ΑΡΙΘΜΟΣ 633/2022

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ε’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Βασδέκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ζαμπέτα Στράτα, Μαρία Λεπενιώτη, Σοφία Οικονόμου και Παρασκευή Τσούμαρη – Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Μαρτίου 2022, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Αριστέας Θεοδόση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντα – κατηγορουμένου Γ. Γ. του Δ., κατοίκου … ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αναστάσιο Ψιμάρη, περί αναιρέσεως της υπ’ αριθ. 66Α, 77/2020 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Ναυπλίου και με υποστηρίζουσες την κατηγορία τις: 1) εταιρεία με την επωνυμία “…”, που εκπροσωπείται νόμιμα και η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Μοροζίνη και 2) εταιρεία με την επωνυμία “…”, η οποία εκπροσωπείται νόμιμα και η οποία δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.
Το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Ναυπλίου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αρ. 8/19-4-2021 αίτησή του αναίρεσης, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 385/2021.
Αφού άκουσε Την Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης, τον πληρεξούσιο δικηγόρο της παραστάσης υποστηρίζουσας την κατηγορία εταιρείας με την επωνυμία “…” και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντα, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά,

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη με αρ.8/19-4-2021 αίτηση του Γ. Γ., για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 66Α, 77/2020 καταδικαστικής σε βάρος του απόφασης του δικάσαντος σε δεύτερο βαθμό Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Ναυπλίου, έχει ασκηθεί νομότυπα, με δήλωση του αιτούντος, ενώπιον του γραμματέα του εκδόντος την απόφαση δικαστηρίου και εμπρόθεσμα αφού η προσβαλλομένη απόφαση καταχωρήθηκε στο ειδικό βιβλίο στις 9-4-2021 και η κρινομένη αίτηση ασκήθηκε στις 19-4-2021(άρθρα 464, 473, 474, 504 του ΚΠΔ). Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω κατ’ουσίαν. Σημειώνεται ότι η προκειμένη υπόθεση επανέρχεται προς συζήτηση μετά την έκδοση της με αρ. 1024/2021 απόφασης αυτού του Δικαστηρίου, που κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτησή της, για το λόγο ότι δεν είχε κλητευτεί η παραστάσα στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο πολιτικώς ενάγουσα, ομόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία “….”. Ήδη, όπως προκύπτει από το με ημερομηνία 5-2-2022, αποδεικτικό επίδοσης, του αρχιφύλακα του ΑΤ Μεγαλόπολης, Β. Γ., για το παραδεκτό της συζήτησης της κρινομένης αιτήσεως, κλητεύθηκε από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, με την υπ’ αριθμ. 385/2021 κλήση του, νόμιμα και εμπρόθεσμα, κατά τα άρθρα 155 παρ. 1 και 166 του ΚΠοινΔ, προκειμένου να εμφανισθεί στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσης συνεδρίαση, όπου θα συζητηθεί η προαναφερόμενη αίτηση του αναιρεσείοντος, η παρασταθείσα στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ως πολιτικώς ενάγουσα, εταιρία με την επωνυμία “….” , η οποία δεν εμφανίστηκε.
Από τις διατάξεις του άρθρου 502 παρ. 1, 3 και 4 ΚΠΔ προκύπτει ότι, μετά την τυπική παραδοχή της εφέσεως, με την οποία προσβλήθηκε στο σύνολό της η πρωτόδικη απόφαση, η υπόθεση επανέρχεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο για κατ’ ουσίαν συζήτηση στην πριν από την έκδοση της πρωτόδικης αποφάσεως στάση, με την έννοια ότι το Εφετείο έχει την εξουσία να κρίνει, όπως και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Επομένως, κάθε ακυρότητα της πρωτόδικης αποφάσεως καλύπτεται με την έκδοση της επί της ουσίας αποφάσεως του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, αφού μετά την τυπική παραδοχή της εφέσεως, η πρωτόδικη απόφαση ατονεί και αποβάλλει την ισχύ της, το δε δευτεροβάθμιο Δικαστήριο επανεξετάζει την υπόθεση, τόσο ως προς τη νομική, όσο και ως προς την ουσιαστική της βάση. Έτσι, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να απαντήσει σε σχετικό ισχυρισμό του εκκαλούντος κατηγορουμένου για ακυρότητα (απόλυτη ή σχετική) της διαδικασίας ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (ΑΠ 44/2017, ΑΠ774/2010, ΑΠ2075/2008, 221/2002). Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της κρινομένης αιτήσεως ο αναιρεσείων προσβάλλει την με αρ. 66Α,77/2020 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου, το οποίο δίκασε την έφεσή του κατά της υπ’ αριθμ. 