ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 652 / 2024    Εφαρμογή ευνοϊκότερου νόμου σε εκτέλεση ποινής για χρέη προς το Δημόσιο 

Αριθμός 652/2024

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Χριστοδούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αλεξάνδρα Αποστολάκη, Ελευθέριο Σισμανίδη – Εισηγητή, Σπυρίδωνα Κουτσοχρήστο και Γεώργιο Παπαγεωργίου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Μαρτίου 2024, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Μαρίας Γκανέ (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευθυμίας Καλογεροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – αντιλέγοντος Σ. Σ. του Ν., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χαράλαμπο Σαμαρά, για αναίρεση της υπ’αριθμ. 3093/2022 αποφάσεως του Αυτόφωρου Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Αυτόφωρο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και o αναιρεσείων – αντιλέγων ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 02 Μαρτίου 2024 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία ασκήθηκε με δήλωση ενώπιον της Γραμματέως του Πρωτοδικείου Αθηνών Ελένης Οικονόμου, έλαβε αριθμό Ε.Μ.: 6/2023 και η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 532/2023.
Αφού άκουσε Την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να επιβληθούν τα έξοδα στον αναιρεσείοντα και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η διάταξη του άρθρου 545 του ισχύοντος από 1-7-2019 Κ.Ποιν.Δ., που κυρώθηκε με το Ν. 4620/2019 (Φ.Ε.Κ. 96/11-6-2019, τεύχος πρώτο), ορίζει ότι: “Η καταδικαστική απόφαση και κάθε διάταξη του δικαστή ή του εισαγγελέα εκτελείται μόλις γίνει αμετάκλητη, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά σε ειδικές περιπτώσεις”, η διάταξη του άρθρου 562 του ίδιου ανωτέρω κώδικα ότι: “Κάθε αμφιβολία ή αντίρρηση του καταδικασθέντος σχετικά με την εκτελεστότητα της απόφασης και το είδος ή τη διάρκεια της ποινής λύεται από τον αρμόδιο κατ’ άρθρο 549 εισαγγελέα, ο οποίος αποφαίνεται αμελλητί με αιτιολογημένη διάταξή του. Σε περίπτωση αμφιβολίας του εισαγγελέα ή αντίρρησης του καταδικασθέντος επιλαμβάνεται το δικαστήριο των πλημμελειοδικών του τόπου όπου εκτίεται η ποινή.” και η διάταξη του άρθρου 563 του αυτού ως άνω Κ.Ποιν.Δ. ότι: “Στις περιπτώσεις των άρθρων 561 και 562 ο καταδικασμένος κλητεύεται στο δικαστήριο, σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 551. Κατά της απόφασης του δικαστηρίου επιτρέπεται στον εισαγγελέα και στον καταδικασμένο το ένδικο μέσο της αναίρεσης”. Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι το πλημμελειοδικείο, το οποίο επιλαμβάνεται αντιρρήσεων του καταδικασθέντος, περιορίζεται στην εξέταση ζητημάτων σχετικών με την εκτελεστότητα καταδικαστικής απόφασης, είτε η απόφαση αυτή είναι αμετάκλητη είτε, στις περιπτώσεις που ορίζει ο νόμος, είναι αμέσως εκτελεστή, πριν καταστεί αμετάκλητη [όπως π.χ. στην περίπτωση καταδικαστικής απόφασης πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, με την οποία επιβλήθηκε ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης και η έφεση του καταδικασθέντος, με απόφαση του ίδιου δικαστηρίου (κατ’ άρθρο 497 παρ. 4 του Κ.Ποιν.Δ.) δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα, καθώς και στην περίπτωση της αναίρεσης η προθεσμία για την άσκηση και η άσκησή της δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης (άρθρο 471 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ.)], τα οποία (ζητήματα) προκύπτουν κατά την εκτέλεση, κατά κανόνα μετά το αμετάκλητο αυτής, ειδικότερα δε αναφορικά: α) με την εκτελεστότητα της σχετικής απόφασης, όταν προβάλλεται ότι αυτή δεν έχει καταστεί αμετάκλητη και δεν είναι αμέσως εκτελεστή, β) με το είδος της επιβληθείσας ποινής και γ) με τη διάρκεια της ποινής, στην περίπτωση που από τον καταδικασθέντα γίνεται επίκληση εσφαλμένου προσδιορισμού του χρόνου λήξης της ποινής (άρθρο 554 του Κ.Ποιν.Δ.) ή λόγου που παύει ή κωλύει τη συνέχιση της έκτισής της, όπως της απονομής χάριτος (άρθρο 564 περ. β’ του Κ.Ποιν.Δ.), ή της παραγραφής της ποινής (άρθρο 565 περ. α’ του Κ.Ποιν.Δ.) ή του χαρακτηρισμού της πράξης ως μη αξιόποινης με μεταγενέστερο νόμο (άρθρο 2 παρ. 2 του Π.Κ.) ή του χρόνου που πρέπει να αφαιρεθεί από την εκτιόμενη ποινή (άρθρο 82 του Π.Κ.), κατά της απόφασης δε που εκδίδεται επί των ανωτέρω αντιρρήσεων επιτρέπεται στον εισαγγελέα και τον καταδικασμένο το ένδικο μέσο της αναίρεσης (Α.Π. 947/2023, Α.Π. 264/2021). Περαιτέρω, για να είναι παραδεκτές οι ανωτέρω αντιρρήσεις του καταδικασθέντος και να εξετασθούν από το πλημμελειοδικείο του τόπου έκτισης της ποινής, πρέπει να διαρκεί ακόμη η εκτέλεση της απόφασης, δηλαδή, η ποινή που έχει επιβληθεί με την απόφαση κατά της οποίας στρέφονται οι αντιρρήσεις να μη έχει εκτιθεί εξ ολοκλήρου, καθόσον μετά την έκτιση της ποινής εξαντλείται η εκτελεστότητα της απόφασης και δεν υπάρχει στάδιο εκτέλεσης (Α.Π. 1549/2022, Α.Π. 13/2021). Εξάλλου, αν οι αντιρρήσεις ή αμφιβολίες δημιουργούνται πριν από την έκτιση της ποινής, αρμοδιότητα για την επίλυσή τους έχει το δικαστήριο στο οποίο είναι τοποθετημένος ο αρμόδιος για την εκτέλεση της απόφασης εισαγγελέας, η ενεργοποίηση δε της σχετικής διαδικασίας έχει ως σημείο αφετηρίας την πρόκληση “αμφιβολίας ή αντίρρησης”.
