε περισσότερο ευάλωτο τον παθόντα, δ) στην απαίτηση περισσότερων χρημάτων λόγω νέων εξόδων, ε) στην εναλλαγή του τρόπου και της χρονικής διάρκειας της προσφερόμενης θεραπευτικής αγωγής, στ) στην ανακοίνωση νέων παραστάσεων, με περισσότερη πειστικότητα και φορτικότητα κατά την εκδήλωση αμφισβήτησης και δυσπιστίας από τον παθόντα, ζ) στην χρησιμοποίηση πολλαπλών τεχνασμάτων για να εξασφαλίζεται η δήθεν μυστικότητα των συναντήσεων. Οι πρώτος, δεύτερος και τρίτος των κατηγορουμένων στην Αθήνα, στους … Αττικής, στη …, στα …, στη … και στον … Αττικής ενεργώντας από κοινού, κατόπιν συναπόφασης και συνεκτέλεσης κατά το χρονικό διάστημα από τις 08 Μαρτίου του έτους 2014 μέχρι και 11-01-2015 με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του ιδίου εγκλήματος, με σκοπό να αποκομίσουν οι ίδιοι παράνομο περιουσιακό όφελος, έβλαψαν και αποπειράθηκαν να βλάψουν ξένη περιουσία, πείθοντας τον παθόντα, κατά τα προαναφερόμενα, σε πράξη με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών και η ζημία που προξένησαν ανέρχεται στο ποσόν των ενενήντα πέντε χιλιάδων (95.000) ευρώ, στο οποίο απέβλεπαν με τις ανωτέρω μερικότερες πράξεις τους. Αν οι κατηγορούμενοι δεν προέβαιναν σε παράσταση στον παθόντα των προαναφερομένων ψευδών γεγονότων ως αληθινών, με σκοπό παράνομου περιουσιακού οφέλους, αυτός δεν θα παραπλανάτο και δεν θα πειθόταν να δεχθεί τη ψευδοθεραπεία και το ψευδοφάρμακο και να τους καταβάλει τα ως άνω χρηματικά ποσά, βλάπτοντας την περιουσία του. Ο δεύτερος κατηγορούμενος από το παρελθόν ανέφερε στον φίλο του τα περιστατικά της δήθεν θεραπείας, πλην όμως, ουδεμία σκέψη υπήρχε τότε στον παθόντα για λήψη του ψευδοφαρμάκου, αυτές δε οι πληροφορίες παρέμεναν αδρανείς μέχρι τις αρχές Μαρτίου 2014 οπότε οξύνθηκε το πρόβλημα της υγείας του παθόντος και αυτός παραπείστηκε από τους τρείς πρώτους κατηγορούμενους και εξακολούθησε να παραπείθεται μέχρι και την 11-01-2015, στις πιο κάτω αναφερόμενες ημεροχρονολογίες, αγνοώντας ότι σε βάρος του εξυφαινόταν και εκτελείτο εκ μέρους τους το σχέδιο εξαπάτησής του….Συνακόλουθα, εφόσον με τις προαναφερόμενες διατάξεις του ισχύοντος από 1.7.2019 Ποινικού Κώδικα, που έχουν θεσπιστεί προς το σκοπό ευμενέστερης μεταχείρισης του κατηγορουμένου, καταργήθηκε η επιβαρυντική περίπτωση τέλεσης της πράξης της απάτης κατ’ επάγγελμα με συνολικό όφελος ή συνολική ζημία άνω των 30.000 ευρώ, η εν λόγω αξιόποινη πράξη, όταν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία δεν υπερβαίνουν τις 120.000 ευρώ, τιμωρείται σε βαθμό πλημμελήματος. Ο παθών εξεταζόμενος στο ακροατήριο του παρόντος και του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με πλήρη ενάργεια, νοηματική αλληλουχία και λεπτομέρεια, καταθέτει για τα όσα βιωματικά έζησε, ψυχικά υπέστη και περιουσιακά ζημιώθηκε, για το ρόλο εκάστου των κατηγορουμένων και για την παραπλάνησή του από τις πράξεις τους καθώς και για τα στοιχεία του δόλου τους και το σκοπό τους να αποκομίσουν παράνομο περιουσιακό όφελος σε βάρος του. Ομοίως ο γαμπρός του παθόντος καθώς και οι κοινοί φίλοι με τον δεύτερο κατηγορούμενο, καταθέτουν με αντικειμενικότητα όλη την αλήθεια για τα περιστατικά που έζησαν, συμπαραστεκόμενοι στον φίλο τους και συμμετέχοντας ψυχικά στην δοκιμασία του από την σε βάρος του αξιόποινη συμπεριφορά των κατηγορουμένων μεταξύ των οποίων