ΔΕΕ Ιδιωτική ζωή και δίωξη σοβαρών αδικημάτων: ο δικαστής που είναι αρμόδιος να επιτρέψει την πρόσβαση σε αρχεία τηλεφωνικών κλήσεων, με σκοπό την ταυτοποίηση των δραστών αδικήματος για τη δίωξη του οποίου η εθνική νομοθεσία προβλέπει την πρόσβαση στα δεδομένα αυτά, πρέπει να έχει τη δυνατότητα να την αρνηθεί ή να την περιορίσει

Κατά την ιταλική νομοθεσία, το αδίκημα της διακεκριμένης κλοπής συγκαταλέγεται μεταξύ των αδικημάτων για τα οποία επιτρέπεται η λήψη αρχείων τηλεφωνικών κλήσεων από πάροχο υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών μετά από άδεια δικαστηρίου. Το Δικαστήριο εκτιμά ότι η πρόσβαση στα εν λόγω αρχεία μπορεί να παρέχεται μόνο σε σχέση με τα δεδομένα προσώπων για τα οποία υπάρχουν υπόνοιες ότι εμπλέκονται σε σοβαρό αδίκημα και διευκρινίζει ότι εναπόκειται στα κράτη μέλη να ορίσουν τα «σοβαρά αδικήματα». Εντούτοις, ο δικαστής που είναι αρμόδιος να επιτρέψει την πρόσβαση πρέπει να έχει τη δυνατότητα να την αρνηθεί ή να την περιορίσει όταν διαπιστώνει ότι η επέμβαση στα θεμελιώδη δικαιώματα του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που προκαλείται από την πρόσβαση είναι σοβαρή ενώ είναι πρόδηλο ότι το επίμαχο αδίκημα δεν είναι σοβαρό υπό το πρίσμα των κοινωνικών συνθηκών που επικρατούν στο οικείο κράτος μέλος. Στο πλαίσιο ποινικής έρευνας για το αδίκημα της διακεκριμένης κλοπής δύο κινητών τηλεφώνων, η εισαγγελική αρχή (Bolzano) ζητεί από ιταλικό δικαστήριο άδεια να λάβει από όλες τις εταιρίες τηλεπικοινωνιών τα αρχεία τηλεφωνικών κλήσεων των συσκευών που εκλάπησαν προκειμένου να ταυτοποιήσει τους δράστες της κλοπής. Ο Ιταλός δικαστής εκφράζει αμφιβολίες ως προς το αν ο ιταλικός νόμος βάσει του οποίου υποβάλλεται το αίτημα συνάδει με την οδηγία της Ένωσης «για την προστασία της ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες»1. Αναφέρει συγκεκριμένα ότι ο ιταλικός νόμος  αφορά τη δίωξη αδικημάτων τα οποία είναι ήσσονος κοινωνικής απαξίας και δεν δικαιολογούν, ως εκ τούτου, σοβαρή επέμβαση στα θεμελιώδη δικαιώματα του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα δε ιταλικά δικαστήρια δεν διαθέτουν κανένα περιθώριο όσον αφορά την εκτίμηση της βαρύτητας εκάστου αδικήματος. Με την απόφασή του, το Δικαστήριο κρίνει ότι η επέμβαση στα εν λόγω θεμελιώδη δικαιώματα που προκαλείται από την πρόσβαση σε αρχεία τηλεφωνικών κλήσεων μπορεί να χαρακτηριστεί σοβαρή και επιβεβαιώνει ότι πρόσβαση μπορεί να παρέχεται μόνο στα δεδομένα προσώπων για τα οποία υπάρχουν υπόνοιες ότι εμπλέκονται σε σοβαρό αδίκημα. Διευκρινίζει ότι εναπόκειται στα κράτη μέλη να ορίσουν τα «σοβαρά αδικήματα» για τους σκοπούς της εφαρμογής της επίμαχης οδηγίας. Πράγματι, η ποινική νομοθεσία εμπίπτει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών εφόσον η Ένωση δεν έχει νομοθετήσει συναφώς. Εντούτοις, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να παραμορφώνουν την εν λόγω έννοια και, κατ’ επέκταση, την έννοια της «βαριάς εγκληματικότητας», περιλαμβάνοντας σε αυτήν αδικήματα προδήλως μη σοβαρά υπό το πρίσμα των Διεύθυνση Επικοινωνίας Υπηρεσία Τύπου και Πληροφόρησης    curia.europa.eu κοινωνικών συνθηκών που επικρατούν σε κάθε κράτος μέλος, ακόμη και αν ο εθνικός νομοθέτης έχει προβλέψει ότι τα αδικήματα αυτά τιμωρούνται με στερητική της ελευθερίας ποινή μέγιστης διάρκειας τριών ετών. Το Δικαστήριο διευκρινίζει, συναφώς, ότι ένα όριο που καθορίζεται με αναφορά σε τέτοια ποινή δεν φαίνεται, στο πλαίσιο αυτό, να είναι υπερβολικά χαμηλό. Εξάλλου, ο καθορισμός ενός ορίου πέραν του οποίου η μεγίστη στερητική της ελευθερίας ποινή με την οποία τιμωρείται ορισμένο αδίκημα δικαιολογεί τον χαρακτηρισμό του ως σοβαρού αδικήματος δεν είναι κατ’ ανάγκην αντίθετος προς την αρχή της αναλογικότητας. Προκειμένου ιδίως να εξακριβωθεί ότι δεν υφίσταται παραμόρφωση της έννοιας της «βαριάς εγκληματικότητας», είναι πάντως ουσιώδες, όταν η πρόσβαση στα διατηρούμενα δεδομένα ενέχει τον κίνδυνο σοβαρής επέμβασης στα θεμελιώδη δικαιώματα του οικείου προσώπου, η πρόσβαση αυτή να υπόκειται σε προηγούμενο έλεγχο είτε από δικαστήριο είτε από ανεξάρτητη διοικητική αρχή. Επιπλέον, το δικαστήριο ή η ανεξάρτητη διοικητική αρχή που διενεργεί τον προηγούμενο έλεγχο πρέπει να έχει τη δυνατότητα να αρνηθεί ή να περιορίσει την πρόσβαση όταν διαπιστώνει ότι η επέμβαση στα θεμελιώδη δικαιώματα είναι σοβαρή ενώ είναι πρόδηλο ότι το επίμαχο αδίκημα δεν εμπίπτει πράγματι στη βαριά εγκληματικότητα υπό το πρίσμα των κοινωνικών συνθηκών που επικρατούν στο οικείο κράτος μέλος. Συγκεκριμένα, το δικαστήριο ή διοικητική αρχή πρέπει να είναι σε θέση να διασφαλίσει δίκαιη ισορροπία μεταξύ των αναγκών της έρευνας και των θεμελιωδών δικαιωμάτων του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. ΥΠΟΜΝΗΣΗ: Η προδικαστική παραπομπή παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, να υποβάλουν στο Δικαστήριο ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά αυτή, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, ομοίως, άλλα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων ανακύπτει παρόμοιο ζήτημα.  

ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΤΟ ΠΛΗΡΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 30ής Απριλίου 2024 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών – Απόρρητο των επικοινωνιών – Πάροχοι υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών – Οδηγία 2002/58/ΕΚ – Άρθρο 15, παράγραφος 1 – Άρθρα 7, 8 και 11 καθώς και 52, παράγραφος 1, του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αίτηση αρμόδιας εθνικής αρχής με την οποία ζητείται πρόσβαση στα δεδομένα αυτά με σκοπό τη δίωξη των αδικημάτων της διακεκριμένης κλοπής – Ορισμός της έννοιας του “σοβαρού αδικήματος” η δίωξη του οποίου μπορεί να δικαιολογήσει σοβαρή επέμβαση στα θεμελιώδη δικαιώματα – Αρμοδιότητα των κρατών μελών – Αρχή της αναλογικότητας – Έκταση του προηγούμενου δικαστικού ελέγχου επί των αιτημάτων πρόσβασης σε δεδομένα που διατηρούν οι πάροχοι υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών»

Στην υπόθεση C‑178/22,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε ο Giudice delle indagini preliminari presso il Tribunale di Bolzano (αρμόδιος για την προκαταρκτική έρευνα δικαστής του πρωτοδικείου Bolzano, Ιταλία) με απόφαση της 20ής Φεβρουαρίου 2022, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 8 Μαρτίου 2022, στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας κατά

Αγνώστων,

παρισταμένης της:

Procura della Repubblica presso il Tribunale di Bolzano,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, Πρόεδρο, L. Bay Larsen, Αντιπρόεδρο, A. Arabadjiev, A. Prechal, K. Jürimäe, T. von Danwitz και Z. Csehi, προέδρους τμήματος, J.-C. Bonichot, S. Rodin, P. G. Xuereb (εισηγητή), Δ. Γρατσία, M. L. Arastey Sahún και M. Gavalec, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: A. M. Collins

γραμματέας: C. Di Bella, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 21ης Μαρτίου 2023,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Procura della Repubblica presso il Tribunale di Bolzano, εκπροσωπούμενη από την F. Iovene, sostituto procuratore della Repubblica,

–        η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον S. Faraci, avvocato dello Stato,

–        η Τσεχική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την A. Edelmannová, τον O. Serdula, τον M. Smolek, την T. Suchá και τον J. Vláčil,

–        η Εσθονική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την M. Kriisa,

–        η Ιρλανδία, εκπροσωπούμενη από την M. Browne, Chief State Solicitor, και τους A. Joyce και M. Tierney, επικουρούμενους από τον D. Fennelly, BL,

–        η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις A. Daniel και A.‑L. Desjonquères και τους B. Fodda και J. Illouz,

