ΔΕΕ Η αδυναμία αποτελεσματικής αμφισβήτησης της δέσμευσης τραπεζικού λογαριασμού παραβίασε το δικαίωμα ειρηνικής απόλαυσης της περιουσίας

ΑΠΟΦΑΣΗ

Amerisoc Center S.R.L. κατά Λουξεμβούργου της 17.10.2024 (αριθμ. προσφ. 50527/20)

Βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Κατόπιν αιτήματος διεθνούς αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής που υπέβαλαν οι Περουβιανές αρχές, στο πλαίσιο ποινικής έρευνας για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, οι αρχές του Λουξεμβούργου κατέσχεσαν για τουλάχιστον έξι (6) χρόνια, τα περιουσιακά στοιχεία της προσφεύγουσας εταιρείας, που έδρευε στην Κόστα Ρίκα. Συγκεκριμένα δεσμεύθηκε ο τραπεζικός λογαριασμός της σε τράπεζα του Λουξεμβούργου, ποσού 2.605.589 δολάρια ΗΠΑ.

Η προσφεύγουσα δεν ενημερώθηκε από την τράπεζα για την ανωτέρω κατάσχεση για να προβεί σε παρατηρήσεις – αντιρρήσεις  εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας των 10 ημερών.

Η προσφεύγουσα εταιρεία ζήτησε, ανεπιτυχώς, για να της επιστραφούν τα περιουσιακά της στοιχεία.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι αρχές του Λουξεμβούργου δεν είχαν αξιολογήσει την αναλογικότητα του μέτρου, το οποίο, λόγω της φύσης και του πεδίου εφαρμογής του, φαινόταν, εκ πρώτης όψεως, σημαντικό και σκληρό και το οποίο, εξάλλου, διαρκούσε επί έξι έτη. Ήταν καθήκον των εθνικών δικαστηρίων να βεβαιωθούν ότι η δέσμευση των κεφαλαίων της προσφεύγουσας δεν θα της προκαλούσε μεγαλύτερη ζημία από εκείνη που αναπόφευκτα προέκυπτε από τα μέτρα αυτά. Κατά το Δικαστήριο του Στρασβούργου το πεδίο εφαρμογής του ελέγχου των εθνικών δικαστηρίων ήταν υπερβολικά στενό για να ικανοποιήσει την απαίτηση της επιδίωξης «δίκαιης ισορροπίας» που εμπεριέχεται στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου. Το συμπέρασμα αυτό ενισχύθηκε από το γεγονός ότι το συγκεκριμένο ζήτημα δεν είχε εξεταστεί ούτε από τις Περουβιανές αρχές.

Έτσι, τα εθνικά δικαστήρια δεν είχαν παράσχει στην προσφεύγουσα μια εύλογη ευκαιρία να εκθέσει την υπόθεσή της μέσα από μια  διαθέσιμη διαδικασία.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η καταγγελλόμενη κατάσχεση συνιστούσε επέμβαση στο δικαίωμα της προσφεύγουσας στην ειρηνική απόλαυση της περιουσίας της, το οποίο, ελλείψει ένδικου μέσου για την προσβολή του μέτρου αυτού κατά τρόπο αποτελεσματικό, ήταν δυσανάλογο σε σχέση με τον επιδιωκόμενο νόμιμο σκοπό.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (προστασία της περιουσίας), κρίνοντας ότι η διαπίστωση της παραβίασης αποτελούσε από μόνη της επαρκή δίκαιη ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη η προσφεύγουσα και επιδίκασε 11.500 ευρώ για δικαστικά έξοδα.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Η προσφεύγουσα είναι εταιρεία από την Κόστα Ρίκα που έχει την καταστατική της έδρα στο Σαν Χοσέ (Κόστα Ρίκα). Στις 5 Δεκεμβρίου 2018 ένας ανακριτής του Λουξεμβούργου διέταξε την έρευνα και την κατάσχεση του τραπεζικού λογαριασμού της προσφεύγουσας εταιρείας, δυνάμει αιτήματος διεθνούς αμοιβαίας νομικής δικαστικής συνδρομής που εξέδωσε η εισαγγελία της Λίμα στις 22 Νοεμβρίου 2018. Η εν λόγω κατάσχεση είχε ως στόχο τη διασφάλιση της επακόλουθης δήμευσης των κεφαλαίων στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας που κίνησαν οι αρχές του Περού.