489/2018 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων Ναυπλίου, με την αιτίαση ότι το άνω Εφετείο δεν πήρε θέση στην υποβληθείσα ενώπιόν του ένσταση, για απόλυτη ακυρότητα, λόγω παράνομης παράστασης στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο της πολιτικώς ενάγουσας εταιρίας με την επωνυμία “….”. Ο λόγος αυτός κατά την ανωτέρω αιτίαση είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, εφόσον το Τριμελές Εφετείο Ναυπλίου, ως δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, δέχτηκε τυπικά την έφεση του αναιρεσείοντος κατά της πρωτόδικης απόφασης, εξετάζοντας ακολούθως κατ’ ουσία την υπόθεση ανεκκλήτως, δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει στους επικαλούμενους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος, αλλά οποιαδήποτε ακυρότητα της πρωτόδικης αποφάσεως καλύφθηκε με την έκδοση της επί της ουσίας αποφάσεως του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, η οποία και μόνο προσβάλλεται με το ένδικο μέσο της αιτήσεως αναιρέσεως, για τις δικές της μόνο παραλείψεις και πλημμέλειες. Συνακόλουθα, και η περιλαμβανόμενη στον ίδιο λόγο αιτίαση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση απείχε να αποφανθεί ως προς την τύχη της ως άνω πολιτικής αγωγής στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο είναι επίσης απαράδεκτη, ελλείψει εννόμου συμφέροντος του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου για την προβολή της. Τέλος, η περιλαμβανόμενη στον πέμπτο λόγο , κατ’εκτίμηση των εκτιθεμένων εκεί, αιτίαση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση απέρριψε σιωπηρά την προβληθείσα ενώπιον του ένσταση αποβολής της ως άνω πολιτικώς ενάγουσας εταιρίας με την επωνυμία “….”, είναι απορριπτέα, στηριζόμενη σε εσφαλμένη προϋπόθεση, καθόσον από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν προκύπτει ότι δηλώθηκε παράσταση πολιτικής αγωγής στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο από την ως άνω εταιρία. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 372 παρ. 1 του ΠΚ, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του από το αντίστοιχο άρθρο του νέου ΠΚ, που κυρώθηκε με τον Ν. 4619/2019 και τέθηκε σε ισχύ, κατά τη διάταξη του άρθρου 460 αυτού, από την 1η Ιουλίου 2019: “Όποιος αφαιρεί ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα από την κατοχή άλλου με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν το αντικείμενο της κλοπής είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών”. Περαιτέρω, κατά το νέο άρθρο 372 παρ. 1 ΠΚ: “Όποιος αφαιρεί ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα από την κατοχή άλλου με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα, τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή και αν το αντικείμενο της κλοπής είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ή η πράξη τελέστηκε με διάρρηξη, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή”. Η νέα αυτή διάταξη του άρθρου 372 παρ. 1 ΠΚ, είναι επιεικέστερη ως προς την απειλούμενη ποινή έναντι της αντίστοιχης του άρθρου 372 παρ. 1 ΠΚ, που ίσχυσε μέχρι 30-6-2019 και συνακόλουθα εφαρμοστέα κατά την διάταξη του άρθρου 2 του Π.Κ., σε αδικήματα που τελέστηκαν πριν την ισχύ της νέας αυτής διάταξης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η οποία προστατεύει το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της κλοπής απαιτείται να αφαιρέσει ο δράστης με θετική ενέργεια, από την κατοχή άλλου, ξένο, ολικά ή εν μέρει, κινητό πράγμα, με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα. Η αφαίρεση συνίσταται στην άρση της ξένης κατοχής, η οποία υφίσταται στο κινητό πράγμα και στη θεμελίωση νέας σ` αυτό κατοχής, από το δράστη ή τρίτο, με το σκοπό της παράνομης ιδιοποίησης του, είναι δε αδιάφορο αν ο σκοπός αυτός επιτεύχθηκε τελικά, όπως και το κίνητρο της κλοπής. Στην έννοια της κατοχής περιλαμβάνεται, τόσο η πραγματική εξουσίαση επί του πράγματος, όσο και η βούληση για την εξουσίασή του, ή δε αφαίρεση απαιτείται να έγινε αυτογνωμόνως και χωρίς τη συγκατάθεση του δικαιούχου του πράγματος. Τέλος, η αξία του αντικειμένου της κλοπής αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης της εφόσον χαρακτηρίσθηκε ως κλοπή με αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. (ΑΠ 844/2019, 3/2017). Εξάλλου, η διάταξη της παρ.1 του άρθρου 381 του ισχύοντος από 1-7-2019 Π.Κ., ορίζει ότι “για την ποινική δίωξη των εγκλημάτων που προβλέπονται στα άρθρα 374Α,375 παρ.1 και 2, 377 και 378 παρ.1 εδάφ.