ΑΠΟΦΑΣΗ
Mehdiyev κατά Αζερμπαϊτζάν της 18.03.2025 (προσφ. αριθ. 36057/18)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ο προσφεύγων, είναι υπήκοος του Αζερμπαϊτζάν που γεννήθηκε το 1974 και ζει στο Μπακού. Ο ανωτέρω διεγράφη μετά από απόφαση του Δ.Σ. από μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου του Αζερμπαϊτζάν, λίγες μόνο ημέρες μετά την επανεισδοχή του στον Δικηγορικό Σύλλογο, λόγω μη καταβολής προηγούμενων εισφορών του στο δικηγορικό σύλλογο για περίοδο άνω των έξη μηνών. Ο προσφεύγων προσέφυγε στο ΕΔΔΑ στηριζόμενος στα άρθρα 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής), 6 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη), 10 (ελευθερία έκφρασης) και 18 (περιορισμός χρήσης δικαιωμάτων) σε συνδυασμό με τα άρθρα 8 και 10 παραπονούμενος ότι η διαγραφή του από μέλος του δικηγορικού συλλόγου συνιστούσε παραβίαση του δικαιώματός του για σεβασμό της ιδιωτικής ζωής, ότι οι εγχώριες διαδικασίες ήταν άδικες, ότι είχε στερηθεί την επαγγελματική του δραστηριότητα λόγω των επικριτικών απόψεών του και ότι τα δικαιώματά του είχαν περιοριστεί για σκοπούς άλλους από εκείνους που προβλέπονται στην ΕΣΔΑ.
Κατά το Στρασβούργο δεν αρκούσε η απόφαση του Δ.Σ. του δικηγορικού συλλόγου για τη διαγραφή του προσφεύγοντος δικηγόρου από το δικηγορικό σύλλογο για την περίπτωση της μη καταβολής εισφορών για περίοδο άνω των έξη μηνών, αφού σύμφωνα με την νομοθεσία απαιτείται επιπρόσθετα δικαστική απόφαση, που δεν υπήρξε στην προκειμένη περίπτωση.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής ζωής (άρθρου 8) και επιδίκασε 4.500 ευρώ για ηθική βλάβη.
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Στις 5 Αυγούστου 2009 ο προσφεύγων έγινε δεκτός στον Δικηγορικό Σύλλογο του Αζερμπαϊτζάν (ABA) και έγινε δικηγόρος (vəkil). Ήταν μέλος του περιφερειακού δικηγορικού Συλλόγου του Absheron.
Στις 23 Φεβρουαρίου 2012 ο προσφεύγων, ο οποίος ήταν επίσης καθηγητής της Νομικής, ζήτησε από τον δικηγορικό Σύλλογο να τερματίσει τη δικηγορική του δραστηριότητα επειδή ασχολείτο αποκλειστικά με επιστημονικές και παιδαγωγικές δραστηριότητες.
Στις 27 Φεβρουαρίου 2012 ο Σύλλογος έκανε δεκτό το αίτημά του.
Στη συνέχεια τον Αύγουστο του 2016 ο προσφεύγων ζήτησε από τον δικηγορικό σύλλογο να τον ξαναδεχτεί ως μέλος.
Στις 7 Σεπτεμβρίου 2016 ο Σύλλογος έκανε δεκτό το αίτημα του προσφεύγοντος. Την ίδια ημέρα, αμέσως ο προσφεύγων έδωσε τον δικηγορικό όρκο στη συνεδρίαση του Δ.Σ. του Συλλόγου.
Από τα έγγραφα του φακέλου της υπόθεσης προέκυψε ότι στις 9 Σεπτεμβρίου 2016 ο προϊστάμενος του περιφερειακού δικηγορικού Συλλόγου Absheron απέστειλε επιστολή στον Δικηγορικό Σύλλογο του Αζερμπαϊτζάν με την οποία τον ενημέρωνε ότι ο προσφεύγων είχε μόνο μία σύμβαση μεταξύ 2009 και 2012 και ότι δεν είχε εμφανιστεί σε καμία υπόθεση ως διορισμένος από το κράτος δικηγόρος κατά την περίοδο αυτή. Στην επιστολή σημειωνόταν επίσης ότι ο προσφεύγων είχε χρέος 1.800 αζέρικων μανατών (AZN) (περίπου 1.000 ευρώ κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα) προς το Δικηγορικό Σύλλογο του Absheron για συνδρομή μέλους.
