Κακομεταχείριση ασκουμένου δικηγόρου σε αστυνομικό τμήμα για ερώτηση σχετικά με την κράτηση χωρίς επίσημη σύλληψη

ΑΠΟΦΑΣΗ

Cioffi κατά Ιταλίας της 05.06.2025 (αρ. προσφ. 17710/15)

Βλ. Εδώ 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Ο προσφεύγων, τότε ασκούμενος δικηγόρος, συμμετείχε στις διαδηλώσεις κατά της παγκοσμιοποίησης που πραγματοποιήθηκαν στη Νάπολη τον Μάρτιο του 2001. 

Συνελήφθη και  μεταφέρθηκε σε αστυνομικό τμήμα, όπου υπέστη κακομεταχείριση από αστυνομικούς όταν δήλωσε ότι ήταν ασκούμενος δικηγόρος και ρώτησε γιατί κρατούνταν χωρίς να έχει συλληφθεί επίσημα. Συγκεκριμένα  τον έδειραν, τον έβαλαν να γονατίσει με τα χέρια πίσω από το κεφάλι  και τον υπέβαλαν σε λεκτική και σωματική κακοποίηση. 

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι τα γεγονότα της κακομεταχείρισης του από την αστυνομία είχαν διαπιστωθεί σαφώς από τα ιταλικά δικαστήρια, τα οποία τα χαρακτήρισαν ως «ιδιαιτέρως επαχθή». Επίσης, έκρινε ότι η έρευνα που διεξήχθη ήταν ανεπαρκής, δεδομένου ότι ενώ  31 αστυνομικοί είχαν κατηγορηθεί για πολλαπλά αδικήματα σε σχέση με τα γεγονότα αυτά, οι περισσότερες διώξεις είχαν σταματήσει λόγω παραγραφής. 

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 3 (απαγόρευση απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης) τόσο όσον αφορά την κακομεταχείριση του προσφεύγοντος από την αστυνομία (ουσιαστικό σκέλος)  όσο και για την ανεπάρκεια της επακόλουθης έρευνας (διαδικαστικό σκέλος άρθρου 3) και επιδίκασε στον προσφεύγοντα  30.000 ευρώ για ηθική βλάβη.

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Ο προσφεύγων, Andrea Cioffi, είναι Ιταλός υπήκοος, γεννημένος το 1972 και κάτοικος Νάπολης. Μετά τις διαδηλώσεις κατά της παγκοσμιοποίησης που πραγματοποιήθηκαν στη Νάπολη τον Μάρτιο του 2001, στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Φόρουμ για την Επανεφεύρεση της Διακυβέρνησης, ένας μεγάλος αριθμός ατόμων τραυματίστηκε. Ο προσφεύγων, μαζί με έναν αριθμό διαδηλωτών, απομακρύνθηκε από το τμήμα επειγόντων περιστατικών ενός νοσοκομείου και μεταφέρθηκε στο αστυνομικό τμήμα Virgilio Raniero το απόγευμα της 17ης Μαρτίου 2001.

Διεξήχθη έρευνα για τις κατηγορίες απαγωγής, κατάχρησης εξουσίας από κρατικούς λειτουργούς, εγκληματικού εξαναγκασμού και σωματικής βλάβης του προσφεύγοντος, μεταξύ άλλων αδικημάτων, ως αποτέλεσμα της οποίας 31 αστυνομικοί κατηγορήθηκαν. Ο προσφεύγων συμμετείχε στη διαδικασία ως πολιτικώς ενάγων. 

Στην απόφασή του, το Επαρχιακό Δικαστήριο της Νάπολης έκρινε ότι τα άτομα που τέθηκαν υπό κράτηση υπήρξαν θύματα «εξαιρετικά σοβαρής συμπεριφοράς» (gravissime condotte), όπου μεταξύ άλλων: αναγκάστηκαν να περπατήσουν σε έναν διάδρομο περιτριγυρισμένοι από αστυνομικούς, οι οποίοι τους χτυπούσαν, τους κλωτσούσαν, τους έριχναν κάτω, τους έφτυναν και τους κακομεταχειρίζονταν λεκτικά. Αναγκάστηκαν να γονατίσουν με τα χέρια πίσω από το κεφάλι, να παραμένουν σιωπηλοί συνεχώς και δεν τους επετράπη να επικοινωνούν με τους δικηγόρους τους ή να ενημερώσουν την  οικογένειά τους, τους κατασχέθηκαν τα κινητά τους τηλέφωνα και, σε ορισμένες περιπτώσεις, τους τα κατέστρεψαν. Επίσης ξυλοκοπήθηκαν και υπέστησαν διάφορες μορφές σωματικής και λεκτικής κακοποίησης και απειλήθηκαν. Τους απαγορεύτηκε  να φάνε, να πιούν ή να χρησιμοποιήσουν την τουαλέτα.

