Αριθμός 770/2023
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
E’ Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Βασδέκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Λεπενιώτη, Κωστούλα Πρίγγουρη, Παρασκευή Τσούμαρη-Εισηγήτρια και Σταυρούλα Κουσουλού, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του στις 10 Μαρτίου 2023, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Αναστασίας Μασούρας, (κωλυομένου του Εισαγγελέως) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων – κατηγορουμένων 1. Κ. Α. του Π., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξουσίους δικηγόρους του Νικόλαο Κριθαρά και Νικόλαο Μουτεβέλη, 2. Χ. Κ. του Ν., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους του Νικόλαο Κριθαρά και Νικόλαο Μουτεβέλη και 3. Δ. Κ. του Ι., κατοίκου Ν. Λ., ο οποίος παραστάθηκε με τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους Νικόλαο Κριθαρά και Νικόλαο Μουτεβέλη, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 341/2022 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Καλαμάτας. Με υποστηρίζοντες την κατηγορία τους: 1) Ε. Λ. του Ι., κάτοικο … Δ. Μ., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο της Ευγενία Μαζαράκη, 2) Σ. Λ. του Α., κάτοικο … Δ. Μ., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο της Ευγενία Μαζαράκη, 3) Σ. Λ. του Ε., κάτοικο … Δ. Μ., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο της Ευγενία Μαζαράκη, 4) Α. Δ. του Σ., κάτοικο … Δ. Μ., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο του Ευγενία Μαζαράκη, 5) Ε. Λ. του Μ., κάτοικο … Δ. Μ., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο της Ευγενία Μαζαράκη, 6) Χ. Π. του Γ., κάτοικο … Δ. Μ., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο του Ευγενία Μαζαράκη, 7) Κ. Δ. του Ε., κάτοικο … Δ. Μ., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο του Ευγενία Μαζαράκη, 8) Ε. Κ. του Ε., κάτοικο … Δ. Μ., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο της Ευγενία Μαζαράκη, 9) Ά. Β. του Γ., κάτοικο … Δ. Μ., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο της Ευγενία Μαζαράκη, 10) Ε. Δ. του Κ., κάτοικο … Δ. Μ., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο του Ευγενία Μαζαράκη, 11) Ά.-Δ. Δ. του Α., κάτοικο … Δ. Μ., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο του Ευγενία Μαζαράκη, 12) Α. Μ. του Β., κάτοικο … Δ. Μ., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο της Ευγενία Μαζαράκη, 13) Χ. Τ. του Α., κάτοικο … Δ. Μ., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο της Ευγενία Μαζαράκη, 14) Χ.-Χ. Π. του Θ., κάτοικο … Δ. Μ., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο της Ευγενία Μαζαράκη, 15) Ν. Λ. του Γ., κάτοικο … Δ. Μ., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο του Ευγενία Μαζαράκη, 16) Α. Μ. του Κ., κάτοικο … Δ. Μ., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο του Ευγενία Μαζαράκη, 17) Σ. Β. του Γ., κάτοικο … Δ. Μ., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο της Ευγενία Μαζαράκη, 18) Ε. Σ. του Κ., κάτοικο … Δ. Μ., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο της Ευγενία Μαζαράκη, 19) Σ. Δ. του Δ., κάτοικο … Δ. Μ., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο της Ευγενία Μαζαράκη, 20) Ε. Τ. του Σ., κάτοικο … Δ. Μ., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο της Ευγενία Μαζαράκη, 21) Π. Π. του Μ., κάτοικο … Δ. Μ., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο του Ευγενία Μαζαράκη, 22) Ι. Λ. του Γ., κάτοικο … Δ. Μ., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο του Ευγενία Μαζαράκη, 23) Α. Δ. του Κ., κάτοικο … Δ. Μ., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο της Ευγενία Μαζαράκη, 24) Κ. Π. του Κ., απεβίωσε, 25) Π. Λ. του Δ., κάτοικος … Δ. Μ., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο της Ευγενία Μαζαράκη, 26) Θ. Α. του Α., κάτοικο … Δ. Μ., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο του Ευγενία Μαζαράκη, 27) Χ. Λ. του Γ., κάτοικο … Δ. Μ., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο του Ευγενία Μαζαράκη, 28) Μ. Λ. του Κ., κάτοικος … Δ. Μ., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο της Ευγενία Μαζαράκη, 29) Ο Οργανισμός Τοπικής Αυτοδιοίκησης με την επωνυμία “Δ. Μ.”, ο οποίος εκπροσωπείται νόμιμα και ο οποίος εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την πληρεξουσία δικηγόρο του Κυριακή Κοντάκου, 30) Δ. Π. του Π., κάτοικο … Δ. Μ., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο της Ευγενία Μαζαράκη, 31) Φ. Σ. του Σ., κάτοικο … Δ. Μ., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο της Ευγενία Μαζαράκη, 32) Τ. Ο. του Ζ., κάτοικο … Δ. Μ., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο του Ευγενία Μαζαράκη, 33) Δ. Κ. του Α., κάτοικο … Δ. Μ., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο της Ευγενία Μαζαράκη, 34) Σ. Μ. του Δ., κάτοικο … Δ. Μ., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο της Ευγενία Μαζαράκη, 35) Γ. Σ. του Π., κάτοικο … Δ. Μ., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο του Ευγενία Μαζαράκη, 36) Δ. Κ. του Δ., κάτοικο … Δ. Μ., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο της Ευγενία Μαζαράκη, 37) Ι. Κ. του Ι., κάτοικο … Δ. Μ., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο του Ευγενία Μαζαράκη, 38) Μ. Π. του Χ., κάτοικο … Δ. Μ., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο της Ευγενία Μαζαράκη, 39) Ε. Σ. του Λ., κάτοικο … Δ. Μ., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο του Ευγενία Μαζαράκη, 40) Δ. Α. του Θ., κάτοικο … Δ. Μ., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο της Ευγενία Μαζαράκη, 41) Π. Κ. του Α., κάτοικο … Δ. Μ., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο του Ευγενία Μαζαράκη, 42) Μ. Β. του Ν., κάτοικο … Δ. Μ., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο της Ευγενία Μαζαράκη, 43) Μ. Σ. του Α., κάτοικο … Δ. Μ., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο της Ευγενία Μαζαράκη, 44) Τ. Λ. του Γ., κάτοικο … Δ. Μ., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο της Ευγενία Μαζαράκη, 45) Μ. Λ. του Ε., κάτοικο … Δ. Μ., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο της Ευγενία Μαζαράκη, 46) Ε. Σ. του Ν., η οποία δηλώθηκε στο ακροατήριο Ε. Β. του Ν. πρώην σύζυγος Ε. Σ., από την πληρεξουσία δικηγόρο της Ευγενία Μαζαράκη από την οποία και εκπροσωπήθηκε, 47) Μ. Π. του Π., κάτοικο … Δ. Μ., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο της Ευγενία Μαζαράκη, 48) Χ. Λ. του Δ., κάτοικο … Δ. Μ., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο της Ευγενία Μαζαράκη, 49) Ε. Α. του Κ., κάτοικο …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Πολυχρόνη Περιβολάρη, 50) Φ.-Κ. Τ. του Ν., κάτοικο … Δ. Μ., η οποία δεν εμφανίστηκε, 51) Σ. Π. του Δ., κάτοικο … Δ. Μ., η οποία δεν εμφανίστηκε.
Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Καλαμάτας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και οι αναιρεσείοντες – κατηγορούμενοι, ζητούν την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στην α) με αρ. 3/2022 αίτηση του 1ου αναιρεσείοντος και β) στην με αρ. 4/2022 κοινή αίτηση αναίρεσης του 2ου και 3ου αναιρεσείοντος, καθώς και στους από 9.2.2023 πρόσθετους λόγους αυτών, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με αριθμό 47/2023.
Αφού άκουσε Την Εισαγγελέα η οποία πρότεινε να απορριφθούν οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως και οι πρόσθετοι λόγοι αυτών και τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι κρινόμενες με αρ. 3 και 4/29-12-2022 αιτήσεις των α) Κ. Α. και β) Χ. Κ. και Δ. Κ., αντίστοιχα, για αναίρεση της υπ’ αριθμ.341/2022 καταδικαστικής σε βάρος τους απόφασης του δικάσαντος σε δεύτερο βαθμό Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Καλαμάτας, έχουν ασκηθεί νομότυπα, με δήλωση των αναιρεσειόντων ενώπιον του γραμματέα του εκδόντος την απόφαση δικαστηρίου και εμπρόθεσμα (άρθρα 464, 474, 504 του ΚΠΔ), περιέχουν δε ίδιους λόγους αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α’, Δ’ και Ε’ ΚΠΔ. Επομένως, είναι παραδεκτές και πρέπει αφού συνεκδικασθούν, να εξεταστούν περαιτέρω κατ’ ουσίαν. Με τις ανωτέρω αιτήσεις πρέπει να συνεκδικαστούν και οι ασκηθέντες νομοτύπως και εμπροθέσμως κοινοί για όλους πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης, που κατατέθηκαν στον γραμματέα της εισαγγελίας του Αρείου Πάγου στις 9-2-2023. Σημειώνεται επίσης ότι από τα με ημερομηνία 25-1-2023 και 2-2-2023, αποδεικτικά επίδοσης, του αρχιφύλακα του AT Α. Ν. Β. Λ., Γ. Α. και του αρχιφύλακα του ιδίου AT Χ. Α. αντίστοιχα, προκύπτει ότι .για το παραδεκτό της συζήτησης των κρινομένων αιτήσεων αναιρέσεως, κλητεύθηκαν από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, με την υπ’ αριθμ. 47/2023/16-1-2023 κλήση του, νόμιμα και εμπρόθεσμα, κατά τα άρθρα 155 παρ. 1 και 166 του ΚΠοινΔ, προκειμένου να εμφανισθούν στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσης συνεδρίαση, όπου θα συζητηθούν οι προαναφερόμενες υπ’ αριθμ. 3 και 4/29-12-2029 αιτήσεις των αναιρεσειόντων, οι παρασταθέντες στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο για την υποστήριξη της κατηγορίας Τ. Φ.-Κ. του Ν. και Π. Σ., οι οποίες δεν εμφανίστηκαν. Κατά τη διάταξη του άρθρου 171 παρ.3 του ΚΠΔ απόλυτη ακυρότητα, που δημιουργεί λόγο αναίρεσης της απόφασης κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του ίδιου ΚΠΔ, επιφέρει και η παρά το νόμο παράσταση του υποστηρίζοντος την κατηγορία στη διαδικασία του ακροατηρίου, η οποία υπάρχει όταν δεν συντρέχουν στο πρόσωπο του υποστηρίζοντος την κατηγορία οι όροι της ενεργητικής νομιμοποίησης για την παράστασή του, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 63 και 64 του ΚΠΔ ή όταν παραβιάσθηκε η διαδικασία που έπρεπε να τηρηθεί σχετικά με τον τρόπο και το χρόνο αίτησης και υποβολής της κατά το άρθρο 67 του ΚΠΔ, ο οποίος φτάνει μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας ενώπιον του πρωτοβάθμιου ποινικού δικαστηρίου. Άλλες ελλείψεις ή πλημμέλειες, που αφορούν την παράσταση ή την εκπροσώπηση του υποστηρίζοντος την κατηγορία δεν ασκούν επιρροή στη νομιμότητα της υποστήριξης της κατηγορίας και δεν επιφέρουν απόλυτη ακυρότητα, αφού οι ελλείψεις ή οι πλημμέλειες αυτές θίγουν απλώς το συμφέρον του δικαιούχου και όχι του κατηγορουμένου ούτε πλήττουν τη δημόσια τάξη. Περαιτέρω, την ιδιότητα του υποστηρίζοντος την κατηγορία στην ποινική διαδικασία την αποκτά, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 63, 64, 82, 84 και 87 του ΚΠΔ, εκείνος που δικαιούται κατά το αστικό δίκαιο να ζητήσει αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη. Τέτοιο δικαίωμα, κατά τις διατάξεις των άρθρων 914 και 932 του ΑΚ, έχει όποιος (φυσικό ή νομικό πρόσωπο) υπέστη άμεσα ζημία ή ηθική βλάβη από την αξιόποινη πράξη που αποδίδεται στον κατηγορούμενο και όχι αυτός που ζημιώθηκε έμμεσα από την πράξη αυτή. Δηλαδή, πρέπει η πολιτική αγωγή για αξίωση χρηματικής ικανοποίησης ή αποζημίωσης να έχει άμεση σχέση και μάλιστα αιτιώδη συνάφεια με την αξιόποινη πράξη για την οποία ο κατηγορούμενος διώχθηκε και δικάζεται, τούτο δε κρίνεται κατά τα πραγματικά περιστατικά και το νομικό χαρακτηρισμό, όπως διατυπώνονται στο κλητήριο θέσπισμα ή στο παραπεμπτικό βούλευμα και σύμφωνα με το προστατευόμενο αγαθό. Έτσι, για να προσδιορισθεί ποιος είναι ο αμέσως ζημιούμενος και αν έχει έννομο συμφέρον και νομιμοποιείται ενεργητικά σε παράσταση για την υποστήριξη της κατηγορίας, αναζητείται ποιο είναι το συμφέρον και το έννομο αγαθό που προστατεύει η συγκεκριμένη ποινική διάταξη που παραβιάσθηκε από τον κατηγορούμενο, για την οποία δικάζεται. Η δήλωση δε παραστάσεως του υποστηρίζοντος την κατηγορία, από το περιεχόμενο της οποίας εξαρτάται και η νομιμοποίηση αυτού, πρέπει, κατά το άρθρο 84 του ΚΠΔ, να περιέχει, με ποινή απαραδέκτου, εκτός άλλων, συνοπτική έκθεση της υπόθεσης για την οποία δηλώνεται η παράσταση και τους λόγους στους οποίους στηρίζεται το δικαίωμα του να παρασταθεί ως πολιτικώς ενάγων, δηλαδή, κατά τρόπο σαφή και πλήρη και τα περιστατικά εκείνα από τα οποία προκύπτει ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της αξιόποινης πράξης και της ηθικής βλάβης που αυτός υπέστη. Το επιτρεπτό της παράστασης του πολιτικώς ενάγοντος κρίνεται από το περιεχόμενο της απαίτησης που περιέχει η δήλωσή του και από το κατηγορητήριο που διαλαμβάνει την άδικη ή τις άδικες πράξεις, ενώ η ουσιαστική βασιμότητα της αξίωσης από την αποδεικτική διαδικασία (ΑΠ 25/2021, ΑΠ 1307/2019, ΑΠ 1166/2019, ΑΠ 286/2019). Εξάλλου στα κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα των άρθρων 264 επ. του Π.Κ., έχουν ενταχθεί μόνο τα εγκλήματα εκείνα, όπου ο κίνδυνος αφορά καταρχήν στον άνθρωπο ή τις ξένες ιδιοκτησίες, ανεξαρτήτως αν διαχέεται προς τα έννομα αυτά αγαθά μέσα από προσβολές στοιχείων του περιβάλλοντος, όπως συμβαίνει στον εμπρησμό δάσους. Έτσι στο τελευταίο αυτό αδίκημα του εμπρησμού σε δάσος από αμέλεια της παρ. 3 του άρθρου 265 του Π.Κ., όπως άλλωστε και στο αντίστοιχο εκ δόλου τελούμενο έγκλημα της παρ. 1 του ιδίου άρθρου, προστατευόμενο έννομο αγαθό τυγχάνουν η ζωή, η σωματική ακεραιότητα, η ιδιοκτησία καθώς και αυτό καθεαυτό το δάσος. Τα πιο πάνω έννομα αγαθά απειλούνται σοβαρά από την κακή χρήση της φυσικής δύναμης του πυρός, πρόκειται δε για την ανάγκη προφύλαξης του κοινωνικού συνόλου από την φωτιά, η οποία είναι ανεξάρτητη της ανάγκης προστασίας της ατομικής ιδιοκτησίας επί των εκάστοτε απειλουμένων δασικών εκτάσεων. Συνακόλουθα άμεσα ζημιωθέντες με δυνατότητα παράστασης για την υποστήριξη της κατηγορίας στο ανωτέρω αδίκημα του εμπρησμού, είναι εκείνοι για τους οποίους προέκυψε κίνδυνος στα πράγματά τους, τη ζωή τους ή την σωματική τους ακεραιότητα.