–        η Κυπριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την Ε. Νεοφύτου,

–        η Ουγγρική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την Zs. Biró-Tóth και τον M. Z. Fehér,

–        η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις M. K. Bulterman και A.  Hanje και τον J. Langer,

–        η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον A. Posch, την J. Schmoll, την C. Gabauer, τον K. Ibili και την E. Samoilova,

–        η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna και τις D. Lutostańska και J. Sawicka,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους S. L. Kalėda, H. Kranenborg, L. Malferrari και F. Wilman,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 8ης Ιουνίου 2023,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2002, σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία για την προστασία [της] ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες) (ΕΕ 2002, L 201, σ. 37), όπως αυτή τροποποιήθηκε με την οδηγία 2009/136/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009 (ΕΕ 2009, L 337, σ. 11) (στο εξής: οδηγία 2002/58), ερμηνευομένου υπό το πρίσμα των άρθρων 7, 8 και 11 καθώς και του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο αιτήσεως που είχε υποβάλει η Procura della Repubblica presso il Tribunale di Bolzano (εισαγγελία πρωτοδικών Bolzano, Ιταλία) (στο εξής: εισαγγελική αρχή) ενώπιον του Giudice delle indagini preliminari presso il Tribunale di Bolzano (αρμόδιου για την προκαταρκτική έρευνα δικαστή του πρωτοδικείου Bolzano, Ιταλία) με την οποία ζητούσε να της επιτραπεί η πρόσβαση σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που διατηρούν οι πάροχοι υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών προκειμένου να ταυτοποιηθούν οι δράστες δύο αδικημάτων διακεκριμένης κλοπής κινητού τηλεφώνου.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Η οδηγία 2002/58

3        Οι αιτιολογικές σκέψεις 2 και 11 της οδηγίας 2002/58 διαλαμβάνουν τα εξής:

«(2)      Επιδίωξη της παρούσας οδηγίας είναι να σεβαστεί τα θεμελιώδη δικαιώματα, τηρεί δε τις βασικές αρχές που αναγνωρίζονται ιδίως από τον [Χάρτη]. Συγκεκριμένα, η παρούσα οδηγία επιδιώκει να διασφαλισθεί η πλήρης τήρηση των δικαιωμάτων που προβλέπονται στα άρθρα 7 και 8 […] αυτού.

[…]

(11)      Η παρούσα οδηγία, όπως και η οδηγία 95/46/ΕΚ [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ 1995, L 281, σ. 31)], δεν υπεισέρχεται σε θέματα προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών που συνδέονται με δραστηριότητες οι οποίες δεν διέπονται από το κοινοτικό δίκαιο. Επομένως, δεν αλλάζει την υφιστάμενη ισορροπία ανάμεσα στο δικαίωμα του ατόμου στην ιδιωτική ζωή και τη δυνατότητα των κρατών μελών να θεσπίζουν μέτρα όπως αυτά που αναφέρονται στο άρθρο 15 παράγραφος 1 της παρούσας οδηγίας, εφόσον είναι αναγκαία για την προστασία της δημόσιας ασφάλειας, της εθνικής άμυνας, της ασφάλειας του κράτους (περιλαμβανομένης της οικονομικής ευημερίας του κράτους εφόσον οι δραστηριότητες συνδέονται με θέματα ασφάλειας του κράτους) και την εφαρμογή του ποινικού δικαίου. Ως εκ τούτου, η παρούσα οδηγία δεν θίγει τη δυνατότητα των κρατών μελών να προβαίνουν σε νόμιμη παρακολούθηση των ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή να λαμβάνουν άλλα μέτρα, όταν αυτό είναι αναγκαίο, για οποιονδήποτε από τους προαναφερόμενους σκοπούς και σύμφωνα με την ευρωπαϊκή σύμβαση για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών [, η οποία υπεγράφη στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950], όπως ερμηνεύθηκε από τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Τα μέτρα αυτά πρέπει να είναι κατάλληλα, αυστηρώς ανάλογα των προς επίτευξη σκοπών και αναγκαία στα πλαίσια μιας δημοκρατικής κοινωνίας και θα πρέπει επίσης να υπόκεινται σε επαρκείς διασφαλίσεις σύμφωνα με την ευρωπαϊκή σύμβαση για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών.»

4        Κατά το άρθρο 2 της οδηγίας, το οποίο επιγράφεται «Ορισμοί»:

«Εκτός αν άλλως ορίζεται, ισχύουν οι ορισμοί που περιλαμβάνονται στην οδηγία [95/46] και την οδηγία 2002/21/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, σχετικά με κοινό κανονιστικό πλαίσιο για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία πλαίσιο) [(ΕΕ 2002, L 108, σ. 33)].

Επίσης, ισχύουν και οι ακόλουθοι ορισμοί, βάσει των οποίων νοούνται ως:

α)      “χρήστης”, κάθε φυσικό πρόσωπο που χρησιμοποιεί διαθέσιμη στο κοινό υπηρεσία ηλεκτρονικών επικοινωνιών, για προσωπικούς ή επαγγελματικούς σκοπούς, χωρίς να είναι απαραίτητα συνδρομητής της εν λόγω υπηρεσίας·

β)      “δεδομένα κίνησης”, τα δεδομένα που υποβάλλονται σε επεξεργασία για τους σκοπούς της διαβίβασης μιας επικοινωνίας σε δίκτυο ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή της χρέωσής της·

γ)      “δεδομένα θέσης”, τα δεδομένα που υποβάλλονται σε επεξεργασία σε δίκτυο ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή από υπηρεσία ηλεκτρονικών επικοινωνιών και που υποδεικνύουν τη γεωγραφική θέση του τερματικού εξοπλισμού του χρήστη μιας διαθέσιμης στο κοινό υπηρεσίας ηλεκτρονικών επικοινωνιών·

δ)      “ανακοίνωση”: κάθε πληροφορία που ανταλλάσσεται ή διαβιβάζεται μεταξύ ενός πεπερασμένου αριθμού μερών, μέσω μιας διαθέσιμης στο κοινό υπηρεσίας ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Δεν περιλαμβάνονται πληροφορίες που διαβιβάζονται ως τμήμα ραδιοτηλεοπτικών υπηρεσιών στο κοινό μέσω δικτύου ηλεκτρονικών επικοινωνιών, εκτός από τις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι πληροφορίες μπορούν να αφορούν αναγνωρίσιμο συνδρομητή ή χρήστη που τις λαμβάνει·

[…]».

5        Το άρθρο 5 της οδηγίας, το οποίο επιγράφεται «Απόρρητο των επικοινωνιών», προβλέπει τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη κατοχυρώνουν, μέσω της εθνικής νομοθεσίας, το απόρρητο των επικοινωνιών που διενεργούνται μέσω δημόσιου δικτύου επικοινωνιών και των διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, καθώς και των συναφών δεδομένων κίνησης. Ειδικότερα, απαγορεύουν την ακρόαση, υποκλοπή, αποθήκευση ή άλλο είδος παρακολούθησης ή επιτήρησης των επικοινωνιών και των συναφών δεδομένων κίνησης από πρόσωπα πλην των χρηστών, χωρίς τη συγκατάθεση των ενδιαφερομένων χρηστών, εκτός αν υπάρχει σχετική νόμιμη άδεια, σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 1. Η παρούσα παράγραφος δεν εμποδίζει την τεχνική αποθήκευση, η οποία είναι αναγκαία για τη διαβίβαση επικοινωνίας, με την επιφύλαξη της αρχής του απορρήτου.

[…]

3.      Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η αποθήκευση πληροφοριών ή η απόκτηση πρόσβασης σε ήδη αποθηκευμένες πληροφορίες στον τερματικό εξοπλισμό συνδρομητή ή χρήστη επιτρέπεται μόνον εάν ο συγκεκριμένος συνδρομητής ή χρήστης έχει δώσει τη συγκατάθεσή του με βάση σαφείς και εκτενείς πληροφορίες σύμφωνα με την οδηγία [95/46], μεταξύ άλλων για το σκοπό της επεξεργασίας. Τούτο δεν εμποδίζει οιαδήποτε τεχνικής φύσεως αποθήκευση ή πρόσβαση, αποκλειστικός σκοπός της οποίας είναι η διενέργεια της διαβίβασης μιας επικοινωνίας μέσω δικτύου ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή που είναι απολύτως αναγκαία για να μπορεί ο πάροχος υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας την οποία έχει ζητήσει ρητά ο συνδρομητής ή ο χρήστης να παρέχει τη συγκεκριμένη υπηρεσία.»

6        Το άρθρο 6 της οδηγίας, το οποίο επιγράφεται «Δεδομένα κίνησης», ορίζει τα εξής:

«1.      Τα δεδομένα κίνησης που αφορούν συνδρομητές και χρήστες, τα οποία υποβάλλονται σε επεξεργασία και αποθηκεύονται από τον πάροχο δημόσιου δικτύου ή διαθέσιμης στο κοινό υπηρεσίας ηλεκτρονικών επικοινωνιών, πρέπει να απαλείφονται ή να καθίστανται ανώνυμα όταν δεν είναι πλέον απαραίτητα για το σκοπό της μετάδοσης μιας επικοινωνίας, με την επιφύλαξη των παραγράφων 2, 3 και 5 του παρόντος άρθρου και του άρθρου 15 παράγραφος 1.

2.      Τα δεδομένα κίνησης που είναι απαραίτητα για τη χρέωση των συνδρομητών και την πληρωμή των διασυνδέσεων μπορούν να υποβάλλονται σε επεξεργασία. Η επεξεργασία αυτή επιτρέπεται μόνον έως το τέλος της χρονικής περιόδου εντός της οποίας δύναται να αμφισβητείται νομίμως ο λογαριασμός ή να επιδιώκεται η πληρωμή.

