ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 78/2023 Διαχωρισμός δικαιώματος σιωπής από την αξιολόγηση ελαφρυντικών μετά την ενοχή του κατηγορουμένου

Αριθμός 78/2023

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

E’ Ποινικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Βασδέκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ζαμπέτα Στράτα, Μαρία Λεπενιώτη, Σοφία Οικονόμου – Εισηγήτρια και Κωστούλα Πρίγγουρη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του στις 20 Μαΐου 2023, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Αριστέας Θεοδόση, (κωλυομένου του Εισαγγελέως) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου D. N. του Z., κρατουμένου στο Κατάστημα Κράτησης …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αθανάσιο Αναγνωστόπουλο, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 73-73α – 74/2021 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Πατρών.
Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Πατρών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος, ζητάει την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στην από 7.2.20233 αίτησή του, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό 176/2022.
Αφού άκουσε
Την Εισαγγελέα η οποία πρότεινε: α) να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και μόνον κατά την περί ποινής διάταξή της, ωφελουμένου και του συγκαταδικασθέντος συγκατηγορουμένου του αναιρεσείοντος και β) να παραπεμφθεί κατά το αναιρούμενο μέρος η υπόθεση, στο ίδιο Δικαστήριο συντιθέμενο από άλλους Δικαστές, για νέα επιμέτρηση της ποινής και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη αίτηση – δήλωση του N. D. του Z. κρατούμενου στο Κατάστημα Κράτησης …, που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 7-2-2022, για αναίρεση της με αρ. 73-73α-74/2021 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Πατρών, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 462, 464, 466, 473 παρ.2 και 3, 474 παρ.2Α και 4 και 504 ΚΠΔ) και περιέχει παραδεκτούς λόγους αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ και Α’ ΚΠΔ. Επομένως, είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθεί ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Ι) Στις διατάξεις περί ανθρωποκτονίας (ΠΚ 299) ορίζονταν στον ισχύσαντα μέχρι 30-6-2019 Ποινικό Κώδικα, ότι “1. Όποιος με πρόθεση σκότωσε άλλον τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη. 2. Αν η πράξη αποφασίστηκε και εκτελέστηκε σε βρασμό ψυχικής ορμής, επιβάλλεται η ποινή της πρόσκαιρης κάθειρξης”. Στο αντίστοιχο άρθρο 299 του ισχύοντος από 1-7-2019 νέου ΠΚ, ορίζεται, ότι “1. Όποιος σκότωσε άλλον τιμωρείται με κάθειρξη ισόβια ή πρόσκαιρη τουλάχιστον δέκα ετών. 2. Αν η πράξη αποφασίστηκε και εκτελέστηκε σε βρασμό ψυχικής ορμής, επιβάλλεται κάθειρξη”. Σύμφωνα δε, με το άρθρο 52 παρ. 3 του ίδιου Κώδικα, η διάρκεια της πρόσκαιρης κάθειρξης δεν υπερβαίνει τα είκοσι (20) έτη ούτε ήταν κατώτερη των πέντε (5) ετών, ενώ σύμφωνα με το ταυτάριθμο άρθρο του νέου Ποινικού Κώδικα, η διάρκεια της πρόσκαιρης κάθειρξης δεν υπερβαίνει τα δεκαπέντε (15) έτη ούτε είναι κατώτερη των πέντε (5) ετών. Από την αντιπαραβολή των παραπάνω διατάξεων, κατά την τυποποίησή τους στον παλαιό και στον νέο ΠΚ, και του συνόλου των προϋποθέσεων, που προβλέπονται από καθεμιά από αυτές, προκύπτει, ότι οι διατάξεις του νέου ΠΚ είναι επιεικέστερες, ως προς το παραπάνω αδίκημα της ανθρωποκτονίας με πρόθεση και είναι εφαρμοστέες εν προκειμένω, κατ’ άρθρο 2 παρ.1 του ΠΚ, με βάση την αρχή της αναδρομικότητας της επιεικέστερης διάταξης από την τέλεση της πράξης μέχρι την αμετάκλητη εκδίκαση της υπόθεσης. Εξάλλου, από την ως άνω διάταξη του άρθρου 299 ΠΚ προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας με δόλο απαιτείται αντικειμενικώς μεν η αφαίρεση της ζωής άλλου ανθρώπου, με θετική ενέργεια ή παράλειψη οφειλόμενης από το νόμο ενέργειας, υποκειμενικώς δε δόλος, άμεσος ή ενδεχόμενος, που συνίσταται ο μεν άμεσος στη γνώση και τη θέληση των στοιχείων της πράξης, δηλαδή της καταστροφής της ζωής του άλλου ανθρώπου, ο δε ενδεχόμενος στην αποδοχή του ενδεχόμενου αποτελέσματος της θανάτωσης του άλλου. Ο δόλος, γενικώς, διαγιγνώσκεται από τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν και τις ειδικότερες συνθήκες, υπό τις οποίες τελέστηκε η πράξη, ήτοι το πληγέν σημείο του σώματος, την ένταση του πλήγματος, την απόσταση δράστη και θύματος, πρέπει δε να κατευθύνεται προς την αφαίρεση της ζωής άλλου. Επίσης, από τη διατύπωση του προαναφερόμενου άρθρου 299 ΠΚ συνάγεται, ότι για την ποινική μεταχείριση του δράστη της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, γίνεται διάκριση του δόλου σε προμελετημένο (της παρ. 1) και απρομελέτητο (της παρ. 2), όταν υπάρχει βρασμός ψυχικής ορμής. Στην πρώτη περίπτωση, απαιτείται ψυχική ηρεμία του δράστη είτε κατά την απόφαση είτε κατά την εκτέλεση της πράξης, ενώ στη δεύτερη περίπτωση απαιτείται ο δράστης να βρίσκεται υπό το κράτος ψυχικής υπερδιέγερσης και κατά τη λήψη της απόφασης και κατά την εκτέλεση της ανθρωποκτονίας, γιατί, αν λείπει ο βρασμός ψυχικής ορμής σε ένα από τα στάδια αυτά, δεν συντρέχουν οι όροι εφαρμογής της παρ. 2 του άρθρου 299 ΠΚ για την επιεικέστερη μεταχείριση του δράστη, δηλαδή για την επιβολή πρόσκαιρης κάθειρξης. Προς τούτο, το δικαστήριο, στην πρώτη περίπτωση, πρέπει να διαλαμβάνει στην αιτιολογία της απόφασής του, ότι ο δράστης ενήργησε με ψυχική ηρεμία. Ακόμη, από το άρθρο 380 παρ. 1 ΠΚ προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ληστείας, με την οποία προσβάλλεται τόσο η προσωπική ελευθερία, όσο και η ατομική ιδιοκτησία, απαιτείται η άσκηση παράνομης βίας κατά προσώπου ή η εκδήλωση απειλών κατ’ αυτού, που μπορούν να κάμψουν την αντίστασή του, ενωμένων με άμεσο κίνδυνο για τη ζωή και την υγεία του και η ταυτόχρονη αφαίρεση με τη βία από την κατοχή εκείνου ξένου (ολικά ή μερικά) κινητού πράγματος ή ο εξαναγκασμός του προσώπου σε παράδοση του πράγματος, για να το ιδιοποιηθεί παράνομα ο δράστης. Είναι έγκλημα σύνθετο, αποτελούμενο από την αντικειμενική υπόσταση της κλοπής και της παράνομης βίας, η οποία, ως μέσον, άγει στην ικανοποίηση του σκοπού. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 45 παρ. 1 του προϊσχύσαντος ΠΚ, που εκφράζει την έννοια της συναυτουργίας, “Αν δύο η περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξης”. Ανάλογου περιεχομένου είναι και η αντίστοιχη διάταξη του ισχύοντος από 1-7-2019 νέου ΠΚ. Με τον όρο “από κοινού” νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή, ότι κάθε συμμέτοχος θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του διαπραττόμενου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τέλεσης του ίδιου εγκλήματος, η σύμπραξη δε στην εκτέλεση της κύριας πράξης μπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή στο ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες ή επί μέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές, χωρίς να απαιτείται εξειδίκευση των ενεργειών καθενός συναυτουργού. Ειδικότερα, απαιτείται καθένας από τους συναυτουργούς να θέλει ή να γνωρίζει και να αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του διαπραττόμενου εγκλήματος, γνωρίζοντας παράλληλα, ότι και οι λοιποί συναυτουργοί πράττουν με δόλο τέλεσης του ίδιου εγκλήματος. Επίσης, απαιτείται καθένας από τους συναυτουργούς να συμπράττει, ταυτόχρονα ή διαδοχικά, στην πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, υλοποιώντας, αυτοπροσώπως και αμέσως, είτε ολόκληρη την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος είτε επί μέρους πράξεις, συγκλίνουσες στην πραγμάτωση αυτού (ΑΠ 552/2020). Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού (σκεπτικού) με το διατακτικό της απόφασης, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι, κατ’ αρχήν, αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, καθόσον αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών, που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τέλεσής του, διαλαμβάνεται δε αιτιολογία περί αυτού (δόλου) στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή, διότι εξυπακούεται ότι υπάρχει με την τέλεση των πραγματικών περιστατικών, που συγκροτούν αντικειμενικά το έγκλημα, εκτός αν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξης (άμεσος δόλος) ή ορισμένος περαιτέρω σκοπός (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση), κάτι που δεν συμβαίνει στο εδώ εξεταζόμενο έγκλημα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, για τη στοιχειοθέτηση του οποίου ο νόμος αρκείται σε απλό ή ενδεχόμενο δόλο, ενώ για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ληστείας, που επίσης ενδιαφέρει εν προκειμένω, χρειάζεται υπερχειλής δόλος (σκοπός ιδιοποίησης). Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το Δικαστήριο προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική του κρίση, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠοινΔ, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προέκυψε από το καθένα χωριστά. Πρέπει, όμως, να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το Δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά κατ’ επιλογή, ενώ δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Όταν δε, εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, αφού δεν εξαιρέθηκαν ρητά, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα λοιπά. Η κατά το άρθρο 178 ΚΠΔ απαρίθμηση των αποδεικτικών μέσων κατά την ποινική διαδικασία είναι ενδεικτική και αφορά τα κυριότερα από αυτάς, χωρίς να αποκλείει άλλα. Ειδικά, η πραγματογνωμοσύνη, η οποία διατάσσεται κατά το άρθρο 183 ΚΠΔ, με τη συνδρομή ορισμένων προϋποθέσεων, από ανακριτικούς υπαλλήλους ή το δικαστήριο, η οποία αποτελεί ιδιαίτερο είδος αποδεικτικού μέσου, πρέπει να προκύπτει από την αιτιολογία της απόφασης ότι λήφθηκε και αυτή υπόψη, όπως συμβαίνει όχι μόνο όταν αυτή μνημονεύεται ειδικώς μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, αλλά και όταν προκύπτει αναμφίβολα από τις παραδοχές της αποφάσεως ότι τα πορίσματά της λήφθηκαν υπόψη, εκτιμάται δε αυτή ελεύθερα από το δικαστή, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 177 ΚΠΔ υπό την έννοια ότι ο δικαστής δεν δεσμεύεται από τη γνωμοδότηση του πραγματογνώμονα. Οφείλει όμως όταν δεν αποδέχεται τα συμπεράσματα που προκύπτουν από αυτήν να αιτιολογεί την αντίθετη δικανική του πεποίθηση, παραθέτοντας τα αποδεδειγμένα εκείνα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποκλείουν αυτά που ο πραγματογνώμονας θέτει ως βάση της γνώμης του. Διαφορετικά αν δεν προκύπτει με βεβαιότητα ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και το ιδιαίτερο αποδεικτικό αυτό μέσο, μη αρκούσης της αναφοράς στα έγγραφα, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας ως προς τα αποδεικτικά μέσα από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ. Τέλος, δεν αποτελούν λόγους αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον, στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας, πλήττεται, ανεπίτρεπτα, η αναιρετικώς ανέλεγκτη, περί τα πράγματα, κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη με αρ. 73-73α’-74/18-10-2021 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Πατρών, ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος για τις πράξεις: α) της ανθρωποκτονίας από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, κατά συναυτουργία και β) της ληστείας, κατά συναυτουργία με το συγκατηρούμενό του B. N. του R. (ο οποίος δεν άσκησε αναίρεση) και του επιβλήθηκε ποινή ισόβιας κάθειρξης και κάθειρξης εννέα (9) ετών, αντίστοιχα. Το δικάσαν Δικαστήριο δέχθηκε στο σκεπτικό του, μετά από συνεκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: «Ο δεύτερος κατηγορούμενος N. B., Αλβανός υπήκοος, από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 διέμενε με την οικογένειά του στην περιοχή … και απησχολείτο ως εργάτης σε γεωργικές εργασίες. Περί τα τέλη της δεκαετίας του 2000 εγκαταστάθηκε με τη σύζυγό του και τα τέκνα του στην … λόγω των σπουδών αυτών. Επειδή όμως δεν εύρισκε μόνιμη απασχόληση υποχρεώθηκε να επιστρέψει μόνος του στο …, και άρχισε να απασχολείται σε υλοτομικές εργασίες απασχολώντας συγχρόνως και δύο συμπατριώτες του ήτοι τον Κ. D. και τον πρώτο κατηγορούμενο N. D.. Ο τελευταίος είχε εισέλθει παρανόμως στην χώρα το έτος 2006 και εργαζόταν σε διάφορες εργασίες στην … μέχρι τις αρχές του έτους 2012, οπότε πληροφορήθηκε από τον εξάδελφο της γυναίκας του P. D., μάρτυρα εξετασθέντα στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ο οποίος διαμένει οικογενειακώς στην …, ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος χρειάζεται εργάτες για να απασχοληθούν στην ατομική του επιχείρηση υλοτομίας στο …. Κατόπιν τούτου εγκατέλειψε την Αίγινα και εγκαταστάθηκε στο …, όπου διέμενε σε οικία μαζί με τους προαναφερθέντες. Σε αστυνομικό όμως έλεγχο που έγινε στις 23-3-2012 συνελήφθη λόγω του ότι δεν είχε άδεια παραμονής στην Ελλάδα και διατάχθηκε η διοικητική του απέλαση από την χώρα (υπ’ αριθμ. πρωτ. 6600/34/78-ε’ απόφαση του Διοικητή του Α/Τ …) με την χορήγηση προσωρινής παραμονής τριάντα ημερών, προκειμένου να αναχωρήσει μόνος του σε χώρα της αρεσκείας του. Ο δεύτερος κατηγορούμενος, λόγω της πολυετούς παραμονής του στην περιοχή και της επαγγελματικής του δραστηριότητας, επισκεπτόταν και το χωριό … που βρίσκεται στην ευρύτερη περιοχή … και απέχει πέντε περίπου χιλιόμετρα από το … και σύχναζε μάλιστα αυτός (δεύτερος κατηγορούμενος) σε μικρό καφενείο ευρισκόμενο στο κέντρο του χωριού. Κάτοικος του εν λόγω χωριού ήταν και ο υπερήλικας (γεννηθείς το έτος 1927) Π. Π. του Κ., ο οποίος διέμενε σε οικία απέχουσα περί τα τριακόσια μέτρα από το ανωτέρω καφενείο, η οποία μάλιστα ήταν η τελευταία κατοικία του χωριού και γειτνίαζε με δασική έκταση. Ο ανωτέρω υπερήλικας ήταν ιδιαίτερα φειδωλός στις δαπάνες του και είχε την φήμη στην μικρή κοινωνία του χωριού του ότι είχε αποκρύψει στην οικία του μεγάλο χρηματικό ποσό, φήμη την οποία ο ίδιος φρόντιζε, προφανώς για λόγους γοήτρου, να συντηρεί με σχετικές δηλώσεις του στο καφενείο του χωριού όπου σύχναζε. Η φήμη αυτή είχε υποπέσει και στην αντίληψη του δευτέρου κατηγορουμένου, θαμώνα του καφενείου, ο οποίος είχε σχηματίσει την εντύπωση ότι ο Π. Π. είχε 100.000 ευρώ στην οικία του. Ο ανωτέρω κατηγορούμενος κατά την απολογία του στο Δικαστήριο τούτο ισχυρίσθηκε ότι ο πρώτος κατηγορούμενος του είπε ότι ο υπερήλικας είχε στην κατοχή του το ανωτέρω ποσόν, πλην όμως ο ισχυρισμός του αυτός δεν κρίνεται αξιόπιστος καθόσον ο πρώτος είχε επισκεφθεί μόνο μία φορά το καφενείο του χωριού …, ενώ ο ίδιος (δεύτερος), όπως ανέφερε απολογούμένος, επισκεπτόταν δύο με τρεις φορές την ημέρα το καφενείο της …ς και συνεπώς είχε ακούσει τόσο τον υπερήλικα όσο και τους λοιπούς θαμώνες του καφενείου να αναφέρονται στο ανωτέρω χρηματικό ποσόν.
Κατόπιν των ανωτέρω φημών οι κατηγορούμενοι πιεσθέντες ότι ο υπερήλικας (85 ετών) Π. Π. ήταν όντως κάτοχος του ως άνω ποσού και, λόγω της ηλικίας του αλλά και της απομονωμένης οικίας στην οποία διέμενε, αποτελούσε εύκολο στόχο, αποφάσισαν να τον ληστέψουν. Προς τούτο κατά τις πρωινές ώρες της 14ης Απριλίου 2012 (Μεγάλο Σάββατο) μετέβησαν στην … και, αφού ο δεύτερος κατηγορούμενος (ο οποίος ήταν ιδιαίτερα γνωστός τόσο στον υπερήλικα όσο και στους λοιπούς σαράντα περίπου κατοίκους της …ς) παρέμεινε κρυμμένος σε κοντινή απόσταση, ο πρώτος κατηγορούμενος μετέβη στην οικία του Π. Π. και αφού εισήλθε στο υπόγειο αυτής όπου βρισκόταν ο παθών του επιτέθηκε ρίχνοντάς τον στο έδαφος και με την απειλή μαχαιριού επιχείρησε να του αποσπάσει κάποιο χρηματικό ποσό που ο παθών έφερε μαζί του. Λόγω όμως της σθεναρής αντιστάσεως του παθόντος, ο οποίος άρχισε να φωνάζει καλώντας σε βοήθεια, δεν μπόρεσε να πετύχει τον σκοπό του και τράπηκαν σε φυγή. Τις κραυγές του παθόντος άκουσε η εξετασθείσα μάρτυρας Α. Γ., συγγενής εξ αγχιστείας αυτού (ο σύζυγος της Ι. Β. ήταν ανεψιός του Π. Π.), η οποία κατά τον προεκτεθέντα χρόνο βρισκόταν εξωτερικά της οικίας της, που απέχει είκοσι περίπου μέτρα από την οικία του θύματος, και η οποία (μάρτυρας) αντιλήφθηκε ένα άτομο, το οποίο αναγνώρισε (στο Δικαστήριο τούτο) χωρίς αμφιβολία στο πρόσωπο του πρώτου κατηγορουμένου (τον οποίο μάλιστα είχε δει μία φορά κατά το παρελθόν στο χωριό …) να φεύγει τρέχοντας από την οικία και να κατευθύνεται στο παρακείμενο δάσος. Κατά την έξοδό του μάλιστα από την οικία του παθόντος απέρριψε