Αριθμός 757/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιλτιάδη Χατζηγεωργίου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασιλική Ηλιοπούλου, Κωνσταντίνα Μαυρικοπούλου – Εισηγήτρια, Μαρία Κουβίδου και Μαριάνθη Παγουτέλη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Ιανουαρίου 2022, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Αριστέας Θεοδόση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευθυμίας Καλογεροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου Σ. Π. του Ν., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αναστασία Γιαννικοπούλου, για αναίρεση της υπ’αριθ.135/2021 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θράκης. Με υποστηρίζοντες την κατηγορία τους: 1)Π. Σ. του Δ., κάτοικο …, 2)Μ. Τ. του Α., κάτοικο … , 3) Δ. Σ. του Π., κάτοικο … και 4) Δ. συζ. Π. Σ., κάτοικο …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Χρυσόστομο Βελάκη. Το Πενταμελές Εφετείο Θράκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και o αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 26 Αυγούστου 2021 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία ασκήθηκε ενώπιον του Γραμματέα του Εφετείου Θράκης Ιωάννη Στεφανάκου, έλαβε αριθμό 24/2021, και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 883/2021.
Αφού άκουσε Την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση και να επιβληθούν τα έξοδα στον αναιρεσείοντα και τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 26.08.2021 και υπ’ αριθμ.24/2021 αίτηση αναιρέσεως του Σ. Π. του Ν., κατοίκου …, κατά της υπ’ αριθ. 135/2021 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Θράκης, δικάζοντος σε δεύτερο βαθμό, με την οποία αυτός κηρύχθηκε ένοχος για το αδίκημα της ανθρωποκτονίας εξ αμελείας και καταδικάσθηκε σε ποινή φυλακίσεως δύο (2) ετών, η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη επί τρία (3) έτη έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 463, 473, 474 παρ.2, 505 παρ. 1 α ΚΠΔ) καθόσον η προσβαλλομένη απόφαση καταχωρίστηκε καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο καθαρογραφής στις 12.08.2021 και η αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε στις 26.08.2021 που ασκήθηκε με δήλωση του νομοτύπως διορισθέντος πληρεξουσίου δικηγόρου του, κατόπιν της από 24.08.2021 εξουσιοδοτήσεως του, ενώπιον του αρμοδίου Γραμματέα του Εφετείου Θράκης, περιέχει δε ως λόγους αναίρεσης την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και την απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας. (ΚΠΔ 510 παρ. 1 περ. Α, Δ και Ε). Είναι επομένως παραδεκτή και πρέπει να εξετασθεί στην ουσία της.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 302 παρ.1 και 28 ΠΚ προκύπτει, ότι για τη θεμελίωση της αξιοποίνου πράξεως της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, απαιτείται αντικειμενικώς μεν πρόκληση θανατώσεως άλλου, υποκειμενικώς δε, α) μη καταβολή από το δράστη της επιβαλλόμενης, κατ’ αντικειμενική κρίση, προσοχής, την οποία κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει υπό τις ίδιες περιστάσεις να καταβάλλει, βάσει των νομικών κανόνων, των συνηθειών που επικρατούν στις συναλλαγές και της κοινής πείρας και λογικής και με βάση τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, και β) τη δυνατότητα αυτού βάσει των προσωπικών του περιστάσεων, γνώσεων και ικανοτήτων του, να προβλέψει και αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο, από έλλειψη της προαναφερόμενης προσοχής , είτε δεν το προέβλεψε (άνευ συνειδήσεως αμέλεια), είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστευε όμως ότι δεν θα επέρχονταν (συνειδητή αμέλεια) και