Το Επαρχιακό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο προσφεύγων είχε δεχτεί ξυλοδαρμό αρκετές φορές, μεταξύ άλλων υποχρεώθηκε  να είναι γονατισμένος με τα χέρια πίσω από το κεφάλι. Όταν δήλωσε ότι ήταν ασκούμενος δικηγόρος και ρώτησε γιατί κρατούνταν χωρίς να έχει συλληφθεί επίσημα, δέχτηκε σωματική κακοποίηση. Το δικαστήριο έκρινε ότι αυτό ήταν «ιδιαίτερα επαχθές». Οι αστυνομικοί τον αποκαλούσαν l’avvocatino («ο μικρός δικηγόρος»).

Όσον αφορά τα αδικήματα, , το Επαρχιακό Δικαστήριο αποφάσισε ότι η διαδικασία έπρεπε να διακοπεί επειδή είχαν παραγραφεί. Μεταξύ άλλων ετυμηγοριών, 10 αστυνομικοί καταδικάστηκαν για απαγωγή και τους επιβλήθηκαν ποινές φυλάκισης έως δύο ετών και οκτώ μηνών. Δεκατέσσερις αστυνομικοί άσκησαν έφεση. Τον Ιανουάριο του 2013, οι καταδίκες για απαγωγή ακυρώθηκαν από το Εφετείο της Νάπολης λόγω παραγραφής, όπως και οι απομακρύνσεις από δημόσια αξιώματα. Τον Οκτώβριο του 2015 το Ακυρωτικό Δικαστήριο επικύρωσε την απόφαση αυτή. Με την ολοκλήρωση της διαδικασίας, όλα τα αδικήματα τελικά παραγράφηκαν, εκτός από την περίπτωση τριών αξιωματικών που είχαν υποβάλει ρητή παραίτηση από τις προθεσμίες παραγραφής. Η πλειονότητα των αδικημάτων τελικά παραγράφηκε.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 3

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο σημείωσε τα λεπτομερή πραγματικά ευρήματα των ιταλικών δικαστηρίων σχετικά με την κακοποίηση στην οποία υποβλήθηκε ο προσφεύγων. Τα δικαστήρια αυτά είχαν κρίνει ότι η μεταχείριση του ήταν «ιδιαίτερα απεχθής» και η κακοποίηση «πολύ βίαιη». Η μεταχείριση αυτή δεν οφειλόταν στη συμπεριφορά του προσφεύγοντος. Το Δικαστήριο επισήμανε την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ότι, όταν ο προσφεύγων προσπάθησε να λάβει πληροφορίες από την αστυνομία, δέχθηκε λεκτική και σωματική κακοποίηση, που χαρακτηρίστηκε ως «ιδιαίτερα απαράδεκτη».

Συνολικά, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο προσφεύγων υπέστη απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση από την αστυνομία.

Όσον αφορά την έρευνα για τις εν λόγω καταγγελίες, 31 αξιωματούχοι και αστυνομικοί δικάστηκαν σε σχέση με τα γεγονότα της υπόθεσης, με πολλαπλές κατηγορίες. Ωστόσο, οι περισσότερες από τις διαδικασίες διακόπηκαν λόγω παραγραφής.

Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι στην απόφασή του Cestaro κατά Ιταλίας (αριθ. προσφ. 6884/11) είχε καλέσει την Ιταλία να θεσπίσει νομικούς μηχανισμούς ικανούς, μεταξύ άλλων, να αποτρέπουν τους υπεύθυνους από πράξεις βασανιστηρίων και άλλων μορφών κακομεταχείρισης ή να επωφελούνται από μέτρα ασυμβίβαστα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, συμπεριλαμβανομένης της παραγραφής, η οποία μπορεί, στην πράξη, να εμποδίσει την τιμωρία των υπευθύνων για πράξεις αντίθετες προς το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ.

Η παραγραφή των αδικημάτων στην παρούσα υπόθεση εμπόδισε τον καθορισμό της ποινικής ευθύνης – και, κατά περίπτωση, την τιμωρία – για κακομεταχείριση που τα ιταλικά δικαστήρια είχαν ήδη κρίνει ως αποδεδειγμένη.

Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν είχε πραγματοποιηθεί αποτελεσματική έρευνα από τις ιταλικές αρχές σχετικά με τις καταγγελίες του προσφεύγοντος,  είτε με σκοπό την τιμωρία των υπευθύνων είτε την αποτροπή μελλοντικών κακομεταχειρίσεων. Το Δικαστήριο έκρινε ότι είχε διαπραχθεί παραβίαση του άρθρου 3 τόσο όσον αφορά την κακομεταχείριση του προσφεύγοντος από την αστυνομία όσο και την επακόλουθη έρευνα.

Δίκαιη αποζημίωση (άρθρο 41)

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Ιταλία όφειλε να καταβάλει στον προσφεύγοντα 30.000 ευρώ για 

ηθική βλάβη.

Ξεχωριστή γνώμη

Οι δικαστές Σεργίδης και Adamska-Gallant εξέφρασαν κοινή μερικώς διαφορετική γνώμη, η οποία επισυνάπτεται στην απόφαση.

To Top