Στις 15 Σεπτεμβρίου 2016 το Δ.Σ. πραγματοποίησε συνεδρίαση κατά την οποία συζήτησε εκ νέου την εισδοχή του προσφεύγοντος στο δικηγορικό σύλλογο. Από τα πρακτικά της συνεδρίασης προκύπτει ότι τρία μέλη του Δ.Σ., επικαλούμενα την επιστολή της 9ης Σεπτεμβρίου 2016, υποστήριξαν ότι ο προσφεύγων δεν είχε πράγματι ασκήσει το επάγγελμα του δικηγόρου μεταξύ 2009 και 2012 και ότι είχε χρέος προς το ΔΣ του Absheron. Ο προσφεύγων, ο οποίος ήταν παρών στη συνεδρίαση, αμφισβήτησε την επιστολή και δήλωσε ότι είχε πράγματι ασκήσει το επάγγελμα του δικηγόρου κατά την εν λόγω περίοδο.
Στις 15 Σεπτεμβρίου 2016 το Δ.Σ. ανακάλεσε την προηγούμενη απόφασή του σχετικά με την εγγραφή του προσφεύγοντος στο Δικηγορικό Σύλλογο. Το σχετικό απόσπασμα από τα πρακτικά της συνεδρίασης με αριθ. 7 του Δ.Σ. που πραγματοποιήθηκε στις 15 Σεπτεμβρίου 2016 έχει ως εξής:
«1. Η απόφαση του Δ.Σ. σχετικά με την εισδοχή του Farhad Sovet oglu Mehdiyev στην ABA, της 7ης Σεπτεμβρίου 2016, ανακαλείται (ləğv edilsin).
- Το αίτημα του Farhad Sovet oglu Mehdiyev να γίνει δεκτός στην ABA δεν γίνεται δεκτό».
Στις 8 Νοεμβρίου 2016 ο προσφεύγων προσέβαλε την απόφαση του προεδρείου της 15ης Σεπτεμβρίου 2016. Ισχυρίστηκε, ειδικότερα, ότι η εν λόγω απόφαση ήταν παράνομη, δεδομένου ότι ασκούσε το επάγγελμα του δικηγόρου από την επανεγγραφή του στον ABA στις 7 Σεπτεμβρίου 2016, και ότι μπορούσε να διαγραφεί μόνο κατόπιν πειθαρχικής διαδικασίας για φερόμενη πειθαρχική παράβαση. Επιπλέον, ακόμη και αν υποτεθεί ότι υπήρξε παράβαση, δεν θα μπορούσε να υποβληθεί σε πειθαρχική διαδικασία, δεδομένου ότι, σύμφωνα με το άρθρο 22 του νόμου περί δικηγόρων και δικηγορικής δραστηριότητας, πειθαρχική κύρωση κατά δικηγόρου μπορούσε να επιβληθεί μόνο εντός περιόδου έξι μηνών από την ημέρα ανακάλυψης της πειθαρχικής παράβασης ή εντός περιόδου ενός έτους από την ημέρα διάπραξής της. Υποστήριξε επίσης ότι η προσβαλλόμενη απόφαση του Δ.Σ. είχε περιορίσει την επαγγελματική του δραστηριότητα.
Στις 10 Μαΐου 2017 το Διοικητικό-Οικονομικό Δικαστήριο του Μπακού απέρριψε την προσφυγή του προσφεύγοντος, κρίνοντας ότι η απόφαση του Δ.Σ. της 15ης Σεπτεμβρίου 2016 ήταν νόμιμη και δικαιολογημένη. Η απόφαση ανέφερε ότι παύση της δικηγορικής δραστηριότητας λόγω μη καταβολής της συνδρομής του για διάστημα άνω των έξι μηνών χωρίς βάσιμο λόγο προβλέπεται από τη νομοθεσία. Όπως σημειώνεται, ο προσφεύγων είχε χρέος προς το δικηγορικό σύλλογο ύψους 1.800 AZN.
