Αριθμός 160/2019
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
E’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Χητύρογλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεώργιο Παπαηλιάδη, Ναυσικά Φράγκου, Βασιλική Ηλιοπούλου και Βασιλική Μπαζάκη-Δρακούλη,Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Φεβρουαρίου 2018, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου Δασούλα (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων – κατηγορουμένων: 1. G. G. του R., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αλέξιο Αθανασόπουλο και 2. K. G. ή G. του L. κρατούμενου στο Κατάστημα Κράτησης …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Φώτιο Παπαγεωργίου, για αναίρεση της υπ’αριθ. 245, 269, 357/2017 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών.
Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και oι αναιρεσείοντες – κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που περιλαμβάνονται στις από 22.12.2017 δύο αιτήσεις αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 45/2018.
Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους Δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι κρινόμενες από 22.12.2017 δύο αιτήσεις των 1) G. G. του R., κατοίκου … και 2) K. G. του L., κατοίκου … και ήδη κρατούμενου στο Κ.Κ. …, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 245, 269, 357/15.9.2017 απόφασης του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών με την οποία οι αναιρεσείοντες κρίθηκαν ένοχοι ανθρωποκτονίας με πρόθεση από κοινού (κατά πλειοψηφία) και ληστεία από κοινού (ομόφωνα) και καταδικάσθηκαν σε ισόβια κάθειρξη και κάθειρξη έξι (6) ετών, έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα. Επομένως είναι τυπικά δεκτές και πρέπει, συνεκδικαζόμενες ως συναφείς, να ερευνηθούν περαιτέρω κατ’ ουσίαν.
Κατά το άρθρο 299 παρ.1 του ΠΚ, όπως ισχύει μετά το Ν. 2172/1993 “όποιος με πρόθεση σκότωσε άλλον τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη” κατά δε την παράγρ. 2 του αυτού άρθρου “αν η πράξη αποφασίστηκε και εκτελέστηκε σε βρασμό ψυχικής ορμής επιβάλλεται η ποινή της πρόσκαιρης κάθειρξης”. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη συγκρότηση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας με πρόθεση απαιτείται αντικειμενικώς μεν η αφαίρεση ξένης ζωής με θετική ενέργεια ή με παράλειψη ενέργειας που οφείλεται από το νόμο, υποκειμενικώς δε δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση των αντικειμενικών στοιχείων της πράξης και τη θέληση αφαίρεσης της ζωής άλλου ανθρώπου. Κατά το άρθρο 27 παρ.1 του ΠΚ με δόλο πράττει όποιος θέλει την παραγωγή των περιστατικών που κατά νόμο απαρτίζουν την έννοια αξιόποινης πράξης. Επίσης, όποιος γνωρίζει ότι από την πράξη του ενδέχεται να παραχθούν τα περιστατικά αυτά και τα αποδέχεται. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι με άμεσο δόλο ενεργεί εκείνος που θέλει την παραγωγή του εγκληματικού αποτελέσματος, καθώς και αυτός που δεν το επιδιώκει, αλλά προβλέπει ότι τούτο αποτελεί αναγκαία συνέπεια της πράξης του και δεν αφίσταται αυτής, με ενδεχόμενο δε δόλο πράττει εκείνος ο οποίος προβλέπει ως δυνατό το εγκληματικό αποτέλεσμα και το αποδέχεται. Η ανθρωποκτόνος πρόθεση του δράστη δεν είναι πάντοτε εμφανής και κατά το πλείστον προκύπτει από την καταγραφή και εκτίμηση διαφόρων αντικειμενικών στοιχείων, όπως οι προηγούμενες σχέσεις δράστη – θύματος, το είδος του μέσου που χρησιμοποιήθηκε, η κατεύθυνση του πλήγματος ή της βολής, ο αριθμός των πληγμάτων, η απόσταση της βολής, το μέρος του σώματος που πιθανόν επλήγη, οι συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα η πράξη, η μεταγενέστερη συμπεριφορά του δράστη κ.