ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 949 / 2022 Συναυτουργία. Σύμπραξη και κοινός δόλος

ΑΡΙΘΜΟΣ 949/2022

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ελένη Φραγκάκη, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη (σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 42/2022 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου), Πηνελόπη Παρτσαλίδου-Κομνηνού, Ελένη Κατσούλη, Δημήτριο Τράγκα και Διονύσιο Παλλαδινό-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Απριλίου 2022, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ευάγγελου Ζαχαρή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντα – κατηγορουμένου S. M. του R., κατοίκου … που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Νάκο, περί αναιρέσεως της υπ’ αριθ. 563/2020 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αλεξανδρούπολης.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αλεξανδρούπολης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό 1/2021 από 5-5-2021 αίτησή του αναίρεσης, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 561/2021.
Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντα, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά,

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση από 5-5-2021 αίτηση, ασκηθείσα με δήλωση στον γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση για την οποία συντάχθηκε η έκθεση με αριθμό 1/2021, του S. M. του R., κατοίκου … για αναίρεση της απόφασης 563/8-10-2020 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αλεξανδρούπολης, με την οποία ο αναιρεσείων κηρύχθηκε σε δεύτερο βαθμό ένοχος για την πράξη της απόπειρας κλοπής από κοινού και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης έξι (6) μηνών, μετατραπείσα προς 5 ευρώ ημερησίως, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, περιέχει δε λόγους αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’, Δ’ και Ε’ του ΚΠοινΔ (απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης) και, συνεπώς, είναι παραδεκτή. Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 του κυρωθέντος με το Ν.4619/2019 και ισχύοντος από την 1η-7-2019 νέου Ποινικού Κώδικα, “Αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου”. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται η αρχή της αναδρομικότητας των επιεικέστερων διατάξεων ουσιαστικού ποινικού νόμου, που ίσχυσαν από την τέλεση της πράξης μέχρι το χρόνο της αμετάκλητης εκδίκασης της υπόθεσης. Επιεικέστερη δε διάταξη νόμου θεωρείται εκείνη που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο προβλέψεις, δηλαδή εκείνη, η οποία με την εφαρμογή της, με βάση τις προβλεπόμενες στη συγκεκριμένη περίπτωση προϋποθέσεις, επιφέρει την ευνοϊκότερη για τον κατηγορούμενο ποινική μεταχείριση. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 372 παρ. 1 εδ. α’του ισχύοντος μέχρι την 30.6.2019 ΠΚ “Όποιος αφαιρεί ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα από την κατοχή άλλου με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών”. Η αντίστοιχη διάταξη του ισχύοντος από 1-7-2019 ΠΚ ορίζει “Όποιος αφαιρεί ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα από την κατοχή άλλου με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα, τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή”. Από τις 12-11-2021 με το Ν. 4855/2021 το άρθρο 372 παρ. 1 εδ.α’ τροποποιήθηκε και ορίζει : “Όποιος αφαιρεί ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα από την κατοχή άλλου με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα, τιμωρείται με φυλάκιση”. Από την αντιπαραβολή των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι δεν διαφοροποιούνται ως προς το στοιχείο της υποκειμενικής και αντικειμενικής υπόστασης του οικείου εγκλήματος, ενώ ως προς την ποινή ευμενέστερη είναι η διάταξη που ίσχυσε από 1-7-2019 έως 11-12-2021, δεδομένου ότι προβλέπεται πλαίσιο ποινής φυλάκισης χωρίς ελάχιστο όριο δηλαδή από δέκα (10) ημέρες έως τρία (3) έτη ή χρηματική ποινή, ενώ η διάταξη του προισχύσαντος ΠΚ προέβλεπε φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών έως πέντε (5) ετών, ενώ η ίδια διάταξη μετά την τροποποίησης από το Ν. 4855/2021 προβλέπει ποινή φυλάκισης δέκα (10) ημερών έως πέντε (5) ετών. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 42 παρ. 1 του νέου ΠΚ : “Όποιος, έχοντας αποφασίσει να τελέσει έγκλημα, αρχίζει να εκτελεί την περιγραφόμενη στο νόμο αξιόποινη πράξη, τιμωρείται, αν το έγκλημα δεν ολοκληρώθηκε, με μειωμένη ποινή (άρθρο 83)”. Από τη διάταξη αυτή, με τη νέα της διατύπωση κατά την οποία δεν υπάρχει ουσιώδης μεταβολή ως προς την ερμηνεία του όρου της αρχής εκτέλεσης, συνάγεται ότι για την ύπαρξη απόπειρας απαιτείται πράξη, την οποία επιχειρεί ο δράστης με το δόλο τέλεσης ορισμένου εγκλήματος και περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης του εγκλήματος αυτού. Ως τέτοια θεωρείται κάθε ενέργεια του δράστη, με την οποία αρχίζει να πραγματώνεται η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και η οποία, αν δεν ανακοπεί από οποιονδήποτε λόγο, οδηγεί αναμφισβήτητα στην πραγμάτωση αυτού ή τελεί σε τέτοια αναγκαία και άμεση σχέση συνάφειας, ώστε κατά την κοινή αντίληψη να θεωρείται ως τμήμα αυτής (ΑΠ 760/2021, ΑΠ 1288/2020). Ακόμη, κατά τη διάταξη του άρθρου 45 του ΠΚ “αν δύο ή περισσότεροι πραγμάτωσαν από κοινού, εν όλω ή εν μέρει, τα στοιχεία της περιγραφόμενης στο νόμο αξιόποινης πράξης, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός”. Με τον όρο “από κοινού” νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ότι κάθε συμμέτοχος θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί πράττουν με δόλο τέλεσης του ιδίου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης μπορεί να συνίσταται ή στο ότι ο καθένας πραγματώνει την όλη ή στο ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμέτοχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές. Για τον έλεγχο από τον Άρειο Πάγο της ορθής ερμηνείας και εφαρμογής του άρθρου 45 του ΠΚ πρέπει να αναφέρονται στην απόφαση τα πραγματικά περιστατικά βάσει των οποίων το δικαστήριο δέχθηκε ότι ο δράστης συμμετείχε στην τέλεση του εγκλήματος ως συναυτουργός (ΟλΑΠ 50/1990, ΑΠ 313/2021). Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού με το διατακτικό της απόφασης, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της απόφασης, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά, τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατύπωσης του σκεπτικού της. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική του κρίση, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 του ΚΠοινΔ, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προέκυψε από το καθένα χωριστά. Πρέπει, όμως, να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά κατ’ επιλογή, ενώ δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιό βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιό ή ποιά αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, αφού δεν εξαιρέθηκαν ρητά, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα λοιπά. Η συνδρομή του δόλου, κατ’ αρχήν, δεν απαιτεί ιδιαίτερη αιτιολογία, διότι αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και αποδεικνύεται, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών και η σχετική με αυτόν αιτιολογία εμπεριέχεται στην κύρια επί της ενοχής αιτιολογία, εκτός αν αξιώνονται πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξης (άμεσος δόλος) ή ορισμένος περαιτέρω σκοπός (έγκλημα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση), οπότε ο δόλος απαιτεί ιδιαίτερη αιτιολογία. Εξάλλου, λόγο αναίρεσης της απόφασης συνιστά, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠοινΔ, και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή, όταν το δικαστήριο, χωρίς να παρερμηνεύσει το νόμο, δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει τον ανωτέρω αναιρετικό λόγο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠοινΔ, συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διάταξης αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της απόφασης, που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης ως άνω απόφασής του, με αριθμό 563/8-10-2020 το Τριμελούς Πλημμελειοδικείο Αλεξανδρούπολης, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, τα οποία προσδιορίζονται κατ’ είδος σ’ αυτή (ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων, έγγραφα των οποίων έγινε ανάγνωση και απολογίες των κατηγορουμένων), δέχθηκε ανελέγκτως, ότι αποδείχθηκαν τα εξής: “Οι κατηγορούμενοι στην …., την 19η Φεβρουάριου 2017, έχοντας αποφασίσει να εκτελέσουν το πλημμέλημα της κλοπής, δηλαδή