γ) να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της πράξεως η παραλείψεως του δράστη και του επελθόντος αποτελέσματος. Η παράλειψη ως έννοια ενυπάρχει σε κάθε είδος αμέλειας αφού το ένα σκέλος συνίσταται στη μη καταβολής της προσοχής δηλαδή σε παράλειψη. Η τυχόν συντρέχουσα συνυπαιτιότητα του παθόντος ή και τρίτου δεν αναιρεί την ύπαρξη αμέλειας του δράστη και την ποινική ευθύνη του εκτός αν αυτή συνετέλεσε αποκλειστικώς στο αποτέλεσμα που επήλθε, οπότε αίρεται ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ενέργειας ή της παραλείψεως του δράστη και του αποτελέσματος (ΑΠ 202/2020). Περαιτέρω, κατά την έννοια του ως άνω άρθρου 28 ΠΚ, η αμέλεια διακρίνεται σε μη συνειδητή, κατά την οποία ο δράστης από έλλειψη της προσήκουσας προσοχής δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του και σε ενσυνείδητη, κατά την οποία προέβλεψε μεν αυτό ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν. Ενόψει της διάκρισης αυτής το δικαστήριο της ουσίας, όταν απαγγέλλει καταδίκη για έγκλημα από αμέλεια πρέπει να εκθέτει στην απόφασή του με σαφήνεια ποιο από τα ανωτέρω δύο είδη της αμέλειας συνέτρεξε στη συγκεκριμένη περίπτωση, διότι, αν δεν εκθέτει τούτο σαφώς ή δέχεται και τα δύο είδη δημιουργείται ασάφεια και αντίφαση, η οποία καθιστά ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή μη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διάταξης και ιδρύεται εντεύθεν λόγος αναίρεσης για έλλειψη νόμιμης βάσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ Κ.Π.Δ. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση στερείται της απαιτουμένης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και ιδρύεται εκ τούτου ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠοινΔ λόγος αναίρεσης, όταν δεν εκτίθενται σ’ αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενό, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με τα διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει από την απόφαση με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί όλα τα αποδεικτικό μέσα στο σύνολο τους και όχι μόνο ορισμένα από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.τ.λ.) χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα μόνον αποδεικτικά μέσα από αυτά, δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν, όμως, λόγους αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικό ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠοινΔ, λόγο αναίρεσης της απόφασης συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διάταξης υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για τον λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στον συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Η εσφαλμένη δε ερμηνεία μπορεί να αναφέρεται και σε άλλη διάταξη νόμου, η οποία αποτελεί προϋπόθεση για την εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως (ΟλΑΠ 3/1998).
Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, το παραπάνω Δικαστήριο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των κατ’ είδος αναφερομένων αποδεικτικών μέσων (ανωμοτί καταθέσεις των παρισταμένων για την υποστήριξη της κατηγορίας, ένορκες καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, πρακτικά πρωτοβάθμιας δίκης, αναγνωσθέντα έγγραφα και απολογία του αναιρεσείοντα- κατηγορουμένου) δέχτηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι αποδείχτηκαν τα ακόλουθα: “Στις 6.7.2014 και ώρα 18.10’περίπου ο κατηγορούμενος οδηγούσε το με αριθμό κυκλοφορίας ΝΖΕ -… ΙΧΕ αυτοκίνητο ιδιοκτησίας του, με συνεπιβάτη το γιό του, στην Εγνατία οδό, κατευθυνόμενος από Αλεξανδρούπολη προς Θεσσαλονίκη και βρισκόταν στο ύψος της χ.