Στις 9 Ιουνίου 2017 ο προσφεύγων άσκησε έφεση κατά της εν λόγω απόφασης, επαναλαμβάνοντας τις προηγούμενες καταγγελίες του. Ειδικότερα, υποστήριξε ότι θα μπορούσε να του αφαιρεθεί η άδεια άσκησης δικηγορίας μόνο κατόπιν πειθαρχικής διαδικασίας για φερόμενη παράβαση των κανόνων σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του νόμου, διότι ασκούσε το επάγγελμα του δικηγόρου από τις 7 Σεπτεμβρίου 2016, ημερομηνία κατά την οποία είχε γίνει εκ νέου δεκτός στον Δικηγορικό Σύλλογο και είχε δώσει τον δικηγορικό όρκο. Αμφισβήτησε επίσης την αιτιολογία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ότι η απόφαση του Δ.Σ. της 15ης Σεπτεμβρίου 2016 ήταν νόμιμη και βασίστηκε στο μέρος Ι του άρθρου 23 του νόμου. Ο προσφεύγων επεσήμανε ότι το ίδιο το μέρος ΙΙ του άρθρου 23 προέβλεπε σαφώς ότι, σε περίπτωση μη καταβολής των συνδρομών για χρονικό διάστημα άνω των έξι μηνών χωρίς βάσιμο λόγο, η δραστηριότητα του δικηγόρου μπορούσε να τερματιστεί μόνον κατόπιν δικαστικής απόφασης. Ωστόσο, στην προκειμένη περίπτωση, το Δ.Σ. είχε τερματίσει τη δικηγορική του δραστηριότητα χωρίς να προσφύγει σε δικαστήριο.
Στις 24 Αυγούστου 2017 το Εφετείο του Μπακού απέρριψε την έφεση. Το σκεπτικό του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου επανέλαβε το σκεπτικό που παρέσχε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο.
Στις 24 Νοεμβρίου 2017, ο προσφεύγων άσκησε αναίρεση, η οποία απορρίφθηκε.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 8
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι η έννοια της «ιδιωτικής ζωής» κατά την έννοια του άρθρου 8 είναι ένας ευρύς όρος που δεν επιδέχεται εξαντλητικό ορισμό. Μπορεί να περιλαμβάνει πολλαπλές πτυχές της φυσικής και κοινωνικής ταυτότητας του ατόμου. Το άρθρο 8 προστατεύει επιπλέον το δικαίωμα στην προσωπική ανάπτυξη και το δικαίωμα να διαμορφώνει και να αναπτύσσει σχέσεις με άλλους ανθρώπους και τον έξω κόσμο, συμπεριλαμβανομένων των σχέσεων επαγγελματικής ή επιχειρηματικής φύσης. Η πλειονότητα δε των ανθρώπων, κατά τη διάρκεια του επαγγελματικού βίου, έχει σημαντική ευκαιρία να αναπτύξει σχέσεις με τον έξω κόσμο (βλ. Denisov κατά Ουκρανίας της 25.09.2018 [GC], αριθ. προσφ. 76639/11, §§ 95-96, 100-09 και 115-17).
Όσον αφορά τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 8 στο πλαίσιο της άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος, το Δικαστήριο επισήμανε ότι έχει ήδη κρίνει ότι ο αποκλεισμός ή η αναστολή άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος για περίοδο ενός έτους είχε εμποδίσει έναν προσφεύγοντα να ασκήσει το επάγγελμά του και, ως εκ τούτου, είχε επηρεάσει ένα ευρύ φάσμα επαγγελματικών και άλλων σχέσεών του και είχε προσβάλει την επαγγελματική και κοινωνική του φήμη. Τα μέτρα αυτά είχαν πολύ σοβαρές συνέπειες για τον εν λόγω προσφεύγοντα και είχαν επηρεάσει την ιδιωτική του ζωή σε πολύ σημαντικό βαθμό (βλ. Namazov, § 34, και Bagirov, § 87). Το Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει ότι η άρνηση να επιτραπεί σε έναν προσφεύγοντα να συμμετάσχει σε εξετάσεις δικηγορικού συλλόγου μετά την ολοκλήρωση της πρακτικής του άσκησης, ή η απόφαση να διαγραφεί προσφεύγων από κατάλογο ασκούμενων δικηγόρων ή η άρνηση να γίνει εκ νέου δεκτός προσφεύγων σε δικηγορικό σύλλογο επηρέασε την ικανότητα των εν λόγω ατόμων να ασκήσουν την επαγγελματική τους δραστηριότητα και ότι υπήρχαν επακόλουθες επιπτώσεις στην απόλαυση του δικαιώματός τους για σεβασμό της ιδιωτικής τους ζωής κατά την έννοια του άρθρου 8 (βλ. Bigaeva κατά Ελλάδος της 28.05.2009, αριθ. 26713/05, § 35, Jankauskas κατά Λιθουανίας της 27.06.2017 (αριθ. 2), αριθ. 50446/09, § 58 και Lekavičienė κατά Λιθουανίας της 27.06.2017, αριθ. 48427/09, § 38).