ο.κ. Περαιτέρω ο δόλος στην ανθρωποκτονία από πρόθεση έχει δύο διαβαθμίσεις ήτοι υπάρχει ο προμελετημένος (της παρ.1) και ο απρομελέτητος (της παρ. 2) όταν υπάρχει βρασμός ψυχικής ορμής. Στην πρώτη περίπτωση απαιτείται ψυχική ηρεμία του δράστη είτε κατά την απόφαση είτε κατά την εκτέλεση της πράξης, ενώ στη δεύτερη απαιτείται ο δράστης να βρίσκεται υπό το κράτος ψυχικής υπερδιέγερσης και κατά τη λήξη της απόφασης και κατά την εκτέλεση της πράξης γιατί, αν λείπει ο βρασμός ψυχικής ορμής σε ένα από τα στάδια αυτά, δεν συντρέχουν οι όροι εφαρμογής της παρ. 2 του άρθρου 299 του ΠΚ για την επιεικέστερη μεταχείριση του δράστη δηλαδή για την επιβολή της πρόσκαιρης αντί της ισόβιας κάθειρξης. Προς τούτο το δικαστήριο στην πρώτη περίπτωση πρέπει να διαλαμβάνει στην αιτιολογία της απόφασής του ότι ο δράστης ενήργησε με ψυχική ηρεμία. Δεδομένου όμως ότι στο νόμο δεν ορίζεται ως στοιχείο του δόλου του δράστη η ψυχική του ηρεμία απαιτείται αυτό να προκύπτει είτε με ρητή έκθεση είτε με άλλη παρεμφερή φράση είτε από τα δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά (ΑΠ 1286/2016). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 380 παρ.1 του ΠΚ “όποιος με σωματική βία εναντίον προσώπου ή με απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής αφαιρεί από άλλον (ολικά ή μερικά) κινητό πράγμα ή τον εξαναγκάζει να τον παραδώσει για να το ιδιοποιηθεί παρανόμως τιμωρείται με κάθειρξη. Ούτω για τη στοιχειοθέτηση της ληστείας απαιτείται αντικειμενικώς αφαίρεση ξένου κινητού πράγματος (ολικά ή μερικά) από την κατοχή άλλου, ή αφαίρεση να γίνει με σωματική βία κατά προσώπου ή με απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής (εδάφ. α’), υποκειμενικώς δε δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση ότι το πράγμα είναι ξένο, κατάσχεται από άλλον και δεν υπάρχει συναίνεση εκείνου, καθώς και τη θέληση να το αφαιρέσει και να το υπαγάγει στην κατοχή του ή την κατοχή τρίτου. Τα άνω εγκλήματα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση και της ληστείας συρρέουν αληθώς, όταν η θανάτωση του θύματος περιλαμβάνεται στο δόλο του δράστη και έγινε προς τον σκοπό αφαίρεσης των κινητών πραγμάτων που ανήκουν στο θύμα και η αφαίρεση αυτών συνδέεται αμέσως με τη θανάτωση, ήτοι η θανάτωση έγινε με σκοπό τη ληστεία και επακολουθεί η σε άμεσο σύνδεσμο με τη θανάτωση αφαίρεση των πραγμάτων (ΑΠ 662/2012, ΑΠ 1629/2011). Εξάλλου, κατά το άρθρο 45 ΠΚ “Αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξης”. Με τον όρο “από κοινού” νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ο κάθε συμμέτοχος θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του διαπραττομένου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τέλεσης του ίδιου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης μπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί επιμέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές. Και πρέπει να αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά της κατά συναυτουργία τέλεσης χωρίς όμως να είναι αναγκαίο να εξειδικεύεται η δράση του καθενός συναυτουργού (ΟΛ ΑΠ 50/1990, ΑΠ 662/2012).
Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ. όταν αναφέρονται σ’ αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της απόφασης, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ’ αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτων των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η τέλεση της πράξης εν γνώσει ορισμένου περιστατικού (άμεσος δόλος) ή η επιδίωξη ορισμένου περαιτέρω σκοπού, δηλαδή ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση). Όταν όμως πρόκειται για ενδεχόμενο δόλο πρέπει, η αιτιολογία όπως αναφέρθηκε, να εκτείνεται και στο δόλο και να αιτιολογείται ιδιαίτερα η ύπαρξή του και ειδικότερα τόσο το στοιχείο της πρόβλεψης του εγκληματικού αποτελέσματος, όσο και το στοιχείο της αποδοχής του και δη ότι ο δράστης την κρίσιμη χρονική στιγμή της πράξης ή παράλειψής του, δεν απώθησε από τη συνείδησή του το εγκληματικό αποτέλεσμα που είχε προβλέψει και εντεύθεν το επιδοκίμασε. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και η σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιό βάρυνε περισσότερο για τον σχηματισμό της δικανικής κρίσης. Όταν δεν εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, αφού δεν εξαιρέθησαν, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα, εντεύθεν και δεν αποτελεί λόγο αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων ή των αναγνωσθέντων εγγράφων, η παράλειψη αξιολόγησης και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (ΑΠ 51/2017, ΑΠ 384/2017). Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναίρεσης της απόφασης αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διάταξης υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της απόφασης και περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (ΟΛ ΑΠ 2/2011, ΑΠ 608/2017).
Στην προκειμένη περίπτωση το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών που δίκασε κατ’ έφεση δέχθηκε, μετά από παράθεση νομικής σκέψης, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη του και μνημονεύει κατ’ είδος, προέκυψαν κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα εξής: “Τις πρώτες πρωινές ώρες της 3-7-2011 οι κατηγορούμενοι K. G… και G. G., καθώς και ο D. H., είχαν μεταβεί για διασκέδαση σε νυκτερινό κέντρο στην περιοχή “Γ…..”, όπου και κατανάλωσαν οινοπνευματώδη ποτά. Λίγο πριν την 05:00 αποφάσισαν να αποχωρήσουν και για το λόγο αυτό επιβιβάστηκαν στο υπ’ αριθ. κυκλοφορίας …34 ΔΧΕ αυτοκίνητο (ΤΑΞΙ) για να τους μεταφέρει στην Κ…, όπου διέμεναν, οι δύο πρώτοι. Κατά την ως άνω επιβίβαση τους στο εν λόγω όχημα οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι είχαν σκοπό τόσο να μην καταβάλουν το κόμιστρο της μεταφοράς στον οδηγό του ταξί, όσο και χρησιμοποιώντας σωματική βία εναντίον του να αφαιρέσουν κινητά πράγματα από την κατοχή του