β’, απαιτείται έγκληση. Στις περιπτώσεις των άρθρων 372,374 παρ.1 και 378 παρ.1 εδαφ. α’, η ποινική δίωξη ασκείται αυτεπαγγέλτως, ο εισαγγελέας όμως με διάταξή του απέχει από την ποινική δίωξη, αν ο παθών δηλώσει ότι δεν επιθυμεί την ποινική δίωξη του δράστη. Αν η δήλωση υποβληθεί μετά την άσκηση της ποινικής δίωξης, το δικαστήριο παύει οριστικά αυτήν. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, η ποινική δίωξη της ενδιαφέρουσας εν προκειμένω κλοπής αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας (άρθρο 372 παρ. 1 ΠΚ) κινείται σύμφωνα με την παραπάνω ειδική διάταξη του άρθρου 381 του Π.Κ. αυτεπαγγέλτως και όχι ύστερα από έγκληση, ενώ αυτεπαγγέλτως διώκονταν το ίδιο αδίκημα και κατά τις διατάξεις του ισχύοντος μέχρι την 30-6-2019 Π.Κ. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σε αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού με το διατακτικό της απόφασης, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της απόφασης, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατύπωσης του σκεπτικού της. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική του κρίση, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 του ΚΠοινΔ, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ` είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προέκυψε από το καθένα χωριστά. Πρέπει, όμως, να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά κατ’ επιλογή, ενώ δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιό βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιό ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, αφού δεν εξαιρέθηκαν ρητά, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα λοιπά. Όμως δεν αποτελούν λόγους αναίρεσης της απόφασης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως και συγκρίσεως όλων των αποδεικτικών στοιχείων, διότι στις περιπτώσεις αυτές υπό την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας, πλήττεται η περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου, η οποία είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη (Ολ ΑΠ 1/2005 ). Τέλος εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, ως λόγος αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε ΚΠοινΔ, υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει σ`αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που έχει στην πραγματικότητα, ενώ εσφαλμένη υπαγωγή υπάρχει όταν δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε στην διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής που εμπίπτει στον ίδιο αναιρετικό λόγο υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου δηλαδή όταν στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρίσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διάταξης που εφαρμόστηκε, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (ΟλΑΠ 3/2008 ).
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης, με αριθμό 66Α, 77/2020, απόφασής του, το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Ναυπλίου, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευόμενων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα επί λέξει πραγματικά περιστατικά: “…από τις ένορκες επ’ ακροατηρίω καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας, που εξετάστηκαν νομότυπα στο Δικαστήριο τούτο και περιλαμβάνονται στα πρακτικά, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης, καθώς και των εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά, και την απολογία του κατηγορουμένου αποδείχθηκε ότι αυτός τέλεσε τις ακόλουθες κλοπές: 1) Στη … στις 19/2/2013, αφού παραβίασε τις πόρτες του συνεργείου Πυρασφάλειας του Λ.Κ. Δ.Ε.Η Μεγαλόπολης, του συνεργείου Βάσεως της Μηχανολογικής συντηρήσεως και του Ξυλουργείου, αφαίρεσε διάφορα εργαλεία από την Πυρασφάλεια, αξίας 7.105 περίπου, με σκοπό να τα ιδιοποιηθεί παράνομα, ήτοι τα εξής: Γεννήτρια αξίας € 450, αντλία κενού αξίας € 450, πολύμετρο ηλεκτρικό VF 3503 αξίας € 240, πολυμετρικό ηλεκτρικό KYRITSU 1007 αξίας € 220, σετ κλειδιά καρυδάκια μικρά (κασετίνα) αξίας € 90, σετ κλειδιά καρυδάκια μεγάλα (κασετίνα) αξίας € 140, σετ κλειδιά γερμανικά αξίας € 100, σετ κλειδιά πολύγωνα αξίας € 100, σετ κατσαβίδια αξίας € 90, σετ συλλογή τορκς αξίας € 40, συλλογή μύτες για κατσαβίδια αξίας € 80, μανόμετρα σετ ψυκτικού κομπλέ με αντάπτορες (2 τεμ.) αξίας € 200, πιστόλι αέρος αξίας € 60, ηλεκτρονική ηλεκτροσυγκόλληση ινβέρτερ – ιμπέρια αξίας € 750, ηλεκτρονική μάσκα