Αριθμός 1311/2022

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ε’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Βασδέκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Λεπενιώτη, Σοφία Οικονόμου, Κωστούλα Πρίγγουρη και Σταυρούλα Κουσουλού-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Σεπτεμβρίου 2022, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Περικλή Δράκου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου Γ. Κ. του Κ., κατοίκου … ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Κούτα, για αναίρεση της υπ’αριθ.191/2022 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Λάρισας. Με υποστηρίζοντα την κατηγορία τον Ν. Κ. του Κ., κάτοικο … ο οποίος δεν εμφανίστηκε. Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Λάρισας με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και o αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 8.7.2022 και με αρ. 6/2022 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 718/22.
Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε: α) να γίνει εν μέρει δεκτή η αίτηση αναιρέσεως και ειδικότερα να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση μόνο ως προς την καταδικαστική της διάταξη για το έγκλημα της ψευδούς καταμηνύσεως κατ’ εξακολούθηση και συνακόλουθα ως προς τη διάταξη της για συνολική ποινή, β) να παραπεμφθεί η υπόθεση μόνο ως προς αυτά τα κεφάλαια, για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως και γ) κατά τα λοιπά να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση από 8-7-2022 και με αρ. 6/2022 αίτηση του Γ. Κ. του Κ. για αναίρεση της με αριθμό 191/2022 τελεσίδικης απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημ/των Λάρισας με την οποία καταδικάστηκε , αφού του αναγνωρίστηκε το ελαφρυντικό του άρ.84 παρ.2 α ΠΚ, σε συνολική ποινή φυλάκισης έξι (6) μηνών, ανασταλείσα επί τριετία, για τις αξιόποινες πράξεις της ψευδούς καταμήνυσης κατ’ εξακολούθηση και της συκοφαντικής δυσφήμησης κατ’ εξακολούθηση, ασκήθηκε ενώπιον του γραμματέα του ποινικού τμήματος του Εφετείου Λάρισας, νομότυπα και εμπρόθεσμα, ήτοι εντός της νόμιμης εικοσαήμερης προθεσμίας από την καταχώριση (1-7-2022) της προσβαλλόμενης απόφασης καθαρογραμμένης στο ειδικό βιβλίο (άρ.462, 464, 466 παρ. Ια’, 473 παρ.2 και 3, 474 παρ. Ια’, 4 και 504 παρ.1 ΚΠΔ). Είναι συνεπώς, αυτή τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν, ως προς τη βασιμότητα των αναιρετικών της λόγων.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 229 παρ. 1 του προϊσχύσαντος ΠΚ, με την προβλεπομένη σ’ αυτή ποινή τιμωρείται όποιος εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι’ αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του γι’ αυτήν. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του υπ’ αυτής προβλεπομένου εγκλήματος της ψευδούς καταμηνύσεως απαιτείται να έγινε μήνυση ή ανακοίνωση με οποιονδήποτε τρόπο σε αρχή ότι τελέσθηκε από άλλον αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση, το περιεχόμενο τη μηνύσεως ή ανακοινώσεως να είναι αντικειμενικώς ψευδές και ο μηνύσας ή ανακοινώσας να είχε γνώση ότι είναι ψευδές και να έκανε τη μήνυση ή ανακοίνωση με σκοπό να προκληθεί ποινική ή πειθαρχική δίωξη σε βάρος εκείνου που καταμηνύεται, χωρίς να απαιτείται και πραγμάτωση του σκοπού αυτού. Πρέπει, όμως, για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της ψευδούς καταμήνυσης, το περιεχόμενο της καταγγελίας να είναι αντικειμενικά αξιόποινη πράξη ή πράξη πειθαρχικά κολάσιμη (ΑΠ 607/2016). Εξάλλου, δεν