Επιστρέφοντας στην επίδικη υπόθεση, το Δικαστήριο δεν μπόρεσε να δεχθεί τον ισχυρισμό της Κυβέρνησης ότι, σε αντίθεση με τις υποθέσεις Namazov και Bagirov, ο προσφεύγων δεν ήταν δικηγόρος ή μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου κατά τη στιγμή που, στις 15 Σεπτεμβρίου 2016, το Δ.Σ. του Δικηγορικού Συλλόγου ανακάλεσε την προηγούμενη απόφασή του σχετικά με την επανεισδοχή του στον Δικ. Σύλλογο. Το Δικαστήριο σημείωσε ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας προέκυψε και δεν αμφισβητείται από την Κυβέρνηση ότι ο προσφεύγων έγινε δεκτός στο Δικηγορικό Σύλλογο στις 7 Σεπτεμβρίου 2016 και, αφού έδωσε το δικηγορικό όρκο την ίδια ημέρα, έγινε δικηγόρος και μέλος του δικηγορικού συλλόγου κατά την έννοια του άρθρου 14 του Νόμου. Επιπλέον, το Δικαστήριο δεν μπόρεσε να παραβλέψει το γεγονός ότι τα εθνικά δικαστήρια αναφέρθηκαν, ως νομική βάση, στο άρθρο 23, το οποίο ρυθμίζει τη διαγραφή του δικηγόρου, όταν απέρριψαν την προσφυγή του. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο δεν μπορούσε παρά να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η παύση της δραστηριότητας του προσφεύγοντος, ως αποτέλεσμα της απόφασης του Δ.Σ. της 15 Σεπτεμβρίου 2016, θα έπρεπε να θεωρηθεί ως μέτρο στέρησης του δικαιώματος άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος, δεδομένου ότι στην πραγματικότητα ήταν μέλος του δικηγορικού συλλόγου και δικηγόρος με δικαίωμα άσκησης του επαγγέλματος από τις 7 Σεπτεμβρίου 2016.
Εν προκειμένω, το Δικαστήριο σημείωσε ότι το προσβαλλόμενο μέτρο εμπόδισε τον προσφεύγοντα να ασκήσει ένα συγκεκριμένο επάγγελμα (σύγκριση και αντιπαραβολή με Ballıktaş Bingöllü κατά Τουρκίας της 22.06.2021, αριθ. 76730/12, § 60 και Angerjärv και Greinoman κατά Εσθονίας της 04.10.2022, αριθ. 16358/18 και 34964/18, § 125), δηλαδή το επάγγελμα του δικηγόρου, το οποίο κατέχει κεντρική θέση στην απονομή της δικαιοσύνης και διαδραματίζει θεμελιώδη ρόλο στην προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων (βλ. απόφαση Bagirov, §§ 78 και 99). Όπως υποστήριξε ο προσφεύγων, μόνο οι δικηγόροι που ήταν μέλη του Δικηγορικού Συλλόγου είχαν το δικαίωμα να ασκούν το επάγγελμα σε ποινικές υποθέσεις, καθώς και να εκπροσωπούν πελάτες ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου και του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Υπό αυτές τις συνθήκες, στηριζόμενο σε προηγούμενες διαπιστώσεις του, το Δικαστήριο δεν μπορούσε παρά να διαπιστώσει ότι το προσβαλλόμενο μέτρο είχε πολύ σοβαρές συνέπειες για τον προσφεύγοντα, εμποδίζοντάς τον να ασκήσει το δικηγορικό επάγγελμα από τον Σεπτέμβριο του 2016, και επηρέασε την ιδιωτική του ζωή σε πολύ σημαντικό βαθμό. Κατόπιν αυτών, η ένσταση της Κυβέρνησης ότι η προσφυγή είναι ασυμβίβαστη ratione materiae με τις διατάξεις της Σύμβασης απορρίφθηκε.