ηλεκτροσυγκολητή αξίας €150, ηλεκτρικό τροχό μεγάλο (ΜΑΚΙΤΑ) αξίας € 140, ηλεκτρικό φορητό κρουστικό δράπανο 680 W (ΜΑΚΙΤΑ) αξίας € 220, επαναφορτιζόμενο δραπανοκατσάβιδο (ΜΑΚΙΤΑ) 2 τεμ. IX 300 αξίας € 600, δύο μπαλαντέζες ηλεκτρικές 3X2,50 μέτρα αξίας € 120, τρυπάνι κρουστικό πνευματικό (ΜΑΚΙΤΑ) αξίας € 250, τρυπάνια διάφορα αξίας € 100, πριτσιναδόρος αξίας € 35, δισκάκια κοπής και λειάνσεως 40 τεμ. αξίας € 55, ηλεκτρικό παλάγγο ανύψωσης αξίας 200, τόρνα αξίας € 750, τοστιέρα αξίας € 45, μανόμετρα οξυγόνου ασετυλίνης (2 τεμ) αξίας € 140, μανόμετρα πιέσεως πυροσβεστήρων αξίας € 45, φλόγιστρο προπανίου ψυκτικού αξίας € 75, εργαλεία διάφορα (κλειδιά, κατσαβίδια χειρός, σφυριά, πένσες) αξίας € 350, θερμόμετρο ψυκτικού λέιζερ αφής αξίας € 90, αμπεροτσιμπίδα μέτρησης αμπέρ αξίας € 150, διάφορα εργαλεία ψυκτικού κόφτες – καμπυλωτές αξίας € 240, ηλεκτρικό όργανο μέτρησης διαρροών ψυκτικών αξίας € 250. 2) Κατά το χρονικό διάστημα από ώρα 21.00 της 22/10/2014 έως ώρα 9.00 της 23/12/2014, στην περιφραγμένη επιχείρηση παραγωγής ελαιολάδου της εταιρείας “…”, στο 2ο χλμ. Ε.Ο. Μεγαλόπολης- Τρίπολης (περιοχή . …), έκοψε τμήμα της περίφραξης που βρίσκεται στην πίσω πλευρά του κτιρίου, εισήλθε στον περιβάλλοντα χώρο, παραβίασε την οπίσθια εξωτερική μεταλλική πόρτα του λεβητοστασίου του κτιρίου, εισήλθε στο εσωτερικό αυτού όπου βρίσκονται τα μηχανήματα του ελαιοτριβείου και ο χώρος αποθήκευσης του ελαιολάδου και αφαίρεσε, με σκοπό να τα ιδιοποιηθεί παράνομα, ελαιόλαδο, συνολικής ποσότητας χιλίων πεντακοσίων κιλών (1.500 κ.) περίπου με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα. Ειδικότερα, μέρος της ποσότητας ελαιολάδου που αφαίρεσε ήταν αποθηκευμένη σε είκοσι επτά (27) τενεκέδες χρώματος πράσινο- χρυσάφι, χωρητικότητας 17 λίτρων, της εταιρείας “…”, σε επτά (7) πλαστικές λαδούσες, ερυθρού χρώματος, διαφόρων χωρητικοτήτων, ενώ την υπόλοιπη ποσότητα, την αφαίρεσε από δοχεία αποθήκευσης και ανοξείδωτες δεξαμενές που υπήρχαν στο χώρο, αφού προηγουμένως την τοποθέτησε σε πλαστικές κόκκινες λαδούσες της εταιρείας, ένα (1) αλυσοπρίονο, μάρκας HUSQVARNA 136, χρώματος πορτοκαλί, το χρηματικό ποσό των πεντακοσίων ευρώ (€ 500) περίπου, σε χαρτονομίσματα των 5, 10, 20, 50 ευρώ και κέρματα και ποσότητα κρασιού 20 κιλών περίπου. Η αξία των αφαιρεθέντων πραγμάτων στην περίπτωση αυτή ανέρχεται στο χρηματικό ποσό των € 6.500 περίπου, τα οποία ιδιοποιήθηκε παράνομα. 3) Στα … κατά το χρονικό διάστημα από 15/7/2014 έως 30/7/2014, αφού παραβίασε το λουκέτο της κεντρικής εισόδου του περιφραγμένου χώρου, που χρησιμοποιεί για τις ανάγκες της εργασίας του ο Τ. Γ., εισήλθε στο εσωτερικό αυτού με όχημα κι αφαίρεσε από την ανασφάλιστη πόρτα της αποθήκης του διάφορα εργαλεία, αξίας έξι χιλιάδων διακοσίων ευρώ (€ 6.200), με σκοπό να τα ιδιοποιηθεί παράνομα, ήτοι: μία πιεστική αντλία μάρκας LEADER, χρώματος ΙΝΟΧ, η οποία βρέθηκε στην οικία του, I μία γεννήτρια πετρελαιοκίνητη με κινητήρα LOMBARDINI, με μπομπίνα λευκού χρώματος και πλαίσιο μπλε χρώματος, μία ηλεκτροσυγκόλληση μάρκας BLUE BIRD, χρώματος μπλε και έναν τροχό μεγάλο μάρκας ΜΑΚΙΤΑ μπλε χρώματος, με σκοπό να τα ιδιοποιηθεί παράνομα. Οι ανωτέρω πράξεις αποτελούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος της κλοπής, ενώ τα κλοπιμαία ήταν μεγάλης αξίας, βάσει των ποσών που προαναφέρθηκαν, απορριπτομένου του αυτοτελούς ισχυρισμού περί ευτελούς αξίας. Η ταυτοποίηση του κατηγορουμένου ως δράστη των ανωτέρω πράξεων είναι αναμφίβολη, αφού μέρος αυτών βρέθηκε στην αποθήκη του και δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη νόμιμη κατοχή τους εκεί, διαψευδόμενος από τους μάρτυρες (βλ. ανωτέρω τις καταθέσεις τους), εκ των οποίων το μεν ζεύγος Τ. αναγνώρισε τον τύπο των δοχείων λαδιού που χρησιμοποιούσε και το κλαπέν αλυσοπρίονο, ενώ βρέθηκε στην αποθήκη και το διαρρηκτικό εργαλείο (σκύλα) που χρησιμοποιήθηκε στην πρώτη κλοπή, οι δε υπάλληλοι της ΔΕΗ δύο από τα κλαπέντα μηχανήματα της επιχείρησης, στους χώρους της οποίας ο κατηγορούμενος είχε εύκολη πρόσβαση επειδή εργαζόταν στην επιχείρηση, ενώ και ο παθών της τρίτης κλοπής αναγνώρισε δύο από τα αντικείμενα που του είχαν αφαιρεθεί (αντλία και πιεστικό). Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι ο κατηγορούμενος, εκτός από το προαναφερθέν διαρρηκτικό εργαλείο, διατηρούσε στην αποθήκη του κλοπιμαία που είχε αφαιρέσει και από τους τρεις ως άνω παθόντες, οι οποίοι είχαν καταγγείλει τις κλοπές σε ανύποπτο χρόνο, ώστε επιβεβαιώνεται πλήρως η εγκληματική του δράση”.