μπορεί να ευσταθήσει κατηγορία για ψευδή καταμήνυση, μόνον αν από το περιεχόμενο αυτών που εκτίθενται στη μήνυση ή την έγκληση και κατά τρόπον ώστε να μη παρίσταται ανάγκη να διαπιστωθεί με οποιαδήποτε ανακριτική έρευνα, ούτε και με την, κατά το άρθρο 43 παρ. 2 ΚΠΔ, προκαταρκτική εξέταση, προκύπτει το ακαταδίωκτο της καταμαρτυρούμενης πράξης για οποιοδήποτε λόγο [ΑΠ 620/2019]. Το άρθρο αυτό είναι εφαρμοστέο στην ένδικη υπόθεση, διότι περιέχει ευμενέστερες διατάξεις απ’ αυτές του αντίστοιχου άρθρου του ισχύοντος από την 1-7-2019 νέου ΠΚ, καθόσον, αφενός για την υποκειμενική θεμελίωση του εν λόγω εγκλήματος, από το προϊσχύσαν άρθρο απαιτούνταν επιπλέον σκοπός του δράστη να προκαλέσει καταδίωξη του άλλου και αφετέρου το ελάχιστο όριο της απειλούμενης ποινής φυλάκισης οριζόταν σε ένα έτος τουλάχιστον, έναντι των δύο ετών τουλάχιστον του νέου ΠΚ και επιπλέον δεν προβλεπόταν και χρηματική ποινή ,όπως με το νέο ΠΚ (ΑΠ 917/2021). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 362 του προϊσχύσαντος ΠΚ, όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή, ενώ κατά τις προβλέψεις του άρθρου 363 του ίδιου Κώδικα, αν στην περίπτωση του άρθρου 362, το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών, μαζί με τη φυλάκιση μπορεί να επιβληθεί και χρηματική ποινή. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι για την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται: 1) ισχυρισμός ή διάδοση γεγονότος ενώπιον τρίτου σε βάρος ορισμένου προσώπου, 2) το γεγονός να είναι δυνατόν να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη και 3) το γεγονός να είναι ψευδές και ο υπαίτιος να γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές. Ως ισχυρισμός θεωρείται η ανακοίνωση, η οποία προέρχεται ή από ίδια πεποίθηση ή γνώμη ή από μετάδοση από τρίτο πρόσωπο. Αντίθετα, διάδοση υφίσταται, όταν λαμβάνει χώρα μετάδοση της ανακοίνωσης που γίνεται σε άλλον. Ο ισχυρισμός ή η διάδοση επιβάλλεται να γίνεται ενώπιον τρίτου. Αυτό το οποίο αξιολογείται είναι το γεγονός, δηλαδή οποιοδήποτε συμβάν του εξωτερικού κόσμου που ανάγεται στο παρόν ή το παρελθόν, το οποίο υποπίπτει στις αισθήσεις και δύναται να αποδειχθεί, αντίκειται δε στην ηθική και την ευπρέπεια. Αντικείμενο προσβολής είναι η τιμή ή η υπόληψη του φυσικού προσώπου, η οποία θεμελιώνεται επί της ηθικής αξίας, που πηγή έχει την ατομικότητα, και εκδηλώνεται με πράξη ή παράλειψη. Το γεγονός πρέπει να είναι κατάλληλο, δηλαδή πρόσφορο, ως αντιτιθέμενο στην ηθική και την ευπρέπεια, να προσβάλει είτε την τιμή κάποιου είτε την υπόληψή του. Δεν αποκλείεται στην έννοια του γεγονότος να υπαχθούν η έκφραση γνώμης ή αξιολογικής κρίσεως και χαρακτηρισμοί, οσάκις αμέσως ή εμμέσως υποκρύπτονται συμβάντα και αντικειμενικά εκδηλωτικά στοιχεία, τα οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας. Για τη θεμελίωση αυτού του εγκλήματος απαιτείται, εκτός των στοιχείων που απαρτίζουν την αντικειμενική του υπόσταση, και άμεσος δόλος, που περιλαμβάνει αναγκαία την ηθελημένη ενέργεια του ισχυρισμού ή της διάδοσης και τη γνώση ότι το γεγονός που διαδόθηκε είναι ψευδές (ΑΠ 620/2019, ΑΠ 689/2018, ΑΠ 89/2018). Το άρθρο 363 του πρ. ΠΚ, που ενδιαφέρει εν προκειμένω, είναι εφαρμοστέο στην ένδικη υπόθεση, διότι περιέχει ευμενέστερες διατάξεις απ’ αυτές του αντίστοιχου άρθρου του ισχύοντος από την 1-7-2019 νέου ΠΚ, καθόσον το μεν ελάχιστο όριο της απειλούμενης ποινής φυλάκισης οριζόταν σ’ αυτό των τριών μηνών με δυνητική την επιβολή χρηματικής ποινής , ενώ με τον ν. ΠΚ το μεν ελάχιστον όριο της απειλούμενης ποινής φυλάκισης παραμένει σ’ αυτό των τριών μηνών αλλά επιπλέον προβλέπεται και η υποχρεωτική επιβολή χρηματικής ποινής. Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 Συντ. και 139 ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ίδιου Κώδικα λόγο αναίρεσης, όταν αναφέρονται σ’ αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω και κατά το είδος τους, χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν, όμως, λόγους αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου ξεχωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχέτισης, καθόσον, στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η συνδρομή του δόλου δεν είναι, κατ’ αρχήν, αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και καταδεικνύεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών και η σχετική με αυτόν αιτιολογία εμπεριέχεται στην κύρια επί της ενοχής αιτιολογία, μόνο δε όταν αξιώνονται πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος και συγκεκριμένα είτε η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξης (άμεσος δόλος) είτε η επιδίωξη ορισμένου περαιτέρω σκοπού (έγκλημα υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης), όπως επί των εγκλημάτων της ψευδούς καταμήνυσης και της συκοφαντικής δυσφήμησης, ο δόλος χρήζει ειδικής αιτιολογίας. Υπάρχει, όμως, αιτιολογία του δόλου, όταν, σύμφωνα με τις παραδοχές της απόφασης, ο σχετικός με το ψευδές γεγονός ισχυρισμός του δράστη θεμελιώνεται σε προσωπική πεποίθηση ή αντίληψη του ίδιου ή σε δική του πράξη ή παράλειψη, οπότε είναι αυτονόητη η σχετική γνώση, χωρίς να απαιτείται παράθεση άλλων, σχετικών με τη γνώση αυτή, περιστατικών. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Ε’ ΚΠΔ, λόγο αναίρεσης της απόφασης αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διάταξης υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο, χωρίς να παρερμηνεύει το νόμο, δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλομένης απόφασης, το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Λάρισας, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των κατ’ είδος μνημονευομένων αποδεικτικών μέσων, ήτοι την ανώμοτη κατάθεση του παρισταμένου προς υποστήριξη κατηγορίας, τις ένορκες καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, τα αναγνωσθέντα πρακτικά συνεδρίασης της πρωτοβάθμιας δίκης, τα αναγνωσθέντα έγγραφα και την απολογία του κατηγορούμενου, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : ” Ο κατηγορούμενος, στις 06.11.2014, κληθείς από αρμόδιο προανακριτικό υπάλληλο, στα πλαίσια διενεργηθείσας προκαταρκτικής εξέτασης με βάση την με ΑΒΜ … σχηματισθείσα δικογραφία κατόπιν της από 27-8-2014 μήνυσης του εγκαλούντος σε βάρος του και στις 01.12.2014 κληθείς από την Πταισματοδίκη Λάρισας, στα πλαίσια διενεργηθείσας προκαταρκτικής εξέτασης κατόπιν μήνυσης και σχηματισθείσας δικογραφίας με ABM: … που υποβλήθηκε σε βάρος του από την Α. συζ. Ε. Σ., πεθερά του νυν εγκαλούντος, Ν. Κ. του Κ., για να δώσει ανωμοτί εξηγήσεις, κατ’ άρθρο 31 ΚΠΔ, ανέφερε για τον τελευταίο δια των από 4-11-2014 και 01-12-2014 έγγραφων εξηγήσεων του, πλην άλλων, ότι τέλεσε αξιόποινες πράξεις, ήτοι φορολογικά αδικήματα και υπεξαγωγή εγγράφων, και ειδικότερα ανέφερε: “… προ τριών περίπου ετών, έμαθα από τον πρώτο μας εξάδελφο Χ. Δ. του Α., ότι διέκοψε από καιρό τη συνεργασία του με τον εγκαλούντα αδελφό μου, διότι του είχε παραδώσει αξιόγραφα που δεν είχαν πληρωθεί για τη νόμιμη είσπραξή τους, που τελικά