ΔΕΕ Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος – Υπέρμετρη διάρκεια της ποινικής προδικασίας – Δικαίωμα του κατηγορουμένου για παύση της κινηθείσας σε βάρος του ποινικής διαδικασίας

«Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος – Απόφαση-πλαίσιο 2008/841/ΔΕΥ – Δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής και αμερόληπτου δικαστηρίου – Άρθρα 47 και 52 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ – Υπέρμετρη διάρκεια της ποινικής προδικασίας – Ουσιώδεις, αλλά θεραπεύσιμες παραβάσεις διαδικαστικών κανόνων, τις οποίες ενέχει το κατηγορητήριο – Δικαίωμα του κατηγορουμένου για παύση της κινηθείσας σε βάρος του ποινικής διαδικασίας»

Στην υπόθεση C‑265/23 [Volieva] (i),

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Okrazhen sad – Sliven (περιφερειακό δικαστήριο Sliven, Βουλγαρία) με απόφαση της 12ης Απριλίου 2023, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 25 Απριλίου 2023, στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας κατά των

DM,

AV,

WO,

AQ,

παρισταμένης της:

Okrazhna prokuratura – Sliven,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους T. von Danwitz, πρόεδρο τμήματος, L. Bay Larsen (εισηγητή), Αντιπρόεδρο του Δικαστηρίου, ασκούντα καθήκοντα δικαστή του έκτου τμήματος, και P. G. Xuereb, δικαστή,

γενικός εισαγγελέας: P. Pikamäe

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η DM, εκπροσωπούμενη από τους KS και ZY,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους M. Wasmeier και I. Zaloguin,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 4 της αποφάσεως-πλαισίου 2008/841/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 2008, για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος (ΕΕ 2008, L 300, σ. 42), σε συνδυασμό με το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ και τα άρθρα 47 και 52 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας κινηθείσας κατά της DM και άλλων φυσικών προσώπων για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση και δωροδοκία.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Το άρθρο 4 της αποφάσεως-πλαισίου 2008/841, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ιδιαίτερες περιστάσεις», ορίζει τα εξής:

«Κάθε κράτος μέλος μπορεί να λάβει τα αναγκαία μέτρα ώστε οι ποινές που αναφέρει το άρθρο 3 να μπορούν να μειωθούν ή ο δράστης να μπορεί να εξαιρεθεί της εφαρμογής τους, αν αυτός, για παράδειγμα:

α)      εγκαταλείψει την εγκληματική δραστηριότητα και

β)      παράσχει στις διοικητικές ή δικαστικές αρχές πληροφορίες, τις οποίες δεν θα μπορούσαν άλλως να αποκτήσουν και οι οποίες τις βοηθούν:

i)      να αποτρέψουν, να παύσουν ή να περιορίσουν τα αποτελέσματα της αξιόποινης πράξης,

ii)      να προσδιορίσουν ή να παραπέμψουν στη δικαιοσύνη τους λοιπούς δράστες της αξιόποινης πράξης,

iii)      να εξεύρουν αποδεικτικά στοιχεία,

iv)      να στερήσουν την εγκληματική οργάνωση από αθέμιτους πόρους ή κέρδη που απορρέουν από τις εγκληματικές της δραστηριότητες, ή

v)      να αποτρέψουν την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων που αναφέρει το άρθρο 2.»

 Το βουλγαρικό δίκαιο

4        Το άρθρο 334 του Nakazatelno protsesualen kodeks (Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, στο εξής: NPK), όπως ίσχυε από τις 29 Απριλίου 2006 έως τις 28 Μαΐου 2010, επιγραφόμενο «Εξουσίες του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου», προέβλεπε, στην παράγραφο 4, τη δυνατότητα του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου να εξαφανίσει την εκδοθείσα σε πρώτο βαθμό απόφαση και να παύσει την ποινική διαδικασία, μεταξύ άλλων, όταν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν είχε ασκήσει τις εξουσίες που του παρείχε το άρθρο 369, παράγραφος 4, του NPK.

5        Το άρθρο 368 του NPK, όπως ίσχυε από τις 29 Απριλίου 2006 έως τις 28 Μαΐου 2010, επιγραφόμενο «Αίτημα του κατηγορουμένου προς το δικαστήριο», είχε ως εξής:

«(1)      Εάν το στάδιο της προδικασίας έχει υπερβεί τα δύο έτη από την απαγγελία κατηγορίας κατά προσώπου για σοβαρή αξιόποινη πράξη και το ένα έτος στις λοιπές περιπτώσεις, ο κατηγορούμενος μπορεί να ζητήσει να εισαχθεί η υπόθεση στο ακροατήριο.

(2)      Στις περιπτώσεις της παραγράφου 1, ο κατηγορούμενος καταθέτει αίτημα ενώπιον του αρμόδιου πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, το οποίο επιλαμβάνεται της υπόθεσης αμελλητί.»