να αφαιρέσουν από την κατοχή άλλου ξένο ολικά κινητό πράγμα με σκοπό να το ιδιοποιηθούν παράνομα, άρχισαν να εκτελούν την περιγραφόμενη στο νόμο αξιόποινη πράξη, πλην όμως δεν την ολοκλήρωσαν από λόγους ανεξάρτητους της θέλησής τους. Συγκεκριμένα, ενεργώντας από κοινού με τον συγκατηγορούμενό τους Δ. Κ. του Φ., επί της οδού …, τον ως άνω χρόνο και περί ώρα 20:55, αφού σκαρφάλωσαν από τον ακάλυπτο χώρο της οικοδομής στο μπαλκόνι του πρώτου ορόφου, επιχείρησαν να ανασηκώσουν το παντζούρι της μπαλκονόπορτας και να εισέλθουν στο διαμέρισμα του Γ. Γ. του Ζ.. Ωστόσο, δεν πέτυχαν το σκοπό τους, όχι από δική τους θέληση, αλλά από εξωτερικούς παράγοντες, καθόσον έγιναν αντιληπτοί από τον ως άνω ιδιοκτήτη, ο οποίος άκουσε θόρυβο και εξήλθε της οικίας του, με αποτέλεσμα οι κατηγορούμενοι να διακόψουν την προσπάθεια διάρρηξης και να τραπούν σε φυγή. Οι κατηγορούμενοι αρνούνται την πράξη, ισχυριζόμενοι ότι κατά τον επίδικο χρόνο και δη από ώρα 21.00 της 19-2-2017 έως ώρα 01.30 της 20-2-2017 βρίσκονταν όλοι μαζί στο αυτοκίνητο με οδηγό τον δεύτερο αυτών με σκοπό να μεταβούν για διασκέδαση στην Αμφιτρίτη, πλην όμως ελλείψει χρημάτων παρέμεναν στο αυτοκίνητο και έπιναν μπύρες σε αυτό. Εντούτοις, ο ως άνω ισχυρισμός τους δεν κρίνεται πειστικός και βάσιμος, καθόσον δεν εξηγείται η συνεχόμενη παραμονή τριών ανδρών σε ένα επιβατηγό αυτοκίνητο και η κατανάλωση μπύρας από αυτούς μέσα σε αυτό επί τεσσεράμισι ώρες. Ομοίως δεν δικαιολογείται η παρουσία τους στον Απαλό σε τέτοια προχωρημένη ώρα, ενώ σημειώνεται ότι δεν βρέθηκαν μπουκάλια μπύρας στο αυτοκίνητο. Ούτε εξηγείται το γεγονός ότι κατά τον αστυνομικό έλεγχο ο πρώτος κατηγορούμενος φορούσε γάντια και διάσπαρτα στο ταμπλό του αυτοκινήτου, στο μοχλό ταχυτήτων και στη θέση του συνοδηγού βρίσκονταν εργαλεία χρήσιμα για την διάρρηξη παντζουριών και θυρών, όπως τροποποιημένο κατσαβίδι για διαρρήξεις και ένα κολλώδες υλικό για αντικλείδια. Σε αντίθετο συμπέρασμα δεν οδηγεί η ιδιότητα του ιδιοκτήτη του αυτοκινήτου και πατέρα του δεύτερου κατηγορουμένου ως μάστορα και εργάτη οικοδομών, καθώς τα εργαλεία δεν βρέθηκαν τακτοποιημένα στο πορτ μπαγκάζ, όπως είθισται από επαγγελματία μάστορα, αλλά στο ταμπλό, το μοχλό και τη θέση του συνοδηγού, σε άμεση πρόσβαση στους κατηγορούμενους και σε ώρα και τόπο μη παροχής εργασίας, ενώ επιπλέον ο σωματότυπός τους και τα ρούχα τους ταιριάζουν με την περιγραφή του παθόντος. Εξάλλου, η ως άνω περιγραφόμενη πράξη στοιχειοθετεί απόπειρα κλοπής και δεν συνιστά ποινικά αδιάφορη προπαρασκευαστική πράξη, όπως ισχυρίζονται οι κατηγορούμενοι, καθόσον οι τελευταίοι προσπάθησαν να σηκώσουν το παντζούρι στην ως άνω οικία, το οποίο είχε κοπεί προ καιρού λόγω βλάβης, και όταν δεν τα κατάφεραν, προσπάθησαν να σπάσουν το τζάμι, πλην όμως κατά το παραπάνω χρονικό σημείο έγιναν αντιληπτοί από τον παθόντα και τράπηκαν σε φυγή. Η φθορά αυτή συνιστά αρχή εκτέλεσης του εγκλήματος της κλοπής, χωρίς να απαιτείται είσοδος τους στην οικία. Αντίθετα, το Δικαστήριο δεν δύναται να μορφώσει πλήρη δικανική πεποίθηση αν οι ανωτέρω είναι οι δράστες και της δεύτερης αποδιδόμενης πράξης της απόπειρας κλοπής στην οικία της Μ. Κ……, κατά τα λοιπά πρέπει να κηρυχθούν οι κατηγορούμενοι αθώοι της αποδιδόμενης σε αυτούς πράξης της απόπειρας κλοπής σε βάρος της Μ. Κ. και ένοχοι της πράξης της απόπειρας κλοπής σε βάρους του Γ. Γ., τελεσθείσας κατά συναυτουργία”. Στη συνέχεια, το παραπάνω Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείουσα ένοχο για την πράξη της της απόπειρας κλοπής από κοινού και του επέβαλε ποινή φυλάκισης έξι (6) μηνών, μετατραπείσα προς 5 ευρώ ημερησίως, με το ακόλουθο διατακτικό: ”
Κηρύσσει τους κατηγορούμενους ένοχους του ότι: Στην …….., την 19° Φεβρουάριου 2017, έχοντας αποφασίσει να εκτελέσουν το πλημμέλημα της κλοπής, δηλαδή να αφαιρέσουν από την κατοχή άλλου ξένο ολικά κινητό πράγμα με σκοπό να το ιδιοποιηθούν παράνομα, άρχισαν να εκτελούν την περιγραφόμενη στο νόμο αξιόποινη πράξη, πλην όμως δεν την ολοκλήρωσαν από λόγους ανεξάρτητους της θέλησής τους. Συγκεκριμένα, ενεργώντας από κοινού με τον συγκατηγορούμενό τους Δ. Κ. του Φ., επί της οδού …, τον ως άνω χρόνο και περί ώρα 20:55, αφού σκαρφάλωσαν από τον ακάλυπτο χώρο της οικοδομής στο μπαλκόνι του πρώτου ορόφου, επιχείρησαν να ανασηκώσουν το παντζούρι της μπαλκονόπορτας και να εισέλθουν