το μαχαίρι που έφερε μαζί του στο έδαφος και κατά τις απογευματινές ώρες το περισυνέλεξε ο γιός του Ι. Β., Ν. (εξετασθείς μάρτυρας) ο οποίος και το παρέδωσε την 18η Απριλίου 2012 στα προσελθόντα στον τόπο του συμβάντος αστυνομικά όργανα προκειμένου να γίνει δακτυλοσκόπησή του. Περί συμμετοχής όχι μόνον του πρώτου αλλά και του δευτέρου κατηγορουμένου στην απόπειρα ληστείας εις βάρος του Π. Π. κατέθεσε ο εξετασθείς αστυνομικός Π. Ν., ο οποίος ανέφερε στο Δικαστήριο τούτο ότι ο B. N. κατά την σύλληψή του για την επακολουθήσασα ανθρωποκτονία του Π. Π., για την οποία θα γίνει αναλυτικά λόγος παρακάτω, ανέφερε αβίαστα για την απόπειρα ληστείας εις βάρος του θύματος και για την συναπόφαση (με τον πρώτο) για την τέλεσή της και την συμμετοχή του ιδίου (με την μορφή της συνέργειας) σ’ αυτήν. Η ανωτέρω προηγηθείσα πράξη των κατηγορουμένων προσεπιβεβαιώνεται και από την μετά τέσσερις μόλις ημέρες (18-4-2012) τέλεση από αυτούς των κακουργημάτων της ληστείας και της ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως εις βάρος του Π. Π.. Ως προς τις εν λόγω πράξεις, αποδείχθηκαν πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας (καθόσον μάλιστα συνομολογούνται εν μέρει από τους κατηγορουμένους) τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Έχοντας από ημερών ειλημμένη συναπόφαση να ληστέψουν τον Π. Π. αλλά και σε περίπτωση αντιστάσεώς του να τον φονεύσουν προκειμένου να του αποσπάσουν το μεγάλο χρηματικό ποσόν που πίστευαν ότι διέθετε αλλά και για να μην αναγνωρισθούν από αυτόν, ο οποίος καθ’ ομολογίαν του δευτέρου στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο τον γνώριζε (δεύτερο) από το έτος 1994 που είχε εγκατασταθεί στην γειτονική περιοχή του …, κατά τις απογευματινές ώρες στις 17ης Απριλίου 2012 μετέβησαν στο καφενείο της …ς, όπου βρισκόταν και ο Π. Π. και άρχισαν να τον παρακολουθούν. Κατά την 10:00 μ.μ. ώρα που ο ανωτέρω αναχώρησε για την οικία του, βγήκαν οι κατηγορούμενοι από το καφενείο και με το αυτοκίνητο του δευτέρου μετέβησαν στην οικία όπου διέμεναν στο … και παρέμειναν σ’ αυτήν μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες της 18ης Απριλίου οπότε εξήλθαν και μετέβησαν πεζή για να μην αναγνωρισθούν στη …. Περί ώρα 04:00 π.μ. (βλ. απολογία β’ κατηγορουμένου στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο) έχοντας ακάλυπτα τα χαρακτηριστικά του προσώπου τους παραβίασαν την πόρτα οικίσκου, διαστάσεων τριών επί τριών μέτρων περίπου εφαπτόμενου της κυρίας οικίας του στον οποίο διέμενε ο παθών (προφανώς για λόγους οικονομίας) και άρχισαν να τον πιέζουν και να τον απειλούν προκειμένου να τους αποκαλύψει το μέρος που είχε κρύψει το μεγάλο χρηματικό ποσόν που πίστευαν ότι κατείχε. Επειδή όμως ο παθών αντιστεκόταν σθεναρά, κραύγαζε καλώντας σε βοήθεια και αρνιόταν να αποκαλύψει που είχε κρύψει τα υπόλοιπα χρήματά του (καθόσον το χρηματικό ποσό που έφερε πάντα μαζί του το οποίο καθ’ ομολογία του δευτέρου κατηγορουμένου στον αστυνομικό Π. Ν., που δεν κρίνεται ιδιαίτερα αξιόπιστη ενόψει του πλήθους των αντιφάσεων που περιέπεσε αυτός κατά τις απολογίες του στο Πρωτοβάθμιο αλλά και στο Δικαστήριο τούτο και ανερχόταν σε 1.800 ευρώ, το είχαν ήδη βρει και ενθυλακώσει, άρχισαν να του καταφέρουν με τα χέρια τους βίαια κτυπήματα στο κεφάλι, το πρόσωπο και σε άλλα μέρη του σώματος του προκαλώντας του τις κακώσεις που θα αναφερθούν αναλυτικά παρακάτω. Συγχρόνως του έδεσαν τα πόδια και τα χέρια χρησιμοποιώντας πλαστικά κορδόνια και μία ζώνη καφέ χρώματος, ενώ τον φίμωσαν με υφασμάτινη φανέλα χρώματος μαύρου την οποία περιέδεσαν σφικτά στην οπίσθια επιφάνεια του τραχήλου για να μην ακούγονται οι κραυγές του. Κατόπιν έχοντας εξουδετερώσει κάθε αντίσταση του θύματος των το οποίο, συνεπεία των πολλαπλών κτυπημάτων που είχε δεχθεί, είχε απωλέσει τις αισθήσεις του, άρχισαν να εξερευνούν επισταμένως τον οικίσκο για να ανεύρουν και άλλα χρήματα, πράγμα το οποίο δεν αποδείχθηκε με βεβαιότητα ότι συνέβη (ότι βρήκαν) καθόσον ουδείς γνώριζε ποιό χρηματικό ποσόν είχε στην κατοχή του το θύμα, ενώ οι δράστες συνελήφθησαν μετά παρέλευση δύο (2) ημερών από την ημερομηνία τελέσεως των εγκλημάτων τους και ως εκ τούτου είχαν την δυνατότητα να αποκρύψουν την λεία που είχαν αποκομίσει. Ειρήσθω ότι κατά την σύλληψη του πρώτου κατηγορουμένου ανευρέθη και κατασχέθηκε σε σάκο που είχε μαζί του το ποσόν των 990 ευρώ, ενώ στην κατοχή του δευτέρου κατηγορουμένου δεν ανευρέθη οποιοδήποτε χρηματικό ποσόν. Αφού ολοκλήρωσαν την εξερεύνηση του οικίσκου του θύματος έπιασαν τα πόδια και το κεφάλι του θύματος και υπό καταρρακτώδη βροχή το έσυραν σε απόσταση εκατόν πενήντα (150) περίπου μέτρων από την οικία του και το εναπέθεσαν σε παρακείμενη δασική έκταση. Από τα κτυπήματα που δέχθηκε το θύμα ως μόνη ενεργό αιτία επήλθε ο θάνατος του, όπως θα αναφερθεί παρακάτω, αποτέλεσμα το οποίο επεδίωκαν οι κατηγορούμενοι αφενός μεν για να εξουδετερώσουν οποιαδήποτε αντίστασή του και να ανεύρουν τα χρήματα που πίστευαν ότι κατείχε αυτό σε μεγάλη ποσότητα, αφετέρου δε για να αποκλείσουν οποιαδήποτε περίπτωση αναγνωρίσεώς τους από το θύμα σε περίπτωση που παρέμενε εν ζωή, ενόψει του ότι, όπως και ο ίδιος ο δεύτερος κατηγορούμενος ανέφερε κατά την απολογία του στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, εγνώριζε το θύμα από το έτος 1994 και συνεπώς, κατά λογική ακολουθία, αν τον άφηναν να ζήσει είναι προφανές ότι αυτό θα αναγνώριζε τουλάχιστον τον δεύτερο κατηγορούμενο ως έναν από τους δράστες της εις βάρος του ληστείας. Αφού διαπίστωσαν οι κατηγορούμενοι ότι το θύμα είχε αποβιώσει το εγκατέλειψαν φιμωμένο και με δεσμευμένα τα άνω και κάτω άκρα του και έσπευσαν να κατευθυνθούν πεζή στην οικία τους στο …. Κατά την διαδρομή τους αυτή και για να μην ανευρεθούν προφανώς στα ενδύματά τους ίχνη γενετικού υλικού του θύματος ξεντύθηκαν και πέταξαν τα ρούχα και τα παπούτσια τους σε χαράδρα στην αγροτική περιοχή “…” … και φόρεσαν άλλα τα οποία προφανώς είχαν αφήσει σε κάποιο σημείο της διαδρομής. Τα ενδύματα και τα υποδήματα των κατηγορουμένων περισυνελέγησαν από αστυνομικά όργανα, κατόπιν υποδείξεως του δευτέρου κατηγορουμένου, στις 20 Απριλίου 2012 (βλ. από 20-4-2012 έκθεση παραδόσεως και κατασχέσεως του Υπαστυνόμου Α’ Κ. Δ.). Τις πρωινές και μεσημβρινές ώρες ο ανιψιός του θύματος Ι. Β., του οποίου η οικία, κατά τα προαναφερόμενα, απείχε είκοσι περίπου μέτρα από την οικία του θύματος, αναζήτησε αυτόν στην οικία του και δεν τον βρήκε. Κατόπιν κατευθύνθηκε προς τον οικίσκο και όταν αντιλήφθηκε ότι η πόρτα αυτού ήταν ανοικτή χωρίς να φέρει ίχνη παραβιάσεως άρχισε να τον αναζητεί στην παρακείμενη αγροτοδασική έκταση και σε απόσταση εκατόν πενήντα περίπου μέτρων από την οικία του τον βρήκε νεκρό και σε πρηνή θέση (μπρούμυτα) κατά δήλωσή του, δεμένο και φιμωμένο. Αμέσως ειδοποίησε την αρμόδια αστυνομική αρχή και προσήλθαν στον τόπο του εγκλήματος άνδρες της Υποδιεύθυνσης Ασφαλείας …, οι οποίοι βρήκαν το πτώμα του Π. Π. να κείτεται σε εκ δεξιών πλάγια θέση στο έδαφος σε σημείο με χαμηλή βλάστηση ενώ πέριξ υπήρχαν λίθοι διαφόρων μεγεθών καθώς και δένδρα ποικίλου ύψους. Το θύμα ήταν ημίγυμνο σχεδόν από το ύψος της μέσης έως τα γόνατα, χωρίς κάλτσες και υποδήματα και έφερε περιτυλιγμένη γύρω από τον λαιμό του μπλούζα με βρόγχο. Τα δύο του πόδια εφάπτονταν μεταξύ τους και ήσαν δεσμευμένα στο ύψος των γαμπών με στρογγυλό πλαστικό κορδόνι καφέ χρώματος, ενώ συνεχόμενα αυτού υπήρχαν όμοιο κορδόνι μπλε χρώματος, ερυθρός σπάγγος και καφέ ανδρική ζώνη. Το πρόσωπο του έφερε εκχυμώσεις συνεπεία πολλαπλών κτυπημάτων, καθώς και εκδορές στην πλάτη και την μέση. Στις παλάμες του υπήρχε γρασίδι ενώ τα δάκτυλά του ήσαν κλειστά και οι καρποί του είχαν ίχνη αίματος. Κατά την εξερεύνηση του οικίσκου εντοπίσθηκαν κηλίδες αίματος επί σάκου συγκομιδής αγροτικών προϊόντων και όμοιες κηλίδες σε εσωτερικό τμήμα μπουφάν προερχόμενες από τα σφοδρά κτυπήματα που είχε δεχθεί το θύμα από τους κατηγορουμένους. Περί ώρα 18:00 μετέβη στον τόπο του εγκλήματος ο επικουρικός ιατρός του Γ. Νοσοκομείου … – ειδικός ιατροδικαστής Κ. Α., κατόπιν τηλεφωνικής κλήσεως του Α/Τ … και διαπίστωσε ότι ο θανών εκείτετο στο έδαφος σε ύπτια θέση, οι πτωματικές υποστάσεις καταλάμβαναν την ραχιαία επιφάνεια του