και ο δεύτερος κατηγορούμενος. Ο τελευταίος τους ενημέρωνε διηγούμενος και σ’ αυτούς κατά το κύριο μέρος τους τα διαδραματιζόμενα, ενεργώντας υπολογιστικά ώστε να τους αφοπλίζει από κάθε αντίθετο επιχείρημα, αφού γνώριζε τόσο ότι και ο παθών θα τους ενημέρωνε όσο και το ότι αυτοί θα σέβονταν την επιθυμία του να αντιμετωπίσει το ζωτικό θέμα της υγείας του. Οι αντίθετοι ισχυρισμοί των κατηγορουμένων που διατυπώθηκαν εγγράφως και προφορικά στις απολογίες τους δεν ευσταθούν, οι δε καταθέσεις των μαρτύρων υπεράσπισης κυρίως εναρμονίζονται με τους ισχυρισμούς τους και δεν κρίνονται πειστικοί, καθόσον αποκρούουν χωρίς καμία λογική επαλήθευση το ψευδές των γεγονότων σε αντίθεση με τα αποδεικτικά μέσα. Όλοι οι κατηγορούμενοι απολογούμενοι στο ακροατήριο του παρόντος και του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, επικαλούνται την πεποίθησή τους για το αληθές των παραστάσεων προς τον παθόντα, υπερθεματίζοντας, καθ’ υπερβολήν για την θεραπευτική ιδιότητα της φαρμακευτικής αγωγής, αντίθετα σε κάθε επιστημονική πραγματικότητα και λογική, όπως γίνεται αντιληπτή με απλές έννοιες από τον μέσο άνθρωπο, ο οποίος δεν τελεί υπό την επίδραση σοβαρής ασθένειας και αναπηρίας. Οι λόγοι που υπαγορεύουν αυτή τη συμπεριφορά τους είναι ενδεικτικοί των προθέσεών τους, συνισταμένων στο ότι επιχειρούν να εμφανίζονται άδολοι, διότι πράγματι δήθεν πιστεύουν με βεβαιότητα, από προσωπική τους εμπειρία στο ερευνητικό κέντρο, στην ευεργετική επίδραση και στη μοναδικότητα του φαρμάκου, η οποία φέρεται εμμέσως να βεβαιώνεται και από το ιδιαίτερα μεγάλο ύψος της τιμής του. Συναφώς επικαλούνται ότι ο παθών αναζήτησε πεπεισμένος το φάρμακο και ότι δεν εξαπατήθηκε από αυτούς. Το γεγονός ότι ο παθών γνώριζε για τη ασθένειά του δεν αποδεικνύει τους ισχυρισμούς ότι δεν μπορούσε και να εξαπατηθεί, αφού η γνώση του αφορούσε την ιατρική επιστήμη και τη μέθοδο που είχε ακολουθήσει στο Νοσοκομείο και όχι την άγνωστη θεραπεία που ο φίλος του τον έπεισε γι’ αυτήν. Επίσης η ψευδής παράσταση της μυστικότητας δεν αναιρείται από το γεγονός ότι οι συναντήσεις λάμβαναν χώρα σε δημόσιο χώρο ούτε και από τη γνώση των τεκταινόμενων από το στενό κύκλο των ανθρώπων του παθόντος, οι οποίοι σέβονταν την αγωνία του να θεραπευτεί. Οι κατηγορούμενοι επίσης στο σχεδίασμά τους προέβαλαν τη δήθεν διασφάλιση της μυστικότητας της θεραπείας, ενώ με τις επιφυλακτικές κινήσεις τους μετέδιδαν μεν στον παθόντα την εικόνα της εχεμύθειας, αλλά στην πραγματικότητα μεριμνούσαν για τη δική τους προφύλαξη από το ενδεχόμενο να αποκαλυφθούν και να συλληφθούν όπως και πράγματι τελικά έγινε. Ο ισχυρισμός του δεύτερου κατηγορούμενου περί πραγματικής πλάνης ως προς το ψευδές των ισχυρισμών της πράξης της απάτης κρίνεται αβάσιμος και απορριπτέος, διότι ουδέποτε αυτός ιάθηκε από σοβαρή νόσο με τη λήψη άγνωστης ιδιοσυστασίας σκευάσματος ούτε και συνάντησε μυστικούς αστυνομικούς, ενώ ως έμπειρος επαγγελματίας και αθλητής μπορούσε ευχερώς να διαγνώσει το ανέφικτο θεραπείας από σοβαρή νόσο από άγνωστο σκεύασμα. Επομένως, όλοι οι υπερασπιστικοί ισχυρισμοί και τα αιτήματα των κατηγορουμένων τυγχάνουν απορριπτέοι ως ουσιαστικά αβάσιμοι. Κατ’ ακολουθίαν πρέπει να κηρυχθούν ΕΝΟΧΟΙ Α) οι πρώτος, δεύτερος και τρίτος των κατηγορουμένων της πράξης της απάτης, τετελεσμένης και σε απόπειρα κατ’ εξακολούθηση…”. Ακολούθως