Στην συνέχεια, το παραπάνω δικαστήριο της ουσίας, κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο αναιρεσείοντα για την πράξη της κλοπής αντικειμένων ιδιαίτερα μεγάλης αξίας κατ’εξακολούθηση, για την οποία μετά την αναγνώριση στο πρόσωπό του της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ.2 α’ του Π.Κ., του επέβαλε ποινή φυλάκισης τριών (3) ετών, την οποία ανέστειλε επί τριετία με το ακόλουθα διατακτικό:”
Κηρύσσει ένοχο τον κατηγορούμενο του ότι : Στους παρακάτω αναφερόμενους τόπους και χρόνους, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, ενεργώντας με πρόθεση αφαίρεσε από την κατοχή άλλων ξένα ολικά κινητά πράγματα με σκοπό να τα ιδιοποιηθεί παράνομα, τα οποία ήταν μεγάλης αξίας. Ειδικότερα : Ια) Το χρονικό διάστημα από 21:00 ώρα της 22-10-2014 έως 09:00 ώρα της 23-12-2014, μετέβη έξωθεν περιφραγμένης επιχείρησης παραγωγής ελαιολάδου της εταιρείας “…”, στο 2ο χλμ. Ε.Ο. Μεγαλόπολης- Τρίπολης (περιοχή κ …), έκοψε τμήμα της περίφραξης που βρίσκεται στην πίσω πλευρά του κτιρίου, εισήλθε στον περιβάλλοντα χώρο, παραβίασε την οπίσθια εξωτερική μεταλλική πόρτα του λεβητοστασίου του κτιρίου, εισήλθε στο εσωτερικό αυτού όπου βρίσκονται τα μηχανήματα του ελαιοτριβείου και ο χώρος αποθήκευσης του ελαιολάδου και αφαίρεσε ελαιόλαδο, συνολικής ποσότητας χιλίων πεντακοσίων (1.500) κιλών περίπου με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα. Ειδικότερα, μέρος της ποσότητας ελαιολάδου που αφαίρεσε ήταν αποθηκευμένη σε είκοσι-επτά (27) τενεκέδες χρώματος πράσινο-χρυσάφι, χωρητικότητας 17 λίτρων, της εταιρείας “…” σε επτά (7) πλαστικές λαδούσες, ερυθρού χρώματος, διαφόρων χωρητικοτήτων, ενώ την υπόλοιπη ποσότητα, την αφαίρεσε από δοχεία αποθήκευσης και ανοξείδωτες δεξαμενές που υπήρχαν στο χώρο, αφού προηγουμένως την τοποθέτησε σε πλαστικές κόκκινες λαδούσες της εταιρείας. Επιπλέον αφαίρεσε ένα (1) αλυσοπρίονο, μάρκας HUSQVARNA 136, χρώματος πορτοκαλί, το χρηματικό ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ περίπου, σε χαρτονομίσματα των 5, 10, 20, 50 ευρώ και κέρματα και ποσότητα κρασιού 20 κιλών περίπου. Η αξία των αφαιρεθέντων αντικειμένων μαζί με την αφαιρεθείσα ποσότητα ελαιολάδου ανέρχεται στο χρηματικό ποσό των 6.500 ευρώ περίπου, τα οποία ιδιοποιήθηκε παράνομα.
