ΕΔΔΑ Οι αρχές δεν συμμορφώθηκαν με την υποχρέωσή τους να προστατεύσουν τη ζωή γυναίκας από ενδοοικογενειακή βία. Παραβίαση του δικαιώματος στη ζωή

ΑΠΟΦΑΣΗ

N.D. κατά Ελβετίας της 03.04.2025 (προσφ. αριθ. 56114/18)

Βλ. Εδώ 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Η προσφεύγουσα  υπέστη βία από τον σύντροφό της – δεν γνώριζε δε τον κίνδυνο που διέτρεχε, ούτε το γεγονός ότι είχε ποινικό μητρώο. Η προσφεύγουσα απήχθη από το σπίτι της το 2007, αφού ενημέρωσε τον σύντροφό της ότι διακόπτει τη σχέση τους. Στη συνέχεια φυλακίστηκε από αυτόν επί 11 ώρες και υπέστη βιασμό και κακομεταχείριση. Κατήγγειλε ότι οι ελβετικές αρχές δεν είχαν λάβει τα απαραίτητα μέτρα για την προστασία της ζωής της.

Το Δικαστήριο σημείωσε, πρώτον, ότι οι εγχώριες αρχές που εμπλέκονταν στην υπόθεση είχαν λάβει γνώση τόσο για τη σχέση της προσφεύγουσας με τον σύντροφό της όσο και για το ιστορικό του, το ποινικό του μητρώο  και την πραγματική και επικείμενη φύση του κινδύνου που ήταν πιθανό να προκαλέσει. Επισήμανε επίσης ότι ένας αστυνομικός είχε επιχειρήσει, με δική του πρωτοβουλία, να ενημερώσει την προσφεύγουσα, στο μέγιστο δυνατό βαθμό των πληροφοριών που είχε στη διάθεσή του για την επικίνδυνη κατάσταση στην οποία βρισκόταν. Το Δικαστήριο σημείωσε στο πλαίσιο αυτό ότι η προσφεύγουσα δεν είχε υποβάλει καταγγελία ούτε είχε ζητήσει συνδρομή, η οποία θα μπορούσε να εξηγηθεί από το γεγονός ότι δεν είχε πλήρη επίγνωση του κινδύνου στον οποίο βρισκόταν εκείνη την περίοδο.

Δεδομένης της ευαλωτότητάς της, η οποία δεν είχε λάβει γνώση των πραγματικών στοιχείων που ήταν στην κατοχή των διαφόρων αρχών, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτή η ανισορροπία στη διαθέσιμη πληροφόρηση, η οποία ήταν γνωστή στις ίδιες αυτές αρχές, θα έπρεπε να είχε αντισταθμιστεί από αυξημένη επαγρύπνηση εκ μέρους τους, που θα οδηγούσε σε ενδελεχή και επικαιροποιημένη εκτίμηση της σοβαρότητας του κινδύνου στον οποίο ήταν εκτεθειμένη.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε, ότι οι εθνικές αρχές που εμπλέκονται στην υπόθεση δεν είχαν κάνει ό,τι θα μπορούσε ευλόγως να αναμένεται  από αυτές για να αποτρέψουν τον πραγματικό και άμεσο κίνδυνο για τη ζωή της προσφεύγουσας, τον οποίο γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν. Παρόλο που επαίνεσε την αυθόρμητη πρωτοβουλία του αστυνομικού, το ΕΔΔΑ επισήμανε ότι δεν είχε γίνει ούτε επαρκής εκτίμηση του κινδύνου για τη ζωή της προσφεύγουσας ούτε είχαν ληφθεί επιχειρησιακά μέτρα τα οποία θα μπορούσαν να είχαν πραγματική πιθανότητα να μεταβάλουν την εξέλιξη των γεγονότων ή να μετριάσουν τη ζημία που προκλήθηκε. Λόγω της έλλειψης επαρκούς συντονισμού μεταξύ των διαφόρων υπηρεσιών και των ελλείψεων του ισχύοντος τότε εσωτερικού δικαίου, οι αρχές δεν τήρησαν τη θετική τους υποχρέωση να προστατεύσουν τη ζωή της προσφεύγουσας. 

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε, κατά πλειοψηφία, παραβίαση του άρθρου 2 (προστασία του δικαιώματος στη ζωή).