ΙΙ. Στην προκείμενη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που δίκασε κατά τη διαδικασία των άρθρων 417 και επ. του Κ.Ποιν.Δ. (αυτόφωρη διαδικασία), με την προσβαλλόμενη υπό στοιχεία ΑΥΤ 3093/6-7-2022 απόφασή του, ως δικαστήριο στο οποίο είναι τοποθετημένος ο αρμόδιος για την εκτέλεση της ακολούθως μνημονευόμενης απόφασης εισαγγελέας, απέρριψε την από 30-6-2022 αίτηση του αναιρεσείοντος – αντιλέγοντος, …, κατοίκου … (οδός …), με την οποία αυτός είχε προβάλλει αντιρρήσεις, κατ’ άρθρο 562 του Κ.Ποιν.Δ., σχετικά με την έκτιση της ποινής φυλάκισης των πέντε (5) ετών, που δεν μετετράπη σε χρηματική, στην οποία καταδικάστηκε με την υπό στοιχεία ΕΤ 679/23-2-2018 απόφαση του Ε’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που κατέστη αμετάκλητη, για την αξιόποινη πράξη της μη καταβολής ληξιπρόθεσμων χρεών στο Ελληνικό Δημόσιο. Κατά της ανωτέρω υπό στοιχεία ΑΥΤ 3093/6-7-2022 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών ασκήθηκε νομότυπα η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, από την Στεφανία Γιαννακολουκά, δικηγόρο Αθηνών (Α.Μ. 30762), κάτοικο Αθηνών (Λεωφόρος Αλεξάνδρας αρ. 101), για λογαριασμό του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου, δυνάμει της από 2-3-2023 εξουσιοδότησής του, το γνήσιο της υπογραφής του επί της οποίας βεβαιώθηκε, κατ’ άρθρο 42 παρ. 2 εδ. γ’ του Κ.Ποιν.Δ., αυθημερόν (2-3-2023), από τον Χαράλαμπο Σαμαρά, δικηγόρο Αθηνών (Α.Μ. 5950], με δήλωση ενώπιον της Γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών, Ελένης Οικονόμου, για την οποία (δήλωση) συντάχθηκε η υπό στοιχεία Αριθμός Ε.Μ.: 6/2023, με ημερομηνία 2-3-2023, έκθεση, και εμπρόθεσμα, πριν από την καταχώριση της ως άνω προσβαλλόμενης απόφασης καθαρογραμμένης στο ειδικό βιβλίο που τηρείται από τη γραμματεία του ποινικού τμήματος του ανωτέρω δικαστηρίου, την 26-5-2023, όπως προκύπτει από την ενσωματωμένη σ’ αυτήν (προσβαλλόμενη απόφαση) από 26-5-2023 βεβαίωση της Γραμματέα του ανωτέρω δικαστηρίου, Αντωνίας Σπυριδοπούλου (άρθρα 466 παρ. 1, 473 παρ. 2, 3 και 474 παρ. 2Α και 4 του Κ.Ποιν.Δ.). Η ως άνω κρινόμενη αίτηση αναίρεσης είναι παραδεκτή, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στην προηγηθείσα υπό στοιχείο Ι νομική σκέψη, καθόσον ασκήθηκε από πρόσωπο που είχε το σχετικό έννομο συμφέρον, κατά απόφασης υποκείμενης στο συγκεκριμένο ένδικο μέσο, περιλαμβάνει δε σαφείς και ορισμένους λόγους αναίρεσης, συνιστάμενους σε έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, καθώς και υπέρβαση εξουσίας (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’, Ε’ και Θ’ αντιστοίχως του Κ.Ποιν.Δ.). Επομένως, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την βασιμότητα των λόγων της.
ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του προϊσχύσαντος μέχρι 30-6-2019 Π.Κ., “Αν από την τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν δύο ή περισσότεροι νόμοι, εφαρμόζεται αυτός που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις”. Με την αντίστοιχη διάταξη του νέου Π.Κ., που κυρώθηκε με το Ν. 4619/2019 (Φ.Ε.Κ. 95/11-6-2019, τεύχος πρώτο) και ισχύει από 1-7-2019 (βλ. άρθρο δεύτερο αυτού), ορίζεται ότι: “Αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου”. Η διάταξη αυτή αναφέρεται στους ουσιαστικούς ποινικούς νόμους και όχι στους δικονομικούς, καθόσον οι δικονομικοί νόμοι έχουν αναδρομική ισχύ και ρυθμίζουν τις εκκρεμείς δίκες κατά το ατέλεστο, κατά τον χρόνο της έκδοσής τους, μέρος αυτών, εκτός αν ορίζουν διαφορετικά (Ολ. Α.Π. 1/2014, Α.Π. 1302/2022). Κατά την έννοια της ίδιας διάταξης του άρθρου 2 παρ. 1 του ισχύοντος από 1-7-2019 Π.Κ., με την οποία καθιερώνεται η αρχή της αναδρομικότητας του επιεικέστερου ουσιαστικού ποινικού νόμου, που ίσχυε από την τέλεση της πράξης μέχρι τον χρόνο της αμετάκλητης εκδίκασης της υπόθεσης, επιεικέστερος νόμος θεωρείται εκείνος που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, δηλαδή εκείνος, ο οποίος, με την εφαρμογή του, με βάση τις προβλεπόμενες στη συγκεκριμένη περίπτωση προϋποθέσεις, επιφέρει την ευνοϊκότερη για τον κατηγορούμενο ποινική μεταχείριση, κατά την ως άνω δε σαφή διάταξη ρητώς προβλέπεται ο χρόνος αμετάκλητης εκδίκασης της πράξης, ως το απώτατο χρονικό σημείο εφαρμογής των επιεικέστερων για τον κατηγορούμενο διατάξεων νόμων (Α.Π. 662/2021). Περαιτέρω, με τη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του ισχύοντος από 1-7-2019 Π.Κ., ορίζεται ότι: “Αν μεταγενέστερος νόμος χαρακτήρισε την πράξη μη αξιόποινη (ανέγκλητη), παύει η εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε καθώς και τα ποινικά επακόλουθά της, όπως και η εκτέλεση των μέτρων ασφαλείας”. Από το συνδυασμό των διατάξεων των ανωτέρω δύο παραγράφων του άρθρου 2 του ισχύοντος από 1-7-2019 Π.Κ. με σαφήνεια συνάγεται, ότι ο νεότερος νομοθέτης επέλεξε να εμμείνει στην καθιερούμενη με την πρώτη παράγραφο πρόβλεψη της εφαρμογής των επιεικέστερων διατάξεων για τον κατηγορούμενο, που ίσχυσαν μέχρι την αμετάκλητη εκδίκαση της υπόθεσης, εισάγοντας με τη δεύτερη παράγραφο μία μοναδική εξαίρεση, δηλαδή εκείνη, κατά την οποία η πράξη καθίσταται μετά το αμετάκλητο μη αξιόποινη, ορίζοντας ειδικώς σ’ αυτή την περίπτωση ότι, “παύει η εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε καθώς και τα ποινικά επακόλουθά της, όπως και η εκτέλεση των μέτρων ασφαλείας”. Επομένως, κατά την ως άνω σαφή διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του ισχύοντος από 1-7-2019 Π.Κ., απώτερο χρονικό σημείο εφαρμογής του επιεικέστερου για τον κατηγορούμενο νόμου είναι εκείνο της αμετάκλητης εκδίκασης της πράξης. Η διάταξη αυτή εισάγει, ως διαδικαστικό όριο για την εφαρμογή του επιεικέστερου για τον κατηγορούμενο νόμου, την αμετάκλητη εκδίκαση της πράξης και, συνεπώς, δεν αφορά στο τρίτο στάδιο της ποινικής δίκης δηλαδή στο στάδιο της εκτέλεσης της απόφασης, το οποίο δημιουργεί δικονομική έννομη σχέση δημόσιου δικαίου μεταξύ του Κράτους και του καταδικασθέντος. Περαιτέρω, ενώ ο Ποινικός Κώδικας προνοεί και για την περίπτωση, κατά την οποία, μετά την αμετάκλητη εκδίκαση της πράξης και, πριν ή κατά την έκτισης της ποινής που επιβλήθηκε γι’ αυτήν, τίθεται σε ισχύ νέος νόμος, που καταργεί το αξιόποινο της πράξης, κατά τα προαναφερθέντα, δεν προβλέπει και τη συγγενή περίπτωση του άρθρου 2 παρ. 2 του Π.Κ., κατά την οποία μετά την αμετάκλητη εκδίκαση της πράξης, και πριν ή κατά την έκτισης της ποινής που επιβλήθηκε γι’ αυτήν, αρχίζει να ισχύει νέος νόμος, ο οποίος δεν καταργεί το αξιόποινο, περιέχει όμως ευμενέστερες για την ποινική μεταχείριση του καταδικασθέντος διατάξεις. Υπό το καθεστώς του ισχύσαντος μέχρι την 30-6-2019 Π.Κ., επικράτησε η άποψη ότι μετά την αμετάκλητη εκδίκαση της πράξης, αναδρομική ισχύ είχε μόνο ο νόμος που καθιστούσε την πράξη μη αξιόποινη (ανέγκλητη) και ότι ο νομοθέτης θέλησε να ρυθμίσει μόνο την περίπτωση, κατά την οποία μετά το αμετάκλητο της καταδικαστικής απόφασης, η πράξη χαρακτηριζόταν μη αξιόποινη (ανέγκλητη), ηθελημένα δε δεν προέβη για την κατά τον ίδιο χρόνο αναδρομική ή μη ισχύ του νέου νόμου που δεν καταργούσε το αξιόποινο, περιείχε όμως ευμενέστερες για την ποινική μεταχείριση του καταδικασθέντος διατάξεις, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να γίνει ανάλογη εφαρμογή του νέου αυτού νόμου μετά το αμετάκλητο της καταδικαστικής απόφασης, αφού το νομοθετικό κενό δεν ήταν ακούσιο (Ολ. Α.Π. 643/1985, Α.Π. 192/2012). Οι διατάξεις του άρθρου 2 του ισχύοντος από 1-7-2019 νέου Π.Κ. διατηρούν τη διάκριση ανάμεσα στις διατάξεις νόμων που χαρακτηρίζουν την πράξη μη αξιόποινη (ανέγκλητη) και σ’ εκείνες που, αν και δεν χαρακτηρίζουν την πράξη μη αξιόποινη (ανέγκλητη) περιέχουν πάντως ευμενέστερες, για την ποινική της αντιμετώπιση, διατάξεις (απλώς ευμενέστερες διατάξεις), οι οποίες εμπίπτουν μεν στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 2 του ίδιου ανωτέρω Π.Κ., όχι, όμως, και στη δεύτερη, και, συνεπώς, οι διατάξεις νόμων που χαρακτηρίζουν την πράξη μη αξιόποινη (ανέγκλητη) εφαρμόζονται μέχρι την ολοκλήρωση της έκτισης της ποινής, ενώ οι απλώς ευμενέστερες διατάξεις εφαρμόζονται μέχρι την αμετάκλητη εκδίκαση της πράξης. Αν ο νομοθέτης ήθελε οι απλώς ευμενέστερες διατάξεις να εφαρμόζονται μέχρι την ολοκλήρωση έκτισης της ποινής και όχι μέχρι την αμετάκλητη εκδίκαση της πράξης, είτε θα είχε επιλέξει διαφορετική γραμματική διατύπωση στο άρθρο 2 του ισχύοντος από 1-7-2019 Π.Κ., ορίζοντας ως απώτερο χρονικό σημείο εφαρμογής γι’ αυτές την ολοκλήρωση έκτισης της ποινής, είτε θα είχε ρυθμίσει το ζήτημα με μεταβατικές διατάξεις. Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 15 παρ. 1 εδ. γ’ του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που έχει κυρωθεί με το Ν. 2462/1997, ορίζει ότι: “(…) Επίσης, δεν επιβάλλεται βαρύτερη ποινή από εκείνη που προβλεπόταν κατά τη χρονική στιγμή της διάπραξης ποινικού αδικήματος. Εάν, μετά τη διάπραξή του, ο νόμος προβλέπει την επιβολή ελαφρύτερης ποινής, ο δράστης επωφελείται από αυτήν (…)”. Η διάταξη αυτή, η οποία έχει υπερνομοθετική ισχύ, κατά το άρθρο 28 του Συντάγματος, δεν διαλαμβάνει μεν την προϋπόθεση του μη αμετακλήτου της καταδίκης, πλην όμως αναφέρεται στην επιβολή ποινής, η οποία συντελείται μέχρι την αμετάκλητη εκδίκαση της πράξης και όχι στην έκτιση της ποινής, η οποία έπεται χρονικά της επιβολής.