Στις 6 Δεκεμβρίου 2018 τραπεζικά κεφάλαια ύψους 2.605.589 δολαρίων ΗΠΑ – τα οποία, σύμφωνα με την προσφεύγουσα εταιρεία, αποτελούσαν σχεδόν το σύνολο των περιουσιακών της στοιχείων – κατασχέθηκαν. Η προσφεύγουσα εταιρεία προσπάθησε, ανεπιτυχώς, να αμφισβητήσει την εν λόγω κατάσχεση ενώπιον των περουβιανών αρχών  και Λουξεμβούργου. Στις 11 Μαρτίου 2024, απαντώντας σε ερώτημα του ΕΔΔΑ, η προσφεύγουσα εταιρεία ανέφερε ότι τα κεφάλαια εξακολουθούσαν να είναι δεσμευμένα.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η απόφαση της 5ης Δεκεμβρίου 2018 που διέταξε την έρευνα και την κατάσχεση των περιουσιακών στοιχείων του τραπεζικού λογαριασμού συνιστούσε επέμβαση στο δικαίωμα της προσφεύγουσας εταιρείας να απολαμβάνει ειρηνικά την  περιουσία της. Η επέμβαση αυτή προβλεπόταν από το δίκαιο περί διεθνούς αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής και επιδίωκε νόμιμο σκοπό (συνεργασία μεταξύ κρατών με σκοπό την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος και την πρόληψη της παράνομης χρήσης, κατά τρόπο επικίνδυνο για την κοινωνία, των περιουσιακών στοιχείων δυνητικά παράνομης προέλευσης).

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι το άρθρο 9 του νόμου του Λουξεμβούργου περί διεθνούς αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής προέβλεπε ότι, σε περίπτωση που η κατάσχεση είχε πραγματοποιηθεί από τις αρχές του Λουξεμβούργου κατόπιν αιτήματος αλλοδαπής αρχής, η νομιμότητα της διαδικασίας υπόκειται σε συστηματική επανεξέταση. Στις διαδικασίες αυτές, ο «ενδιαφερόμενος τρίτος» (στην προκειμένη περίπτωση η προσφεύγουσα εταιρεία) μπορούσε να υποβάλει «παρατηρήσεις» εντός 10 ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία κοινοποιήθηκε στην τράπεζα η απόφαση κατάσχεσης.

Όταν η τράπεζα ενημέρωνε την πελάτισσά της εταιρεία για την εντολή κατάσχεσης, αυτή μπορούσε να υποβάλει παρατηρήσεις και να προβάλει τα επιχειρήματά του, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αποσκοπούν στην ανάκτηση των δεσμευμένων κεφαλαίων.

Τα πράγματα ήταν διαφορετικά, ωστόσο, εάν η τράπεζα επέλεγε να μην γνωστοποιήσει την ύπαρξη της εν λόγω εντολής στον ενδιαφερόμενο. Πράγματι, ο νόμος περί διεθνούς αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής δεν προέβλεπε υποχρεωτικό μηχανισμό που να διασφαλίζει ότι ο ενδιαφερόμενος τρίτος θα ενημερώνεται για το αίτημα για διεθνούς αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής που συνεπάγεται κατάσχεση των τραπεζικών κεφαλαίων ή περιουσιακών στοιχείων τους. Σε τέτοιες περιπτώσεις, ο πελάτης δεν γνώριζε επομένως ότι η προθεσμία των 10 ημερών για την υποβολή παρατηρήσεων βάσει του άρθρου 9 του νόμου περί διεθνούς αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής είχε αρχίσει να ισχύει.

Αυτό συνέβη και στην παρούσα υπόθεση, όπου η προσφεύγουσα εταιρεία είχε μάθει για την απόφαση κατάσχεσης της 5ης Δεκεμβρίου 2018 μετά τη λήξη της προθεσμίας για την υποβολή παρατηρήσεων που προβλέπεται στο άρθρο 9 του νόμου περί διεθνούς αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής. Ως εκ τούτου, η απόφαση της 1 Φεβρουαρίου 2019 του chambre du conseil του περιφερειακού δικαστηρίου του Λουξεμβούργου – η οποία είχε διαπιστώσει ότι η διαδικασία είχε τηρήσει τις τυπικές προϋποθέσεις – είχε εκδοθεί χωρίς η προσφεύγουσα εταιρεία να είχε την ευκαιρία να υποβάλει παρατηρήσεις δυνάμει του άρθρου 9 του νόμου περί διεθνούς αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής.

