ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ελένη Φραγκάκη, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη (σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 42/2022 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου), Πηνελόπη Παρτσαλίδου-Κομνηνού, Ελένη Κατσούλη, Δημήτριο Τράγκα και Ελένη Μπερτσιά-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 15 Μαρτίου 2022, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Λάμπρου Σοφουλάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων – κατηγορουμένων: 1. Κ. Κ. του Γ. , κατοίκου … και 2. Κ. Τ. του Α. , κατοίκου … , που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ευάγγελο Δουκάκη, για αναίρεση της υπ’ αριθ. ΓΤ206/2021 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.

Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και oι αναιρεσείοντες – κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που περιλαμβάνονται στην υπ’ αριθ. πρωτ. 6191/9-7-2021, κοινή αίτηση αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 757/2021.

Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση και τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 7-7-2021 αίτηση των: 1) Κ. Κ. του Γ. κατοίκου … και 2) Κ. Τ. του Α. κατοίκου … (… ) για αναίρεση της υπ’ αριθμόν ΓΤ206/17-5-2021 καταδικαστικής απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών η οποία καταχωρήθηκε στο κατά το άρθρο 473 § 3 εδ. α του ΚΠΔ, βιβλίο, στις 24- 6-2021, έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, με δήλωση των αναιρεσειόντων ενώπιον της Γραμματέα του εκδόσαντος την προσβαλλόμενη απόφαση Δικαστηρίου. Επομένως, είναι παραδεκτή, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 462, 466 § 1, 473 §§ 2 και 3, 474, 504 § 1 και 510 § 1 Δ’ και Ε’ του ΚΠΔ και κατά συνέπεια πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της.
Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 28 παρ. 1 εδ. α’ και παρ. 2 του Ν. 3996/2011, “1. Κάθε εργοδότης, που παραβαίνει τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας τις σχετικές με τους όρους και τις συνθήκες εργασίας και συγκεκριμένα τα χρονικά όρια εργασίας, υπό την επιφύλαξη των παραγράφων 5 και 6 του άρθρου 31 του ν. 3904/2010 (Α’ 218), την καταβολή δεδουλευμένων, την αμοιβή, την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων ή την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι μηνών ή με χρηματική ποινή τουλάχιστον εννιακοσίων (900) ευρώ ή και με τις δύο αυτές ποινές. 2. Ειδικές διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας που προβλέπουν βαρύτερη ποινική μεταχείριση εξακολουθούν να ισχύουν”.
Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου μόνου παράγραφος 1 εδ. α’ του Α.Ν. 690/1945, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 παρ. 1 του Ν. 2336/1995.” 1. Κάθε εργοδότης ή διευθυντής ή επιτετραμμένος ή με οποιονδήποτε τίτλο εκπρόσωπος οποιοσδήποτε επιχείρησης, εκμετάλλευσης ή εργασίας, ο οποίος δεν καταβάλλει εμπρόθεσμα στους απασχολουμένους σε αυτόν τις οφειλόμενες συνεπεία της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας πάσης φύσεως αποδοχές, που καθορίζονται είτε από τη σύμβαση εργασίας είτε από τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας είτε από αποφάσεις διαιτησίας είτε από το νόμο ή έθιμο είτε σύμφωνα με το άρθρο 10 του ν. 3198/1955, συνεπεία της θέσεως των εργαζομένων σε κατάσταση διαθεσιμότητας, τιμωρείται κατόπιν μηνύσεως των ενδιαφερομένων ή των οργάνων του Υπουργείου Εργασίας ή των οργάνων της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης που είναι εντεταλμένα για την εφαρμογή της εργατικής νομοθεσίας ή της οικείας Αστυνομικής Αρχής ή της οικείας επαγγελματικής οργάνωσης των εργαζομένων, με φυλάκιση μέχρι έξι (6) μήνες και χρηματική ποινή, της οποίας το ποσό δεν μπορεί να ορίζεται κάτω του 25% ούτε πάνω του 50% του καθυστερούμενου χρηματικού ποσού, για την εξεύρεση του οποίου οι τυχόν σε είδος οφειλόμενες αποδοχές πρέπει να αποτιμώνται, με τη σχετική απόφαση, σε χρήμα”.
Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι το προβλεπόμενο από αυτές πλημμέλημα τιμωρείται ως γνήσιο έγκλημα παράλειψης, το οποίο συντελείται ευθύς ως ο υπόχρεος παραλείψει να καταβάλει στον δικαιούχο μισθωτό τις οφειλόμενες σ’ αυτόν αποδοχές ή άλλης φύσης χορηγίες, μέσα στην προθεσμία που ορίζεται είτε από τη σύμβαση, είτε από το νόμο ή το έθιμο είτε από διοικητικές πράξεις (Α.Π. 1157/2020).
Εξάλλου, έλλειψη της επιβαλλόμενης, από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ., ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της καταδικαστικής απόφασης, η οποία ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ίδιου Κώδικα, συντρέχει, όταν δεν εκτίθενται σ’ αυτή, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε το δικαστήριο τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των αποδειχθέντων περιστατικών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφαρμόσθηκαν. Ειδικότερα, η καταδικαστική, για παράβαση της ως άνω διάταξης του άρθρου 28 παρ. 1 του Ν. 3996/2011, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου μόνου του Α.Ν. 690/1945, απόφαση στερείται της απαιτούμενης αιτιολογίας, όταν δεν εκτίθενται σ’ αυτή, με πληρότητα και σαφήνεια, ενόψει του περιεχομένου των ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων, τα κρίσιμα για τη θεμελίωση του προβλεπόμενου από αυτές εγκλήματος περιστατικά, που είναι ο χρόνος κατά τον οποίο διήρκεσε η σύμβαση εργασίας, οι μηνιαίες τακτικές αποδοχές, καθώς και οι έκτακτες, το σύνολο αυτών, το ποσό που καταβλήθηκε στον εργαζόμενο έναντι αυτών και ο χρόνος κατά τον οποίο έπρεπε να καταβληθούν οι οφειλόμενες από τον κατηγορούμενο αποδοχές στον εργαζόμενο και αν το ύψος των αποδοχών και ο χρόνος καταβολής τους είχε ορισθεί από ατομική σύμβαση εργασίας ή διαιτητική απόφαση ή από το νόμο ή από το έθιμο Περαιτέρω, επί νομικού προσώπου, φερομένου ως εργοδότη, πρέπει να προσδιορίζεται η μορφή του νομικού προσώπου και, αν πρόκειται για εταιρεία, και η εταιρική μορφή αυτής, καθώς και τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία προκύπτει η θέση και η ιδιότητα, την οποία είχε ο κατηγορούμενος στην εταιρία αυτή κατά τον κρίσιμο χρόνο, ώστε να ανακύπτει η υποχρέωσή του για την καταβολή των αποδοχών. Δεν αρκεί, δηλαδή, ο χαρακτηρισμός του κατηγορουμένου ως εργοδότη ή ως νόμιμου εκπροσώπου της εταιρικής επιχείρησης (Α.Π. 6/2022, ΑΠ 948/2020).