Επί της ουσίας
(α) Αν υπήρξε παρέμβαση
Το Δικαστήριο επανέλαβε κατ’ αρχήν ότι έχει ήδη διαπιστώσει ότι απόφαση δικηγορικού συλλόγου που επέβαλε πειθαρχική ποινή, η οποία επικυρώθηκε από τα εθνικά δικαστήρια, συνιστούσε παρέμβαση δημόσιας αρχής κατά την έννοια της Σύμβασης (βλ. Casado Coca κατά Ισπανίας, 24 Φεβρουαρίου 1994, § 39, Σειρά Α αριθ. 285-A). Στην προκειμένη περίπτωση, ενόψει των ανωτέρω διαπιστώσεων του σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 8 της Σύμβασης, το Δικαστήριο θεωρεί ότι το προσβαλλόμενο μέτρο που εμπόδισε τον προσφεύγοντα να ασκήσει το επάγγελμα του δικηγόρου ισοδυναμεί με επέμβαση στην άσκηση του δικαιώματός του για σεβασμό της ιδιωτικής του ζωής, όπως κατοχυρώνεται από το άρθρο 8 (βλ. μεταξύ πολλών άλλων αρχών, Namazov, § 40- Bagirov § 94, Mateescu κατά Ρουμανίας της 14.01.2014, αριθ. 1944/10, § 27 και Lekavičienė, § 47).
(β) Κατά πόσον η παρέμβαση ήταν δικαιολογημένη
Μια τέτοια επέμβαση θα παραβίαζε το άρθρο 8 της Σύμβασης, εκτός εάν μπορεί να δικαιολογηθεί σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 8 ως «σύμφωνη με το νόμο», επιδιώκοντας έναν ή περισσότερους από τους νόμιμους σκοπούς που απαριθμούνται σε αυτό, και ως «αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία» για την επίτευξη του σχετικού σκοπού ή σκοπών.
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του, η διατύπωση «σύμφωνα με τον νόμο» απαιτεί το προσβαλλόμενο μέτρο να έχει κάποια βάση στο εσωτερικό δίκαιο και να είναι συμβατό με το κράτος δικαίου, το οποίο αναφέρεται ρητά στο προοίμιο της Σύμβασης και είναι σύμφυτο με το αντικείμενο και τον σκοπό του άρθρου 8 (βλ. Selahattin Demirtaş κατά Τουρκίας της 22.12.2020 (αρ. 2) [GC], αρ. 14305/17, § 249, με περαιτέρω παραπομπές, και Azer Ahmadov κατά Αζερμπαϊτζάν της 22.07.2021, αρ. 3409/10, § 63). Η έκφραση «σύμφωνα με το νόμο» αναφέρεται επίσης στην ποιότητα του εν λόγω νόμου, απαιτώντας να είναι προσιτός στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα και προβλέψιμος ως προς τα αποτελέσματά του (βλ. Guliyev κατά Αζερμπαϊτζάν της 06.07.20923, αριθ. 54588/13, § 50). Προκειμένου ο νόμος να πληροί το κριτήριο της προβλεψιμότητας, πρέπει να καθορίζει με επαρκή ακρίβεια τις συνθήκες υπό τις οποίες μπορεί να εφαρμοστεί ένα μέτρο, ώστε να επιτρέπει στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα – εν ανάγκη, με κατάλληλες συμβουλές – να ρυθμίζουν τη συμπεριφορά τους (βλ. Mateescu, § 29, και Altay κατά Τουρκίας της 09.04.2019 (αριθ. 2), αριθ. 11236/09, § 54).
