ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ’ Ποινικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ελένη Κατσούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεωργία Κατσιμαγκλή, Ελένη Μπερτσιά, Διονύσιο Παλλαδινό και Παναγιώτα Πασσίση – Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 14 Νοεμβρίου 2023, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αριστοτέλη Χριστόπουλου, (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου Ι. Κ. του Π., κατοίκου …, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ε. Ε., για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 224/2023 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Έδεσσας. Με υποστηρίζουσα την κατηγορία την Π. Μ. του Π., κάτοικο …, που δεν εμφανίστηκε.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Έδεσσας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος, ζητάει την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στην από 9-6-2023 αίτησή του, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό 597/2023.

Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα ο οποίος πρότεινε να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 512 παρ.1 εδ.γ’ του, ισχύοντος από 1.7.2019, νέου ΚΠΔ (ν. 4620/2019) ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους υπόλοιπους διαδίκους, με κλήση που επιδίδεται σύμφωνα με τα άρθρα 155-162 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166, στο ακροατήριο του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου, κατά δε τη διάταξη της παρ. 3 εδ. α’ του ίδιου άρθρου, οι διάδικοι παρίστανται στη συζήτηση με συνήγορο, ενώ κατά το άρθρο 515 παρ. 2 εδ. α’ του ίδιου Κώδικα, αν εμφανιστεί ο αναιρεσείων, η συζήτηση γίνεται σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι, ακόμα και αν κάποιος από αυτούς δεν εμφανίστηκε.
Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από το από 11.7.2022 αποδεικτικό επίδοσης, που συνέταξε αρμοδίως ο αρχιφύλακας του Α/Τ Συκεών Θεσσαλονίκης Α. Τ., κλητεύθηκε από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου νόμιμα και εμπρόθεσμα, η υποστηρίζουσα την κατηγορία Π. Μ. του Π., κάτοικος … με επίδοση σ’ αυτήν προσωπικά της υπ’ αριθ. 597/27.6.2023 κλήσης, για να παραστεί δια συνηγόρου στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, στη συζήτηση της υπό κρίση από 12.6.2023 αιτήσεως αναιρέσεως κατά την αναφερόμενη στην αρχή της απόφασης αυτής δικάσιμο της 14ης.11.2023 [ως εκ περισσού, αντίγραφο της κλήσης επιδόθηκε και στο δικηγόρο Σ. Α., κάτοικο …, υπό την ιδιότητα του αντικλήτου της – βλ. το από 28.6.2023 αποδεικτικό επίδοσης που συνέταξε ο αρχιφύλακας του Α.Τ. … Γ. Θ.. Μ.], πλην όμως δεν εμφανίσθηκε με συνήγορο ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο κατά την εκφώνηση της υπόθεσης και, επομένως, η συζήτηση θα προσχωρήσει σαν να ήταν και η ίδια παρούσα, εφόσον ο αναιρεσείων παρέστη νομίμως δια του εξουσιοδοτημένου δικηγόρου του [άρθρο 515 παρ.2 εδ. α’ ΚΠΔ].
Η από 9.6.2023 υπό κρίση αίτηση για αναίρεση της υπ’ αριθ. 224/2023 καταδικαστικής αποφάσεως του δικάσαντος σε δεύτερο βαθμό Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Έδεσσας, ασκήθηκε νομότυπα από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος Ε. Ε., δυνάμει της από 9.6.2023 εξουσιοδοτήσεως, με δήλωση στο Γραμματέα του Δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, συνταχθείσας προς τούτο της από 12.6.2023 εκθέσεως αναιρέσεως, και εμπρόθεσμα, αφού η προσβαλλομένη καταχωρίστηκε καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο στις 8.6.2023 [άρθρα 466 παρ. 1, 474 παρ. 1, 473 παρ. 2, 3 του νέου ΚΠΔ], περιέχει δε λόγους αναίρεσης, διατυπωμένους κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του ίδιου Κώδικα [έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης]. Είναι, επομένως, παραδεκτή και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 314 παρ. 1 εδ. α’του ισχύοντος από 1.7.2019 νέου ΠΚ (ν. 4619/2019), η οποία, λόγω του ανώτατου ορίου της απειλούμενης στερητικής της ελευθερίας ποινής, είναι ευμενέστερη της αντίστοιχης του προϊσχύσαντος ΠΚ και εφαρμόσθηκε εν προκειμένω, “Όποιος από αμέλεια προκαλεί σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας άλλου τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο (2) έτη ή χρηματική ποινή ή παροχή κοινωφελούς εργασίας.”, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 28 του ίδιου Κώδικα, “Από αμέλεια πράττει όποιος από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει είτε δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν”. Από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος της σωματικής βλάβης από αμέλεια, απαιτείται, μεταξύ των άλλων: α) να μην καταβλήθηκε από το δράστη η επιβαλλόμενη κατ’ αντικειμενική