στο διαμέρισμα του Γ. Γ. του Ζ.. Ωστόσο, δεν πέτυχαν το σκοπό τους, όχι από δική τους θέληση, αλλά από εξωτερικούς παράγοντες, καθόσον έγιναν αντιληπτοί από τον ως άνω ιδιοκτήτη, ο οποίος άκουσε θόρυβο και εξήλθε της οικίας του, με αποτέλεσμα οι κατηγορούμενοι να διακόψουν την προσπάθεια διάρρηξης και να τραπούν σε φυγή”. Με τις παραδοχές αυτές, οι οποίες διαλαμβάνονται στο σκεπτικό, σε συνδυασμό με όσα αναφέρονται στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην απόφασή του την απαιτούμενη από τις διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρονται σ’ αυτή με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά και κατά τρόπο επιτρέποντα τον αναιρετικό έλεγχο, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της ως άνω αξιόποινης πράξης της, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά (χωρίς να απαιτείται, κατά τα προεκτεθέντα, η συγκριτική στάθμιση και αξιολογική συσχέτισή τους ούτε η διευκρίνιση από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή και χωρίς ανάγκη ειδικής μνείας του τι προέκυψε από το καθένα από αυτά ή προσδιορισμού της αποδεικτικής βαρύτητας εκάστου) και οι συλλογισμοί, με βάση τους οποίους υπήγαγε αυτά (πραγματικά περιστατικά) στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 42 παρ.1, 45 και 372 παρ.1 εδ. α’ του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, δηλαδή με ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες και έτσι δεν στέρησε την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα διαλαμβάνονται : α) ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων από κοινού ενεργώντας με τον πρώτο κατηγορούμενο, είχαν σκοπό να ιδιοποιηθούν παράνομα ξένα κινητά πράγματα από το διαμέρισμα του Γ. Γ., β) ότι από κοινού ενεργώντας σκαρφάλωσαν από τον ακάλυπτο χώρο της οικοδομής στο μπαλκόνι του πρώτου ορόφου και επιχείρησαν να ανασηκώσουν το παντζούρι της μπαλκονόπορτας και να εισέλθουν στο διαμέρισμα του Γ.Γ., ενέργεια που τελεί σε αναγκαία και άμεση σχέση συνάφειας με την πράξη της κλοπής, ώστε κατά την κοινή αντίληψη να θεωρείται ως τμήμα αυτής και γ) ότι δεν ολοκλήρωσαν την πράξη τους διότι έγιναν αντιληπτοί από τον ιδιοκτήτη και τράπηκαν σε φυγή. Κατά συνέπεια, ως προς το σχετικό σκέλος, ο πρώτος και ο δεύτερος λόγοι της της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’και Ε’ του ΚΠοινΔ, με τους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την περί ενοχής κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων είναι αβάσιμοι. Οι λοιπές, εμπεριεχόμενες στους ίδιους λόγους της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης, σχετικές με την κατηγορία αιτιάσεις, που αναφέρονται σε εσφαλμένη αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων, με παράθεση σκέψεων και συλλογισμών του αναιρεσείοντος, που, κατά την άποψή του, οδηγούν σε διαφορετικά συμπεράσματα από εκείνα, στα οποία κατέληξε το Δικαστήριο της ουσίας και αιτιάσεων περί ασαφών, ελλιπών και αντιφατικών αιτιολογιών, που αφορούν την επί της ουσίας κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας και αποτελούν απλώς επιχειρήματα προς απόσειση της ενοχής του αναιρεσείοντος και αμφισβήτηση των εις βάρος αυτού ουσιαστικών παραδοχών της προσβαλλόμενης καταδικαστικής απόφασης και της ορθότητας του αποδεικτικού πορίσματός της, δεν συνιστούν, κατά τα εκτεθέντα στην προηγηθείσα νομική σκέψη, λόγους αναίρεσης και απαραδέκτως προβάλλονται, διότι, με την επίφαση της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που επιχειρείται να θεμελιωθεί στο άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠοινΔ, πλήττουν ανεπιτρέπτως την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, “Ακυρότητα που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη, προκαλείται: 1. Αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν: α) … δ) την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται από το νόμο, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα”. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 6 παρ. 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), που κυρώθηκε με το ΝΔ 53/1974 και έχει υπερνομοθετική ισχύ, κατά το άρθρ. 28 παρ. 1 του Συντάγματος, “Παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι τεκμαίρεται ότι είναι αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του”, σύμφωνα δε με το άρθρο 14 παρ. 2 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (Δ.