Επιπλέον, για να πληροί το εθνικό δίκαιο τις ποιοτικές απαιτήσεις, πρέπει να παρέχει ένα μέτρο νομικής προστασίας κατά των αυθαίρετων παρεμβάσεων των δημόσιων αρχών στα δικαιώματα που εγγυάται η Σύμβαση. Σε θέματα που θίγουν τα θεμελιώδη δικαιώματα, θα ήταν αντίθετο προς το κράτος δικαίου, μία από τις βασικές αρχές μιας δημοκρατικής κοινωνίας που κατοχυρώνεται στη Σύμβαση, εάν η νομική διακριτική ευχέρεια που παρέχεται στην εκτελεστική εξουσία εκφραζόταν με όρους απεριόριστης εξουσίας. Κατά συνέπεια, ο νόμος πρέπει να υποδεικνύει με επαρκή σαφήνεια το πεδίο εφαρμογής κάθε τέτοιας διακριτικής ευχέρειας και τον τρόπο άσκησής της (βλ. Selahattin Demirtaş, ό§§ 249-50, και Zayidov κατά Αζερμπαϊτζάν της 24.03.2022 (αριθ. 2), αριθ. 5386/10, § 68).
Κατά την αξιολόγηση της νομιμότητας μιας παρέμβασης, και ιδίως της προβλεψιμότητας του εν λόγω εθνικού δικαίου, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τόσο το κείμενο του νόμου όσο και τον τρόπο με τον οποίο εφαρμόστηκε και ερμηνεύτηκε από τις εθνικές αρχές. Η πρακτική ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου από τα εθνικά δικαστήρια πρέπει να παρέχει στα άτομα προστασία από αυθαίρετες παρεμβάσεις (βλ. Guliyev § 51, και Namazli κατά Αζερμπαϊτζάν της 20.06.2024 , αριθ. 8826/20, § 45).
Επανερχόμενος στις περιστάσεις της υπόθεσης, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι ενώ η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι η παρέμβαση ήταν σύμφωνη με το νόμο, δεδομένου ότι το Δ.Σ. είχε το δικαίωμα να αποφασίζει για θέματα εισδοχής στο Δικηγορικό Σύλλογο σύμφωνα με το άρθρο 11 του Νόμου, ο προσφεύγων υποστήριξε ότι η παρέμβαση ήταν παράνομη, διότι το σχετικό εθνικό δίκαιο δεν προέβλεπε τη δυνατότητα ανάκλησης μιας απόφασης εισδοχής και ο τερματισμός της δικηγορικής του δραστηριότητας είχε πραγματοποιηθεί κατά παράβαση του άρθρου 23 του Νόμου.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι, μολονότι το Δ.Σ. του Δικηγορικού Συλλόγου παρέλειψε να αιτιολογήσει την απόφασή του της 15 Σεπτεμβρίου 2016, στις εσωτερικές διαδικασίες τα δικαστήρια επικαλέστηκαν το μέρος I του άρθρου 23 του νόμου ως νομική βάση για την απόφαση αυτή, διαπιστώνοντας ότι ο προσφεύγων δεν είχε καταβάλει εισφορές για περίοδο μεγαλύτερη των έξι μηνών χωρίς βάσιμο λόγο και ότι η παράλειψη αυτή αποτελούσε τη νομική βάση για τη διαγραφή του ως δικηγόρος. Ωστόσο, τα εθνικά δικαστήρια δεν έδωσαν σημασία στο γεγονός ότι το μέρος II του άρθρου 23 του νόμου προβλέπει ρητά ότι σε περιπτώσεις όπως η μη καταβολή εισφορών για περίοδο άνω των έξι μηνών χωρίς βάσιμο λόγο, η δικηγορική δραστηριότητα μπορεί να τερματιστεί αποκλειστικά βάσει δικαστικής απόφασης που έχει τεθεί σε ισχύ αποκλείοντας το δικηγόρο από τον Δικηγορικό Σύλλογο. Ομοίως, η Κυβέρνηση παρέλειψε να υποβάλει κάποιο επιχείρημα ως προς αυτό. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο δεν μπορούσε παρά να συμπεράνει ότι, ελλείψει δικαστικής απόφασης, η παύση της δικηγορικής δραστηριότητας του προσφεύγοντος με την απόφαση του Δ.Σ. της 15 Σεπτεμβρίου 2016 δεν πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του εσωτερικού δικαίου στις οποίες αναφέρθηκαν τα εθνικά δικαστήρια στις αποφάσεις τους.