το ίδιο Δικαστήριο κήρυξε τους ως άνω δύο εκκαλούντες – κατηγορουμένους και ήδη αναιρεσείοντες ενόχους του ότι: “Στην Αθήνα, στους … Αττικής, στη …, στα …, στη … και στον … Αττικής ενεργώντας από κοινού, κατόπιν συναπόφασης και συνεκτέλεσης κατά το χρονικό διάστημα από τις 08 Μαρτίου του έτους 2014 μέχρι και 11-01-2015 με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του ίδιου εγκλήματος, με σκοπό να αποκομίσουν οι ίδιοι παράνομο περιουσιακό όφελος, έβλαψαν και αποπειράθηκαν να βλάψουν ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών και η ζημία που προξένησαν ανέρχεται στο ποσόν των ενενήντα πέντε χιλιάδων (95.000) ευρώ, στο οποίο απέβλεπαν με τις ανωτέρω μερικότερες πράξεις τους και ειδικότερα, παρέστησαν ψευδώς στον εγκαλούντα, Γ. Κ., ο οποίος παρουσίαζε πρόβλημα υγείας (όγκο στον εγκέφαλο), ότι γνωρίζουν στη Ρωσία ερευνητικό κέντρο για τη θεραπεία καρκίνου και άλλων ανίατων παθήσεων, το οποίο με λήψη DNA του ασθενούς, παρασκευάζει εξειδικευμένο φάρμακο για εξουδετέρωση κάθε νεοπλασματικής νόσου, έναντι αμοιβής, ενώ η αλήθεια ήταν ότι δεν συνέβαινε κάτι τέτοιο ούτε ερευνητικό κέντρο γνώριζαν, ούτε έστελναν τα χρήματα στη Ρωσία προς το σκοπό αυτό, αλλά ο σκοπός τους ήταν να προσπορίσουν στον εαυτό τους παράνομο περιουσιακό όφελος με αντίστοιχη περιουσιακή βλάβη του εγκαλούντος. Κατ’ αυτόν τον τρόπο με τις ανωτέρω ψευδείς παραστάσεις, τις οποίες επαναλάμβαναν με πολλαπλές παραστάσεις κάθε φορά, κατάφεραν να αποσπάσουν από τον παθόντα Γ. Κ., σταδιακά τα εξής ποσά: α) Στις 8 Μαρτίου του έτους 2014 στους … Αττικής, έπεισαν τον εγκαλούντα να τους καταβάλει το χρηματικό ποσό των 6.000 ευρώ, ως έξοδα για την εξέταση δειγμάτων DNA για την παρασκευή ειδικού για την πάθηση φαρμάκου από τους Ρώσους ερευνητές, β) στις 07-09-2014, στη …, έλαβαν από τον παθόντα το ποσό των …0 ευρώ, ως αμοιβή του πιλότου για μεταφορά δείγματος DNA, που απαιτείτο για την παρασκευή του ειδικού φαρμάκου, γ) στις 19-09-2014, στα …, παρέλαβαν από τον παθόντα το ποσό των ….000 ευρώ, ως μέρος του συνολικού ποσού των 87.000 ευρώ, που απαιτείτο για την παρασκευή του ειδικού φαρμάκου που θα παρασκευάζετο στη Ρωσία, δ) στις 22-09-2014 στη …, παρέλαβαν από τον παθόντα το ποσό των 37.000 ευρώ, για την αποπληρωμή του φαρμάκου, ε) στις 5-10-2014 στην Αθήνα, στην …, παρέλαβαν από τον παθόντα ως αμοιβή των πιλότων, για τη μεταφορά σε τρεις δόσεις του φαρμάκου, το ποσό των 1….0 ευρώ, συνολικά δε, έλαβαν το ποσό των 95.000 ευρώ, στο οποίο απέβλεπαν με τις ανωτέρω μερικότερες πράξεις τους και στ) Στις 11-01-2015, στον … Αττικής, τέλεσαν πράξη που συνιστά αρχή εκτέλεσης του εγκλήματος της απάτης και που δεν ολοκληρώθηκε όχι από δική τους βούληση, αλλά από άλλα εξωτερικά αίτια. Ειδικότερα, παρέστησαν ψευδώς στον παθόντα Γ. Κ., ότι είχε επέλθει βελτίωση από την λήψη του φαρμάκου και ότι μετά και τη δεύτερη δόση φαρμάκου, θα σημειωθεί αισθητή βελτίωση στην υγεία του, ώστε να τον πείσουν να τους καταβάλει επιπλέον χρήματα για την εξακολούθηση της διαδικασίας μέχρι την επίτευξη της πλήρους βελτίωσης από την λήψη του φαρμάκου. Προς τούτο συμφώνησαν να γίνει η παράδοση της δεύτερης δόσης του φαρμάκου στη …, η πράξη τους όμως δεν ολοκληρώθηκε, διότι ο παθών αντιλήφθηκε τις απατηλές διαβεβαιώσεις και ειδοποίησε την αστυνομία οπότε και συνελήφθησαν”.