και ειδικότερα χρήματα και άλλα αντικείμενα με σκοπό να τα ιδιοποιηθούν παράνομα. Έτσι, όταν έφθασαν στη συμβολή των οδών … και …. στην περιοχή της Κ…. στην … αντί να καταβάλουν το κόμιστρο στο οδηγό του ΤΑΞΙ που τους μετέφερε, επιτέθηκαν εναντίον του με τον παραπάνω σκοπό. Ο τελευταίος πρόβαλε αντίσταση και τότε και οι δύο κατηγορούμενοι κτύπησαν αυτόν με βιαιότητα σε διάφορα σημεία του σώματος και η σφοδρότητα των κτυπημάτων αυτών ήταν τέτοια, ώστε οι κατηγορούμενοι οπωσδήποτε θεώρησαν ως πιθανό αποτέλεσμα των ενεργειών τους αυτών το θάνατο του οδηγού του ΤΑΞΙ. Παρά ταύτα όμως οι τελευταίοι προχώρησαν και έτσι αποδέχθηκαν το ενδεχόμενο αυτό αποτέλεσμα των πράξεων τους, το θάνατο του και στο κεφάλι, με τα χέρια τους και δια θλώντος αμβλέος οργάνου. Η ένταση δηλαδή του οδηγού του ΤΑΞΙ. Ακολούθως, και μετά τα ως άνω θανάσιμα πλήγματα που του επέφεραν, οι κατηγορούμενοι αφαίρεσαν από την κατοχή του τον κερματοδέκτη με τα χρήματα, τις εισπράξεις, το κινητό και τα κλειδιά του αυτοκινήτου του, τα οποία και ιδιοποιήθηκαν παράνομα, διέφυγαν δε με τα πόδια προς άγνωστη κατεύθυνση. Μετά ταύτα ο ως άνω οδηγός, αν και σοβαρά τραυματισμένος, έκανε κάποια βήματα στο δρόμο, προκειμένου να τον δουν περαστικοί, έχοντας αίματα στο πρόσωπο και σχισμένα τα ενδύματα του. Τότε οι διερχόμενοι από το σημείο εκείνο με αυτοκίνητο Μ. Μ. και Α. Κ. αντιλήφθηκαν τον ως άνω οδηγό, ο οποίος σοβαρά τραυματισμένος καλούσε σε βοήθεια, ενώ το ΤΑΞΙ βρισκόταν λίγα μέτρα παρακάτω επί της οδού Δράκου με σβηστά τα φώτα. Οι ανωτέρω σταμάτησαν για να παράσχουν βοήθεια στον οδηγό, αυτός δε κατά την αναμονή άφιξης του ασθενοφόρου που κάλεσαν, τους είπε ότι δέχθηκε επίθεση από τρία άγνωστα άτομα, τα οποία, αφού τον κτύπησαν, του αφαίρεσαν τις εισπράξεις και τα κλειδιά του ΤΑΞΙ και αναχώρησαν προς άγνωστη κατεύθυνση. Ακολούθως, ο ανωτέρω οδηγός διεκομίσθη την 05:36 ώρα στο Νοσοκομείο “…”, όπου διαπιστώθηκε ο θάνατος του από εγκεφαλική βλάβη (υπαραχνοειδή αιμορραγία και εγκεφαλικές θλάσεις) τραυματικής αιτιολογίας. Τούτο επιβεβαιώνει τη βαναυσότητα και βιαιότητα με την οποία κτύπησαν το θύμα και στο κεφάλι οι κατηγορούμενοι, οι οποίοι, παρά το ότι θεώρησαν ως ενδεχόμενο αποτέλεσμα, των πράξεων τους τον θάνατο τούτου, εντούτοις δεν απέστησαν, αποδεχόμενοι την πραγμάτωση αυτού. Στη συνέχεια έγιναν από τις αρμόδιες αστυνομικές αρχές έρευνες στο ως άνω ΤΑΞΙ και από τη Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών της Ελληνικής Αστυνομίας βρέθηκαν δύο τμήματα δακτυλικών αποτυπωμάτων στην εξωτερική επιφάνεια της οπίσθιας αριστερής θύρας, καθώς και άλλο ένα τμήμα δακτυλικού αποτυπώματος στην εσωτερική χειρολαβή της ίδιας θύρας, τα οποία, όπως διαπιστώθηκε δακτυλοσκοπικά, ταυτίζονται με αυτά του πρώτου κατηγορουμένου K. G.. Ακολούθως, έγινε άρση του απορρήτου