θ. 460 στην περιοχή …. Στο σημείο εκείνο η Εγνατία οδός έχει δύο ρεύματα κυκλοφορίας, που χωρίζονται με διάζωμα, το οποίο περιβάλλεται από μεταλλικά προστατευτικά στηθαία. Το ρεύμα πορείας που εκινείτο ο κατηγορούμενος έχει δύο λωρίδες κυκλοφορίας, συνολικό πλάτος 7,50 μέτρα και πέραν αυτού ασφάλτινο έρεισμα πλάτους 2 μέτρων και σε επαφή με αυτό υπάρχει αύλακας απορροής ομβρίων υδάτων. Κατά την ανωτέρω ημέρα και ώρα επικρατούσαν καλές καιρικές συνθήκες, η άσφαλτος ήταν ξηρά, υπήρχε επαρκής φωτισμός, η ορατότητα δεν περιοριζόταν από φυσικά ή τεχνητά εμπόδιο και η κυκλοφορία των οχημάτων ήταν κανονική. Το όριο ταχύτητας λόγω των στροφών που υπάρχουν πλησίον της χιλιομετρικής αυτής θέσεως, ορίζεται με πινακίδα Ρ-32 σε 80 χιλιόμετρα την ώρα. Η οδός στην πορεία του οδηγού παρουσιάζει ανοικτή αριστερή στροφή και στη συνέχεια είναι ευθεία και οριζόντια σε απόσταση τουλάχιστον 200 μέτρων. Ο κατηγορούμενος έβαινε στη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας του ρεύματος πορείας του, στο άκρο δεξιό τμήμα αυτής, κινούμενος κατά το μέγιστο τμήμα εντός του ασφάλτινου ερείσματος πλάτους 2 μέτρων, με ταχύτητα περίπου 90 χιλ/ωρα. Κατά την κίνησή του στο άκρο δεξιό τμήμα του οδοστρώματος ο δεξιός εμπρόσθιος τροχός κινήθηκε εκτός της ασφάλτου, στο τσιμεντένιο ρείθρο. Στο σημείο εκείνο, υφίσταται κακοτεχνία της οδού, καθόσον μεταξύ της ασφάλτου και το τσιμεντένιου αύλακα υπήρχε υψομετρική διαφορά περίπου 16 εκατοστών. Ο κατηγορούμενος, μόλις αντιλήφθηκε ότι ο δεξιός τροχός του οχήματος του βρισκόταν εκτός οδοστρώματος, χαμηλότερα σε σχέση με το υπόλοιπο όχημα και με δεδομένο ότι αμέσως μετά το τσιμεντένιο ρείθρο υπήρχε τσιμεντένιο τοιχίο ύψους 1,5 μέτρων περίπου, στο οποίο υπήρχε κίνδυνος να προσκρούσει το αυτοκίνητο, ενήργησε άμεσα ελιγμό προς τα αριστερά, επιδιώκοντας να επαναφέρει το όχημά στην πορεία του, εντός της δεξιάς λωρίδας κυκλοφορίας της Εγνατίας οδού. Ο ελιγμός όμως που πραγματοποίησε ήταν αιφνίδιος και απότομος , με αποτέλεσμα το όχημα να πλαγιολισθήσει από δεξιά προς τα αριστερά, σε μήκος 37 μέτρων, να διασχίσει τη δεξιά λωρίδα της οδού, να εισέλθει στην αριστερή και να προσκρούσει με την εμπρόσθιο μετωπικό αριστερό τμήμα στο προστατευτικό μεταλλικό στηθαίο που διαχωρίζει τα δύο ρεύματα πορείας και ακολούθως περιστράφηκε προς τα δεξιά, προκαλώντας στρεβλώσεις στο στηθαίο μήκους 12 μέτρων. Τελικά ακινητοποιήθηκε σχεδόν κάθετα στο οδόστρωμα, εντός της αριστερής λωρίδας κυκλοφορίας, καταλαμβάνοντας και τμήμα της δεξιάς λωρίδας κυκλοφορίας περίπου μισό μέτρο. Την ίδια χρονική στιγμή ο Α. Σ., ηλικίας 33 ετών, οδηγούσε τη με αριθμό κυκλοφορίας ΝΙΥ-… δίκυκλη μοτοσικλέτα και εκινείτο στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας της Εγνατίας οδού, έχοντας την ίδια κατεύθυνση με το όχημα του κατηγορουμένου, με αυξημένη για τις περιστάσεις ταχύτητα που υπερέβαινε το όριο των 80 χιλιομέτρων την ώρα, ανερχόμενη σε 140 χιλιόμετρα την ώρα περίπου. Αιφνιδιασθείς από τη θέση που κατέλαβε το όχημα του κατηγορουμένου στο οδόστρωμα, το οποίο απέκλειε παντελώς το ρεύμα πορείας του, δεν πραγματοποίησε έγκαιρα ελιγμό προς τα δεξιά, ώστε να διέλθει από το ελεύθερο τμήμα του οδοστρώματος (περί τα 3 μέτρα δεξιά λωρίδα και περί τα 2 μέτρα έρεισμα), με αποτέλεσμα να προσκρούσει στην εμπρόσθια δεξιά πλευρά του ακινητοποιημένου στο οδόστρωμα αυτοκινήτου. Από τη σύγκρουση, η οποία υπήρξε σφοδρή ο οδηγός της μοτοσικλέτας εκτινάχθηκε από αυτήν και κατέπεσε επί του οδοστρώματος σε απόσταση 6 μέτρων από το σημείο συγκρούσεως, με αποτέλεσμα να υποστεί πλήρη διατομή της σπονδυλικής στήλης, ρήξεις πνευμόνων και πολλαπλές κακώσεις σώματος, εξαιτίας των οποίων, ως μόνης ενεργού αιτίας επήλθε ο θάνατος του. Ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε ότι δεν ευθύνεται για το ατύχημα, διότι αναγκάστηκε να κινηθεί δεξιά στο έρεισμα της οδού, επειδή αντιλήφθηκε δύο οχήματα από αριστερά του, που επιχειρούσαν να τον προσπεράσουν, έχοντας αναπτύξει ιδιαίτερα μεγάλη ταχύτητα, κάνοντας “κόντρα” μεταξύ τους. Έτσι εισήλθε στο ασφάλτινο έρεισμα το οποίο παρουσίαζε κακοτεχνία (υψομετρική διαφορά 16 εκ), ο εμπρόσθιος δεξιός τροχός του αυτοκινήτου εισήλθε στο τσιμεντένιο αυλάκι απορροής ομβρίων υδάτων, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί κατάσταση ανωτέρας βίας και να απωλέσει τον έλεγχο του αυτοκινήτου στην προσπάθειά του να το επαναφέρει με αριστερή στροφή στο οδόστρωμα, γεγονός που δεν οφείλεται στη δική του αμελή συμπεριφορά, αλλά στην κακοτεχνία του οδοστρώματος. Επίσης ισχυρίστηκε ότι η πρόσκρουση της μοτοσικλέτας οφείλεται στο γεγονός ότι ο οδηγός αυτής εκινείτο με αυξημένη για τις περιστάσεις ταχύτητα, δεν είχε τεταμένη την προσοχή του στην οδήγηση, με αποτέλεσμα να μην αντιληφθεί έγκαιρα το ακινητοποιημένο αυτοκίνητο και να αποφύγει τη σύγκρουση πραγματοποιώντας ελιγμό από δεξιά, όπου υπήρχε επαρκής ελεύθερο χώρος. Οι ισχυρισμοί του κατηγορουμένου κρίνονται αβάσιμοι , καθόσον η ύπαρξη αυτοκινήτων στο οδόστρωμα που επιχείρησαν, κατά τους ισχυρισμούς του, να τον προσπεράσουν δικαιολογεί την ενέργειά του να μειώσει ταχύτητα και να κινηθεί δεξιότερα στο ασφάλτινο έρεισμα της οδού, ώστε να επιτευχθεί με ασφάλεια η προσπέραση. Στη συνέχεια, όμως, το αυτοκίνητο εξακολούθησε να κινείται αντικανονικά στο ασφάλτινο έρεισμα και όχι εντός της δεξιάς λωρίδας κυκλοφορίας, και ενώ βρισκόταν σε αυτή τη θέση, από εσφαλμένο χειρισμό του οδηγού εξήλθε ο μπροστινός δεξιός τροχός από το οδόστρωμα, εισήλθε στο τσιμεντένιο αυλάκι απορροής ομβρίων υδάτων και ο κατηγορούμενος, στην προσπάθειά του να επαναφέρει το αυτοκίνητο στη θέση του, προέβη αιφνιδίως σε απότομο χειρισμό του τιμονιού προς τα αριστερά, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα να απωλέσει τον έλεγχο και την εποπτεία του αυτοκινήτου, το οποίο πλαγιολισθαίνοντας προσέκρουσε στα κιγκλιδώματα της κεντρικής νησίδας και ακινητοποιήθηκε, μετά από περιστροφή, καταλαμβάνοντας παντελώς το αριστερό ρεύμα πορείας της οδού και ένα μέρος από το δεξιό. Στους παραπάνω εσφαλμένους χειρισμούς του κατηγορουμένου που είχαν ως αποτέλεσμα να απωλέσει τον έλεγχο και την εποπτεία του αυτοκινήτου συνέβαλε και η αυξημένη ταχύτητά του (90 χιλ/ωρα), η οποία αποδεικνύεται, από το μήκος της πλαγιολίσθησης (37 μέτρα), τη σφοδρότητα της προσκρούσεως στις μεταλλικές μπάρες, οι οποίες καταστράφηκαν σε μήκος 12 μέτρων και την περιστροφή του οχήματος. Από τα παραπάνω αναφερόμενα πραγματικά περιστατικά αποδεικνύεται ότι ο κατηγορούμενος δεν οδηγούσε με σύνεση και προσοχή, όπως όφειλε, ως μέσος συνετός οδηγός, αλλά η οδηγική του συμπεριφορά, όπως παραπάνω περιγράφεται, υπήρξε αμελής, και είχε ως άμεση συνέπεια την πρόκληση του επιδίκου θανατηφόρου τροχαίου ατυχήματος, είναι δε ανεξάρτητο το γεγονός εάν υπήρξε ή όχι συνυπαιτιότητα του οδηγού της μοτοσικλέτας στην επέλευση αυτού….Επομένως, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος για την αξιόποινη πράξη της ανθρωποκτονίας από αμέλεια με την αναγνώριση της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2 στοιχ. α’ του νέου Π.Κ., δηλαδή ότι έζησε σύννομα ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα, που του αναγνωρίσθηκε και πρωτοδίκως με την εκκαλούμενη απόφαση, αφού, μετά την άσκηση έφεσης κατ’αυτής, δεν μπορεί να χειροτερεύσει η θέση του, με τη μη αναγνώριση του ως άνω ελαφρυντικού, που συνιστά λόγο μείωσης της ποινής κατά το άρθρο 83 του ίδιου Κώδικα”.