και δεν εισέπραξε αλλά ούτε και τα σώματα των αξιογράφων αυτών του επέστρεψε ποτέ, καίτοι του τα ζήτησε πολλές φορές, καθώς επίσης και για τον λόγο ότι ουδέποτε εξέδωσε και παρέδωσε παραστατικά για αμοιβές που είχε εισπράξει, καίτοι οχλήθηκε πολλές φορές γι’ αυτό…”. Τα παραπάνω όμως ήταν ψευδή και ο κατηγορούμενος το γνώριζε και ανέφερε αυτά με σκοπό να προκαλέσει την ποινική δίωξη του εγκαλούντος για τα ανωτέρω αδικήματα. Ειδικότερα, η αλήθεια είναι ότι τα όσα κατέθεσε δεν ισχύουν, καθώς όπως κατέθεσε ο Χ. Δ. κατά την ένορκη εξέταση του στο ακροατήριο, ο οποίος είναι ξάδερφος των αντιδίκων και έχει καλές σχέσεις και με τους δύο, ο μηνυτής ήταν πάντα ο δικηγόρος του χωρίς ποτέ να διαταραχθούν οι σχέσεις τους, ότι ποτέ δεν παρέδωσε στον εγκαλούντα αξιόγραφα προκειμένου να τα εισπράξει για λογαριασμό του, με την ιδιότητα του δικηγόρου, ότι για την αμοιβή του που του κατέβαλε ο εγκαλών εξέδιδε και του χορηγούσε αποδείξεις. Ο Χ. Δ. κατά την ένορκη εξέτασή του στο ακροατήριο, αρνήθηκε κατηγορηματικά ότι είπε στον κατηγορούμενο τα επίδικα ανωτέρω αναφερόμενα στις από 04-11.2014 και 01-12-2014 έγγραφες εξηγήσεις του τελευταίου. Ο κατηγορούμενος, ανέφερε δε τα ανωτέρω δια των έγγραφων εξηγήσεων του με σκοπό να προκαλέσει την ποινική δίωξη του νυν εγκαλούντος για τα ανωτέρω αδικήματα. Τα όσα ο κατηγορούμενος εν γνώσει του ψευδώς ισχυρίσθηκε σχετικά με τον Χ. Δ., γνώριζε ότι ήταν ικανά να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος, διότι του απέδιδαν την τέλεση αξιόποινων πράξεων και ενείχαν αμφισβήτηση της προσωπικής, επαγγελματικής, κοινωνικής και ηθικής τιμής και αξιοπρέπειάς του, περιήλθαν δε σε γνώση τρίτων προσώπων και δη των προανακριτικών υπαλλήλων του AT Λάρισας, της Πταισματοδίκη Λάρισας και όσων ως εκ των καθηκόντων τους έλαβαν γνώση του περιεχομένου των εγγράφων εξηγήσεών του. Η κρίση του Δικαστηρίου ενισχύεται από το γεγονός ότι οι έγγραφες εξηγήσεις που έδωσε ο κατηγορούμενος, όχι μόνο επιγράφονται ως “ΕΓΓΡΑΦΕΣ ΕΞΗΓΗΣΕΙΣ – ΜΗΝΥΤΗΡΙΑ ΑΝΑΦΟΡΑ”, αλλά εκφράζεται με αυτές η γνωστοποίηση των αναφερομένων ως άνω γεγονότων με σκοπό διακρίβωσης αξιόποινων πράξεων του εδώ εγκαλούντος, όπως ρητά αναφέρεται στις ως άνω εξηγήσεις. Επομένως έγιναν με σκοπό καταδιώξεως και για να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος, οπότε ουσία αβάσιμος τυγχάνει ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι γνώριζε περί της παραγραφής των καταγγελομένων πράξεων και ότι δεν επρόκειτο για το λόγο τούτο να κινηθεί δίωξη σε βάρος του εγκαλούντος, καθόσον ουδόλως το στοιχείο τούτο ήταν και είναι ευκρινές από τα στοιχεία της δικογραφίας. Αντίθετα με βάση τον κατηγορούμενο, ο Χ. Δ. του μετέφερε τα ανωτέρω καταγγελλόμενα σε βάρος του εδώ εγκαλούντος τρία έτη νωρίτερα, δηλαδή εντός του έτους 2012. Επίσης απορριπτέος τυγχάνει και ο αρνητικός της κατηγορίας ισχυρισμός περί μεταβολής της κατηγορίας για τη δεύτερη πράξη σε αυτή της απλής δυσφήμισης, διότι ως αποδείχθηκε συντρέχουν εν προκειμένω άπαντα τα στοιχεία πλήρωσης της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμισης. Επομένως, πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος για τις πράξεις της ψευδούς καταμήνυσης και της συκοφαντικής δυσφήμισης σε βάρος του εγκαλούντος, τις οποίες τέλεσε με τα όσα κατέθεσε στη … στις 6-11-2014 και 1-12-2014, με τις από 4-11- 2014 και από 1-12-2014 αντίστοιχα έγγραφες εξηγήσεις που κατέθεσε ενώπιον του αρμοδίου προανακριτικού υπαλλήλου και της Πταισματοδίκη Λάρισας, σχετικά με τον Χ. Δ.”.
