Αρειος Πάγος: Το σκεπτικό της απόρριψης των αναιρέσεων των δολοφόνων και βιαστών της Ελένης Τοπαλούδη

 

Δαμιανός Αθανασίου

Με την υπ’ αριθμ. 747/23-5-2024 απόφαση του Στ’ Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, που καθαρογράφηκε προ ολίγων ημερών, απορρίφθηκαν οι αιτήσεις αναιρέσεως που υπέβαλαν ο 26χρονος Ροδίτης και ο 24χρονος συγκατηγορούμενός του αλβανικής καταγωγής, τελεσιδίκως καταδικασθέντες σε ισόβια και 15 έτη κάθειρξη από το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών για τα αδικήματα της ανθρωποκτονίας και του ομαδικού βιασμού της νεαρής φοιτήτριας Ελένης Τοπαλούδη, τον Νοέμβριο του 2018 στη Ρόδο.
Στους δύο κατηγορούμενους δεν έχει αναγνωριστεί κανένα ελαφρυντικό.
Την έκδοση της αποφάσεως, το σκεπτικό της οποίας δεν ήταν προσιτό στους διαδίκους μέχρι μόλις πρόσφατα, είχε αποκαλύψει η «δημοκρατική» την 25η Μαΐου 2024.
Οπως έκανε δεκτό και το Στ’ Τμήμα του Αρείου Πάγου ερχόμενο σε πλήρη ταύτιση με τις παραδοχές και τις σκέψεις της απόφασης του δευτεροβάθμιου ποινικού δικαστηρίου, που έκρινε πλήρως αιτιολογημένη και ορισμένη, η Ελένη Τοπαλούδη, φοιτήτρια του Τμήματος Μεσογειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αιγαίου, γνωρίστηκε με τον αλλοδαπό την 25η Νοεμβρίου 2018, στη Ρόδο, τόπο κατοικίας και των δύο. Μέχρι την 27η Νοεμβρίου 2018 έχουν συνευρεθεί ερωτικά, τουλάχιστον μία φορά. Το απόγευμα της 27ης Νοεμβρίου 2018 από ώρα 20.30′ μέχρι 21,30′ περίπου η Ελένη βρίσκεται στο σπίτι της παρέα με έναν ημεδαπό, το δε βράδυ της 27ης Νοεμβρίου 2018, μεταξύ 21.30′ και 24.00′ συνομιλούσε τηλεφωνικά με φίλη της.

Η εν λόγω συνομιλία τους διήρκησε περί το δίωρο, πράγμα σύνηθες σε φίλες αυτής της ηλικίας. Κατά τη διάρκεια της συνομιλίας αυτής η Ελένη ταυτόχρονα επικοινωνούσε με μηνύματα και με τον αλλοδαπό για να κανονίσουν για φαγητό.
Πράγματι λέει στη φίλη της κάποια στιγμή ότι της χτύπησαν την πόρτα, ότι είναι το παιδί που σου είχα πει ότι θα πάνε για φαΐ (σουβλατζίδικο). Γύρω στις 24.00′ ώρα κλείνουν το τηλέφωνο.
Η Ελένη ντύνεται πρόχειρα και ακολουθεί τον αλλοδαπό για το σουβλατζίδικο.
Στο δρόμο αντιλαμβάνεται ότι στην παρέα θα είναι και ο ημεδαπός, τον οποίο σύμφωνα με τα λεγόμενα των κατηγορουμένων, η ίδια γνώριζε μόνον κατ’ όψη.
Εκεί οι κατηγορούμενοι της πρότειναν να πάνε σε σουβλατζίδικο στην Κάλαθο και όχι στο κοντινότερο στην πόλη της Ρόδου. Για το σκοπό αυτό θα χρησιμοποιούσαν φορτηγάκι, ιδιοκτησίας του πατέρα του ημεδαπού.
Στη διαδρομή οδηγούσε το αυτοκίνητο ο αλλοδαπός, η Ελένη καθόταν στη θέση του συνοδηγού και ο ημεδαπός πίσω στην καρότσα. Όταν έφθασαν όμως στην Κάλαθο, η ώρα ήταν περασμένες 24.00′ και το σουβλατζίδικο ήταν κλειστό.
Οι κατηγορούμενοι είχαν σταματήσει το φορτηγάκι κοντά στο σουβλατζίδικο, σ’ ένα πλάτωμα του δρόμου δίπλα στην επαρχιακή οδό Ρόδου – Λίνδου και ο ημεδαπός κατέβηκε και κατευθύνθηκε για το σουβλατζίδικο, για την παραγγελία, απ’ όπου μετά από λίγο γύρισε άπρακτος.