6        Το άρθρο 369 του NPK, όπως ίσχυε από τις 29 Απριλίου 2006 έως τις 28 Μαΐου 2010, επιγραφόμενο «Εξέταση της υπόθεσης», όριζε τα εξής:

«(1)      Το δικαστήριο, υπό μονομελή σύνθεση, αποφαίνεται επί του αιτήματος εντός επτά ημερών και, εφόσον διαπιστώσει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 368, παράγραφος 1, επιστρέφει τη δικογραφία στον εισαγγελέα ο οποίος έχει τη δυνατότητα είτε να παραπέμψει την υπόθεση στο ακροατήριο εντός προθεσμίας δύο μηνών με την έκδοση κατηγορητηρίου ή με την υποβολή πρότασης περί απαλλαγής του δράστη από την ποινική ευθύνη και επιβολής σε αυτόν διοικητικής κυρώσεως ή συμφωνίας ποινικής διαπραγμάτευσης είτε να παύσει την ποινική διαδικασία και να ενημερώσει σχετικά το δικαστήριο.

(2)      Εάν, κατά τη λήξη της δίμηνης προθεσμίας, ο εισαγγελέας δεν έχει ασκήσει τις εξουσίες που του παρέχονται δυνάμει της παραγράφου 1 ή εάν το δικαστήριο δεν έχει εγκρίνει τη συμφωνία ποινικής διαπραγμάτευσης, το δικαστήριο, υπό μονομελή σύνθεση, εκδικάζει την υπόθεση κεκλεισμένων των θυρών και παύει την ποινική διαδικασία με διάταξη. Κατόπιν εκδόσεως της διατάξεως, η ποινική διαδικασία συνεχίζεται κατά των συναυτουργών και ως προς τις λοιπές αξιόποινες πράξεις για τις οποίες έχει απαγγελθεί κατηγορία κατά του κατηγορουμένου.

(3)      Όταν ο εισαγγελέας έχει ασκήσει τις εξουσίες του δυνάμει της παραγράφου 1, πλην όμως κατά την προδικασία διεπράχθησαν ουσιώδεις παραβάσεις διαδικαστικών κανόνων, το δικαστήριο, συνεδριάζοντας υπό μονομελή σύνθεση κεκλεισμένων των θυρών, παύει τη διαδικασία και επιστρέφει τη δικογραφία στον εισαγγελέα προκειμένου να θεραπεύσει τις παραβάσεις και να παραπέμψει την υπόθεση στο ακροατήριο εντός προθεσμίας ενός μήνα.

(4)      Εάν ο εισαγγελέας δεν παραπέμψει την υπόθεση στο ακροατήριο εντός της προθεσμίας της παραγράφου 3 ή εάν δεν θεραπευθούν οι ουσιώδεις παραβάσεις διαδικαστικών κανόνων ή εάν διαπραχθούν νέες παραβάσεις, το δικαστήριο, αποφασίζοντας υπό μονομελή σύνθεση κεκλεισμένων των θυρών, παύει την ποινική διαδικασία με διάταξη.

(5)      Οι προβλεπόμενες στις παραγράφους 2 και 4 πράξεις του δικαστηρίου είναι οριστικές.»

7        Από τις 28 Μαΐου 2010 ο Βούλγαρος νομοθέτης κατάργησε, με το άρθρο 334, παράγραφος 4, του NPK, τη δυνατότητα του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου να εξαφανίσει την εκδοθείσα σε πρώτο βαθμό απόφαση και να παύσει την ποινική διαδικασία εάν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν είχε ασκήσει τις εξουσίες που του παρείχε το άρθρο 369, παράγραφος 4, του ως άνω κώδικα. Ο εθνικός νομοθέτης κατάργησε επίσης τις διατάξεις του κεφαλαίου 26 του εν λόγω κώδικα, ήτοι τα άρθρα 368 και 369 του NPK, διευκρινίζοντας συγχρόνως ότι οι εκκρεμείς διαδικασίες θα περατώνονταν κατά τον τρόπο που προβλεπόταν προηγουμένως.

8        Το άρθρο 334, παράγραφος 4, του NPK, όπως ίσχυε από τις 13 Αυγούστου 2013 έως τις 5 Νοεμβρίου 2017, εξακολουθούσε να προβλέπει, όπως και η προϊσχύσασα από τις 29 Απριλίου 2006 έως τις 28 Μαΐου 2010 διάταξη, ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορούσε να εξαφανίσει την εκδοθείσα σε πρώτο βαθμό απόφαση και να παύσει την ποινική διαδικασία, μεταξύ άλλων, εφόσον το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν είχε ασκήσει τις εξουσίες που του παρείχε το άρθρο 369, παράγραφος 4, του NPK.