Ο πρώτος των αναιρεσειόντων Ν. Χ. του Α., ισχυρίζεται με την κρινόμενη (πρώτη) αίτηση αναίρεσής του ότι η ως άνω προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέλαβε ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ως προς την ενοχή του για την παραπάνω αξιόποινη πράξη, θεωρώντας παράλληλα, ότι ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός της συνίσταται σε απλή συνέργεια και όχι σε συναυτουργία, αποδίδοντας σ’ αυτή (την προσβαλλόμενη απόφαση) με τον δεύτερο αναιρετικό λόγο την από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ, απορρέουσα πλημμέλεια, δηλαδή της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που επιβάλλει το Σύνταγμα, ενώ με τον τρίτο (αναιρετικό) λόγο – κατά το ορθό νοηματικό του περιεχόμενο – που θα πρέπει να συνεξετασθεί με τον προαναφερθέντα δεύτερο αναιρετικό λόγο, προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση, την απορρέουσα από το άρθρο 510 παρ. 1,στοιχ. Ε’ ΚΠΔ, πλημμέλεια και συγκεκριμένα, της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 45 και 386 παρ. 1α’ ΠΚ. Εξάλλου ο δεύτερος αναιρεσείων Α. Γ. του Ι., ισχυρίζεται με την κρινόμενη (δεύτερη) αίτηση αναίρεσής του επίσης ότι η ως άνω προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέλαβε ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ως προς την ενοχή του για την παραπάνω αξιόποινη πράξη του και με τον δεύτερο αναιρετικό που συνεξετάζεται με τους προαναφερθέντες δύο αναιρετικούς λόγους της πρώτης αναιρέσεως, προσάπτει επίσης την από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ, απορρέουσα πλημμέλεια, της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που επιβάλλει το Σύνταγμα.
Με τις προαναφερθείσες όμως παραδοχές, οι οποίες διαλαμβάνονται στο σκεπτικό, σε συνδυασμό με όσα αναφέρονται στο διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, η εν λόγω απόφαση περιέχει την επιβαλλόμενη, κατά τα άνω, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ως προς την καταδικαστική κρίση της, στοιχειοθετείται η από κοινού εκ μέρους τους (δηλαδή κατά συναυτουργία) τέλεση του προαναφερθέντος εγκλήματος της απάτης από κοινού κατ’ εξακολούθηση, τετελεσμένης και σε απόπειρα, για την οποία (πράξη) και καταδικάστηκαν, αφού αναφέρονται σ’ αυτή (προσβαλλόμενη απόφαση) με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά και κατά τρόπο επιτρέποντα τον αναιρετικό έλεγχο, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στη σχετική μείζονα σκέψη, την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της ανωτέρω από κοινού τελεσθείσας εκ μέρους τους αξιόποινης πράξης, για την οποία και καταδικάστηκαν αυτοί, οι αποδείξεις, από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις, με τις οποίες τα υπήγαγε στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των προαναφερθέντων άρθρων 45 και 386 παρ. 1 α’ ΠΚ, τις οποίες το παραπάνω Δικαστήριο ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπείς, ασαφείς ή αντιφατικές αιτιολογίες και συνεπώς, δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση. Συγκεκριμένα, εκτίθενται όλα τα στοιχεία που απαρτίζουν τη νομοτυπική υπόσταση του ανωτέρω εγκλήματος, ενώ παρατίθενται τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και κατέληξε στην καταδικαστική του κρίση, χωρίς να παρίσταται αναγκαία κατά νόμο, η αναλυτική παράθεσή τους, η αναφορά τί ακριβώς προκύπτει από καθένα από αυτά, όπως και η συγκριτική στάθμιση και αξιολογική συσχέτιση του περιεχομένου τους και η ανάλογη δικαιοδοτική εκτίμησή τους, αφού από αυτό δεν συνάγεται ότι το Δικαστήριο, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, περιορίσθηκε επιλεκτικά σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα και αγνόησε τα υπόλοιπα. Ειδικότερα, στην πληττόμενη απόφαση αναφέρονται όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία ελήφθησαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν από το δικαστήριο και συγκεκριμένα, οι ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως, οι οποίοι αναφέρονται ονομαστικά στα πρακτικά, τα έγγραφα, που αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο, μεταξύ των οποίων και τα πρακτικά και η απόφαση της πρωτοβάθμιας δίκης αλλά και οι απολογίες των κατηγορουμένων, περαιτέρω δε, διαλαμβάνονται στην προσβαλλόμενη απόφαση τα χρονικά σημεία αλλά και ο τρόπος που ενήργησαν οι κατηγορούμενοι και ήδη αναιρεσείοντες αλλά και οι λοιπές περιστάσεις και συνθήκες υπό τις οποίες τελέσθηκε εκ μέρους τους η παραπάνω αξιόποινη πράξη τους, για την οποία άλλωστε αυτοί κηρύχθηκαν ένοχοι και καταδικάστηκαν κατά τα προδιαληφθέντα. Συγκεκριμένα, εκτίθεται στην απόφαση ότι αμφότεροι οι κατηγορούμενοι γνωρίζοντας τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε ο προαναφερθείς παθών Γ. Κ. του Ι. και την προσπάθειά του να τα αντιμετωπίσει, εν γνώσει τους παρέστησαν σ’ αυτόν ψευδώς, ότι ήταν σε θέση να του παραδώσουν το κατάλληλο φαρμακευτικό σκεύασμα, που μόνον αυτοί θα μπορούσαν να προμηθευτούν από κάποιο ερευνητικό ιατρικό κέντρο της Ρωσίας, το οποίο όμως δεν μπορούσαν να του αποκαλύψουν που ακριβώς βρίσκεται και με τον τρόπο αυτό κατάφεραν να τους καταβάλει το συνολικό χρηματικό ποσόν των ενενήντα πέντε χιλιάδων (95.000) ευρώ, δεδομένου ότι, κατά το χρονικό διάστημα από 8-3-2014 μέχρι 11-01-2015 με τις αλληλοδιαδόχως ψευδείς παραστάσεις που επαναλάμβαναν, …ίνοντας κεχωρισμένως και διαδοχικά σε πολλαπλές απατηλές συμπεριφορές, καθεμία από τις οποίες προκάλεσε χωριστή πλάνη στον ως άνω παθόντα και τον οδήγησε σε ιδιαίτερη επιζήμια πράξη περιουσιακής διάθεσης, αποσκοπώντας αυτοί στην επίτευξη του συνολικού περιουσιακού οφέλους, ενώ ο σχεδιασμός τους αναπροσαρμοζόταν αναλόγως με την εκάστοτε επίτευξη της παραπλάνησης του παθόντος, ώστε να επιτευχθεί η αποκόμιση του μεγαλύτερου δυνατού συνολικού παράνομου περιουσιακού οφέλους. Αναφέρεται ακόμη ότι στην παραπάνω πράξη τους προέβησαν οι αναιρεσείοντες με αποκλειστικό σκοπό να αποκομίσουν όφελος, βλάπτοντας αντίστοιχα τον ως άνω παθόντα. Ο ισχυρισμός εξάλλου, του πρώτου αναιρεσείοντος περί απλής συνέργειάς του στην παραπάνω αξιόποινη πράξη της απάτης και όχι της συναυτουργίας του στην τέλεσή της, τυγχάνει απαράδεκτος, καθ’ όσον με την επίφαση της εσφαλμένης ερμηνείας της ως άνω ουσιαστικής ποινικής διάταξης που εφαρμόσθηκε πλήττεται η ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του ως άνω Δικαστηρίου της ουσίας, ενώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι η άρνηση του νομικού χαρακτηρισμού της ως άνω πράξεως που αποδόθηκε σ’ αυτόν, δεν συνιστά αυτοτελή ισχυρισμό για να υπάρξει υποχρέωση του δικαστηρίου να απαντήσει σχετικώς αλλά άρνηση κατηγορίας (ΑΠ 1203/2023, ΑΠ 313/2023, ΑΠ 765/2017, ΑΠ 407/2014). Οι λοιπές αιτιάσεις αμφοτέρων των αναιρεσειόντων που περιέχονται στους προαναφερθέντες αναιρετικούς λόγους, περί διαφορετικής αξιολογήσεως του αποδεικτικού υλικού, που συνιστούν αμφισβήτηση των εις βάρος τους ουσιαστικών παραδοχών της προσβαλλομένης καταδικαστικής αποφάσεως και της ορθότητας του αποδεικτικού πορίσματος της, είναι απαράδεκτες, αφού με την επίφαση των ανωτέρω αναιρετικών λόγων, πλήττουν την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Κατόπιν αυτών, οι υποστηρίζοντες τα αντίθετα εκ του άρθρου 510 παρ. 1, στοιχ. Δ’ και Ε’ ΚΠΔ, λόγοι, αμφοτέρων των κρινομένων αναιρέσεων, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας για την ενοχή των κατηγορουμένων και ήδη αναιρεσειόντων για την ως άνω πράξη τους, αλλά και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των παραπάνω σχετικών ποινικών ουσιαστικών διατάξεων είναι αβάσιμοι. Εξάλλου, η ως άνω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 1… παρ. 1, 2 και 333 παρ. 2 ΚΠΔ και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή στον αποκλεισμό ή στη μείωση της ικανότητας για καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξης ή στη μείωση της ποινής, εφόσον όμως αυτοί προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία κατά την οικεία διάταξη για τη θεμελίωσή τους, έτσι ώστε να μπορούν να αξιολογηθούν και σε περίπτωση αποδοχής, να οδηγούν στο ευνοϊκότερο για τον κατηγορούμενο αποτέλεσμα. Διαφορετικά, το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπέχει υποχρέωση να απαντήσει επί των ισχυρισμών αυτών, ακόμη δε περισσότερο να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψή τους. Τέτοιος ισχυρισμός, η απόρριψη του οποίου πρέπει να αιτιολογείται ιδιαίτερα είναι και αυτός εκ του άρθρου 30 παρ. 1 ΠΚ, αφού η παραδοχή του οδηγεί στον μη καταλογισμό της πράξης στο δράστη και κατά συνέπεια στην απαλλαγή του. Ειδικότερα, από την παραπάνω διάταξη, η οποία ορίζει ότι δεν πράττει με δόλο όποιος κατά το χρόνο τέλεσης της αξιόποινης πράξης αγνοεί τα περιστατικά που τη συνιστούν, προκύπτει ότι πραγματική πλάνη είναι η άγνοια ή η εσφαλμένη αντίληψη του πράττοντος για τα περιστατικά που απαρτίζουν την αντικειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης ή για περιστατικά που, κατά το νόμο, επαυξάνουν το αξιόποινο της πράξης. Η πραγματική πλάνη αποτελεί λόγο αποκλεισμού του καταλογισμού, δηλαδή αποκλείει το δόλο και την ενσυνείδητη αμέλεια. Επομένως, η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, εφόσον προβάλλεται παραδεκτά και κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, άλλως ιδρύεται ο παραπάνω αναιρετικός λόγος για έλλειψη αιτιολογίας (ΑΠ 688/2022, ΑΠ 1337/2015).
