ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 2075 / 2009 Κατανάλωση οινοπνευματωδών ποτών από ανηλίκους σε κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος

Αριθμός 2075/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Z’ Ποινικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Παπαδόπουλο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο-Εισηγητή και Ανδρέα Ξένο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Σεπτεμβρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου – Εμμανουήλ Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου Χ, κατοίκου …, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αριστείδη Καραχάλιο, περί αναιρέσεως της 2574/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας.

Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λάρισας, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 7 Νοεμβρίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 149/2009.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 ΠΔ 36/1994, “σε ανηλίκους κάτω των 17 ετών, οι οποίοι δεν συνοδεύονται από τους γονείς ή κηδεμόνες τους, δεν επιτρέπεται: α. Η είσοδος και παραμονή σε κέντρα διασκεδάσεων και αμιγή μπαρ, β. η κατανάλωση οινοπνευματωδών ποτών στα λοιπά δημόσια κέντρα”. Κατά δε την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, “υπεύθυνοι για κάθε παράβαση των οριζομένων στην προηγούμενη παράγραφο θεωρούνται οι ιδιοκτήτες ή διευθυντές των καταστημάτων και σε περίπτωση απουσίας τους οι υπάλληλοι ή βοηθοί αυτών, οι οποίοι τιμωρούνται με τις ποινές του άρθρου 458 του Π.Κ., εάν η παράβαση δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλη διάταξη”. Η ανωτέρω παράβαση τιμωρείται πράγματι βαρύτερα (με φυλάκιση μέχρι 2 ετών και χρηματική ποινή) με βάση τις διατάξεις του άρθρου 12 παρ. 1 α, β, 2 ν. 1481/1984, όπως η παρ. 2 αντικ. με άρθρο 5 παρ. 4 ν. 2452/1996. Απαραίτητη προϋπόθεση για την εφαρμογή της είναι η χορήγηση οινοπνευματωδών ποτών σε ανηλίκους κάτω των 17 ετών, εφόσον αυτοί δεν συνοδεύονται από τους γονείς ή κηδεμόνες τους. Στην έννοια δε των “λοιπών δημοσίων κέντρων” (δηλ. αυτών που δεν υπάγονται στο εδάφ. α) υπάγεται κάθε κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος, μεταξύ των οποίων και η καφετέρια.
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογίας, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ, όταν εκτίθενται σ’ αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, σχετικά με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το δικαστήριο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις υπαγωγής αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι μόνο μερικά απ’ αυτά, κατ’ επιλογή, όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ` αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου και να μην έχει η απόφαση νόμιμη βάση (Ολ. ΑΠ 3/2008).
Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λάρισας, με την προσβαλλομένη απόφαση, δέχθηκε ότι: “… αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος στις 7-8-2004 στα … ως ιδιοκτήτης καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος το οποίο εκμεταλλεύεται επιχειρηματικώς και ως εκ τούτου είναι υπεύθυνος για τη λειτουργία του, επέτρεψε την παρουσία ανηλίκων σε κατάστημα, προσφέροντας σε αυτούς οινοπνευματώδη ποτά και ειδικότερα στο κατάστημα υπό την επωνυμία “…” επέτρεψε την παρουσία των ανηλίκων α) ΑΑ και β) ΒΒ, προσφέροντας σ’ αυτούς, έναντι χρηματικού τιμήματος, οινοπνευματώδη ποτά. Ειδικότερα, … στη διάρκεια του Αυγούστου 2004 ο κατηγορούμενος διατηρούσε, ως ιδιοκτήτης, στην πόλη των … κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος, ήτοι καφετέρια με τον διακριτικό τίτλο “…”, το οποίο εκμεταλλευόταν επιχειρηματικά και ήταν, συνεπώς, εξαιτίας αυτού του λόγου υπεύθυνος για τη σύμφωνη προς τους νόμους λειτουργία του καταστήματος. Στις 07.08.2004 διενεργήθηκε αστυνομικός έλεγχος στο συγκεκριμένο κατάστημα του κατηγορουμένου και διαπιστώθηκε ότι παρευρίσκονταν εκεί ως θαμώνες δύο ανήλικοι, ήτοι ο ΑΑ και η ΒΒ, ηλικίας 16 ετών