Στη συνέχεια, το παραπάνω Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα ένοχο, της αξιόποινης πράξης της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, με το ακόλουθο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης: ”
Κηρύσσει τον κατηγορούμενο ένοχο του ότι: Στην …, την 6.7.2014, στο Η 460ο χλμ. της Εγνατίας Οδού, από αμέλεια του, δηλαδή από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα της πράξης του και επέφερε το θάνατο του Α. Σ. του Πέτρου. Ειδικότερα, στον ανωτέρω τόπο και χρόνο, οδηγώντας το υπ’ αριθμ. κυκλοφορίας ΝΖΕ-… ΙΧΕ αυτοκίνητο ιδιοκτησίας του, επί της Εγνατίας Οδού με κατεύθυνση από Αλεξανδρούπολη προς Θεσσαλονίκη, στο ύψος της χ.θ. Η 460 της ανωτέρω οδού, δεν επέδειξε την απαιτούμενη σύνεση και προσοχή, ούτε ασκούσε τον πλήρη έλεγχο και εποπτεία του οχήματός του ώστε να μπορεί σε κάθε στιγμή να εκτελεί τους απαιτούμενους χειρισμούς και επίσης δεν οδηγούσε με τεταμένη την προσοχή του αλλά εκινείτο στο ασφάλτινο έρεισμα της οδού και όχι εντός της προβλεπόμενης λωρίδας κίνησης οχημάτων και ακολούθως εισήλθε με τον εμπρόσθιο δεξιό τροχό του οχήματός του στο τσιμεντένιο πρανές που χρησιμοποιείται ως αυλάκι απορροής υδάτων, ενώ στη συνέχεια πραγματοποίησε αιφνίδια και ανεξέλεγκτη αριστερή στροφή προς το μέσον του οδοστρώματος, θέτοντας το όχημά του σε πλάγια ολίσθηση, με αποτέλεσμα να προσκρούσει στα μεταλλικά προστατευτικά στηθαία που διαχωρίζουν τα δύο ρεύματα κυκλοφορίας και να ακινητοποιηθεί κάθετα επί της οδού. Αποτέλεσμα δε της αμελούς αυτής ενέργειας του κατηγορουμένου ήταν να καταλάβει εξ ολοκλήρου την αριστερή λωρίδα του ρεύματος κυκλοφορίας του και να παρεμβληθεί αντικανονικά στην πορεία της υπ’ αριθμ. κυκλοφορίας ΝΙΥ- … δίκυκλης μοτοσυκλέτας, ο οδηγός της οποίας, Α. Σ., δεν απέφυγε την πρόσκρουση στο αυτοκίνητο του κατηγορουμένου αλλά επέπεσε με το εμπρόσθιο μέρος της μοτοσυκλέτας του στη δεξιά πλευρά του υπ’ αριθμ. κυκλοφορίας ΝΖΕ- … ΙΧΕ εκτινάχθηκε επί του οδοστρώματος και υπέστη πλήρη διατομή της σπονδυλικής στήλης, ρήξεις πνευμόνων και πολλαπλές κακώσεις σώματος, εξατίας των οποίων, ως μόνης ενεργού αιτίας επήλθε ο θάνατός του”. Με τις ανωτέρω παραδοχές, οι οποίες διαλαμβάνονται στο σκεπτικό σε συνδυασμό με όσα αναφέρονται στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, η εν λόγω απόφαση περιέχει την επιβαλλόμενη, κατά τα ως άνω, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρονται σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά και κατά τρόπο επιτρέποντα τον αναιρετικό έλεγχο, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, με παράθεση όλων των στοιχείων, που απαρτίζουν τη νομοτυπική μορφή του εγκλήματος τούτου, οι αποδείξεις, που τα θεμελιώνουν, καθώς και οι συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στις προπαρατεθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, των άρθρων 302 παρ.1 και 28 παρ.1 του Π.