9        Ο NPK, όπως ίσχυε από τις 13 Αυγούστου 2013 έως τις 5 Νοεμβρίου 2017, περιελάμβανε κεφάλαιο 26 το οποίο περιείχε τα άρθρα 368 και 369 του κώδικα αυτού. Το πρώτο ως άνω άρθρο είχε πανομοιότυπη διατύπωση με την προϊσχύσασα από τις 29 Απριλίου 2006 έως τις 28 Μαΐου 2010 διάταξη του εν λόγω κώδικα. Το ίδιο ίσχυε και για το άρθρο 369 του ίδιου κώδικα, με τη μόνη διαφορά ότι η προθεσμία της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού ορίστηκε από δύο σε τρεις μήνες.

10      Το άρθρο 334, παράγραφος 4, του NPK, όπως ισχύει από τις 5 Νοεμβρίου 2017, δεν προβλέπει πλέον τη δυνατότητα του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου να εξαφανίσει την απόφαση και να παύσει την ποινική διαδικασία όταν οι ουσιώδεις παραβάσεις διαδικαστικών κανόνων δεν θεραπεύθηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ή όταν διεπράχθησαν νέες παραβάσεις.

11      Το άρθρο 368 του NPK, επιγραφόμενο «Επιτάχυνση της προδικασίας», όπως ισχύει από τις 5 Νοεμβρίου 2017, έχει ως εξής:

«(1)      Εάν το στάδιο της προδικασίας έχει υπερβεί τα δύο έτη από την απαγγελία κατηγορίας κατά προσώπου για σοβαρή αξιόποινη πράξη και τους έξι μήνες στις λοιπές περιπτώσεις, ο κατηγορούμενος, το θύμα και το ζημιωθέν νομικό πρόσωπο μπορούν να ζητήσουν την επιτάχυνση της προδικασίας. Οι προθεσμίες αυτές δεν περιλαμβάνουν το χρονικό διάστημα κατά το οποίο η υπόθεση εκκρεμούσε ενώπιον του δικαστηρίου ή ανεστάλη σύμφωνα με το άρθρο 25.

(2)      Το αίτημα της παραγράφου 1 υποβάλλεται μέσω του εισαγγελέα ο οποίος οφείλει να παραπέμψει αμελλητί την υπόθεση στο ακροατήριο.

(3)      Το δικαστήριο αποφαίνεται υπό μονομελή σύνθεση κεκλεισμένων των θυρών εντός προθεσμίας 15 ημερών.»

12      Το άρθρο 369 του NPK, επιγραφόμενο «Απόφαση του δικαστηρίου. Μέτρα επιτάχυνσης της ποινικής διαδικασίας», όπως ισχύει από τις 5 Νοεμβρίου 2017, ορίζει τα εξής:

«(1)      Το δικαστήριο αποφαίνεται εκτιμώντας την πολυπλοκότητα των πραγματικών και νομικών ζητημάτων της υπόθεσης, την ενδεχόμενη ύπαρξη καθυστερήσεων στην εκτέλεση των πράξεων συγκέντρωσης, επαλήθευσης και αξιολόγησης των αποδεικτικών στοιχείων και αποδεικτικών μέσων, καθώς και τους λόγους των καθυστερήσεων αυτών.

(2)      Εάν το δικαστήριο διαπιστώσει αδικαιολόγητη καθυστέρηση, τάσσει κατάλληλη προθεσμία για τη διενέργεια των πράξεων. Η διάταξη είναι οριστική.

(3)      Είναι δυνατή η εκ νέου υποβολή αιτήσεων επιτάχυνσης της διαδικασίας μετά την παρέλευση της προθεσμίας της παραγράφου 2.»

13      Στο ίδιο ως άνω κείμενο του NPK, τα δύο τελευταία αυτά άρθρα εξακολουθούν να περιλαμβάνονται στο κεφάλαιο 26 του εν λόγω κώδικα.

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

14      Στις 5 Ιουλίου 2013 απαγγέλθηκαν κατηγορίες κατά πέντε προσώπων, μεταξύ των οποίων και η DM, για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση, βάσει του άρθρου 321, παράγραφος 3, του Nakazatelen Kodeks (Ποινικού Κώδικα), και για δωροδοκία, βάσει του άρθρου 301, παράγραφος 1, του ίδιου κώδικα.

15      Λόγω υπέρμετρης διάρκειας της ποινικής προδικασίας, στις 31 Αυγούστου 2015 η DM κατέθεσε αίτημα ενώπιον του Spetsializiran nakazatelen sad (ποινικού δικαστηρίου ειδικών αρμοδιοτήτων, Βουλγαρία) για την εκδίκαση της υπόθεσής της από το δικαστήριο αυτό σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 368, παράγραφος 1, του NPK, όπως ίσχυε από τις 13 Αυγούστου 2013 έως τις 5 Νοεμβρίου 2017.