Συνεπώς, η αντίθετη προς τα ανωτέρω άποψη περί εφαρμογής της ευμενέστερης ποινικής διάταξης στην περίπτωση κατά την οποία μετά την αμετάκλητη εκδίκαση της πράξης, αρχίζει να ισχύει νέος νόμος που δεν καταργεί το αξιόποινο, αλλά καθιστά αυτό ηπιότερο (απλώς επιεικέστερος νόμος) δεν είναι δυνατόν να θεμελιωθεί στην ως άνω διάταξη του άρθρου 15 παρ. 1 εδ. γ’ του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα. Παρόμοιο δε περιεχόμενο με το ως άνω άρθρο έχουν και το άρθρο 7 παρ. 1 του Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο “έγκλημα δεν υπάρχει ούτε ποινή επιβάλλεται χωρίς νόμο που να ισχύει πριν από την τέλεση της πράξης και να ορίζει τα στοιχεία της. Ποτέ δεν επιβάλλεται ποινή βαρύτερη από εκείνη που προβλεπόταν κατά την τέλεση της πράξης”, καθώς και το άρθρο 7 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), που κυρώθηκε αρχικά με το Ν. 2329/1953 και εκ νέου με το Ν.Δ. 53/1974, αποτελεί εγχώριο δίκαιο και, κατά το άρθρο 28 του Συντάγματος, έχει αυξημένη ισχύ έναντι των κοινών νόμων, μεταγλωττίστηκε δε και αποδόθηκε στη δημοτική γλώσσα με το Π.Δ. 76/2022 (Φ.Ε.Κ. 205/1-11-2022, τεύχος πρώτο), σύμφωνα με το οποίο, “Κανείς δεν μπορεί να καταδικαστεί για πράξη ή παράλειψη, η οποία τη στιγμή της διάπραξής της δεν αποτελούσε αδίκημα κατά το εθνικό ή το διεθνές δίκαιο. Ούτε και επιβάλλεται βαρύτερη ποινή από εκείνη η οποία θα επιβαλλόταν κατά τη στιγμή της διάπραξης αδικήματος”. Κατά την ερμηνεία των Διεθνών Συμβάσεων, από τις οποίες δεσμεύεται και η χώρα μας, γίνεται μεν δεκτό ότι η καταδικαστική ποινική υπόθεση εκτείνεται και στο στάδιο έκτισης της ποινής, όμως αυτό έχει την έννοια της εφαρμογής σε αυτό το στάδιο των όρων έκτισης της απαγγελθείσας από τα δικαστήρια ποινής, χωρίς να είναι επιτρεπτή η επανεξέταση της υπόθεσης, που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, όπως ακριβώς δημοσιεύθηκε (Ολ. Α.Π. 4/2021, Α.Π. 1549/2022, Α.Π. 419/2021, βλ. σχετ. ΔΕΕ 21 – 9/2017, C – 171/2016).