3.      Για την εμπορική προώθηση των υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή για την παροχή υπηρεσιών προστιθέμενης αξίας, ο πάροχος διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών μπορεί να επεξεργάζεται τα δεδομένα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στην απαιτούμενη έκταση και για την απαιτούμενη διάρκεια για αυτή την υπηρεσία ή την εμπορική προώθηση, εφόσον ο συνδρομητής ή ο χρήστης τον οποίο αφορούν δίδει προηγουμένως τη συγκατάθεσή του. Στους χρήστες ή συνδρομητές πρέπει να δίνεται η δυνατότητα να ανακαλούν οποτεδήποτε τη συγκατάθεσή τους για την επεξεργασία των δεδομένων κίνησης.

[…]

5.      Η επεξεργασία των δεδομένων κίνησης, σύμφωνα με τις παραγράφους 1, 2, 3 και 4, πρέπει να περιορίζεται σε πρόσωπα τα οποία ενεργούν υπό την εποπτεία του φορέα παροχής του δημοσίου δικτύου και της διαθέσιμης στο κοινό υπηρεσίας ηλεκτρονικών επικοινωνιών και ασχολούνται με τη διαχείριση της χρέωσης ή της κίνησης, τις απαντήσεις σε ερωτήσεις πελατών, την ανίχνευση της απάτης, την εμπορική προώθηση των υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή την παροχή υπηρεσίας προστιθέμενης αξίας, και πρέπει να περιορίζεται στα απολύτως αναγκαία για την εξυπηρέτηση των σκοπών αυτών.

[…]»

7        Το άρθρο 9 της οδηγίας 2002/58, το οποίο επιγράφεται «Δεδομένα θέσης εκτός των δεδομένων κίνησης», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Στις περιπτώσεις όπου δεδομένα θέσης εκτός των δεδομένων κίνησης, που αφορούν τους χρήστες ή συνδρομητές δικτύων ή διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, είναι δυνατό να υποστούν επεξεργασία, η επεξεργασία αυτή επιτρέπεται μόνον όταν αυτά καθίστανται ανώνυμα ή με τη ρητή συγκατάθεση των χρηστών ή συνδρομητών στην απαιτούμενη έκταση και για την απαιτούμενη διάρκεια για την παροχή μιας υπηρεσίας προστιθέμενης αξίας. Ο φορέας παροχής υπηρεσιών είναι υποχρεωμένος να ενημερώνει τους χρήστες ή συνδρομητές, προτού δώσουν τη συγκατάθεσή τους, σχετικά με τον τύπο των δεδομένων θέσης εκτός των δεδομένων κυκλοφορίας που υποβάλλονται σε επεξεργασία, τους σκοπούς και τη διάρκεια της εν λόγω επεξεργασίας, καθώς και το ενδεχόμενο μετάδοσής τους σε τρίτους για το σκοπό παροχής της υπηρεσίας προστιθέμενης αξίας. […]»

8        Το άρθρο 15 της οδηγίας, το οποίο επιγράφεται «Εφαρμογή ορισμένων διατάξεων της οδηγίας [95/46]», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Τα κράτη μέλη δύνανται να λαμβάνουν νομοθετικά μέτρα για να περιορίζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 5 και 6, στο άρθρο 8 παράγραφοι 1 έως 4 και στο άρθρο 9 της παρούσας οδηγίας, εφόσον ο περιορισμός αυτός αποτελεί αναγκαίο, κατάλληλο και ανάλογο μέτρο σε μια δημοκρατική κοινωνία για τη διαφύλαξη της εθνικής ασφάλειας (δηλαδή της ασφάλειας του κράτους), της εθνικής άμυνας, της δημόσιας ασφάλειας, και για την πρόληψη, διερεύνηση, διαπίστωση και δίωξη ποινικών αδικημάτων ή της άνευ αδείας χρησιμοποίησης του συστήματος ηλεκτρονικών επικοινωνιών, όπως προβλέπεται στο άρθρο 13 παράγραφος 1 της οδηγίας [95/46]. Για το σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη δύνανται, μεταξύ άλλων, να λαμβάνουν νομοθετικά μέτρα που θα προβλέπουν τη φύλαξη δεδομένων για ορισμένο χρονικό διάστημα για τους λόγους που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο. Όλα τα μέτρα που προβλέπονται στην παρούσα παράγραφο είναι σύμφωνα με τις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου, συμπεριλαμβανομένων αυτών που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφοι 1 και 2 της [ΣΕΕ].»

 Το ιταλικό δίκαιο

 Το νομοθετικό διάταγμα 196/2003

9        Το άρθρο 132, παράγραφος 3, του decreto legislativo n. 196 – Codice in materia di protezione dei dati personali, recante disposizioni per l’adeguamento dell’ordinamento nazionale al regolamento (UE) n. 2016/679 del Parlamento europeo e del Consiglio, del 27 aprile 2016, relativo alla protezione delle persone fisiche con riguardo al trattamento dei dati personali, nonché alla libera circolazione di tali dati e che abroga la direttiva 95/46/CE [νομοθετικού διατάγματος 196, περί θεσπίσεως κώδικα στον τομέα της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, περί διατάξεων προσαρμογής του εθνικού δικαίου στον κανονισμό (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27 Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ], της 30ής Ιουνίου 2003 (τακτικό συμπλήρωμα στην GURI αριθ. 174, της 29ης Ιουλίου 2003), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: νομοθετικό διάταγμα 196/2003), προβλέπει τα εξής:

«Εντός της προβλεπόμενης από τον νόμο προθεσμίας διατήρησης των δεδομένων, εάν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την τέλεση ποινικών αδικημάτων για τα οποία ο νόμος προβλέπει την ποινή της ισόβιας κάθειρξης ή στερητική της ελευθερίας ποινή μέγιστης διάρκειας τουλάχιστον 3 ετών, η οποία καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 4 του [codice di procedura penale (Κώδικα Ποινικής Δικονομίας)], καθώς και για την τέλεση των αδικημάτων της απειλής και της παρενόχλησης προσώπων μέσω τηλεφώνου, όταν η απειλή και η παρενόχληση είναι σοβαρές, μπορεί να παρασχεθεί πρόσβαση στα δεδομένα, εφόσον ασκούν επιρροή στη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών, μετά από άδεια του δικαστηρίου η οποία χορηγείται με αιτιολογημένη διάταξη, κατόπιν αίτησης της εισαγγελικής αρχής ή του συνηγόρου υπεράσπισης του κατηγορουμένου, του προσώπου σε βάρος του οποίου διεξάγεται έρευνα, του ζημιωθέντος και των άλλων εμπλεκομένων ιδιωτών.»

10      Η παράγραφος 3bis του εν λόγω άρθρου ορίζει τα εξής:

«Όταν συντρέχουν λόγοι επείγοντος και πιθανολογείται βασίμως ότι η καθυστέρηση μπορεί να υπονομεύσει σοβαρά την έρευνα, η εισαγγελική αρχή διατάσσει τη συλλογή δεδομένων με αιτιολογημένη διάταξη, η οποία κοινοποιείται αμέσως και, εν πάση περιπτώσει, το αργότερο εντός 48 ωρών στον δικαστή που είναι αρμόδιος για τη χορήγηση της άδειας κατά την τακτική διαδικασία. Εντός των επομένων 48 ωρών, ο δικαστής αποφασίζει με αιτιολογημένη διάταξη για την επικύρωση του ληφθέντος μέτρου.»

11      Τέλος, κατά την παραγράφω 3quater του ίδιου άρθρου, «[τ]α δεδομένα που συλλέγονται κατά παράβαση των διατάξεων των παραγράφων 3 και 3bis δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν».

 Ο Ποινικός Κώδικας

12      Το άρθρο 624 του codice penale (Ποινικού Κώδικα) ορίζει τα εξής:

«Όποιος ιδιοποιείται κινητό περιουσιακό στοιχείο τρίτου, αφαιρώντας το από τον κάτοχό του, με σκοπό να αποκομίσει ίδιο όφελος ή να ωφελήσει τρίτο, τιμωρείται με στερητική της ελευθερίας ποινή έξι μηνών έως τριών ετών και με χρηματική ποινή ύψους 154 έως 516 ευρώ.

[…]

Το αδίκημα διώκεται κατ’ έγκληση του παθόντος, εκτός εάν πληρούνται μία ή περισσότερες από τις προϋποθέσεις του άρθρου 61, παράγραφος 7, και του άρθρου 625.»