16      Με διάταξη της 30ής Σεπτεμβρίου 2015, το εν λόγω δικαστήριο, βάσει του άρθρου 369, παράγραφος 1, του NPK, όπως ίσχυε από τις 13 Αυγούστου 2013 έως τις 5 Νοεμβρίου 2017, επέστρεψε τη δικογραφία στη Spetsializirana prokuratura (εισαγγελία ειδικών αρμοδιοτήτων, Βουλγαρία), τάσσοντάς της προθεσμία τριών μηνών είτε για να εκδώσει κατηγορητήριο ή να υποβάλει πρόταση απαλλαγής του δράστη της αξιόποινης πράξης από την ποινική ευθύνη και επιβολής σε αυτόν διοικητικής κύρωσης ή συμφωνία ποινικής διαπραγμάτευσης είτε για να παύσει την ποινική διαδικασία ενημερώνοντας το δικαστήριο.

17      Στις 8 Ιανουαρίου 2016 η εισαγγελία ειδικών αρμοδιοτήτων παρέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του Spetsializiran nakazatelen sad (ποινικού δικαστηρίου ειδικών αρμοδιοτήτων) εκδίδοντας κατηγορητήριο κατά τεσσάρων κατηγορουμένων, συμπεριλαμβανομένης της DM, για τις αξιόποινες πράξεις που μνημονεύονται στη σκέψη 14 της παρούσας αποφάσεως.

18      Με διάταξη της 3ης Φεβρουαρίου 2016, ο εισηγητής δικαστής έπαυσε τη διαδικασία λόγω ουσιωδών, αλλά θεραπεύσιμων παραβάσεων διαδικαστικών κανόνων και επέστρεψε τη δικογραφία στην ειδική εισαγγελία προκειμένου να θεραπεύσει τις παραβάσεις αυτές.

19      Η ειδική εισαγγελία συνέταξε νέο κατηγορητήριο εντός της προθεσμίας του ενός μήνα και το υπέβαλε στο Spetsializiran nakazatelen sad (ποινικό δικαστήριο ειδικών αρμοδιοτήτων) στις 22 Μαρτίου 2016.

20      Κατά τη διαδικασία που διεξήχθη ενώπιον του δικαστηρίου αυτού, η DM ζήτησε την παύση, δυνάμει του άρθρου 369, παράγραφος 4, τρίτη περίπτωση, του NPK, όπως ίσχυε από τις 13 Αυγούστου 2013 έως τις 5 Νοεμβρίου 2017, της κινηθείσας σε βάρος της ποινικής διαδικασίας λόγω νέων παραβάσεων διαδικαστικών κανόνων, οι οποίες διεπράχθησαν κατά το στάδιο της προδικασίας. Συγκεκριμένα, το κατηγορητήριο δεν ήταν διατυπωμένο κατά τρόπο σαφή και ακριβή ώστε ο κατηγορούμενος να είναι σε θέση να το κατανοήσει, να οργανώσει αποτελεσματικά την υπεράσπισή του και να προσκομίσει τα κρίσιμα αποδεικτικά στοιχεία.

21      Εντούτοις, στις 27 Ιουνίου 2016 το Spetsializiran nakazatelen sad (ποινικό δικαστήριο ειδικών αρμοδιοτήτων) απέρριψε το αίτημα αυτό, αποφαινόμενο ότι το κατηγορητήριο πληροί τις νόμιμες απαιτήσεις ακρίβειας και σαφήνειας που προβλέπονται στο άρθρο 246 του NPK.

22      Με απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2019, το Spetsializiran nakazatelen sad (ποινικό δικαστήριο ειδικών αρμοδιοτήτων) κήρυξε την DM ένοχη για τις αξιόποινες πράξεις για τις οποίες κατηγορούνταν και την καταδίκασε σε στερητική της ελευθερίας ποινή, χρηματική ποινή και στέρηση των δικαιωμάτων που απέρρεαν από το αξίωμά της.

23      Δικάζοντας κατ’ έφεση, το Apelativen spetsializiran nakazatelen sad (ποινικό εφετείο ειδικών αρμοδιοτήτων, Βουλγαρία), με απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2020, εξαφάνισε την απόφαση αυτή στο σύνολό της λόγω ουσιωδών, αλλά θεραπεύσιμων παραβάσεων διαδικαστικών κανόνων, οι οποίες συνίσταντο στο ότι το κατηγορητήριο της 22ας Μαρτίου 2016 δεν τηρούσε τις νόμιμες απαιτήσεις σαφήνειας και ακρίβειας του άρθρου 246 του NPK και ανέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του Spetsializiran nakazatelen sad (ποινικού δικαστηρίου ειδικών αρμοδιοτήτων).

24      Στις 3 Φεβρουαρίου 2021 το τελευταίο ως άνω δικαστήριο επέστρεψε τη δικογραφία στην εισαγγελική αρχή, προκειμένου αυτή να θεραπεύσει τις ουσιώδεις παραβάσεις διαδικαστικών κανόνων, στις οποίες υπέπεσε κατά την προδικασία όσον αφορά τη σύνταξη του κατηγορητηρίου.