Σ.Α.Π.Δ.), που κυρώθηκε από την Ελλάδα με το Ν. 2462/1997, “Κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα τεκμαίρεται ότι είναι αθώο εωσότου η ενοχή του αποδειχθεί σύμφωνα με το νόμο”. Το τεκμήριο αυτό αποτυπώνεται στο άρθρο 71 του ΚΠοινΔ, που ορίζει “Οι ύποπτοι και οι κατηγορούμενοι τεκμαίρονται αθώοι μέχρι να αποδειχθεί η ενοχή τους σύμφωνα με το νόμο”. Με τις ως άνω διατάξεις, στα πλαίσια της έννοιας της “δίκαιης δίκης” επί ποινικών υποθέσεων, καθιερώνεται το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου καθ’ όλα τα διαδικαστικά στάδια μέχρι να εκδοθεί καταδικαστική απόφαση επί της δίωξης που ασκήθηκε σε βάρος του, κατοχυρώνεται, δηλαδή, το δικαίωμα κάθε κατηγορουμένου να θεωρείται (τεκμαίρεται) αθώος, εωσότου η ενοχή του αποδειχθεί νομίμως. Κατ’ αυτό, η Πολιτεία, μέσω των οργάνων της, οφείλει να αποδείξει την ενοχή του κατηγορουμένου και όχι ο κατηγορούμενος την αθωότητά του. Απόρροια του τεκμηρίου αθωότητας είναι η αρχή της επιείκειας προς τον κατηγορούμενο, η οποία επιβάλλει το δικαστήριο εν αμφιβολία να αποφανθεί υπέρ του κατηγορουμένου (in dubio pro reo). Η παραβίαση του τεκμηρίου αυτού επάγεται, πέρα από την αναίρεση της απόφασης για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, οπότε ιδρύεται και ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’, σε συνδυασμό με το προπαρατεθέν άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ’, του ΚΠοινΔ λόγος αναίρεσης (ΑΠ 504/2020). Στην προκείμενη περίπτωση, οι σχετικές με την απόρριψη των αρνητικών της κατηγορίας ισχυρισμών αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, μεταξύ των οποίων και του ισχυρισμού περί άλλοθι, δεν συνιστούν παραβίαση του, κατά ως άνω κατοχυρωμένου, τεκμηρίου αθωότητας, αφού από το σύνολο των παραδοχών της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το Δικαστήριο της ουσίας, αξιολογώντας και συνεκτιμώντας ανελέγκτως το σύνολο του αποδεικτικού υλικού, κατέληξε στην περί της ενοχής αυτού κρίση, με την προεκτεθείσα ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και χωρίς να συμπεριλάβει σε αυτή ενδοιαστικές κρίσεις. Άλλωστε, από το σκεπτικό της ως άνω απόφασης σαφώς προκύπτει, ότι ο αναιρεσείων καταδικάστηκε διότι αποδείχθηκε η ενοχή του και όχι διότι δεν κατόρθωσε να αποδείξει την αθωότητά του. Κατά συνέπεια, ως προς το σχετικό σκέλος ο πρώτος και τρίτος λόγοι της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’, σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ’ του ΚΠοινΔ, με τους οποίους αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο, λόγω παραβίασης του τεκμηρίου αθωότητας του αναιρεσείοντος, είναι αβάσιμος.
Η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προμνημονευόμενο λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ίδιου Κώδικα, απαιτείται να υπάρχει όχι μόνον ως προς την κατηγορία, αλλά και ως προς τους προβαλλόμενους από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του αυτοτελείς ισχυρισμούς. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός, η απόρριψη του οποίου πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, είναι και ο περί συνδρομής στο πρόσωπο του κατηγορουμένου ελαφρυντικής περίστασης από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 παρ. 2 του ΠΚ, αφού η παραδοχή της οδηγεί στην επιβολή μειωμένης, κατά το άρθρο 83 του ίδιου Κώδικα, ποινής. Η προβολή των αυτοτελών περί της συνδρομής ελαφρυντικών περιστάσεων ισχυρισμών απαιτείται να γίνεται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, δηλαδή με όλα τα πραγματικά περιστατικά, που απαιτούνται κατά το νόμο για τη θεμελίωσή τους, έτσι ώστε να μπορούν να αξιολογούνται και, σε περίπτωση αποδοχής τους, να οδηγούν στο ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο αποτέλεσμα. Διαφορετικά, το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει επί των ισχυρισμών αυτών, ούτε πολύ περισσότερο να διαλάβει στην απόφασή του ειδική αιτιολογία γι’ αυτούς. Ως ελαφρυντικές δε περιστάσεις θεωρούνται, κατά τη διάταξη του άρθρου 84 παρ. 2 του ισχύοντος από 1-7-2019 ΠΚ (Ν. 4619/2019), μεταξύ άλλων: 1) Η υπό στοιχ. α’ που συνίσταται στο “ότι ο υπαίτιος έζησε σύννομα ως τον χρόνο που έγινε το έγκλημα, περίσταση που δεν αποκλείεται από μόνη την προηγούμενη καταδίκη