13      Το άρθρο 625, πρώτο εδάφιο, του Ποινικού Κώδικα, το οποίο επιγράφεται «Επιβαρυντικές περιστάσεις», προβλέπει τα εξής:

«Η πράξη του άρθρου 624 τιμωρείται με στερητική της ελευθερίας ποινή δύο έως έξι ετών και με χρηματική ποινή ύψους 927 έως 1 500 ευρώ:

[…]

2)      εάν ο δράστης ασκεί βία κατά της ιδιοκτησίας ή μετέρχεται οποιουδήποτε δόλιου μέσου·

3)      εάν ο δράστης φέρει όπλα ή ναρκωτικές ουσίες, χωρίς να τα χρησιμοποιεί·

4)      εάν πρόκειται για λαθροχειρία·

5)      εάν η πράξη τελείται από τρία ή περισσότερα πρόσωπα, ή ακόμη και από ένα μόνο πρόσωπο, το οποίο παριστάνει τον δημόσιο λειτουργό ή πρόσωπο που ασκεί δημόσιο λειτούργημα·

6)      εάν η πράξη αφορά αποσκευές ταξιδιωτών σε οχήματα κάθε είδους, σε σταθμούς, αεροδρόμια ή αποβάθρες, σε ξενοδοχεία ή καταστήματα πώλησης τροφίμων ή ποτών·

7)      εάν η πράξη αφορά περιουσιακά στοιχεία που βρίσκονται σε δημόσιες υπηρεσίες ή εγκαταστάσεις ή έχουν δημευθεί ή κατασχεθεί ή είναι εκτεθειμένα λόγω ανάγκης ή εθίμου ή δημόσιας πίστης ή προορίζονται για δημόσια ή κοινωφελή χρήση, άμυνα ή θρησκευτική λατρεία·

7bis) εάν η πράξη αφορά μεταλλικά στοιχεία ή άλλα υλικά που αφαιρούνται από εγκαταστάσεις παροχής ενέργειας, μεταφορικών, τηλεπικοινωνιακών ή άλλων δημόσιων υπηρεσιών και τις οποίες διαχειρίζονται δημόσιοι ή ιδιωτικοί φορείς στο πλαίσιο δημόσιας παραχώρησης·

8)      εάν η πράξη αφορά τρία ή περισσότερα ζώα σε κοπάδι, ή βοοειδή ή ιπποειδή, ακόμη και αν δεν ανήκουν σε κοπάδι·

8bis)      εάν η πράξη τελείται σε δημόσια μέσα μεταφοράς·

8ter)      εάν η πράξη τελείται εις βάρος προσώπου το οποίο χρησιμοποιεί ή έχει μόλις χρησιμοποιήσει τις υπηρεσίες πιστωτικού ιδρύματος, ταχυδρομείου ή αυτόματης ταμειολογιστικής μηχανής.»

 Ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας

14      Σύμφωνα με το άρθρο 4 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, το οποίο επιγράφεται «Κανόνες για τον καθορισμό της αρμοδιότητας»:

«Για τον καθορισμό της αρμοδιότητας λαμβάνεται υπόψη η ποινή που προβλέπει ο νόμος για κάθε τετελεσμένο αδίκημα ή για κάθε απόπειρα τέλεσης αδικήματος. Δεν λαμβάνονται υπόψη η κατ’ εξακολούθηση τέλεση, η υποτροπή και οι περιστάσεις του αδικήματος, εξαιρουμένων των επιβαρυντικών περιστάσεων για τις οποίες ο νόμος προβλέπει διαφορετική ποινή από τη συνήθη που προβλέπεται για το αδίκημα, καθώς και των ειδικών περιστάσεων που επηρεάζουν σημαντικά την επιμέτρηση της ποινής.»

15      Το άρθρο 269, παράγραφος 2, του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προβλέπει τα εξής:

«[…] Οι καταγραφές διατηρούνται έως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης. Ωστόσο, χάριν της προστασίας του απορρήτου, τα ενδιαφερόμενα μέρη δύνανται, εφόσον τα έγγραφα δεν είναι απαραίτητα για τους σκοπούς της διαδικασίας, να ζητήσουν από τον δικαστή που ενέκρινε ή επικύρωσε την παρακολούθηση την καταστροφή των καταγραφών.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

16      Κατόπιν δύο εγκλήσεων που υποβλήθηκαν για κλοπές κινητού τηλεφώνου, οι οποίες τελέστηκαν, αντιστοίχως, στις 27 Οκτωβρίου και στις 20 Νοεμβρίου 2021, η εισαγγελική αρχή άσκησε, κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 624 και 625 του Ποινικού Κώδικα, ισάριθμες ποινικές διώξεις κατά αγνώστων για τα αδικήματα της διακεκριμένης κλοπής.

17      Προκειμένου να ταυτοποιηθούν οι δράστες των εν λόγω κλοπών, η εισαγγελική αρχή ζήτησε, δυνάμει του άρθρου 132, παράγραφος 3, του νομοθετικού διατάγματος 196/2003, στις 7 Δεκεμβρίου και στις 30 Δεκεμβρίου 2021, αντιστοίχως, από τον Giudice delle indagini preliminari presso il Tribunale di Bolzano (αρμόδιο για την προκαταρκτική έρευνα δικαστή του πρωτοδικείου Bolzano), ήτοι το αιτούν δικαστήριο, άδεια να λάβει από το σύνολο των εταιριών τηλεπικοινωνιών τα αρχεία τηλεφωνικών κλήσεων των κλαπέντων τηλεφώνων. Οι αιτήσεις αυτές αφορούσαν «όλα τα δεδομένα που έχουν στην κατοχή τους [οι εταιρίες τηλεφωνίας], με τη μέθοδο εντοπισμού και παρακολούθησης (ειδικότερα, συνδρομητές και, ενδεχομένως, κωδικούς [σχετικά με τη διεθνή ταυτότητα εξοπλισμού κινητής τηλεφωνίας (IMEI)] καλουμένων/καλούντων, μετάβαση και άφιξη σε τοποθεσίες, χρόνο πραγματοποίησης και διάρκεια της κλήσης/σύνδεσης, καθώς και αναφορά των οικείων κυψελών και/ή επαναληπτών, συνδρομητές και κωδικούς IMEI αποστολέων/παραληπτών SMS ή MMS και, όπου είναι δυνατόν, στοιχεία ταυτότητας των οικείων κατόχων) των εισερχόμενων και εξερχόμενων τηλεφωνικών συνομιλιών/επικοινωνιών και συνδέσεων που πραγματοποιήθηκαν, συμπεριλαμβανομένων των κλήσεων περιαγωγής, ακόμη και των κλήσεων χωρίς χρέωση (αναπάντητων κλήσεων) από την ημερομηνία τέλεσης της κλοπής έως την ημερομηνία υποβολής της αίτησης».

18      Το αιτούν δικαστήριο εκφράζει αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα του άρθρου 132, παράγραφος 3, του νομοθετικού διατάγματος 196/2003 με το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58, όπως ερμηνεύτηκε από το Δικαστήριο με την απόφαση της 2ας Μαρτίου 2021, Prokuratuur (Προϋποθέσεις πρόσβασης σε δεδομένα σχετιζόμενα με ηλεκτρονικές επικοινωνίες) (C‑746/18, EU:C:2021:152).

19      Υπενθυμίζει ότι, στη σκέψη 45 της απόφασης αυτής, το Δικαστήριο έκρινε ότι, λαμβανομένων υπόψη της αρχής της αναλογικότητας την οποία προβλέπει το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη και της σοβαρότητας της επέμβασης στα θεμελιώδη δικαιώματα της ιδιωτικής ζωής, της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και της ελευθερίας έκφρασης και πληροφόρησης, όπως αυτά κατοχυρώνονται, αντιστοίχως, στα άρθρα 7, 8 και 11 του Χάρτη, εθνικές διατάξεις που επιτρέπουν την πρόσβαση δημοσίων αρχών σε αρχεία τηλεφωνικών κλήσεων, στα οποία περιλαμβάνεται ένα σύνολο δεδομένων κίνησης ή δεδομένων θέσης από τα οποία μπορούν να συναχθούν ακριβή συμπεράσματα σχετικά με την ιδιωτική ζωή του οικείου χρήστη, δεν μπορούν να δικαιολογηθούν παρά μόνον εάν αποσκοπούν στη δίωξη σοβαρών αδικημάτων, όπως οι σοβαρές απειλές για τη δημόσια ασφάλεια, η οποία νοείται ως ασφάλεια του κράτους, και άλλων μορφών βαριάς εγκληματικότητας.

20      Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, με την απόφαση αριθ. 33116 της 7ης Σεπτεμβρίου 2021, το Corte suprema di cassazione (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Ιταλία) έκρινε ότι, λαμβανομένου υπόψη του περιθωρίου ερμηνείας όσον αφορά τον προσδιορισμό των αδικημάτων που συνιστούν σοβαρές απειλές για τη δημόσια ασφάλεια ή άλλες μορφές βαριάς εγκληματικότητας κατά την έννοια της νομολογίας του Δικαστηρίου, η νομολογία αυτή δεν έχει τα χαρακτηριστικά που απαιτούνται ώστε να μπορεί να εφαρμοστεί άμεσα από τα εθνικά δικαστήρια. Για τον λόγο αυτόν, ο Ιταλός νομοθέτης τροποποίησε το άρθρο 132, παράγραφος 3, του νομοθετικού διατάγματος 196/2003, προκειμένου να τυποποιήσει ως σοβαρά αδικήματα, ως προς τα οποία μπορούν να ληφθούν αρχεία τηλεφωνικών κλήσεων, τα αδικήματα που τιμωρούνται από τον νόμο με στερητική της ελευθερίας ποινή μέγιστης διάρκειας «τουλάχιστον τριών ετών».

21      Κατά το αιτούν δικαστήριο, λόγω του ορίου αυτού των τριών ετών, πέραν του οποίου η επαπειλούμενη για ορισμένο αδίκημα μέγιστη στερητική της ελευθερίας ποινή μπορεί να δικαιολογήσει την κοινοποίηση αρχείων τηλεφωνικών κλήσεων στις δημόσιες αρχές, τα αρχεία αυτά να μπορούν να κοινοποιούνται στις εν λόγω αρχές για τη δίωξη αδικημάτων ήσσονος κοινωνικής απαξίας, τα οποία τιμωρούνται μόνον κατόπιν εγκλήσεως ιδιώτη, ιδίως δε κλοπών πραγμάτων ευτελούς αξίας, όπως οι κλοπές κινητού τηλεφώνου ή ποδηλάτου.  

