Δέσμευση περιουσιακών στοιχείων εταιρείας κατά τη διάρκεια ποινικής έρευνας. Παραβίαση δικαιώματος σεβασμού της περιουσίας

ΑΠΟΦΑΣΗ

Gration TreydTOV κατά Ουκρανίας της 22.02.2024 (αριθμ. προσφ. 9166/14)

Βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Δέσμευση περιουσίας της προσφεύγουσας εταιρείας από τις διωκτικές αρχές για περίπου οκτώ μήνες. Η προσφεύγουσα είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης που εξειδικεύεται στην κατασκευή CD-ROM.

Κατόπιν έρευνας στις εγκαταστάσεις της εταιρείας στο πλαίσιο ποινικής έρευνας σχετικά με εικαζόμενη παραγωγή και πώληση πλαστών CD-ROM, κατασχέθηκαν διάφορα στοιχεία εξοπλισμού της και ο ανακριτής εξέδωσε απόφαση, σύμφωνα με την οποία όλα τα κατασχεμένα αποτελούν ουσιώδη αποδεικτικά στοιχεία και έπρεπε να αποθηκευτούν σε αστυνομικό τμήμα. Επικαλούμενη διατάξεις του ΚΠΔ, η προσφεύγουσα ζήτησε από το εθνικό δικαστήριο την επιστροφή των κατασχεμένων αντικειμένων, τα οποία θεωρούσε απαραίτητα για την παραγωγή της. Όλες οι προσπάθειες της προσφεύγουσας να προσβάλει τη διαταγή κατάσχεσης ή να την άρει ήταν ανεπιτυχείς. Μερικούς μήνες αργότερα, η έρευνα διεκόπη λόγω έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων περί τέλεσης ποινικού αδικήματος, η διαταγή κατάσχεσης ήρθη και η προσφεύγουσα εταιρία έλαβε πίσω τα περιουσιακά της στοιχεία.

Το Δικαστήριο επεσήμανε ότι το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου δεν απαγορεύει την κατάσχεση φυσικών αποδεικτικών στοιχείων στο πλαίσιο ποινικής έρευνας, αρκεί η κατάσχεση αυτή να είναι σύμφωνη με τα δικαιώματα που απορρέουν από την εν λόγω διάταξη. Επιπλέον, τόνισε ότι, αν και παραδέχθηκε ότι η περιουσία της προσφεύγουσας εταιρείας είχε «δεσμευθεί προσωρινά» μετά την έρευνα στις εγκαταστάσεις της, η Κυβέρνηση δεν σχολίασε την αποτυχία των εισαγγελικών αρχών να συμμορφωθούν με τις ισχύουσες διασφαλίσεις βάσει του ΚΠΔ.

Το ΕΔΔΑ αναγνώρισε ενδείξεις αυθαιρεσίας σε σχέση με την παρέμβαση στο δικαίωμα της προσφεύγουσας εταιρείας στην ειρηνική απόλαυση της περιουσίας της και διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος αυτού (άρθρο 1 Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου).

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 1 ΠΠΠ

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Στις 7 Ιουνίου 2013, ο ανακριτής του πρωτοδικείου του Boryspil επέτρεψε τη διενέργεια έρευνας στις εγκαταστάσεις της προσφεύγουσας εταιρείας στο πλαίσιο ποινικής έρευνας σχετικά με εικαζόμενη παραγωγή και πώληση πλαστών CD-ROM, αφού δέχθηκε την πρόταση εισαγγελέα ότι η έρευνα θα μπορούσε να αποκαλύψει στοιχεία εγκληματικής δραστηριότητας. Η απόφαση επέτρεψε την απόκρυψη «στοιχείων σχετικών με την έρευνα».

Κατόπιν της έρευνας, που πραγματοποιήθηκε στις 14 Ιουνίου 2013, κατασχέθηκαν διάφορα στοιχεία εξοπλισμού και άλλα υλικά σχετικά με την παραγωγή CD-ROM.

Την ίδια ημερομηνία, ο αρμόδιος  ανακριτής εξέδωσε απόφαση αιτιολογώντας την κατάσχεση σύμφωνα αναφέροντας ότι σχεδόν όλα τα κατασχεθέντα αντικείμενα αποτελούσαν ουσιώδη αποδεικτικά στοιχεία στην εν εξελίξει έρευνα. Τα αντικείμενα αυτά αποθηκεύθηκαν στο αστυνομικό τμήμα του Boryspil.