ΙV. Η προβλεπόμενη από το άρθρο 563 εδ. β’ του Κ.Ποιν.Δ. αναίρεση κατ’ απόφασης, που εκδόθηκε επί αντιρρήσεων του καταδικασμένου σχετικά με την εκτελεστότητα καταδικαστικής σε βάρος του ποινικής απόφασης, από το τριμελές πλημμελειοδικείο, στο οποίο είναι τοποθετημένος ο αρμόδιος για την εκτέλεσή της απόφασης εισαγγελέας, είναι επιτρεπτή για όλους τους λόγους, που αναφέρονται στο άρθρο 510 παρ. 1 του ίδιου ανωτέρω Κ.Ποιν.Δ., δηλαδή και για τους λόγους: α) της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, β) της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης και γ) της υπέρβασης εξουσίας. Εξάλλου, έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, η οποία, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ., απαιτείται σε όλες χωρίς εξαίρεση τις δικαστικές αποφάσεις, ιδρύει δε τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ίδιου κώδικα λόγο αναίρεσης και ερευνάται αυτεπαγγέλτως από τον Άρειο Πάγο (άρθρο 511 του Κ.Ποιν.Δ.), συντρέχει, όταν δεν εκτίθενται σ’ αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη θεμελίωση του πορίσματός της, οι αποδείξεις που το θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε (Α.Π. 485/2019). Περαιτέρω, λόγο αναίρεσης, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του Κ.Ποιν.Δ., αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει στον νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόστηκε, περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διάταξης αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του σκεπτικού με το διατακτικό, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης (Α.Π. 741/2022, Α.Π. 1308/2020). Τέλος, υπέρβαση εξουσίας, κατά τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Θ’ του ισχύοντος Κ.Ποιν.Δ., υπάρχει, όταν το (ποινικό) δικαστήριο αποφάσισε για ζήτημα που δεν υπαγόταν στη δικαιοδοσία του (θετική υπέρβαση εξουσίας) ή, όταν παρέλειψε να αποφασίσει για ζήτημα, που υπαγόταν στη δικαιοδοσία του και είχε υποχρέωση να αποφασίσει [(αρνητική υπέρβαση εξουσίας) Α.Π. 1025/2022, Α.Π. 933/2020]. V. Στην προκείμενη περίπτωση από την παραδεκτή, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκόπηση των εγγράφων του φακέλου της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Σε βάρος του αναιρεσείοντος – αντιλέγοντος, Σ. Σ. του Ν., εκδόθηκε, ερήμην του, η υπό στοιχεία ΕΤ 679/2018 απόφαση του Ε’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, σύμφωνα με την οποία καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης πέντε (5) ετών, η οποία δεν μετετράπη σε χρηματική, για την αξιόποινη πράξη της μη καταβολής ληξιπρόθεσμων χρεών του στο Ελληνικό Δημόσιο. Η ανωτέρω απόφαση επιδόθηκε στον αναιρεσείοντα – αντιλέγοντα την 17-7-2020 (βλ. το από 17-7-2020 αποδεικτικό επίδοσης ερήμην απόφασης του αρχιφύλακα του Α.Τ. Μοσχάτου – Ταύρου Αττικής Κ. Π. που έχει επισυναφθεί στον φάκελο της δικογραφίας), αίτησή του (αναιρεσείοντος – αντιλέγοντος) για ακύρωσή της απορρίφθηκε με την υπ’ αρ. 3234/15-7-2022 απόφαση του ως άνω δικαστηρίου, δεν προκύπτει ότι ασκήθηκε άλλο ένδικο μέσο ή βοήθημα κατ’ αυτής, κατά τις παραδοχές δε της προσβαλλόμενης απόφασης κατέστη αμετάκλητη, πλην όμως δεν προκύπτει ότι άρχισε η έκτισή της. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι ο αναιρεσείων – αντιλέγων με την από 17-6-2022 αίτησή του, απευθυνόμενη στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, αρμόδιο για την εκτέλεση της ποινής στην οποία καταδικάστηκε με την ως άνω υπό στοιχεία ΕΤ 679/2018 απόφαση του Ε’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, αμφισβήτησε την εκτελεστότητά της, ισχυριζόμενος ότι όλες οι οφειλές του που περιλαμβάνονται στον συνημμένο στην ως άνω καταδικαστική σε βάρος του απόφαση πίνακα χρεών, πρέπει να αφαιρεθούν, κατ’ άρθρο 469 του ισχύοντος από 1-7-2019 Π.Κ., γεγονός που καθιστά ανέγκλητη την πράξη για την οποία καταδικάστηκε, κατά τα προαναφερόμενα, με συνέπεια να καταστεί ανεκτέλεστη η παραπάνω ποινή φυλάκισης στην οποία καταδικάστηκε, κατά τα προαναφερόμενα. Η Εισαγγελέας Πρωτοδικών Αθηνών, Βασιλική Κολιοκώστα, με την από 20-6-2022 διάταξή της απέρριψε την ανωτέρω αίτηση του αναιρεσείοντος – αντιλέγοντος. Κατά της διάταξης αυτής ο αναιρεσείων – αντιλέγων άσκησε τις από 30-6-2022 αντιρρήσεις του, ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, αρμόδιου να τις κρίνει, ως δικαστηρίου στην περιφέρεια του οποίου είναι τοποθετημένος ο αρμόδιος για την εκτέλεση της ανωτέρω ποινής εισαγγελέας. Τις ως άνω αντιρρήσεις του αναιρεσείοντος – αντιλέγοντος απέρριψε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την προσβαλλόμενη υπό στοιχεία ΑΥΤ 3093/6-7-2022 απόφασή του, μετά την πρόταξη νομικής σκέψης σχετικά με την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 562 του ισχύοντος από 1-7-2019 Κ.Ποιν.Δ., 2 και 469 του ισχύοντος από 1-7-2019 Π.