του για ελαφρό πλημμέλημα”. Κριτήριο για τη συνδρομή της ελαφρυντικής αυτής περίστασης είναι η σύννομη ζωή του υπαιτίου. Κατά την γραμματική ερμηνεία της κρίσιμης για την εφαρμογή της διάταξης λέξης “Σύννομη” έτσι χαρακτηρίζεται η ζωή του ατόμου όταν το τελευταίο καθόλη τη διάρκεια της ζωής του και μέχρι την στιγμή της τέλεσης της αξιόποινης πράξης, σέβεται τα έννομα αγαθά με την τήρηση των δικαιϊκών κανόνων που τα προστατεύουν, κατά την τέλεση πράξεων που ρυθμίζονται από σχετικό νόμο συμμορφώνεται μ` αυτόν ώστε το έγκλημα που έχει τελέσει να εμφανίζεται ως εξαίρεση σε αυτή τη σταθερή στάση της ζωής του, ως δυσάρεστη έκπληξη, ως γεγονός που ουδείς περίμενε από τον συγκεκριμένο δράστη. Έτσι ο σύννομος βίος δεν ταυτίζεται με το λευκό ποινικό μητρώο αλλά με την από πεποίθηση – υποταγή στη νομιμότητα ως προς όλες τις εκφάνσεις της καθημερινότητάς του, κατάσταση που δεν εξασφαλίζεται με την ανυπαρξία καταδίκης του για αξιόποινη πράξη. Άλλωστε το μεν η παραβίαση των νόμων δεν θεμελιώνει πάντοτε αξιόποινη πράξη το δε πολλάκις αξιόποινες πράξεις παραμένουν στην αφάνεια. Συνακόλουθα αν κάποιος παραβιάζει ή δεν σέβεται, αστικούς κανόνες η συνδρομή στο πρόσωπό του της εν λόγω ελαφρυντικής περίστασης δεν έχει έρεισμα στο νόμο, το δε λευκό ποινικό μητρώο απλά συνεκτιμάται από το Δικαστήριο στα πλαίσια που ορίζονται από τις διατάξεις των άρθρων 177 και 178 ΚΠοινΔ για τον σχηματισμό της δικανικής του κρίσης για την ύπαρξη του σύννομου βίου προκειμένου ν` αποφανθεί επί του αυτοτελούς αυτού ισχυρισμού. Από τον συνδυασμό όλων όσων προεκτέθηκαν είναι φανερό πως για την θεμελίωση του σύννομου βίου λαμβάνεται υπόψη η συμπεριφορά του κηρυχθέντος ενόχου μέχρι την τέλεση της αξιόποινης πράξης λαμβανομένων μάλιστα υπόψη των περιστάσεων υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη και επί πλέον προϋπόθεση της αποδοχής ή μη του σχετικού αυτοτελούς ισχυρισμού είναι η επιβλητέα σε εκατέρα των περιπτώσεων ποινή να είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας (Ολ.ΑΠ 2/2022). Ενώ επίσης, όπως σαφώς προκύπτει από την ως άνω διάταξη, η αναγνώριση της συγκεκριμένης ελαφρυντικής περίστασης δεν αποκλείεται από μόνη την προηγούμενη καταδίκη του υπαιτίου για ελαφρό πλημμέλημα, εναπόκειται δε στο Δικαστήριο να αξιολογήσει αυτό ως ελαφρό ή μη, συνεκτιμώντας παράλληλα τις περιστάσεις τέλεσης του εκδικαζόμενου εγκλήματος και τη χρονική απόσταση της παλαιότερης καταδίκης από τη νέα τελεσθείσα πράξη. 2) Η υπό στοιχ. ε’ που συνίσταται στο “ότι ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη του, ακόμα και κατά την κράτησή του”. Για να συντρέξει δε η ελαφρυντική περίσταση που προβλέπεται από το άρθρο 84 παρ. 2 περ.ε’ του ΠΚ, η συμπεριφορά του υπαιτίου, πρέπει να είναι θετική και επωφελής για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη και να αναφέρονται πραγματικά περιστατικά δηλωτικά της αρμονικής κοινωνικής συμβίωσης του δράστη. Η αναγνώριση δηλαδή, της ελαφρυντικής αυτής περίστασης προϋποθέτει επίκληση και απόδειξη θετικής ατομικής και κοινωνικής συμπεριφοράς του υπαιτίου, με κριτήριο τη στάση του μέσου συνετού και νομοταγούς πολίτη, για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την αξιόποινη πράξη, ως αποτέλεσμα πραγματικής επίγνωσης από αυτόν των συνεπειών της πράξης του και σταθερού εναρμονισμού του προς τις επιταγές της έννομης τάξης, ακόμα και κατά την κράτησή του. Ενόψει του εγκληματοπροληπτικού και σωφρονιστικού σκοπού της θέσπισης της οικείας διάταξης, που διατρέχει την όλη, και υπό καθεστώς ελευθερίας και υπό καθεστώς κράτησης, διαβίωση του υπαιτίου μετά την τέλεση της πράξης, δεν αρκεί για τη στοιχειοθέτηση του συγκεκριμένου ελαφρυντικού η καλή και συνήθης συμπεριφορά και μόνον, αλλά απαιτούνται πραγματικά περιστατικά θετικά και δηλωτικά της αρμονικής κοινωνικής διαβίωσης από τα οποία να προκύπτει σαφής μεταστροφή του χαρακτήρα του και μάλιστα για μεγάλο χρονικό διάστημα (ΑΠ 983/2020). Όταν, όμως, ο αυτοτελής ισχυρισμός δεν προβάλλεται παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά τα οποία είναι αναγκαία κατά την οικεία διάταξη για τη θεμελίωσή του, το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει και μάλιστα να τον απορρίψει με ειδική αιτιολογία, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση ιδιαίτερης απάντησης σε απαράδεκτο ισχυρισμό.
