Αριθμός 388/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Βασδέκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Λεπενιώτη, Σοφία Οικονόμου, Κωστούλα Πρίγγουρη και Τριανταφύλλη Δρακοπούλου-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 10 Μαρτίου 2023, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Αναστασίας Μασούρα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου Ε. Ζ. του Δ., κατοίκου…..ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αλεξάνδρα Μαύρου-Τσάκου, για αναίρεση της 995/2022 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χαλκιδικής. Με υποστηρίζοντα την κατηγορία τον Δ. Κ. του Σ., κάτοικο …, ο οποίος δεν εμφανίστηκε.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Χαλκιδικής με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και o αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεσή της για τους λόγους που περιλαμβάνονται στην από …. αίτησή του αναίρεσης, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό ……
Αφού άκουσε 1) Την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε: α) να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και β) να παύσει οριστικά, λόγω παραγραφής, η ποινική δίωξη κατά του αναιρεσείοντος για την πράξη της υπεξαίρεσης, η οποία φέρεται ότι τελέσθηκε στη ….. στις … σε βάρος του Δ. Κ., και 2) την πληρεξούσια δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από … αίτηση του Ε. Ζ. το Δ., που ασκήθηκε με δήλωση του ιδίου ενώπιον της αρμοδίας γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Χαλκιδικής, συνταχθείσας της υπ’ αριθμ…. σχετικής έκθεσης, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 995/2022 απόφασης του δικάσαντος σε δεύτερο βαθμό Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χαλκιδικής, η οποία καταχωρήθηκε καθαρογραμμένης το ειδικό βιβλίο του άρθρου 473 παρ. 3 ΚΠοινΔ στις …., όπως τούτο προκύπτει από την επισυναπτόμενη σ’ αυτή από …. υπηρεσιακή βεβαίωση της άνω γραμματέως και με την οποία ο αναιρεσείων καταδικάστηκε για την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης σε ποινή φυλάκισης έξι (6) μηνών, ανασταλείσα επί τριετία, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 466 παρ. 1, 43 παρ. 2 και 3 και 474 παρ. 1 και 4 του ΚΠοινΔ), περιέχει δε ως λόγο αναίρεσης την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ του ΚΠοινΔ). Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.
Σημειώνεται ότι η συζήτηση της υπόθεσης γίνεται σαν να ήταν παρών και ο υποστηρίζων την κατηγορία Δ. Κ. του Σ., ο οποίος καίτοι κλητεύθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα με επίδοση της υπ’ αριθμ. …. κλήσης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου με θυροκόλληση στον ίδιο και στον αντίκλητο δικηγόρο του Λάζαρο Στεφανίδη στα χέρια του ιδίου (βλ. το από .. αποδεικτικό επίδοσης του Αστυφύλακα Α.Τ. …και το από … αποδεικτικό επίδοσης του Επιμελητή Δικαστηρίων της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, Ι. Μ., αντίστοιχα), δεν εμφανίστηκε κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (άρθρο 515 παρ. 2 ΚΠοινΔ).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 375 παρ. 1 εδ. α’ του ΠΚ, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με τον Ν. 4855/2021 “όποιος ιδιοποιείται παράνομα ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή και αν το αντικείμενο είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση και χρηματική ποινή”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης σε βαθμό πλημμελήματος, που τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή χρηματική ποινή απαιτείται: α) το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος, που είναι κινητό πράγμα, να είναι ολικά ή εν μέρει ξένο, κατά την έννοια του αστικού δικαίου αναφορικώς με την κυριότητα, β) το ξένο πράγμα να περιήλθε στο δράστη με οποιονδήποτε τρόπο, είτε κατόπιν συμβατικής σχέσης είτε εξαιτίας άλλων τυχαίων περιστατικών και να ήταν κατά το χρόνο τέλεσης της αξιόποινης πράξης στην κατοχή του, γ) παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος από τον δράστη, η οποία συντρέχει όταν αυτή γίνεται χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή δίχως άλλη νόμιμη αιτία. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος του δράστη που περιλαμβάνει τη συνείδηση ότι το κινητό είναι ξένο και εκδήλωση της δόλιας προαίρεσής του με οποιαδήποτε ενέργεια η οποία εμφανίζει εξωτερίκευση της θέλησής του να ενσωματώσει το πράγμα, χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο, στη δική του περιουσία. Το έγκλημα αυτό θεωρείται τετελεσμένο, αφότου ο δράστης επιχείρησε οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας, με την οποία εξωτερίκευσε τη θέλησή του να ιδιοποιηθεί το ξένο πράγμα παράνομα. ‘Ετσι, χρόνος τέλεσης του εγκλήματος της υπεξαίρεσης, το οποίο είναι στιγμιαίο, θεωρείται, σύμφωνα με το άρθρο 17 του ΠΚ, ο χρόνος κατά τον οποίο ο υπαίτιος εκδήλωσε τη σαφή πρόθεσή του για παράνομη ιδιοποίηση του ξένου κινητού πράγματος και ενσωμάτωσή του στην προσωπική του περιουσία με εμφανείς υλικές ενέργειες (ΑΠ 873/2022, ΑΠ 464/2017). Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ του ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις με βάση τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού με το διατακτικό της απόφασης, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν υπάρχει δε, έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της απόφασης, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατύπωσης του σκεπτικού της. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το Δικαστήριο προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική του κρίση, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ.1 και 178 του ΚΠοινΔ, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προέκυψε από το καθένα χωριστά. Πρέπει, όμως, να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το Δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά κατ’ επιλογή, ενώ δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιό βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης, ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιό ή ποιά αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, αφού δεν εξαιρέθηκαν ρητά, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα υπόλοιπα. Συνακόλουθα τούτων, δεν αποτελεί λόγο αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον, στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας, πλήττεται ανεπίτρεπτα η αναιρετικώς ανέλεγκτη, περί τα πράγματα, κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (ΑΠ 645/2020).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασής του, με αριθμό 995/2022, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Χαλκιδικής, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, τα οποία προσδιορίζονται κατ’ είδος σ’ αυτή, δέχθηκε στο σκεπτικό της, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα εξής: “Από την ανωμοτί κατάθεση του παρισταμένου για την υποστήριξη της κατηγορίας, που περιέχεται στα ενσωματωμένα στην παρούσα απόφαση πρακτικά της δημόσιας συνεδριάσεως του παρόντος Δικαστηρίου, τα έγγραφα, τα οποία αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο και καταχωρήθηκαν στα ίδια πρακτικά, σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορουμένου και γενικά από όλη την συζήτηση της υποθέσεως (και από την αξιολογική εκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, σύμφωνα με την προβλεπόμενη από το άρθρο 177 παρ. 1 ΚΠΔ αρχή της ηθικής αποδείξεως,) αποδείχθηκε και το Δικαστήριο πείσθηκε ότι στη …, στις …., ο κατηγορούμενος, παρόλο που κλήθηκε με την από …. εξώδικη διαμαρτυρία – πρόσκληση-δήλωση του εγκαλούντος Δ. Κ., το οποίο του επιδόθηκε την …, να του αποδώσει τις με αριθμό … πινακίδες κυκλοφορίας του εκσκαφέα μάρκας ….