κρίση προσοχή, την οποία κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει να καταβάλλει υπό τις ίδιες πραγματικές περιστάσεις, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές και την κοινή, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, πείρα και λογική, β) να μπορούσε ο δράστης, με βάση τις προσωπικές του περιστάσεις, ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητες και, κυρίως εξαιτίας της υπηρεσίας του ή του επαγγέλματος του, να προβλέψει και αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του, το οποίο από έλλειψη της προαναφερόμενης προσοχής είτε δεν προέβλεψε (μη συνειδητή αμέλεια) είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστευε όμως ότι δεν θα επερχόταν (ενσυνείδητη αμέλεια) και γ) να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ενέργειας ή παραλείψεως του δράστη και του αποτελέσματος που επήλθε. Η παράλειψη, ως έννοια, ενυπάρχει σε κάθε είδος αμέλειας, αφού το ένα σκέλος της εξ αυτής ευθύνης συνίσταται στη μη καταβολή της προσοχής, δηλαδή σε παράλειψη. Όταν, όμως, η αμέλεια δεν συνίσταται σε ορισμένη παράλειψη, αλλά σε σύνολο συμπεριφοράς που προηγήθηκε του αποτελέσματος, τότε για τη θεμελίωση της σωματικής βλάβης από αμέλεια, ως εγκλήματος που τελείται με παράλειψη, απαιτείται η συνδρομή και των όρων του άρθρου 15 ΠΚ, κατά το οποίο, όπως ίσχυε κατά το χρόνο τέλεσης της επίδικης αξιόποινης πράξης “Όπου ο νόμος, για την ύπαρξη αξιόποινης πράξης, απαιτεί να έχει επέλθει ορισμένο αποτέλεσμα, η μη αποτροπή του τιμωρείται όπως η πρόκλησή του με ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παράλειψης είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος”. Από την τελευταία αυτή διάταξη συνάγεται ότι αναγκαία προϋπόθεση της εφαρμογής της είναι η ύπαρξη ιδιαίτερης (δηλαδή, ειδικής και όχι γενικής) υποχρέωσης του υπαιτίου προς ενέργεια που τείνει στην παρεμπόδιση του αποτελέσματος, για την επέλευση του οποίου ο νόμος απειλεί ορισμένη ποινή. Η ιδιαίτερη αυτή νομική υποχρέωση, η οποία επιφορτίζει τον υπαίτιο της παράλειψης με τη δημιουργία και τη διασφάλιση πραγματικής κατάστασης που εξυπηρετεί και διαφυλάσσει τα έννομα αγαθά που προσβάλλονται με την επέλευση του εγκληματικού αποτελέσματος, το οποίο πρέπει να αποτραπεί, συνιστά πρόσθετο στοιχείο του εγκλήματος που τελείται με παράλειψη και μπορεί να πηγάζει α) από ρητή διάταξη νόμου ή από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων, που συνδέονται με ορισμένη έννομη σχέση του υπόχρεου, β) από ειδική σχέση που δημιουργήθηκε είτε από σύμβαση είτε απλώς από προηγούμενη ενέργεια, με την οποία ο υπαίτιος της παράλειψης αναδέχθηκε εκουσίως την αποτροπή κινδύνων στο μέλλον και γ) από ορισμένη προηγούμενη συμπεριφορά του υπαιτίου, από την οποία δημιουργήθηκε ο κίνδυνος επέλευσης του εγκληματικού αποτελέσματος. Στην περίπτωση αυτή πρέπει στην αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης να αναφέρεται και η συνδρομή αυτής της υποχρέωσης, να εκτίθενται, δηλαδή, τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία προσδιορίζεται η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του υπαιτίου να ενεργήσει, επιπροσθέτως δε, αν πηγάζει από επιτακτικό κανόνα δικαίου, να προσδιορίζεται και ο κανόνας αυτός, ήτοι η νομική διάταξη, στην οποία θεμελιώνεται η ιδιαίτερη υποχρέωση προς ενέργεια, που τείνει στην παρεμπόδιση του αποτελέσματος, ενώ, εάν η ιδιαίτερη αυτή νομική υποχρέωση προκύπτει από την ιδιότητα του υπαιτίου, δεν είναι αναγκαίος ο προσδιορισμός αυτής από ειδική διάταξη νόμου. Η πράξη ή η παράλειψη του δράστη τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με το επελθόν αποτέλεσμα, όταν αυτή, κατά την κοινή αντίληψη, είναι εκείνη που, από μόνη της ή μαζί με τη συμπεριφορά άλλου προσώπου, βρίσκεται σε άμεση αιτιότητα προς το αποτέλεσμα. Αρκεί δηλαδή, προς θεμελίωση της ευθύνης, η πράξη ή η παράλειψη να ήταν ένας από τους παραγωγικούς όρους του αποτελέσματος, χωρίς τον οποίο δεν θα επερχόταν αυτό, αδιαφόρως αν για την πρόκλησή του συνέβαλαν και άλλοι όροι, αμέσως ή εμμέσως (λ.