25      Στις 7 Ιουλίου 2022 η εισαγγελία ειδικών αρμοδιοτήτων εξέδωσε νέο κατηγορητήριο κατά της DM και των άλλων τριών κατηγορουμένων.

26      Συνεπεία νομοθετικών τροποποιήσεων και δικονομικών ζητημάτων, η υπόθεση ανατέθηκε εν τέλει στο Okrazhen sad – Sliven (περιφερειακό δικαστήριο Sliven, Βουλγαρία), το οποίο είναι το αιτούν δικαστήριο.

27      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι από τις 5 Νοεμβρίου 2017 έχει καταργηθεί η δυνατότητα παύσης της ποινικής διαδικασίας σε περίπτωση υπέρμετρης διάρκειας της προδικασίας και σε περίπτωση επανειλημμένων ουσιωδών, αλλά θεραπεύσιμων παραβάσεων διαδικαστικών κανόνων. Επομένως, το Apelativen spetsializiran nakazatelen sad (ποινικό εφετείο ειδικών αρμοδιοτήτων), το οποίο στις 9 Νοεμβρίου 2020 εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ακριβώς λόγω των παραβάσεων που διαπράχθηκαν κατά τη σύνταξη του κατηγορητηρίου της 22ας Μαρτίου 2016 και λόγω του ότι η πράξη αυτή δεν τηρούσε τις νόμιμες απαιτήσεις ακρίβειας και σαφήνειας που προβλέπονται στο άρθρο 246 του NPK, δεν ήταν σε θέση να παύσει την ποινική δίωξη κατά της DM.

28      Πλην όμως, αν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είχε εφαρμόσει ορθώς το άρθρο 369, παράγραφος 4, τρίτη περίπτωση, του NPK, όπως ίσχυε από τις 13 Αυγούστου 2013 έως τις 5 Νοεμβρίου 2017, θα έπρεπε να είχε παύσει η ποινική διαδικασία κατά της DM το 2016.

29      Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας του Konstitusionen sad (Συνταγματικού Δικαστηρίου, Βουλγαρία), κατά την οποία η απαγόρευση της αναδρομικότητας των νόμων παραβιάζεται όταν, βάσει νέας νομικής εκτίμησης των αποτελεσμάτων γεγενημένου –έστω και σε διαφορετικό νομικό πλαίσιο– δικαιώματος, καταργούνται δικαιώματα ή επέρχονται δυσμενείς συνέπειες στο πλαίσιο ήδη διαμορφωθεισών καταστάσεων, η εκ των υστέρων επιβολή από τον νομοθέτη δυσμενών συνεπειών σε βάρος πολιτών που απέκτησαν δικαιώματα και ενήργησαν σύμφωνα με το ισχύον νομικό πλαίσιο είναι αντισυνταγματική υπό το πρίσμα της αρχής του κράτους δικαίου.

30      Η νομολογία αυτή τυγχάνει εφαρμογής εν προκειμένω, ακριβώς λόγω της σημαντικής διαφοροποίησης μεταξύ των κρίσιμων διατάξεων του NPK πριν και μετά τις 5 Νοεμβρίου 2017. Από τις 22 Μαρτίου 2016 η DM απέκτησε, δυνάμει του NPK όπως ίσχυε από τις 13 Αυγούστου 2013 έως τις 5 Νοεμβρίου 2017, το δικαίωμα για παύση της ποινικής διαδικασίας σε βάρος της σύμφωνα με το άρθρο 369, παράγραφος 4, τρίτη περίπτωση, του εν λόγω κώδικα. Άνευ σημασίας για τη δυνατότητα άσκησης του δικαιώματος αυτού είναι το ότι, λόγω δικαστικής πλάνης, η γέννηση του εν λόγω δικαιώματος διαπιστώθηκε σχεδόν πέντε έτη αργότερα, υπό διαφορετικό νομικό καθεστώς το οποίο δεν ρυθμίζει τις εκκρεμείς υποθέσεις και, ως εκ τούτου, επάγεται δυσμενείς συνέπειες για τις υποθέσεις αυτές. Τούτο, συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τις προηγούμενες σκέψεις, θα αντέβαινε προς τις ισχύουσες στη Βουλγαρία συνταγματικές αρχές.

31      Κατά το αιτούν δικαστήριο, στα άρθρα 368 και 369 του NPK, όπως ίσχυε από τις 13 Αυγούστου 2013 έως τις 5 Νοεμβρίου 2017, έγινε χρήση της δυνατότητας, η οποία παρέχεται στα κράτη μέλη με το άρθρο 4 της αποφάσεως-πλαισίου 2008/841, να απαλλάσσουν τον δράστη της αξιόποινης πράξης από την επιβολή ποινής υπό ορισμένες περιστάσεις, εν προκειμένω, λόγω αδράνειας των ανακριτικών αρχών ή λόγω ουσιωδών παραβάσεων διαδικαστικών κανόνων, οι οποίες διεπράχθησαν κατά το στάδιο της ποινικής προδικασίας, όταν πρόκειται για αξιόποινες πράξεις σχετιζόμενες με το οργανωμένο έγκλημα.