Ως εκ τούτου, η προσφεύγουσα εταιρεία είχε υποβάλει αίτηση ανάκτησης περιουσιακών στοιχείων βάσει του άρθρου 11 του νόμου περί διεθνούς αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής, η οποία απορρίφθηκε ως αβάσιμη.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε επομένως ότι οι αρχές του Λουξεμβούργου δεν είχαν ποτέ αξιολογήσει την αναλογικότητα του μέτρου, το οποίο, λόγω της φύσης και του πεδίου εφαρμογής του, φαινόταν, εκ πρώτης όψεως, σημαντικό και σκληρό και το οποίο, εξάλλου, διαρκούσε επί έξι έτη.

Ήταν καθήκον των εθνικών δικαστηρίων να βεβαιωθούν ότι η δέσμευση των κεφαλαίων της προσφεύγουσας εταιρείας δεν θα της προκαλούσε μεγαλύτερη ζημία από εκείνη που αναπόφευκτα προέκυπτε από τα μέτρα αυτά. Το Δικαστήριο είχε προηγουμένως επισημάνει ότι, μολονότι κάθε κατάσχεση συνεπάγεται ζημία, η πραγματική ζημία που υφίστανται οι θιγόμενοι από ένα τέτοιο μέτρο δεν θα πρέπει να είναι ευρύτερη από εκείνη που ήταν αναπόφευκτη, για να είναι συμβατό με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου. Το Δικαστήριο γνώριζε βεβαίως τις δυσκολίες που συνεπάγεται η διεθνής συνεργασία. Ωστόσο, ακόμη και όταν ένα μέτρο είχε διατάχθηκε στο πλαίσιο αιτήματος διεθνούς αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής που υποβλήθηκε από άλλο κράτος, όπως στην προκειμένη περίπτωση, οι εθνικές αρχές είχαν την υποχρέωση να εφαρμόσουν τις αρχές αυτές επί της ουσίας, και να το πράττουν με γνώμονα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τους μηχανισμούς της διεθνούς αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής.

Στην προκειμένη περίπτωση το Δικαστήριο έκρινε ότι το πεδίο εφαρμογής του ελέγχου των δικαστηρίων του Λουξεμβούργου ήταν υπερβολικά στενό για να ικανοποιήσει την απαίτηση της επιδίωξης «δίκαιης ισορροπίας» που εμπεριέχεται στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου.

Το συμπέρασμα αυτό ενισχύθηκε από το γεγονός ότι το συγκεκριμένο ζήτημα δεν είχε εξεταστεί από τις Περουβιανές αρχές.

Έτσι, τα εθνικά δικαστήρια δεν είχαν παράσχει στην προσφεύγουσα μια εύλογη ευκαιρία να εκθέσει την υπόθεσή της μέσα από την διαθέσιμη διαδικασία. Η κατάσταση αυτή είχε προκύψει, πρώτον, από το δίκαιο περί διεθνούς αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής, ο οποίος δεν προέβλεπε ότι οι πληροφορίες σχετικά με την απόφαση δέσμευσης έπρεπε να κοινοποιηθούν στον ενδιαφερόμενο πελάτη της τράπεζας και, δεύτερον, από την απόφαση των εθνικών δικαστηρίων να μην εξετάσουν τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας βάσει του άρθρου 11 του νόμου αυτού.

Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι τα κράτη ήταν σε καλύτερη θέση να επιλέξουν τα κατάλληλα μέσα με τα οποία θα εξασφαλίσουν ότι τα νομικά τους συστήματα ήταν σύμφωνα με τις απαιτήσεις της Σύμβασης. Έτσι, δεν ήταν υποχρεωμένο να αποφανθεί επί του ζητήματος σχετικά με το ποιο από τα δύο εσωτερικά ένδικα μέσα – που προβλέπονται από τα άρθρα 9 και 11 του νόμου περί διεθνούς αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής, αντίστοιχα – ήταν τα καταλληλότερα για να εξασφαλίσουν τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις της Σύμβασης.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η κατάσχεση των περιουσιακών στοιχείων της προσφεύγουσας εταιρείας αποτελούσε, στην προκειμένη περίπτωση, επέμβαση στο δικαίωμά της για ειρηνική απόλαυση της περιουσίας της, η οποία, ελλείψει ένδικου μέσου με το οποίο θα μπορούσε να προσβάλει το μέτρο αυτό κατά τρόπο αποτελεσματικό, ήταν δυσανάλογο σε σχέση με τον επιδιωκόμενο νόμιμο σκοπό. Κατά συνέπεια, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης.

Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η διαπίστωση της παραβίασης αποτελούσε από μόνη της επαρκή δίκαιη ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη η προσφεύγουσα εταιρεία. Επιπλέον, έκρινε ότι το Λουξεμβούργο όφειλε να καταβάλει στην προσφεύγουσα εταιρεία 11.500 ευρώ για έξοδα και δαπάνες.

Source :
To Top