Κ., 25 του Ν. 1882/1990 (όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με τα άρθρα 18 παρ. 2 και 28 παρ. 2 – 4 του Ν. 2948/2001, 34 του Ν. 3016/2002, 34 παρ. 1 του Ν. 3220/2004, 3 παρ. 1 του Ν. 3943/2011, 20 του Ν. 4321/2015 και 8 του Ν. 4337/2015), 17 παρ. 1 και 2 του Ν. 2523/1997 (όπως ίσχυε μετά την αντικατάστασή του με την παρ. 2 εδ. α’, β’ και γ’ του άρθρου 2 του Ν. 3943/2011) και 55Α παρ. 1 του Ν. 4987/2022, με την ακολούθως παρατιθέμενη, κατά πιστή μεταφορά, αιτιολογία: “(…) όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης με αριθμό 679/2018 απόφασης του Ε’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, το δικαστήριο, που δίκασε σε πρώτο βαθμό, ερήμην του κατηγορουμένου, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευόμενων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα επί λέξει πραγματικά περιστατικά, αναφορικά με την πράξη της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, και συγκεκριμένα ότι: ο κατηγορούμενος – και εν προκειμένω αιτών – κατά τον αναφερόμενο στο διατακτικό της τόπο και χρόνο, έχοντας την ιδιότητα του οφειλέτη του Δημοσίου και ενώ τα χρέη του κατέστησαν ληξιπρόθεσμα και απαιτητά κατά την ισχύ του νόμου 3220/2004, με πρόθεση καθυστέρησε την καταβολή των χρεών του προς το Δημόσιο για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, ενώ το ποσό της ληξιπρόθεσμης για την καταβολή οφειλής της, μαζί με τις κάθε είδους προσαυξήσεις και λοιπές επιβαρύνσεις υπερβαίνει το ποσό των 200.000 ευρώ. Ειδικότερα ότι ενώ είχαν βεβαιωθεί σε βάρος της εταιρίας με την επωνυμία “… ΥΠΟ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ”, της οποίας ο κατηγορούμενος τυγχάνει ομόρρυθμο μέλος, διάφορα χρέη υπέρ του Δημοσίου στη Δ.Ο.Υ. Αγίων Αναργύρων, όπως αυτά αναφέρονται στον συνημμένο πίνακα χρεών της παραπάνω Δ.Ο.Υ. (αρ. ειδ. Βιβλίου …) και συνοδεύει ως αναπόσπαστο μέρος αυτής την από 25-1-2017 μηνυτήρια αναφορά του Προϊσταμένου της πιο πάνω Δ.Ο.Υ., όπως επισυνάπτεται ο πίνακας αυτός στην άνω απόφαση και εμφανίζει τα χρέη της ομόρρυθμης εταιρείας της οποίας ο κατηγορούμενος αποτελεί μέλος και στη συνέχεια, τον αριθμό, την ημερομηνία βεβαίωσης, το οικονομικό έτος, το είδος του χρέους, την ανάλυση του ποσού, το απαιτητό μέρος για κάθε ένα χρέος αλλά και σε σύνολο, τον τρόπο πληρωμής, τον αριθμό των ληξιπρόθεσμων δόσεων και τις ημερομηνίες λήξης της πρώτης και της τελευταίας δόσης καταβολής, ο κατηγορούμενος ηθελημένα δεν κατέβαλε τα βεβαιωμένα χρέη τα οποία έχουν εγγραφεί με τους αριθμούς από 1 μέχρι και 23 στον πίνακα χρεών, συνολικού ποσού 19.166.387,53 ευρώ, και, τέλος, επέβαλε σε βάρος του κατηγορουμένου ποινή φυλάκισης πέντε (5) ετών, χωρίς ανασταλτικό αποτέλεσμα. Στις 17-6-2022, ο άνω κατηγορούμενος, υπέβαλε προς την Εισαγγελία Εκτέλεσης Ποινών Αθηνών, αίτηση, με την οποία ισχυρίστηκε ότι όλες οι οφειλές που περιλαμβάνονται στον συνημμένο στην ως άνω καταδικαστική σε βάρος του απόφαση πίνακα χρεών, πρέπει να αφαιρεθούν ως εμπίπτουσες στο άρθρο 469 του νέου Ποινικού Κώδικα, και συνακόλουθα, να καταστεί ανέγκλητη η άνω αξιόποινη πράξη ως αδίκημα του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990 και να μην εκτελεστεί η επιβληθείσα σε βάρος του ποινή φυλάκισης των πέντε ετών. Ωστόσο, η αίτησή του αυτή απορρίφθηκε με αιτιολογημένη διάταξη της Εισαγγελέως Εκτέλεσης Ποινών, η οποία έλαβε υπόψιν το με αρ. πρωτ. … Έγγραφο της ΑΑΔΕ. Ειδικότερα, με το άνω έγγραφο της ΑΑΔΕ, που αφορά την προκειμένη ποινική δίωξη σε βάρος του άνω κατηγορουμένου (και νυν αιτούντος ), η αρμόδια Δ.Ο.Υ. ενημερώνει ότι: “Οι οφειλές με α.α. 3 έως 14 του επίδικου πίνακα χρεών τυποποιούνται στο άρθρο 66 τον ν. 4174/2013, δηλαδή έχουν βεβαιωθεί κατόπιν ελέγχου της ΔΟΥ Αγίων Αναργύρων και αφορούν σε εγκλήματα φοροδιαφυγής”, ενώ “Οι οφειλές με α.α. 15 έως και 23 τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Ν. 4174,2013, πλην όμως δεν πληρούν τις προϋποθέσεις της παρ. 3 και 4, το ποσό του κύριου φόρου βρίσκεται δηλαδή κάτω από το όριο του αξιοποίνου, με συνέπεια να μην αφαιρούνται από τον πίνακα χρεών καθώς δεν συντρέχει το άτοπο της διπλής αξιολόγησης” και καταλήγει στη διαμόρφωση της συνολικής οφειλής ως εξής: Το χρέος της ποινικής δίωξης ανέρχεται κατά κεφάλαιο 17.858.991,04 ευρώ, προσαυξήσεις 400.863,01 ευρώ και σύνολο 123.184,84 ευρώ, το χρέος της ποινικής δίωξης που υφίσταται σήμερα ανέρχεται κατά κεφάλαιο 17.858.991,04 ευρώ, προσαυξήσεις 1.644.390,98 ευρώ και το εναπομείναν χρέος ανέρχεται κατά κεφάλαιο 593.488,23, προσαυξήσεις 45.437,19 ευρώ και σύνολο 638.925,42 ευρώ. Από την επισκόπηση του επίδικου πίνακα χρεών, προέκυψε ότι: Η με α.α. 1 εγγραφή ποσού 1.113,16 ευρώ, αφορά “Εισφορές & Τέλος Επιτηδεύματος”, η με α.α. 2 εγγραφή ποσού 455,65 ευρώ αφορά “Δικαστικά Έξοδα”, οι με α.α. 3 έως και 8 εγγραφές, ποσών 36.305,65 ευρώ, 31.221,71 ευρώ, 3.297,58 ευρώ, 856,75 ευρώ, 213,92 ευρώ, 213,92 ευρώ αφορούν “Πρόστιμο Κ.Β.Σ. Οριστική Βεβαίωση”, οι με α.