32      Κατά τη γνώμη του αιτούντος δικαστηρίου, το γράμμα των άρθρων 368 και 369 του NPK, ως έχει από τις 5 Νοεμβρίου 2017, στον βαθμό που διαφοροποιείται σημαντικά από το προγενέστερο καθεστώς του εν λόγω κώδικα, χωρίς παράλληλα να προβλέπει μεταβατικές διατάξεις σχετικά με τις εκκρεμείς διαδικασίες που είχαν κινηθεί υπό το κράτος του ως άνω προγενέστερου καθεστώτος, συνεπάγεται την κατάργηση της δυνατότητας του κατηγορουμένου να ασκεί το γεγενημένο δικαίωμά του για παύση της ασκηθείσας σε βάρος του ποινικής δίωξης, όπερ αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης.

33      Οι διατάξεις αυτές του NPK αντίκεινται στο άρθρο 4 της αποφάσεως-πλαισίου 2008/841 διότι εμποδίζουν την εφαρμογή, στη Βουλγαρία, μέτρων τα οποία διασφαλίζουν ότι, υπό ορισμένες περιστάσεις, ο δράστης αξιόποινης πράξης σχετιζόμενης με το οργανωμένο έγκλημα μπορεί να απαλλαγεί από την επιβολή ποινής, μετά τη θέσπιση τέτοιων μέτρων και αφού οι κατηγορούμενοι είχαν αποκτήσει το δικαίωμα να υπαχθούν σε αυτά. Οι ως άνω διατάξεις αντίκεινται επίσης στο άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, στο μέτρο που στερούν από τα πρόσωπα στα οποία έχει απαγγελθεί κατηγορία για τις αξιόποινες πράξεις που προβλέπονται στην απόφαση-πλαίσιο 2008/841 τα ένδικα βοηθήματα που τους παρέχονται προκειμένου να εκδοθεί απόφαση στην υπόθεσή τους εντός εύλογης προθεσμίας. Τέλος, οι εν λόγω διατάξεις αντίκεινται στο άρθρο 52 του Χάρτη, σε συνδυασμό με το άρθρο του 47, στον βαθμό που περιορίζουν την εφαρμογή ενός αποτελεσματικού ένδικου βοηθήματος το οποίο θεσπίστηκε στο πλαίσιο της μεταφοράς αποφάσεως-πλαισίου της Ένωσης στο εθνικό δίκαιο, με αποτέλεσμα να τίθεται υπό αμφισβήτηση ο δίκαιος χαρακτήρας της ποινικής διαδικασίας στο σύνολό της.

34      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Okrazhen sad – Sliven (περιφερειακό δικαστήριο Sliven) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Σε περίπτωση ποινικής διαδικασίας με αντικείμενο πράξεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, έχουν το άρθρο 52, σε συνδυασμό με το άρθρο 47 του [Χάρτη], καθώς και το άρθρο 4 της [αποφάσεως-πλαισίου 2008/841] και [το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ], την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση, όπως η [επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης], η οποία καταργεί το δικαίωμα του κατηγορουμένου να ζητήσει την παύση της ποινικής διαδικασίας σε βάρος του, όταν το δικαίωμα αυτό έχει γεννηθεί κατά τη διάρκεια της ισχύος νόμου ο οποίος προέβλεπε τέτοια δυνατότητα, αλλά η ύπαρξη του εν λόγω δικαιώματος διαπιστώθηκε, λόγω δικαστικής πλάνης, μόνο μετά την κατάργηση του νόμου αυτού;

2)       Ποια πρέπει να θεωρηθεί ότι είναι τα αποτελεσματικά ένδικα βοηθήματα, κατά την έννοια του άρθρου 47 του [Χάρτη], τα οποία πρέπει να δύναται να ασκήσει ο εν λόγω κατηγορούμενος και, ειδικότερα, υποχρεούται εθνικό δικαστήριο να διατάξει την παύση της ποινικής διαδικασίας κατά του εν λόγω κατηγορουμένου στο σύνολό της, εφόσον παρέλειψε να πράξει τούτο ένας προηγουμένως επιληφθείς δικαστικός σχηματισμός, μολονότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις προς τούτο με βάση την τότε ισχύουσα εθνική νομοθεσία;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

35      Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν η απόφαση-πλαίσιο 2008/841, και ειδικότερα το άρθρο 4 αυτής, σε συνδυασμό με τα άρθρα 47 και 52 του Χάρτη, καθώς και με το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία καταργεί, στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας κινηθείσας κατά κατηγορουμένου, το δικαίωμα του κατηγορουμένου για παύση της διαδικασίας αυτής όταν δεν έχουν αρθεί οι ουσιώδεις, αλλά θεραπεύσιμες, παραβάσεις διαδικαστικών κανόνων τις οποίες ενέχει το κατηγορητήριο.