Στην προκειμένη περίπτωση από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι οι Ε. Λ. του Ι., Σ. Λ. του Α., Σ. Λ. του Ε., Α. Δ. του Σ., Ε. Λ. του Μ., Χ. Π. του Γ., Κ./νος Δ. του Ε., Ε. Κ. του Ε., Ά. Β. του Γ., Ε. Δ. του Κ./νου, Δ. – Ά. Δ. του Α., Α. Μ. του Β., Χ. Τ. του Α., Χ.-Χ. Π. του Θ.., Ν. Λ. του Γ., Α. Μ. του Κ./νου, Σ. Β. του Γ., Ε. Σ. του Κ./νου, Σ. Δ. του Δ., Ε. Τ. του Σ., Π. Π. του Μ., Ι. Λ. του Γ., Α. Δ. του Κ./νου, Κ. Π. του Κ./νου, Π. Λ. του Δ., Θ. Α. του Α., Χ. Λ. του Γ., Μ. Λ. του Κ./νου, Ο. με την επωνυμία Δ.. Μ.., Δ. Π. του Π., Φ. Σ. του Σ., Τ. Ο. του Ζ., Δ. Κ. του Α., Σ. Μ. του Δ., Γ. Σ. του Π., Δ. Κ. του Δ., Ι. Κ. του Ι., Μ. Π. του Χ., Ε. Σ. του Λ., Δ. Α. του Θ.., Π. Κ. του Α., Μ. Β. του Ν., Μ. Σ. του Α., Τ. Λ. του Γ., Μ. Λ. του Ε., Ε. Σ. του Ν., Μ. Π. του Π., Χ. Λ. του Δ. και Ε. Α. του Κ./νου, επανέλαβαν ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου τη δηλωθείσα πρωτοδίκως παράσταση για την υποστήριξη της κατηγορίας, επειδή, όπως επί λέξει δήλωσαν από το αποδιδόμενο στους κατηγορούμενους αδίκημα του εμπρησμού στο δάσος από αμέλεια, υπέστησαν ζημία στις ιδιοκτησίες τους και ως εκ τούτου δικαιούνται κατά τον αστικό κώδικα χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης.
Οι κατηγορούμενοι – αναιρεσείοντες δια των συνηγόρων τους υπέβαλαν ένσταση αποβολής των παρισταμένων για την υποστήριξη της κατηγορίας, επικαλούμενοι κατά λέξη ότι οι δηλώσεις παράστασης για την υποστήριξη της κατηγορίας, είναι απαράδεκτες, ως αόριστες.
Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την παραπάνω ένσταση δεχόμενο επί λέξει τα ακόλουθα: “οι δηλώσεις παράστασης προς υποστήριξη της κατηγορίας των φερομένων ως εκτεθέντων σε κοινό κίνδυνο, περιέχουν την αναφορά του εκ του κατηγορητηρίου εγκλήματος του εμπρησμού σε δάσος από αμέλεια εκ μέρους των κατηγορουμένων και την επελθούσα καταστροφή σε αντικείμενα της ιδιοκτησίας τους συνεπεία της πυρκαγιάς, χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ του εγκλήματος και της αυτονοήτου επελθούσας διακινδύνευσης των πραγμάτων ιδιοκτησίας τους και επομένως, τυγχάνουν επαρκώς ορισμένες, ώστε ο σχετικός αντίθετος ισχυρισμός των κατηγορουμένων να είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Επομένως η υποβληθείσα ένσταση των κατηγορουμένων περί απαραδέκτου των παραστάσεων προς υποστήριξη της κατηγορίας, πρέπει να απορριφθεί”. Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως και τον πρώτο πρόσθετο λόγο, οι αναιρεσείοντες πλήττουν στην προσβαλλόμενη απόφαση για πλημμέλειες από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ και Δ’ του ΚΠΔ, και ειδικότερα Α) για απόλυτη ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο, λόγω παράνομης παράστασης των υποστηριζόντων την κατηγορία, με τις ειδικότερες αιτιάσεις: α) ότι παράνομα παρέστη το πρώτον, στο ακροατήριο του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου για υποστήριξη της κατηγορίας, η Μ. Σ. του Ε., παρότι δεν είχε παραστεί με την ως άνω ιδιότητα στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, β) ότι δεν δηλώθηκε σε ποια πράξη αναφέρεται η παράστασή τους και ότι η ως άνω δήλωση είναι αόριστη γιατί δεν αναφέρονται τα νομιμοποιητικά έγγραφα, για την απόδειξη της ιδιοκτησίας εκάστου και γ) παρέστησαν ανεπίτρεπτα για την υποστήριξη της κατηγορίας, αφού δεν είναι άμεσα παθόντες, και Β) της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη της ανωτέρω ενστάσεώς τους περί αποβολής των παρισταμένων για την υποστήριξη της κατηγορίας. Οι λόγοι αυτοί είναι αβάσιμοι αφού: α) από την επισκόπηση για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου των πρακτικών της υπ’ αρ. 103,104/2020 πρωτοβάθμιας απόφασης του Τριμελούς Πλημ/κείου Γυθείου, ύστερα από έφεση κατά της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη με αρ. 341/2022 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημ/των Καλαμάτας, προκύπτει ότι η ως άνω διάδικος, Μ. Σ. του Ε., είχε δηλώσει παράσταση για την υποστήριξη της κατηγορίας στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (βλ. σελ 4 της προαναφερόμενης απόφασης) και συνακόλουθα η σχετική αιτίαση στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, β) Οι ανωτέρω δηλώσεις για την υποστήριξη της κατηγορίας, με το προαναφερθέν περιεχόμενο ότι από το αποδιδόμενο στους κατηγορούμενους αδίκημα του εμπρησμού στο δάσος από αμέλεια, υπέστησαν ζημία στις ιδιοκτησίες τους και ως εκ τούτου δικαιούνται κατά τον αστικό κώδικα χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης, περιέχουν την απαιτούμενη από διάταξη του άρθρου 84 του Κ.Π.Δ., συνοπτική έκθεση της υπόθεσης για την οποία γίνονται και δεν ήταν αναγκαίο να αναφέρονται τα νομιμοποιητικά έγγραφα του καθενός για την απόδειξη της ιδιοκτησίας του, αφού η ουσιαστική βασιμότητα της αξίωσης τους κρίνεται από την αποδεικτική διαδικασία, γ) οι ανωτέρω δηλώσαντες παράσταση για την υποστήριξη της κατηγορίας νομιμοποιούνται ενεργητικά προς τούτο, ως αμέσως παθόντες, καθόσον φέρονται να υπέστησαν ζημίες στις ιδιοκτησίες τους από την αποδιδόμενη στους κατηγορούμενους πράξη. Τέλος, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με τις παραδοχές του, ότι οι ανωτέρω δηλώσαντες παράσταση για την υποστήριξη της κατηγορίας, νομιμοποιούνται ενεργητικά προς τούτο και οι δηλώσεις τους είναι ορισμένες, περιέχοντας την αναφορά του εκ του κατηγορητηρίου εγκλήματος του εμπρησμού σε δάσος από αμέλεια εκ μέρους των κατηγορουμένων και την επελθούσα καταστροφή σε αντικείμενα της ιδιοκτησίας τους συνεπεία της πυρκαγιάς, με αιτιολογική επάρκεια και ορθή νομική προσέγγιση, απέρριψε την υποβληθείσα ένσταση των αναιρεσειόντων για την αποβολή των παρασταθέντων για την υποστήριξη της κατηγορίας.
Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 28, 264, 265 και 266 παρ. 2 του Π.Κ. συνάγεται ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος του εμπρησμού δασικής εκτάσεως, κατά την έννοια του άρθρου 3 παρ. 1 και 2 του ν. 998/1979 από αμέλεια, απαιτείται η διαπίστωση αφενός μεν ότι δεν καταβλήθηκε από το δράστη η προσοχή που απαιτείται κατ’ αντικειμενική κρίση, την οποία κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει κάτω από τις ίδιες πραγματικές περιστάσεις να καταβάλει με βάση τους νομικούς κανόνες, τις κρατούσες στις συναλλαγές συνήθειες, την κοινή πείρα και λογική κατά την συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και αφετέρου ότι μπορούσε αυτός από τις προσωπικές περιστάσεις και ικανότητες του να προβλέψει και να αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο πρέπει να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με την πράξη ή παράλειψη του δράστη. Όταν το έγκλημα είναι απότοκο της συγκλίνουσας αμέλειας περισσοτέρων προσώπων, το καθένα από αυτά ευθύνεται αυτοτελώς και ανεξαρτήτως των άλλων, μέσα στα πλαίσια της αμέλειας που επέδειξε και εφόσον το επελθόν αποτέλεσμα τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο προς αυτήν. Κατά την επικρατούσα δε απόλυτα στο ποινικό δίκαιο αρχή του ισοδύναμου των όρων, (conditio sine qua non), κάθε όρος του αποτελέσματος είναι χαρακτηριστέος ως αιτία. Εξάλλου όταν η αμέλεια δεν συνίσταται σε ορισμένη ενέργεια ή παράλειψη, αλλά αποτελεί σύνολο συμπεριφοράς του δράστη που προηγήθηκε του αποτελέσματος, τότε για τον κατ’ αυτό τον τρόπο τελούμενο εμπρησμό δασικής εκτάσεως από αμέλεια, ο οποίος τελείται με παράλειψη απαιτείται η συνδρομή όχι μόνο των όρων του άρθρου 28 του Π.Κ. αλλά και του άρθρου 15 του Π.Κ., κατά το οποίο, όταν ο νόμος για την ύπαρξη αξιόποινης πράξεως απαιτεί να έχει επέλθει ορισμένο αποτέλεσμα, η μη αποτροπή του τιμωρείται όπως η πρόκλησή του με ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παραλείψεως έχει ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος. Από την τελευταία αυτή διάταξη συνάγεται ότι αναγκαία προϋπόθεση της εφαρμογής της είναι η ύπαρξη νομικής υποχρεώσεως του υπαιτίου προς ενέργεια, που τείνει στην παρεμπόδιση του αποτελέσματος, για την επέλευση του οποίου ο νόμος απειλεί ορισμένη ποινή. Η ύπαρξη τέτοιας ιδιαίτερης νομικής υποχρεώσεως σε έγκλημα που τελείται με παράλειψη μπορεί να πηγάζει είτε από ρητή διάταξη νόμου ή σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων, που συνδέονται με ορισμένη έννομη σχέση του υποχρέου, είτε από σύμβαση είτε από προηγούμενη συμπεριφορά του υπαιτίου, από την οποία δημιουργήθηκε ο κίνδυνος του εγκληματικού αποτελέσματος και πρέπει να αναφέρεται και να αιτιολογείται στην απόφαση, επιπροσθέτως δε να προσδιορίζεται ο επιτακτικός κανόνας δικαίου από τον οποίο πηγάζει (ΑΠ 141/2020, ΑΠ 1026/2016, ΑΠ 497/2005). Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της απόφασης, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της απόφασης, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατύπωσης του σκεπτικού της. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική του κρίση, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 του ΚΠΔ, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προέκυψε από το καθένα χωριστά. Πρέπει, όμως, να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά κατ’ επιλογή, ενώ δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης, ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης γιατί δεν εξαίρονται τα λοιπά. Δεν αποτελεί λόγο αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Επίσης, λόγο αναίρεσης της απόφασης συνιστά, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠΔ, και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή, όταν το δικαστήριο, χωρίς να παρερμηνεύσει το νόμο, δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει τον ανωτέρω αναιρετικό λόγο από το άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠΔ, συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διάταξης αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της απόφασης, που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλομένης απόφασής του, με αρ. 341/2022, το Τριμελές Εφετείο Πλημ/των Καλαμάτας, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, που λεπτομερώς κατ’ είδος αναφέρει, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: “Την 17η Ιουλίου 20.. και περί ώρα 03.40, εκδηλώθηκε πυρκαγιά σε δημόσια δασική έκταση στη θέση … στην κορυφογραμμή (σε υψόμετρο 600 μέτρων περίπου) του βουνού πάνω από το χωριό … του δήμου … της Περιφερειακής Ενότητας …, η οποία στη συνέχεια, λόγω των δυνατών ανέμων που έπνεαν, επεκτάθηκε και αποτέφρωσε συνολικά 52.663,38 στρέμματα γης στην ευρύτερη περιοχή, αποτελούμενα από δασικές, αγροτικές, αναδασωτέες εκτάσεις, οικισμούς κ.