α. 9 έως και 14 εγγραφές, ποσών 1.953.378,11 ευρώ, 2.471.644,35 ευρώ, 2.929.686,41 ευρώ, 2.660.454,34 ευρώ, 3.650.614,55 ευρώ και 4.789.574,82 ευρώ, αφορούν “ΦΠΑ Τακτικό έλεγχο λόγω Οριστικοποίησης”, οι με α.α. 15, 16 και 17 εγγραφές ποσών 47.856,01 ευρώ, 43.270,07 ευρώ και 2.782,54 ευρώ, αφορούν “Πρόστιμο ΦΠΑ” και οι με α.α. 18 έως και 23 εγγραφές, ποσών 60.128,71 ευρώ, 95.529,50 ευρώ, 117.992,77 ευρώ, 60.421,09 ευρώ, 96.286,92 ευρώ και 113.089 ευρώ, αφορούν “Εισόδημα Οριστική Βεβαίωση”. Με βάση τον άνω πίνακα χρεών και το από 1-6-2022 Έγγραφο της ΑΑΔΕ προκύπτει ότι οι εγγεγραμμένες στον επίδικο πίνακα χρεών οφειλές με α.α. 3 έως και 14, που αφορούν “Πρόστιμο Κ.Β.Σ.” (οι με α.α. 3 – 8) και “ΦΠΑ Τακτικός Έλεγχος λόγω οριστικοποίησης” (οι με α.α. 9 έως 14), αποτελούν χρέη που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του ν. 4174/2013, διότι έχουν βεβαιωθεί κατόπιν ελέγχου της ίδιας της Δ.Ο.Υ. Αγίων Αναργύρων και αφαιρούνται από τον επίδικο πίνακα χρεών. Ωστόσο, οι λοιπές εγγεγραμμένες οφειλές με α.α. 15 έως και 23, οι οποίες αφορούν “Πρόστιμο ΦΠΑ” και “Εισόδημα Οριστική Βεβαίωση”, δεν τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Ν. 4174/2013 και επομένως δεν αφαιρούνται από τον επίδικο πίνακα χρεών, διότι το ποσό του κύριου φόρου μίας εκάστης εγγραφής βρίσκεται κάτω από το όριο του αξιοποίνου και, σε κάθε περίπτωση, δεν έχει υποβληθεί, από την αρμόδια Δ.Ο.Υ. μηνυτήρια αναφορά, με αποτέλεσμα να μην τίθεται το άτοπο της διπλής αξιολόγησης της πράξης. Ομοίως, δεν αφαιρούνται και ορθώς συμπεριλαμβάνονται στον πίνακα χρεών και οι με α.α. 1 και 2 ως άνω εγγραφές. Με βάση τα παραπάνω, ορθώς συμπεριλαμβάνονται στον εν λόγω Πίνακα και συνυπολογίζονται για τον προσδιορισμό της ευθύνης του κατηγορουμένου οι εγγραφές με α.α. 1, 2, και 15 έως και 23, καθώς δεν στοιχειοθετούν τα προβλεπόμενα από το άρθρο 66 παρ. 3 και 4 του Κ.Φ.Δ. αντίστοιχα ποινικά αδικήματα, ώστε να τίθεται θέμα αυτεπάγγελτης εφαρμογής της ευμενέστερης για τον κατηγορούμενο διάταξης του άρθρου 469 του Ν.Π.Κ., σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στις προηγηθείσες νομικές σκέψεις. Μόνο στην περίπτωση εκείνη (εάν, δηλαδή, τα χρέη αυτά αποτελούσαν αξιόποινες πράξεις με βάση το άρθρο 66 του ν. 4174/2013 και είχαν υποβληθεί σχετικές μηνυτήριες αναφορές), θα μπορούσε, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, να τεθεί ζήτημα αποτροπής διπλής τιμώρησης του κατηγορουμένου, μία φορά για τα φορολογικά αδικήματα και μία ακόμη για το αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο. Η ενδεχόμενη υιοθέτηση διαφορετικής εκδοχής, σύμφωνα με την οποίαν η μη συμπερίληψη στον πίνακα χρεών από τα αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, επέρχεται ούτως ή άλλως, δηλαδή ακόμη και εάν δεν έχει προηγουμένως ασκηθεί ποινική δίωξη σε βάρος του κατηγορουμένου για ορισμένη πράξη φοροδιαφυγής και δεν έχει καταδικασθεί αυτός για την τελευταία αυτή πράξη, θα οδηγούσε σε έλλειψη τιμώρησης τόσο για το τελευταίο αυτό έγκλημα (της φοροδιαφυγής, για το οποίο ωστόσο δεν ασκήθηκε ποινική δίωξη και δεν καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος ως δράστης αυτής), όσο και για το έγκλημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο. Το αποτέλεσμα όμως αυτό, είναι πρόδηλο ότι θα συνιστούσε αξιολογική αντινομία, την οποίαν αναντίρρητα δεν θέλησε να προκαλέσει ο νομοθέτης με τη θέσπιση της διάταξης του άρθρου 469 του νέου Π.Κ. και θα υπερακόντιζε το κανονιστικό πλαίσιο, αλλά και την τελολογία, της τελευταίας αυτής διάταξης, αφού την αποτροπή διπλής τιμώρησης τελικά θα την ανήγαγε σε έλλειψη τιμώρησης εν γένει. Με βάση όλα τα παραπάνω, μετά την εφαρμογή του άρθρου 469 του νέου Ποινικού Κώδικα και την κατ’ επιταγή του τελευταίου αφαίρεση των εγγραφών με α.α. 3 – 14 το εναπομείναν χρέος του αιτούντος ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 638.925.42 ευρώ, δηλαδή υπερβαίνει το όριο των 200.000 ευρώ, εξακολουθεί να αποτελεί αξιόποινη πράξη με βάση το άρθρο 25 παρ. 1β’ του Ν. 1882/1990 και δεν τίθεται ζήτημα ανεγκλήτου αυτής, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών του αιτούντος ως αβάσιμων. Εξάλλου, το παρόν Δικαστήριο υποχρεούται να περιοριστεί μόνο στην εξέταση των ζητημάτων του σχετίζονται με την εκτελεστότητα της άνω αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης, γιατί με μία νέα επί της ουσίας εξέταση της υπόθεσης θα καταλυόταν το δεδικασμένο παρά την απαγορευτική διάταξη του άρθρου 57 του Κ.Ποιν.Δ.”, ακολούθως δε, όπως ήδη προαναφέρθηκε, απέρριψε την κρινόμενη αίτηση, με την ο οποία ο αναιρεσείων – αντιλέγων προέβαλε αντιρρήσεις, ως προς την εκτελεστότητα της υπό στοιχεία ΕΤ 679/2018 απόφασης του Ε’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης πέντε (5) ετών, ως αβάσιμη. VI. Με τις παραπάνω παραδοχές το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 2 του ισχύοντος από 1-7-2019 Π.