χ. αμέλεια του παθόντος ή τρίτου). Τούτο δε, διότι η κρατούσα στο ποινικό δίκαιο άποψη ακολουθεί τα πορίσματα της θεωρίας του ισοδυνάμου των όρων, υπό την παραλλαγή της ενεργού αιτίας, σε αντίθεση προς τη θεωρία της πρόσφορης αιτιότητας, η οποία επικρατεί όσον αφορά την αστική ευθύνη. Στα δια παραλείψεως τελούμενα εγκλήματα, θεωρείται ότι υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παραλείψεως και του επελθόντος εγκληματικού αποτελέσματος στην περίπτωση, που, αν δεν είχε συντρέξει η αμελής συμπεριφορά (παράλειψη) του υπαιτίου, τότε με μεγάλη πιθανότητα (η οποία εγγίζει τα όρια της βεβαιότητας) θα αποτρεπόταν το συγκεκριμένο εγκληματικό αποτέλεσμα. Έτσι, ευθύνη εκ παραλείψεως υπάρχει, όταν στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν δυνατή κατά τους κανόνες της ανθρώπινης πείρας και λογικής η επέλευση του αποτελέσματος. Τυχόν συντρέχουσα συνυπαιτιότητα του παθόντος ή τρίτου δεν αναιρεί την ύπαρξη αμέλειας του δράστη και την ποινική του ευθύνη, διακοπή δε της αιτιώδους συνάφειας υπάρχει μόνο στις περιπτώσεις εκείνες, στις οποίες η παρεμβαλλόμενη συμπεριφορά του παθόντος ή τρίτου εξουδετερώνει και καθιστά ανενεργή την αρχική συμπεριφορά του δράστη. Εξάλλου, λόγω της άνω διάκρισης της αμέλειας, κατά την έννοια του άρθρου 28 ΠΚ, σε μη συνειδητή και ενσυνείδητη, το δικαστήριο της ουσίας, όταν απαγγέλλει καταδίκη για έγκλημα από αμέλεια, πρέπει στην απόφασή του να εκθέτει με σαφήνεια ποιο από τα είδη της αμέλειας συνέτρεξε στη συγκεκριμένη περίπτωση, διότι, αν δεν εκθέτει τούτο σαφώς ή δέχεται και τα δύο είδη αμέλειας, δημιουργείται ασάφεια και αντίφαση, η οποία καθιστά ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή μη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης και ιδρύεται από άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠΔ λόγος αναίρεσης για εσφαλμένη εφαρμογή της, με παραβίασή της εκ πλαγίου, αφού η απόφαση στην περίπτωση αυτή στερείται νόμιμης βάσης. Ήδη, στο άρθρο 15 του νέου ΠΚ, που συμπορεύεται με την μέχρι τούδε νομολογία σε σχέση με το στοιχείο της ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης του δράστη δια παραλείψεως τελούμενου εγκλήματος, ορίζεται ότι: “1. Όπου ο νόμος για την ύπαρξη αξιόποινης πράξης απαιτεί να έχει επέλθει ορισμένο αποτέλεσμα, η μη αποτροπή του τιμωρείται όπως η πρόκλησή του με ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παράλειψης είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να προβεί σε ενέργεια για την αποτροπή του αποτελέσματος. Η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση πηγάζει από νόμο, σύμβαση ή προηγούμενη επικίνδυνη ενέργεια του υπαιτίου. 2. Στις περιπτώσεις των εγκλημάτων με παράλειψη ο δικαστής μπορεί να επιβάλλει μειωμένη ποινή (αρθρ. 83)”. Η τελευταία διάταξη εφαρμόστηκε εν προκειμένω, ως περιέχουσα επιεικέστερη ποινική μεταχείριση του κατηγορουμένου, κατ’ άρθρο 2 παρ.1 ΠΚ, αφού προβλέπει, δυνητικά, την επιβολή μειωμένης ποινής επί εγκλημάτων που τελούνται με παράλειψη, όπως το επίδικο. Περαιτέρω, στο άρθρο 75 του ν. 3463/2006 “Κύρωση του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων” (Α`114), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, ορίζεται ότι: “Ι. Οι δημοτικές και οι Κοινοτικές αρχές διευθύνουν και ρυθμίζουν όλες τις τοπικές υποθέσεις, σύμφωνα με τις αρχές της επικουρικότητας και της εγγύτητας, με στόχο την προστασία, την ανάπτυξη και τη συνεχή βελτίωση των συμφερόντων και της ποιότητας ζωής της τοπικής κοινωνίας. Οι αρμοδιότητες των Δήμων και Κοινοτήτων αφορούν, κυρίως, τους τομείς: α) Ανάπτυξης, στον οποίο περιλαμβάνεται, ιδίως: … 7. Ο σχεδιασμός, η κατασκευή, συντήρηση και διαχείριση … έργων οδοποιΐας, … γ) Ποιότητας Ζωής και Εύρυθμης Λειτουργίας των Πόλεων και των Οικισμών, στον οποίο περιλαμβάνεται, ιδίως: 1. … η δημιουργία … λοιπών υπαίθριων κοινόχρηστων χώρων. … 13. Η μέριμνα και η λήψη μέτρων για την απρόσκοπτη πρόσβαση στους κοινόχρηστους χώρους…”. Με τις διατάξεις του άρθρου 24 του Κτιριοδομικού Κανονισμού (3046/304/30.1/3.2.1989 απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ., ΦΕΚ Δ’59), το οποίο αποδίδεται στο άρθρο 367 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας, που κυρώθηκε με το π.δ. από 14/27.7.1999 π.δ. (ΦΕΚ Δ’ 580), προβλέπονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: “1. Τα πεζοδρόμια των κοινόχρηστων χώρων κατασκευάζονται, ανακατασκευάζονται, επισκευάζονται και συντηρούνται με σκοπό να διασφαλίζεται η συνεχής, ασφαλής και χωρίς εμπόδια κυκλοφορία των πεζών σε όλη την επιφάνειά τους και η χρήση τους από άτομα με ειδικές ανάγκες, εφόσον επιτρέπεται από τη μορφολογία του εδάφους. 2. α. Υπόχρεοι για την κατασκευή, επισκευή και τη συντήρηση των πεζοδρομίων και των τεχνικών έργων, που τα αποτελούν (κράσπεδα, ρείθρα, υπόστρωμα και επίστρωση ή επικάλυψη) είναι οι ιδιοκτήτες των παρόδιων ακινήτων μπροστά στα οποία βρίσκονται. …. δ. Η κατασκευή, ανακατασκευή ή επισκευή των πεζοδρομίων, μπορεί να γίνεται από τον οικείο Ο.Τ.Α. σε βάρος και για λογαριασμό είτε των ιδιοκτητών των παρόδιων ακινήτων είτε φορέων εκτέλεσης έργων εφόσον αυτά δεν έχουν κατασκευασθεί ή επισκευασθεί ακόμα ή δεν έχουν τηρηθεί οι προδιαγραφές που ισχύουν για την κατασκευή ή επισκευή τους. 3…”. Με τις προπαρατεθείσες διατάξεις του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων θεσπίζεται αποκλειστική αρμοδιότητα των Δήμων για τη διοίκηση των τοπικών υποθέσεων, ακολούθως δε, με τις ως άνω διατάξεις του Κτιριοδομικού Κανονισμού ορίζεται ότι υπόχρεοι για την επισκευή και συντήρηση των πεζοδρομίων και των τεχνικών έργων που τα αποτελούν (κράσπεδα, ρείθρα, υπόστρωμα και επίστρωση ή επικάλυψη) είναι οι ιδιοκτήτες των παρόδιων ακινήτων, μπροστά στα οποία βρίσκονται. Περαιτέρω, όμως, ορίζεται ότι η επισκευή των πεζοδρομίων, γίνεται από τον οικείο Ο.