α., και η οποία εν τέλει κατεστάλη πλήρως την 31.07.2015. Στην εν λόγω κορυφογραμμή και σχεδόν παράλληλα με αυτή, οδεύει επί δασικής εκτάσεως, καλυπτόμενη από χαμηλή βλάστηση αείφυλλων πλατύφυλλων φυτών (πουρνάρια, σχίνα) και φρύγανων, εναέριο δίκτυο διανομής ηλεκτρικής ενέργειας, ισχύος 20.000 Volt ή 20 kV, δηλαδή δίκτυο μέσης τάσης, το οποίο τροφοδοτεί παρακείμενες εγκαταστάσεις κεραιών κινητής τηλεφωνίας. Το δίκτυο αυτό αποτελείται από εναέριες γραμμές μεταφοράς και δη τρεις όμοιους εναέριους αγωγούς μεταλλικούς (κράματος αλουμινίου και χάλυβα), διατομής 35 mm εκάστου, υπό μορφή συνεστραμμένων κλώνων, που στηρίζονται σε ξύλινους στύλους ανά τακτά διαστήματα. Σύμφωνα με την από 17.07.20.. έκθεση αυτοψίας των πυραγών Β. Μ. και Π.. Α. της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας … και την εγχειρισθείσα την 05.11.2015 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του Α. Κ., ναυπηγού – ηλεκτρολόγου – μηχανολόγου μηχανικού (που ορίστηκε προανακριτικά την 18.07.2015 από την Πυροσβεστική Υπηρεσία …), το σημείο έναρξης της πυρκαγιάς εντοπίζεται σε ξερά χόρτα και φρύγανα επί του εδάφους της εν λόγω κορυφογραμμής και συγκεκριμένα σε απόσταση 20 μέτρων περίπου, νότια από την ξύλινη κολώνα No 9 του δικτύου της ΔΕΗ, σε χρόνο που έπνεε ισχυρός άνεμος βόρειας – βορειοανατολικής κατεύθυνσης, έντασης 8 με 9 μποφόρ. Ειδικότερα, στο χώρο της πυρκαγιάς βρέθηκε κομμένος και απλωμένος στο έδαφος ο τρίτος εναέριος αγωγός (3η φάση) του δικτύου, που ήταν ο πλησιέστερος προς αυτό και δη σε απόσταση 10 μέτρων από το έδαφος. Ο αγωγός αυτός είχε αποκοπεί σε απόσταση 5-10 εκατοστών από το στήριγμα της κολώνας No 9 και τον αντίστοιχο μονωτήρα του και στη συνέχεια έπεσε στο έδαφος. Κατά την έκθεση αυτοψίας και τον πραγματογνώμονα, πιθανότατα λόγω του ισχυρού ανέμου και της ελεύθερης άκρης του, ο αγωγός ακούμπησε σε άλλες φάσεις του δικτύου ή και στη γη και προκλήθηκαν ισχυροί σπινθηρισμοί και λόγω της θερμοκρασίας, άμεση τήξη του αλουμινίου, οι οποίοι ήλθαν σε επαφή με τα ξερά χόρτα και τα φρύγανα και προκάλεσαν πυρκαγιά. Ο ίδιος πραγματογνώμονας, στη σελίδα 24 της έκθεσής του υποστηρίζει ότι η αρχή του προβλήματος της αποκοπής -δημιουργίας ηλεκτρικών τόξων, μπορεί να δημιουργήθηκε και από συγκέντρωση σκόνης – υγρασίας στους μονωτήρες των φάσεων του εναέριου δικτύου, ενώ στην τρίτη παράγραφο της ίδιας σελίδας αναφέρει “το βέβαιο είναι για να αποκοπεί το καλώδιο υπήρξε αστοχία στο στήριγμα στην κολώνα No 9 ή δημιουργία τόξων- βραχυκυκλώματα”. Αυτός δε στη σελίδα 28 της έκθεσης του καταλήγει στην άποψη ότι η αιτία της πυρκαγιάς ήταν “η δημιουργία τόξων – βραχυκυκλωμάτων” στην περιοχή του στηρίγματος του καλωδίου (αγωγού) στην κολώνα No 9″, χωρίς όμως να προβαίνει σε ιδιαίτερες αναλύσεις. Κατά την άφιξη της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας στην περιοχή της πυρκαγιάς, διαπιστώθηκε ότι το μεγαλύτερο μέρος του ανωτέρω μεταλλικού αγωγού της ΔΕΗ, το οποίο είχε κοπεί από τη μία του πλευρά που στηρίζονταν σε ξύλινη κολώνα, είχε αφαιρεθεί από το προηγηθέν συνεργείο της ΔΕΗ και είχε απομακρυνθεί από την περιοχή και παρά τις προσπάθειες αναζήτησής του από άνδρες της Πυροσβεστικής, δεν ανευρέθηκε. Το υπόλοιπο κομμάτι του αγωγού μήκους 17 μέτρων βρέθηκε τυλιγμένο στη βάση της κολώνας No 8. Το τμήμα που εν τέλει παραδόθηκε από υπάλληλο της ΔΕΔΔΗΕ το απόγευμα της ίδιας ημέρας είχε μήκος 51,15 μ., μολονότι η απόσταση μεταξύ των δύο στύλων της ΔΕΗ, σύμφωνα με τα στοιχεία της τελευταίας, ήταν 78 μ. Δηλαδή το τμήμα του αγωγού που παραδόθηκε στην Πυροσβεστική το βράδυ της 17.07.20.. δεν ήταν όσο αφαίρεσε το συνεργείο της ΔΕΔΔΗΕ, αλλά έλλειπε τμήμα αυτού και επιπλέον καμία άκρη του δεν ταίριαζε με την άκρη του κομμένου αγωγού που ήταν τυλιγμένο στην κολώνα No 8. Επομένως, δεν μπορούσε να διαγνωστεί θερμική αλλοίωση του αποκοπέντος αγωγού ή τήγματα αυτού κατά την αποκοπή του. Ο εξετασθείς μάρτυρας κατηγορίας Η. Μ., μηχανολόγος – μηχανικός, όμως, αποδίδει την αιτία της πυρκαγιάς στους σπινθηρισμούς που προκλήθηκαν στο μονωτήρα της κολώνας No 9 από το άλας που σταδιακά επικάθησε σ’ αυτόν λόγω του παραθαλάσσιου περιβάλλοντος της περιοχής. Ειδικότερα, όπως προέκυψε, συνηθισμένος λόγος εμφάνισης των σπινθηρισμών επί μονωτήρων είναι η δημιουργία θέσεων διαταραχής στην επιφάνειά τους, που προκαλούν οι ξένες επικαθίσεις και συγκεκριμένα η υγρασία και οι ρύποι διαφόρων ειδών, μεταξύ των οποίων και οι καθαλατώσεις στις παραθαλάσσιες περιοχές, όπως και η επίδικη, καθώς προκαλεί δραματική μείωση της μόνωσης του μονωτήρα από 40% έως και 80% (βλ. σχ. το από 30.06.20.. σημείωμα αποκατάστασης βλάβης του Πρακτορείου … της ΔΕΔΔΗΕ, στο οποίο αναφέρονται σπινθηρισμοί σε στύλο από διαρροές λόγω υγρασίας). Ένεκα δε της αυξημένης υγρασίας (εν προκειμένω από 36 έως 63%, σύμφωνα με την τεχνική έκθεση της εταιρείας “Αλεξίπυρο” Μ. Ε. Π. Ε ή 60 με 63%, σύμφωνα με την ένορκη κατάθεση του Ν. Δ. στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου) και της ρύπανσης, οι μερικές αυτές εκκενώσεις εξελίχθηκαν σε έρπουσες διαρροές επί μονωτήρων, δηλαδή διαρροή επί μονωτήρα λόγω της ωμικής αντίστασης του συνδυασμού υγρασίας και ρύπανσης υπό μορφή δρόσου. Το ρεύμα αυτό είναι εντάσεως μικρότερης των 3 Μικροαμπέρ, γι’ αυτό και δεν προκάλεσε ενεργοποίηση (τήξη) του τηκτού της ασφάλειας προστασίας του αγωγού. Το φαινόμενο αυτό, προκάλεσε στη συνέχεια υπερπήδηση (στο περιβάλλον μέσο του) με έρπουσες εκκενώσεις, με αποτέλεσμα την δημιουργία οδεύσεων του ηλεκτρικού ρεύματος από τον αγωγό φάσεως προς την ξύλινη κολώνα, όπου μετέτρεψε την κυτταρίνη του ξύλου της σε άνθρακα (λόγω των θερμικών απωλειών) και προκάλεσε ανάφλεξη σε ξύλινα μέρη της, τα οποία παρασυρόμενα από τον ισχυρό άνεμο κατέπεσαν στα εύφλεκτα χόρτα και προκάλεσαν πυρκαγιά, η οποία στη συνέχεια αναπτύχθηκε. Ενώ προχωρεί η ανθρακοποίηση του στύλου, η ηλεκτρική αντίσταση αυτού καταρρέει. Το αναπτυσσόμενο οδεύον ρεύμα αυξάνει και μετατρέπεται από σπινθήρα σε τόξο, το οποίο αποκόπτει εύκολα τον μεταλλικό αγωγό των 35 mm, με ρεύμα πολύ μεγαλύτερο των 3 Αμπέρ. Συνεπεία τούτου, προκαλείται πλέον η τήξη της ασφάλειας και η κατάπτωση του αγωγού 3ης φάσεως στο έδαφος. Η αλληλουχία των εν λόγω φαινομένων, για τα οποία κατέθεσε λεπτομερώς στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου ο ανωτέρω μάρτυρας, περιγράφεται και στις από 10.07.2020 και από 05.02.2021 τεχνικές εκθέσεις, του ηλεκτρολόγου μηχανικού, Α. Θ., εργαστηριακού συνεργάτη του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής, οι οποίες λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο, ως νόμιμα αποδεικτικά μέσα, απορριπτομένου ως αβάσιμου του σχετικού υποβληθέντος αιτήματος εκ μέρους των κατηγορουμένων να μην ληφθούν υπόψη οι ανωτέρω εκθέσεις, λόγω του ότι αυτές συντάχθηκαν από απλό απόφοιτο ΤΕΙ, ήτοι από πρόσωπο που δεν κατέχει την απαιτούμενη τεχνική και επιστημονική γνώση. Όπως δε προκύπτει από το υπ’ αριθμ. πρωτ. ΕΜΠ 123/06.08.2021 έγγραφο – απάντηση του Πρύτανη του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής, ο ως άνω (Α. Θ.) είναι κάτοχος πτυχίου Τμήματος Ηλεκτρολογίας (πτυχιούχος ηλεκτρολόγος μηχανικός ΤΕ) της Σχολής Τεχνολογικών Εφαρμογών του ΤΕΙ Πάτρας με έτος κτήσης τίτλου 1989 και επί σειρά ετών (ήτοι από το διδακτικό έτος 2002-2003 έως και 2020-2021) έχει απασχοληθεί τόσο στο ΤΕΙ Πειραιά όσο και στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής, ως εργαστηριακός συνεργάτης και ως πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός υπότροφος. Κατά την κρίση δε του Δικαστηρίου, αυτή είναι και η αιτία που εξερράγη το πυρ στα στερεά υλικά (ξερά χόρτα, φρύγανα) του εδάφους, που ήταν οπωσδήποτε σημαντικό και όχι συνηθισμένης έκτασης, το οποίο εξαπλώθηκε χωρίς να μπορεί εύκολα να κατασβεσθεί. Η ανωτέρω αιτιολογία πρόκλησης της πυρκαγιάς δεν καταρρίπτεται από τις τεχνικές εκθέσεις των επιστημόνων, που προσκομίζουν οι κατηγορούμενοι, ούτε όμως και από την εγχειρισθείσα στις 27.09.2017 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του ηλεκτρολόγου- μηχανολόγου ΕΜΠ, Γ. Π.., που διορίσθηκε κατά την προανάκριση. Ειδικότερα, οι τεχνικές εκθέσεις του Π. Μ., Ομ. Καθηγητή ΕΜΠ και του Δρ. ηλεκτρολόγου Μηχανικού ΕΜΠ Κ. Χ., η από 09.05.2016 έκθεση ΑΛΕΞΙΠΥΡΟΥ των τεχνικών συμβούλων, Ν. Δ. και Α. Κ., Αντιστράτηγων -Υπαρχηγών Π.Σ. ε.α αλλά και η ως άνω έκθεση πραγματογνωμοσύνης του Γ. Π. εστιάζουν αποκλειστικά και μόνον στην περίπτωση διαρροής ηλεκτρικού ρεύματος από τον αποκοπέντα αγωγό ρεύματος στα εύφλεκτα χόρτα του εδάφους (βραχυκύκλωμα ή διαρροή προς γη) και σε κείνη της επαφής του αποκοπέντος αγωγού με τους δύο άλλους αγωγούς που θα προκαλούσαν σπινθηρισμούς και την εξ’ αυτών (των δύο περιπτώσεων) πρόκληση πυρκαγιάς, χωρίς έρευνα άλλης εκδοχής πρόκλησης πυράς. Το γεγονός δε ότι σύμφωνα με τις ανωτέρω εκθέσεις 1) η αποκοπή και πτώση του εν λόγω αγωγού επί του εδάφους δεν ήταν σε θέση να δημιουργήσει θερμικές επιπτώσεις, είτε από βραχυκύκλωμα, είτε από διαρροή προς γη, ικανές να προκαλέσουν ανάφλεξη των υπαρχόντων φυσικών στερεών υλικών στο χώρο και 2) αποκλείεται η επαφή του εν λόγω αγωγού με τους άλλους δύο και ως εκ τούτου η δημιουργία διφασικού ή τριφασικού βραχυκυκλώματος, δεν αποκλείει την αναζήτηση άλλου σφάλματος ως προς τη συντήρηση του δικτύου, διαφορετικού από εκείνο που έχει εισαχθεί στη δίκη με το κλητήριο θέσπισμα, απορριπτομένου ως αβάσιμου του περί του αντιθέτου σχετικού ισχυρισμού των κατηγορουμένων. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι με την τεχνική έκθεση του Π. Μ. υποστηρίζεται ότι η αποκοπή του αγωγού οφείλεται σε στρέψη του, υπό μορφή κρούσης, λόγω της οπισθοπορείας της πυρκαγιάς, συμπέρασμα που αναιρείται από το γεγονός ότι ο εν λόγω αγωγός ήταν πεσμένος στο έδαφος από την αρχή της εκδήλωσης της πυρκαγιάς. Τούτο προκύπτει τόσο από την έκθεση αυτοψίας όσο και από την κατάθεση του μάρτυρα Λ. Μ., ο οποίος μετέβη στην περιοχή 20 λεπτά μετά την εκδήλωση της πυρκαγιάς κι ενώ ακόμη η περιοχή κάτω από το καλώδιο ήταν “άκαυτη”, διαπίστωσε τον κομμένο και πεσμένο στο έδαφος αγωγό και ειδοποίησε αμέσως τηλεφωνικά τον τρίτο κατηγορούμενο, Δ. Κ.. Επομένως, το συμπέρασμα της ανωτέρω εκθέσεως ότι ο εν λόγω αγωγός αποκόπηκε, λόγω της οπισθοπορείας της πυρκαγιάς, ουδόλως ευσταθεί. Επιπροσθέτως, το συμπέρασμα αυτό καταρρίπτεται και από το σημείο έναρξης της πυρκαγιάς, το οποίο σύμφωνα με την έκθεση αυτοψίας εντοπίστηκε σε απόσταση 20 μέτρων περίπου, νότια από την ξύλινη κολώνα No 9. Επομένως, όταν η πυρκαγιά επέστρεψε προς βορρά, ο εν λόγω αγωγός είχε ήδη αποκοπεί και μάλιστα οι υπάλληλοι της ΔΕΔΔΗΕ είχαν ήδη μεταβεί στο σημείο και είχαν αφαιρέσει το μεγαλύτερο τμήμα του, αφού μέχρι τότε- που δεν είχε ακόμη οπισθοπορήσει η πυρκαγιά – οι συνθήκες το επέτρεπαν. Περαιτέρω, σύμφωνα με την έκθεση πραγματογνωμοσύνης του Γ. Π. (σελίδα 5 αυτής) “Κατά την αυτοψία της 03.07.2017 (ήτοι περί τα δύο έτη μετά το συμβάν) διαπιστώθηκε ότι οι ασφαλειοαποζεύκτες του στύλου No 8 είχαν μεταφερθεί στον προηγούμενο στύλο και είχε προστεθεί ένας επιπλέον στύλος μεταξύ του No 8 και No 9. Με το από 01.08.2017 απαντητικό του e-mail, το οποίο επισυνάπτεται στην ανωτέρω έκθεση πραγματογνωμοσύνης, ο ΔΕΔΔΗΕ επιβεβαίωσε την παραπάνω τροποποίηση του δικτύου του στην περιοχή. Συγκεκριμένα στο ανωτέρω mail του αναφέρει τα ακόλουθα: Είκοσι ημέρες περίπου μετά την εκδήλωση της πυρκαγιάς, με τη σύμφωνη γνώμη της Π. Υ., αντικαταστάθηκαν όλοι οι αγωγοί στα πλαίσια γενικής αντικατάστασης του δικτύου της περιοχής που είχε επηρεαστεί από την πυρκαγιά. Κατ’ εφαρμογή της νέας μελέτης, μεταφέρθηκε ο στύλος με τις ασφάλειες, για λόγους που δεν έχουν σχέση με την πυρκαγιά, οπότε λόγω της ως άνω μεταφοράς και της νέας χωροθέτησης του στύλου, προέκυψε η ανάγκη τοποθέτησης ενός επιπλέον στύλου. Αντίστοιχες μεταβολές έγιναν και σε άλλα σημεία του δικτύου που είχαν πληγεί από την πυρκαγιά”. Εκ των ανωτέρω, καταρρίπτεται ο ισχυρισμός των κατηγορουμένων ότι μετά την πυρκαγιά δεν έγινε οποιαδήποτε αντικατάσταση του δικτύου της περιοχής. Και ναι μεν δεν αντικαταστάθηκε ο επίμαχος στύλος No 9, όμως αντικαταστάθηκαν οι αγωγοί που επηρεάστηκαν από την εν λόγω πυρκαγιά και στην προκειμένη περίπτωση ο κομμένος αγωγός και προφανώς και οι επιστηριζόμενοι στους εν λόγω αντικατασταθέντες αγωγούς μονωτήρες, αφού, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι πάνω στο νέο αγωγό, που τοποθετήθηκε στη θέση του αποκοπέντος, το συνεργείο στήριξε τους παλαιούς (τουλάχιστον από το έτος 2006) μονωτήρες. Περαιτέρω, η ανωτέρω κρίση του Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία αποδίδεται η αιτία της πυρκαγιάς στους σπινθηρισμούς που προκλήθηκαν στο μονωτήρα της κολώνας No 9, δεν κλονίζεται από την προσκομισθείσα από τους κατηγορούμενους στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου από 28.01.2021 έκθεση πραγματογνωμοσύνης με εντολή Τ. Ε. Ε. του Ν. Σ., διπλωμ. μηχανολόγου-ηλεκτρολόγου μηχανικού, η οποία, σημειωτέον, συντάχθηκε χωρίς να έχουν κληθεί οι υποστηρίζοντες την κατηγορία και ως εκ τούτου, χωρίς να έχουν οι τελευταίοι παράσχει οποιοδήποτε στοιχείο, που είναι κατά την κρίση τους αναγκαίο ή χρήσιμο για τη διεξαγωγή της πραγματογνωμοσύνης, στερούμενοι αυτοί κατά συνέπεια του δικαιώματος τους να προσκομίσουν σχετικά υπομνήματα με τις απόψεις τους και να διορίσουν, εφόσον το επιθυμούν τεχνικό σύμβουλο. Ειδικότερα δε ο ανωτέρω πραγματογνώμονας, ο οποίος σημειωτέον απεφάνθη ότι ο επίμαχος στύλος No 9 έχει τοποθετηθεί από την κατασκευή του δικτύου το έτος 1999 και δεν έχει αντικατασταθεί μέχρι σήμερα, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτός δεν έχει απανθρακωθεί, ούτε έχει αποσπασθεί πυρακτωμένο τμήμα από αυτόν. Ωστόσο, το συμπέρασμα αυτό ουδόλως επηρεάζει την προαναφερθείσα κρίση του Δικαστηρίου περί πρόκλησης της πυρκαγιάς από τους σπινθηρισμούς στο μονωτήρα της κολώνας No 9. Και τούτο διότι, σύμφωνα με όσα γίνονται δεκτά από το Δικαστήριο, η ανάφλεξη ξύλινων μερών της κολώνας, τα οποία παρασύρθηκαν από τον ισχυρό άνεμο, κατέπεσαν στα εύφλεκτα χόρτα και προκάλεσαν την πυρκαγιά δεν συνεπάγεται απαραίτητα την απανθράκωση του στύλου ή την απόσπαση μεγάλου τμήματος αυτού, αφού και πολύ μικρά ξύλινα κομμάτια μπορούν να προκαλέσουν το ίδιο αποτέλεσμα, συνεκτιμωμένου και του ότι ο εν λόγω πραγματογνώμονας κατέληξε στην ανωτέρω εκτίμησή του, επισκεπτόμενος το επίμαχο σημείο στις 13.12.2020, ήτοι περίπου πέντε (5) έτη μετά το συμβάν, συγκρίνοντας την κατάσταση του στύλου και των μονωτήρων του ήδη αντικατασταθέντος αγωγού με φωτογραφίες αυτών του έτους 2015. Είναι αλήθεια δε ότι αμφότερες οι αντίδικες πλευρές επέμειναν σχετικά με το γεγονός της απανθράκωσης ή μη του επίμαχου στύλου No 9, προσκομίζοντας πλήθος φωτογραφιών αυτού, παλαιότερων και πρόσφατων. Ωστόσο, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, η εν λόγω διαπίστωση δεν κρίνεται κρίσιμη στην προκειμένη περίπτωση. Για το λόγο δε αυτό, πρέπει να απορριφθούν και τα σχετικά αιτήματα που υπέβαλαν οι κατηγορούμενοι: α) περί επιτόπιας αυτοψίας, β) περί μεταφοράς του στύλου στο ακροατήριο του Δικαστηρίου και γ) περί ορισμού πραγματογνώμονα από το παρόν Δικαστήριο, προκειμένου να διαπιστωθεί ο ισχυρισμός τους ότι ο στύλος δεν φέρει καψίματα ή άλλες αλλοιώσεις, ούτε ελλείπουν από αυτόν τμήματα και ότι οι μονωτήρες επί του στύλου δεν έχουν κρατήρες ή αλλοιώσεις από διαρροή. Άλλωστε, στο Δικαστήριο προσκομίσθηκε πληθώρα αποδεικτικών μέσων και ιδιαίτερα μεγάλος αριθμός εκθέσεων πραγματογνωμοσύνης και τεχνικών εκθέσεων επιστημόνων, που το βοήθησαν να σχηματίσει πλήρη δικανική πεποίθηση και επομένως, δεν κρίνεται απαραίτητο να διαταχθεί η διενέργεια νέας πραγματογνωμοσύνης στην παρούσα φάση και δη οκτώ (8) περίπου μήνες πριν παραγραφεί το αδίκημα. Επιπλέον, κρίνεται ότι ουδέν θα προσέφερε στην κρίση του Δικαστηρίου η επιτόπια αυτοψία του στύλου επτά (7) σχεδόν έτη μετά το συμβάν. Απορριπτέο, επίσης, τυγχάνει και το αίτημα των κατηγορουμένων να κληθεί για να καταθέσει ως μάρτυρας ο πραγματογνώμονας, Γ. Π., προκειμένου να διευκρινίσει τα συμπεράσματα της αναγνωσθείσας έκθεσής του, με την οποία αποφάνθηκε ότι δεν συνδέεται το δίκτυο της ΔΕΔΔΗΕ με την ένδικη πυρκαγιά. Και τούτο, τόσο για τους ίδιους ως άνω λόγους, αλλά κυρίως λόγω του ότι, όπως προεκτέθηκε, αυτός με την όλη επιχειρηματολογία και ανάλυσή του στην έκθεσή του ασχολήθηκε αποκλειστικά και μόνο με την περίπτωση διαρροής ηλεκτρικού ρεύματος από τον αποκοπέντα αγωγό στο έδαφος και την εξ αυτής πρόκληση πυρκαγιάς (περίπτωση που ήδη αποκλείστηκε από το Δικαστήριο) και επομένως οι διευκρινίσεις επί των σχετικών συμπερασμάτων του θα ήταν περιττές.
Περαιτέρω, πρέπει να προστεθεί ότι ο εξετασθείς μάρτυρας, Π. Μ., Ομότιμος Καθηγητής ΕΜΠ, παρότι απέκλεισε ότι η πυρκαγιά προήλθε από σπινθηρισμούς στο μονωτήρα, λόγω της συγκέντρωσης ρύπων σε αυτόν σε συνδυασμό την υγρασία, υποστηρίζοντας ότι δεν ήταν δυνατό να εκδηλωθούν σπινθηρισμοί, επειδή απαιτούνται προς τούτο υγρασία υπό μορφή δρόσου και ρυπασμένο περιβάλλον, που όμως δεν υπήρχαν αφού α) κατά την Πυροσβεστική Υπηρεσία η θερμοκρασία ήταν υψηλή και η υγρασία χαμηλή και β) όπως διαπίστωσε από την αυτοψία που διενήργησε, οι μονωτήρες ήταν πεντακάθαροι (βλ. την από Μάρτιο 2022 συμπληρωματική τεχνική έκθεση του ανωτέρω μάρτυρα), εντούτοις, εξετασθείς στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, δεν απέκλεισε το γεγονός της ανάφλεξης του μονωτήρα, εάν αυτός σπινθηρίζει για 25 ημέρες. Κατόπιν όλων των ανωτέρω, ουδεμία αμφιβολία καταλείπεται στο Δικαστήριο ότι η πυρκαγιά προκλήθηκε από τους σπινθηρισμούς που προκλήθηκαν στο μονωτήρα της κολώνας No 9, κατά την αλληλουχία των φαινομένων που περιγράφηκαν. Πρέπει δε να επισημανθεί ότι τόσο οι μάρτυρες των κατηγορουμένων όσο και οι ίδιοι οι κατηγορούμενοι, κατά την απολογία τους, υποστήριξαν ότι οι μονωτήρες της διακλάδωσης του δικτύου (27123), όπου βρίσκεται και κείνος της τρίτης φάσης της κολώνας No 9, ουδέποτε πλύθηκαν με τη χρήση κατάλληλων μηχανημάτων, ούτε αντικαταστάθηκαν με νέους βέλτιστης μονωτικής συμπεριφοράς όλα αυτά τα έτη, δηλαδή τουλάχιστον από το έτος 2006. Ισχυρίσθηκαν δε ακόμη και οι εξεταζόμενοι ως μάρτυρες, επιστήμονες, ότι δεν χρειαζόταν να προβούν στις ανωτέρω ενέργειες προς συντήρηση του δικτύου ΔΕΔΔΗΕ, υποστηρίζοντας ότι αυτοί (μονωτήρες) δεν ήταν ρυπαροί, χωρίς όμως να παρέχουν πειστικές εξηγήσεις στο εύλογο ερώτημα, πως αυτοί παρέμεναν καθαροί και δεν επηρεάστηκαν επί τουλάχιστον 9 έτη από το άλας που σταδιακά επικάθεται σε αυτούς, λόγω του παραθαλάσσιου περιβάλλοντος της περιοχής. Εξάλλου, όπως προέκυψε, 17 ημέρες νωρίτερα, ήτοι στις 30.06.2015, στην ίδια περιοχή, πλησίον του αλσυλλίου Π. Π., που απέχει σχεδόν ένα (1) χιλιόμετρο από το επίδικο σημείο, ειδοποιήθηκε η Πυροσβεστική Υπηρεσία … από την κάτοικο της περιοχής, Π. Γ., προκειμένου να προσέλθει λόγω της ύπαρξης σπινθηρισμών σε στύλο (R 270/107), που βρισκόταν στη διασταύρωση που οδηγεί στις κεραίες κινητής τηλεφωνίας.