36      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το πεδίο εφαρμογής του Χάρτη ορίζεται στο άρθρο 51, παράγραφος 1, το οποίο προβλέπει, όσον αφορά τη δράση των κρατών μελών, ότι οι διατάξεις του Χάρτη απευθύνονται στα κράτη μέλη μόνον όταν αυτά εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης (απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2019, TSN και AKT, C‑609/17 και C‑610/17, EU:C:2019:981, σκέψη 42).

37      Ως εκ τούτου, επιβάλλεται να εξεταστεί αν πρέπει να γίνει δεκτό ότι μια τέτοια εθνική ρύθμιση εφαρμόζει την απόφαση-πλαίσιο 2008/841 κατά την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη και αν, κατά συνέπεια, το άρθρο 47 του Χάρτη μπορεί να εφαρμοστεί σε καταστάσεις όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2019, TSN και AKT, C‑609/17 και C‑610/17, EU:C:2019:981, σκέψη 45).

38      Όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 1 και 3 της αποφάσεως-πλαισίου 2008/841, η απόφαση αυτή στηρίζεται σε κοινή προσέγγιση των διασυνοριακών προβλημάτων, όπως το οργανωμένο έγκλημα, και θα πρέπει, αφενός, να καλύπτει εγκλήματα που κατά κανόνα διαπράττονται στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης και, αφετέρου, να προβλέπει κυρώσεις αντίστοιχες προς τη σοβαρότητα αυτών των αξιόποινων πράξεων κατά των φυσικών και νομικών προσώπων που τις διέπραξαν ή που υπέχουν ευθύνη γι’ αυτές.

39      Σύμφωνα με τα άρθρα 2 και 3 της ως άνω αποφάσεως-πλαισίου, κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε, μεταξύ άλλων, να θεωρείται αξιόποινη πράξη η συμπεριφορά που έχει σχέση με εγκληματική οργάνωση και συνίσταται στη συμπεριφορά προσώπου το οποίο εκ προθέσεως και εν γνώσει, είτε του σκοπού και της εν γένει δραστηριότητας της εγκληματικής οργάνωσης είτε της πρόθεσής της να τελέσει τις εν λόγω αξιόποινες πράξεις, συμμετέχει ενεργά στις εγκληματικές δραστηριότητές της, περιλαμβανομένης της παροχής πληροφοριών ή υλικών μέσων, της στρατολόγησης νέων μελών, καθώς και κάθε μορφής χρηματοδότησης των δραστηριοτήτων της, ενώ γνωρίζει ότι η συμμετοχή του θα συμβάλλει στην τέλεση των εγκληματικών δραστηριοτήτων της οργάνωσης. Στο πλαίσιο αυτό, κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε μια τέτοια αξιόποινη πράξη να τιμωρείται με μέγιστη ποινή στερητική της ελευθερίας τουλάχιστον μεταξύ δύο και πέντε ετών.

40      Tο άρθρο 4 της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου προβλέπει ότι κάθε κράτος μέλος μπορεί να λάβει τα αναγκαία μέτρα ώστε οι ποινές που αναφέρει το άρθρο 3 αυτής να μπορούν να μειωθούν ή ο δράστης να μπορεί να απαλλαγεί της επιβολής τους αν αυτός, για παράδειγμα, εγκαταλείψει την εγκληματική δραστηριότητα και παρέχει στις διοικητικές ή δικαστικές αρχές πληροφορίες τις οποίες δεν θα μπορούσαν άλλως να αποκτήσουν και οι οποίες τις βοηθούν να αποτρέψουν, να παύσουν ή να περιορίσουν τα αποτελέσματα της αξιόποινης πράξης, να ταυτοποιήσουν ή να παραπέμψουν στη δικαιοσύνη τους λοιπούς δράστες της αξιόποινης πράξης, να εξεύρουν αποδεικτικά στοιχεία, να στερήσουν την εγκληματική οργάνωση από αθέμιτους πόρους ή κέρδη που απορρέουν από τις εγκληματικές της δραστηριότητες ή να αποτρέψουν την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 2 της ίδιας αποφάσεως‑πλαισίου.

41      Πλην όμως, εθνική ρύθμιση η οποία θεσπίζει το δικαίωμα του κατηγορουμένου για παύση της σε βάρος του ποινικής διαδικασίας όταν δεν αίρονται οι ουσιώδεις αλλά θεραπεύσιμες παραβάσεις διαδικαστικών κανόνων, τις οποίες ενέχει το κατηγορητήριο, δεν εμπίπτει στο άρθρο 4 της αποφάσεως-πλαισίου 2008/841 ούτε σε άλλες διατάξεις της αποφάσεως αυτής. Πράγματι, μια τέτοια εθνική ρύθμιση προβλέπει την παύση, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, της ποινικής δίωξης κατά του κατηγορουμένου, ενώ το άρθρο 4 της ως άνω αποφάσεως-πλαισίου ορίζει ότι τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, ο δράστης αξιόποινης πράξης μπορεί να τύχει μείωσης της ποινής του ή να απαλλαγεί από την επιβολή της ποινής.