Τ.Α. σε βάρος και για λογαριασμό είτε των ιδιοκτητών των παρόδιων ακινήτων είτε φορέων εκτέλεσης έργων, εφόσον αυτά δεν έχουν κατασκευαστεί ή επισκευαστεί [ΣτΕ 2920/2019]. Την υποχρέωση αυτή έχουν οι Δήμοι, κατ’ εφαρμογή των αρχών της χρηστής διοίκησης και υποχρεούνται, στο πλαίσιο των καθηκόντων τους, να επιβλέπουν και να ελέγχουν την καταλληλότητα των πεζοδρομίων και να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για τη συντήρηση και επιδιόρθωση αυτών, προκειμένου να διεξάγεται ομαλά η κυκλοφορία επί του πεζοδρομίου, αλλά και να προστατεύεται η σωματική ακεραιότητα των χρησιμοποιούντων αυτό (αναπήρων, παιδιών, ηλικιωμένων κ.λπ.). Το γεγονός ότι υπόχρεοι για την επισκευή και συντήρηση των πεζοδρομίων είναι οι παρόδιοι ιδιοκτήτες δεν αναιρεί την παραπάνω υποχρέωση των δημοτικών οργάνων (της επίβλεψης και του ελέγχου της κατάστασης των πεζοδρομίων και της λήψης των κατάλληλων μέτρων για τη συντήρηση και επιδιόρθωση αυτών), ούτε μεταθέτει την υποχρέωση αυτή σε ιδιώτες ή σε άλλα όργανα, γιατί η υποχρέωση αυτή περιλαμβάνεται στα θέματα που ανάγονται στη διοίκηση των τοπικών υποθέσεων και αφορά την ομαλή κυκλοφορία των πεζών σε κοινόχρηστους χώρους και την προστασία της σωματικής ακεραιότητας των πολιτών που κάνουν χρήση των πεζοδρομίων, ενώ οι σχετικές διατάξεις προβλέπουν τη δυνατότητα επισκευής των πεζοδρομίων από τα δημοτικά όργανα και τον καταλογισμό της σχετικής δαπάνης σε βάρος των υπόχρεων παρόδιων ιδιοκτητών. Έτσι, θεσπίζεται αποκλειστική και αυτοτελής ευθύνη των ΟΤΑ για τη διασφάλιση της ασφαλούς χρήσης των πεζοδρομίων από τους ιδιώτες, η οποία δεν αναιρείται από τις προεκτεθείσες διατάξεις του Κτιριοδομικού Κανονισμού, αφού αυτές ερμηνευόμενες υπό το πρίσμα της, κατά τα ως άνω, διοικητικής υποχρέωσης επιμέλειας των ΟΤΑ και του κοινόχρηστου χαρακτήρα των πεζοδρομίων, εγκαθιδρύουν ευθύνη των ιδιοκτητών των παρόδιων ακινήτων μόνο για την καταβολή της δαπάνης αποκατάστασης επισκευής, ή ανακατασκευής των πεζοδρομίων που βρίσκονται μπροστά από το ακίνητό τους, με την οποία και μόνο βαρύνονται οι εν λόγω ιδιοκτήτες και η οποία καταλογίζεται από τον οικείο ΟΤΑ μετά την εκτέλεση του σχετικού έργου κατασκευής, επισκευής ή συντήρησης. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ, όταν εκτίθενται σ’ αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των αποδειχθέντων περιστατικών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού με το διατακτικό της απόφασης, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική του κρίση, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 του ΚΠΔ, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προέκυψε από το καθένα χωριστά. Πρέπει, όμως, να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά κατ’ επιλογή, αφού η αιτιολογία της δικαστικής απόφασης, δεν μπορεί να είναι επιλεκτική, να στηρίζεται δηλαδή σε ορισμένα δεδομένα της αποδεικτικής διαδικασίας χωρίς να συνεκτιμά άλλα που εισφέρθηκαν κατ’ αυτήν, διότι τότε δημιουργούνται λογικά κενά και μια τέτοια αιτιολογία πάσχει και δεν θεωρείται εμπεριστατωμένη, ενώ δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιό βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιό ή ποιά αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Δεν αποτελεί, όμως, λόγο αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττεται ανεπιτρέπτως η, αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα, κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, λόγο αναίρεσης, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠΔ, αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διάταξης αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του σκεπτικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή μπορεί να αναφέρεται και σε άλλη μη ποινική διάταξη ουσιαστικού νόμου, εφόσον αυτή αποτελεί προϋπόθεση για την εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διάταξης, όπως είναι και οι ως άνω διατάξεις του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων και του Κτιριοδομικού Κανονισμού, αφού αυτές αποτελούν, κατά τα προαναφερθέντα, προϋπόθεση για την εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 15 και 314 παρ. 1 εδ. α του νέου ΠΚ (ΟλΑΠ 3/1998, ΑΠ 50/2011, ΑΠ 549/2011). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης υπ’ αριθ. 224/2023 απόφασής του, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Έδεσσας, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, μετά την παράθεση σχετικής νομικής σκέψης, βάσει των άνω μη ποινικών ουσιαστικών διατάξεων, και μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, τα οποία προσδιορίζονται κατ’ είδος σ’ αυτήν, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: “…η Π. Μ. του Π., γεννηθείσα το 1959, την 13.08.2016, ενώ βάδιζε στο πεζοδρόμιο επί της οδού Παύλου Μελά στην Αριδαία, όπου οι πλάκες ήταν αποκολλημένες και υπερυψωμένες και μάλιστα σε μεγάλη έκταση του δρόμου, σκόνταψε σε ένα υπερυψωμένο πλακάκι, με αποτέλεσμα να πέσει στο έδαφος και να τραυματισθεί. Αμέσως μετά τον τραυματισμό της μετέβη στα ΤΕΠ του Γενικού Νοσοκομείου Πέλλας, όπου διαπιστώθηκε ότι υπέστη εξάρθρωση του αριστερού της αγκώνα, για την οποία έγινε ανάταξη, και κάταγμα κεφαλής κερκίδας αριστερά, για την αποκατάσταση του οποίου τέθηκε νάρθηκας, που αφαιρέθηκε την 31.08.2016 και της συνεστήθησαν κινησιοθεραπείες. Η σωματική βλάβη που υπέστη η παθούσα οφείλεται στην πτώση της εξαιτίας της πρόσκρουσης στις υπερυψωμένες και αποκολλημένες πλάκες του πεζοδρομίου. Ο Δήμος … έχει ευθύνη για τον τραυματισμό της, διότι τα όργανά του δεν έλαβαν τα απαιτούμενα μέτρα για την αποφυγή του ατυχήματος, καθώς όφειλαν να προβούν σε επισκευή των πλακών του πεζοδρομίου και σε τοποθέτηση ειδικής σήμανσης στο σημείο για την ενημέρωση των πεζών (χρηστών του πεζοδρομίου). Ο ισχυρισμός των κατηγορουμένων [του ήδη αναιρεσείοντος και του συγκατηγορουμένου του Δ. Μ., Δημάρχου …, μη διαδίκου εν προκειμένω, ήδη αθωωθέντος] ότι υπόχρεοι για την κατασκευή, επισκευή και συντήρηση των πεζοδρομίων είναι οι ιδιοκτήτες των παρόδιων ακινήτων κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι, ανεξάρτητα από το ότι η δαπάνη επισκευής και συντήρησης των πεζοδρομίων βαρύνει τελικώς τους παρόδιους ιδιοκτήτες, τα όργανα του Δήμου υποχρεούνται, σε περίπτωση που οι παρόδιοι αρνούνται ή παραλείπουν την επισκευή συντήρηση, να επιμελούνται για τη διενέργεια των σχετικών εργασιών συντήρησης και επισκευής και να καταλογίζουν την οικεία δαπάνη σε βάρος των οικονομικώς υπόχρεων, η οποία εισπράττεται κατά τις διατάξεις του ΚΕΔΕ (πρβλ ΣτΕ 3792/2007). Ο ισχυρισμός του δεύτερου κατηγορουμένου-εκκαλούντος (Ι. Κ.), [ήδη αναιρεσείοντος], ότι πριν το ατύχημα, δεν είχε υποπέσει στην αντίληψή του ούτε είχε αναφερθεί σ’ αυτόν καμιά κακοτεχνία στο συγκεκριμένο σημείο, είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, διότι η Π. Μ. είχε μεταβεί προηγουμένως στον Δήμο …, κατά τα έτη 2013-2014, απευθύνθηκε στον ίδιο τον Ι. Κ., Αντιδήμαρχο Τεχνικών Υπηρεσιών, στον οποίο παραπονέθηκε για την κατάσταση του πεζοδρομίου και τον ενημέρωσε για την επικινδυνότητα που ενέχει για τους πεζούς. Αυτός της υποσχέθηκε ότι θα ενημερώσει για το ζήτημα αυτό τον [μη διάδικο στην προκείμενη δίκη] Δήμαρχο, Δ. Μ., πλην όμως ουδέποτε ενημέρωσε τον δήμαρχο ή τη Διεύθυνση Τεχνικών Υπηρεσιών Περιβάλλοντος και Πολεοδομίας για όσα περιήλθαν σε γνώση του, αλλά ούτε και κατηύθυνε την Π. Μ. να προβεί σε γραπτή αναφορά στην αρμόδια υπηρεσία. Επίσης, ουδέποτε της ανέφερε ότι ευθύνη για την επισκευή του πεζοδρομίου έχουν οι παρόδιοι ιδιοκτήτες, ενώ σε κάθε περίπτωση πρέπει να σημειωθεί ότι η παθούσα δεν έπεσε στο πεζοδρόμιο που βρισκόταν μπροστά από την πατρική της οικία (…), αλλά λίγα μέτρα πιο πέρα, ήτοι μπροστά από το βενζινάδικο επί της …. Μόνο μετά την υποβολή μήνυσης εκ μέρους της και κλήση του Δημάρχου σε παροχή εξηγήσεων, κινητοποιήθηκε η διαδικασία αποκατάστασης, με εντολή του Δημάρχου προς τη Διεύθυνση Τεχνικών Υπηρεσιών Περιβάλλοντος και Πολεοδομίας του Δήμου …. Υπάλληλοι της ανωτέρω υπηρεσίας, την 04.10.2017, προέβησαν σε αυτοψία στα πεζοδρόμια της οδού Παύλου Μελά από το ύψος της Λεωφόρου Ξενιτίδη και διαπιστώθηκαν εκτεταμένες φθορές στις πλάκες πεζοδρομίου. Ειδικότερα, διαπιστώθηκε ότι σε μεγάλη έκταση του πεζοδρομίου υφίστανται πλάκες πεζοδρομίου αποκολλημένες και υπερυψωμένες, γεγονός που εμποδίζει την ασφαλή διέλευση των πεζών και αποτελούν αιτία ατυχήματος για τους διερχόμενους. Προτάθηκε η άμεση απομάκρυνση των φθαρμένων πλακών και στη συνέχεια η αποκατάσταση του πεζοδρομίου με την τοποθέτηση νέων πλακών, ώστε να εξασφαλιστεί η ομαλή διέλευση των πεζών (βλ. την υπ’ αριθ. πρωτ. 38235/04.10.2017 έκθεση αυτοψίας του Τμήματος Τεχνικών Υπηρεσιών της Διεύθυνσης Τεχνικών Υπηρεσιών Περιβάλλοντος και Πολεοδομίας του Δήμου …). Πράγματι τον Οκτώβριο του 2017 απομακρύνθηκαν οι αποκολλημένες και υπερυψωμένες πλάκες, όπως διαπιστώθηκε κατόπιν νέας αυτοψίας της ίδιας ως άνω υπηρεσίας (βλ. την υπ’ αριθ. πρωτ. 26956/23.10.2017 έκθεση αυτοψίας του Τμήματος Τεχνικών Υπηρεσιών της Διεύθυνσης Τεχνικών Υπηρεσιών Περιβάλλοντος και Πολεοδομίας του Δήμου …), ενώ η αποκατάσταση του πεζοδρομίου με τη χρήση νέων πλακών