κορμού (λόγω της ύπτιας θέσεως του) και η πτωματική ακαμψία βρισκόταν στο στάδιο της καθόδου. Κατόπιν εγγράφου παραγγελίας του ανωτέρω Α/Τ διενήργησε στις 19-4-2012 νεκροψία – νεκροτομή στο πτώμα του θύματος και συνέταξε την υπ’ αριθμ. πρωτ. 7882/14-5-2012 ιατροδικαστική έκθεση νεκροψίας – νεκροτομής. Σύμφωνα με την νεκροψία το πτώμα του θύματος έφερε τις εξής κακώσεις: α) θλαστικό τραύμα μήκους 1,5 εκατοστών στην μετωπιαία χώρα, β) εκχύμωση μελανέρυθρης χροιάς και θλαστική εξοίδηση των άνω και κάτω βλεφάρων αμφοτερόπλευρα, γ) εκχύμωση μελανής χροιάς και θλαστική εξοίδηση της ράχης της ρινός, δ) εκχύμωση μελανέρυθρης χροιάς στην αριστερή ζυγωματική χώρα, ε) εκχύμωση μελανέρυθρης χροιάς και θλαστική εξοίδηση του άνω και κάτω χείλους, στ) τρία νύσσοντα τραύματα σε ευθεία διάταξη μεταξύ τους, στην γενειακή χώρα δεξιά, ζ) εκχυμώσεις Ερυθρωπής χροιάς στους καρπούς αμφοτερόπλευρα, η) εκδορές από “σύρσιμο” στην ραχιαία επιφάνεια του κορμού και στην γλουτιαία χώρα, θ) εκχυμώσεις ερυθρωπής χροιάς στην έσω πλάγια επιφάνεια της δεξιάς κατά γόνυ αρθρώσεως και στην έξω πλάγια επιφάνεια της αριστερής κατά γόνυ αρθρώσεως και ι) εκχυμώσεις ερυθρομέλανης χροιάς και πολλαπλές εκδορές στο κάτω τριτημόριο των κνημών αμφοτερόπλευρα. Εξάλλου σύμφωνα με τη νεκροτομή: α) Κατά την διάνοιξη των μαλακών μορίων του τριχωτού της κεφαλής παρατηρήθηκε αιμορραγία της επικρανίου απονευρώσεως στην μετωπιαία χώρα … Μετά την διάνοιξη των οστών του θόλου του κρανίου αφαιρέθηκε ο εγκέφαλος, ο οποίος εμφανιζόταν ωχρός και διογκωμένος, με επιπέδωση των ελίκων (εικόνα συμβατή με εντόνου βαθμού εγκεφαλικό οίδημα). Κατά την διάνοιξη των αγγείων της βάσεως του εγκεφάλου παρατηρήθηκαν ικανού βαθμού αθηροσκληρυντικές αλλοιώσεις, β) Κατά την διάνοιξη της θωρακικής κοιλότητας παρατηρήθηκαν: 1) Κάταγμα του στέρνου και 2) Κατάγματα των πλευρών (σωμάτων) – δεξιά (1η – 10η πλευρά), αριστερά (1η – 10η πλευρά), γ) Οι πνεύμονες εμφανίζονταν με πολλαπλές θλάσεις αμφοτερόπλευρα. Κατά τις διατομές τους έτρεχε ποσότητα αφρώδους οροαιματηρού υγρού – εικόνα που ήταν συμβατή με οξύ πνευμονικό οίδημα, δ) Κατά τις διατομές του μυοκαρδίου και επί του προσθίου τοιχώματος της καρδιάς επαρατηρείτο περιγεγραμμένη περιοχή με πρόσφατη αιμορραγική διήθηση, ερυθρωπής χροιάς (που ήταν εικόνα συμβατή με πρόσφατο έμφραγμα του μυοκαρδίου). Τα στεφανιαία αγγεία, η αορτική και η μιτροειδής βαλβίδα έφεραν ικανού βαθμού αθηρωματικές αλλοιώσεις, ε) το ήπαρ εμφάνιζε πολλαπλές θλάσεις. Σύμφωνα με την ιατροδικαστική έκθεση “ο θάνατος του Π. Π. επήλθε συνεπεία προσφάτου εμφράγματος του μυοκαρδίου, επί εδάφους έντονου σωματικού και ψυχικού στρες (πολλαπλές κακώσεις κεφαλής, προσώπου και σώματος) μετά από κτυπήματα με θλων και νύσσον όργανο καθώς και ακινητοποίηση αυτού (δέσιμο των άνω και κάτω άκρων) και εγκατάλειψή του”. Τα βίαια δηλαδή κτυπήματα που δέχθηκε ο παθών και το έντονο ψυχικό στρες που δοκίμασε προκάλεσαν οξύ πνευμονικό οίδημα και οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου που επέφεραν τον θάνατο του μετά την 4η πρωινή που οι κατηγορούμενοι εισέβαλαν στην οικία του. Ο θάνατος του δε είχε επέλθει ήδη κατά τον χρόνο που οι κατηγορούμενοι εγκατέλειψαν το σώμα του Π. Π. στην δασική περιοχή καθόσον, όπως προαναφέρθηκε, δεν θα διακινδύνευαν να τον αφήσουν ζωντανό από την στιγμή που αυτός γνώριζε καλά από μακρού χρόνον τον δεύτερο εξ αυτών και θα αποκάλυπτε την ταυτότητά του στις αστυνομικές αρχές. Εξάλλου το γεγονός ότι οι κατηγορούμενοι, οι οποίοι διέμεναν σε απόσταση μόλις πέντε χιλιομέτρων από τον τόπο του εγκλήματος, εισήλθαν στην οικία του θύματος τους έχοντας ακάλυπτα τα χαρακτηριστικά του προσώπου τους μαρτυρεί ότι όταν συναποφάσισαν να ληστέψουν τον παθόντα είχαν λάβει από κοινού και την απόφαση να τον φονεύσουν. Οι τελευταίοι ισχυρίσθηκαν ότι δεν είχαν σκοπό να τον φονεύσουν και ότι όταν τον εγκατέλειψαν ήταν ακόμη ζωντανός. Οι ισχυρισμοί τους όμως αυτοί καταρρίπτονται από τα ανωτέρω εκτεθέντα, τα οποία προσεπιβεβαιώνονται και από την αναφορά του ιατροδικαστή (που προσήλθε στο σημείο ανευρέσεως του πτώματος την 18:00 μ.μ. της 18ης Απριλίου 2012) ότι κατά την άφιξή του στην δασική περιοχή η πτωματική ακαμψία του σώματος βρισκόταν στο στάδιο της καθόδου, γεγονός καταδεικνύον (κατά τους κανόνες της ιατροδικαστικής επιστήμης), ότι είχαν παρέλθει ήδη από δέκα έως δεκαέξι ώρες από τον θάνατο αυτού μέχρι την άφιξη του ιατροδικαστή στο σημείο ανευρέσεως του πτώματος του. Ο πρώτος κατηγορούμενος από την 20η Απριλίου 2012 που συνελήφθη μέχρι την σημερινή απολογία του στο Δικαστήριο τούτο αρνιόταν κάθε συμμετοχή του στην υπόθεση της ανθρωποκτονίας και της ληστείας εις βάρος του Π. Π. υποστηρίζοντας ότι το όνομά του αναμίχθηκε στην υπόθεση από τον δεύτερο κατηγορούμενο και τον μάρτυρα D. P. χωρίς ο ίδιος να έχει κάνει ο,τιδήποτε. Το γεγονός όμως ότι κατά τις νυκτερινές ώρες της ιδίας ημέρας, πληροφορηθείς ότι οι αστυνομικές αρχές είχαν ανεύρει το πτώμα του Π. Π. και ότι οι έρευνες των διωκτικών αρχών επικεντρώνονταν σε άτομα αλβανικής υπηκοότητας κατοικούντα στις πέριξ περιοχές, επεχείρησε να διαφύγει για Αλβανία μεταβαίνοντας αρχικά με Ι.Χ.Ε. του μάρτυρα D. P. στην οικία συγγενικού του προσώπου στο …, όπου και συνελήφθη από αστυνομικά όργανα, αποδεικνύει πέραν πάσης αμφιβολίας την ενοχή του για τις επίδικες πράξεις. Κατά την παρουσία και την απολογία του στο Δικαστήριο αυτό άλλαξε υπερασπιστική τακτική ομολογώντας την παρουσία του στην οικία του θύματος και αρνούμενος ότι οι κατηγορούμενοι κτύπησαν το θύμα. Χαρακτηριστικά αναφέρει ότι “Γλιστρήσαμε πάνω από 8 φορές γιατί έβρεχε και τον σύραμε και χτυπούσε”. Αποδίδει δηλαδή το θάνατο του Π. Π. όχι σε κτυπήματα από τους κατηγορουμένους αλλά από την πρόσκρουση του σώματος του επί του εδάφους όταν τον έσυραν δεμένο και φιμωμένο επί του λασπωμένου εδάφους. Ο ανωτέρω όμως ισχυρισμός του αντικρούεται ευθέως από τις πολλαπλές κακώσεις που εντοπίσθηκαν στην κεφαλή, το πρόσωπο και το σώμα του παθόντος που υποδηλώνουν με σαφήνεια βίαια πλήγματα επηνεχθέντα επ’ αυτού με σκοπό την θανάτωσή του και δεν θα μπορούσαν να προκληθούν από απλό σύρσιμο του σώματος του επί του εδάφους. Εξ άλλου ο δεύτερος κατηγορούμενος, ο οποίος προσήχθη εξ αρχής στην Υποδιεύθυνση Ασφαλείας … ως ύποπτος τελέσεως των υπό κρίση πράξεων, στην αρχή αρνιόταν κατηγορηματικά κάθε ανάμειξή του στις εν λόγω πράξεις. Υπό το βάρος όμως των υπαρχόντων στοιχείων περί ώρα 13:00 μ.μ. της 20ης Απριλίου 2012 ομολόγησε την συμμετοχή του στις τελεσθείσες πράξεις επιχειρώντας να ελαχιστοποιήσει την ανάμιξή του στον θάνατο του Π. Π.. Έτσι ισχυρίσθηκε ότι ο ίδιος δεν κτύπησε το θύμα αλλά ότι το έδεσε λίγο με σκοπό να μην κινηθεί αυτό και το σκότωσαν άλλοι μην κατονομασθέντες (πλην του πρώτου κατηγορουμένου) Αλβανοί που δήθεν συμμετείχαν στην ληστεία. Μάλιστα ισχυρίσθηκε ότι εκείνο το βράδυ είχε πιεί πολύ (ήταν “λιώμα” κατά την χαρακτηριστική του έκφραση) και ότι παρασύρθηκε από τις επίμονες προτροπές του πρώτου κατηγορουμένου, ο οποίος από ημερών ισχυριζόταν ότι το θύμα είχε στην οικία του 100.000 ευρώ. Ειρήσθω ότι κατά τον χρόνο τελέσεως των εγκλημάτων ο N. B. ήταν ηλικίας 48 ετών και ο N. D. μόλις 28, ότι ήταν εργοδότης του δευτέρου, ο οποίος βρισκόταν στην περιοχή μόλις δυόμισυ μήνες, ενώ ο πρώτος που κατοικούσε σ’ αυτήν με μικρή διακοπή από το 1994 και σύχναζε από μακρόν) χρόνου στην … και μάλιστα στο καφενείο αυτής, ήταν αποδέκτης των φημών περί κατοχής μεγάλου χρηματικού ποσού από το θύμα και συνεπώς ο ίδιος ενημέρωσε τον πρώτο κατηγορούμενο για την ύπαρξη του ως άνω χρηματικού ποσού και συναποφάσισαν την ληστεία και σε περίπτωση αντιστάσεως του παθόντος την θανάτωσή του. Ενδεικτικό των αντιφάσεων στις οποίες περιέπεσε κατά τις απολογίες του ενώπιον του πρωτοβάθμιου και του Δικαστηρίου τούτου, αποτελεί και το ότι ενώ στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ισχυρίσθηκε ότι τον παθόντα κτύπησαν περισσότεροι του ενός Αλβανοί (μεταξύ των οποίων και ο πρώτος κατηγορούμενος) κατά την απολογία του στο Δικαστήριο τούτο ισχυρίσθηκε ότι “κανείς δεν τον χτύπησε (τον θανόντα)” ισχυρισμός που δεν συνάδει με τις κακώσεις που παρατηρήθηκαν στο σώμα του θύματος κατά την διενέργεια της νεκροψίας – νεκροτομής.