Με τις κρινόμενες αιτήσεις τους οι αναιρεσείοντες ισχυρίζονται ότι το προαναφερθέν δευτεροβάθμιο δικαστήριο, χωρίς ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, απέρριψε με την προσβαλλόμενη απόφασή του τον νομίμως υποβληθέντα από τον καθένα τους αυτοτελή ισχυρισμό περί πραγματικής πλάνης τους σχετικά με την στοιχειοθέτηση του προαναφερθέντος εγκλήματος της απάτης από κοινού κατ’ εξακολούθηση, τετελεσμένης και σε απόπειρα και ο καθένας τους με τον πρώτο λόγο της αναίρεσής του, που συνεξετάζονται, προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από το άρθρο 510 παρ. 1, στοιχ. Δ’ ΚΠΔ, απορρέουσα πλημμέλεια, δηλαδή της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Από την επιτρεπτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης για την βασιμότητα του ως άνω αναιρετικού λόγου, προκύπτει ότι ο συνήγορος υπεράσπισης του πρώτου κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος Ν. Χ.., αφού έλαβε τον λόγο από την Πρόεδρο ανέπτυξε προφορικά και κατέθεσε εγγράφως για να καταχωρηθεί στα πρακτικά κατ’ άρθρο 141 παρ. 2 ΚΠΔ, τον παρακάτω αυτοτελή ισχυρισμό που έχει ως εξής: “…τόσο από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας (Κ., Κ., Σ., Π.) όσο και από την κατάθεση του Ι. Γ. προκύπτει ότι η αντίληψή του για τις θεραπευτικές ιδιότητες του φαρμάκου είναι αφενός αποτέλεσμα της θεαματικής βελτίωσης της υγείας του υιού του Α. Γ., Ι. και αφετέρου της θεραπευτικής επίδρασης που είχε σε εμένα τον ίδιο. Όταν εζητήθηκε η γνώμη μου από τον στενό μου φίλο κ. Κ., σχετικά με το θέμα της υγείας του, του ανέφερα την εμπειρία που είχα ιδιαιτέρως ζήσει με τον Ι. Γ. και όσα μου είχε μεταφέρει ο πατέρας του και πρώην πεθερός μου. Η αντίληψή μου αυτή πιθανώς να ήτο εσφαλμένη και λέγω πιθανώς διότι δεν γνωρίζω ακόμη και σήμερα τι είδους φάρμακο ή ουσία χορηγήθηκε σε κανέναν απολύτως!! Η γνώση μου βασιζόταν αποκλειστικά στην πρόοδο της υγείας του Ι. Γ. (οράτε όλες μου τις καταθέσεις από την αρχή της υποθέσεως μέχρι σήμερα και θα διαπιστώσετε ότι λέγω ακριβώς τα ίδια). Η συνέπεια όσων έχω καταθέσει σε κάθε στάδιο της υπό έρευνας υποθέσεως με δικαιώνει απολύτως. Πιο συγκεκριμένα, η στάση μου και οι θέσεις μου έχουν μείνει αμετακίνητες ενώπιον των Αστυνομικών, των Ανακριτικών και Δικαστικών Αρχών. Συγκεκριμένα σας παραθέτω σημεία της μακροσκελούς απολογίας μου από την πρωτόδικη απόφαση 2075/2019: σελ. 122 “Το 2008 λαμβάνει έως λήψη φαρμάκου”, “Κάποια στιγμή έως που μου έδωσαν”. Προς επίρρωση των ανωτέρω σας παραθέτω και αποσπάσματα των καταθέσεων των μαρτύρων κατηγορίας (Κ., Κ., Σ., Π.) από την πρωτόδικη απόφαση 2075/2019: σελ. 31 “Αργότερα μου αποκάλυψε έως Αγιο Όρος”, σελ. 32 “Μου είπε έως φιλία μας διατηρήθηκε”, σελ. 49 Ύστερα από λίγο έως Ρωσία”, σελ. 61-62 “Προσπαθώντας να μάθουμε έως θεραπεία”, σελ. 66 “Αρχισε να μας λέει έως εξόφληση”, σελ. … “Τον γιο του πρέπει έως παραμόρφωση στο σώμα”. Σημειωτέον, δεν είχα