22      Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η επίμαχη εθνική διάταξη παραβιάζει, κατ’ αυτόν τον τρόπο, την αρχή της αναλογικότητας, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, κατά την οποία η σοβαρότητα του διωκόμενου αδικήματος πρέπει να σταθμίζεται με τα θεμελιώδη δικαιώματα που θίγονται για τους σκοπούς της δίωξής του. Κατά τη γνώμη του αιτούντος δικαστηρίου, η αρχή αυτή δεν μπορεί να δικαιολογήσει προσβολή των κατοχυρούμενων στα άρθρα 7, 8 και 11 του Χάρτη θεμελιωδών δικαιωμάτων για τους σκοπούς της δίωξης αδικήματος όπως η κλοπή.

23      Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι τα ιταλικά δικαστήρια διαθέτουν πολύ περιορισμένο περιθώριο να αρνηθούν τη χορήγηση άδειας πρόσβασης σε αρχεία τηλεφωνικών κλήσεων, δεδομένου ότι, δυνάμει της επίμαχης διάταξης, η άδεια αυτή πρέπει να χορηγείται εφόσον υπάρχουν «επαρκείς ενδείξεις για την τέλεση αδικήματος» και τα ζητούμενα στοιχεία είναι «κρίσιμα για τη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών». Επομένως, τα ιταλικά δικαστήρια δεν διαθέτουν κανένα περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά συγκεκριμένα τη βαρύτητα του διερευνώμενου αδικήματος. Πρόκειται για εκτίμηση στην οποία έχει προβεί οριστικώς ο Ιταλός νομοθέτης καθ’ ο μέρος προέβλεψε ότι η άδεια πρόσβασης σε δεδομένα πρέπει να χορηγείται, μεταξύ άλλων, για το σύνολο των αδικημάτων που τιμωρούνται με στερητική της ελευθερίας ποινή μέγιστης διάρκειας τουλάχιστον τριών ετών.

24      Υπό τις συνθήκες αυτές, ο Giudice delle indagini preliminari presso il Tribunale di Bolzano (αρμόδιος για την προκαταρκτική έρευνα δικαστής του πρωτοδικείου Bolzano) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Αντιτίθεται το άρθρο 15, παράγραφος 1, της [οδηγίας 2002/58] σε εθνική ρύθμιση όπως το [άρθρο 132, παράγραφος 3, του νομοθετικού διατάγματος 196/2003] το οποίο, ορίζει τα εξής:

“3. Εντός της προβλεπόμενης από τον νόμο προθεσμίας διατήρησης των δεδομένων, εάν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την τέλεση ποινικών αδικημάτων για τα οποία ο νόμος προβλέπει την ποινή της ισόβιας κάθειρξης ή στερητική της ελευθερίας ποινή μέγιστης διάρκειας τουλάχιστον 3 ετών, η οποία καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 4 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, καθώς και για την τέλεση των αδικημάτων της απειλής και της παρενόχλησης προσώπων μέσω τηλεφώνου, όταν η απειλή και η παρενόχληση είναι σοβαρές, μπορεί να παρασχεθεί πρόσβαση στα δεδομένα, εφόσον ασκούν επιρροή στη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών, μετά από άδεια του δικαστηρίου η οποία χορηγείται με αιτιολογημένη διάταξη, κατόπιν αίτησης της εισαγγελικής αρχής ή του συνηγόρου υπεράσπισης του κατηγορουμένου, του προσώπου σε βάρος του οποίου διεξάγεται έρευνα, του ζημιωθέντος και των άλλων εμπλεκομένων ιδιωτών”;»

 Επί του παραδεκτού της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως

25      Η Ιταλική Κυβέρνηση και η Ιρλανδία υποστηρίζουν ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι εν μέρει απαράδεκτη. Επισημαίνουν ότι οι αιτήσεις πρόσβασης στα δεδομένα που διατηρούν οι πάροχοι υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών υποβλήθηκαν από την εισαγγελική αρχή, βάσει του άρθρου 132, παράγραφος 3, του νομοθετικού διατάγματος 196/2003, με σκοπό τη δίωξη των αδικημάτων της διακεκριμένης κλοπής κινητού τηλεφώνου. Εντούτοις, με το προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί επίσης από το Δικαστήριο να διευκρινίσει εάν το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58 αντιτίθεται σε εθνική διάταξη η οποία επιτρέπει την παροχή πρόσβασης σε δεδομένα διατηρούμενα από τους παρόχους υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών για τη δίωξη άλλων αδικημάτων του άρθρου 132, παράγραφος 3, του νομοθετικού διατάγματος 196/2003 διαφορετικών από τα επίμαχα στην κύρια δίκη, όπως η απλή κλοπή ή η σοβαρή παρενόχληση μέσω τηλεφώνου. Ως εκ τούτου, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως έχει, κατ’ αυτές, υποθετικό χαρακτήρα όσον αφορά τα λοιπά αυτά αδικήματα.

26      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο της συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων την οποία καθιερώνει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, απόκειται αποκλειστικώς στο εθνικό δικαστήριο, το οποίο έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη της εκδοθησόμενης δικαστικής αποφάσεως, να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες της υποθέσεως, τόσο την αναγκαιότητα της προδικαστικής αποφάσεως για την έκδοση της δικής του αποφάσεως όσο και τη λυσιτέλεια των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Συνεπώς, καθόσον τα υποβληθέντα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο υποχρεούται, καταρχήν, να αποφανθεί επ’ αυτών [απόφαση της 21ης Μαρτίου 2023, Mercedes-Benz Group (Ευθύνη κατασκευαστών οχημάτων εξοπλισμένων με συστήματα αναστολής), C‑100/21, EU:C:2023:229, σκέψη 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

27      Ως εκ τούτου, συντρέχει τεκμήριο λυσιτέλειας για τα ερωτήματα που αφορούν το δίκαιο της Ένωσης. Το Δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί να αποφανθεί επί προδικαστικού ερωτήματος που έχει υποβάλει εθνικό δικαστήριο μόνον όταν είναι πρόδηλο ότι η ζητούμενη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ουδεμία σχέση έχει με το υποστατό ή με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή, ακόμη, όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί [απόφαση της 21ης Μαρτίου 2023, Mercedes-Benz Group (Ευθύνη κατασκευαστών οχημάτων εξοπλισμένων με συστήματα αναστολής), C‑100/21, EU:C:2023:229, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

28      Το προδικαστικό ερώτημα, στον βαθμό που παραθέτει αυτούσιο το άρθρο 132, παράγραφος 3, του νομοθετικού διατάγματος 196/2003, ακόμη και αν δεν διακρίνει τα είδη αδικημάτων στα οποία εφαρμόζεται η διάταξη αυτή, καλύπτει κατ’ ανάγκην τα αδικήματα της διακεκριμένης κλοπής σε σχέση με τα οποία είχαν υποβληθεί στην υπόθεση της κύριας δίκης οι αιτήσεις πρόσβασης στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα.

29      Επομένως, το προδικαστικό ερώτημα δεν έχει υποθετικό χαρακτήρα και είναι, ως εκ τούτου, παραδεκτό.

 Επί του προδικαστικού ερωτήματος

30      Όπως επισήμανε η Γαλλική Κυβέρνηση με τις γραπτές παρατηρήσεις της, με το προδικαστικό ερώτημα, όπως αυτό έχει διατυπωθεί, ζητείται από το Δικαστήριο να αποφανθεί επί της συμβατότητας του άρθρου 132, παράγραφος 3, του νομοθετικού διατάγματος 196/2003 με το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58.

31      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να αποφανθεί ούτε επί της ερμηνείας εθνικών νομοθετικών ή κανονιστικών διατάξεων ούτε επί του ζητήματος κατά πόσον τέτοιες διατάξεις συμβιβάζονται με το δίκαιο της Ένωσης. Συγκεκριμένα, κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο προδικαστικής παραπομπής δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, το Δικαστήριο μπορεί μόνο να ερμηνεύσει το δίκαιο της Ένωσης εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων που έχουν απονεμηθεί στην Ένωση [απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2023, Getin Noble Bank (Προθεσμία παραγραφής των αξιώσεων επιστροφής), C‑28/22, EU:C:2023:992, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

32      Τούτου δοθέντος, όπως προκύπτει από πάγια νομολογία, όταν τα υποβαλλόμενα ερωτήματα έχουν διατυπωθεί κατά τρόπο αδόκιμο ή υπερβαίνουν το πλαίσιο των καθηκόντων που ανατίθενται στο Δικαστήριο από το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, εναπόκειται στο Δικαστήριο να συναγάγει από το σύνολο των στοιχείων που του παρέχει το εθνικό δικαστήριο, και κυρίως από την αιτιολογία της αποφάσεως περί παραπομπής, εκείνα τα στοιχεία του ενωσιακού δικαίου τα οποία χρήζουν ερμηνείας λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της διαφοράς. Υπό την οπτική αυτή, το Δικαστήριο μπορεί, εάν παρίσταται ανάγκη, να αναδιατυπώσει τα προδικαστικά ερωτήματα τα οποία έχουν υποβληθεί ενώπιόν του (απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2023, Sparkasse Südpfalz, C‑206/22, EU:C:2023:984, σκέψη 20 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

33      Επιπλέον, το Δικαστήριο μπορεί να χρειαστεί να λάβει υπόψη του κανόνες του δικαίου της Ένωσης στους οποίους το εθνικό δικαστήριο δεν αναφέρθηκε διατυπώνοντας το ερώτημά του (απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 2022, Harman International Industries, C‑175/21, EU:C:2022:895, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

34      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με το προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των άρθρων 7, 8 και 11 καθώς και του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική διάταξη κατά την οποία, στο πλαίσιο προηγούμενου ελέγχου διενεργούμενου κατόπιν της υποβολής από αρμόδια εθνική αρχή, πλαίσιο ποινικής έρευνας, αιτιολογημένης αίτησης πρόσβασης σε σύνολο δεδομένων κίνησης ή δεδομένων θέσης που διατηρούν οι πάροχοι υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, βάσει των οποίων μπορούν να συναχθούν ακριβή συμπεράσματα σχετικά με την ιδιωτική ζωή χρήστη μέσου ηλεκτρονικής επικοινωνίας, ο εθνικός δικαστής υποχρεούται να επιτρέψει την πρόσβαση όταν αυτή ζητείται για τη διερεύνηση αδικημάτων τα οποία τιμωρούνται, κατά το εθνικό δίκαιο, με στερητική της ελευθερίας ποινή μέγιστης διάρκειας τουλάχιστον τριών ετών, υπό την προϋπόθεση ότι υφίστανται επαρκείς ενδείξεις για την τέλεση των εν λόγω αδικημάτων και ότι τα οικεία δεδομένα είναι κρίσιμα για τη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών.