Στο μεταξύ ο αλλοδαπός περίμενε στη θέση του οδηγού, ενώ η Ελένη στη θέση του συνοδηγού, ασχολούμενη με το κινητό της, χωρίς να συμμετέχει στη συζήτηση των κατηγορουμένων.
Ακολούθως οι κατηγορούμενοι έπεισαν την Ελένη να τους ακολουθήσει στο εξοχικό σπίτι του ημεδαπού στους Πεύκους, λίγα χιλιόμετρα μετά την Κάλαθο, για ένα ποτάκι….
Μεταξύ 00.30′ με 01.10′ π.μ. δεν έχει τίποτα ακόμα συμβεί. Οι τρεις νεαροί χαλαρώνουν πίνοντας ένα ποτό (βότκα το πιθανότερο). Στη 01.07 π.μ. η Ελένη στέλνει ένα μήνυμα μέσω messenger σε φίλη της που έγραφε: «πάρε με σε μία ώρα τηλ.».
Η σημασία του μηνύματος αυτού είναι: «Δεν περνάω καλά, δεν νιώθω άνετα, κάτι δεν πάει καλά, θέλω να αποχωρήσω. Πάρε τηλέφωνο για να δεις πώς είμαι, να μπορέσω να γυρίσω».
Η αποστολή δηλαδή αυτού του μηνύματος υποδηλώνει ότι τα πράγματα άρχισαν να παίρνουν λάθος τροπή.
Η Ελένη αντιλαμβάνεται πως ο σκοπός των δύο κατηγορουμένων δεν είναι άλλος παρά ο εξαναγκασμός της σε κάτι που η ίδια ουδέποτε ηθέλησε, ουδέποτε συνήνεσε προς τούτο.

Πράγματι παρά την αντίθετη θέλησή της, οι κατηγορούμενοι κάμπτοντας την αντίστασή της παθούσας με τις υπέρτερες σωματικές τους δυνάμεις και ασκώντας σωματική βία αφού ήταν και οι δύο, επί μήνες ασχολούμενοι ερασιτεχνικά στο γυμναστήριο με το Kick Boxing και ενεργούσαν από κοινού, προχώρησαν σε συνουσία μαζί της διαδοχικά.
Η άσκηση βίας αποδεικνύεται από τα γρονθοκοπήματα που της κατάφεραν οι κατηγορούμενοι. Οι παραπάνω σωματικές κακώσεις και βλάβες έγιναν βέβαια εν ζωή.
Περαιτέρω οι κατηγορούμενοι και μετά την ανωτέρω πράξη τους δεν σταμάτησαν αλλά συνεχίζουν να εξαναγκάζουν την Ελένη να ανεχθεί και επιπλέον ασελγείς και γενετήσιες πράξεις.

Η παθούσα, αρνείται, αντιστέκεται, προσπαθεί να αμυνθεί και τόλμησε να τους δηλώσει πως θα τους καταγγείλει στην αστυνομία.
Τότε οι κατηγορούμενοι αντιλαμβανόμενοι την προοπτική που ξετυλιγόταν μπροστά τους (σύλληψη, ποινικές κυρώσεις, φυλακή), αποφάσισαν από κοινού εν πλήρει νηφαλιότητα να την εξοντώσουν, «να τελειώσουν μαζί της», ώστε να μην μαθευτεί τίποτα για το περιστατικό.
Έτσι με το σίδερο σιδερώματος που βρισκόταν στον ίδιο χώρο με το υπερυψωμένο κρεβάτι όπου είχαν ακινητοποιήσει και βάναυσα χτυπήσει και βιάσει την παθούσα, της κατάφεραν αλλεπάλληλα πλήγματα με αυτό (σίδερο) στο κεφάλι της.
Το συμβάν έλαβε χώρα πάνω στο υπερυψωμένο κρεβάτι, όπως υποδεικνύεται από τον έλεγχο που διενήργησε η ΔΕΕ στο χώρο με τη μέθοδο της χημειοφωταύγειας.
Ακολούθως οι κατηγορούμενοι αντιλαμβανόμενοι την όλη κατάσταση που δημιούργησαν, μετέφεραν την Ελένη στο μπάνιο που επίσης είχε γεμίσει αίματα και όταν είδαν πόσο κρίσιμη ήταν η κατάσταση της, της μετέφεραν και οι δύο μαζί από το δώμα στο αυτοκίνητο και την έβαλαν τυλιγμένη με ένα σεντόνι στο κάθισμα του συνοδηγού.
Στη συνέχεια οι κατηγορούμενοι αντί να προσπαθήσουν να βοηθήσουν το θύμα, έστω και αυτή την ύστατη στιγμή και να μετανιώσουν για τα όσα προηγήθηκαν, με ψυχραιμία γύρω στις 04.00′ πρωϊνή οδήγησαν το αυτοκίνητο στην ερημική και απόκρημνη παραλία της Φώκαιας.
Σταμάτησαν σε ένα πλάτωμα ψηλά στην άκρη των απότομων βράχων και έριξαν από εκεί την Ελένη στη θάλασσα ζωντανή, ελπίζοντας να παρασυρθεί το σώμα της από τα ρεύματα, να εξαφανισθεί ώστε να μην εντοπιστούν αυτοί και ταυτοποιηθούν ως δράστες του εγκλήματος.