Στην προκείμενη περίπτωση από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφαση για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, προκύπτει ότι μετά την απαγγελία της περί ενοχής κρίσης του Δικαστηρίου της ουσίας ο συνήγορος του αναιρεσείοντος αιτήθηκε τα εξής : “1. Αναγνώριση στο πρόσωπο του κατηγορουμένου του ελαφρυντικού του σύννομου βίου (άρθρο 84 παρ.2 α’ του ΠΚ). Ο κατηγορούμενος πλην της πράξεως για την οποία δικάζεται σήμερα, έχει λευκό ποινικό μητρώο και δεν έχει απασχολήσει ποτέ τη δικαιοσύνη και τις αστυνομικές αρχές της Ελλάδας ή της χώρας του και διήγε πάντοτε έντιμο ατομικό, οικογενειακό, επαγγελματικό και κοινωνικό βίο. Εργάζεται σε σταθερή και μόνιμη εργασία ως αρτοποιός, είναι οικογενειάρχης, επρόκειτο συντόμως να νυμφευθεί με την επί έτη σύντροφό του και πατέρας δύο ανήλικων τέκνων, ενός αγοριού ηλικίας 3 ετών και ενός κοριτσιού 6 μηνών. Είναι τίμιος, εργατικός και χαίρει εκτιμήσεως από τους εργοδότες του και τους συναδέρφους του. Επομένως ο κατηγορούμενος διήγαγε ατομικά, οικογενειακά, επαγγελματικά και εν γένει κοινωνικά έντιμη ζωή, χωρίς να παρουσιάσει ποτέ ροπή προς αντικοινωνικές πράξεις και το επίδικο συμβάν αποτελεί την μοναδική παραφωνία στην όλως νόμιμη και φιλήσυχη ζωή του… 2. Αναγνώριση στο πρόσωπο του κατηγορουμένου του ελαφρυντικού ότι ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη του (άρθρο 84 παρ. 2 ε’του ΠΚ). Η τελευταία ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 του ΠΚ απαιτείται ο υπαίτιος να συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την τέλεση της αξιόποινης πράξης του. Για να προταθεί ορθά ο εν λόγω ισχυρισμός απαιτείται (α) συγκεκριμενοποίηση του χρονικού διαστήματος της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη, άλλως θα απορριφθεί ως αόριστος ο αυτοτελής ισχυρισμός από το Δικαστήριο, καθώς και (β) αναφορά εκείνων των θετικών πραγματικών περιστατικών, που καταδεικνύουν την καλή συμπεριφορά του δράστη … Τα δε πραγματικά περιστατικά ανάγονται στην προσωπικότητα του δράστη ανεξάρτητα από την πράξη που τέλεσε, ενώ παράλληλα δεν αρκεί παθητική στάση του δράστη για την αναγνώριση του υπό κρίση ελαφρυντικού, αλλά ενεργητικά θετική συμπεριφορά για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα …. Η καλή διαγωγή του δράστη κρίνεται από την διαβίωσή του στην κοινωνία, ενώ αν εξαιτίας της αξιόποινης πράξης που τέλεσε έχει διαταχθεί η προσωρινή κράτησή του, τότε εξετάζεται η διαγωγή του εντός της φυλακής.
Εν προκειμένω, ο κατηγορούμενος έζησε ελεύθερος όλον αυτόν τον καιρό εντίμως και συνετώς, η διαγωγή του είναι κοσμιοτάτη και η συμπεριφορά του υποδειγματική, δεν έχει επιδείξει παραμικρή ροπή προς κάποια παράνομη και αντικοινωνική συμπεριφορά σε όλο αυτό το χρονικό διάστημα από την επίδικη πράξη. Επειδή εν προκειμένω συντρέχουν αμφότερες οι προϋποθέσεις εφαρμογής των παραπάνω διατάξεων.
Για τους λόγους αυτούς ζητώ να γίνουν δεκτοί οι επικαλούμενοι και προβαλλόμενοι αυτοτελείς ισχυρισμοί μου”. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αλεξανδρούπολης απέρριψε τους ισχυρισμούς αυτούς με το ακόλουθο σκεπτικό : “…Ομοίως απορριπτέος είναι και ο ισχυρισμός του δεύτερου κατηγορουμένου περί αναγνώρισης του ελαφρυντικού του άρθρου 84 παρ. 2α ΠΚ, καθόσον κριτήριο για τη συνδρομή της ελαφρυντικής αυτής περίστασης είναι η σύννομη ζωή του υπαιτίου, που υπάρχει όταν αυτός δεν έχει διαπράξει αξιόποινη πράξη, παραβιάζοντας επιτακτικούς ή απαγορευτικούς κανόνες δικαίου, του λευκού ποινικού μητρώου μη όντος του μόνου αποδεικτικού στοιχείου για την κατάφαση της περίστασης αυτής …., γεγονότα όμως που δεν αποδεικνύονται στην προκειμένη περίπτωση, χωρίς να αρκεί η επίκληση της ύπαρξης οικογένειας και νόμιμης εργασίας. Περαιτέρω, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος στην ουσία του ο ισχυρισμός περί αναγνώρισης του ελαφρυντικού του άρθρου 84 παρ. 2 ε ΠΚ που προβλήθηκε από τους κατηγορούμενους, καθόσον από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού δεν αποδείχθηκε ότι αυτοί συμπεριφέρθηκαν καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη τους, ενόψει του ότι για την κατάφαση της ως άνω ελαφρυντικής περίστασης προϋποτίθεται επίκληση και απόδειξη θετικής ατομικής και κοινωνικής συμπεριφοράς του υπαιτίου με κριτήριο τη στάση του μέσου συνετού και νομοταγούς πολίτη για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την αξιόποινη πράξη ως αποτέλεσμα πραγματικής επίγνωσης