1β) Στη … στις 19/02/2013 αφού παραβίασε τις πόρτες του συνεργείου Πυρασφάλειας του Λ.Κ. Δ.Ε.Η Μεγαλόπολης, του συνεργείου Βάσεως της Μηχανολογικής συντηρήσεως και του Ξυλουργείου, αφαίρεσε διάφορα εργαλεία από την Πυρασφάλεια, αξίας 7.105 ευρώ περίπου, με σκοπό να τα ιδιοποιηθεί παράνομα και συγκεκριμένα από το χώρο της πυρασφάλειας αφαίρεσε: Γεννήτρια αξίας 450 ευρώ, αντλία κενού αξίας 450 ευρώ, πολύμετρο ηλεκτρικό VF 3503 αξίας 240 ευρώ, πολυμετρικό ηλεκτρικό KYRITSU 1007 αξίας 220 ευρώ, σετ κλειδιά καρυδάκια μικρά (κασετίνα) αξίας 90 ευρώ, σετ κλειδιά καρυδάκια μεγάλα (κασετίνα) αξίας 140 ευρώ, σετ κλειδιά γερμανικά αξίας 100 ευρώ, σετ κλειδιά πολύγωνα αξίας 100 ευρώ, σετ κατσαβίδια αξίας 90 ευρώ, σετ συλλογή τορκς αξίας 40 ευρώ, συλλογή μύτες για κατσαβίδια αξίας 80 ευρώ, μανόμετρα σετ ψυκτικού κομπλέ με αντάπτορες (2 τεμ.) αξίας 200 ευρώ, πιστόλι αέρος αξίας 60 ευρώ, ηλεκτρονική ηλεκτροσυγκόλληση ινβερτερ – ιμπέρια αξίας 750 ευρώ, ηλεκτρονική μάσκα ηλεκτροσυγκολητή αξίας 150 ευρώ, ηλεκτρικό τροχό μεγάλο (ΜΑΚΙΤΑ) αξίας 140 ευρώ, ηλεκτρικό φορητό κρουστικό δράπανο 680 W (ΜΑΚΙΤΑ) αξίας 220 ευρώ, επαναφορτιζόμενο δραπανοκατσάβιδο (ΜΑΚΙΤΑ) 2 τεμ. IX 300 αξίας 600 ευρώ, δύο μπαλαντέζες ηλεκτρικές 3X2,50 μέτρα αξίας 120 ευρώ, τρυπάνι κρουστικό πνευματικό (ΜΑΚΙΤΑ) αξίας 250 ευρώ, τρυπάνια διάφορα αξίας 100 ευρώ, πριτσιναδόρος αξίας 35 ευρώ, δισκάκια κοπής και λειάνσεως 40 τεμ. αξίας 55 ευρώ, ηλεκτρικό παλάγγο ανύψωσης αξίας 200 ευρώ, τόρνα αξίας 750 ευρώ, τοστιέρα αξίας 45 ευρώ, μανόμετρα οξυγόνου ασετυλίνης (2 τεμ) αξίας 140 ευρώ, μανόμετρα πιέσεως πυροσβεστήρων αξίας 45 ευρώ, φλόγιστρο προπανίου ψυκτικού αξίας 75 ευρώ, εργαλεία διάφορα (κλειδιά, κατσαβίδια χειρός, σφυριά, πένσες) αξίας 350 ευρώ, θερμόμετρο ψυκτικού λέιζερ αφής αξίας 90 ευρώ, αμπεροτσιμπίδα μέτρησης αμπέρ αξίας 150 ευρώ, διάφορα εργαλεία ψυκτικού κόφτες – καμπυλωτές αξίας 240 ευρώ, ηλεκτρικό όργανο μέτρησης διαρροών ψυκτικών αξίας 250 ευρώ.
1γ) Στα … το χρονικό διάστημα από 15-30/07/2014, αφού παραβίασε το λουκέτο της κεντρικής εισόδου του περιφραγμένου χώρου, που χρησιμοποιεί για τις ανάγκες της εργασίας του ο Τ. Γ., εισήλθε στο εσωτερικό αυτού με όχημα κι αφαίρεσε από την ανασφάλιστη πόρτα της αποθήκης του διάφορα εργαλεία, αξίας έξι χιλιάδων διακοσίων (6.200) ευρώ περίπου, με σκοπό να τα ιδιοποιηθεί παράνομα. Συγκεκριμένα αφαίρεσε από τον κυριότητα του ως άνω παθόντα, μεταξύ άλλων, μία πιεστική αντλία μάρκας LEADER, χρώματος ΙΝΟΧ, η οποία βρέθηκε στην οικία του, I μία γεννήτρια πετρελαιοκίνητη με κινητήρα LOMBARDINI, με μπομπίνα λευκού χρώματος και πλαίσιο μπλε χρώματος, μία ηλεκτροσυγκόλληση μάρκας BLUE BIRD, χρώματος μπλε και έναν τροχό μεγάλο μάρκας ΜΑΚΙΤΑ μπλε χρώματος, με σκοπό να τα ιδιοποιηθεί παράνομα”.