Οι κατηγορούμενοι από κοινού σήκωσαν το σώμα της ακόμα ζωντανής Ελένης που ήδη, μετά τη ραγδαία και του οιδήματος βρισκόταν σε ημικωματώδη κατάσταση και το έριξαν στη θάλασσα. Από τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής προκύπτει ότι οι δύο κατηγορούμενοι συνεργάστηκαν για να πετάξουν το ζωντανό κορμί της Ελένης στη θάλασσα, παρά τους αντίθετους προς τούτο ισχυρισμούς τους.
Κατόπιν γύρισαν σπίτι, καθάρισαν τα αίματα από τους χώρους του σπιτιού που είχαν γεμίσει τόσο κατά την στιγμή που την έπληξαν με το σίδερο όσο και κατά την μεταφορά της, καθάρισαν την καμπίνα του αυτοκινήτου που είχε γεμίσει αίματα, μάζεψαν ό,τι αντικείμενα είχαν χρησιμοποιήσει για το καθάρισμα, τα ρούχα και τα άλλα προσωπικά αντικείμενα της Ελένης, τα προφυλακτικά που χρησιμοποίησαν, τα παπούτσια του αλλοδαπού που λερώθηκαν και ένα εσώρουχο αντρικό και γύρισαν σε 40-45′ λεπτά στο ίδιο σημείο και τα πέταξαν και αυτά στη θάλασσα από το ίδιο σημείο (που είχαν πετάξει δηλαδή την Ελένη).
Για κακή τους όμως τύχη αυτά δεν κατέληξαν όλα στο νερό, αλλά πάνω στα σκίνα (στη βλάστηση) των βράχων και εντοπίστηκαν αργότερα από τους λιμενικούς που ενεργούσαν την προανάκριση.
Από τις φωτογραφίες, σε απότομο σημείο, με τα αντικείμενα που ανευρέθηκαν στην ακτή (στα βράχια) προκύπτει ότι οι κατηγορούμενοι είχαν την ψυχραιμία και συνέλεξαν όλα τα ενοχοποιητικά γι αυτούς στοιχεία και τα προσωπικά αντικείμενα της Ελένης και τα πέταξαν σωρηδόν στα βράχια, ώστε να καταστραφούν και να χαθούν (τα παπούτσια, καπνοσακούλα, κάλτσες, μποξεράκι, 2 μαχαίρια, προφυλακτικά, το κάλυμμα και την εσωτερική επένδυση της σιδερώστρας, το ηλεκτρικό σίδερο, τα ρούχα της Ελένης, την τσάντα της με το περιεχόμενό της, το κάτω εσώρουχο της κομμένο στην αριστερή πλευρά, πετσέτα, 2 σφουγγαράκια – πετσετάκι καθαρισμού).