με αριθμό πλαισίου …, οι οποίες πινακίδες ανήκουν στον εγκαλούντα, τις παρακράτησε, ιδιοποιούμενος αυτές παρανόμως, ήτοι χωρίς νόμιμο δικαίωμα. Ειδικότερα την …. ο εγκαλών μεταβίβασε λόγω πωλήσεως στην ομόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία “…” τον ανωτέρω εκσκαφέα, της οποίας τότε διαχειριστής και νόμιμός εκπρόσωπος ήταν ο κατηγορούμενος. Η διαδικασία όμως της μεταβίβασης δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, καθώς απαιτείτο η συμπλήρωση και η υποβολή εγγράφων στο Υπουργείο Μεταφορών. Κι ενώ ήδη από το φθινόπωρο … ο εγκαλών είχε παραδώσει τις πινακίδες του εκσκαφέα στον κατηγορούμενο, ο τελευταίος επικαλούμενος και την παύση του από διαχειριστής της ομόρρυθμης εταιρίας από τον Μάιο …. λόγω διενέξεών του με τον έτερο εταίρο Μ.. Ζ., προέβαλε συνεχώς προσκόμματα για την μη ολοκλήρωση της διαδικασίας μεταβίβασης, δηλαδή είτε την αδυναμία του να εκπροσωπήσει την εταιρία, είτε την καταστροφή των πινακίδων του εκσκαφέα μετά την καύση του αυτοκινήτου του τον Μάιο 2014 και συνέχιζε να παρακρατά παράνομα τις πινακίδες ακόμα και μετά την επίδοση της ανωτέρω από …. εξώδικης διαμαρτυρίας του εγκαλούντος. Ενώπιον του Δικαστηρίου ο κατηγορούμενος δεν έδωσε σαφείς εξηγήσεις, γιατί παρά την φερόμενη καταστροφή των πινακίδων, δεν προέβη σε δήλωση καταστροφής αυτών, ώστε να ολοκληρωθεί η διαδικασία μεταβίβασης του εκσκαφέα, όπως υποστήριξε ότι θα ήταν εφικτή, επιρρίπτοντας αορίστως την ευθύνη στον εγκαλούντα. Κατόπιν αυτών, ενόψει της σε βαθμό δικανικής πεποίθησης βεβαιότητας για την αλήθεια της κατηγορίας, πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος για την ανωτέρω πράξη του, δηλαδή για την πράξη της υπεξαίρεσης”. Στη συνέχεια το παραπάνω Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε τον τότε κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα ένοχο για την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης και του επέβαλε ποινή φυλάκισης έξι(6) μηνών, ανασταλείσα επί τριετία, με το εξής διατακτικό: “
Κηρύσσει ένοχο τον κατηγορούμενο του ότι στη … στις …., ιδιοποιήθηκε παρανόμως ξένο ολικά κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο και συγκεκριμένα κατά τον ως άνω τόπο και χρόνο και παρόλο που κλήθηκε με την από … εξώδικη διαμαρτυρία-πρόσκληση- δήλωση του εγκαλούντος Δ. Κ., το οποίο του επιδόθηκε την .., να του αποδώσει τις με αριθμό … πινακίδες κυκλοφορίας του εκσκαφέα μάρκας … με αριθμό πλαισίου … οι οποίες πινακίδες ανήκουν στον εγκαλούντα, τις παρακράτησε, ιδιοποιούμενος αυτές παρανόμως, ήτοι χωρίς νόμιμο δικαίωμα”. Με τις προαναφερόμενες παραδοχές, οι οποίες διαλαμβάνονται στο σκεπτικό σε συνδυασμό με όσα αναφέρονται στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, η εν λόγω απόφαση στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που αξιώνουν οι διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, για την αξιόποινη πράξη της πλημμεληματικής υπεξαίρεσης, καθόσον στο αιτιολογικό όσο και στο διατακτικό αναφέρεται ότι οι παραπάνω πινακίδες κυκλοφορίας με αριθμό …. του εκσκαφέα μάρκας … με αριθμό πλαισίου J.., ανήκουσες κατά κυριότητα στον εγκαλούντα Δ. Κ., περιήλθαν στην κατοχή του κατηγορουμένου το φθινόπωρο του έτους …., ο τελευταίος επικαλούμενος και την παύση του από διαχειριστής της ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία “…” από τον Μάιο του έτους …. λόγω διενέξεών του με τον έτερο εταίρο Μ.. Ζ., προέβαλε συνεχώς προσκόμματα για την μη ολοκλήρωση της διαδικασίας μεταβίβασης του εκσκαφέα, δηλαδή είτε την αδυναμία του να εκπροσωπήσει την εταιρία, είτε την καταστροφή των πινακίδων του εκσκαφέα μετά την καύση του αυτοκινήτου του τον Μάιο 2014 και συνέχιζε να παρακρατά παράνομα τις πινακίδες ακόμη και μετά την επίδοση σ’ αυτόν της από …. εξώδικης διαμαρτυρίας – πρόσκλησης του εγκαλούντος για απόδοση των πινακίδων κυκλοφορίας, που, κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, έλαβε χώρα στις …., αυτός τις παρακράτησε, ιδιοποιούμενος αυτές παράνομα, ήτοι χωρίς νόμιμο δικαίωμα, όμως δεν εκτίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση καθόλου πραγματικά περιστατικά και δεν προσδιορίζεται με ποιό τρόπο εκδήλωσε ο κατηγορούμενος την συγκεκριμένη ημεροχρονολογία της … την πρόθεσή του για ενσωμάτωση των πινακίδων κυκλοφορίας στην προσωπική του περιουσία, αφού κατά τις παραδοχές αυτές απλώς κατά την ημεροχρονολογία αυτή έγινε επίδοση της ως άνω από …. εξώδικης διαμαρτυρίας – πρόσκλησης του εγκαλούντος για απόδοση των πινακιδίων κυκλοφορίας, μόνη δε η αναφορά ότι ο κατηγορούμενος μετά τις παρακράτησε ιδιοποιούμενος αυτές παράνομα δεν αρκεί για την πληρότητα της αιτιολογίας ως προς τη συνδρομή του υποκειμενικού στοιχείου της πρόθεσης παράνομης ιδιοποίησης του πράγματος. Ωστόσο από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης (σελ. 9 αυτής) προκύπτει ότι αναγνώσθηκαν δημόσια στο ακροατήριο του ως άνω Δικαστηρίου της ουσίας τα πρακτικά της εκκαλούμενης υπ’ αριθμ. 450/2021 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Χαλκιδικής και τα αναγνωστέα της απόφασης αυτής. Μεταξύ των άνω αναγνωσθέντων κατά την πρωτόδικη δίκη εγγράφων, αναφέρεται στη σελίδα 4 των πρακτικών της άνω πρωτόδικης απόφασης “1. Η από … έκθεση επίδοσης”, από την παραδεκτή επισκόπηση της οποίας προκύπτει ότι κατ’ αυτή την ημεροχρονολογία έλαβε ώρα η επίδοση της από … εξώδικης διαμαρτυρίας – πρόσκλησης του εγκαλούντος Δ. Κ. προς τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα Ε. Ζ., με την οποία τον καλούσε να του παραδώσει τις προαναφερθείσες πινακίδες κυκλοφορίας την … στην κατοικία του στην …, επί της οδού …αριθμ. …. Από τα παραπάνω προκύπτει ασάφεια ως προς το χρόνο τέλεσης της πράξης της υπεξαίρεσης και τον χρόνο έναρξης παραγραφής αυτής, ενόψει του ότι το συγκεκριμένο έγκλημα είναι στιγμιαίο. Συγκεκριμένα, ενώ από τα αναγνωσθέντα πρακτικά προκύπτει ότι η από …. εξώδικη πρόσκληση του εγκαλούντος προς απόδοση του πράγματος (πινακίδων κυκλοφορίας με αριθμό ….επιδόθηκε στον κατηγορούμενο – αναιρεσείοντα στις … το Δικαστήριο της ουσίας δέχεται ως τέτοιο χρόνο επίδοσης την .. οπότε μεταθέτει στο χρόνο εκείνο, ήτοι τρεις μήνες αργότερα την τέλεση της ως άνω αξιόποινης πράξης και την έναρξη παραγραφής αυτής. Κατόπιν αυτών στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχονται οι ουσιώδεις και κρίσιμες παραδοχές για τη στοιχειοθέτηση της ενοχής του ήδη αναιρεσείοντος, καθόσον το Δικαστήριο της ουσίας για να καταλήξει στην καταδικαστική γι’ αυτόν κρίση του, παρά την αναφορά στο προοίμιο του σκεπτικού της απόφασής του ότι συνεκτιμήθηκαν τα μνημονευόμενα κατ’ είδος αποδεικτικά μέσα, μεταξύ των οποίων και όλα τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν, δεν προκύπτει με βεβαιότητα ότι έλαβε υπόψη του και αξιολόγησε τα αναγνωσθέντα έγγραφα που αποτελούν σοβαρά και κρίσιμα για την κατάφαση της ενοχής αποδεικτικά στοιχεία, και ειδικότερα το αληθές περιεχόμενο της αναφερόμενης υπό στοιχ. 1 στα αναγνωσθέντα πρακτικά και έγγραφα της πρωτοβάθμιας δίκης από … έκθεσης επίδοσης της από …. εξώδικης διαμαρτυρίας – πρόσκλησης του εγκαλούντος προς τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα για απόδοση των άνω πινακίδων κυκλοφορίας, ενόψει μάλιστα και του ότι, κατά τις παραδοχές της, έχει δεχθεί ως χρόνο που ο κατηγορούμενος – αναιρεσείων τέλεσε την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης την … (ημερομηνία επίδοσης της εξώδικης διαμαρτυρίας – πρόσκλησης προς απόδοση των πινακίδων κυκλοφορίας), χωρίς να προσδιορίζει, όπως προαναφέρθηκε, τον τρόπο με τον οποίο κατά τη συγκεκριμένη αυτή ημερομηνία εξωτερίκευσε τη θέλησή του να ενσωματώσει τις άνω πινακίδες κυκλοφορίας στην προσωπική του περιουσία. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, ο σχετικός λόγος αναίρεσης, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠοινΔ, με τον οποίο ως προς τις πρώτη και τρίτη αιτιάσεις του πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς τα αποδεικτικά μέσα και την περί ενοχής κρίση του δικαστηρίου της ουσίας και ειδικότερα ως προς τον χρόνο τέλεσης της πράξης και τη συνδρομή του υποκειμενικού στοιχείου της πρόθεσης παράνομης ιδιοποίησης των άνω πινακίδων κυκλοφορίας στο πρόσωπο του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος, είναι βάσιμος. Μετά δε την παραδοχή του λόγου αυτού η αναιρετική εμβέλεια του οποίου καλύπτει το σύνολο της προσβαλλόμενης απόφασης, παρέλκει η έρευνα των λοιπών λόγων αναίρεσης. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 111, 112 και 113 του ΠΚ, το αξιόποινο των εγκλημάτων εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία προκειμένου για πλημμελήματα είναι πέντε έτη και αρχίζει από τότε που τελέσθηκε η αξιόποινη πράξη. Η προθεσμία αναστέλλεται για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, πάντως όχι πέραν των τριών ετών για τα πλημμελήματα. Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 368 εδ. α’ περ. β’ και 511 του ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι η παραγραφή ως θεσμός δημόσιας τάξης εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο σε κάθε στάση της ποινικής διαδικασίας, ακόμη δε και από τον Άρειο Πάγο, ο οποίος διαπιστώνοντας τη συμπλήρωση της παραγραφής μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης και μετά την άσκηση της αναίρεσης, οφείλει να αναιρέσει την προσβαλλόμενη απόφαση και να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής, εφόσον η αίτηση αναίρεσης είναι τυπικά παραδεκτή, για το λόγο ότι ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα και περιέχεται σ’ αυτή, ένας τουλάχιστον παραδεκτός λόγος αναίρεσης από αυτούς που περιοριστικά αναφέρονται στο άρθρο 510 παρ.1 του ΚΠοινΔ, ο οποίος κρίθηκε βάσιμος. Στην προκειμένη περίπτωση η πράξη για την οποία κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων, ήτοι η υπεξαίρεση, τιμωρείται σε βαθμό πλημμελήματος και φέρεται ότι τελέστηκε την ….. Το αξιόποινο του ως άνω εγκλήματος που είναι πλημμέλημα, εξαλείφθηκε λόγω παραγραφής που συμπληρώθηκε μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης, αφού από την τέλεσή του (…) μέχρι τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου (10.3.2023) έχει συμπληρωθεί ο χρόνος της οκταετούς παραγραφής. Λαμβανομένου δε περαιτέρω υπόψη ότι η παραδεκτώς ασκηθείσα αίτηση αναίρεσης του αναιρεσείοντος περιέχει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠοινΔ σαφή και ορισμένο λόγο αναίρεσης, ήτοι της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που γίνεται δεκτός, πρέπει κατά το άρθρο 511 εδ. γ’ του ΚΠοινΔ, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση και (κατ’ εφαρμογή του άρθρου 368 στοιχ. β’ του ΚΠοινΔ) να παύσει οριστικά η κατά του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου ασκηθείσα ποινική δίωξη για την προαναφερόμενη αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης, που φέρεται ότι τέλεσε την …. στη …., μη συντρέχοντος λόγου παραπομπή της υπόθεσης στο Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΝΑΙΡΕΙ την υπ’ αριθμ. 995/2022 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χαλκιδικής.
ΠΑΥΕΙ οριστικά, λόγω παραγραφής, την ποινική δίωξη που ασκήθηκε κατά του Ε. Ζ. του Δ., κατοίκου ….., για την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης και συγκεκριμένα για το ότι: “Στη …, στις …, ιδιοποιήθηκε παρανόμως ξένο ολικά κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο και συγκεκριμένα κατά τον ως άνω τόπο και χρόνο και παρόλο που κλήθηκε με την από .. εξώδικη διαμαρτυρία – πρόσκληση – δήλωση του εγκαλούντος Δ. Κ., το οποίο του επιδόθηκε την…, να του αποδώσει τις με αριθμό … πινακίδες κυκλοφορίας του εκσκαφέα μάρκας…. με αριθμό πλαισίου .., οι οποίες πινακίδες ανήκουν στον εγκαλούντα, τις παρακράτησε, ιδιοποιούμενος αυτές παρανόμως, ήτοι χωρίς νόμιμο δικαίωμα”.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Απριλίου 2023.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 21 Φεβρουαρίου 2024.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Source :
To Top