Με αυτές τις παραδοχές, οι οποίες διαλαμβάνονται στο σκεπτικό και στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, η εν λόγω απόφαση περιέχει την επιβαλλόμενη, κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ` αυτή με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά και κατά τρόπο επιτρέποντα τον αναιρετικό έλεγχο, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω αδικήματος της κατ`εξακολούθηση κλοπής αντικειμένων ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1, 27 παρ. 1, 98, 372 παρ.1 ΠΚ τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς ούτε ευθέως ούτε κατά πλάγιο τρόπο να τις παραβιάσει με ελλιπή, ασαφή ή αντιφατική αιτιολογία. Ειδικότερα, εκτίθενται στην προσβαλλόμενη όλα τα απαιτούμενα στοιχεία για την κατάφαση της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του ανωτέρω εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, αφού αναφέρονται αναλυτικά: όλα τα κινητά πράγματα που αυτός αφαίρεσε από την κατοχή των ιδιοκτητών τους, εταιρίας με την επωνυμία …., ΔΕΗ Μεγαλόπολης και Γ. Τ.. Ότι η ανωτέρω αφαίρεση έγινε με σκοπό την παράνομη ιδιοποίησή τους, ήτοι με την επιδίωξη ενσωμάτωσής τους στην περιουσία του. Επιπλέον, αφού προσδιορίζεται η αξία καθενός κινητού πράγματος που αφαιρέθηκε, αναφέρεται στη συνέχεια η συνολική αυτών αξία και ειδικότερα ότι η αξία των αφαιρεθέντων από την εταιρία με την επωνυμία …. ανέρχεται στο ποσό των 6.500 ευρώ, αυτή των από την ΔΕΗ Μεγαλόπολης στο ποσό των 7.105 ευρώ και τέλος αυτή των από το χώρο εργασίας του Γ. Τ. στο ποσό των 6.200 ευρώ, χαρακτηρίζεται το αντικείμενο της κλοπής ως ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ανελέγκτως κατά την κρίση του δικαστηρίου, μη απαιτούμενης πρόσθετης αιτιολογίας με βάση οικονομικά δεδομένα ή άλλα στοιχεία, εφόσον πρόκειται για συγκεκριμένο χρηματικό ποσό. Επομένως, οι αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης εφαρμογής του άρθρου 372 του Π.Κ., ως προς την ιδιαίτερα μεγάλη αξία του αντικειμένου της κλοπής, που περιλαμβάνεται στον πρώτο και τρίτο λόγο της κρινομένης αιτήσεως, κρίνονται αβάσιμες. Τέλος, η αναφερόμενη στον πέμπτο λόγο αιτίαση για απόλυτη ακυρότητα, γιατί δεν λήφθηκε υπόψη από το Δικαστήριο της ουσίας η προσκομισθείσα από τον αναιρεσείοντα ένορκη κατάθεση μάρτυρα που αντικρούει πλήρως την δήθεν αναγνώριση κλαπέντος αντικειμένου (παλάγκου), είναι απορριπτέα, ως απαράδεκτη, καθόσον δεν προσδιορίζεται ούτε η ημερομηνία αυτής ούτε ο καταθέσας μάρτυρας για να ελεχθεί η βασιμότητα της ως άνω αιτίασης. Συνακόλουθα οι, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ.Α’ Δ` και Ε’ του Κ.Ποιν.Δ πρώτος, τρίτος και πέμπτος λόγοι της κρινομένης αιτήσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλομένη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, εσφαλμένη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διάταξης του άρθρου 372 του Π.Κ., και απόλυτη ακυρότητα, είναι αβάσιμοι. Οι λοιπές αιτιάσεις που περιλαμβάνονται στον δεύτερο τρίτο και πέμπτο λόγο της κρινομένης αιτήσεως, ότι δηλαδή από τα αναφερόμενα στους ανωτέρω λόγους αποδεικτικά μέσα, δεν προκύπτει η κλοπή σε βάρος των ανωτέρω παθόντων όπως και η αξία των κλαπέντων πραγμάτων, συνιστούν αμφισβήτηση των σε βάρος του αναιρεσείοντος ουσιαστικών παραδοχών της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης και της ορθότητας του αποδεικτικού πορίσματος ως αναφερόμενες σε διαφορετική αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων και είναι απαράδεκτες, αφού με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας, πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη, περί τα πράγματα, κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Η` του ΚΠΔ, υπέρβαση εξουσίας, που ιδρύει τον από τη διάταξη αυτή προβλεπόμενο λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν το δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του παρέχεται από το νόμο ή υφίσταται μεν τέτοια δικαιοδοσία, δεν συντρέχουν όμως οι όροι οι οποίοι του παρέχουν την εξουσία να κρίνει στη συγκεκριμένη περίπτωση, καθώς και όταν αρνείται να ασκήσει δικαιοδοσία η οποία του παρέχεται από το νόμο, αν και συντρέχουν οι απαιτούμενοι γι`αυτό κατά νόμο όροι. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον δεύτερο λόγο του δικογράφου της κρινομένης αιτήσεως ο αναιρεσείων προβάλλει την αιτίαση ότι το Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση, με την καταδίκη του, για την μερικότερη πράξη της κλοπής σε βάρος του Γ. Τ., υπερέβη την εξουσία του, αφού τον καταδίκασε για πράξη για την οποία δεν είχε υποβληθεί η απαιτούμενη έγκληση. Όμως δεδομένου ότι, όπως ήδη εκτέθηκε στην νομική σκέψη που αναπτύχθηκε στην αρχή της παρούσης, το έγκλημα για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, ήτοι η κλοπή κατ’εξακολούθηση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, διώκεται αυτεπαγγέλτως, το δικάσαν Δικαστήριο, με το να χωρήσει στην εκδίκαση της υποθέσεως και στην συνέχεια στην καταδίκη του για την ανωτέρω πράξη, δεν υπερέβη την εξουσία του. Επομένως, η προβαλλόμενη με τον ανωτέρω δεύτερο λόγο πλημμέλεια, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ.Θ` ΚΠΔ, της υπέρβασης εξουσίας , είναι αβάσιμος. Κατά την διάταξη του άρθρου 118 ΚΠοινΔ, την αρμοδιότητα σύμφωνα με τα άρθρα 109 – 115 την προσδιορίζει ο χαρακτηρισμός της πράξης από τον ποινικό κώδικα ως κακουργήματος, πλημμελήματος ή πταίσματος, που βασίζεται στα πραγματικά περιστατικά, τα οποία περιέχονται στο παραπεμπτικό βούλευμα ή στην κλήση του εισαγγελέα(στην περίπτωση της απευθείας εισαγωγής της υπόθεσης). Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι η εξουσία του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου προς εκδίκαση εφέσεως στηρίζεται αποκλειστικώς και μόνο στο γεγονός ότι η υπόθεση εισήχθη πρωτοδίκως στο κατά την εισαγωγή της αρμόδιο δικαστήριο, η έφεση κατά των αποφάσεων του οποίου υπάγεται σ` αυτό και δεν επηρεάζεται από το γεγονός ότι, είτε ο κατηγορούμενος απέκτησε μεταγενεστέρως, κατά νομοθετικό χαρακτηρισμό ή επαγγελματική εξέλιξη, ορισμένη ιδιότητα, είτε η πράξη χαρακτηρίσθηκε από το νομοθέτη άλλως, εν συνδρομή του οποίου, κατά το χρόνο τελέσεως της αξιόποινης πράξεως ή κατά το χρόνο της εκδικάσεώς της σε πρώτο βαθμό, η υπόθεση θα ανήκε σε άλλο δικαστήριο και μετά από άσκηση εφέσεως στο αντίστοιχο διαφορετικό εφετείο. Επομένως, στην περίπτωση αυτή το εφετείο, στο οποίο υπάγεται το διαγνώσαν ορισμένη υπόθεση πρωτόδικο δικαστήριο, έχει εξουσία προς εκδίκαση της κατ` αποφάσεως του τελευταίου εφέσεως, εφόσον η υπόθεση αρμοδίως εισήχθη, σύμφωνα με τα ισχύοντα κατά το χρόνο εισαγωγής της στο πρωτόδικο δικαστήριο, τυχόν δε αντιθέτως κρίνοντας υπερβαίνει αρνητικώς την εξουσία του (Ολ.ΑΠ 10/2005, ΑΠ 566/2013). Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων καταδικάστηκε, από το Μονομελές Εφετείο Κακουργημάτων Ναυπλίου, στο οποίο είχε εισαχθεί η υπόθεσή του για εκδίκαση, με την με αρ, 489/2018 απόφαση, για την πράξη της διακεκριμένης περίπτωσης κλοπής κατ’εξακολούθηση από δράστη που δρα κατ’επάγγελμα και κατά συνήθεια (άρθρο 374 περ. ε’ του ισχύοντος μέχρι την 30-6-2019 Π.Κ.), που φέρεται τελεσθείσα το χρονικό διάστημα από 24-7-2011 έως 23-12-2014, σε ποινή κάθειρξης πέντε (5) ετών. Κατά της αποφάσεως αυτής ήσκησε έφεση, εισαχθείσα προς εκδίκαση ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Ναυπλίου κατά τη δικάσιμο της 3ης Σεπτεμβρίου 2020, ήτοι μετά την ισχύ του ν. 4619/2019, ο οποίος δεν τιμωρούσε πλέον σε βαθμό κακουργήματος την κλοπή κατ’επάγγελμα ή κατά συνήθεια, όπως αυτός είχε παραπεμφθεί αρμοδίως, κατά την διάταξη του ισχύοντος μέχρι την 30-6-2019 άρθρου 110 του ΚΠΔ, να δικαστεί στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Το ανωτέρω Τριμελές Εφετείο είχε αρμοδιότητα να προβεί στην κατ` ουσίαν εκδίκαση της υποθέσεως, σύμφωνα με τα όσα αναπτύχθηκαν παραπάνω, εφόσον η εξουσία του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου προς εκδίκαση εφέσεως στηρίζεται αποκλειστικώς και μόνο στο γεγονός ότι η υπόθεση εισήχθη πρωτοδίκως στο κατά την εισαγωγή της αρμόδιο δικαστήριο και τούτο πράττοντας, ουδόλως υπερέβη την εξουσία του. Συνακόλουθα ο υποστηρίζων τα αντίθετα τέταρτος λόγος της κρινομένης αιτήσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Η’, είναι αβάσιμος.
Μετά από αυτά, και αφού δεν υπάρχει άλλος αναιρετικός λόγος προς έρευνα, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθ.578 του Κ.Ποιν.Δ.), κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την με αρ. 8/19-4-2021 αίτηση, του Γ. Γ. του Δ., που κατοικεί στο … … για αναίρεση της με αριθμό 66Α ,77/2020 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Ναυπλίου. Και Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Απριλίου 2022.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 4 Μαΐου 2022.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

To Top