Μετά ταύτα, το Δικαστήριο της ουσίας, κήρυξε ένοχο τον τότε κατηγορούμενο και νυν αναιρεσείοντα για τις αξιόποινες πράξεις της ψευδούς καταμήνυσης κατ’ εξακολούθηση και της συκοφαντικής δυσφήμησης κατ’ εξακολούθηση, με το ελαφρυντικό του άρ.84 παρ.2 α’ ΠΚ, και τον καταδίκασε σε συνολική ποινή φυλάκισης έξι (6) μηνών, ανασταλείσα επί τριετία, με το ακόλουθο διατακτικό, ήτοι: “ΚΗΡΥΣΣΕΙ τον κατηγορούμενο ένοχο του ότι στη …. στον παρακάτω χρόνο με περισσότερες από μία πράξεις τέλεσε περισσότερα του ενός εγκλήματα, τα οποία τιμωρούνται κατά το νόμο με πρόσκαιρες στερητικές της ελευθερίας ποινές, και ειδικότερα: Α) Με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του αυτού εγκλήματος, εν γνώσει του ανέφερε για τον Ν. Κ. του Κ. ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη, με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του γι’ αυτή. Συγκεκριμένα: α) την 06-11-2014 ο κατηγορούμενος κληθείς από αρμόδιο προανακριτικό υπάλληλο, στα πλαίσια διενεργηθείσας προκαταρκτικής εξέτασης κατόπιν μήνυσης και σχηματισθείσας δικογραφίας με ΑΒΜ: …, που υποβλήθηκε σε βάρος του από τον νυν εγκαλούντα, Ν. Κ. του Κ., για να δώσει ανωμοτί εξηγήσεις, κατ’ άρθρο 31 ΚΠΔ, ανέφερε για τον τελευταίο δια των από 04-11-2014 έγγραφων εξηγήσεών του, πλην άλλων, ότι τέλεσε αξιόποινες πράξεις, ήτοι φορολογικά αδικήματα και υπεξαγωγή εγγράφων, και β) στον ανωτέρω τόπο την 01-12-2014 ο κατηγορούμενος κληθείς από την Πταισματοδίκη Λάρισας, στα πλαίσια διενεργηθείσας προκαταρκτικής εξέτασης κατόπιν μήνυσης και σχηματισθείσας δικογραφίας με ΑΒΜ: … που υποβλήθηκε σε βάρος του από την Α. συζ. Ε. Σ., πεθερά του νυν εγκαλούντος, Ν. Κ. του Κ., για να δώσει ανωμοτί εξηγήσεις, κατ’ άρθρο 31 ΚΠΔ, ανέφερε για τον τελευταίο δια των από 01-12-2014 έγγραφων εξηγήσεών του, πλην άλλων, ότι τέλεσε αξιόποινες πράξεις, ήτοι φορολογικά αδικήματα και υπεξαγωγή εγγράφων, και ειδικότερα ανέφερε: “…προ τριών περίπου ετών, έμαθα από τον πρώτο μας εξάδελφο Χ. Δ. του Α., ότι διέκοψε από καιρό τη συνεργασία του με τον εγκαλούντα αδελφό μου, διότι του είχε παραδώσει αξιόγραφα που δεν είχαν πληρωθεί για τη νόμιμη είσπραξή τους, που τελικά και δεν εισέπραξε αλλά ούτε και τα σώματα των αξιογράφων αυτών του επέστρεψε ποτέ, καίτοι του τα ζήτησε πολλές φορές, καθώς επίσης και για τον λόγο ότι ουδέποτε εξέδωσε και παρέδωσε παραστατικά για αμοιβές που είχε εισπράξει, καίτοι οχλήθηκε πολλές φορές γι’ αυτό…”. Τα αναφερόμενα όμως, δια των ανωτέρω έγγραφων εξηγήσεων, σε βάρος του εγκαλούντος Ν. Κ. περί τέλεσης αξιόποινων πράξεων ήταν ψευδή και ο κατηγορούμενος τελούσε σε γνώση της αναλήθειάς τους, καθώς η αλήθεια, την οποία γνώριζε, ήταν ότι, τίποτα από όσα αναφέρει στις εξηγήσεις του δεν ισχύουν. Ανέφερε δε τα ανωτέρω δια των έγγραφων εξηγήσεών του, με σκοπό να προκαλέσει την ποινική δίωξη του νυν εγκαλούντος για τα ανωτέρω αδικήματα. Β) Στον παραπάνω τόπο και χρόνους, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτων εν γνώσει ψευδώς ισχυρίσθηκε για κάποιον άλλο γεγονότα που μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή του. Ειδικότερα, την 06.11.2014 ενώπιον των προανακριτικών υπαλλήλων του Α.Τ. Λάρισας και την 01-12-2014 ενώπιον της Πταισματοδίκη Λάρισας, οι οποίοι ασχολήθηκαν με τη διεκπεραίωση των εν λόγω εγγράφων και έλαβαν γνώση του περιεχομένου τους ως εκ των καθηκόντων τους, απολογούμενος υπέβαλε τις έγγραφες εξηγήσεις του στις οποίες ανέφερε για τον εγκαλούντα, Ν. Κ., εν γνώσει του ψευδώς τα όσα αναλυτικά αναφέρονται στην υπό στοιχείο Α πράξη. Όλα τα ανωτέρω ήταν ψευδή και ο κατηγορούμενος τελούσε εν γνώσει της αναλήθειάς τους, τα οποία μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος, διότι του απέδιδαν την τέλεση αξιόποινων πράξεων και ενείχαν αμφισβήτηση της προσωπικής, επαγγελματικής, κοινωνικής και ηθικής τιμής και αξιοπρέπειάς του, περιήλθαν δε σε γνώση τρίτων προσώπων και δη των προανακριτικών υπαλλήλων του Α.Τ. Λάρισας, της Πταισματοδίκη Λάρισας και όσων ως εκ των καθηκόντων τους έλαβαν γνώση του περιεχομένου των έγγραφων εξηγήσεών του”.