Κ., την οποία δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, αφού κατά τα προαναφερθέντα, η ευμενέστερη για τον καταδικασθέντα (ήδη αναιρεσείοντα – αντιλέγοντα) διάταξη του άρθρου 469 του ισχύοντος από 1-7-2019 νέου Π.Κ., με την οποία η αξιόποινη πράξη της μη καταβολής ληξιπροθέσμων χρεών στο Ελληνικό Δημόσιο (άρθρο 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990), για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος με την προαναφερθείσα υπό στοιχεία ΕΤ 679/2018 απόφασης του Ε’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, δεν κατέστη ανέγκλητη, παρά μόνον για τη συγκρότησή της εξαιρέθηκε ο συνυπολογισμός χρεών που προέρχονται: α) από τα φορολογικά αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (Ν. 4174/2013 και ήδη Ν. 4987/2022) και β) από τη μη εκτέλεση (αμιγώς) χρηματικών ποινών που επιβλήθηκαν από ποινικό δικαστήριο, με τις σχετικές προσαυξήσεις, τόκους και λοιπές επιβαρύνσεις, εξαίρεση που μπορούσε να ληφθεί υπόψη μόνον με την εκ νέου εκδίκαση της υπόθεσης, μετά την άσκηση, παραδεκτώς, του ένδικου μέσου της έφεσης, την οποία όμως, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των εγγράφων του φακέλου της δικογραφίας, δεν άσκησε ο αναιρεσείων – αντιλέγων. Τούτο δε διότι, κατά το στάδιο προβολής αντιρρήσεων, για την εκτελεστότητα αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης, δεν συντρέχει νόμιμη περίπτωση εφαρμογής του επιεικέστερου νόμου, κατ’ άρθρο 2 παρ. 1 του ισχύοντος από 1-7-2019 Π.Κ., ενώ δεν μπορεί να γίνει αναλογική εφαρμογή της παρ. 2 του ανωτέρω άρθρου 2 του ισχύοντος Π.Κ., καθόσον δεν υφίσταται οποιαδήποτε ασάφεια ή νομοθετικό κενό σχετικά με το κρινόμενο ζήτημα, δηλαδή με την εφαρμογή της επιεικέστερης ουσιαστικής ποινικής διάταξης, κατά το στάδιο εκτέλεσης αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης, όπως είναι και προαναφερθείσα υπό στοιχεία ΕΤ 679/2018 απόφαση του Ε’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης. Με βάση τα προαναφερόμενα, σε συνδυασμό με όσα έχουν εκτεθεί στις προηγηθείσες υπό στοιχεία

ΙΙΙ και IV νομικές σκέψεις, το δικαστήριο της ουσίας με την διαλαμβανόμενη στην προσβαλλόμενη απόφασή του αιτιολογία, η οποία, ως προς την αναφορά των χρεών που έπρεπε να εξαιρεθούν για τον προσδιορισμό της ποινικής ευθύνης του αναιρεσείοντος – αντιλέγοντος, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 469 του ισχύοντος από 1-7-2019 Π.Κ., είναι πλεοναστική και δεν ήταν αναγκαία, είναι όμως αρκούντως επαρκής, ως προς τα ζητήματα που αφορούν την αμφισβήτηση της εκτελεστότητας της ανωτέρω υπό στοιχεία ΕΤ 679/23-2-2018 απόφασης του Ε’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, άλλως θα παραβιαζόταν το δεδικασμένο που απέρρεε από αυτήν, απέρριψε τις αντιρρήσεις του αναιρεσείοντος – αντιλέγοντος, με τις οποίες ο τελευταίος αμφισβητεί την εκτελεστότητα της ως άνω απόφασης (υπό στοιχεία ΕΤ 679/23-2-2018 του Ε’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών), ορθώς ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρου 2 του ισχύοντος Π.Κ., χωρίς να υπερβεί την εξουσία του. Επομένως, τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τον αναιρεσείοντα – αντιλέγοντα με την κρινόμενη αίτησή του, με την οποία επιχειρεί να θεμελιώσει τις αναιρετικές πλημμέλειες της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, καθώς και της υπέρβασης εξουσίας του δικαστηρίου που εξέδωσε αυτήν (προσβαλλόμενη απόφαση), είναι απορριπτέα ως αβάσιμα, ως εκ τούτου δε οι ως άνω λόγοι αναίρεσης είναι αβάσιμοι. VII. Κατ’ ακολουθίαν των προαναφερομένων, μη υφιστάμενου άλλου λόγου αναίρεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση για αναίρεση της υπό στοιχεία ΑΥΤ 3093/6-7-2022 απόφασης του Αυτόφωρου Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, να καταδικαστεί δε ο αναιρεσείων – αντιλέγων στα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 578 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ.), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 2-3-2023 αίτηση του αναιρεσείοντος – αντιλέγοντος, …, κατοίκου … (…), για αναίρεση της υπό στοιχεία ΑΥΤ 3093/6-7-2022 απόφασης του Αυτόφωρου Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που ασκήθηκε με δήλωση ενώπιον της Γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών, Ελένης Οικονόμου, για την οποία συντάχθηκε η υπό στοιχεία
Αριθμός Ε.Μ.: 6/2023, με ημερομηνία 2-3-2023, έκθεση.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα – αντιλέγοντα, Σ. Σ. του Ν. και Σ., κάτοικο … (…), στα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας, που ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων πενήντα ευρώ (250,00 €).
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Απριλίου 2024.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 29 Απριλίου 2024.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Πηγή : areiospagos.gr

To Top