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Η προσφεύγουσα, N.D., είναι Ελβετή υπήκοος που γεννήθηκε το 1969. Το 2006 συνήψε  σχέση με τον Χ, χωρίς να γνωρίζει ότι είχε ποινικό μητρώο και ότι έπασχε από ψυχολογικά προβλήματα.

Το 1995 ο Χ καταδικάστηκε σε 12 χρόνια κάθειρξη για φόνο και βιασμό. Το 2001 αποφυλακίστηκε υφ’ όρον. Το 2006 ασκήθηκε νέα ποινική δίωξη εναντίον του, αυτή τη φορά για απειλές, εξαναγκασμό και κατάχρηση τηλεπικοινωνιακού συστήματος, καθώς και δυσφήμηση της τότε συντρόφου του. Τέθηκε υπό προσωρινή κράτηση και αφέθηκε ελεύθερος τον επόμενο μήνα με την υποχρέωση να παρουσιάζεται στο αστυνομικό τμήμα και να υποβληθεί σε ψυχοθεραπεία. Του απαγορεύτηκε επίσης να επικοινωνεί με την τότε σύντροφό του. Μια ψυχιατρική έκθεση κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, λόγω της περιορισμένης ικανότητάς του να αντιμετωπίζει δύσκολες καταστάσεις, ήταν αναμενόμενη η απειλητική συμπεριφορά του: κυρίως λεκτικές, αλλά και πιο σοβαρές βίαιες πράξεις, ιδίως εναντίον προσώπων με τα οποία είχε στενή σχέση και, ενδεχομένως, κατά των αρχών.

Στη συνέχεια, ο Χ συνάντησε την προσφεύγουσα.  Το 2007, λόγω της συμπεριφοράς του Χ, η προσφεύγουσα επικοινώνησε με τον οικογενειακό της γιατρό, ο οποίος, χωρίς να δώσει λεπτομέρειες, της συνέστησε να τερματίσει τη σχέση της μαζί του, αλλά της συνέστησε να αποφύγει να το κάνει απότομα. Ενημέρωσε την αστυνομία για τη συζήτηση αυτή, με τη συγκατάθεση της προσφεύγουσας. Την επόμενη ημέρα, ο αστυνομικός Α επικοινώνησε τηλεφωνικά με την προσφεύγουσα με δική του πρωτοβουλία. Η προσφεύγουσα του είπε ότι δεν έβλεπε κανένα μέλλον στη σχέση της με τον Χ και επιθυμούσε να την λήξει, αλλά ο Χ δεν φαινόταν πρόθυμος να το δεχτεί  και την παρενοχλούσε συνεχώς μέσω τηλεφώνου και SMS.

Ο αστυνομικός Α την ρώτησε για την έκταση της παρενόχλησης και για το αν χρειαζόταν βοήθεια της αστυνομίας. Της είπε ότι ήταν καλύτερο για εκείνη να τερματίσει τη σχέση και την ενημέρωσε για τη δυνατότητα να υποβάλει μήνυση ή να επικοινωνήσει με τις υπηρεσίες υποστήριξης θυμάτων. Η προσφεύγουσα απάντησε ότι εξακολουθούσε να επιθυμεί να δώσει στον Χ λίγο χρόνο προτού τον εγκαταλείψει. Ο αστυνομικός, ο οποίος δεν γνώριζε το περιεχόμενο των ψυχιατρικών εκθέσεων για τον Χ, δεν έκανε καμία αναφορά στο ποινικό του μητρώο. Ωστόσο, είπε στην προσφεύγουσα ότι ο Χ θα μπορούσε να είναι επικίνδυνος.

Λίγες εβδομάδες αργότερα (περίπου στις 10 μ.μ. της 19ης Σεπτεμβρίου 2007), η προσφεύγουσα έστειλε στον Χ ένα ηλεκτρονικό μήνυμα με το οποίο έβαλε οριστικό τέλος στη σχέση τους. Στη συνέχεια δέχθηκε αρκετές τηλεφωνικές κλήσεις από αυτόν, στις οποίες δεν απάντησε. Στη συνέχεια, γύρω στις 10.30 μ.μ., ο Χ έφτασε στο σπίτι της, αλλά αυτή αρνήθηκε να ανοίξει την πόρτα. Ωστόσο, κατάφερε να εισβάλει στο διαμέρισμα και την ανάγκασε να τον συνοδεύσει στο σπίτι του, όπου, αφού προσπάθησε να την πνίξει επί δύο ώρες στο γκαράζ, τη βίασε στο καπό του αυτοκινήτου του. Στη συνέχεια πήρε μια βαλλίστρα και πυροβόλησε τρεις φορές στο στήθος της προσφεύγουσας. Τέλος, ο ίδιος της πέρασε χειροπέδες από τα χέρια και τα πόδια, την έβαλε στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου του και οδηγούσε για αρκετές ώρες.