Στις 2 Ιουλίου 2013, η προσφεύγουσα ζήτησε από το δικαστήριο του  Boryspil την επιστροφή των κατασχεθέντων, τα οποία θεωρούσε απαραίτητα για την παραγωγή των CD-ROΜ. Υποστήριξε ότι, σύμφωνα με το άρθρο 236 § 7 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, τα κατασχεθέντα περιουσιακά στοιχεία που δεν προσδιορίζονταν ρητά στο ένταλμα έρευνας έπρεπε να θεωρούνται «προσωρινά κατασχεμένα». Η εταιρεία αναφέρθηκε περαιτέρω στο άρθρο 171 § 5 του ΚΠΔ, το οποίο προέβλεπε ότι, εάν ένας ανακριτής δεν ζητούσε την κατάσχεση τέτοιων περιουσιακών στοιχείων εντός μιας ημέρας από την προσωρινή κατάσχεσή τους, έπρεπε να επιστραφούν αμέσως στον ιδιοκτήτη τους. Ελλείψει τέτοιας αίτησης στην προκειμένη υπόθεση, υποστήριξε ότι δεν υπήρχαν νομικοί λόγοι για τη συνέχιση της κατάσχεσης της περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας.

Στις 9 Ιουλίου 2013 ο δικαστής, με τελεσίδικη απόφαση, έκανε δεκτή την αξίωση της προσφεύγουσας και διέταξε τον ανακριτή να επιστρέψει τα κατασχεθέντα. Στο μέτρο που ο ανακριτής αναφέρθηκε στην απόφασή του της 14ης Ιουνίου 2013 ως επεξήγηση των νομικών λόγων για την κατάσχεση, ο δικαστής έκρινε ότι η έκδοση μιας τέτοιας απόφασης δεν προβλεπόταν από τον ΚΠΔ.

Στις 10 Ιουλίου 2013, ο ίδιος δικαστής έκανε δεκτή αίτηση του εισαγγελέα (που είχε υποβληθεί την ίδια ημέρα) για επικύρωση της κατάσχεσης όλων των περιουσιακών στοιχείων που κατασχέθηκαν στις 14 Ιουνίου 2013, διευκρινίζοντας ότι ένα τέτοιο μέτρο ήταν αναγκαίο για τη διασφάλιση αποτελεσματικής έρευνας, χωρίς να σχολιάσει την προγενέστερη απόφαση. Ο δικαστής έκρινε ότι το θέμα έπρεπε να εξεταστεί χωρίς να ειδοποιηθεί η προσφεύγουσα εταιρεία, δεδομένου ότι το εν λόγω περιουσιακό στοιχείο «δεν κατασχέθηκε προσωρινά».

Στις 10 και 11 Ιουλίου 2013 η προσφεύγουσα, η οποία δεν γνώριζε την προαναφερθείσα διαταγή κατάσχεσης, ζήτησε από τον ανακριτή την επιστροφή των κατασχεθέντων.

Στις 11 Ιουλίου 2013 ο επικεφαλής της έρευνας έστειλε δύο επιστολές στην προσφεύγουσα: η πρώτη ενημέρωνε την εταιρεία ότι ο εκπρόσωπός της μπορούσε να ανακτήσει το επίμαχο περιουσιακό στοιχείο από το αστυνομικό τμήμα του Boryspil, ενώ η δεύτερη ανέφερε ότι το αίτημά της δεν μπορούσε να γίνει δεκτό, δεδομένου ότι το περιουσιακό στοιχείο είχε κατασχεθεί στις 10 Ιουλίου 2013.

Οι προσπάθειες της προσφεύγουσας εταιρείας να προσβάλει τη διαταγή κατάσχεσης ή να την άρει ήταν ανεπιτυχείς. Στις 17 Ιουλίου 2013, ο ανακριτής απέρριψε αίτηση της προσφεύγουσας για άρση της διαταγής κατάσχεσης και, στις 18 Ιουλίου 2013, το Περιφερειακό Εφετείο του Κιέβου, με τελεσίδικη απόφαση, απέρριψε την ασκηθείσα έφεση. Τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας εταιρείας, ιδίως ότι υπήρχε ανεξήγητη αντίφαση μεταξύ των αποφάσεων της 9ης και της 10ης Ιουλίου 2013, δεν εξετάστηκαν.

Στις 20 Φεβρουαρίου 2014 η έρευνα διεκόπη λόγω έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων περί τέλεσης ποινικού αδικήματος, η διαταγή κατάσχεσης ήρθη και αποδόθηκαν στην προσφεύγουσα τα κατασχεθέντα.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Η προσφεύγουσα υποστήριξε ότι η κατάσχεση της περιουσίας της ήταν παράνομη και αυθαίρετη.