Όσον αφορά την επίκληση της Κυβέρνησης στο άρθρο 11 του Νόμου ως νομικής βάσης για την παρέμβαση, το Δικαστήριο σημείωσε εξαρχής ότι παρόλο που το άρθρο 11 του Νόμου δίνει το δικαίωμα στο Δ.Σ. να αποφασίζει για θέματα αποδοχής της ιδιότητας μέλους του Δικηγορικού Συλλόγου όπως υποβλήθηκε από την Κυβέρνηση, δεν προβλέπει τη δυνατότητα ανάκλησης απόφασης για την αποδοχή ενός μέλους ως δικηγόρου. Αντίθετα, το άρθρο 11 του Νόμου ορίζει ότι το Δ.Σ. ασκεί τις εξουσίες του σχετικά με τη λήξη της δικηγορικής δραστηριότητας σύμφωνα με το άρθρο 23 του Νόμου, το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, προβλέπει ρητά στο μέρος II ότι σε περιπτώσεις όπως αυτή της μη καταβολής συνδρομής για περίοδο άνω των έξι μηνών χωρίς βάσιμο λόγο, η δικηγορική δραστηριότητα μπορεί να διαγραφεί αποκλειστικά βάσει δικαστικής απόφασης.
Επιπλέον, ακόμη και αν υποτεθεί ότι οι διατάξεις του άρθρου 11 του νόμου που εξουσιοδοτεί το Δ.Σ. να αποφασίζει για θέματα εισδοχής μπορούν επίσης να παρέχουν, όπως φαίνεται να έχει υποστηρίξει η Κυβέρνηση, νομική βάση για την ανάκληση της προηγούμενης απόφασής της σχετικά με την αποδοχή δικηγόρου στο δικηγορικό σύλλογο, το Δικαστήριο δεν θεώρησε ότι μια τέτοια γενική διάταξη του νόμου πληροί τους σκοπούς του άρθρου 8.
Το Δικαστήριο εκτίμησε ότι μια τέτοια ερμηνεία και εφαρμογή του σχετικού εσωτερικού δικαίου θα επέτρεπε στο Δ.Σ. να ασκήσει απεριόριστη διακριτική ευχέρεια να ανακαλέσει ανά πάσα στιγμή προηγούμενη απόφαση αποδοχής ελλείψει σαφούς και λεπτομερούς νομικού πλαισίου ή διασφαλίσεων έναντι πιθανής κατάχρησης ή αυθαιρεσίας, παρακάμπτοντας το νομικό πλαίσιο σχετικά με τις πειθαρχικές διαδικασίες κατά των δικηγόρων και τον τερματισμό της δικηγορικής δραστηριότητας. Ειδικότερα, μια τέτοια ερμηνεία και εφαρμογή του σχετικού εσωτερικού δικαίου θα στερούσε κάθε ουσία από το μέρος II του άρθρου 23 του νόμου, που αφορά τη λήξη της δικηγορικής δραστηριότητας.
Οι προηγούμενες σκέψεις επαρκούσαν για να μπορέσει το Δικαστήριο να συμπεράνει ότι η εν λόγω παρέμβαση δεν ήταν «σύμφωνη με το νόμο» κατά την έννοια του άρθρου 8 § 2 της Σύμβασης. Ενόψει αυτού του συμπεράσματος, το Δικαστήριο δεν υποχρεούται να εξετάσει εάν η παρέμβαση επιδίωκε κάποιον από τους θεμιτούς σκοπούς που αναφέρονται στο άρθρο 8 § 2 και ήταν αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του Άρθρου 8 της Σύμβασης.
Δίκαιη Ικανοποίηση: Το ΕΔΔΑ επιδίκασε στον προσφεύγοντα 4.500 ευρώ για ηθική βλάβη.
και 1.500 ευρώ για έξοδα και δαπάνες.