Με αυτές τις παραδοχές, κατά τον συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, προκύπτει ότι Α) όσον αφορά το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης κατ’ εξακολούθηση, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη, από τις προδιαληφθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ’ αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εν λόγω εγκλήματος, για το οποίο, μεταξύ άλλων, καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή του στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1, 14, 16,17, 18, 26 παρ. 1α’, 27 παρ. 1, 98, 362 και 363 ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, με ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες. Ειδικότερα, αναφέρονται στην προσβαλλόμενη απόφαση με σαφήνεια και πληρότητα όλα τα στοιχεία που απαρτίζουν τη νομοτυπική υπόσταση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης κατ’ εξακολούθηση και παρατίθενται εκτενώς τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την κατά τα άνω ποινικά επιλήψιμη συμπεριφορά του αναιρεσείοντος, δηλαδή προσδιορίζεται με ακρίβεια, κατά τόπο, χρόνο και λοιπές περιστάσεις, το περιεχόμενο των δυσφημιστικών γεγονότων που ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος ισχυρίστηκε για τον εγκαλούντα Ν. Κ. με τις από 4-11-2014 και από 1-12-2014 έγγραφες εξηγήσεις του ενώπιον των προανακριτικών υπαλλήλων του Α.Τ. Λάρισας και της Πταισματοδίκη Λάρισας αντίστοιχα ,τα οποία (γεγονότα) ήταν ψευδή και πρόσφορα, ως αντιτιθέμενα στην ηθική και την ευπρέπεια, να προσβάλουν την τιμή και την υπόληψη του ως άνω εγκαλούντος, επισημαίνεται δε, ότι ο κατηγορούμενος – αναιρεσείων είχε επίγνωση της αναλήθειας των όσων διέλαβε στις επίμαχες ως άνω έγγραφες εξηγήσεις του για τον εγκαλούντα. Ειδικότερα δε, αναφέρεται ότι η ανωτέρω γνώση του αναιρεσείοντος προκύπτει από το ότι αυτός απέδιδε την πληροφόρησή του για τα επίδικα δυσφημιστικά γεγονότα που ισχυρίστηκε για τον ως άνω εγκαλούντα, στον κοινό εξάδελφο τους μετά του οποίου διατηρούσαν καλές σχέσεις αμφότεροι (κατηγορούμενος και εγκαλών), ονόματι Χ. Δ., ο οποίος όμως τον διέψευσε πλήρως κατά την ένορκη εξέταση του ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, αφού κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης ο εν λόγω μάρτυρας αρνήθηκε κατηγορηματικά ότι ανέφερε στον κατηγορούμενο τα επίδικα δυσφημιστικά για τον εγκαλούντα γεγονότα, που αυτός περιέλαβε στις ως άνω επίμαχες έγγραφες εξηγήσεις του. Επίσης, το δικάσαν Δικαστήριο, με την προσήκουσα και επαρκή αιτιολογία απέρριψε τον αρνητικό ισχυρισμό του κατηγορούμενου – αναιρεσείοντος περί συνδρομής απλής δυσφήμησης και το αίτημά του για αντίστοιχη μεταβολή της αποδιδομένης κατηγορίας, αφού παρέθεσε ρητά ότι ο ισχυρισμός αυτός τυγχάνει απορριπτέος, διότι “….ως αποδείχθηκε συντρέχουν εν προκειμένω άπαντα τα στοιχεία πλήρωσης της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης…”, ενώ προηγουμένως είχε αιτιολογήσει πλήρως τη συνδρομή των ανωτέρω στοιχείων, μεταξύ των οποίων και την εκ μέρους του αναιρεσείοντος γνώση της αναληθείας των δυσφημιστικών γεγονότων που ισχυρίστηκε ενώπιον των ως άνω τρίτων για τον εγκαλούντα, που αποτελεί το στοιχείο αναγωγής της δυσφημήσεως από απλή σε συκοφαντική. Εξάλλου, για την κατάφαση της ενοχής του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος για την παραπάνω αξιόποινη πράξη, το Δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη του όλα τα εισφερθέντα αποδεικτικά μέσα, δεν υπήρχε δε, κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προέκυψε