Από τα ανωτέρω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά προέκυψε αδιστάκτως ότι οι κατηγορούμενοι ενεργώντας από κοινού και με κοινό δόλο τέλεσαν εις βάρος του Π. Π., κατοίκου εν ζωή …, τις πρωινές ώρες στις 18ης Απριλίου 2012, τις κακουργηματικές πράξεις: α) της ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως από δράστες που τελούσαν σε ήρεμη ψυχική κατάσταση τόσο κατά τον χρόνο λήψεως της σχετικής αποφάσεως όσο και κατά τον χρόνο τελέσεως της πράξεως και β) της ληστείας που προβλέπεται και τιμωρείται από την διάταξη του άρθρου 380§1 Π.Κ. Ειρήσθω ότι οι ανωτέρω δύο πράξεις συρρέουν αληθώς (94§1 Π.Κ.) καθόσον με αυτές πλήττονται διαφορετικά έννομα αγαθά ήτοι η ζωή του ανθρώπου και η ιδιοκτησία και επιβάλλονται διαφορετικές ποινές. Πρέπει, συνεπώς, να κηρυχθούν ένοχοι οι κατηγορούμενοι των ως άνω αξιόποινων πράξεων”.
Στη συνέχεια, το ανωτέρω Δικαστήριο κήρυξε ενόχους τον αναιρεσείοντα και τον συγκατηγορούμενό του, με το ακόλουθο διατακτικό: «Κηρύσσει, ομόφωνα, αμφοτέρους τους κατηγορουμένους ενόχους του ότι: Στις 18-4-2012, στο Δημοτικό Διαμέρισμα … του Δήμου …, 1) Ενεργώντας από κοινού και με κοινό προς τούτο δόλο και ευρισκόμενοι σε ήρεμη ψυχική κατάσταση τόσο κατά το χρόνο λήψεως της σχετικής αποφάσεως όσο και κατά το χρόνο τελέσεως της πράξεως, με πρόθεση αφαίρεσαν τη ζωή άλλου. Ειδικότερα, αφού εισήλθαν στην ευρισκόμενη στον ανωτέρω τόπο οικία του υπερήλικα (85 ετών) Π. Π. του Κ. με σκοπό να τον ληστέψουν, του έδεσαν τα χέρια και τα πόδια και τον φίμωσαν ενώ του κατέφεραν από κοινού σφοδρά κτυπήματα με γροθιές και λακτίσματα στην κεφαλή, το πρόσωπο και το σώμα προκαλώντας του πολλαπλές κακώσεις [κατάγματα στέρνου, πλευρών – δεξιά (1η -10η πλευρά), αριστερά (1η – 10η πλευρά), πολλαπλές θλάσεις ήπατος κ. αλ.] και έντονο ψυχικό στρες, με συνέπεια να υποστεί οξύ πνευμονικό οίδημα και οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου, τα οποία ως μόνη ενεργός αιτία επέφεραν τον θάνατό του. 2) Ενεργώντας από κοινού και με κοινό προς τούτο δόλο, με σωματική βία και απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος και ζωής, αφαίρεσαν από άλλον ξένο ολικά κινητό πράγμα. Συγκεκριμένα, στον ανωτέρω τόπο και χρόνο, ενεργώντας από κοινού, εισήλθαν στην οικία του Π. Π. του Κ., ωθώντας βίαια τη θύρα αυτής και αφού ξύπνησαν το ανωτέρω θύμα το ακινητοποίησαν ασκώντας σωματική βία επάνω του, προκειμένου να καμφθεί οποιαδήποτε αντίστασή του και να τους αποκαλύψει σε ποιο σημείο έκρυβε τα χρήματα που αποταμίευε. Στη συνέχεια δε, λόγω του ότι δεν καμπτόταν η βούληση του παθόντος, του έδεσαν τα χέρια και τα πόδια με πλαστικό κορδόνι και άρχισαν να τον κτυπούν με γροθιές και κλωτσιές στο κεφάλι, το πρόσωπο και το σώμα, προκειμένου να αποκαλύψει πού έκρυβε εντός της οικίας του ποσότητα χρημάτων που αποταμίευε. Με τον ανωτέρω τρόπο, χρησιμοποιώντας την υπέρτερη σωματική τους δύναμη και καταφέροντάς του πολλαπλά κτυπήματα, κατόρθωσαν να κάμψουν την αντίσταση του υπερήλικα (ογδόντα πέντε ετών) παθόντος και να αφαιρέσουν από την κατοχή του τουλάχιστον το ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ». Με τις παραδοχές αυτές, οι οποίες διαλαμβάνονται στο σκεπτικό σε συνδυασμό με όσα αναφέρονται στο διατακτικό, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει την επιβαλλόμενη, κατά τα άνω, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρονται σ` αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά και κατά τρόπο επιτρέποντα τον αναιρετικό έλεγχο, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των παραπάνω εγκλημάτων για τα οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, με παράθεση όλων των στοιχείων, που απαρτίζουν τη νομοτυπική μορφή των εγκλημάτων τούτων, οι αποδείξεις, που τα θεμελιώνουν, καθώς και οι συλλογισμοί, με βάση τους οποίους το Δικαστήριο της ουσίας έκανε την υπαγωγή των περιστατικών αυτών στις προπαρατεθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1α’, 27 παρ.1, 45, 51, 52, 79, 94 παρ.1 299 παρ.1 και 380 παρ.1 του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου με ασαφείς ή αντιφατικές αιτιολογίες και έτσι δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση. Ειδικότερα: α) λήφθηκαν υπόψη από το δικάσαν Δικαστήριο και συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα, (ένορκες καταθέσεις εξετασθέντων μαρτύρων, εκκαλουμένη απόφαση και τα πρακτικά της, αναγνωσθέντα έγγραφα, απολογίες κατηγορουμένων), όπως προκύπτει από την ρητή μνεία τούτων, κατά το είδος τους, στο σκεπτικό της, αλλά και από την ειδική και αναλυτική αναφορά στο ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο της διενεργηθείσας κατ’ άρθρο 183 ΚΠΔ ιατροδικαστικής πραγματογνωμοσύνης, ήτοι στην αναγνωσθείσα με αρ. πρωτ. 7882/14-5-2012 ιατροδικαστική έκθεση νεκροψίας – νεκροτομής του θύματος, η οποία διενεργήθηκε στις 19-4-2012, από τον αρμόδιο ιατροδικαστή Κ. Αλεξίου, κατόπιν έγγραφης παραγγελίας του Α.Τ. …, β) διαλαμβάνονται στην απόφαση τα ειδικότερα πραγματικά περιστατικά που στοιχειοθετούν την αντικειμενική υπόσταση των κατά συναυτουργία τελεσθέντων, ένδικων εγκλημάτων της ληστείας και της ανθρωποκτονίας από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση και δη η εισβολή του αναιρεσείοντος και του συγκατηγορουμένου του, στην οικία του υπερήλικα Π. Π. περί την 4η πρωινή ώρα της 18ης-4-2012, η με σωματική βία, απόσπαση και παράνομη ιδιοποίηση των χρημάτων του από αυτούς, η βαρειά κακοποίηση του θύματος με βίαια πλήγματα που του κατέφεραν από κοινού οι ανωτέρω δράστες, στο σώμα, το πρόσωπο και την κεφαλή, η ασφυκτική φίμωση και περίδεση αυτού και η μεταφορά του από τους ίδιους, στην αναφερόμενη δασική περιοχή, σύροντας το σώμα του επί του εδάφους σε απόσταση 150 μέτρων, και η μετά ταύτα επέλευση του θανάτου του, γ) γίνεται ειδικότερα δεκτό ότι ο θάνατος του θύματος προκλήθηκε «συνεπεία προσφάτου εμφράγματος του μυοκαρδίου, επί εδάφους έντονου σωματικού και ψυχικού στρες (πολλαπλές κακώσεις κεφαλής, προσώπου και σώματος) μετά από κτυπήματα με θλων και νύσσον όργανο, καθώς και ακινητοποίηση αυτού (δέσιμο των άνω και κάτω άκρων)», παραδοχή που ταυτίζεται, κατά το μέρος αυτό, με τα πορίσματα της ιατροδικαστικής έκθεσης, δ) προσδιορίζεται ειδικότερα ο χρόνος επελεύσεως του θανάτου του θύματος, μετά την 4η πρωινή ώρα της 18ης -4-2012 και πριν από την εγκατάλειψη τούτου από τους δράστες (αναιρεσείοντα και συγκατηγορούμενό του), στην αναφερόμενη δασική περιοχή, χρόνος που εναρμονίζεται με το πόρισμα της ιατροδικαστικής έκθεσης για το χρονικό πλαίσιο επελεύσεως του θανάτου του (ήτοι μεταξύ 2ας και 8ης πρωινής ώρας της 18ης-4-2012), ενώ αιτιολογείται περαιτέρω, επαρκώς, με ειδικότερες σκέψεις και με λεπτομερή παράθεση των περιστατικών που προέκυψαν από την συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, η ειδικότερη παραδοχή, ότι ο θάνατος επήλθε προ της εγκατάλειψης του θύματος στην ως άνω δασική περιοχή, με την οποία το Δικαστήριο διαφοροποιείται εν μέρει από την ιατροδικαστική έκθεση και ε) εξειδικεύεται με σαφήνεια και πληρότητα ο δόλος του αναιρεσείοντος για την από κοινού με τον συγκατηγορούμενό του τέλεση της ληστείας, αλλά και ο προμελετημένος δόλος του αναιρεσείοντος, ευρισκομένου σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, για την από κοινού με τον συγκατηγορούμενό του θανάτωση του υπερήλικου θύματος, ο οποίος, (ανθρωποκτόνος δόλος) θεμελιώνεται όχι μόνο στην παραδοχή ότι ο αναιρεσείων εισέβαλε στην οικία του θύματος με ακάλυπτα τα χαρακτηριστικά του προσώπου του, αλλά και στο ότι οι προκληθείσες από αυτόν (αναιρεσείοντα) και τον συγκατηγορούμενό του «…πολλαπλές κακώσεις που εντοπίσθηκαν στην κεφαλή, το πρόσωπο και το σώμα του παθόντος, υποδηλώνουν με σαφήνεια, βίαια πλήγματα επηνεχθέντα επ’αυτού με σκοπό τη θανάτωσή του…».