Κ., τις οποίες το Δικαστήριο της ουσίας ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, δηλαδή με ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες, οπότε δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, στο σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα συγκροτούντα την αμελή συμπεριφορά του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου πραγματικά περιστατικά, το είδος της αμέλειας και ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ αυτής και του προκληθέντος θανάτου του Α. Σ.. Συγκεκριμένα, με τα διαλαμβανόμενα στο αιτιολογικό της αποφάσεως επαρκώς παρατίθενται τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προσδιορίζουν τις ακριβείς συνθήκες του επισυμβάντος τροχαίου ατυχήματος, προσδιορίζεται το είδος της αμέλειας του κατηγορουμένου (άνευ συνειδήσεως αμέλεια), εκτίθενται με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αμελή συμπεριφορά του αναιρεσείοντος και αναφέρεται ο αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της αμελούς συμπεριφοράς του κατηγορουμένου και του ως άνω επελθόντος αποτελέσματος. Τούτο, κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως επήλθε α) διότι ο αναιρεσείων από έλλειψη της προσοχής και επιμέλειας την οποία όφειλε και μπορούσε να καταβάλει δεν οδηγούσε με σύνεση και με διαρκώς τεταμένη την προσοχή του κατά την οδήγηση και δεν ασκούσε τον πλήρη έλεγχο και την εποπτεία του οχήματος του, ώστε να δύναται να ενεργεί τους απαιτούμενους αποφευκτικούς χειρισμούς, προς αποφυγή ατυχήματος, β) δεν μείωσε την ταχύτητα του οχήματός του με την οποία έβαινε, μεγαλύτερη της επιτρεπομένης των 80 χιλιομέτρων ανά ώρα, ώστε να πραγματοποιήσει με ασφάλεια τη στροφή, λαμβάνοντας υπόψη τις παραπάνω συνθήκες της οδού. Αποτέλεσμα της παραπάνω οδικής συμπεριφοράς του αναιρεσείοντος, ήταν να προκληθεί το περιγραφόμενο στην προσβαλλομένη, κατά τόπο, τρόπο και λοιπές περιστάσεις, θανατηφόρο τροχαίο ατύχημα, συνδεομένου, έτσι του αποτελέσματος, αιτιωδώς, με την αμελή συμπεριφορά αυτού. Για την πληρότητα της αιτιολογίας της αποφάσεως, ενόψει του όλου περιεχομένου της δεν ήταν αναγκαίος περαιτέρω λεπτομερέστερος προσδιορισμός της αμέλειας του ήδη αναιρεσείοντος, αφού εκτέθηκε σαφώς, κατά τα προεκτεθέντα, ότι συνέτρεξε άνευ συνειδήσεως αμέλεια. Παρά δε τις περί του αντιθέτου αιτιάσεις του αναιρεσείουσας αναφέρονται στην αιτιολογία της αποφάσεως τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους, από το σύνολο των οποίων το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην κρίση του περί απόρριψης των ισχυρισμών του κατηγορουμένου-αναιρεσείοντος, ενώ δεν υπήρχε κατά νόμο ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά ούτε να προβεί σε αξιολογική συσχέτιση τους και σύγκριση μεταξύ τους. Από τη μνεία, ομοίως, στην αρχή του σκεπτικού της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη τις καταθέσεις των εξετασθέντων ενόρκως μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως, τα αναγνωσθέντα έγγραφα και τα αναγνωσθέντα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, προκύπτει αναμφιβόλως ότι το δικαστήριο της ουσίας προέβη σε καθολική εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων και όχι σε επιλεκτική ορισμένων από αυτά. Περαιτέρω ενόψει της βασικής παραδοχής της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι το τροχαίο ατύχημα έλαβε χώρα, εντός της αριστερής λωρίδας κυκλοφορίας, του ρεύματος πορείας προς Θεσσαλονίκη, της οδού Εγνατίας, στην οποία εκινείτο ο θανών με δίκυκλη μοτοσυκλέτα, στην πορεία του οποίου παρενεβλήθη εντελώς αιφνιδιαστικά το όχημα (Ι.Χ.