αντίστοιχα, και έπιναν οινοπνευματώδες ποτό (μπύρα), το οποίο είχε προσφέρει σε αυτούς ο αρμόδιος υπάλληλος (σερβιτόρος) του καταστήματος έναντι χρηματικού ποσού. Δεν καταλείπεται αμφιβολία στο Δικαστήριο ότι ο κατηγορούμενος ήταν παρών στο κατάστημά του κατά την ώρα που διενεργήθηκε εκεί ο αστυνομικός έλεγχος, οπότε διαπιστώθηκε η παρουσία των ανηλίκων στο κατάστημα και η κατανάλωση οινοπνευματώδους ποτού από αυτούς. Αλλά, και αν ακόμη γίνει δεκτή η σχετική μαρτυρία της μάρτυρα υπεράσπισης, σύμφωνα με την οποία “δεν ήταν παρών ο κατηγορούμενος κατά την ώρα του ελέγχου”, δεν καθίσταται ανεύθυνος ο κατηγορούμενος ως προς την παρουσία ανηλίκων στο κατάστημά του και την προσφορά οινοπνευματωδών ποτών σε αυτούς έναντι τιμήματος, διότι υπεύθυνοι για κάθε παράβαση όσων ορίζονται στο άρθρο 1 § 1 ΠΔ 36/1994 θεωρούνται οι ιδιοκτήτες και οι διευθυντές των καταστημάτων και μόνο σε περίπτωση απουσίας αυτών οι υπάλληλοι ή οι βοηθοί τους. Ο όρος “απουσία” της συγκεκριμένης διάταξης δεν έχει την έννοια την προσωρινής απουσίας στη διάρκεια του αστυνομικού ελέγχου, η οποία ενδέχεται να είναι σκόπιμη, προκειμένου να αποφευχθεί ο καταλογισμός ευθυνών, αλλά η διαρκέστερη απουσία, η οποία εμποδίζει τον ιδιοκτήτη ή τον διευθυντή του καταστήματος να αντιληφθεί την είσοδο ανηλίκων στο κατάστημα και την προσφορά οινοπνευματωδών ποτών σε αυτούς. Στη διάρκεια της δίκης τούτης δεν αποδείχθηκε καθόλου ότι η απουσία του κατηγορουμένου από το κατάστημά του στη διάρκεια της επίδικης ημέρας (07.08.2004) είχε τόσο μεγάλη διάρκεια, ώστε να μην αντιληφθεί ο κατηγορούμενος την είσοδο των πιο πάνω ανηλίκων στο κατάστημά του και την προσφορά οινοπνευματώδους ποτού σε αυτούς …”. Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λάρισας διέλαβε, στην προσβαλλόμενη απόφαση, την απαιτούμενη, κατά τις ανωτέρω διατάξεις του συντάγματος και του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, για την κρίση του ότι ο αναιρεσείων τέλεσε την πράξη για την οποία καταδικάσθηκε. Συγκεκριμένα, εκτίθενται στην απόφαση, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της παρουσίας ανηλίκων σε κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος και της προσφοράς σ` αυτούς οινοπνευματωδών ποτών, για το οποίο πρόκειται, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία αποδείχθηκαν τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις υπαγωγής τους στις ανωτέρω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφαρμόσθηκαν. Ειδικότερα, παρατίθεται στην απόφαση ότι ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος διατηρούσε, ως ιδιοκτήτης, κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος (καφετέρια), το οποίο εκμεταλλευόταν επιχειρηματικά και ήταν, ως εκ τούτου, υπεύθυνος για τη σύμφωνα με τους νόμους λειτουργία του, ότι, κατά τη διενέργεια αστυνομικού ελέγχου, διαπιστώθηκε ότι παρευρίσκονταν εκεί, ως θαμώνες, οι προαναφερόμενοι ανήλικοι (ηλικίας 16 ετών), στους οποίους είχε προσφερθεί από το σερβιτόρο οινοπνευματώδες ποτό (μπύρα) και ότι “δεν καταλείπεται αμφιβολία στο Δικαστήριο” ότι ο κατηγορούμενος ήταν παρών στο κατάστημά του κατά την ώρα που διενεργήθηκε εκεί ο αστυνομικός έλεγχος, οπότε διαπιστώθηκε η παρουσία των ανηλίκων στο κατάστημα και η κατανάλωση οινοπνευματώδους ποτού από αυτούς. Το Δικαστήριο, δηλαδή, σαφώς δέχθηκε την παρουσία του κατηγορουμένου στο κατάστημά του κατά το χρόνο της διενέργειας του αστυνομικού ελέγχου, γεγονός που αρκούσε για να στηρίξει το διατακτικό, τα δε περαιτέρω αναφερόμενα ότι “δεν αποδείχθηκε καθόλου ότι η απουσία του κατηγορουμένου από το κατάστημά του στη διάρκεια της επίδικης ημέρας (07.08.2004) είχε τόσο μεγάλη διάρκεια, ώστε να μην αντιληφθεί ο κατηγορούμενος την είσοδο των πιο πάνω ανηλίκων στο κατάστημά του και την προσφορά οινοπνευματώδους ποτού σε αυτούς” δεν είναι αντιφατικά, αλλά ελέχθησαν εκ περισσού, προς αντίκρουση της καταθέσεως της μάρτυρος υπερασπίσεως, χωρίς να αναιρούν την κρίση του για την χωρίς αμφιβολία παρουσία του κατηγορουμένου στο κατάστημά του κατά τον κρίσιμο χρόνο. Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε ΚΠΔ πρώτος και δεύτερος λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη της κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτουμένης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και προβάλλει ο αναιρεσείων ότι η ως άνω διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του π.δ. 36/1994 απαγορεύει την είσοδο των ανηλίκων κάτω των 17 ετών μόνο σε κέντρα διασκεδάσεως και αμιγή μπαρ και όχι στα λοιπά δημόσια κέντρα, όπως το κατάστημά του (καφετέρια), ενώ κρίθηκε ένοχος της προσφοράς σε ανηλίκους οινοπνευματωδών ποτών παρά την αποδεδειγμένη απουσία του κατά την ημέρα του αστυνομικού ελέγχου από το κατάστημα, καίτοι η διάταξη του άρθρου 1 παρ. 2 του π.δ. 36/1994 ορίζει ότι, σε περίπτωση απουσίας των ιδιοκτητών ή διευθυντών των καταστημάτων, υπεύθυνοι θεωρούνται οι υπάλληλοι ή οι βοηθοί τους, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Με τον τρίτο (τελευταίο) λόγο της αιτήσεως, προβάλλει ο αναιρεσείων την αιτίαση ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση έχει παρατεθεί ως εφαρμοστέα διάταξη για την πράξη για την οποία καταδικάσθηκε η διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1,2 του π.δ. 36/1994, η οποία αναφέρεται σε παροχή εργασίας σε καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος χωρίς άδεια της αστυνομικής αρχής, αντί της ορθής του άρθρου 1 παρ. 1 περ. β’ του π.δ. 36/1994, η οποία αναφέρεται στην απαγόρευση κατανάλωσης οινοπνευματωδών ποτών στα λοιπά δημόσια κέντρα, με συνέπεια να αποδώσει διαφορετική έννοια στην ανωτέρω διάταξη από εκείνη που έχει, να μη υπαγάγει ορθά τα διαλαμβανόμενα περιστατικά σ` αυτή για τα στοιχεία και την ταυτότητα της αξιόποινης πράξης και, επομένως, να μην εφαρμόσει ορθά τη διάταξη αυτή. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, αφού με το άρθρο 50 παρ. 4 του ν. 3160/2003 τροποποιήθηκε το άρθρο 510 παρ. 1 ΚΠΔ και, μεταξύ άλλων, καταργήθηκε και ο προβλεπόμενος στο στοιχ. Η’ λόγος αναίρεσης κατά αποφάσεων για τη μη παράθεση στην απόφαση του σχετικού άρθρου του ποινικού νόμου, αντίστοιχα δε με την παράγραφο 9 του ίδιου άρθρου τροποποιήθηκε και το άρθρο 518 παρ. 1 του ΚΠΔ με την απάλειψη της ρύθμισης για την περίπτωση που δεν έχει παρατεθεί το άρθρο του ποινικού νόμου που εφαρμόστηκε, ότι δηλαδή ο Άρειος Πάγος στην περίπτωση αυτή παραθέτει αυτός το σωστό άρθρο του ποινικού νόμου. Στην προκειμένη δε περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών προκύπτει ότι εφαρμόσθηκε μεν η ορθή διάταξη του ποινικού νόμου που ρυθμίζει την επίδικη αξιόποινη πράξη, αλλά από παραδρομή παρατέθηκε η εσφαλμένη του άρθρου 3 παρ. 1 και 2 π.δ. 36/1994. Ωστόσο, εφόσον ο Άρειος Πάγος, σύμφωνα με το άρθρο 514 εδάφιο τέταρτο ΚΠΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 50 παρ. 4 του ν. 3160/2003, μπορεί, ακόμη και αν δεν εμφανιστεί ο αναιρεσείων, αυτεπαγγέλτως να παραθέσει τα σχετικά άρθρα του ποινικού νόμου που εφαρμόστηκαν στην προσβαλλόμενη απόφαση, αν αυτά δεν έχουν παρατεθεί σε αυτή ή έχουν παρατεθεί εσφαλμένα, τούτο πολύ περισσότερο δικαιούται να πράξει και όταν ο αναιρεσείων είναι παρών. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ), να παραγγελθεί δε η παράθεση στην προσβαλλομένη απόφαση της ορθής διάταξης του ποινικού νόμου που εφαρμόσθηκε.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 7 Νοεμβρίου 2008 (υπ’ αριθ. πρωτ. 9478/2008) αίτηση του Χ για αναίρεση της υπ` αριθ. 2574/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.

ΠΑΡΑΓΓΕΛΛΕΙ να παρατεθεί στην υπ’ αριθ. 2574/2008 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας, στη σελίδα 5, το άρθρο που προβλέπει την πράξη για την οποία κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων και συγκεκριμένα το άρθρο 1 παρ. 1, 2 π.δ. 36/1994, αντί του εσφαλμένου 3 παρ. 1, 2 π.δ. 36/1994.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Οκτωβρίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 5 Νοεμβρίου 2009.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Source :
To Top