Πράγματι, προσερχόμενα τα αρμόδια όργανα της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας ειδοποίησαν τους υπαλλήλους της ΔΕΔΔΗΕ, οι οποίοι διαπίστωσαν σπινθηρισμό σε στύλο (R 270/107) από διαρροές λόγω υγρασίας, έγινε διακοπή στη γραμμή και σκούπισμα των μονωτήρων και εδόθη ξανά ρεύμα (βλ. το από 30.06.2015 έγγραφο ΔΕΔΔΗΕ-περιοχή Σπάρτης-πρακτορείου …). Το εν λόγω περιστατικό σπινθηρισμών από διαρροές του μονωτήρα, όπως αποδείχθηκε, αν και ήταν το πιο πρόσφατο, δεν ήταν το μοναδικό στην περιοχή. Όπως προκύπτει τόσο από τις μαρτυρικές καταθέσεις, όσο και από την έκθεση αυτοψίας της Π. Υ. και την έκθεση πραγματογνωμοσύνης του Α. Κ., η Πυροσβεστική Υπηρεσία … έχει επιληφθεί πολλές φορές σε συμβάντα πυρκαγιάς, με εκτιμώμενη από την εν λόγω υπηρεσία αιτία το δίκτυο της ΔΕΔΔΗΕ (βλ. το υπ’ αριθμ. πρωτ. 875 Φ. 706.8/29.03.2022 έγγραφο της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας … για πυρκαγιές από το έτος 2014 έως 31.12.2021). Επίσης, σύμφωνα με την έκθεση αυτοψίας και το ανωτέρω έγγραφο της Π.Υ., στις 20.01.20.., στην περιοχή Μ. Σ. Κ.. Β., προκλήθηκε πυρκαγιά με εκτιμώμενη αιτία το δίκτυο της ΔΕΔΔΗΕ (κομμένο καλώδιο) και για το λόγο αυτό η τελευταία προχώρησε σε αντικατάσταση του δικτύου της εν λόγω περιοχής. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 127 του ν. 4011/2011, υπεύθυνος για την ανάπτυξη, συντήρηση και λειτουργία του Εθνικού Δικτύου Διανομής Ηλεκτρικής Ενέργειας, μέρος του οποίου είναι και το επίδικο, είναι η εταιρεία “Διαχειριστής Ελληνικού Δικτύου Διανομής Ηλεκτρικής Ενέργειας” (ΔΕΔΔΗΕ Α.Ε.), η οποία υποχρεούται ειδικότερα να διασφαλίζει την τήρηση των τεχνικών προδιαγραφών και απαιτήσεων σχεδιασμού, λειτουργίας και συντήρησης του Δικτύου. Ειδικότερα, για την κατά το δυνατόν εξασφάλιση της αδιάλειπτης λειτουργίας του δικτύου ο ΔΕΔΔΗΕ εφαρμόζει τα προβλεπόμενα στον Κανονισμό Εγκατάστασης και Συντήρησης Υπαίθριων Γραμμών Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΚΕΣΥΓΗΕ – ΦΕΚ 6871 BV24.08.71), όπως είναι η αποψίλωση της βλάστησης από τη βάση επιλεγμένων στύλων των δικτύων, το κλάδεμα δέντρων που γειτνιάζουν με δίκτυα, το πλύσιμο των μονωτήρων με τη χρήση ειδικών βυτιοφόρων οχημάτων σε παραθαλάσσια δίκτυα όταν χρειάζεται, η επιθεώρηση των εγκαταστάσεων με χρήση θερμογραφικής κάμερας για την έγκαιρη ανίχνευση επικείμενων βλαβών, καθώς και η συντήρηση των κατασκευών όπου απαιτείται. Επίσης, ενισχύει και ανακαινίζει τα δίκτυα διανομής με βελτιωμένα υλικά νέας τεχνολογίας και ειδικότερα στις παραθαλάσσιες περιοχές, υλοποιούνται αντικαταστάσεις πορσελάνινων μονωτήρων με συνθετικούς μονωτήρες σιλικόνης, οι οποίοι παρουσιάζουν βέλτιστη συμπεριφορά σε περιοχές με ατμοσφαιρική ρύπανση (υγρασία, σκόνη, καθαλάτωση). Εξάλλου, κατά τον επίδικο χρόνο, ο πρώτος κατηγορούμενος, Κ. Α., ήταν Διευθυντής της ΔΕΔΔΗΕ … ο δεύτερος κατηγορούμενος, Χ. Κ., ήταν Προϊστάμενος του Πρακτορείου ΔΕΔΔΗΕ … και ο τρίτος κατηγορούμενος, Δ. Κ., ήταν υπεύθυνος τεχνικού συνεργείου για την επιθεώρηση και συντήρηση του δικτύου της ΔΕΔΔΗΕ στην περιοχή “…” …. Στα καθήκοντά τους ανάγονταν η προσήκουσα και ενδεδειγμένη συντήρηση του ηλεκτρικού δικτύου της ΔΕΗ της επίδικης περιοχής “…”, στα οποία περιλαμβάνονταν και το πλύσιμο του μονωτήρα της τρίτης φάσης στην κολώνα No 9 με τη χρήση κατάλληλων μηχανημάτων ή η αντικατάστασή του με έτερο βέλτιστης προς τον αντικαθιστάμενο μονωτικής συμπεριφοράς. Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι ο πρώτος κατηγορούμενος, έχοντας την ιδιότητα του Διευθυντή της ΔΕΔΔΗΕ … είχε καθήκον να εποπτεύει και να ελέγχει τους υφιστάμενους του για την προσήκουσα συντήρηση του ηλεκτρικού δικτύου της ΔΕΗ και της επίδικης περιοχής “…”, όταν μάλιστα στην περιοχή αυτή δεν είχε γίνει αντικατάσταση του δικτύου για μία δεκαετία περίπου και είχε επανειλημμένως περιέλθει σε γνώση του η πρόκληση σπινθηρισμών σε στύλους της ΔΕΗ, λόγω της υγρασίας, με τελευταία εκείνη στις 30.06.2015. Ο εν λόγω κατηγορούμενος δεν μπορεί να εμφανίζεται ως αμέτοχος, λόγω του ότι είναι Διευθυντής της ΔΕΔΔΗΕ της ευρύτερης περιοχής της Σπάρτης και ότι επομένως αυτός δεν υποχρεούται να μεριμνά για τη συντήρηση του δικτύου της επίδικης περιοχής “…”. Και τούτο διότι, όπως προκύπτει από το Φύλλο Πασσαλώσεως της διακλάδωσης ΥΣ 2 … (S. H.), που επισυνάπτεται στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης Γ. Π., που απεστάλη στον τελευταίο από τη ΔΕΔΔΗΕ Πελοποννήσου, αυτός (πρώτος κατηγ/νος) προέβαινε σε έλεγχο του δικτύου της εν λόγω περιοχής και υπέγραφε ως ελεγκτής στο σχετικό Φύλλο Πασσαλώσεως. Άλλωστε, όπως κατέθεσε απολογούμενος στο ακροατήριο ο δεύτερος κατηγορούμενος, όλα τα έγγραφα τα σχετικά με την αντικατάσταση του δικτύου της περιοχής, που πραγματοποιήθηκε, όπως προεκτέθηκε, 20 ημέρες μετά την πρόκληση της εν λόγω πυρκαγιάς, βρίσκονται στα γραφεία της Διεύθυνσης της … η οποία έχει πρωταρχικό ρόλο στην εποπτεία της προσήκουσας συντήρησης του δικτύου ΔΕΔΔΗΕ όλης της περιοχής της. Μόλις που πρέπει να αναφερθεί ότι τόσο ο δεύτερος κατηγορούμενος, ως Προϊστάμενος του Πρακτορείου ΔΕΔΔΗΕ … όσο και ο τρίτος κατηγορούμενος, ως υπεύθυνος του τεχνικού συνεργείου για την επιθεώρηση και συντήρηση του δικτύου της ΔΕΔΔΗΕ στην περιοχή “…” …, στα καθήκοντα των οποίων ανάγεται η συντήρηση του δικτύου, είχαν πολύ πρόσφατα – μόλις 17 ημέρες πριν από το επίδικο συμβάν – διαπιστώσει (βλ. το από 30.06.2015 έγγραφο της ΔΕΔΔΗΕ …) τον αυξημένο κίνδυνο να προκληθεί πυρκαγιά στην περιοχή, λόγω των σπινθηρισμών στους στύλους και συνεπώς έπρεπε να θορυβηθούν και να προβούν σε περαιτέρω έλεγχο του δικτύου και σε καθαρισμό ή αντικατάσταση μονωτήρων. Οι κατηγορούμενοι, όμως, από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλαν και μπορούσαν να καταβάλλουν από τις περιστάσεις ως μέσος κοινωνικός άνθρωπος έκαστος, ενόψει της ανωτέρω ιδιότητάς τους, της αυξημένης εμπειρίας τους και των προσωπικών γνώσεών τους, μολονότι στις 14.05.2015 διενήργησαν επιθεώρηση στην επίδικη περιοχή και ενώ γνώριζαν από προηγούμενα περιστατικά ότι ήταν πολύ πιθανό, λόγω της ρύπανσης των μονωτήρων με καθαλατώσεις από την θαλάσσια άλμη της περιοχής, να δημιουργηθούν στον επίδικο μονωτήρα μερικές εκκενώσεις και να προκληθούν σπινθήρες και εν συνεχεία ανάφλεξη των πρόσφορων στερεών υλικών (ξερών χόρτων κ. ά.) του εδάφους, με αποτέλεσμα την εκδήλωση πυρκαγιάς σε σημείο που είναι εύκολη η επέκτασή της λόγω των ισχυρών ανέμων, ωστόσο παρά την ιδιαίτερη νομική υποχρέωσή τους – βάσει των προαναφερόμενων διατάξεων περί συντήρησης του δικτύου από τη ΔΕΔΔΗΕ και του οικείου Κανονισμού Συντήρησης – να προβούν σε συντήρηση και καθαρισμό του δικτύου, ενήργησαν πλημμελή συντήρηση του δικτύου και παρέλειψαν έκαστος να διενεργήσει τον αναγκαίο καθαρισμό με πλύσιμο του επίδικου μονωτήρα της No 9 κολώνας ή την αντικατάστασή του. Αποτέλεσμα τούτου συνδεόμενο αιτιωδώς με την άνω παράλειψη, ήταν να προκληθούν στο μονωτήρα αυτό, από τους επικαθισθέντες ρύπους και την υγρασία, ηλεκτρικές εκκενώσεις και σπινθήρας, ο οποίος στην αιτιώδη διαδρομή του προκάλεσε την καύση των ξύλινων μερών της κολώνας, τα οποία παρασύρθηκαν από τον άνεμο και κατέπεσαν στο έδαφος, με την εν συνεχεία ανάφλεξη των στερεών υλικών αυτού (ξερών χόρτων, φρύγανων) και περαιτέρω να προκληθεί πυρκαγιά στο επίδικο σημείο, η οποία εξαπλώθηκε με αποτέλεσμα να καεί δασική έκταση αείφυλλων πλατύφυλλων και 117 τμήματα δάσους τεχνητών αναδασώσεων, συνολικής εκτάσεως 29.000 στρεμμάτων περίπου και να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα και δη σε αγροτικές εκτάσεις, καλλιέργειες, οικίες, οχήματα, μηχανήματα, ελαιόδενδρα, κυψέλες μελισσών και ζώα, στα όρια των τοπικών κοινοτήτων Φ., Μ., Κ., Λ., Α. Ν. και της Δ..Κ.. Ν. Β. …. Των τοπικών και δημοτικών αυτών κοινοτήτων, κάτοικοι τυγχάνουν και τα δηλώσαντα παράσταση προς υποστήριξη της κατηγορίας φυσικά πρόσωπα και επιπλέον στην ίδια περιοχή εδρεύει και ο Δήμος …, ο οποίος επίσης δήλωσε όμοια παράσταση, νομιμοποιούμενοι άπαντες προς τούτο, δεδομένου ότι αφενός μεν τα δάση φέρουν δημόσιο χαρακτήρα και με τη διάταξη του 265 ΠΚ προστατεύεται κατ’ άμεσο τρόπο η κοινή ιδιοκτησία και χρήση όλων των πολιτών ως προς το φυσικό περιβάλλον το οποίο τους ανήκει, αφετέρου δε, άπαντες υπέστησαν υλικές ζημίες σε πράγματα της ιδιοκτησίας τους. Πρέπει δε να τονισθεί ότι η επίδικη πράξη τελέσθηκε κατά αληθινή συναυτουργία με κατανομή εργασίας μεταξύ των κατηγορουμένων, καθώς πρόκειται για περίπτωση όπου η εκπλήρωση της κοινής ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης των παραλειψάντων προϋπέθετε την μεταξύ τους λειτουργική κατανομή της όλης διασωστικής δραστηριότητας (βλ. Ανδρουλάκη, Ποινικό Δίκαιο – Γενικό μέρος II, σελ. 172,173), ενώ με την αποδοκιμαζόμενη αδράνειά του έκαστος (παράλειψη καθαρισμού ή αντικατάστασης του μονωτήρα) έθεσε σε κίνηση την αιτιώδη διαδρομή προς την επέλευση του αποτελέσματος του εμπρησμού, ώστε η παράλειψή του να αντιμετωπίζεται ως ίσης κατά κανόνα απαξίας συμπεριφορά προς την δι’ ενεργείας τέλεση του εγκλήματος. Επομένως, πρέπει οι κατηγορούμενοι να κηρυχθούν ένοχοι της αποδιδόμενης σε βάρος τους πράξης του εμπρησμού σε δάσος από αμέλεια, τελεσθείσα με παράλειψη κατά συναυτουργία, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο διατακτικό, αναγνωριζομένης σε αυτούς της πρωτοδίκως αναγνωρισθείσας ελαφρυντικής περίστασης ότι αυτοί έζησαν σύννομα ως τον χρόνο που έγινε το έγκλημα (άρθρο 84§2 εδ.α’ Π Κ).” Στη συνέχεια, το παραπάνω Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε τους αναιρεσείοντες ενόχους της αξιόποινης πράξης του εμπρησμού σε δάσος από αμέλεια με παράλειψη, αναγνωρίζοντάς τους την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ.2 α του Π.Κ. και τους επέβαλε ποινή φυλάκισης δέκα οκτώ (18) μηνών στον καθένα, την οποία ανέστειλε επί τριετία, με το ακόλουθο διατακτικό: ”
Κηρύσσει τους κατ/νους ένοχους του ότι: Στην περιοχή … του δήμου … της Περιφερειακής Ενότητας …, στις 17.07.20.., από κοινή αμέλεια τους, δηλαδή έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλαν κατά τις περιστάσεις και μπορούσαν να καταβάλουν, δεν προέβλεψαν το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η παράλειψή τους και προξένησαν πυρκαγιά σε δασική έκταση από την οποία προκλήθηκε κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα, αν και είχαν ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσουν την πρόκληση της. Συγκεκριμένα, οι κατηγορούμενοι ως υπάλληλοι της εταιρείας ΔΕΔΔΗΕ Α.Ε., η οποία σύμφωνα με το άρθρο 127 του ν. 4011/2011 είναι υπεύθυνη για την συντήρηση και λειτουργία του Εθνικού Δικτύου Διανομής Ηλεκτρικής Ενέργειας και υποχρεούται ειδικότερα να διασφαλίζει την τήρηση των τεχνικών προδιαγραφών και απαιτήσεων σχεδιασμού, λειτουργίας και συντήρησης του Δικτύου, εφαρμόζοντας τα προβλεπόμενα στον Κανονισμό Εγκατάστασης και Συντήρησης Υπαίθριων Γραμμών Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΚΕΣΥΓΗΕ – ΦΕΚ 6871 Β724.08.71), αν και είχαν την ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσουν την πρόκληση πυρκαγιάς σε δασική έκταση, από την οποία μπορούσε να προκληθεί κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα, ο πρώτος με την ιδιότητά του ως Διευθυντή της ΔΕΔΔΗΕ , ο δεύτερος με την ιδιότητά του ως προϊσταμένου του Πρακτορείου ΔΕΔΔΗΕ … και ο τρίτος με την ιδιότητά του ως υπεύθυνου του τεχνικού συνεργείου για την επιθεώρηση και συντήρηση του δικτύου της ΔΕΔΔΗΕ στην περιοχή “…” …, κατά την επιθεώρηση που διενήργησαν την 14.05.20.. στο εναέριο δίκτυο διανομής ηλεκτρικής ενέργειας μέσης τάσης στην άνω περιοχή, ενήργησαν πλημμελή συντήρηση του δικτύου αυτού και παρέλειψαν έκαστος να διενεργήσει τον αναγκαίο καθαρισμό με πλύσιμο του μονωτήρα της επισημασμένης ως υπ’ αριθμ. 9 ξύλινης κολώνας του δικτύου ή την αντικατάσταση του. Αποτέλεσμα τούτου συνδεόμενο αιτιωδώς με την άνω παράλειψη, ήταν να προκληθούν στο μονωτήρα αυτόν, από τους επικαθισθέντες ο’ αυτόν ρύπους και δη τις καθαλατώσεις τις ευρύτερης παραθαλάσσιας περιοχής και την υγρασία, ηλεκτρικές εκκενώσεις και σπινθήρας, ο οποίος στην αιτιώδη διαδρομή του προκάλεσε την καύση της κυτταρίνης των ξύλινων μερών της κολώνας, τα οποία παρασύρθηκαν από τον πνέοντα ισχυρό άνεμο στην περιοχή και κατέπεσαν στο έδαφος με την εν συνεχεία ανάφλεξη των υφιστάμενων σ’ αυτό στερεών υλικών (ξερών χόρτων, φρύγανων) και περαιτέρω να προκληθεί πυρκαγιά, η οποία εξαπλώθηκε και αποτέφρωσε συνολικά 52.663,38 στρέμματα γης στην ευρύτερη περιοχή, αποτελούμενα από δασικές, αγροτικές, αναδασωτέες εκτάσεις, οικισμούς και ειδικότερα να καεί δασική έκταση αείφυλλων πλατύφυλλων και 117 τμήματα δάσους τεχνητών αναδασώσεων, συνολικής εκτάσεως 29.00Θ στρεμμάτων περίπου και να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα και δη σε αγροτικές εκτάσεις, καλλιέργειες, οικίες, οχήματα, μηχανήματα, ελαιόδενδρα, κυψέλες μελισσών και ζώα, στα όρια των τοπικών κοινοτήτων Φ., Μ., Κ., Δ., Α. Ν. και της Δ..Κ.. Ν. Β. ….