των επικοινωνιών της τηλεφωνικής σύνδεσης που ανήκε στον πρώτο κατηγορούμενο και προέκυψαν οι τηλεφωνικές του επικοινωνίες με διάφορα άτομα, μεταξύ των οποίων και με τη Σ. Π., με την οποία διατηρούσε ερωτική σχέση. Η τελευταία, στην από 23-11-2011 προανακριτική της κατάθεση ενώπιον του Υπαστυνόμου Α’ Δ. Φ. της Διεύθυνσης Ασφάλειας Αττικής αναφέρει ότι κάποια στιγμή πριν χωρίσουν (περί τα τέλη Ιουλίου 2011) με τον πρώτο κατηγορούμενο, αυτός εξαφανίστηκε για κάποιο χρονικό διάστημα, κλείνοντας και το κινητό του τηλέφωνο. Ότι τότε αυτή, ανησυχώντας για την υγεία του, τηλεφώνησε στον “…” (πρόκειται για τον A. G. – αδελφό του δευτέρου κατηγορουμένου), προκειμένου να τον ρωτήσει εάν εγνώριζε κάτι για τον πρώτο κατηγορούμενο και αυτός την πληροφόρησε ότι και οι δύο κατηγορούμενοι, καθώς και ένα άλλο άτομο, το όνομα του-οποίου δεν θυμόταν η μάρτυρας Π.υ, αφού διέρρηξαν ένα κατάστημα ενδυμάτων, επιβιβάστηκαν σε ένα ταξί για να τους μεταφέρει στην Κ….., όπου αυτοί του πήραν τα λεφτά και έφυγαν τρέχοντας. Επίσης, η εν λόγω μάρτυρας στην ως άνω προανακριτική της κατάθεση αναφέρει ότι, όταν πήγε στο σπίτι της ο πρώτος κατηγορούμενος (K. G.) τα παραδέχθηκε όλα και ότι επιπλέον της είπε ότι κτύπησαν τον οδηγό ΤΑΞΙ και του πήραν τα λεφτά που είχε και ότι στη συνέχεια έφυγαν τρέχοντας, ο καθένας σε διαφορετική κατεύθυνση. Βέβαια η παραπάνω μάρτυρας κατά την εξέταση της στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού αναίρεσε τα όσα αναφέρει στην προανακριτική της κατάθεση, ισχυριζόμενη ότι οι αστυνομικοί της έδωσαν ένα κείμενο να υπογράψει και την απείλησαν ότι, αν δεν το υπογράψει, θα κατηγορηθεί ως συμμέτοχος και δεν θα ξαναδεί την οικογένεια της. Από τα ως άνω αποδεικτικά μέσα όμως ουδόλως αποδείχθηκε ο ισχυρισμός αυτός της παραπάνω μάρτυρα. Αντίθετα αποδεικνύεται ότι όσα αυτή ανέφερε παραπάνω κατά την προανακριτική της κατάθεση ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα και μάλιστα επιβεβαιώθηκαν μεταγενέστερα και από άλλα στοιχεία. Περαιτέρω, ο πρώτος κατηγορούμενος απολογούμενος ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού ισχυρίστηκε ότι επιβιβάστηκε στο ΤΑΞΙ μαζί με τους Ζ. και Τ. και ότι κατέβηκε μαζί με τους άλλους συνεπιβαίνοντες και αυτός έτρεξε προς την πλατεία Κ…. Επίσης, ο δεύτερος κατηγορούμενος αρνείται ότι βρισκόταν εκείνο το βράδυ με τον πρώτο κατηγορούμενο. Από τα ως άνω αποδεικτικά μέσα όμως δεν αποδείχθηκε η βασιμότητα των ισχυρισμών αυτών των κατηγορουμένων. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι στο ΤΑΞΙ βρέθηκε γενετικό υλικό τρίτου προσώπου, ενώ ως προς τους ως άνω δύο κατηγορουμένους, αφού λήφθηκε γενετικό υλικό (στοματικό επίχρισμα), προέκυψε ταυτοποίηση του γενετικού υλικού του πρώτου κατηγορουμένου με το γενετικό υλικό που βρέθηκε στη χειρολαβή της θύρας πίσω από τη θέση του οδηγού του ΤΑΞΙ και του δευτέρου κατηγορουμένου με το γενετικό υλικό που βρέθηκε στη χειρολαβή της θύρας πίσω από την πόρτα του συνοδηγού του ΤΑΞΙ. Από τα παραπάνω επιβεβαιώνεται κατά τρόπο αναμφισβήτητο ότι και οι δύο κατηγορούμενοι επιβιβάστηκαν στο ΤΑΞΙ πριν την κατά τα ως άνω δολοφονία του οδηγού του. Με τα δεδομένα αυτά και από την προσήκουσα εκτίμηση του συνόλου των ως άνω αποδεικτικών μέσων αποδεικνύεται ότι και οι δύο κατηγορούμενοι συμμετείχαν στην τέλεση των αξιόποινων πράξεων της ανθρωποκτονίας με πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση και της ληστείας. Ακόμη, ο ισχυρισμός των κατηγορουμένων, ότι δεν επιδίωξαν τη θανάτωση του θύματος ούτε θεώρησαν ως ενδεχόμενο αποτέλεσμα των πράξεων τους το θάνατο αυτού, δεν αποδείχθηκε, κατά την πλειοψηφούσα γνώμη του Δικαστηρίου αυτού. Επομένως, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο ισχυρισμός αυτών για μεταβολή της κατηγορίας σε επικίνδυνη σωματική βλάβη (άρθρ. 308, 309 ΠΚ) ή σε θανατηφόρα βλάβη (άρθρ. 311 ΠΚ). Εξάλλου ουδόλως αποδείχθηκε η βασιμότητα του ισχυρισμού του δευτέρου κατηγορουμένου ότι το βιολογικό υλικό αυτού που βρέθηκε στο ΤΑΞΙ προέρχεται από μεταφορά που έγινε από τους επιβαίνοντες σε αυτό, με τους οποίους είχε έλθει προηγουμένως σε επαφή (χειραψίες κλπ). Τούτο δε διότι η απλή επαφή δεν είναι δυνατόν να φέρει ικανή ποσότητα εργαστηριακά εκμεταλλεύσιμου DΝΑ, ώστε να εξαχθεί γενετικός τύπος. Περαιτέρω, οι ως άνω ενέργειες των κατηγορουμένων κατά την διάπραξη της αξιόποινης πράξης της ληστείας και ειδικότερα τα κτυπήματα αυτών εναντίον του οδηγού του ΤΑΞΙ ήσαν μεν βίαια, πλην όμως δεν μπορεί να θεωρηθούν ότι αποτελούν ανηλεή και στερημένη οποιουδήποτε ανθρώπινου αισθήματος συμπεριφορά και ως εκ τούτου δεν στοιχειοθετείται η έννοια της ιδιαίτερης σκληρότητας των δραστών, η δε πράξη τους συνιστά την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της ληστείας του άρθρου 380 παρ. 1 εδάφ. α’ ΠΚ. Επιπλέον, από τα ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται ότι με βάση τις ως άνω ενέργειες των κατηγορουμένων η θανάτωση του θύματος περιλαμβανόταν στο δόλο αυτών, κατά την έννοια που εκτέθηκε παραπάνω, έγινε δε προς το σκοπό αφαιρέσεως των κινητών πραγμάτων που ανήκαν στο θύμα και η αφαίρεση αυτών συνδέεται αμέσως με την θανάτωση ήτοι η θανάτωση έγινε με σκοπό τη ληστεία και επακολούθησε η αφαίρεση των\ πραγμάτων, που έτσι τελεί σε άμεσο σύνδεσμο με τη θανάτωση. Επομένως, στην παρούσα περίπτωση υπάρχει αληθινή συρροή των εγκλημάτων της ληστείας και ανθρωποκτονίας με πρόθεση και ως εκ τούτου είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο σχετικός ισχυρισμός των κατηγορουμένων περί μη αληθούς συρροής μεταξύ τους. Ειδικότερα, κατά την πλειοψηφούσα γνώμη του Δικαστηρίου