προβλέφθηκε σε έργο ανάπλασης οδών και πεζοδρομίων του Δήμου, που πραγματοποιήθηκε το έτος 2022, μετά την καταδίκη των κατηγορουμένων και ήδη εκκαλούντων με την εκκαλουμένη υπ’ αριθ. 284/2022 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Έδεσσας. Σημειωτέον ότι το έργο επισκευής του πεζοδρομίου δεν χρεώθηκε στους παρόδιους ιδιοκτήτες. Με βάση όλα τα παραπάνω αποδείχθηκε ότι ευθύνη για τον τραυματισμό της παθούσας έχει ο Δήμος … και το υπαίτιο όργανό του, ήτοι ο ορισθείς, με την υπ’ αριθ. πρωτ. 24851/αρ. αποφ. 2162/08.09.2014 του Τμήματος Υποστήριξης Πολιτικών Οργάνων της Διεύθυνσης Διοικητικών Υπηρεσιών και Προγραμματισμού του Δήμου …, Αντιδήμαρχος Τεχνικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δόμησης του Δήμου …, Ι. Κ. [ήδη αναιρεσείων], με θητεία δυόμισι ετών, δηλαδή μέχρι την 28.02.2017. Σε αυτόν μεταβιβάστηκαν αρμοδιότητες, μεταξύ άλλων, τεχνικών έργων, και ιδίως η εποπτεία και ευθύνη των τεχνικών υπηρεσιών και των αντίστοιχων οργανικών μονάδων του Δήμου και συγκεκριμένα της Διεύθυνσης Τεχνικών Έργων. Μεταξύ των αρμοδιοτήτων που του μεταβιβάστηκαν ήταν και η κατασκευή και συντήρηση των πεζοδρομίων του Δήμου, όπως συνάγεται από το άρθρο 14 του Οργανισμού Εσωτερικών Υπηρεσιών του Δήμου … (ΦΕΚ Β’2363/24.10.2011), που ισχύει συμπληρωματικά, δοθέντος ότι στις αποφάσεις ορισμού Αντιδημάρχων αναφέρονται ενδεικτικά οι αρμοδιότητες που μεταβιβάζονται από τον Δήμαρχο, χωρίς να αναφέρονται περιοριστικά οι αρμοδιότητες της αντίστοιχης υπηρεσίας, οι οποίες προβλέπονται από τον Οργανισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας. Στις αρμοδιότητες της Διεύθυνσης Τεχνικών Υπηρεσιών Περιβάλλοντος και Πολεοδομίας, με βάση τον Οργανισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας, περιλαμβάνονται και τεχνικά θέματα που σχετίζονται με τη μελέτη, εκτέλεση και συντήρηση των κάθε είδους τεχνικών έργων του Δήμου.
Συνεπώς, απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος κρίνεται ο ισχυρισμός του 2ου κατηγορουμένου-εκκαλούντος [ήδη αναιρεσείοντος] ότι δεν του μεταβιβάστηκαν οι ανωτέρω αρμοδιότητες. Επομένως, ο δεύτερος κατηγορούμενος, Ι. Κ. πρέπει να κηρυχθεί ένοχος για την πράξη που του αποδίδεται, ήτοι της σωματικής βλάβης από υπόχρεο δια παραλείψεως, διότι, ως Αντιδήμαρχος Τεχνικών Υπηρεσιών του Δήμου …, δεν έλαβε, ως όφειλε και μπορούσε, τα κατάλληλα μέτρα για τη συντήρηση, επισκευή και αντικατάσταση των φθαρμένων πλακών του πεζοδρομίου επί της οδού Παύλου Μελά στην Αριδαία, οι οποίες ήταν αποκολλημένες και υπερυψωμένες, με αποτέλεσμα, λόγω της παράλειψης της οφειλόμενης αυτής ενέργειας για τη λήψη των κατάλληλων μέτρων για την ασφάλεια και την προστασία των πεζών (χρηστών του πεζοδρομίου), η Π. Μ. του Π., η οποία στις 13.08.2016 βάδιζε στο ως άνω πεζοδρόμιο, να σκοντάψει σε ένα υπερυψωμένο πλακάκι, να πέσει στο έδαφος και να τραυματισθεί. Συγκεκριμένα, λόγω της πτώσης της η ανωτέρω υπέστη εξάρθρωση του αριστερού της αγκώνα και κάταγμα κεφαλής κερκίδας”. Στη συνέχεια, το παραπάνω Δικαστήριο της ουσίας [κηρύσσοντας αθώο τον πρώτο εκκαλούντα-κατηγορούμενο Δ. Μ., Δήμαρχο Αριδαίας, μη εν προκειμένω διάδικο, για την πράξη της σωματικής βλάβης από υπόχρεο δια παραλείψεως από κοινού με τον τότε συγκατηγορούμενό του και ήδη αναιρεσείοντα, με το σκεπτικό ότι δεν γνώριζε την κατάσταση του συγκεκριμένου πεζοδρομίου, αφού δεν είχε ενημερωθεί ούτε από την παθούσα ούτε από τον αναιρεσείοντα, ο οποίος δεν φρόντισε να πληροφορήσει σχετικά τις αρμόδιες υπηρεσίες του Δήμου και το Δήμαρχο] κήρυξε τον δεύτερο εκκαλούντα-κατηγορούμενο, ήδη αναιρεσείοντα, ένοχο, με την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α’του νέου ΠΚ, της αξιόποινης πράξης της σωματικής βλάβης από αμέλεια παρ’ υποχρέου δια παραλείψεως τελεσθείσας, για την οποία του επέβαλε ποινή φυλάκισης τεσσάρων (4) μηνών, με τριετή αναστολή, με το ακόλουθο διατακτικό: “Στην Αριδαία, στις 13.08.2016 με παράλειψή του, από αμέλειά του, δηλαδή έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα της πράξης του και προκάλεσε σωματική κάκωση και βλάβη της υγείας άλλου. Συγκεκριμένα, ενώ είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση, ως Αντιδήμαρχος Τεχνικών Υπηρεσιών του Δήμου …, δεν έλαβε τα κατάλληλα μέτρα για τη συντήρηση, επισκευή και αντικατάσταση των φθαρμένων πλακών του πεζοδρομίου επί της οδού Παύλου Μελά στην Αριδαία, οι οποίες ήταν αποκολλημένες και υπερυψωμένες, και μάλιστα σε μεγάλη έκταση του δρόμου, με αποτέλεσμα λόγω της κατάστασης αυτής, η Π. Μ. του Π., η οποία στις 13.08.2016 βάδιζε στο ως άνω πεζοδρόμιο, να σκοντάψει σε ένα υπερυψωμένο πλακάκι, να πέσει στο έδαφος και να τραυματισθεί. Συγκεκριμένα, λόγω της πτώσης της η ανωτέρω υπέστη εξάρθρωση του αριστερού της αγκώνα, κάταγμα κεφαλής κερκίδας”.