Η Κυβέρνηση αποδέχθηκε ότι υπήρξε παρέμβαση στο δικαίωμα της προσφεύγουσας εταιρείας στην ειρηνική απόλαυση των περιουσιακών της στοιχείων. Υποστήριξε, ωστόσο, ότι η παρέμβαση αυτή ήταν σύμφωνη με τις απαιτήσεις του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου. Σύμφωνα με την Κυβέρνηση, η κατάσχεση της περιουσίας της προσφεύγουσας εταιρείας είχε σταθερά νομική βάση: αρχικά η περιουσία είχε δεσμευθεί προσωρινά μετά την έρευνα και λίγο αργότερα είχε επισυναφθεί ως υλικό αποδεικτικό στοιχείο στην εν εξελίξει ποινική έρευνα. Η Κυβέρνηση παρατήρησε περαιτέρω ότι η προσφεύγουσα είχε ζητήσει επιτυχώς την επιστροφή μέρους της δεσμευμένης περιουσίας της, ενώ ένα άλλο μέρος είχε δεσμευθεί σύμφωνα με τις ισχύουσες νομικές διατάξεις.

Το Δικαστήριο επεσήμανε ότι το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου δεν απαγορεύει την κατάσχεση φυσικών αποδεικτικών στοιχείων στο πλαίσιο ποινικής έρευνας. Ωστόσο, ένα τέτοιο μέτρο, το οποίο σχετίζεται με τον έλεγχο της χρήσης της ιδιοκτησίας, πρέπει να συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου. Επομένως, πρέπει να προβλέπεται από τον νόμο και να επιδιώκει θεμιτό σκοπό. Οι ενέργειες των αρχών πρέπει επίσης να επιτυγχάνουν δίκαιη ισορροπία μεταξύ του γενικού συμφέροντος και του ατομικού δικαιώματος ιδιοκτησίας (Pendov κατά Βουλγαρίας της 26.03.2020, αριθ. προσφ. 44229/11 § 42).

Επιπλέον, παρότι το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου δεν περιέχει ρητές δικονομικές απαιτήσεις, οι δικαστικές διαδικασίες που αφορούν το δικαίωμα στην ειρηνική απόλαυση της περιουσίας πρέπει να παρέχουν στον ιδιώτη εύλογη δυνατότητα να προβάλει την άποψή του ενώπιον των αρμόδιων αρχών προκειμένου να αμφισβητήσει αποτελεσματικά τα μέτρα που θίγουν τα δικαιώματα που εγγυάται η διάταξη αυτή.

Όσον αφορά την παρούσα υπόθεση, το Δικαστήριο σημείωσε ότι, αν και παραδέχθηκε ότι η περιουσία της προσφεύγουσας εταιρείας είχε «δεσμευθεί προσωρινά» μετά την έρευνα στις 14 Ιουνίου 2013, η Κυβέρνηση δεν σχολίασε την αποτυχία των εισαγγελικών αρχών να συμμορφωθούν με τις ισχύουσες διασφαλίσεις βάσει του άρθρου 171 § 5 του ΚΠΔ (είτε ζητώντας δικαστική εντολή για την κατάσχεση της περιουσίας της προσφεύγουσας εταιρείας εντός μιας ημέρας από την κατάσχεσή της ή επιστρέφοντάς την αμέσως στην προσφεύγουσα), μολονότι τα σχετικά επιχειρήματα της προσφεύγουσας εταιρείας έγιναν δεκτά στις 9 Ιουλίου 2013 από τον ανακριτή, ο οποίος διέταξε την επιστροφή του περιουσιακού στοιχείου σε αυτήν. Ενώ ο δικαστής δήλωσε επίσης στην ίδια απόφαση ότι η κατάσχεση της περιουσίας από τον ανακριτή ως αποδεικτικό στοιχείο μετά την προσωρινή κατάσχεση δεν προβλεπόταν από το νόμο, η Κυβέρνηση δήλωσε, χωρίς περαιτέρω εξηγήσεις, ότι η κατάσχεση αυτή ήταν νόμιμη.

Το Δικαστήριο έλαβε επίσης υπόψη την ανεξήγητη μεταβολή της θέσης του ανακριτή από τη μια ημέρα στην άλλη. Χωρίς να σχολιάσει την προηγούμενη απόφασή του με την οποία διέτασσε την επιστροφή μέρους της περιουσίας της προσφεύγουσας εταιρείας, ο δικαστής αυτός διέταξε την κατάσχεση όλων των περιουσιακών στοιχείων που δεσμεύθηκαν κατόπιν της έρευνας της 14 Ιουνίου 2013. Επιπλέον, με την ευκαιρία αυτή, ο ανακριτής έκρινε, χωρίς καμία αιτιολογία, ότι δεν υπήρξε «προσωρινή κατάσχεση» της περιουσίας της προσφεύγουσας εταιρείας και ότι, ως εκ τούτου, δεν χρειαζόταν να ενημερωθεί για την κατάσχεση.

Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, οι προαναφερθείσες περιστάσεις καταδείκνυαν σοβαρές ενδείξεις αυθαιρεσίας σε σχέση με την παρέμβαση στο δικαίωμα της προσφεύγουσας στην ειρηνική απόλαυση της περιουσίας της.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (επιμέλεια: echarcaselaw.com).

 

To Top