35      Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι, όσον αφορά τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες επιτρέπεται στις δημόσιες αρχές η πρόσβαση σε δεδομένα κίνησης και σε δεδομένα θέσης τα οποία διατηρούνται από τους παρόχους υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, για λόγους πρόληψης, διερεύνησης, διαπίστωσης και δίωξης ποινικών αδικημάτων, κατ’ εφαρμογήν νομοθετικού μέτρου ληφθέντος βάσει του άρθρου 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι τέτοια πρόσβαση μπορεί να παρασχεθεί μόνον εφόσον τα δεδομένα έχουν διατηρηθεί από τους παρόχους κατά τρόπο σύμφωνο με την εν λόγω οδηγία [πρβλ. σημερινή απόφαση, La Quadrature du Net κ.λπ. (Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και καταπολέμηση της παραποίησης/απομίμησης), C‑470/21, σκέψη 65 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία]. Το Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει ότι το εν λόγω άρθρο 15, παράγραφος 1, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των άρθρων 7, 8 και 11 καθώς και του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, αντιτίθεται σε νομοθετικά μέτρα τα οποία προβλέπουν, για τους σκοπούς αυτούς, προληπτικώς, τη γενικευμένη και χωρίς διάκριση διατήρηση των δεδομένων κίνησης και των δεδομένων θέσης [απόφαση της 2ας Μαρτίου 2021, Prokuratuur (Προϋποθέσεις πρόσβασης σε δεδομένα σχετιζόμενα με ηλεκτρονικές επικοινωνίες), C‑746/18, EU:C:2021:152, σκέψη 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

36      Υπενθυμίζεται, ακόμη, ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, μόνον οι σκοποί της καταπολέμησης της βαριάς εγκληματικότητας ή της πρόληψης σοβαρών απειλών για τη δημόσια ασφάλεια είναι ικανοί να δικαιολογήσουν σοβαρή επέμβαση στα κατοχυρούμενα στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη θεμελιώδη δικαιώματα ως εκ της πρόσβασης των δημοσίων αρχών σε σύνολο δεδομένων κίνησης ή δεδομένων θέσης από τα οποία μπορούν να αντληθούν πληροφορίες σχετικά με τις επικοινωνίες που πραγματοποίησε χρήστης μέσου ηλεκτρονικής επικοινωνίας ή σχετικά με τον γεωγραφικό εντοπισμό του χρησιμοποιούμενου τερματικού εξοπλισμού καθώς και ακριβή συμπεράσματα σχετικά με την ιδιωτική ζωή των οικείων προσώπων, χωρίς η πρόσβαση αυτή να μπορεί, βάσει άλλων παραμέτρων που αφορούν τον αναλογικό χαρακτήρα της αίτησης πρόσβασης, όπως είναι η διάρκεια του χρονικού διαστήματος για το οποίο ζητείται η πρόσβαση στα δεδομένα, να δικαιολογηθεί από τον σκοπό της πρόληψης, της διερεύνησης, της διαπίστωσης και της δίωξης των ποινικών αδικημάτων εν γένει [πρβλ. απόφαση της 2ας Μαρτίου 2021, Prokuratuur (Προϋποθέσεις πρόσβασης σε δεδομένα σχετιζόμενα με ηλεκτρονικές επικοινωνίες), C‑746/18, EU:C:2021:152, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

37      Με το προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί εάν μπορεί να επιτραπεί μια τέτοια σοβαρή επέμβαση για αδικήματα όπως αυτά τα οποία αφορά η επίμαχη στη διαφορά της κύριας δίκης εθνική ρύθμιση.

38      Όσον αφορά κατ’ αρχάς τον χαρακτηρισμό πρόσβασης όπως η επίμαχη στη διαφορά της κύρια δίκης ως σοβαρής προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται από τα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη, επισημαίνεται ότι, προκειμένου να ταυτοποιηθούν οι δράστες των φερόμενων αδικημάτων κλοπής τα οποία αφορά η υπόθεση της κύριας δίκης, η εισαγγελική αρχή ζήτησε από το αιτούν δικαστήριο, βάσει του άρθρου 132, παράγραφος 3, του νομοθετικού διατάγματος 196/2003, για κάθε ένα από τα επίμαχα κινητά τηλέφωνα, άδεια πρόσβασης στο σύνολο των δεδομένων που είχαν στην κατοχή τους οι εταιρίες τηλεφωνίας με τη μέθοδο του εντοπισμού και της παρακολούθησης των τηλεφωνικών συνομιλιών/επικοινωνιών και των συνδέσεων που πραγματοποιήθηκαν με τα τηλέφωνα αυτά. Οι αιτήσεις αυτές αφορούσαν, ειδικότερα, τους συνδρομητές καθώς και τους κωδικούς IMEI των συσκευών από και προς τις οποίες πραγματοποιούνταν οι κλήσεις, τη μετάβαση και την άφιξη σε τοποθεσίες, τον χρόνο πραγματοποίησης και τη διάρκεια των κλήσεων και των συνδέσεων, αναφορά των κυψελών και/ή των αναμεταδοτών, καθώς και τους συνδρομητές και τους κωδικούς IMEI των συσκευών από και προς τις οποίες εστάλησαν SMS ή MMS.

39      Η πρόσβαση σε ένα τέτοιο σύνολο δεδομένων κίνησης ή δεδομένων θέσης φαίνεται ότι παρέχει τη δυνατότητα να συναχθούν ακριβή συμπεράσματα σε σχέση με την ιδιωτική ζωή των προσώπων των οποίων τα δεδομένα έχουν διατηρηθεί, όπως είναι οι καθημερινές συνήθειες, οι μόνιμοι ή προσωρινοί τόποι διαμονής, οι καθημερινές και άλλες μετακινήσεις, οι ασκούμενες δραστηριότητες, οι κοινωνικές σχέσεις των προσώπων αυτών και τα κοινωνικά περιβάλλοντα στα οποία τα πρόσωπα αυτά συχνάζουν [πρβλ. απόφαση της 2ας Μαρτίου 2021, Prokuratuur (Προϋποθέσεις πρόσβασης σε δεδομένα σχετιζόμενα με ηλεκτρονικές επικοινωνίες), C‑746/18, EU:C:2021:152, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία]. Επομένως, η επέμβαση στα κατοχυρούμενα στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη θεμελιώδη δικαιώματα, η οποία προκαλείται από την πρόσβαση σε τέτοιου είδους δεδομένα, μπορεί να χαρακτηριστεί ως σοβαρή.

40      Όπως προκύπτει από τη σκέψη 39 της απόφασης της 2ας Μαρτίου 2021, Prokuratuur (Προϋποθέσεις πρόσβασης σε δεδομένα σχετιζόμενα με ηλεκτρονικές επικοινωνίες) (C‑746/18, EU:C:2021:152), η εκτίμηση αυτή δεν αναιρείται για τον λόγο και μόνον ότι οι δύο επίμαχες αιτήσεις πρόσβασης σε δεδομένα κίνησης ή δεδομένα θέσης αφορούσαν σύντομες περιόδους, διάρκειας μικρότερης των δύο μηνών, από την ημερομηνία τέλεσης των φερόμενων αδικημάτων κλοπής κινητών τηλεφώνων έως την ημερομηνία υποβολής των αιτήσεων αυτών, δεδομένου ότι οι αιτήσεις αφορούσαν ένα σύνολο τέτοιων δεδομένων από τα οποία μπορούσαν να συναχθούν ακριβείς πληροφορίες σχετικά με την ιδιωτική ζωή των χρηστών των οικείων κινητών τηλεφώνων.

41      Ομοίως, όσον αφορά τη διαπίστωση σοβαρής επέμβασης στα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη, δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι τα δεδομένα στα οποία είχε ζητήσει πρόσβαση η εισαγγελική αρχή δεν είναι αυτά των ιδιοκτητών των επίμαχων κινητών τηλεφώνων, αλλά εκείνα των προσώπων που είχαν επικοινωνήσει μεταξύ τους χρησιμοποιώντας τα εν λόγω τηλέφωνα μετά τη φερόμενη κλοπή τους. Πράγματι, από το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58 προκύπτει ότι η καταρχήν υποχρέωση διασφάλισης του απορρήτου των ηλεκτρονικών επικοινωνιών που διενεργούνται μέσω δημόσιου δικτύου επικοινωνιών και των διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, καθώς και των συναφών δεδομένων κίνησης, αφορά τις επικοινωνίες που πραγματοποιούνται από χρήστες του δικτύου αυτού. Πλην όμως, το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας ορίζει ως «χρήστη» κάθε φυσικό πρόσωπο που χρησιμοποιεί διαθέσιμη στο κοινό υπηρεσία ηλεκτρονικών επικοινωνιών, για προσωπικούς ή επαγγελματικούς σκοπούς, χωρίς να είναι απαραίτητα συνδρομητής της εν λόγω υπηρεσίας.