Ε.) του αναιρεσείοντος, υπό τις αναφερόμενες αναλυτικά περιστάσεις στην προσβαλλομένη, οι σημειούμενες λεπτομέρειες στην ένδικη αναίρεση, σε σχέση με την κατάσταση της οδού (έρεισμα, ρείθρο, κακοτεχνία οδού κ.λ.π.) που αφορούν όλους τους οδηγούς οχημάτων που κινούνται σ’ αυτή, δεν είναι ικανές να δημιουργήσουν, κενά ή ασάφειες ή αντιφάσεις που να καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο. Οι εκτιθέμενες στο λόγο αυτό λοιπές αιτιάσεις περί εσφαλμένης εκτίμησης των αποδεικτικών μέσων, καθόσον εξ αυτών συνάγονται, κατά τον αναιρεσείοντα, αντίθετα συμπεράσματα από αυτά στα οποία κατέληξε το Δικαστήριο της ουσίας, είναι απαράδεκτες καθόσον αφορούν την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, την οποία και επιχειρούν να πλήξουν με την επίφαση της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της έλλειψης νόμιμης βάσης της προσβαλλομένης αποφάσεως. Κατά τα λοιπά, οι εμπεριεχόμενες στον ως άνω αναιρετικό λόγο λοιπές διάσπαρτες αιτιάσεις, που αναφέρονται σε διαφορετική αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων και, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας, πλήττουν την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, είναι απαράδεκτες, αφού συνιστούν αμφισβήτηση των εις βάρος της αναιρεσείουσας ουσιαστικών παραδοχών της προσβαλλόμενης καταδικαστικής απόφασης και της ορθότητας του αποδεικτικού πορίσματός της. Πλέον συγκεκριμένα, η προβαλλόμενη από τον αναιρεσείοντα αντίθεση, κατ’ αυτήν, των παραδοχών της απόφασης προς τις επισημαινόμενες μαρτυρικές καταθέσεις και τα λοιπά αποδεικτικά μέσα δεν αποτελεί αναιρετική πλημμέλεια με την έννοια της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας αλλά πλήττει την περί τα πράγματα ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Άλλωστε, ως αντίφαση, η οποία συνεπάγεται έλλειψη αιτιολογίας, νοείται η προκύπτουσα είτε μεταξύ των εκτιθέμενων στο σκεπτικό της απόφασης είτε μεταξύ των τελευταίων και εκείνων που αναφέρονται στο διατακτικό αυτής και όχι η τυχόν αντίθεση ορισμένων αποδεικτικών μέσων προς τις ουσιαστικές παραδοχές και το πόρισμα της απόφασης, καθόσον το τελευταίο ανάγεται στην εκτίμηση των αποδείξεων, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, δεν ελέγχεται αναιρετικά. Επομένως, οι, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του ΚΠΔ, αντίθετες αιτιάσεις για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, είναι αβάσιμες και οι λόγοι απορριπτέοι.
Η παραβίαση της διάταξης του άρθρου 6 παρ.1 της Ε.Σ.Δ.Α., που καθιερώνει την αρχή της δίκαιης δίκης, δε δημιουργεί ιδιαίτερο λόγο αναιρέσεως της ποινικής αποφάσεως, πέρα από τους λόγους που περιοριστικά αναφέρονται στο άρθρο 510 του Κ.Ποιν.Δ., εκτός εάν συνδυάζεται με άλλη πλημμέλεια που υπάγεται στους προβλεπόμενους από την εν λόγω διάταξη λόγους αναιρέσεως, σε συνδυασμό με όσα ορίζονται στη διάταξη του άρθρου 171 παρ.1 στοιχ. δ’ του Κ.Ποιν.Δ.(ΑΠ 417/2020).Εν όψει του ότι οι προβαλλόμενοι αναιρετικοί λόγοι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ., ήτοι της ελλείψεως αιτιολογίας, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, είναι αβάσιμοι, δεν στοιχειοθετείται παραβίαση των διατάξεων της Ε.Σ.Δ.Α. για μη δίκαιη δίκη ως ιδιαίτερος αναιρετικός λόγος και τα όσα αντίθετα υποστηρίζει ο αναιρεσείων είναι αβάσιμα.
Σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ.1 Κ.Π.Δ., ” ακυρότητα που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη, προκαλείται: 1) αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν: α)… δ) την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται από το νόμο, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (όπως το στοιχείο δ’ αντικαταστάθηκε από το άρθρο 11 παρ.2 του Ν.3904/2010). Επίσης, κατά το άρθρο 6 παρ. 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), που κυρώθηκε με το Ν.Δ. 53/1974 και έχει υπερνομοθετική ισχύ κατά το όρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος “παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι τεκμαίρεται ότι είναι αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του”, σύμφωνα δε με το άρθρο 14 παρ. 2 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (Δ.Σ.Α.Π.Δ.), που κυρώθηκε από την Ελλάδα με το Ν. 2462/1997, “κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα τεκμαίρεται ότι είναι αθώο εωσότου η ενοχή του αποδειχθεί σύμφωνα με το νόμο”. Με τις ως άνω διατάξεις στα πλαίσια της έννοιας της “δίκαιης δίκης” επί ποινικών υποθέσεων, καθιερώνεται το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου καθ’ όλα τα διαδικαστικά στάδια μέχρι να εκδοθεί καταδικαστική απόφαση επί της δίωξης που ασκήθηκε εις βάρος του, κατοχυρώνεται, δηλαδή, το δικαίωμα κάθε κατηγορουμένου να θεωρείται (τεκμαίρεται) αθώος εωσότου η ενοχή του αποδειχθεί νομίμως. Κατ’ αυτό, η Πολιτεία, μέσω των οργάνων της οφείλει να αποδείξει την ενοχή του κατηγορουμένου και όχι ο κατηγορούμενος την αθωότητά του. Απόρροια του τεκμηρίου αθωότητας είναι η αρχή της επιείκειας προς τον κατηγορούμενο, η οποία επιβάλλει στο δικαστήριο εν αμφιβολία να αποφανθεί υπέρ του κατηγορουμένου (in dubio pro reo). Η παραβίαση του τεκμηρίου αυτού επάγεται, πέραν της αναίρεσης της απόφασης για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας οπότε ιδρύεται και ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’, σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ’ Κ.Ποιν.Δ. λόγος αναίρεσης.
Στην προκείμενη περίπτωση, οι παρατεθείσες στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης παραδοχές του Δικαστηρίου της ουσίας δεν συνιστούν αντιστροφή της υποχρέωσής της προς απόδειξη της ενοχής ούτε μετακύλυση στον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα του βάρους απόδειξης της αθωότητάς του και ουδόλως αποτελούν παραβίαση του κατοχυρωμένου, κατά τα εκτεθέντα στην προηγηθείσα νομική σκέψη, τεκμηρίου αθωότητας αυτού, όπως ο ίδιος αβάσιμα διατείνεται, αφού από το σύνολο των παραδοχών της τελευταίας προκύπτει, ότι το Δικαστήριο της ουσίας, αξιολογώντας και συνεκτιμώντας ανελέγκτως το σύνολο του αποδεικτικού υλικού, κατέληξε στην κρίση περί της ενοχής του με την προεκτεθείσα ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η οποία δεν είναι ενδοιαστική ούτε αντιφατική και ελλιπής, όπως αβάσιμα υποστηρίζει ο αναιρεσείων. Άλλωστε, σαφώς προκύπτει από το αιτιολογικό της παραπάνω αποφάσεως, ότι ο αναιρεσείων καταδικάσθηκε, διότι αποδείχθηκε η ενοχή του και όχι, διότι δεν κατόρθωσε να αποδείξει την αθωότητά του, ενώ από τις προεκτεθείσες παραδοχές της εν λόγω αποφάσεως ουδόλως προκύπτει, ότι παρέμεινε στο Δικαστήριο οποιαδήποτε αμφιβολία ως προς την ενοχή του αναιρεσείοντος, που θα έπρεπε να ερμηνευθεί υπέρ αυτού, κατ’ εφαρμογή της αρχής “in dubio pro reo”, παρά τα αντίθετα αβασίμως υποστηριζόμενα από τον ίδιο. Κατά συνέπεια, ο σχετικός λόγος της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας, λόγω παραβίασης του τεκμηρίου αθωότητας του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α’ σε συνδ. με άρθρο 171 παρ.1 στοιχ. δ’ Κ.Ποιν.Δ., είναι αβάσιμος.
Μετά από αυτά, μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα στα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 578 §1 ΚΠΔ) καθώς και η δικαστική δαπάνη των υποστηριζόντων την κατηγορία Π. Σ., Μ. Τ., Δ. Σ. και Δ. Σ., που παραστάθηκαν (άρθρα 176,183 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 26.08.2021 αίτηση του Σ. Π. του Ν.,, κατοίκου … (Λεωφόρος … αριθ. …), για αναίρεση της υπ’ αριθ. 135/2021 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θράκης.
Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
Καταδικάζει αυτόν στη δικαστική δαπάνη των υποστηριζόντων την κατηγορία Π. Σ., Μ. Τ., Δ. Σ. και Δ. Σ., που παραστάθηκαν, την οποία ορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ, συνολικά.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 30 Μαρτίου 2022.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 18 Μαΐου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