Συνεπώς, είναι αβάσιμες οι αντίθετες επί μέρους αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση: α) δεν τεκμηριώνεται η παραδοχή ότι ο θάνατος του θύματος επήλθε μόνο από τις προκληθείσες σ’αυτόν πολλαπλές κακώσεις και την ακινητοποίησή του από τους ανωτέρω δράστες και όχι, σωρευτικά (όπως εκτίμησε η ιατροδικαστική έκθεση) και από την εγκατάλειψή του από αυτούς, στην προαναφερθείσα δασική περιοχή και β) ότι αιτιολογείται ελλιπώς ο ανθρωποκτόνος δόλος του αναιρεσείοντος, διότι δήθεν, αυτός θεμελιώνεται αποκλειστικά στο ότι ο αναιρεσείων εισέβαλε στην οικία του θύματος με ακάλυπτα τα χαρακτηριστικά του προσώπου του. Συνακόλουθα ο 1ος λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την ενοχή του αναιρεσείοντος για την πράξη της ανθρωποκτονίας και για αναιτιολόγητη αντίθεσή της προς την ιατροδικαστική έκθεση, είναι αβάσιμος, ενώ οι λοιπές αιτιάσεις που περιέχονται στον λόγο αυτό, για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων αναφορικά με την ενοχή του αναιρεσείοντος, πλήττουν ανεπίτρεπτα την περί τα πράγματα ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας και είναι απαράδεκτες.
ΙΙ) Η κατά τα ανωτέρω επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, απαιτείται να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά και ως προς τους προβαλλόμενους από τον κατηγορούμενο αυτοτελείς ισχυρισμούς, εκείνους δηλαδή που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας από τον κατηγορούμενο, σύμφωνα με τα άρθρα 171 παρ.2 και 333 παρ.2 του ΚΠΔ και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή της ικανότητας προς καταλογισμό ή στη μείωση της ποινής αυτού, υπό την προϋπόθεση ότι οι ισχυρισμοί αυτοί έχουν προβληθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, διαφορετικά το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει ή να αιτιολογήσει ειδικά την απόρριψή τους. Αυτοτελής ισχυρισμός, η απόρριψη του οποίου πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, είναι και ο περί συνδρομής στο πρόσωπο του κατηγορουμένου ελαφρυντικής περίστασης από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 παρ. 2 του ΠΚ, αφού η παραδοχή της οδηγεί στην επιβολή μειωμένης, κατά το άρθρο 83 του ίδιου Κώδικα, ποινής. Ειδικότερα, κατά τη διάταξη του άρθρου 84 παρ.2 περ. α’ του ΠΚ, ελαφρυντική περίσταση θεωρείται και «ότι ο υπαίτιος έζησε σύννομα ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα, περίσταση που δεν αποκλείεται από μόνη την προηγούμενη καταδίκη του για ελαφρό πλημμέλημα. Η διάταξη αυτή είναι ευμενέστερη της αντίστοιχης διάταξης του προϊσχύσαντος ΠΚ που όριζε ότι η υπό στοιχείο α’ ελαφρυντική περίσταση συνίσταται στο ότι « ο υπαίτιος έζησε ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή», αφού με τη νέα διάταξη διευρύνεται η δυνατότητα αναγνώρισης της ελαφρυντικής αυτής περίστασης, με την υιοθέτηση του κριτηρίου της «σύννομης» ζωής έναντι του απροσδιόριστου κριτηρίου της «έντιμης» ζωής, που απαιτούνταν από την προϊσχύσασα διάταξη. Όμως ο σύννομος βίος δεν ταυτίζεται με το λευκό ποινικό μητρώο του δράστη, αλλά με την από πεποίθηση – υποταγή στη νομιμότητα ως προς όλες τις εκφάνσεις της καθημερινότητάς του, κατάσταση που δεν εξασφαλίζεται με την ανυπαρξία καταδίκης του για αξιόποινη πράξη. Συνακόλουθα, αν κάποιος παραβιάζει ή δεν σέβεται, αστικούς κανόνες, η συνδρομή στο πρόσωπό του της εν λόγω ελαφρυντικής περίστασης δεν έχει έρεισμα στο νόμο, το δε λευκό ποινικό μητρώο απλά συνεκτιμάται από το Δικαστήριο στα πλαίσια που ορίζονται από τις διατάξεις των άρθρων 177 και 178 ΚΠΔ, για τον σχηματισμό της δικανικής του κρίσης για την ύπαρξη του σύννομου βίου, προκειμένου να αποφανθεί επί του αυτοτελούς αυτού ισχυρισμού (ΟλΑΠ 2/2022). Ακόμη, κατά τη διάταξη του άρθρου 84 παρ.2 περ. ε’ του ΠΚ, ελαφρυντική περίσταση θεωρείται και ότι ο υπαίτιος «συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του, ακόμα και κατά την κράτησή του». Η σχετική διάταξη, είναι ευμενέστερη της αντίστοιχης διάταξης του προϊσχύσαντος ΠΚ, καθόσον η καλή συμπεριφορά του υπαιτίου αξιολογείται ως ελαφρυντική περίσταση ακόμα και όταν υφίσταται τον εξαναγκασμό της φυλακής. Για να αναγνωρισθεί δε η ελαφρυντική περίσταση της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη, απαιτείται η συμπεριφορά αυτή να εκτείνεται σε σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα, ενώ δεν αρκεί η επίκληση καλής και συνήθους συμπεριφοράς του δράστη, είτε κρατούμενου, είτε διαβιούντος υπό καθεστώς ελευθερίας, αλλά πρέπει να επικαλεστεί ο κατηγορούμενος πραγματικά περιστατικά θετικά και δηλωτικά της αρμονικής κοινωνικής διαβιώσεώς του επί σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την τέλεση της πράξεως από τα οποία να προκύπτει σαφής μεταστροφή του χαρακτήρα του και όχι μόνο το συνήθως συμβαίνον σε κάθε μέσο κοινωνικό άνθρωπο (ΑΠ 466/2021, ΑΠ 253/2021, ΑΠ 527/2020). Συντρέχει δε στο πρόσωπο εκείνου του δράστη, ο οποίος πραγματικά μεταστράφηκε ηθικά και ψυχικά, έχοντας αντιληφθεί τις επιπτώσεις της αξιόποινης πράξεώς του και απέχοντας, μετά ταύτα, για σχετικά μεγάλο διάστημα, από οποιασδήποτε φύσης επιλήψιμη, ενέργεια και συμπεριφορά (ΑΠ 20/2020). Εξάλλου, το δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησης του υπόπτου ή του κατηγορουμένου, το οποίο αποτελεί ειδικότερη έκφραση του δικαιώματος για δίκαιη δίκη που του εξασφαλίζει το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ και συνδέεται με το δικαίωμά του από το άρθρο 223 παρ.4 ΚΠΔ, να αρνηθεί την κατάθεση περιστατικών από τα οποία θα μπορούσε να προκύψει η ενοχή του για αξιόποινη πράξη, προβλέπεται πλέον ρητά από το άρθρο 104 παρ.1 του νέου ΠΚ, ενώ με την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου προβλέπεται ότι η άσκηση του δικαιώματος αυτού δεν μπορεί να αξιοποιηθεί σε βάρος του, η δε παραβίαση της απαγόρευσης αυτής επισύρει, σύμφωνα με την Αιτιολογική Έκθεση του νέου Ποινικού Κώδικα (ν. 4620/2019), την απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, λόγω προσβολής του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η απαγόρευση της αποδεικτικής αξιοποίησης του ασκηθέντος από τον κατηγορούμενο δικαιώματος σιωπής και μη αυτοενοχοποίησής του, αναφέρεται στο στάδιο της δίκης κατά το οποίο ερευνάται η βασιμότητα της αποδιδόμενης σ’αυτόν κατηγορίας και μέχρι το Δικαστήριο να εκδώσει την απόφασή του επί της ενοχής. Στο στάδιο όμως της δίκης που έπεται της κήρυξης της ενοχής του κατηγορουμένου και ερευνάται η ύπαρξη ή μη στο πρόσωπό του ελαφρυντικών περιστάσεων, δεν απαγορεύεται στο Δικαστήριο, προς σχηματισμό της κρίσης του επί αυτών, να αξιολογήσει την συμπεριφορά του καταδικασθέντος, ως προς την αντιμετώπιση από αυτόν της κατηγορίας, διότι έχει ήδη κριθεί η ενοχή του και δεν υφίσταται πλέον πεδίο παραβιάσεως των ανωτέρω δικαιωμάτων του.
Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων, κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, με έγγραφο αυτοτελών ισχυρισμών που ο συνήγορός του κατέθεσε στα πρακτικά και ανέπτυξε προφορικά, ζήτησε να του αναγνωρισθούν οι ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ.2 περ.α’ και ε’ ΠΚ (καθώς και 84 παρ.2 δ’ ΠΚ, κατ’ εκτίμηση του Δικαστηρίου της ουσίας), εκθέτοντας για τη θεμελίωσή τους τα ακόλουθα: 1) Για την ελαφρυντική περίσταση της περίπτωσης α’ (προηγούμενης σύννομης ζωής): «… ο κατηγορούμενος ο οποίος δεν έχει προηγούμενα καταδικασθεί ποτέ ούτε κατηγορηθεί για καμιά αξιόποινη πράξη, τόσο στην Ελλάδα όσο και στη χώρα προελεύσεώς του, όπως προκύπτει από την ανάγνωση των προσκομισθέντων αντιγράφων ποινικού μητρώου καθώς και του σχετικού δελτίου εγκληματικότητας τα οποία είναι «λευκά», βρίσκεται στην Ελλάδα σαν οικονομικός μετανάστης από το 2006. Από την εγκατάστασή του, όπως προέκυψε από την κατάθεση του εξετασθέντος στο ακροατήριο μάρτυρός του, παρέμεινε συνεχώς και για διάστημα έξη ετών, πλησίον της οικογένειας του προεγκατεστημένου στη νήσο Αίγινα αδελφού του, εργαζόμενος καθ’όλο το διάστημα αυτό ως χειρόνακτας εργάτης σε γεωργικές εργασίες, συμβάλλοντας με τον τρόπο αυτό στην κάλυψη των βιοτικών αναγκών του ίδιου και της οικογένειάς του, επιδεικνύοντας ταυτόχρονα συμπεριφορά σύννομη και κοινωνικά αποδεκτή, ένεκα της οποίας απελάμβανε της αποδοχής και της επιδοκιμασίας του συγγενικού αλλά και του οικογενειακού του περιγύρου. Κατ’ ακολουθία ο κατηγορούμενος, για χρονικό διάστημα έξη ετών, το οποίο συμπίπτει με την αρχή της ποινικής του ενηλικιότητας, διαβιούσε και συμπεριφερόταν αδιαλείπτως, κατά τρόπο σύμφωνο προς τις αξιώσεις της πολιτείας και περαιτέρω κοινωνικά αποδεκτό ως σύμφωνο με τα αξιολογικά κριτήρια του κοινωνικού συνόλου, μέρος του οποίου αποτελούσε. Παρενεβλήθη η ατυχής και για λόγους αναζήτησης εργασίας, επί τρίμηνο μετάβασή του στην περιοχή της … και ο κατηγορούμενος ενεπλάκη στη σοβαρή πράξη για την οποία καταδικάσθηκε, η οποία αποτελεί την πρώτη και μοναδική εκτροπή στη ζωή του και η οποία είναι ξένη και άσχετη προς την ιστορική του διαδρομή και αποτελεί αληθινή παραφωνία προς τα περιστατικά της προηγούμενης ζωής του». 2) Για την ελαφρυντική περίσταση της περίπτωσης ε'(καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη): «… ο κατηγορούμενος ο οποίος κρατείται συνεχώς από 20-4-2012, ήτοι για χρονικό διάστημα το οποίο προσεγγίζει τα δέκα έτη, επέδειξε, όπως προέκυψε από τις προσκομισθείσες σχετικές βεβαιώσεις των φυλακών …, …, …, …, που αναγνώσθηκαν, καθόλο το διάστημα της κράτησής του άριστη συμπεριφορά, με πλήρη συμμόρφωση στον κανονισμό της φυλακής και τις υποδείξεις των σωφρονιστικών υπαλλήλων. Παράλληλα, καθόλο το διάστημα της κράτησής του ο κατηγορούμενος εργάζεται σε διάφορες εργασίες στα καταστήματα των φυλακών που υπηρέτησε, έχοντας πραγματοποιήσει μέχρι σήμερα 2.500 ευεργετικώς υπολογιζόμενες ημέρες εργασίας, εις τρόπον ώστε ο συνολικός χρόνος κράτησής του να υπερβαίνει τα δεκαεπτά έτη. Περαιτέρω όπως προκύπτει από το προσκομισθέν πληροφοριακό σημείωμα της κοινωνικής υπηρεσίας των φυλακών … που αναγνώσθηκε, ο κατηγορούμενος ο οποίος έχει παράλληλα αξιοποιήσει όσες ευκαιρίες επιμόρφωσης παρείχοντο από την υπηρεσία, έχει εκδηλώσει δε επανειλημμένα ενδιαφέρον να πραγματοποιήσει εθελοντική αιμοδοσία, στα πλαίσια ειλικρινούς και ενσυνείδητης μεταστροφής και επανακαθορισμού αξιών. Η συμπεριφορά αυτή εκδηλούμενη υπό τις δυσμενείς συνθήκες κράτησης, η οποία σηματοδοτεί στάση που εκτείνεται και υπερβαίνει κατά πολύ την απλή παθητική συμμόρφωση προς τους κανόνες της φυλακής και περιλαμβάνει σειρά ενεργητικών – θετικών εκδηλώσεων που επαναλαμβάνονται μονοσήμαντα, με συνέπεια, επιμονή και διάρκεια, αποτελεί γνήσια εκδήλωση ψυχικής μεταστροφής και βαθιάς ειλικρινούς μεταμέλειας, αλλά και προείκασμα της ομαλής ενσωμάτωσής του στους κόλπους της κοινωνίας, καθώς σηματοδοτεί άσκηση ζωής χρήσιμης και ωφέλιμης, όχι μόνο για τον ίδιο, αλλά και για το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο και τυποποιεί τις προϋποθέσεις για αναγνώριση του ελαφρυντικού 84 παρ.2 δ’ ΠΚ». Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο απέρριψε τους ανωτέρω ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος με το ακόλουθο σκεπτικό: «Εν σχέσει προς Ι) την ελαφρυντική περίσταση του πρότερου σύννομου βίου (84 παρ.2α’ΠΚ) που ζήτησαν οι δύο κατηγορούμενοι προσκομίζοντας ο μεν πρώτος αντίγραφο του ποινικού του μητρώου εκδοθέντος από το αρμόδιο τμήμα του Υπουργείου Δικαιοσύνης και την από 24-9-2021 βεβαίωση ποινικού μητρώου του Αλβανικού Υπουργείου Δικαιοσύνης, …. προέκυψε ότι: α) ο πρώτος κατηγορούμενος D. N. πριν την τέλεση των προεκτεθέντων εγκλημάτων δεν είχε καταδικασθεί για άλλα εγκλήματα είτε στην Αλβανία είτε στην Ελλάδα … Ανεξαρτήτως όμως της υπάρξεως ή μη καταδικαστικών αποφάσεων εις βάρος των κατηγορουμένων, από το σύνολο των εξετασθέντων αποδεικτικών στοιχείων προκύπτει ότι αυτοί δεν έζησαν σύννομα μέχρι τον χρόνο τελέσεως των ενδίκων εγκλημάτων. Συγκεκριμένα 1) ο πρώτος κατηγορούμενος, ο οποίος είχε εισέλθει παρανόμως στην Ελληνική Επικράτεια και παρέμεινε επί έτη σ’ αυτήν χωρίς να διαθέτει νόμιμη άδεια παραμονής και εργασίας, καίτοι είχε συλληφθεί στις 23 Μαρτίου 2012 από αστυνομικά όργανα του Α.Τ. … να διαμένει στην χώρα χωρίς νόμιμη άδεια και είχε διαταχθεί η διοικητική του απέλαση με τον ορισμό προθεσμίας τριάντα (30) ημερών για οικειοθελή αναχώρησή του από αυτήν, όχι μόνο δεν έσπευσε να συμμορφωθεί προς την σχετική απόφαση απελάσεως, αλλά αντιθέτως παρέμεινε στην περιοχή της … και σχεδίασε και εκτέλεσε (από κοινού με τον δεύτερο κατηγορούμενο) στις 14 Απριλίου 2012 (Μεγάλο Σάββατο) την κακουργηματική πράξη της απόπειρας ληστείας εις βάρος του Π. Π.. Ειδικότερα, όπως προαναφέρθηκε στο σκεπτικό επί της ενοχής του, μετέβη από κοινού με τον συγκατηγορούμενό του στην … και ενώ ο τελευταίος τον περίμενε κρυμμένος σε κάποιο σημείο και επιτηρώντας τον χώρο (κρατούσε « τσίλιες»), ο ίδιος (πρώτος κατηγορούμενος) κρατώντας μαχαίρι εισήλθε στο υπόγειο της οικίας του παθόντος και απειλώντας τον με το παραπάνω μαχαίρι, ζήτησε να του παραδώσει τα χρήματα που είχε, πλην όμως δεν πέτυχε τον σκοπό του από λόγους εξωτερικούς και ανεξάρτητους της θελήσεώς του, καθόσον ο παθών αντιστάθηκε σθεναρά καλώντας σε βοήθεια, με αποτέλεσμα οι κατηγορούμενοι να τραπούν σε φυγή και να επανέλθουν στην οικία του θύματος μετά παρέλευση τεσσάρων ημερών, τελώντας τα κακουργήματα της ανθρωποκτονίας και της ληστείας από κοινού …».
ΙΙ) Την ελαφρυντική περίσταση της καλής συμπεριφοράς (84 παρ.2ε’ΠΚ) που ζήτησε ο πρώτος κατηγορούμενος, επικαλούμενος και προσκομίζοντας τα ακόλουθα έγγραφα: α) την υπ’ αριθμ. πρωτ. 16124/1-10-2021 βεβαίωση του Καταστήματος Κράτησης … από την οποία προκύπτει ότι ο κρατούμενος κατά τον χρόνο της κρατήσεώς του πραγματοποίησε 2.520 ημέρες εργασίας, β) την υπ’ αριθμ. πρωτ. 111999/3-10-2016 βεβαίωση του Γ. Καταστήματος Κράτησης … με την οποία βεβαιώνεται ότι « η διαγωγή του κρατούμενου στο ως άνω Κατάστημα Κράτησης χαρακτηρίζεται άριστη και η συμπεριφορά του έναντι του προσωπικού και των άλλων συγκρατουμένων του κρίνεται σαν ενδεδειγμένη», γ) την υπ’ αριθμ. πρωτ. 15584/7-10-2021 έκθεση κοινωνικής έρευνας της κοινωνικής λειτουργού Μ. Κ., σύμφωνα με την οποία «ο κρατούμενος N. D. εργάσθηκε ως καθαριστής και έπειτα ως συντηρητής υποπτέρυγας επιδεικνύοντας μεγάλη συνέπεια, προθυμία, εργατικότητα και σοβαρότητα. Κατά το διάστημα της κρατήσεώς του στο ανωτέρω Σωφρονιστικό Κατάστημα δεν τιμωρήθηκε πειθαρχικά δείχνοντας προσαρμοστικότητα, διάθεση συνεργασίας τόσο με τους συγκρατούμενούς του όσο και με το προσωπικό, αλλά και ουσιαστική θέληση να μετατρέψει τον χρόνο ποινής σε ένα ωφέλιμο και θετικό χρόνο για τον ίδιο, θέτοντας με τον τρόπο αυτό τις βάσεις για την κοινωνική του επανένταξη και δ) το από 11-5-2017 πληροφοριακό σημείωμα της κοινωνικής λειτουργού του Καταστήματος Κράτησης … Ι. Α., σύμφωνα με το οποίο «η διαγωγή και η συμπεριφορά του κατά το διάστημα της κρατήσεώς του στο ανωτέρω αλλά και στα προηγούμενα Καταστήματα Κρατήσεως (που δεν προσδιορίζονται) ήταν δέουσα καθώς δεν δημιούργησε κάποιο πρόβλημα είτε με συγκρατούμενούς του είτε με το υπαλληλικό προσωπικό του εν λόγω καταστήματος, με συνέπεια να μην τιμωρηθεί πειθαρχικά, να μην παρουσιάζει ανάρμοστη συμπεριφορά και να εμφανίζεται υπάκουος και προσαρμοσμένος στους κανονισμούς της φυλακής. Επίσης χαρακτηρίζεται ως συνεργάσιμος και ευγενικός σε κάθε περίπτωση επικοινωνίας με την Κοινωνική Υπηρεσία. Περαιτέρω αναφέρεται ότι εργάζεται με ευεργετικό υπολογισμό ημερών εργασίας ως συντηρητής κτιρίων επιδεικνύοντας συνέπεια, εργατικότητα και υπευθυνότητα στις υποχρεώσεις και τα καθήκοντα που του ανατίθενται, ενώ είναι πάντα πρόθυμος να