Δέχεται ότι άπαντες οι κατ/νοι έζησαν σύννομα ως τον χρόνο που έγινε το έγκλημα (άρθρο 84§2 εδ.α’ ΠΚ)”.
Με τις παραδοχές αυτές, οι οποίες διαλαμβάνονται στο σκεπτικό σε συνδυασμό με όσα αναφέρονται στο διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, η εν λόγω απόφαση περιέχει την επιβαλλόμενη, κατά τα άνω, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρονται σ’αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος του εμπρησμού δάσους από αμέλεια τελεσθέν δια παραλείψεως, για το οποίο καταδικάστηκαν οι αναιρεσείοντες, με παράθεση όλων των στοιχείων, που απαρτίζουν τη νομοτυπική μορφή του εγκλήματος τούτου, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν, καθώς και οι συλλογισμοί, με βάση τους οποίους το Δικαστήριο της ουσίας έκανε την υπαγωγή των περιστατικών αυτών στις προπαρατεθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρου 15, 26, 28, 265 παρ.1 και 3 του ΠΚ., τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, με ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες και να στερήσει την απόφασή του από νόμιμη βάση. Ειδικότερα διαλαμβάνονται ο τρόπος και οι συνθήκες τελέσεως του αδικήματος του εμπρησμού από αμέλεια, αφού γίνεται επαρκής αναφορά των παραλείψεων, που θεμελιώνουν την αμέλεια εκάστου των αναιρεσειόντων, με λεπτομερή προσδιορισμό της συμπεριφοράς του καθενός, καθώς και του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ αυτής και του προκληθέντος αποτελέσματος της πυρκαγιάς. Πλέον συγκεκριμένα εκτίθεται η ιδιότητα καθενός των αναιρεσειόντων και οι παραλείψεις που έλαβαν χώρα εκ μέρους εκάστου εξ αυτών και συνίστανται κατά τις ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλομένης στην πλημμελή συντήρηση και την παράλειψη εκάστου, στα πλαίσια της αρμοδιότητάς του, για διενέργεια αναγκαίου καθαρισμού του επιδίκου μονωτήρα. Ότι οι παραλείψεις αυτές είχαν ως αποτέλεσμα αιτιωδώς συνδεόμενο με αυτές την πρόκληση σπινθήρων στον μονωτήρα και την εν συνεχεία, εξ αιτίας αυτών ανάφλεξη των πρόσφορων στερεών υλικών του εδάφους με περαιτέρω πρόκληση πυρκαγιάς στο επίδικο σημείο η οποία στην συνέχεια εξαπλώθηκε και έκαψε δασική έκταση και ιδιοκτησίες(αγροτικές εκτάσεις, καλλιέργειες, οικίες, οχήματα, μηχανήματα, ελλαιόδεντρα, κυψέλες μελισσών και ζώα). Προσδιορίζεται επαρκώς το είδος και συγκεκριμένα αυτό της άνευ συνειδήσεως αμέλειας με τις παραδοχές της προσβαλλομένης ότι οι αναιρεσείοντες, λόγω της θέσεώς τους και της εμπειρίας τους, είχαν γνώση των κινδύνων που οι παραλείψεις τους μπορούσαν να επιφέρουν, δεν προέβλεψαν όμως το ζημιογόνο αποτέλεσμα, καθώς και η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση αυτών προς παρεμπόδιση του αποτελέσματος με την λεπτομερή αναφορά των διατάξεων και κανονισμών που επιβάλλουν την λήψη των αναγκαίων μέτρων που παρέλειψαν. Εξάλλου, από το σύνολο των παραδοχών του σκεπτικού της προσβαλλόμενης απόφασης, όπως αυτό συμπληρώνεται από το διατακτικό, προκύπτει, ότι το Δικαστήριο, αξιολογώντας και συνεκτιμώντας ανέλεγκτα το σύνολο του αποδεικτικού υλικού, κατέληξε στην κρίση περί της ενοχής των αναιρεσειόντων με την προεκτεθείσα ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η οποία δεν περιέχει αντιστροφή του βάρους απόδειξης για την αθωότητα των αναιρεσειόντων – κατηγορουμένων, ώστε να παραβιάζεται το τεκμήριο αθωότητας αυτών. Άλλωστε, σαφώς προκύπτει από το αιτιολογικό της άνω απόφασης, ότι οι αναιρεσείοντες καταδικάστηκαν, διότι αποδείχθηκε η ενοχή τους και όχι, διότι αυτοί δεν κατόρθωσαν να αποδείξουν την αθωότητά τους, ενώ από τις παραδοχές της απόφασης ουδόλως προκύπτει, ότι παρέμεινε στο Δικαστήριο οποιαδήποτε αμφιβολία ως προς την ενοχή των αναιρεσειόντων , που θα έπρεπε να ερμηνευθεί υπέρ αυτών, κατ’ εφαρμογή της αρχής “in dubio pro reo”. Περαιτέρω και αναφορικά με τις ειδικότερες αιτιάσεις των αναιρεσειόντων: α) αναφέρονται στο προοίμιο του σκεπτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως όλα τα κατ’ειδος αποδεικτικά μέσα (ανωμοτί καταθέσεις των παρισταμένων για την υποστήριξη της κατηγορίας, ένορκες καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης που αναγνώστηκαν, όλα τα έγγραφα που αναγνώστηκαν, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι επισκοπηθείσες φωτογραφίες, οι εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης και τεχνικές εκθέσεις, οι απολογίες των κατηγορουμένων) από τα οποία το δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και κατέληξε στην καταδικαστική του κρίση, χωρίς να παρίσταται, κατά νόμο, αναγκαία η αναλυτική παράθεσή τους, η αναφορά του τί προκύπτει ξεχωριστά από το καθένα, όπως και η συγκριτική στάθμιση και αξιολογική συσχέτιση του περιεχομένου τους και η ανάλογη δικαιοδοτική τους εκτίμηση, αφού εκ τούτου δεν συνάγεται ότι το Δικαστήριο, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως, περιορίσθηκε επιλεκτικά σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα και αγνόησε τα υπόλοιπα, ενώ από το όλο περιεχόμενο της απόφασης καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και αξιολόγησε μεταξύ άλλων αποδεικτικών μέσων και την από 28-1-2021 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του Ν. Σ., για την οποία μάλιστα γίνεται ειδική αναφορά στο σκεπτικό, το αντίγραφο αποσπάσματος από το διαδίκτυο, με θέμα “Η πυρκαγιά του 20.., η ποινική καταδίκη και η αήθης ανάρτηση συναδέλφου” καθώς και το με αρ. 13176/ΓΠΣ/7-6-2018 έγγραφο του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος, β) αξιολογήθηκαν κατά την κυριαρχική και ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, οι από 10-7-2020 και 5-2-2021 τεχνικές εκθέσεις του ηλεκτρολόγου μηχανικού Α. Θ., που αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο και δεν αμφισβητήθηκε η γνησιότητά τους, ούτε προσβλήθηκαν ως πλαστές και το δικαστήριο της ουσίας απάντησε ειδικά και εμπεριστατωμένα, στο αίτημα των κατηγορουμένων να μην Ληφθούν υπόψη οι ανωτέρω εκθέσεις γιατί αυτές υπογράφονται από τον ανωτέρω, Α. Θ. ως εργαστηριακού καθηγητή του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής, χωρίς αυτός να έχει την ιδιότητα αυτή. Ειδικότερα στο σκεπτικό της προσβαλλομένης απόφασης αναφέρεται επί λέξει “….η αλληλουχία των εν λόγω φαινομένων, για τα οποία κατέθεσε λεπτομερώς στο ακροατήριο του παρόντος δικαστηρίου ο ανωτέρω μάρτυρας, περιγράφεται και στις από 10.07.2020 και από 05.02.2021 τεχνικές εκθέσεις του ηλεκτρολόγου μηχανικού, Α. Θ., εργαστηριακού συνεργάτη του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής, οι οποίες λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο, ως νόμιμα αποδεικτικά μέσα, απορριπτομένου ως αβασίμου του σχετικού υποβληθέντος αιτήματος εκ μέρους των κατηγορουμένων να μην ληφθούν υπόψη οι ανωτέρω εκθέσεις, λόγω του ότι αυτές συντάχθηκαν από απλό απόφοιτο ΤΕΙ, ήτοι από πρόσωπο που δεν κατέχει την απαιτούμενη τεχνική και επιστημονική γνώση. Όπως δε προκύπτει από το υπ’ αριθμ. πρωτ. ΕΜΠ 123/06.08.2021 έγγραφο-απάντηση του Πρύτανη του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής, ο ως άνω(Α. Θ.) είναι κάτοχος πτυχίου Τμήματος Ηλεκτρολογίας(πτυχιούχος ηλεκτρολόγος μηχανικός ΤΕ) της Σχολής Τεχνολογικών Εφαρμογών του ΤΕΙ Πάτρας με έτος κτήσης τίτλου 1989 και επί σειρά ετών (ήτοι από το διδακτικό έτος 2002-2003 έως και 2020-2021) έχει απασχοληθεί τόσο στο ΤΕΙ Πειραιά όσο και στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής , ως εργαστηριακός συνεργάτης και ως πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός υπότροφος….”. Οι λοιπές, αιτιάσεις, που αναφέρονται σε εσφαλμένη αξιολόγηση των ως άνω αποδεικτικών στοιχείων, με παράθεση σκέψεων και συλλογισμών των αναιρεσειόντων, που, κατά την άποψή τους, οδηγούν σε διαφορετικά συμπεράσματα από εκείνα, στα οποία κατέληξε το Δικαστήριο της ουσίας και αιτιάσεων που αποτελούν απλώς επιχειρήματα προς απόσειση της ενοχής τους και αμφισβήτηση των σε βάρος τους ουσιαστικών παραδοχών της προσβαλλόμενης καταδικαστικής απόφασης και της ορθότητας του αποδεικτικού πορίσματος της, απαραδέκτως προβάλλονται, αφού με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας, πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Ενόψει τούτων, οι πέμπτος, έκτος, όγδοος και ένατος λόγοι αναίρεσης και οι συναφείς πρόσθετοι λόγοι, με τους οποίους γίνεται επίκληση των πλημμελειών της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ.Δ’ ΚοινΔ, ως και της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ιδίου Κώδικα, με τις ως άνω ειδικότερες αιτιάσεις, είναι αβάσιμοι.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ (ν.δ. 53/1974), 30, 104, 105, 223 παρ. 4 και 244 παρ.3 του Κ.Π.Δ., συνάγεται ότι απαγορεύεται η αποδεικτική αξιοποίηση σε βάρος του κατηγορουμένου της έγγραφης ένορκης εξέτασής του, που έγινε κατά τη διενέργεια της προκαταρκτικής εξέτασης ή της ένορκης κατάθεσης που έδωσε κατά τη διενέργεια της αυτεπάγγελτης προανάκρισης και πριν στραφούν οι υπόνοιες εναντίον του. Η λήψη υπόψη και η αποδεικτική αξιοποίηση εκ μέρους του δικαστηρίου, των μαρτυρικών καταθέσεων, οι οποίες δόθηκαν πριν ο εξετασθείς αποκτήσει την ιδιότητα του κατηγορουμένου με κάποιον από τους τρόπους που αναφέρονται στο άρθρο 72 Κ.Π.Δ. δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα κατά τα άρθρα 171 παρ. 1 περ. δ’ και 510 παρ.1 στοιχ. Α’ ΚΠΔ, διότι αφορά την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και ειδικότερα το δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησής του, ως ειδικότερη έκφραση του δικαιώματος του για “δίκαιη δίκη”, που του εξασφαλίζει το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, καθώς και το δικαίωμά του από το άρθρο 223 παρ. 4 Κ.Π.Δ. να αρνηθεί την κατάθεση περιστατικών, από τα οποία θα μπορούσε να προκύψει η ενοχή του για αξιόποινη πράξη. Η θεμελιώδης αυτή αρχή της μη αυτοενοχοποίησης διακηρύσσεται και στο άρθρο 14 παρ. 3 εδ. ζ’ του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που κυρώθηκε με το ν. 2462/1997 και έχει, κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, υπερνομοθετική ισχύ, κατά το οποίο κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα απολαύει σε πλήρη ισότητα μεταξύ των άλλων και την εγγύηση .να μην εξαναγκάζεται να καταθέσει εναντίον του εαυτού του ή να ομολογήσει την ενοχή του. Το αυτό δε αποτέλεσμα με τον εξαναγκασμό του κατηγορουμένου να καταθέσει εναντίον του, επάγεται και η μετά την κτήση της ιδιότητας του κατηγορουμένου λήψη υπόψη, χωρίς τη συναίνεσή του, όσων επιβαρυντικών για τον ίδιο είχε αυτός καταθέσει σε χρόνο προγενέστερο της κτήσεως της ιδιότητας αυτής (Ολ.