Πρέπει να σημειωθεί ότι βρέθηκε αίμα στα εξωτερικά πλακάκια της μπανιέρας προς το πάτωμα, στο εσωτερικό κοντά στο καπάκι του σιφονιού, στο ταβάνι του μπάνιου πάνω από τη μπανιέρα, στη γωνία του τοίχου, δεξιά της μπανιέρας στο ύψος του στήθους, κουρτίνα μπάνιου, κοντάρι κουρτίνας, στο εσωτερικό του νιπτήρα, στους τοίχους του διαδρόμου προς την κρεβατοκάμαρα.
Μετά γύρισαν στο σπίτι τους, ο καθένας και έπεσαν για ύπνο, συνεχίζοντας ατάραχοι τη ζωή του. Συνελήφθησαν δε από τους λιμενικούς μετά από επτά ημέρες.
Η άτυχη Ελένη εντοπίστηκε το πρωί της 28ης Νοεμβρίου 2018 και περί ώρα 07.30′- 8.00′ να πλέει στο νερό στο κέντρο περίπου του μικρού κολπίσκου από κατοίκους της περιοχής, οι οποίοι και ειδοποίησαν την αστυνομία και το λιμενικό. Πρέπει να αναφερθεί ότι ο καιρός ήταν άσχημος, με υψηλό κυμάτισμά, δυνατό αέρα και βροχή.
Η ανάσυρση της σορού έγινε από δύο δύτες και εντέλει η ταυτότητα της διαπιστώθηκε και από το τατουάζ (μαύρο – κόκκινο τριαντάφυλλο) που έφερε στη γάμπα του δεξιού ποδιού της.
Ο θάνατος της Ελένης Τοπαλούδη επήλθε από πνιγμό αφού κατά τον χρόνο που οι κατηγορούμενοι έριξαν το σώμα της στη θάλασσα ήταν ακόμα ζωντανή και αυτό υποδεικνύεται από την παρουσία ύδατος στους πνεύμονές της, γεγονός που συμβαίνει μόνον όταν ο άνθρωπος βρίσκεται εν ζωή και αναπνέει. Βέβαια η άτυχη κοπέλα πρέπει να έζησε ελάχιστα λεπτά μέσα στο νερό ενόψει του ότι λόγω του σοβαρότατου χτυπήματος που της είχαν επιφέρει οι κατηγορούμενοι στο πίσω μέρος της αριστερής πλευράς της κεφαλής της, πίσω από το αυτί, είχε υποστεί σοβαρότατη εγκεφαλική αιμορραγία και οίδημα και συνεπεία αυτού να αδυνατούσε να αντιδράσει και σωθεί από τον πνιγμό.
Ο Αρειος Πάγος με την απόφαση του έκρινε μεταξύ άλλων:
-Τελέστηκε ομαδικός βιασμός και η ερωτική συνεύρεση δεν έγινε με την συναίνεση της.
-Τα προβλήματα υγείας του ημεδαπού ήταν ασήμαντα, οι αναφερόμενες απόπειρες αυτοκτονίας του δεν ήταν σοβαρές, αλλά κατ’ επίφαση και υπήρχε προσποιητή υπερβολή σε συμπτώματα ψυχικής διαταραχής ώστε να τύχει της «ευνοϊκής» μεταχείρισης.

-Για τον ισχυρισμό του ημεδαπού ότι είναι αριστερόχειρας, αναφορικά με το πλήγμα στη θανούσα με το ηλεκτρικό σίδερο και την πράξη της ανθρωποκτονίας κρίθηκε πως αυτός δεν είναι αυτοτελής, αλλά συνιστά υπερασπιστικό επιχείρημα του Δικαστήριο της ουσίας δεν είχε υποχρέωση να αποφανθεί επ’ αυτού με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία.
-Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια της απόλυτης ακυρότητας κατά τη διαδικασία κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, για παραβίαση των διατάξεων της προφορικότητας και της δημοσιότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο, καθώς και για έλλειψη ακρόασης.
-Κρίθηκε ακόμη ότι δεν παραβιάστηκε η αρχή της δίκαιης δίκης και το τεκμήριο αθωότητας ως και το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη.
-Κρίθηκε τέλος ότι καλώς απορρίφθηκαν οι αυτοτελείς ισχυρισμοί και των δύο κατηγορουμένων.

Η οικογένεια Τοπαλούδη εκπροσωπήθηκε από τους δικηγόρους κ.κ. Αλέξη Κούγια και Ευάγγελο Γκιουγκή και οι κατηγορούμενοι δια των κ.κ. Χάρη Αμπράζη και Δημήτριο Γεωργαντέλλη – Λαγουμίδη.

Source :
To Top