42      Κατά συνέπεια, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που μνημονεύεται στη σκέψη 36 της παρούσας απόφασης, καθόσον οι επεμβάσεις στα θεμελιώδη δικαιώματα που προκαλούνται από την πρόσβαση στα δεδομένα, όπως οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης, μπορούν να θεωρηθούν σοβαρές, δύνανται να δικαιολογηθούν μόνον από τους σκοπούς της καταπολέμησης της βαριάς εγκληματικότητας ή της πρόληψης σοβαρών απειλών για τη δημόσια ασφάλεια.

43      Περαιτέρω, μολονότι εναπόκειται στο εθνικό δίκαιο να καθορίσει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι πάροχοι υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών πρέπει να παρέχουν στις αρμόδιες εθνικές αρχές πρόσβαση στα δεδομένα που έχουν στη διάθεσή τους, εντούτοις, η ρύθμιση αυτή πρέπει να προβλέπει σαφείς και ακριβείς κανόνες όσον αφορά το περιεχόμενο και τους όρους της εν λόγω πρόσβασης. Η τελευταία μπορεί, κατ’ αρχήν, να παρέχεται, όσον αφορά τον σκοπό της καταπολέμησης της εγκληματικότητας, μόνο στα δεδομένα προσώπων για τα οποία υπάρχουν υπόνοιες ότι εμπλέκονται σε σοβαρό αδίκημα. Προκειμένου να διασφαλιστεί, στην πράξη, η πλήρης τήρηση των προϋποθέσεων αυτών, οι οποίες διασφαλίζουν ότι η επέμβαση περιορίζεται στο απολύτως αναγκαίο, είναι ουσιώδες η πρόσβαση των αρμόδιων εθνικών αρχών στα διατηρούμενα δεδομένα να υπόκειται, εκτός από δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις επείγουσας ανάγκης, σε προηγούμενο έλεγχο είτε από δικαστήριο είτε από ανεξάρτητη διοικητική αρχή [πρβλ. απόφαση της 2ας Μαρτίου 2021, Prokuratuur (Προϋποθέσεις πρόσβασης σε δεδομένα σχετιζόμενα με ηλεκτρονικές επικοινωνίες), C‑746/18, EU:C:2021:152, σκέψεις 48 έως 51].

44      Όσον αφορά, τέλος, τον ορισμό της έννοιας του όρου «σοβαρό αδίκημα», από τη νομολογία προκύπτει ότι, εφόσον η Ένωση δεν έχει νομοθετήσει συναφώς, η ποινική νομοθεσία και οι κανόνες της ποινικής δικονομίας εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των κρατών μελών. Ωστόσο, τα κράτη μέλη πρέπει να ασκούν την αρμοδιότητα αυτή τηρώντας το δίκαιο της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2019, Rimšēvičs και ΕΚΤ κατά Λεττονίας, C‑202/18 και C‑238/18, EU:C:2019:139, σκέψη 57 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

45      Συναφώς, σημειώνεται ότι ο ορισμός των ποινικών αδικημάτων, των ελαφρυντικών και επιβαρυντικών περιστάσεων καθώς και των κυρώσεων αντανακλά τόσο την κοινωνική πραγματικότητα όσο και τις νομικές παραδόσεις οι οποίες ποικίλλουν όχι μόνο μεταξύ των κρατών μελών αλλά και διαχρονικά. Συνεπώς, η εν λόγω πραγματικότητα και παραδόσεις έχουν αδιαμφισβήτητη σημασία για τον καθορισμό των αδικημάτων που θεωρούνται σοβαρά.

46      Ως εκ τούτου, λαμβανομένων υπόψη της κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών δυνάμει της Συνθήκης ΛΕΕ και των σημαντικών διαφορών που υφίστανται μεταξύ των νομικών συστημάτων των κρατών μελών στον τομέα του ποινικού δικαίου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι εναπόκειται στα κράτη μέλη να ορίσουν τα «σοβαρά αδικήματα» για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58.

47      Εντούτοις, ο ορισμός των «σοβαρών αδικημάτων» από τα κράτη μέλη πρέπει να συνάδει με τις απαιτήσεις που απορρέουν από το εν λόγω άρθρο 15, παράγραφος 1, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των άρθρων 7, 8 και 11 καθώς και του άρθρου 52 παράγραφος 1, του Χάρτη.

48      Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι καθόσον το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58 επιτρέπει στα κράτη μέλη να θεσπίζουν νομοθετικά μέτρα προκειμένου να «περιορίζουν» τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που προβλέπονται, μεταξύ άλλων, στα άρθρα 5, 6 και 9 της οδηγίας αυτής, όπως εκείνα που απορρέουν από τις αρχές του απορρήτου των επικοινωνιών και της απαγόρευσης αποθήκευσης των σχετικών δεδομένων, η διάταξη αυτή εισάγει εξαίρεση από τον γενικό κανόνα που προβλέπεται ιδίως στα εν λόγω άρθρα 5, 6 και 9 και πρέπει, επομένως, κατά πάγια νομολογία, να ερμηνεύεται στενά. Ως εκ τούτου, μια τέτοια διάταξη δεν μπορεί να δικαιολογήσει το να καταστεί κανόνας η παρέκκλιση από την κατ’ αρχήν υποχρέωση διασφάλισης του απορρήτου των ηλεκτρονικών επικοινωνιών και των συναφών δεδομένων, διαφορετικά το άρθρο 5 της οδηγίας θα καθίστατο σε μεγάλο βαθμό κενό περιεχομένου (πρβλ. απόφαση της 5ης Απριλίου 2022, Commissioner of An Garda Síochána κ.λπ., C‑140/20, EU:C:2022:258, σκέψη 40).

49      Επιπλέον, από το άρθρο 15, παράγραφος 1, τρίτη περίοδος, της οδηγίας 2002/58 προκύπτει ότι τα μέτρα που λαμβάνουν τα κράτη μέλη δυνάμει της διάταξης αυτής πρέπει να τηρούν τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η αρχή της αναλογικότητας, και να διασφαλίζουν τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7, 8 και 11 του Χάρτη. (πρβλ. απόφαση της 5ης Απριλίου 2022, Commissioner of An Garda Síochána κ.λπ. (C‑140/20, EU:C:2022:258, σκέψη 42).

50      Επομένως, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να παραμορφώνουν την έννοια του «σοβαρού αδικήματος» και, κατ’ επέκταση, την έννοια της «βαριάς εγκληματικότητας», περιλαμβάνοντας σε αυτήν, για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58 αδικήματα προδήλως μη σοβαρά υπό το πρίσμα των κοινωνικών συνθηκών που επικρατούν στο οικείο κράτος μέλος, ακόμη και αν ο νομοθέτης του κράτους μέλους αυτού έχει προβλέψει ότι τα αδικήματα αυτά τιμωρούνται με στερητική της ελευθερίας ποινή μέγιστης διάρκειας τριών ετών.

51      Προκειμένου, ακριβώς, να εξακριβωθεί ότι δεν υφίσταται τέτοιου είδους παραμόρφωση, είναι ουσιώδες, όταν η πρόσβαση των αρμόδιων εθνικών αρχών στα διατηρούμενα δεδομένα ενέχει τον κίνδυνο σοβαρής επέμβασης στα θεμελιώδη δικαιώματα του οικείου προσώπου, η πρόσβαση αυτή να υπόκειται σε προηγούμενο έλεγχο είτε από δικαστήριο είτε από ανεξάρτητη διοικητική αρχή [πρβλ. σημερινή απόφαση, La Quadrature du Net κ.λπ. (Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και καταπολέμηση της παραποίησης/απομίμησης), C‑470/21, σκέψεις 124 έως 131].

52      Εν προκειμένω, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι το άρθρο 132, παράγραφος 3, του νομοθετικού διατάγματος 196/2003 καθορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες ο δικαστής ενώπιον του οποίου υποβάλλεται αιτιολογημένη αίτηση δημόσιας αρχής μπορεί να παράσχει πρόσβαση σε δεδομένα που διατηρούν οι πάροχοι ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Η διάταξη αυτή ορίζει τα αδικήματα για τη δίωξη των οποίων μπορεί να παρασχεθεί πρόσβαση σε δεδομένα που διατηρούν οι πάροχοι υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών με αναφορά σε στερητική της ελευθερίας ποινή μέγιστης διάρκειας τουλάχιστον τριών ετών. Εξαρτά την πρόσβαση αυτή από τη διττή προϋπόθεση ότι υφίστανται «επαρκείς ενδείξεις για την τέλεση αδικήματος» και ότι τα εν λόγω δεδομένα είναι «κρίσιμα για τη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών».

53      Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, ωστόσο, εάν ο ορισμός που δίδεται, κατά τη διάταξη αυτή, στα «σοβαρά αδικήματα», για τη δίωξη των οποίων μπορεί να παρασχεθεί πρόσβαση στα δεδομένα, είναι υπερβολικά ευρύς δεδομένου ότι καλύπτει αδικήματα ήσσονος κοινωνικής απαξίας.