Στην προκειμένη περίπτωση με την προσβαλλόμενη υπ’ αρ. ΓΤ 206/17-5-2021 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, οι κατηγορούμενοι, ήδη αναιρεσείοντες, καταδικάσθηκαν για την πράξη της μη καταβολής δεδουλευμένων αποδοχών, επιβλήθηκε σε βάρος καθενός αυτών ποινή φυλάκισης εννέα (9)μηνών, η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη επί τριετία. Το ως άνω δικαστήριο (Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών) με την προαναφερόμενη υπ’ αρ. ΓΤ 206/2021 προσβαλλόμενη απόφασή του, αφού εκτίμησε και αξιολόγησε τα αναφερόμενα, ως προς το είδος τους, αποδεικτικά μέσα, δέχτηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, ότι αποδείχθηκαν, κατά πιστή μεταφορά, ότι “οι κατ/νοι στην Αθήνα κατά το χρονικό διάστημα από Δεκέμβριο του 2014 έως Φεβρουάριο 2015 με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, παραβίασαν τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας περί την καταβολή δεδουλευμένων σε εργαζόμενους. Ήτοι στον ως άνω τόπο και χρόνο, ως νόμιμοι εκπρόσωποι της εταιρείας με την επωνυμία “ΙΝΦΟΓΚΡΟΥΠ ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ Α.Ε” που εδρεύει στην Αθήνα (Λεωφόρο Συγγρού αρ. 12) δεν κατέβαλαν ως εργοδότες και υπόχρεοι κατά το καταστατικό της εταιρείας στους απασχοληθέντες από αυτούς με σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας τους οποίους προσέλαβαν από κοινού τα παρακάτω ποσά δεδουλευμένων αποδοχών:
1) στην Κ. Ε. το χρηματικό ποσό των 2.132,55 ευρώ, που αφορά δεδουλευμένες αποδοχές Φεβρουαρίου 2015,
2) στον Μ. Π. το χρηματικό ποσό των 1.672,03 ευρώ, που αφορά δεδουλευμένες αποδοχές Δεκεμβρίου 2014 και Ιανουαρίου 2015
και 3) στην Π. Ε. το χρηματικό ποσό των 1.056,26 ευρώ, που αφορά δεδουλευμένες αποδοχές Φεβρουαρίου 2015.
Ο ισχυρισμός των κατ/νων ότι κατά το ένδικο χρονικό διάστημα είχε λήξει η θητεία τους και ότι το ως άνω νομικό πρόσωπο στερούνταν διοίκησης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον παρεκτός του ότι ο ισχυρισμός τους δεν αποδείχθηκε, επιπλέον από όσα εξέθεσαν οι ανωτέρω μάρτυρες καταδεικνύεται ότι οι δραστηριότητες της εταιρίας της οποίας νόμιμοι εκπρόσωποι είναι οι κατ/νοι, εξακολούθησαν τουλάχιστον έως τον Ιούνιο του έτους 2015 και οι κατ/νοι εισέπρατταν από οφειλέτες της εταιρίας διάφορα χρηματικά ποσά σε επιταγές που εκδίδονταν σε διαταγή τους κατά το ένδικο χρονικό διάστημα τα οποία όμως δεν καταχωρούσαν ως εισροές στα λογιστικά βιβλία της εταιρίας λόγω των οφειλών προς το Δημόσιο και σε Ασφαλιστικούς Οργανισμούς….”
Με βάση δε τις παραπάνω παραδοχές το ως άνω Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε ενόχους τους αναιρεσείοντες κατηγορούμενους, κατά πιστή μεταφορά από το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, του ότι: ” Στην Αθήνα κατά το χρονικό διάστημα Δεκέμβριος 2014-Φεβρουάριος 2015, με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος παραβίασαν τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας περί την καταβολή των δεδουλευμένων σε εργαζόμενους. Ήτοι στον ως άνω τόπο και χρόνο, ως νόμιμοι εκπρόσωποι της εταιρείας με την επωνυμία “ΙΝΦΟΓΚΡΟΥΠ ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ Α.Ε” που εδρεύει στην Αθήνα (Λεωφόρο Συγγρού αρ. 12) δεν κατέβαλαν στους απασχοληθέντες από αυτούς με σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας τα παρακάτω ποσά δεδουλευμένων αποδοχών:
1) στην Κ. Ε. το χρηματικό ποσό των 2.132,55 ευρώ, που αφορά δεδουλευμένες αποδοχές Φεβρουαρίου 2015,
2) στον Μ. Π. το χρηματικό ποσό των 1.672,03 ευρώ, που αφορά δεδουλευμένες αποδοχές Δεκεμβρίου 2014 και Ιανουαρίου 2015
και 3) στην Π. Ε. το χρηματικό ποσό των 1.056,26 ευρώ, που αφορά δεδουλευμένες αποδοχές Φεβρουαρίου 2015″.