ΑΠ 1/2004). Επομένως, βάσει των ανωτέρω διατάξεων, δεν είναι επιτρεπτό να αξιολογηθούν σε βάρος του κατηγορουμένου, όσα τυχόν επιβαρυντικά γι’ αυτόν στοιχεία έχει καταθέσει κατά την ανωμοτί ή ένορκη εξέτασή του στη διάρκεια της αυτεπάγγελτης προανάκρισης ή στα πλαίσια ένορκης διοικητικής εξέτασης. Συνακόλουθα τούτων, η κατά παράβαση της απαγόρευσης αυτής αποδεικτική αξιοποίηση σε βάρος εκείνου που κατέθεσε και στη συνέχεια κατέστη κατηγορούμενος της ως άνω κατάθεσής του, είτε στην προδικασία είτε κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, επάγεται απόλυτη ακυρότητα, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 περ. δ’ του ΚΠΔ και θεμελιώνει έτσι τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του ιδίου Κώδικα λόγο αναίρεσης (ΑΠ 1383/2020, ΑΠ 2125/2017). Η ακυρότητα όμως αυτή, δεν επέρχεται στην περίπτωση που αξιολογείται-εκτιμάται αποδεικτικά πόρισμα το οποίο στηρίχτηκε και σε μαρτυρική κατάθεση του μετέπειτα κατηγορουμένου, διότι στην περίπτωση αυτή πρόκειται για αυτοτελές αποδεικτικό μέσο, ανεξάρτητο από την εν λόγω κατάθεση και συγκεκριμένα για έγγραφο (ΑΠ 2068/2008). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως και τον δεύτερο πρόσθετο λόγο, οι αναιρεσείοντες πλήττουν την προσβαλλομένη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, επικαλούμενοι ότι το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη και αξιοποίησε αποδεικτικά α) την από 17- 7-20.. έκθεση αυτοψίας της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας … β) την από 5- 11-20.. έκθεση πραγματογνωμοσύνης του Α.. Κ. και γ) την από 13-11-20.. υποβλητική αναφορά της Π.Κ. προς την Εισαγγελία Γυθείου στα οποία περιλαμβάνονται οι ένορκες καταθέσεις τους, που λήφθηκαν πριν αποδοθεί σε βάρος τους ποινική κατηγορία. Οι λόγοι αυτοί είναι αβάσιμοι, αφού από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλομένης απόφασης και ειδικότερα του σκεπτικού αυτής προκύπτει ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του πρωτογενώς αυτές καθεαυτές τις ένορκες καταθέσεις των αναιρεσειόντων που δόθηκαν, πριν αποδοθεί σε βάρος τους η προκείμενη κατηγορία, οι οποίες, άλλωστε, όπως από τα πρακτικά της δίκης προκύπτει, δεν έχουν αναγνωσθεί στο ακροατήριο, αλλά έλαβε υπόψη του τα ανωτέρω ήτοι, την από 17-7-20.. έκθεση αυτοψίας της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας …, την από 5-11-20.. έκθεση πραγματογνωμοσύνης του Α.. Κ. και την από 13-11-2015 υποβλητική αναφορά της Π.Κ. προς την Εισαγγελία Γυθείου, ως έγγραφα, τα οποία επιτρεπτώς στηρίχθηκαν και στις εν λόγω καταθέσεις.
Από τις διατάξεις των άρθρων 27 επ., 43, σε συνδυασμό προς αυτές των άρθρων 57 επ., 246 επ., 250 και 321 του Κ.Π.Δ., συνάγεται ότι το δικαστήριο μπορεί να αποφαίνεται μόνο για την πράξη για την οποία ασκήθηκε από τον εισαγγελέα ποινική δίωξη, όχι δε και για κάποια άλλη έστω και συναφή, αλλιώς παράγεται απόλυτη ακυρότητα κατά το άρθρο 171 παρ. 1 περ. β’ του Κ.Π.Δ., λόγω ανεπίτρεπτης μεταβολής της κατηγορίας. Τέτοια μεταβολή υπάρχει, όταν η πράξη για την οποία επήλθε η καταδίκη του κατηγορουμένου, είναι ουσιωδώς διαφορετική από εκείνη για την οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη, κατά χρόνο, τόπο και λοιπές περιστάσεις, ώστε να αποτελεί αντικειμενικά διαφορετικό έγκλημα. Αυτό όμως δεν συμβαίνει, όταν το δικαστήριο, με βάση τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, αποσαφηνίζει και συμπληρώνει εκείνα που απαρτίζουν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο διώχθηκε και έχει εισαχθεί σε δίκη ο κατηγορούμενος, ή καθορίζει ακριβέστερα τον τρόπο τελέσεως αυτού, χωρίς να μεταβάλλεται η ταυτότητα της πράξεως (ΑΠ 61/2019, ΑΠ 1734/2011, ΑΠ 2154/2007). Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 502 παρ. 1, 3 και 4 ΚΠΔ προκύπτει ότι, μετά την τυπική παραδοχή της εφέσεως, με την οποία προσβλήθηκε στο σύνολο της η πρωτόδικη απόφαση, η υπόθεση επανέρχεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο για κατ’ ουσίαν συζήτηση στην πριν από την έκδοση της πρωτόδικης αποφάσεως στάση, με την έννοια ότι το Εφετείο έχει την εξουσία να κρίνει, όπως και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Επομένως, κάθε ακυρότητα της πρωτόδικης αποφάσεως καλύπτεται με την έκδοση της επί της ουσίας αποφάσεως του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, αφού μετά την τυπική παραδοχή της εφέσεως, η πρωτόδικη απόφαση ατονεί και αποβάλλει την ισχύ της, το δε δευτεροβάθμιο Δικαστήριο επανεξετάζει την υπόθεση, τόσο ως προς τη νομική, όσο και ως προς την ουσιαστική της βάση. Έτσι, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να απαντήσει σε σχετικό ισχυρισμό του εκκαλούντος κατηγορουμένου για ακυρότητα (απόλυτη ή σχετική) της διαδικασίας ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (ΑΠ 44/2017, ΑΠ 445/2014, ΑΠ 774/2010, ΑΠ 2075/2008, ΑΠ 221/2002).
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο αναιρετικό λόγο οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην προσβαλλομένη απόφαση πλημμέλεια από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α’ και Δ’ ΚΠΔ, επικαλούμενοι ότι, η πρωτοβάθμια απόφαση μετέτρεψε απαραδέκτως το κατηγορητήριο, δεχόμενη ότι η πυρκαγιά οφείλεται σε κάποια διαρροή σε μονωτήρες οι οποίοι δημιούργησαν ανάφλεξη σε στύλο (No 9), από τον οποίο αποσπάστηκαν πυρακτόμενα κάρβουνα και προκάλεσαν αυτή, ενώ τέτοιο στοιχείο δεν υπήρχε στο κατηγορητήριο και ότι με τον τρόπο αυτό η εκκαλουμένη απόφαση προέβη σε ανεπίτρεπτη μεταβολή της σε βάρος τους κατηγορίας, συνάμα δε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν απάντησε στον προβληθέντα σχετικό ισχυρισμό τους. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος διότι το Τριμελές Εφετείο Πλημ/των Καλαμάτας, ως δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, αφού δέχτηκε τυπικά την έφεση των αναιρεσειόντων κατά της πρωτόδικης απόφασης, εξέτασε ακολούθως κατ’ουσία την υπόθεση και δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει στον ανωτέρω ισχυρισμό των αναιρεσειόντων, καθόσον οποιαδήποτε ακυρότητα της πρωτοδίκης απόφασης καλύφθηκε με την έκδοση της επί της ουσίας αποφάσεως του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, η οποία και μόνο προσβάλλεται με το ένδικο μέσο της αιτήσεως αναιρέσεως, για τις δικές της μόνο παραλείψεις και πλημμέλειες. Εξάλλου, η παραδοχή της προσβαλλομένης απόφασης, ότι η πυρκαγιά οφείλεται στην πρόκληση στον επίδικο μονωτήρα ηλεκτρικών εκκενώσεων και σπινθήρων από την πλημμελή συντήρηση αυτών, οι οποίοι στην αιτιώδη διαδρομή τους προκάλεσαν την καύση της κυταρίνης των ξύλινων μερών της κολώνας, τα οποία παρασύρθηκαν από τον πνέοντα ισχυρό άνεμο στην περιοχή και κατέπεσαν στο έδαφος με συνέπεια την ανάφλεξη των σ’ αυτό στερεών υλικών, παρότι στο κατηγορητήριο αναφέρονταν ότι η πυρκαγιά προκλήθηκε από σπινθήρες-υπολείμματα τήξης που δημιουργήθηκαν από το κόψιμο του καλωδίου και την επαφή του με άλλες φάσεις του εναερίου δικτύου ή και με την γη, δεν αποτελεί ανεπίτρεπτη μεταβολή της κατηγορίας, κατά την εκτεθείσα στην προηγηθείσα νομική σκέψη έννοια, καθόσον απλώς αποσαφηνίσθηκαν και συμπληρώθηκαν τα προκύψαντα από την ακροαματική διαδικασία πραγματικά περιστατικά που απαρτίζουν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του προαναφερθέντος εγκλήματος του εμπρησμού δάσους από αμέλεια και προσδιορίστηκε ακριβέστερα ο τρόπος πρόκλησης της πυρκαγιάς χωρίς να μεταβληθεί η ταυτότητα της πράξης.
Σύμφωνα με το άρθρο 352 και 353 του ΚΠΔ., παρέχεται στον κατηγορούμενο το δικαίωμα να ζητήσει αναβολή της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις πλην όμως εναπόκειται στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου να διατάξει την αναβολή αυτή αν κρίνει ότι οι αποδείξεις αυτές είναι αναγκαίες για να μορφώσει την κατά το άρθρο 177 του ίδιου κώδικα δικανική του πεποίθηση. Μεταξύ των αποδείξεων αυτών είναι η πραγματογνωμοσύνη, που διατάσσεται, κατά τη διάταξη του άρθρου 183 ΚΠΔ, αν απαιτούνται ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης για να γίνει ακριβής διάγνωση και κρίση κάποιου γεγονότος, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν αιτήματος κάποιου διαδίκου ή του Εισαγγελέως από ανακριτικό υπάλληλο ή από το δικαστήριο, η αυτοψία και η κλήτευση κάποιου μάρτυρα. Η αποδοχή ή απόρριψη του αιτήματος αυτού εναπόκειται, όπως προαναφέρθηκε στην ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Όταν όμως υποβληθεί από τον κατηγορούμενο τέτοιο αίτημα και υπό την προϋπόθεση ότι αυτό είναι σαφές και ορισμένο, το δικαστήριο οφείλει όχι μόνο να απαντήσει σ’αυτό, αλλά, σύμφωνα με τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, να διαλάβει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία στη σχετική απόφασή του. Τούτο δε διότι η ειδική, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, από την έλλειψη της οποίας ιδρύεται λόγος αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ’ του ΚΠΔ, απαιτείται όχι μόνο για την απόφαση περί της ενοχής, δηλαδή την καταδικαστική ή απαλλακτική για την κατηγορία απόφαση του δικαστηρίου, αλλά για όλες τις αποφάσεις, ανεξαρτήτως αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στην διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε [ΑΠ 238/2021, ΑΠ 703/2020, ΑΠ 227/2020]. Έτσι η παρεμπίπτουσα απόφαση, που απορρίπτει αίτηση του κατηγορουμένου περί αναβολής της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις προκειμένου να διατάξει το δικαστήριο πραγματογνωμοσύνη, να διενεργήσει αυτοψία και να κλητεύσει μάρτυρες, πρέπει να είναι ιδιαίτερα αιτιολογημένη, υπό την προϋπόθεση ότι υποβάλλεται παραδεκτώς και είναι ορισμένη, ώστε να την κρίνει το δικαστήριο, άλλως δεν υποχρεούται να απαντήσει και μάλιστα αιτιολογημένα για την απορριπτική του κρίση, δεν απαιτείται δε πανηγυρική απόρριψη, αλλά μπορεί να συναχθεί αυτή εξ όλων των δεκτών γενομένων περιστατικών ως αποδειχθέντων [ΑΠ 1253/2019, ΑΠ 681/2019]. Επιπλέον, η απόρριψη χωρίς ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία παραδεκτού αιτήματος αναβολής για νέες αποδείξεις, επειδή συνάπτεται άμεσα με την ανάγκη νόμιμης απόδειξης της ενοχής του κατηγορουμένου, προσβάλλει το δικαίωμα για δίκαιη δίκη και το τεκμήριο αθωότητας αυτού, κατά τα άρθρα 6 παρ. 1, 2 και 3 περ. δ’ της Ε.Σ.Δ.Α. και 14 παρ. 2 του Δ.Σ.Α.Π.Δ., και επιφέρει σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ. 1 περ. δ’ του Κ.Π.Δ., απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, στοιχειοθετώντας λόγο αναίρεσης και από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του Κ.Π.Δ. (Α.Π. 30/2021, 848/2020, Α.Π. 32/2020, Α.Π. 81/2019).
Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, των πρακτικών της προσβαλλομένης απόφασης, προκύπτει ότι οι συνήγοροι των κατηγορουμένων και ήδη αναιρεσειόντων υπέβαλαν εγγράφως και ανέπτυξαν προφορικώς, αίτημα αναβολής της δίκης κατ’ άρθρο 352 ΚΠΔ, προκειμένου να διενεργηθεί αυτοψία άλλως πραγματογνωμοσύνη και κλητευτεί μάρτυρας πραγματογνώμονας Π., επί των θεμάτων που αφορούν τις σε βάρος τους κατηγορίες. Ειδικότερα, προς θεμελίωση των ανωτέρω αιτημάτων τους επικαλέστηκαν επί λέξει τα ακόλουθα, αρχικά για την διενέργεια αυτοψίας άλλως πραγματογνωμοσύνης: “επειδή υποβάλλουμε αίτημα όπως προβεί το Δικαστήριο σε επιτόπια αυτοψία στην περιοχή που βρίσκεται ο ένδικος στύλος, προκειμένου να διαπιστωθεί ο ισχυρισμός μου ότι αυτός ουδόλως κάηκε, ούτε φέρει καψίματα ή άλλες αλλοιώσεις, ούτε ελλείπουν από αυτόν τμήματα, όπως όλως εσφαλμένα δέχτηκε η πρωτοβάθμια απόφαση ως αίτιο της ένδικης φωτιάς. Επίσης, ζητάμε διακοπή, ώστε κατ’ εντολή Σας, να μεταφερθεί ο στύλος στο Δικαστήριο Σας, προκειμένου να ελεγχθεί και να διαπιστωθεί ότι δεν είναι καμένος. Άλλως να οριστεί πραγματογνώμονας, ώστε να αναφέρει εάν ο στύλος είναι καμένος, έστω και μερικώς ή αν οι μονοτήρες επί του στύλου έχουν αλλοιώσεις ή κρατήρες από διαρροή”. Και στην συνέχεια για την κλήτευση του μάρτυρα πραγματογνώμονα Π.: “Ενόψει της τεράστιας διάστασης μεταξύ των πορισμάτων της διαταγμένης από τον κ. Εισαγγελέα Πλημ/κων Γυθείου πραγματογνωμοσύνης του κ. Π. και των ισχυρισμών των κ.κ. Θ. και Μ. που δέχτηκε εσφαλμένα το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και αντιβαίνουν τους νόμους της μηχανικής και ηλεκτρολογίας και για την διακρίβωση της αλήθειας υποβάλλουμε αίτημα όπως κληθεί ενώπιον σας ο κ. Π. προκειμένου να διευκρινίσει τα συμπεράσματα της κατατεθειμένης έκθεσής του δια της οποίας αποφάνθηκε ότι δεν συνδέεται το δίκτυο της ΔΕΔΔΗΕ με την ένδικη πυρκαγιά”. Το δικάσαν Δικαστήριο, απέρριψε τα ανωτέρω αιτήματα, με την κύρια επί της ενοχής αιτιολογία διαλαμβάνοντας στο σκεπτικό του κατά λέξη τα ακόλουθα: “…..Περαιτέρω, η ανωτέρω κρίση του Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία αποδίδεται η αιτία της πυρκαγιάς στους σπινθηρισμούς που προκλήθηκαν στο μονωτήρα της κολώνας No 9, δεν κλονίζεται από την προσκομισθείσα από τους κατηγορούμενους στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου από 28.01.2021 έκθεση πραγματογνωμοσύνης με εντολή Τ.Ε.Ε. του Ν. Σ., διπλωμ. μηχανολόγου-ηλεκτρολόγου μηχανικού, η οποία, σημειωτέον, συντάχθηκε χωρίς να έχουν κληθεί οι υποστηρίζοντες την κατηγορία και ως εκ τούτου, χωρίς να έχουν οι τελευταίοι παράσχει οποιοδήποτε στοιχείο, που είναι κατά την κρίση τους αναγκαίο ή χρήσιμο για τη διεξαγωγή της πραγματογνωμοσύνης, στερούμενοι αυτοί κατά συνέπεια του δικαιώματος τους να προσκομίσουν σχετικά υπομνήματα με τις απόψεις τους και να διορίσουν, εφόσον το επιθυμούν τεχνικό σύμβουλο. Ειδικότερα δε ο ανωτέρω πραγματογνώμονας, ο οποίος σημειωτέον απεφάνθη ότι ο επίμαχος στύλος No 9 έχει τοποθετηθεί από την κατασκευή του δικτύου το έτος 1999 και δεν έχει αντικατασταθεί μέχρι σήμερα, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτός δεν έχει απανθρακωθεί, ούτε έχει αποσπασθεί πυρακτωμένο τμήμα από αυτόν. Ωστόσο, το συμπέρασμα αυτό ουδόλως επηρεάζει την προαναφερθείσα κρίση του Δικαστηρίου περί πρόκλησης της πυρκαγιάς από τους σπινθηρισμούς στο μονωτήρα της κολώνας No 9. Και τούτο διότι, σύμφωνα με όσα γίνονται δεκτά από το Δικαστήριο, η ανάφλεξη ξύλινων μερών της κολώνας, τα οποία παρασύρθηκαν από τον ισχυρό άνεμο, κατέπεσαν στα εύφλεκτα χόρτα και προκάλεσαν την πυρκαγιά δεν συνεπάγεται απαραίτητα την απανθράκωση του στύλου ή την απόσπαση μεγάλου τμήματος αυτού, αφού και πολύ μικρά ξύλινα κομμάτια μπορούν να προκαλέσουν το ίδιο αποτέλεσμα, συνεκτιμωμένου και του ότι ο εν λόγω πραγματογνώμονας κατέληξε στην ανωτέρω εκτίμησή του, επισκεπτόμενος το επίμαχο σημείο στις 13.12.2020, ήτοι περίπου πέντε (5) έτη μετά το συμβάν, συγκρίνοντας την κατάσταση του στύλου και των μονωτήρων του ήδη αντικατασταθέντος αγωγού με φωτογραφίες αυτών του έτους 2015. Είναι αλήθεια δε ότι αμφότερες οι αντίδικες πλευρές επέμειναν σχετικά με το γεγονός της απανθράκωσης ή μη του επίμαχου στύλου No 9, προσκομίζοντας πλήθος φωτογραφιών αυτού, παλαιότερων και πρόσφατων. Ωστόσο, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, η εν λόγω διαπίστωση δεν κρίνεται κρίσιμη στην προκειμένη περίπτωση. Για το λόγο δε αυτό, πρέπει να απορριφθούν και τα σχετικά αιτήματα που υπέβαλαν οι κατηγορούμενοι: α) περί επιτόπιας αυτοψίας, β) περί μεταφοράς του στύλου στο ακροατήριο του Δικαστηρίου και γ) περί ορισμού πραγματογνώμονα από το παρόν Δικαστήριο, προκειμένου να διαπιστωθεί ο ισχυρισμός τους ότι ο στύλος δεν φέρει καψίματα ή άλλες αλλοιώσεις, ούτε ελλείπουν από αυτόν τμήματα και ότι οι μονωτήρες επί του στύλου δεν έχουν κρατήρες ή αλλοιώσεις από διαρροή. Άλλωστε, στο Δικαστήριο προσκομίσθηκε πληθώρα αποδεικτικών μέσων και ιδιαίτερα μεγάλος αριθμός εκθέσεων πραγματογνωμοσύνης και τεχνικών εκθέσεων επιστημόνων, που το βοήθησαν να σχηματίσει πλήρη δικανική πεποίθηση και επομένως, δεν κρίνεται απαραίτητο να διαταχθεί η διενέργεια νέας πραγματογνωμοσύνης στην παρούσα φάση και δη οκτώ (8) περίπου μήνες πριν παραγραφεί το αδίκημα. Επιπλέον, κρίνεται ότι ουδέν θα προσέφερε στην κρίση του Δικαστηρίου η επιτόπια αυτοψία του στύλου επτά (7) σχεδόν έτη μετά το συμβάν. Απορριπτέο, επίσης, τυγχάνει και το αίτημα των κατηγορουμένων να κληθεί για να καταθέσει ως μάρτυρας ο πραγματογνώμονας, Γ. Π., προκειμένου να διευκρινίσει τα συμπεράσματα της αναγνωσθείσας έκθεσής του, με την οποία αποφάνθηκε ότι δεν συνδέεται το δίκτυο της ΔΕΔΔΗΕ με την ένδικη πυρκαγιά. Και τούτο, τόσο για τους ίδιους ως άνω λόγους, αλλά κυρίως λόγω του ότι, όπως προεκτέθηκε, αυτός με την όλη επιχειρηματολογία και ανάλυσή του στην έκθεσή του ασχολήθηκε αποκλειστικά και μόνο με την περίπτωση διαρροής ηλεκτρικού ρεύματος από τον αποκοπέντα αγωγό στο έδαφος και την εξ αυτής πρόκληση πυρκαγιάς (περίπτωση που ήδη αποκλείστηκε από το Δικαστήριο) και επομένως οι διευκρινίσεις επί των σχετικών συμπερασμάτων του θα ήταν περιττές.”. Με αυτά που δέχτηκε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφασή του, αναφορικά με την απόρριψη του αιτήματος αναβολής για την διενέργεια αυτοψίας, πραγματογνωμοσύνης και κλήτευση μάρτυρος, την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και κανένα υπερασπιστό δικαίωμα των αναιρεσειόντων δεν παραβίασε, αφού αναφέρει τους λόγους για τους οποίους δεν έκρινε σκόπιμη και αναγκαία την αναβολή για τη διενέργεια των ανωτέρω πράξεων, καθόσον, κατά τις σαφείς παραδοχές της α) στο Δικαστήριο προσκομίσθηκε πληθώρα αποδεικτικών μέσων και ιδιαίτερα μεγάλος αριθμός εκθέσεων πραγματογνωμοσύνης και τεχνικών εκθέσεων επιστημόνων, που το βοήθησαν να σχηματίσει πλήρη δικανική πεποίθηση και επομένως, δεν κρίνεται απαραίτητο να διαταχθεί η διενέργεια νέας πραγματογνωμοσύνης, β) κρίνεται ότι ουδέν θα προσέφερε στην κρίση του Δικαστηρίου η επιτόπια αυτοψία του στύλου, καθόσον η διαπίστωση της απανθράκωσης ή όχι αυτού δεν κρίνεται κρίσιμη για τους λόγους που αναλύονται στο σκεπτικό της και γ) ότι το αίτημα των κατηγορουμένων να κληθεί για να καταθέσει ως μάρτυρας ο πραγματογνώμονας, Γ. Π., προκειμένου να διευκρινίσει τα συμπεράσματα της αναγνωσθείσας έκθεσης του, με την οποία αποφάνθηκε ότι δεν συνδέεται το δίκτυο της ΔΕΔΔΗΕ με την ένδικη πυρκαγιά δεν κρίνεται αναγκαίο αφού αυτός με την όλη επιχειρηματολογία και ανάλυση του στην έκθεσή του ασχολήθηκε αποκλειστικά και μόνο με την περίπτωση διαρροής ηλεκτρικού ρεύματος από τον αποκοπέντα αγωγό στο έδαφος και την εξ αυτής πρόκληση πυρκαγιάς (περίπτωση που ήδη αποκλείστηκε από το Δικαστήριο) και επομένως οι διευκρινίσεις επί των σχετικών συμπερασμάτων του θα ήταν περιττές. Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Α’ και Δ’ του ΚΠΔ προβαλλόμενοι τέταρτος και έβδομος λόγοι αναίρεσης και ο συναφής τέταρτος πρόσθετος λόγος, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και απόλυτης ακυρότητας , ως προς την απόρριψη των ως άνω αιτημάτων, με τις προαναφερθείσες ειδικότερες αιτιάσεις, είναι αβάσιμοι.
Μετά από αυτά, και αφού δεν υπάρχει άλλος αναιρετικός λόγος προς έρευνα, πρέπει οι κρινόμενες αιτήσεις αναίρεσης και οι πρόσθετοι επ’ αυτών λόγοι, να απορριφθούν στο σύνολο τους και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθ.578 του Κ.Ποι.Δ.), καθώς και στη δικαστική δαπάνη των νομίμως παρασταθέντων προς υποστήριξη της κατηγορίας, (αρθρ. 176,183 Κ.Πολ.Δ.) όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει α) την με αρ.3/2022 αίτηση του Κ./νου Α.. του Π., κατοίκου …, β) την με αρ. 4/2022 κοινή αίτηση των Χ. Κ. του Ν. και Δ. Κ. του Ι., κατοίκων αντίστοιχα Ε. Δ. Μ. και Ν. … και γ) τους από 9-2-2023 πρόσθετους επί των ως άνω αιτήσεων λόγους, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 341/2022 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Καλαμάτας .
Επιβάλλει στους αναιρεσείοντες τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ για τον καθένα.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη των υποστηριζόντων την κατηγορία, Ε. Λ. του Ι., Σ. Λ. του Α., Σ. Λ. του Ε., Α. Δ. του Σ., Ε. Λ. του Μ., Χ. Π. του Γ., Κ./νου Δ. του Ε., Ε. Κ. του Ε., Ά. Β. του Γ., Ε. Δ. του Κ./νου, Δ. – Α. Δ. του Α., Α. Μ. του Β., Χ. Τ. του Α., Χ.-Χ. Π. του Θ.., Ν. Λ. του Γ., Α. Μ. του Κ./νου, Σ. Β. του Γ., Ε. Σ. του Κ./νου, Σ. Δ. του Δ., Ε. Τ. του Σ., Π. Π. του Μ., Ι. Λ. του Γ., Α. Δ. του Κ./νου, Κ. Π. του Κ./νου, Π. Λ. του Δ., Θ. Α. του Α., Χ. Λ. του Γ., Μ. Λ. του Κ./νου, Ο. με την επωνυμία Δ.. Μ.., Δ. Π. του Π., Φ. Σ. του Σ., Τ. Ο. του Ζ., Δ. Κ. του Α., Σ. Μ. του Δ., Γ. Σ. του Π., Δ. Κ. του Δ., Ι. Κ. του Ι., Μ. Π. του Χ., Ε. Σ. του Λ., Δ. Α. του Θ.., Π. Κ. του Α., Μ. Β. του Ν., Μ. Σ. του Α., Τ. Λ. του Γ., Μ. Λ. του Ε., Ε. Σ. του Ν., Μ. Π. του Π., Χ. Λ. του Δ. και Ε. Α. του Κ./νου, εκ πεντακοσίων (500) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 31 Μαρτίου 2023.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 17 Μαΐου 2023.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