κανένα απολύτως λόγο να χαλάσω πρωτίστως τη φιλική σχέση ετών που είχα αναπτύξει με τον κ. Κ.. Άλλωστε είναι σύνηθες να γίνεται συζήτηση μεταξύ φίλων και συναθλητών όσον αφορά τραυματισμούς και θέματα υγείας γενικότερα. Ποτέ δεν ζήτησα χρήματα και όσα μου έδωσε, τα παρέδωσα στον πρώην πεθερό μου, Α. Γ.. και εκείνος στον Ν.. Κ. για την διενέργεια ελέγχου DNA. Από το έτος 2007 που διαγνώσθηκε το πρόβλημα υγείας του, πως είναι δυνατόν να εξαπατήθηκε από εμέ το 2014 !! Επιπροσθέτους, δεν είχα λόγο να διατηρώ οιαδήποτε επαφή με τον πρώην πεθερό μου, δεδομένου ότι βρισκόμουν ήδη σε διάσταση με την κόρη του και πρώην σύζυγό μου από το 2011…”. Στη συνέχεια, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, ο συνήγορος υπεράσπισης του δευτέρου αναιρεσείοντος Α. Γ.., ανέπτυξε προφορικά και κατέθεσε εγγράφως για να καταχωρηθεί στα πρακτικά κατ’ άρθρο 141 παρ. 2 ΚΠΔ, μεταξύ των άλλων και τον παρακάτω αυτοτελή ισχυρισμό που έχει επί λέξει ως εξής: “…σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα πραγματικά περιστατικά, τελούσα σε πραγματική πλάνη αίρουσα τον καταλογισμό (άρθρο 30 παρ. 1 εδ. α’ ΠΚ), αφού βρισκόμουν σε άγνοια και σε εσφαλμένη αντίληψη επί των συστατικών στοιχείων της αντικειμενικής υποστάσεως του αποδιδόμενου εγκλήματος. Συγκεκριμένα δεν γνώριζα ότι παρέθετα στον μηνυτή κάποιο ψευδές γεγονός διότι όλα όσα είπα στον μηνυτή ήταν και είναι πραγματικά περιστατικά, όπως τα ζήσαμε. Ο γιός μου πρωτίστως και η οικογένειά μου που είδαμε την κατάσταση της υγείας του γιού μου Ι., να καλυτερεύει. Για το λόγο αυτό πρέπει να κηρυχθώ αθώος από το Δικαστήριό Σας για την αποδιδόμενη σε εμένα πράξη, που ρητά αρνούμαι και αποκρούω”. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε τους προαναφερθέντες αυτοτελείς ισχυρισμούς διαλαμβάνοντας ειδική, πλήρη, εμπεριστατωμένη και αναλυτική αιτιολογία, όπως ήδη εκτέθηκε στο σκεπτικό του, αφού δέχθηκε ότι δεν υπήρχε κανένα απολύτως φαρμακευτικό σκεύασμα, το οποίο να προερχόταν από κάποιο (άγνωστο και μυστικό) ερευνητικό ιατρικό κέντρο της Ρωσίας και αυτό (φάρμακο) που κάθε φορά παραδίνονταν εκ μέρους τους στον ως άνω παθόντα και μάλιστα με απολύτως ακατάλληλο τρόπο μεταφοράς του για τα ιατρικά δεδομένα, δηλαδή μέσα σε πλαστικούς περιέκτες νερού ή καφέ, ήταν μια άγνωστη ουσία, μη εργαστηριακώς αναγνωρίσιμη και παντελώς ακατάλληλη για θεραπεία, κυρίως όμως και προεχόντως, από κανένα απολύτως στοιχεία δεν προέκυψε ότι με την χρήση αυτής της άγνωστης (δήθεν φαρμακευτικής) ουσίας θεραπεύθηκαν σοβαρές παθήσεις των παραπάνω στο σκεπτικό της απόφασης αναφερθέντων προσώπων, ώστε – ευλόγως πλέον – να θεωρούν οι κατηγορούμενοι και ήδη αναιρεσείοντες ότι βρίσκονταν σε πλάνη σχετικά με την απάτη που διέπραξαν και μάλιστα κατ’ εξακολούθηση εις βάρος του ως άνω παθόντος. Επομένως αμφότεροι οι προαναφερθέντες λόγοι και των δύο αναιρεσειόντων από το άρθρο 510 παρ. 1, στοιχ. Δ’ ΚΠΔ, τυγχάνουν αβάσιμοι.