Την επόμενη ημέρα (γύρω στις 3.30 π.μ. της 20 Σεπτεμβρίου 2007), ο X επέστρεψε με την προσφεύγουσα στο διαμέρισμά του, όπου συνέχισε να την απειλεί με μαχαίρι. Περίπου στις 9 π.μ. κάλεσε τον ψυχολόγο του και η προσφεύγουσα κατάφερε να ειδοποιήσει το άτομο αυτό ότι κάτι σοβαρό είχε συμβεί. Ο ψυχολόγος έφτασε στο σημείο περίπου στις 9.30 π.μ., ακολουθούμενος από ασθενοφόρο και την αστυνομία. Περίπου στις 10 π.μ., η προσφεύγουσα, η οποία ήταν σοβαρά τραυματισμένη, μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο της Λουκέρνης. Ο Χ έβαλε τέλος στη ζωή του δύο ημέρες αργότερα, ενώ βρισκόταν στην υπό αστυνομική κράτηση.

Το 2015 η προσφεύγουσα άσκησε αγωγή αποζημίωσης κατά του καντονίου της Λουκέρνης, καταγγέλλοντας ότι οι αρχές δεν την είχαν ενημερώσει για το ποινικό μητρώο του Χ ή για τον κίνδυνο που εγκυμονούσε. Ωστόσο, αυτή απορρίφθηκε από τα εθνικά δικαστήρια. Το Ομοσπονδιακό Ανώτατο Δικαστήριο σημείωσε, μεταξύ άλλων, ότι ο αστυνομικός που είχε τηλεφωνήσει στην προσφεύγουσα δεν είχε λάβει γνώση της ιατροδικαστικής ψυχιατρικής έκθεσης σχετικά με την κατάσταση του Χ.  Επικύρωσε τη διαπίστωση του εγχώριου δικαστηρίου ότι δεν υπήρχε αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της συμβουλής του αστυνομικού να τερματίσει τη σχέση κατά την εν λόγω τηλεφωνική συνομιλία και των πράξεων που διέπραξε ο Χ στις 19 και 20 Σεπτεμβρίου 2007.

Η προσφεύγουσα εξακολουθεί να υποφέρει από τα ψυχολογικά επακόλουθα της μεταχείρισης που της επιφύλαξε ο X. κατά τη διάρκεια της απαγωγής της, και να λαμβάνει επιδόματα κοινωνικής ασφάλισης.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 2

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Έχοντας υπόψη ότι, καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του, ο Χ είχε επανειλημμένα διαπράξει βίαιες πράξεις στις συντρόφους του, συμπεριλαμβανομένης μιας γυναικοκτονίας το 1993, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι πράξεις του κατά της προσφεύγουσας θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως βία κατά των γυναικών.

Σημείωσε ότι οι διάφορες εθνικές αρχές που εμπλέκονται στην υπόθεση είχαν λάβει γνώση της σχέσης με τον Χ, το ιστορικό του και την πραγματική και επικείμενη φύση του κινδύνου που συνιστούσε. Θεώρησε ότι, οι εγχώριες αρχές γνώριζαν την ύπαρξη κινδύνου για την προσφεύγουσα όταν ο γιατρός του Χ είχε απευθυνθεί στην αστυνομία το 2007. Ήταν αυτός ο κρίκος στην αλυσίδα των γεγονότων που είχε δημιουργήσει την υποχρέωση να προστατεύσουν το δικαίωμα της προσφεύγουσας στη ζωή με μεγαλύτερη επαγρύπνηση, ακόμη και παρά την έλλειψη καταγγελίας.