Με αυτά που δέχθηκε το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο της ουσίας, σε συνδυασμό σκεπτικού και διατακτικού, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την επιβαλλόμενη από τις άνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ’ αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά και κατά τρόπο επιτρέποντα τον αναιρετικό έλεγχο, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν, κατά τα ειδικότερον αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της ανωτέρω αξιόποινης πράξης της σωματικής βλάβης από αμέλεια παρ’ υποχρέου δια παραλείψεως τελεσθείσας, για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, [χωρίς να απαιτείται, κατά τα προεκτεθέντα, η συγκριτική στάθμιση και αξιολογική συσχέτιση αυτών (αποδεικτικών μέσων), ούτε η διευκρίνιση από ποιό ή ποιά αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή και χωρίς ανάγκη ειδικής μνείας του τι προέκυψε από το καθένα από αυτά ή προσδιορισμού της αποδεικτικής βαρύτητας εκάστου, ενώ από το όλο περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης καθίσταται βέβαιο ότι λήφθηκαν υπόψη και αξιολογήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα, όπως αναφέρονται κατ’ είδος στην αρχή του σκεπτικού της], καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή των περιστατικών στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 15, 28, 314 παρ. 1 εδ. α’ του νέου ΠΚ, τις οποίες ορθώς εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, δηλαδή με ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες, οπότε δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, παρατίθενται όλα τα στοιχεία που απαρτίζουν τη νομοτυπική υπόσταση του ανωτέρω εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων και προς τούτο προσδιορίζονται στο αιτιολογικό της προσβαλλομένης το είδος του τραυματισμού της παθούσας, οι ακριβείς συνθήκες τέλεσης του άνω αδικήματος, αφού γίνεται επαρκής αναφορά των παραλείψεων που θεμελιώνουν την αμέλεια του αναιρεσείοντος, με λεπτομερή προσδιορισμό της συμπεριφοράς του, καθώς και του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ αυτής και της προκληθείσας από την πτώση της στο έδαφος σωματικής βλάβης της παθούσας. Συγκεκριμένα, εκτίθεται ότι, στις 13.8.2016 η παθούσα Π. Μ., ενώ βάδιζε στο πεζοδρόμιο επί της οδού Παύλου Μελά στην Αριδαία, όπου οι πλάκες ήταν αποκολλημένες και υπερυψωμένες σε μεγάλη έκταση του πεζοδρομίου, σκόνταψε σε μια υπερυψωμένη πλάκα αυτού, με αποτέλεσμα να πέσει στο έδαφος και να υποστεί εξάρθρωση του αριστερού της αγκώνα και κάταγμα κεφαλής κερκίδας αριστερά. Περαιτέρω, προσδιορίζεται η παράλειψη του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, ως Αντιδημάρχου Τεχνικών Υπηρεσιών του Δήμου …, των οποίων είχε την εποπτεία και ευθύνη, να μεριμνήσει για τη λήψη των απαιτούμενων κατάλληλων μέτρων προς επισκευή και αντικατάσταση των φθαρμένων πλακών του πεζοδρομίου της οδού Παύλου Μελά στην Αριδαία, οι οποίες ήταν αποκολλημένες και υπερυψωμένες και εμπόδιζαν την ασφαλή διέλευση των πεζών, δημιουργώντας κίνδυνο ατυχήματος, ή για τη λήψη μέτρων προειδοποίησης του κινδύνου ασφαλούς διέλευσης των πεζών χρηστών του πεζοδρομίου, όπως τοποθέτηση ειδικής σήμανσης. Ακόμη, εκτός της παραλείψεως αυτής του αναιρεσείοντος, προσδιορίζονται στην προσβαλλόμενη απόφαση η μορφή της υπαιτιότητάς του, που περιγράφεται ως μη συνειδητή αμέλεια (μη πρόβλεψη του αξιοποίνου), καθώς και η, κατά τον κρίσιμο χρόνο επέλευσης του ατυχήματος, ιδιαίτερη νομική υποχρέωσή του προς ενέργεια για την αποτροπή του ως άνω αποτελέσματος, που απέρρεε από την ιδιότητά του ως Αντιδημάρχου Τεχνικών Υπηρεσιών του Δήμου …, αφού, κατά τις ρητές παραδοχές της προσβαλλομένης, μεταξύ των αρμοδιοτήτων που του μεταβιβάστηκαν ήταν και η κατασκευή και συντήρηση των πεζοδρομίων του εν λόγω Δήμου. Τέλος, διαλαμβάνεται ο αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της προπεριγραφόμενης αμελούς συμπεριφοράς του και του επελθόντος αξιόποινου αποτελέσματος, αφού σαφώς δέχεται η προσβαλλόμενη απόφαση, ότι η σωματική βλάβη της παθούσας οφείλεται στην ως άνω παράλειψη του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου να λάβει, ως όφειλε και μπορούσε, τα απαιτούμενα κατάλληλα μέτρα για τη συντήρηση, επισκευή και αντικατάσταση των φθαρμένων πλακών του συγκεκριμένου πεζοδρομίου, που ήταν αποκολλημένες και υπερυψωμένες, η οποία (παράλειψη) και αποτέλεσε την αποκλειστική αιτία του αποτελέσματος. Οι ειδικότερες αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμες, καθόσον: α) Παρατίθενται με πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία προσδιορίζεται η, κατά τα ανωτέρω και κατά τον κρίσιμο χρόνο, ιδιαίτερη