από αυτόν των συνεπειών της πράξης του και σταθερού εναρμονισμού του προς τις επιταγές της έννομης τάξης υπό καθεστώς ελεύθερης κοινωνικής διαβίωσης, μη αρκούσης της απλής, καλής και συνήθους συμπεριφοράς και δη άσκησης επαγγέλματος και ομαλής οικογενειακής ζωής χωρίς παραβατικότητα. Απαιτείται δηλαδή για την αναγνώριση του ανωτέρω ελαφρυντικού συγκεκριμένη μετά την πράξη θετική προσωπική, κοινωνική και επαγγελματική ζωή και μάλιστα για μεγάλο χρονικό διάστημα, η οποία να είναι ενδεικτική όχι μόνο έλλειψης έκνομης συμπεριφοράς, αλλά ατόμου το οποίο αποτίναξε το παρελθόν, άλλαξε τρόπο ζωής, πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει όταν εξακολουθεί να ζει όπως και πριν, εξαιρουμένης της παραβίασης των νόμων και ιδιαίτερα του Ποινικού Κώδικα … Στην προκειμένη περίπτωση οι κατηγορούμενοι ισχυρίζονται ότι μετά την τέλεση της επίδικης πράξης έζησαν έντιμα και με διαγωγή κοσμιότατη και συμπεριφορά υποδειγματική, χωρίς ωστόσο αμφότεροι να επικαλούνται και να αποδεικνύουν συγκεκριμένα περιστατικά, αρκούμενοι σε αναφορά συνήθους συμπεριφοράς και δη άσκησης επαγγέλματος και ομαλής οικογενειακής ζωής χωρίς παραβατικότητα”. Με τις παραδοχές αυτές το Δικαστήριο διέλαβε ως προς την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού από το άρθρο 84 παρ.2 περ. ε’ την απαιτούμενη από τις προαναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΠΚ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Ειδικότερα, ως προς τον ισχυρισμό από το άρθρο 84 παρ. 2 περ. ε’, το Δικαστήριο της ουσίας έκρινε ότι από τα επικληθέντα από τον αναιρεσείοντα πραγματικά περιστατικά δεν προέκυψε ουσιαστική μεταστροφή του χαρακτήρα του ενδεικτική όχι μόνο της θετικής κοινωνικής, οικογενειακής διαβίωσης και της έλλειψης παραβατικότητας, αλλά και προσώπου, το οποίο αποτίναξε το παρελθόν και άλλαξε τρόπο ζωής. Κατά συνέπεια, κατά το οικείο σκέλος, ο πρώτος λόγος της υπό κρίσης αίτησης αναίρεσης, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού από το άρθρο 84 παρ. 2 περ. ε’ του ΠΚ είναι αβάσιμος. Ωστόσο, με τις παραπάνω παραδοχές ως προς τη απόρριψή του ισχυρισμού του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α’ του ΠΚ το Δικαστήριο της ουσίας δεν διέλαβε την απαιτούμενη από τις προαναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Ειδικότερα, ενώ δέχεται ότι ο αναιρεσείων έχει λευκό ποινικό μητρώο, το οποίο συνιστά ένα ισχυρό (μαχητό) τεκμήριο προηγούμενης σύννομης ζωής, δεν εκθέτει από ποια περιστατικά καταλήγει στην κρίση του ότι ο τελευταίος (αναιρεσείων) δεν έζησε σύννομα έως την τέλεση της πράξης για την οποία κρίθηκε ένοχος. Κατά συνέπεια, κατά το οικείο σκέλος ο πρώτος λόγος της αίτησης αναίρεσης, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠοινΔ, με τον οποίο ο αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού από το άρθρο 84 παρ. 2 περ. α’του ΠΚ είναι βάσιμος. Συνακόλουθα, πρέπει να αναιρεθεί εν μέρει η αναιρεσιβαλλόμενη με αριθμό 563/8-10-2020 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αλεξανδρούπολης, ως προς τη διάταξή της περί απόρριψης του αυτοτελούς ισχυρισμού του κατηγορουμένου, αναιρεσείοντος περί αναγνώρισης στο πρόσωπο του της ελαφρυντικής περίστασης από το άρθρο 84 παρ. 2 περ. α’ του ΠΚ και σε περίπτωση παραδοχής του και ως προς τη διάταξη περί ποινής και να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά το αναιρούμενο μέρος της για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρα 519 και 522 του ΚΠοινΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί, εν μέρει, την απόφαση 563/8-10-2020 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αλεξανδρούπολης, ως προς τη διάταξή της περί απόρριψης του αυτοτελούς ισχυρισμού του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου, περί αναγνώρισης στο πρόσωπό του της ελαφρυντικής περίστασης από το άρθρο 84 παρ. 2 περ. α’ του ΠΚ και σε περίπτωση παραδοχής του και ως προς τη διάταξη περί ποινής.
Παραπέμπει την υπόθεση κατά το ως άνω αναιρούμενο μέρος της για νέα κατά το μέρος αυτό συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο συντιθέμενο από Δικαστές άλλους εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Απορρίπτει κατά τα λοιπά την αίτηση αναίρεσης.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 2 Ιουνίου 2022.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 29 Ιουνίου 2022.

Η ΠΡΟΕΔΡΕΟΥΣΑ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

To Top