Σημείωσε επίσης ότι ο αστυνομικός Α είχε επιχειρήσει, με δική του πρωτοβουλία, να ενημερώσει την προσφεύγουσα – το μέγιστο δυνατό βαθμό των πληροφοριών που είχε στην κατοχή του και των νομικών περιορισμών που τον αφορούσαν – για την επικίνδυνη κατάσταση στην οποία βρισκόταν. Ωστόσο, δεν είχε δοθεί καμία συνέχεια στην τηλεφωνική συνομιλία μεταξύ της προσφεύγουσας και του αστυνομικού Α, αποκαλύπτοντας έτσι, τουλάχιστον, μια έλλειψη επικοινωνίας και συντονισμού που ήταν πιθανόν να παρεμποδίσει τις προσπάθειες που απαιτούνται σε μια τέτοια κατάσταση. Η υποχρέωση λήψης προληπτικών επιχειρησιακών μέτρων όταν αυτό επιβάλλεται από την ύπαρξη ενός κινδύνου περιελάμβανε την υποχρέωση να αξιολογηθεί η φύση και το επίπεδο του κινδύνου μόλις οι αρχές τον αντιλήφθηκαν.

Η κυβέρνηση δεν απέδειξε, ωστόσο, ότι – από τη στιγμή κατά την οποία επικοινώνησε με την αστυνομία ο γιατρός του Χ, ή μετά την αποστολή του ποινικού μητρώου στο πληροφοριακό σύστημα – οι αρχές είχαν προβεί σε εκτίμηση του κινδύνου που να πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 2.

Ομολογουμένως, η προσφεύγουσα δεν είχε υποβάλει μήνυση ούτε είχε ζητήσει συνδρομή, η οποία θα μπορούσε να εξηγείται από το γεγονός ότι δεν είχε πλήρη επίγνωση του κινδύνου στον οποίο ήταν εκτεθειμένη κατά την εν λόγω περίοδο. Το Δικαστήριο υπογράμμισε, ωστόσο, ότι δεν είχε λάβει γνώση της προηγούμενης συμπεριφοράς του Χ ή του περιεχομένου των ψυχιατρικών εκθέσεων γι’ αυτόν.

Δεδομένης της ευαλωτότητας της προσφεύγουσας, η οποία δεν γνώριζε τα πραγματικά στοιχεία τα οποία είχαν στην κατοχή τους διάφορες εγχώριες αρχές που εμπλέκονται στην υπόθεση, η ανισορροπία στην πληροφόρηση που ήταν γνωστή στις αρχές αυτές, θα έπρεπε να είχε αντισταθμιστεί με αυξημένη επαγρύπνηση εκ μέρους τους, που θα οδηγούσε σε ενδελεχή και επικαιροποιημένη εκτίμηση της σοβαρότητας του κινδύνου στον οποίο ήταν εκτεθειμένη.

Συμπερασματικά, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι διάφορες αρχές που εμπλέκονταν στην υπόθεση δεν είχαν κάνει όλα όσα θα μπορούσαν ευλόγως να αναμένουν από αυτές για να αποτρέψουν τον πραγματικό και άμεσο κίνδυνο για την ζωή της προσφεύγουσας, τον οποίο γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν. Ενώ επαίνεσε την αυθόρμητη συμπεριφορά του αστυνομικού Α. το Δικαστήριο σημείωσε ότι δεν είχε γίνει ούτε επαρκής εκτίμηση του κινδύνου για τη ζωή της προσφεύγουσας ούτε ελήφθησαν επιχειρησιακά μέτρα που θα μπορούσαν να έχουν πραγματική πιθανότητα να αλλάξουν την πορεία των γεγονότων ή να μετριάσουν τη ζημία που προκλήθηκε. Ακολούθως, λόγω της έλλειψης επαρκούς συντονισμού μεταξύ των διαφόρων υπηρεσιών και των ελλείψεων του ισχύοντος τότε εσωτερικού δικαίου, οι αρχές δεν είχαν συμμορφωθεί με τη θετική τους υποχρέωση να προστατεύσουν τη ζωή της προσφεύγουσας βάσει του άρθρου 2 της Σύμβασης. 

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος στη ζωή (άρθρο 2).

Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Ελβετία έπρεπε να καταβάλει στην προσφεύγουσα 30.000 ευρώ  για ηθική βλάβη και 22.000 ευρώ για έξοδα και δαπάνες.

Ξεχωριστές γνώμες

Ο δικαστής Elósegui εξέφρασε σύμφωνη γνώμη. Οι δικαστές Felici και Šimáčková εξέφρασαν κοινή σύμφωνη γνώμη. Ο ad hoc δικαστής von Werdt, στον οποίο προσχώρησε η δικαστής Mourou Vikström, εξέφρασε αντίθετη γνώμη. Οι γνωμοδοτήσεις αυτές επισυνάπτονται στην απόφαση.

echrcaselaw.com

To Top