Με τις παραδοχές αυτές, το Δικαστήριο της ουσίας δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη, από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Ποιν.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, όπως η έννοιά της εκτέθηκε στην προηγηθείσα νομική σκέψη, αφού δεν εκθέτει σ’ αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά και κατά τρόπο επιτρέποντα τον αναιρετικό έλεγχο, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης της παράβασης του άρθρου 28 παρ. 1 του Ν. 3996/2011, σε συνδυασμό με το άρθρο μόνο του Α.Ν. 690/1945, για την οποία καταδικάστηκαν οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι. Ειδικότερα:
α) μολονότι η ως άνω επιχείρηση (εργοδότρια) φέρεται ως έχουσα εταιρική μορφή και συγκεκριμένα ως ανώνυμη εταιρεία, δεν προσδιορίζονται επαρκώς στην προσβαλλόμενη απόφαση τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει η ιδιότητα και η θέση των αναιρεσειόντων – κατηγορουμένων στην ως άνω ανώνυμη εταιρεία, και το χρονικό διάστημα που την κατείχαν, δεδομένου ότι η ανώνυμη εταιρεία κατά το νόμο (άρθρο 18 παρ. 1 του Ν. 2190/1920 και ήδη 77 παρ. 1 του Ν. 4548/2018) εκπροσωπείται από το διοικητικό της συμβούλιο, αλλά αναφέρεται, μόνο, ότι οι κατ/νοι ήταν νόμιμοι εκπρόσωποι της ως άνω ανώνυμης εταιρίας, χωρίς μάλιστα να αναφέρεται ούτε η ιδιότητα, το χρονικό διάστημα και η θέση των αναιρεσειόντων στην ως άνω ανώνυμη εταιρία, χωρίς να διευκρινίζεται από που προκύπτει η εξουσία εκπροσώπησης της προαναφερόμενης εταιρείας από τους αναιρεσείοντες – κατηγορουμένους και η υποχρέωση αυτών προς καταβολή των αποδοχών των εργαζομένων στην ως άνω εταιρία, στο διατακτικό τους κηρύσσει ενόχους ως εκπροσώπους της ανωτέρω ανώνυμης εταιρίας, χωρίς να διευκρινίζει τελικά τις ιδιότητες αυτών, πώς απέκτησαν τις ιδιότητες αυτές και για ποιο χρονικό διάστημα τις κατείχαν, και μάλιστα, αν τις κατείχαν κατά το κρίσιμο διάστημα
β) δεν αναφέρεται η πηγή καθορισμού (ατομική σύμβαση, συλλογική σύμβαση εργασίας, διαιτητική απόφαση κ.λπ.), των μηνιαίων αποδοχών των ως άνω εργαζομένων,
και γ) δεν αναφέρεται ο χρόνος που όφειλαν να καταβάλουν τις καθυστερούμενες αποδοχές (δεδουλευμένες αποδοχές). Κατά συνέπεια, ο σχετικός με την ανωτέρω πλημμέλεια πρώτος λόγος αναίρεσης της κρινόμενης αίτησης, θεμελιούμενος στη διάταξη του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠΔ είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός, παρελκούσης της έρευνας της βασιμότητας των λοιπών λόγων αυτής. Κατόπιν τούτων, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΑΝΑΙΡΕΙ την υπ’ αριθμ. ΓΤ 206/2021 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.

ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 12 Απριλίου 2022.

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 3 Μαΐου 2022.

Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Source :
To Top