από το καθένα χωριστά. Πλέον συγκεκριμένα, από το σύνολο των παραδοχών της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει αναμφίβολα ότι το Δικαστήριο της ουσίας ουδόλως προέβη σε επιλεκτική αξιολόγηση ορισμένων μόνο αποδεικτικών μέσων, αλλά αντιθέτως τα έλαβε όλα υπόψη του, και ειδικότερα συναξιολόγησε με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα και την ένορκη κατάθεση του προταθέντος από τον αναιρεσείοντα μάρτυρος για την υπεράσπισή του, Θ. Κ., ενώ οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, κατά τις οποίες το Δικαστήριο δέχθηκε τα ακριβώς αντίθετα από εκείνα που προέκυπταν από τα αναφερόμενα απ’ αυτόν αποδεικτικά στοιχεία, πρέπει ν’ απορριφθούν, προεχόντως διότι προβάλλονται απαραδέκτως, αφού η τυχόν εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστά λόγο αναίρεσης. Οι λοιπές αιτιάσεις, κατά το μέρος που με την επίκληση, κατ’ επίφαση της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως λόγου αναίρεσης, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του ανωτέρω Δικαστηρίου και δη ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, είναι απαράδεκτες και απορριπτέες. Επομένως, οι σχετικοί, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του ΚΠΔ, λόγοι της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, καθό μέρος αφορούν στην αξιόποινη πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης κατ’ εξακολούθηση, με τους οποίους αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της εκ πλαγίου παραβίασης των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 362-363 του ΠΚ , που εφαρμόστηκαν, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Β) Περαιτέρω, όσον αφορά την πράξη της ψευδούς καταμήνυσης κατ’ εξακολούθηση, για την οποία επίσης καταδικάστηκε ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, προκύπτει ότι το Δικαστήριο της ουσίας δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη, από τις προδιαληφθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Ειδικότερα, με βάση τις παραδοχές της απόφασης ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος με τις από 4-11-2014 και 1-12-2014 έγγραφες εξηγήσεις του ενώπιον αρμοδίου προανακριτικού υπαλλήλου και της Πταιασματοδίκη Λάρισας αντίστοιχα, κατήγγειλε σε βάρος του εγκαλούντος τα παρακάτω περιστατικά, τα οποία ήταν εν γνώσει του ψευδή, με σκοπό να προκαλέσει την ποινική του δίωξη, και δη κατήγγειλε ότι ο ως άνω εγκαλών τέλεσε : α) φορολογικά αδικήματα ,που συνίσταται στο ότι αυτός ως δικηγόρος παρέλειψε να εκδώσει και να παραδώσει στον εντολέα του Χ. Δ. παραστατικά για αμοιβές που έλαβε απ’ αυτόν για τον χειρισμό υποθέσεων του, καίτοι οχλήθηκε πολλές φορές προς τούτο και β) υπεξαγωγή εγγράφων, που συνίσταται στο ότι αυτός ως δικηγόρος, ενώ είχε παραλάβει αξιόγραφα από τον εντολέα του Χ.. Δ. με την εντολή να επιδιώξει την είσπραξή τους, αφενός μεν δεν τα εισέπραξε αφετέρου δε δεν επέστρεψε τα σώματά τους στον εντολέα του που τα ζήτησε απ’ αυτόν πολλές φορές. Ως προς την πρώτη από τις ανωτέρω καταγγελθείσες πράξεις η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης είναι ελλιπής και ασαφής ,διότι δεν προκύπτει απ’ αυτήν ποια ακριβώς είναι τα καταγγελθέντα “φορολογικά αδικήματα” του εγκαλούντος, ώστε να ελεγχθεί η ορθότητα ή μη της σχετικής κρίσης περί του ότι αυτά συνιστούν αξιόποινες πράξεις, δοθέντος ότι όλα τα φορολογικά αδικήματα δεν συνιστούν κολάσιμες πράξεις αλλά ορισμένα εξ αυτών συγκροτούν διοικητικές παραβάσεις, οι οποίες δεν είναι αξιόποινες. Περαιτέρω