Περαιτέρω, από την επιτρεπτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι ως άνω δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αφού αναγνώρισε σε καθένα από τους αναιρεσείοντες την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2, στοιχ. α’ ΠΚ, κήρυξε ενόχους τους κατηγορουμένους και ήδη αναιρεσείοντες εφαρμόζοντας τις “διατάξεις του ισχύοντος από 1.7.2019 Ποινικού Κώδικα”. Από την σχετική νομική σκέψη που περιελήφθη στην αρχή του σχετικού σκεπτικού της προσβαλλόμενης απόφασης, σε συνδυασμό με την αμέσως παραπάνω αναφερόμενη περικοπή καθίσταται πρόδηλο ότι για την προαναφερθείσα αξιόποινη πράξη που τέλεσε καθένας από τους αναιρεσείοντες, δεν εφαρμόσθηκαν από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο οι παραπάνω στην αρχή της παρούσας απόφασης αναφερόμενες σχετικές ευμενέστερες για τον καθένα από αυτούς ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, ως προς την προβλεπόμενη ποινή και την επιμέτρησή της, όπως ασφαλώς θα έπρεπε σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 1 ΠΚ, ασχέτως βέβαια από το ότι η προαναφερθείσα ποινή φυλάκισης (των τεσσάρων (4) ετών) που επιβλήθηκε σε καθέναν από τους δύο κατηγορουμένους και ήδη αναιρεσείοντες “κινείται” εντός του ορίου που προβλέπεται και από την (ίδια) ποινή (της φυλάκισης) της ως άνω ευμενέστερης διάταξης, αφού θα μπορούσε να υπάρξει και διαφορετική επιμέτρηση, εάν δεν προβλεπόταν παράλληλα και επιβολή χρηματικής ποινής. Επομένως, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο υπέπεσε στην απορρέουσα από το άρθρο 510 παρ. 1, στοιχ. Ε’ ΚΠΔ, πλημμέλεια και συγκεκριμένα, στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ως άνω ουσιαστικής ποινικής διάταξης του άρθρου 386 παρ. 1 νΠΚ, όσον αφορά την προβλεπόμενη ποινή για την πράξη της απάτης και την επιμέτρησή της στην συγκεκριμένη υπόθεση, (αναιρετικός) λόγος που σημειωτέον εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το παρόν Δικαστήριο (Άρειο Πάγο) κατ’ άρθρο 511 ΚΠΔ. Επομένως, θα πρέπει να αναιρεθεί η υπόθεση ως προς το προαναφερθέν μέρος της, δηλαδή ως προς την επιμέτρηση (καθορισμό) της ποινής στον καθένα από τους αναιρεσείοντες, λόγω της μη εφαρμογής της κατά τα ως άνω ευμενέστερης για τους αναιρεσείοντες ουσιαστικής ποινικής διάταξης του άρθρου 386 παρ. 1, περ. α’ ΠΚ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 92 του Ν. 4855/2021 και ισχύει από 12-11-2021 και εφεξής. Κατά συνέπειαν, πρέπει να αναιρεθεί εν μέρει η ως άνω προσβαλλομένη υπ’ αριθμ. 155/2022 απόφαση του Δ’ Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο και συγκεκριμένα, μόνον ως προς την επιμέτρηση (καθορισμό) ποινής σε καθέναν από τους δύο αναιρεσείοντες για την προαναφερθείσα αξιόποινη πράξη της απάτης από κοινού κατ’ εξακολούθηση, τετελεσμένης και σε απόπειρα, για την οποία αυτοί κηρύχθηκαν ένοχοι, ύστερα βεβαίως από την αναγνώριση της και πρωτοδίκως αναγνωρισθείσας στον καθένα από τους αναιρεσείοντες παραπάνω ελαφρυντικής περίστασης (δηλαδή του άρθρου 84 παρ. 2, στοιχ. α’ ΠΚ) και να παραπεμφθεί κατά το ως άνω αναιρούμενο μέρος η υπόθεση για νέα, κατά τούτο, συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση, συγκροτούμενο από άλλους Δικαστές εκτός από εκείνους οι οποίοι είχαν δικάσει προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ). Κατόπιν αυτών και επειδή δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει να απορριφθούν κατά τα λοιπά αμφότερες οι υπό κρίση αιτήσεις αναίρεσης κατά της ως άνω προσβαλλόμενης απόφασης.


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΑΝΑΙΡΕΙ εν μέρει την υπ’ αριθμ. 155/2022 απόφαση του Δ’ Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μόνον ως προς επιμέτρηση (καθορισμό) ποινής σε καθέναν από τους δύο αναιρεσείοντες για την αξιόποινη πράξη της απάτης από κοινού κατ’ εξακολούθηση, τετελεσμένης και σε απόπειρα, για την οποία αυτοί κηρύχθηκαν ένοχοι, ύστερα από την αναγνώριση της και πρωτοδίκως αναγνωρισθείσας στον καθένα τους ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2, στοιχ. α’ ΠΚ.
ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση κατά το προαναφερθέν μέρος της προς εκδίκαση στο αυτό ως άνω Δικαστήριο, του οποίου η συγκρότηση θα γίνει από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τις αναιρέσεις ως προς το υπόλοιπο μέρος τους κατά της προαναφερθείσας υπ’ αριθμ. 155/2022 απόφασης του Δ’ Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 3 Απριλίου 2024.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 27 Μαΐου 2024.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Πηγή : areiospagos.gr

To Top