54      Συναφώς, επισημαίνεται, πρώτον, ότι ορισμός σύμφωνα με τον οποίο τα «σοβαρά αδικήματα», για τη δίωξη των οποίων μπορεί να παρασχεθεί πρόσβαση, είναι τα αδικήματα για τα οποία η μέγιστη στερητική της ελευθερίας ποινή είναι ίση τουλάχιστον με τη διάρκεια που ορίζει ο νόμος, στηρίζεται σε αντικειμενικό κριτήριο. Τούτο συνάδει προς την απαίτηση η οικεία εθνική ρύθμιση να στηρίζεται σε αντικειμενικά κριτήρια για τον προσδιορισμό των περιπτώσεων και των προϋποθέσεων υπό τις οποίες πρέπει να παρέχεται στις αρμόδιες εθνικές αρχές πρόσβαση στα επίμαχα δεδομένα (απόφαση της 5ης Απριλίου 2022, Commissioner of An Garda Síochána κ.λπ., C‑140/20, EU:C:2022:258, σκέψη 105 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

55      Δεύτερον, από τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 48 της παρούσας απόφασης προκύπτει ότι ο ορισμός που δίδεται, κατά το εθνικό δίκαιο, στα «σοβαρά αδικήματα» ως προς τα οποία μπορεί να επιτραπεί η πρόσβαση στα δεδομένα που διατηρούν οι πάροχοι υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, εκ των οποίων μπορούν να συναχθούν ακριβή συμπεράσματα σχετικά με την ιδιωτική ζωή των οικείων προσώπων, δεν πρέπει να είναι τόσο ευρύς ώστε η πρόσβαση στα δεδομένα αυτά να καθίσταται ο κανόνας και όχι η εξαίρεση. Επομένως, ο ορισμός αυτός δεν μπορεί να καλύπτει τη συντριπτική πλειονότητα των ποινικών αδικημάτων, όπερ θα συνέβαινε εάν το όριο πέραν του οποίου η επαπειλούμενη για ορισμένο αδίκημα μεγίστη στερητική της ελευθερίας ποινή η οποία δικαιολογεί τον χαρακτηρισμό του ως σοβαρού αδικήματος καθοριζόταν σε υπερβολικά χαμηλό επίπεδο.

56      Ωστόσο, δεν φαίνεται να είναι υπερβολικά χαμηλό, στο πλαίσιο αυτό, ένα όριο που καθορίζεται με αναφορά σε στερητική της ελευθερίας ποινή μέγιστης διάρκειας τριών ετών (πρβλ. απόφαση της 21ης Ιουνίου 2022, Ligue des droits homme, C‑817/19, EU:C:2022:491, σκέψη 150).

57      Βεβαίως, εφόσον ο ορισμός των «σοβαρών αδικημάτων», ως προς τα οποία μπορεί να ζητηθεί πρόσβαση στα δεδομένα που διατηρούν οι πάροχοι ηλεκτρονικών επικοινωνιών, καθορίζεται με αναφορά όχι στην ελάχιστη αλλά στη μέγιστη επαπειλούμενη ποινή, δεν αποκλείεται να μπορεί να ζητηθεί πρόσβαση σε δεδομένα, η οποία συνιστά σοβαρή επέμβαση στα θεμελιώδη δικαιώματα, με σκοπό τη δίωξη αδικημάτων που δεν εμπίπτουν, στην πραγματικότητα, στη βαριά εγκληματικότητα (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 21ης Ιουνίου 2022, Ligue des droits homme, C‑817/19, EU:C:2022:491, σκέψη 151).

58      Εντούτοις, δεν είναι κατ’ ανάγκην αντίθετος προς την αρχή της αναλογικότητας ο καθορισμός ορίου πέραν του οποίου η επαπειλούμενη για ορισμένο αδίκημα μεγίστη στερητική της ελευθερίας ποινή δικαιολογεί τον χαρακτηρισμό του ως σοβαρού αδικήματος.

59      Αφενός, τούτο φαίνεται να συμβαίνει στην περίπτωση διάταξης όπως η επίμαχη στη διαφορά της κύριας δίκης, καθόσον, όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, η διάταξη αυτή αφορά, κατά τρόπο γενικό, την πρόσβαση στα δεδομένα που διατηρούν οι πάροχοι υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, χωρίς να διευκρινίζει τη φύση των δεδομένων. Επομένως, η διάταξη αυτή φαίνεται να καλύπτει, μεταξύ άλλων, περιπτώσεις στις οποίες η πρόσβαση δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως σοβαρή επέμβαση, διότι δεν αφορά ένα σύνολο δεδομένων από το οποίο να μπορούν να συναχθούν ακριβή συμπεράσματα σχετικά με την ιδιωτική ζωή των οικείων προσώπων.

60      Αφετέρου, το δικαστήριο ή η ανεξάρτητη διοικητική αρχή που παρεμβαίνει στο πλαίσιο προηγούμενου ελέγχου διενεργούμενου κατόπιν αιτιολογημένης αίτησης πρόσβασης πρέπει να έχει τη δυνατότητα να αρνηθεί ή να περιορίσει την πρόσβαση όταν διαπιστώνει ότι η επέμβαση στα θεμελιώδη δικαιώματα που θα συνιστούσε μια τέτοια πρόσβαση είναι σοβαρή ενώ είναι πρόδηλο ότι το επίμαχο αδίκημα δεν εμπίπτει πράγματι στη βαριά εγκληματικότητα (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 21ης Ιουνίου 2022, Ligue des droits homme, C‑817/19, EU:C:2022:491, σκέψη 152).

61      Πράγματι, το δικαστήριο ή η οντότητα που είναι επιφορτισμένη με τον έλεγχο πρέπει να είναι σε θέση να διασφαλίσει δίκαιη ισορροπία μεταξύ, αφενός, των έννομων συμφερόντων που συνδέονται με τις ανάγκες της διερεύνησης αξιόποινων πράξεων στο πλαίσιο της καταπολέμησης του εγκλήματος και, αφετέρου, των θεμελιωδών δικαιωμάτων του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των προσώπων των οποίων τα δεδομένα αφορά η πρόσβαση [σημερινή απόφαση, La Quadrature du Net κ.λπ. (Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και καταπολέμηση της παραποίησης/απομίμησης), C‑470/21, σκέψη 125 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

62      Ειδικότερα, κατά την εξέταση της αναλογικότητας της επέμβασης στα θεμελιώδη δικαιώματα του προσώπου το οποίο αφορά η αίτηση πρόσβασης, το εν λόγω δικαστήριο ή η εν λόγω οντότητα πρέπει να μπορεί να αποκλείσει την πρόσβαση όταν αυτή ζητείται στο πλαίσιο ποινικής δίωξης για αδίκημα μη προδήλως σοβαρό, κατά την έννοια της σκέψης 50 της παρούσας απόφασης.

63      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των άρθρων 7, 8 και 11 καθώς και του άρθρου 52 παράγραφος 1, του Χάρτη, έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική διάταξη κατά την οποία, στο πλαίσιο προηγούμενου ελέγχου διενεργούμενου κατόπιν της υποβολής από αρμόδια εθνική αρχή, στο πλαίσιο ποινικής έρευνας, αιτιολογημένης αίτησης πρόσβασης σε σύνολο δεδομένων κίνησης ή δεδομένων θέσης που διατηρούνται από τους παρόχους υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, βάσει των οποίων μπορούν να συναχθούν ακριβή συμπεράσματα σχετικά με την ιδιωτική ζωή χρήστη μέσου ηλεκτρονικής επικοινωνίας, ο εθνικός δικαστής υποχρεούται να επιτρέψει την πρόσβαση όταν αυτή ζητείται για τη διερεύνηση αδικημάτων τα οποία τιμωρούνται, κατά το εθνικό δίκαιο, με στερητική της ελευθερίας ποινή μέγιστης διάρκειας τουλάχιστον τριών ετών, υπό την προϋπόθεση ότι υφίστανται επαρκείς ενδείξεις για την τέλεση των εν λόγω αδικημάτων και ότι τα οικεία δεδομένα είναι κρίσιμα για τη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών, υπό τον όρο όμως ότι ο δικαστής έχει τη δυνατότητα να αρνηθεί την πρόσβαση εάν αυτή ζητείται στο πλαίσιο έρευνας σχετικά με αδίκημα μη προδήλως σοβαρό λαμβανομένων υπόψη των κοινωνικών συνθηκών που επικρατούν στο οικείο κράτος μέλος.

 Επί των δικαστικών εξόδων

64      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφαίνεται:

Το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2002, σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία για την προστασία [της] ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες), όπως αυτή τροποποιήθηκε με την οδηγία 2009/136/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των άρθρων 7, 8 και 11 καθώς και του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

έχει την έννοια ότι:

δεν αντιτίθεται σε εθνική διάταξη κατά την οποία, στο πλαίσιο προηγούμενου ελέγχου διενεργούμενου κατόπιν της υποβολής από αρμόδια εθνική αρχή, στο πλαίσιο ποινικής έρευνας, αιτιολογημένης αίτησης πρόσβασης σε σύνολο δεδομένων κίνησης ή δεδομένων θέσης που διατηρούνται από τους παρόχους υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, βάσει των οποίων μπορούν να συναχθούν ακριβή συμπεράσματα σχετικά με την ιδιωτική ζωή χρήστη μέσου ηλεκτρονικής επικοινωνίας, ο εθνικός δικαστής υποχρεούται να επιτρέψει την πρόσβαση όταν αυτή ζητείται για τη διερεύνηση αδικημάτων τα οποία τιμωρούνται, κατά το εθνικό δίκαιο, με στερητική της ελευθερίας ποινή μέγιστης διάρκειας τουλάχιστον τριών ετών, υπό την προϋπόθεση ότι υφίστανται επαρκείς ενδείξεις για την τέλεση των εν λόγω αδικημάτων και ότι τα οικεία δεδομένα είναι κρίσιμα για τη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών, υπό τον όρο όμως ότι ο δικαστής έχει τη δυνατότητα να αρνηθεί την πρόσβαση εάν αυτή ζητείται στο πλαίσιο έρευνας σχετικά με αδίκημα μη προδήλως σοβαρό, λαμβανομένων υπόψη των κοινωνικών συνθηκών που επικρατούν στο οικείο κράτος μέλος.

(υπογραφές)

To Top