42      Επομένως, το μεν άρθρο 4 της αποφάσεως-πλαισίου 2008/841 προϋποθέτει ότι ο ενδιαφερόμενος είναι δράστης αξιόποινης πράξης, στον οποίο μπορεί να χορηγηθεί το ευεργέτημα μείωσης της ποινής ή απαλλαγής από την επιβολή της, η δε εν λόγω εθνική ρύθμιση αφορά μόνον κατηγορούμενο στον οποίο μπορεί να χορηγηθεί, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, το δικαίωμα για παύση της κινηθείσας σε βάρος του ποινικής διαδικασίας.

43      Επομένως, η εθνική ρύθμιση που έχει ως αποτέλεσμα την κατάργηση του τελευταίου αυτού δικαιώματος δεν μπορεί να εμπίπτει ούτε στο άρθρο 4 της αποφάσεως-πλαισίου 2008/841 ούτε σε άλλες διατάξεις της αποφάσεως αυτής.

44      Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι, δεδομένου ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη ρύθμιση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εφαρμόζει την απόφαση-πλαίσιο 2008/841 κατά την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη, το άρθρο 47 του Χάρτη, όπως και άλλες διατάξεις του, δεν μπορούν να εφαρμοστούν σε κατάσταση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη.

45      Όσον αφορά το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο ΣΕΕ, υπενθυμίζεται ότι η διάταξη αυτή ορίζει ότι τα κράτη μέλη προβλέπουν τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που είναι αναγκαία για να διασφαλίζεται η αποτελεσματική δικαστική προστασία στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης.

46      Στο πλαίσιο διαδικασίας έκδοσης προδικαστικής αποφάσεως πρέπει να υφίσταται μεταξύ της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου και των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης των οποίων ζητείται η ερμηνεία σύνδεσμος τέτοιος ώστε η ερμηνεία αυτή να ανταποκρίνεται σε αντικειμενική ανάγκη για την απόφαση την οποία πρέπει να εκδώσει το αιτούν δικαστήριο (πρβλ. απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Miasto Łowicz και Prokurator Generalny, C‑558/18 και C‑563/18, EU:C:2020:234, σκέψεις 47 και 48).

47      Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 43 και 44 της παρούσας αποφάσεως, η διαφορά της κύριας δίκης ουδόλως συνδέεται με τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης των οποίων ζητείται η ερμηνεία. Ειδικότερα, η διαφορά αυτή δεν συνδέεται με το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, στο οποίο αναφέρεται το πρώτο προδικαστικό ερώτημα. Ως εκ τούτου, το αιτούν δικαστήριο δεν καλείται να εφαρμόσει τη διάταξη αυτή προκειμένου να συναγάγει την επί της ουσίας λύση που πρέπει να δοθεί στην εν λόγω ένδικη διαφορά (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Miasto Łowicz και Prokurator Generalny, C‑558/18 και C‑563/18, EU:C:2020:234, σκέψη 49).

48      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η απόφαση-πλαίσιο 2008/841, και ειδικότερα το άρθρο 4 αυτής, σε συνδυασμό με τα άρθρα 47 και 52 του Χάρτη, καθώς και με το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία καταργεί, στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας κινηθείσας κατά κατηγορουμένου, το δικαίωμα του εν λόγω κατηγορουμένου για παύση της διαδικασίας αυτής όταν δεν έχουν αρθεί οι ουσιώδεις, αλλά θεραπεύσιμες, παραβάσεις διαδικαστικών κανόνων τις οποίες ενέχει το κατηγορητήριο.

 Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

49      Κατόπιν της απαντήσεως που δόθηκε στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα.

 Επί των δικαστικών εξόδων

50      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έκτο τμήμα) αποφαίνεται:

Η απόφαση-πλαίσιο 2008/841/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 2008, για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος, και ιδίως το άρθρο 4 αυτής, σε συνδυασμό με τα άρθρα 47 και 52 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και με το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ,

έχει την έννοια ότι:

δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία καταργεί, στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας κινηθείσας κατά κατηγορουμένου, το δικαίωμα του εν λόγω κατηγορουμένου για παύση της διαδικασίας αυτής όταν δεν έχουν αρθεί οι ουσιώδεις, αλλά θεραπεύσιμες, παραβάσεις διαδικαστικών κανόνων τις οποίες ενέχει το κατηγορητήριο.

(υπογραφές)

Source :
To Top