νομική υποχρέωσή του, απορρέουσα από τις σχετικές αρμοδιότητες που του μεταβιβάστηκαν, συνδεόμενες με έννομη σχέση ως εκ της προμνημονευόμενης ιδιότητάς του ως Αντιδημάρχου Τεχνικών Υπηρεσιών του Δήμου …, η ιδιότητα δε αυτή του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος, σαφώς κρίθηκε ανελέγκτως ότι συνδέεται με την τήρηση των ανωτέρω υποχρεώσεών του, τις οποίες παραβίασε. β) Κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, ως όργανο του Δήμου … υπό την ανωτέρω ιδιότητά του ως Αντιδήμαρχος Τεχνικών Υπηρεσιών του Δήμου, υποχρεούνταν, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, εφόσον οι παρόδιοι ιδιοκτήτες παρέλειψαν την επισκευή ή συντήρηση του συγκεκριμένου πεζοδρομίου, να επιμεληθεί για τη διενέργεια των σχετικών εργασιών συντήρησης και επισκευής αυτού, ανεξαρτήτως των αιτιών που δημιούργησαν την εστία κινδύνου, και να καταλογίσει την οικεία δαπάνη σε βάρος των οικονομικώς υπόχρεων παρόδιων ιδιοκτητών, σύμφωνα με το ως άνω άρθρο 367 του, κυρωθέντος με το π.δ. από 14/27.7.1999, Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας, το οποίο, όπως σαφώς προκύπτει από τις προπαρατεθείσες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν κρίθηκε με αυτήν ότι συγκρούεται με το άρθρο 75 του ΚΔΚ (ν. 3463/2006), αλλ’ αντιθέτως, ότι θεσπίζεται με τις μη ποινικές αυτές διατάξεις διαφορετική, αυτοτελής, ευθύνη του ίδιου ως δημοτικού οργάνου του Δήμου … για την εξασφάλιση της ασφαλούς χρήσης των πεζοδρομίων από τους πεζούς, η οποία ουδόλως αναιρείται από τις άνω διατάξεις του Κτιριοδομικού Κανονισμού, που εγκαθιδρύουν ευθύνη των ιδιοκτητών των παρόδιων ακινήτων μόνο για την καταβολή της δαπάνης αποκατάστασης, επισκευής των, προ των ακινήτων τους, πεζοδρομίων. Άλλωστε, κατά τις παραδοχές του Δικαστηρίου, μεταξύ των αρμοδιοτήτων που μεταβιβάστηκαν στον αναιρεσείοντα ήταν και η συντήρηση-επισκευή των πεζοδρομίων του Δήμου, η δε παθούσα δεν έπεσε στο πεζοδρόμιο που βρισκόταν μπροστά από την πατρική της οικία. Ενόψει τούτων, οι υποστηρίζοντες τα αντίθετα λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του ΚΠΔ, με τους οποίους ο αναιρεσείων πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την περί ενοχής κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της εφαρμοσθείσας ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 15 νέου ΠΚ, καθώς και της μη ποινικής ουσιαστικής διάταξης του άρθρου 367 π.δ.14/1999, είναι αβάσιμοι. Οι λοιπές διαλαμβανόμενες στους ίδιους ως άνω λόγους αιτιάσεις, μεταξύ των οποίων και α) ο αρνητικός της κατηγορίας (και όχι αυτοτελής) ισχυρισμός περί αποκλειστικής αμέλειας της παθούσας Π. Μ. στην πρόκληση της σωματικής της βλάβης επειδή, κατά τον αναιρεσείοντα, η παθούσα αφενός γνώριζε ότι οι πλάκες του πεζοδρομίου δεν είχαν τοποθετηθεί όπως έπρεπε και δεν επέδειξε την απαιτούμενη προσοχή διασχίζοντας το συγκεκριμένο τμήμα του πεζοδρομίου και αφετέρου ολιγώρησε πλήρως ως προς την υποχρέωσή της να εκκινήσει την εκ του ως άνω άρθρου 367 του π.δ/τος 14/1999 διαδικασία επισκευής του πεζοδρομίου, β) ότι το παραπάνω Δικαστήριο στήριξε εν μέρει τη δικανική του κρίση στην αμφίβολης ειλικρίνειας μαρτυρική κατάθεση της παθούσας και γ) ότι στην προσβαλλομένη δεν αναλύεται η αντιπαραβολή των δύο επικαλούμενων αποδεικτικών μέσων (εγγράφων), ώστε να γίνει σαφής ο λόγος που προκρίθηκε το ένα εξ αυτών, με βάση το οποίο το Δικαστήριο τον καταδίκασε, είναι απαράδεκτες, αφού αφορούν την εκτίμηση των αποδείξεων. Επομένως, οι αιτιάσεις αυτές, συνιστώσες αμφισβήτηση των σε βάρος του ήδη αναιρεσείοντος ουσιαστικών παραδοχών της προσβαλλόμενης καταδικαστικής αποφάσεως και της ορθότητας του αποδεικτικού της πορίσματος, ως αναφερόμενες σε διαφορετική αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων, απαραδέκτως προβάλλονται, αφού, με την επίφαση των ανωτέρω αναιρετικών λόγων, πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Μετά από αυτά και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης προς εξέταση, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα της προκείμενης ποινικής διαδικασίας (άρθρο 578 παρ. 1 ΚΠΔ), κατά τα οριζόμενα, ειδικότερα, στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 9.6.2023 αίτηση του κατηγορουμένου Ι. Κ. του Π., κατοίκου …, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 224/2023 αποφάσεως του, δικάσαντος σε δεύτερο βαθμό, Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Έδεσσας.
Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 13 Φεβρουαρίου 2024.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 2 Απριλίου 2024.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ

Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Source :
To Top