βοηθήσει όπου του ζητηθεί. Επανειλημμένα εκδήλωσε ενδιαφέρον να πραγματοποιήσει εθελοντική αιμοδοσία, η οποία όμως δεν πραγματοποιήθηκε λόγω τυπικού κωλύματος. Καταλήγει δε η ανωτέρω κοινωνική λειτουργός ότι η στάση και η συμπεριφορά του κρατουμένου δείχνουν άτομο, το οποίο έχει συνειδητοποιήσει την κατάσταση ζωής στην οποία έχει περιέλθει και θεωρεί αυτή ότι με την ανάλογη στήριξη θα μπορούσε να έχει καλές προοπτικές για ομαλή κοινωνική επανένταξη και έννομη προσαρμογή όταν βρεθεί σε καθεστώς πλήρους ελευθερίας”. Από τα προαναφερόμενα όμως αποδεικτικά στοιχεία και την απολογία του πρώτου κατηγορουμένου το Δικαστήριο δεν πείσθηκε ότι η συμπεριφορά αυτού στο ιδιαίτερο καθεστώς της φυλακής, συνέχεται με βελτίωση της συμπεριφοράς του, και ότι η επιλογή του για την ως άνω συμπεριφορά στην φυλακή αντανακλά στην γνήσια ψυχική του στάση. Συγκεκριμένα ο κατηγορούμενος, ο οποίος καθ’ όλο το διάστημα που παρήλθε από της συλλήψεώς του (20-4-2012) έως και σήμερα (18- 10-2021) δηλαδή επί εννιάμιση χρόνια αρνιόταν οποιαδήποτε συμμετοχή του στις εγκληματικές πράξεις εις βάρος του θύματος ισχυριζόμενος ότι όλα όσα είχαν αναφέρει εις βάρος του ο δεύτερος συγκατηγορούμενός του N. B. και ο συμπατριώτης του D. P. ήσαν ψευδή και μεθοδευμένα προκειμένου να τον εμπλέξουν στην εν λόγω υπόθεση, για πρώτη φορά μετέβαλε υπερασπιστική γραμμή κατά την σημερινή παρουσία του στο Δικαστήριο τούτο ισχυριζόμενος στην απολογία του ότι “ο πρώην δικηγόρος του του έλεγε να μην ομολογήσει”. Από το περιεχόμενο όμως της σημερινής απολογίας του προκύπτει αβίαστα η προσπάθειά του να ελαχιστοποιήσει την συμμετοχή του στα κρινόμενα εγκλήματα η όποια (συμμετοχή του), προκύπτει από το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων. Ενδεικτικά ισχυρίσθηκε ότι με τον συγκατηγορούμενό του πήγαν μόνον να κλέψουν και όχι να ληστέψουν τον Π. Π.. Ότι το θύμα (το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, είχε δεχθεί σφοδρά κτυπήματα που του προκάλεσαν και κατάγματα διαφόρων οστών) δεν το κτύπησαν οι κατηγορούμενοι αλλά όπως το έσερναν γλίστρησαν πάνω από οκτώ (8) φορές γιατί έβρεχε με αποτέλεσμα να κτυπήσει αυτό από τις πτώσεις τους επί του εδάφους. Ότι ο ίδιος είπε στον N. B. δυο – τρεις φορές να πάνε το θύμα στο κρεβάτι του και αυτός αρνήθηκε. Από τα προαναφερόμενα προκύπτει ότι ο πρώτος κατηγορούμενος όχι μόνον δεν επέδειξε οποιαδήποτε μεταμέλεια για τις πράξεις του αλλά δεν έχει καν συνειδητοποιήσει την βαρύτητα αυτών (πράξεών του) και τις συνέπειες που προκάλεσαν στο θύμα και παρά τα εις βάρος του συντριπτικά αποδεικτικά στοιχεία (εύρεση στην κατοχή του μέρους των χρημάτων της ληστείας, μαρτυρία D. P. στα αστυνομικά όργανα και συγκατηγορουμένου του, εσπευσμένη αναχώρησή του από την περιοχή την ίδια ημέρα των εγκλημάτων και ιατροδικαστική έκθεση νεκροψίας – νεκροτομής) ο ίδιος κατ’ ουσίαν αναιρεί, με την ως άνω απολογία του, την συμμετοχή του στις ανωτέρω κακουργηματικές πράξεις, όπερ καταδεικνύει μη γνήσια ψυχική μεταστροφή του (κατά τον χρόνο της κρατήσεώς του σε αντίθεση με τον δεύτερο) αλλά κατ’ επίφαση τέτοια προκειμένου να θεμελιώσει δικαίωμα υποβολής αιτήματος αναγνωρίσεως της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84§2ε’ Π.Κ. (και εμμέσως του άρθρου 84§2δ’ Π.Κ. όπως υποννοεί στο τέλος του εγγράφου σημειώματος του που καταχωρίσθηκε στα πρακτικά του Δικαστηρίου) και να τύχει των λοιπών ευεργετημάτων που προβλέπουν ο Σωφρονιστικός Κώδικας (όπως χορήγηση αδειών απουσίας από τις Φυλακές και πραγματοποίηση ημερομισθίων για τον ευεργετικό υπολογισμό της ποινής) και ο Ποινικός Κώδικας (υφ’ όρον απόλυση από τις Φυλακές). Από τα προεκτεθέντα το Δικαστήριο άγεται στην κρίση ότι η αναφερόμενη στα προσκομισθέντα υπ’ αυτού και αναγνωσθέντα τέσσερα έγγραφα στάση του κρατουμένου στις Φυλακές (εργασία, μη πειθαρχική τιμώρησή του, συνεργασία με το προσωπικό των Καταστημάτων Κρατήσεως και τους συγκρατουμένους του) δεν οφείλεται σε γνήσια ψυχική μεταστροφή του προς το καλύτερο αλλά σε καταναγκαστική συμμόρφωσή του προς τους κανόνες της Φυλακής και σε προσπάθειά του να θεμελιώσει στο Δικαστήριο τούτο δικαίωμα υποβολής αιτήματος για αναγνώριση της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ.2ε’ ΠΚ αλλά και για να τύχει των λοιπών ευεργετημάτων που παρέχει ο νόμος σε κρατούμενους που δεν υποπίπτουν σε πειθαρχικά παραπτώματα (υφ’ όρον απόλυση από τις Φυλακές, άδειες απουσίας). Ενόψει των προαναφερομένων πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι αυτοτελείς ισχυρισμοί του για αναγνώριση των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ.2ε και δ’ ΠΚ». Με αυτά που δέχθηκε το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, διέλαβε την επιβαλλόμενη από τις προαναφερθείσες διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ως προς την απόρριψη των ανωτέρω αυτοτελών ισχυρισμών, αφού : α) αναφορικά με την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ.2α’ΠΚ, αναφέρθηκε ειδικώς στα αρνητικά πραγματικά περιστατικά της προηγούμενης των ένδικων πράξεων συμπεριφοράς του αναιρεσείοντος που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και που συνιστούν ποινικά κολάσιμες πράξεις, ήτοι στην παράνομη είσοδο αυτού στην Ελληνική Επικράτεια κατά το έτος 2006 και την παραμονή του σ’ αυτήν επί πολλά έτη χωρίς νόμιμη άδεια παραμονής και εργασίας, τη μη συμμόρφωσή του προς την από 23-3-2012 απόφαση των αρμόδιων αστυνομικών οργάνων του Α.Τ. … για διοικητική του απέλαση και οικειοθελή αναχώρηση από τη Χώρα εντός προθεσμίας 30 ημερών και κυρίως την τέλεση στις 14-4-2012, από κοινού με τον συγκατηγορούμενό του, της κακουργηματικής πράξης της απόπειρας ληστείας εις βάρος του Π. Π. (μετέπειτα θανατωθέντα από αυτούς), πράξη αυτοτελή και διακριτή από απόψεως χρόνου και περιστάσεων, των ένδικων πράξεων που έλαβαν χώρα μετά τετραήμερο εις βάρος του ανωτέρω παθόντος και βάσει των οποίων (πραγματικών περιστατικών παραβατικής συμπεριφοράς) το Δικαστήριο σχημάτισε την κρίση του ότι παρά την ύπαρξη λευκού ποινικού μητρώου, δεν συντρέχει στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος, προηγούμενος σύννομος βίος, β) αναφορικά με την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ.2 ε’ ΠΚ, εξέθεσε, αναλυτικά και με σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά της συμπεριφοράς του αναιρεσείοντος που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, για το χρονικό διάστημα μετά την τέλεση των ένδικων πράξεων και μέχρι την καταδίκη του από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, που αφορούν την προσπάθεια του αναιρεσείοντος, με ψευδείς ισχυρισμούς ενώπιον των προανακριτικών αρχών, καθώς και ενώπιον των Δικαστηρίων (πρωτοβάθμιου και δευτεροβάθμιου) να συσκοτίσει τις συνθήκες τελέσεως των εν λόγω πράξεων για τις οποίες κρίθηκε ένοχος, προκειμένου να αποφύγει την καταδίκη του γι’ αυτές και ενόψει των παραδοχών αυτών, το Δικαστήριο παραδεκτά συνήγαγε ότι τα πραγματικά περιστατικά της θετικής συμπεριφοράς του αναιρεσείοντος που προέκυπταν από τα προσκομισθέντα από αυτόν έγγραφα, δεν θεμελιώνουν γνήσια ψυχική μεταστροφή του και συνειδητοποίηση της βαρύτητας των πράξεων που τέλεσε, αλλά κατ’ επίφαση τοιαύτη προκειμένου να δυνηθεί αυτός να επικαλεστεί την ως άνω ελαφρυντική περίσταση, καθώς και να τύχει των λοιπών ευεργετημάτων που προβλέπει ο Σωφρονιστικός και ο Ποινικός Κώδικας. Σύμφωνα δε με τις προεκτεθείσες νομικές σκέψεις, παραδεκτά το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο αξιολόγησε στο στάδιο αυτό της δίκης και αφού είχε ήδη προηγηθεί η καταδίκη του, τη συμπεριφορά που επέδειξε ο αναιρεσείων ως προς την αντιμετώπιση της εις βάρος του κατηγορίας και δεν υφίσταται εκ του λόγου τούτου παραβίαση των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του σιωπής και μη αυτοενοχοποίησης.
Συνεπώς οι 2ος και 3ος , κατά το β’ σκέλος του, λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών εκ του άρθρου 84 παρ.2 εδ.α’ και ε’ του ΠΚ, καθώς και ο 3ος λόγος, κατά το α’ σκέλος αυτού, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α’ ΚΠΔ, για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, λόγω παραβιάσεως των ανωτέρω υπερασπιστικών δικαιωμάτων του αναιρεσείοντος, κατ’ άρθρο 171 παρ.1 δ’ του ΚΠΔ, είναι αβάσιμοι.
Κατόπιν των ανωτέρω και μη υπάρχοντος άλλου παραδεκτού λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 578 παρ.1 ΚΠΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την κρινόμενη από 7-2-2022 αίτηση – δήλωση αναιρέσεως του N. D. του Z., κρατούμενου στο Κατάστημα Κράτησης …, για αναίρεση της με αρ. 73-73α-74/2021 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Πατρών.
Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 20 Δεκεμβρίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 18 Ιανουαρίου 2023.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Source :
To Top