δε, όπως έχει προεκτεθεί στη μείζονα σκέψη της παρούσας, εάν τα ανωτέρω καταγγελόμενα υπό στοιχ. α’ περιστατικά σε βάρος του εγκαλούντος από τον κατηγορούμενο δεν αποτελούν αντικειμενικά αξιόποινες πράξεις ή πειθαρχικά κολάσιμες πράξεις δεν στοιχειοθετείται η ένδικη πράξη της ψευδούς καταμήνυσης κατά την αντικειμενική της υπόσταση. Αντίθετα, ως προς τη δεύτερη από τις ανωτέρω καταγγελθείσες πράξεις, η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης είναι σαφής, προσήκουσα και επαρκής, διότι απ’ αυτήν προκύπτει ότι καταγγέλθηκε ψευδώς από τον κατηγορούμενο για τον εγκαλούντα η φερόμενη ως τελεσθείσα αξιόποινη πράξη της υπεξαγωγής εγγράφων με σκοπό την άσκηση σε βάρος του ποινικής δίωξης γι’ αυτήν. Η προαναφερθείσα ελλιπής και ασαφής αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης ως προς την πρώτη ως άνω μερικότερη πράξη (φορολογικά αδικήματα) της ένδικης πράξης της ψευδούς καταμήνυσης κατ’ εξακολούθηση επηρεάζει συνολικά την αιτιολογία της για την πράξη αυτή, ήτοι και για την δεύτερη ως άνω μερικότερη πράξη (υπεξαγωγή εγγράφων), αφού οι ανωτέρω επιμέρους καταγγελίες του αναιρεσείοντος για τον εγκαλούντα που απαρτίζουν την ψευδή καταμήνυση κατ’ εξακολούθηση κρίθηκαν συνολικά, η δε ποινή που επιβλήθηκε για την εν λόγω πράξη , αφορούσε αμφότερες τις ως άνω μερικότερες πράξεις. Επομένως, οι σχετικοί, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του ΚΠΔ, λόγοι της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, καθό μέρος αφορούν στην αξιόποινη πράξη της ψευδούς καταμήνυσης κατ’ εξακολούθηση, με τους οποίους αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της εκ πλαγίου παραβίασης της ουσιαστικής ποινικής διάταξης του άρθρου 229 παρ. 1 του ΠΚ, που εφαρμόστηκε, πρέπει να γίνουν δεκτοί ως βάσιμοι. Σύμφωνα με όλα όσα προεκτέθηκαν, και αφού έγιναν δεκτοί ως βάσιμοι οι ανωτέρω λόγοι αναίρεσης, καθό μέρος αφορούν στην ένδικη πράξη της ψευδούς καταμήνυσης κατ’ εξακολούθηση, πρέπει να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση, παρελκούσης της έρευνας των λοιπών αναιρετικών λόγων, ως προς τις διατάξεις της: α) περί ενοχής για την πράξη της ψευδούς καταμήνυσης κατ’ εξακολούθηση, και β) περί επιβολής ποινής για την ανωτέρω πράξη και συνολικής ποινής. Ακολούθως πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 519 του ΚΠοινΔ, να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο ως άνω Δικαστήριο που την εξέδωσε, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Σημειώνεται ότι ο υποστηρίζων την κατηγορία, Ν. Κ. του Κ., και ο αντίκλητος δικηγόρος του Λεωνίδας Κουμπούρας, δεν παραστάθηκαν στην αναιρετική δίκη, καίτοι είχαν κληθεί νόμιμα προς τούτο στην παρούσα δικάσιμο, όπως προκύπτει από το από 2-8-2022 αποδεικτικό επίδοσης του Αρχιφύλακα AT Λάρισας Ν. Μ. και το από 2-12-2022 αποδεικτικό επίδοσης του Αρχιφύλακα AT’ Λάρισας Α. Π., που υπάρχουν στον φάκελο της δικογραφίας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει την υπ.αρ. 191/2022 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Λάρισας, ως προς τις διατάξεις της: α) περί ενοχής για την πράξη της ψευδούς καταμήνυσης κατ’ εξακολούθηση, και β) περί επιβολής ποινής για την ανωτέρω πράξη και συνολικής ποινής.
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση, κατά το ανωτέρω αναιρούμενος μέρος της, στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 30 Σεπτεμβρίου 2022.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 11 Οκτωβρίου 2022.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Source :
To Top