αυτού, αποδεικνύεται ότι και οι δύο κατηγορούμενοι στις 03-07-2011 και περί ώρα 05:00, ενεργώντας από κοινού επιβιβάστηκαν στο υπ’ αριθμ. …34 ΔΧΕ αυτοκίνητο TAXI που οδηγούσε ο Μ. Β. του Π. με προορισμό την περιοχή της …. Φθάνοντας στην συμβολή των οδών … στην … ζήτησαν από τον οδηγό να σταματήσει και, αφού του επιτέθηκαν με, σκοπό να τον ληστέψουν, του κατάφεραν χτυπήματα δια θλώντος-αμβλέως οργάνου στο κεφάλι προκαλώντας σε αυτόν εγκεφαλική βλάβη και ειδικότερα υπαραχνοειδή αιμoρραγία και εγκεφαλικές θλάσεις, εκ του τραυματισμού του δε αυτού ως μόνης ενεργού αιτίας επήλθε ο θάνατος του, αποτέλεσμα το οποίο περιλαμβανόταν στο δόλο τους καθόσον γνώριζαν ότι από την πράξη τους ήταν ενδεχόμενο να επέλθει ο θάνατος ανθρώπου και το αποδέχτηκαν, έγινε δε για το σκοπό της αφαιρέσεως των κινητών που ανήκαν στον ανωτέρω παθόντα. Τελούσαν δε κατά τον χρόνο της παραπάνω πράξης τους σε ήρεμη ψυχική κατάσταση που επέτρεπε την πλήρη σκέψη. Επίσης, κατά την ομόφωνη γνώμη του Δικαστηρίου αυτού, αποδεικνύεται ότι οι κατηγορούμενοι 03.07.2011 και περί ώρα 05.00, στη συμβολή των οδών … στην … ενεργώντας από κοινού επιτέθηκαν στον οδηγό του υπ’ αριθμ. κυκλοφορίας …34 ΔΧΕ αυτοκινήτου Μ. Β. του Π., στο ΤΑΞΙ του οποίου είχαν επιβιβαστεί με προορισμό την … και αφού του κατάφεραν χτυπήματα δια θλώντος αμβλέος οργάνου στο κεφάλι προκαλώντας σ’ αυτόν εγκεφαλική βλάβη και ειδικότερα υπαραχνοειδή αιμορραγία και εγκεφαλικές θλάσεις, αφαίρεσαν από αυτόν ένα κερματοδέκτη με άγνωστο χρηματικό ποσό, το κινητό του τηλέφωνο μάρκας SONY ERICSSON, καθώς και τα κλειδιά του αυτοκινήτου του, προκειμένου να τα ιδιοποιηθούν παράνομα και στη συνέχεια τράπηκαν σε φυγή, ενώ ο παθών μεταφέρθηκε στο “… ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ”, όπου διαπιστώθηκε ο θάνατός του. Επομένως πρέπει κατά την πλειοψηφούσα γνώμη (5-2) του Δικαστηρίου αυτού, να κηρυχθούν ένοχοι οι κατηγορούμενοι K. G. ή G. και G. G. για την αξιόποινη πράξη της ανθρωποκτονίας με πρόθεση κατά συναυτουργία σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, όπως αυτή ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσας. Επίσης πρέπει να κηρυχθούν ομόφωνα ένοχοι οι ως άνω κατηγορούμενοι για την αξιόποινη πράξη της ληστείας κατά συναυτουργία σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, όπως αυτή ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσας. Επίσης πρέπει να κηρυχθούν ομόφωνα ένοχοι οι ως άνω κατηγορούμενοι για την αξιόποινη πράξη της ληστείας κατά συναυτουργία, όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσας” Ακολούθως το Μικτό Ορκωτό Εφετείο κήρυξε τους κατηγορουμένους – αναιρεσείοντες του ότι: “1. Κατά τον ανωτέρω αναφερόμενο τόπο και χρόνο, ενεργώντας με πρόθεση και από κοινού σκότωσαν άλλον. Συγκεκριμένα στις 3.7.2011 και περί ώρα 05:00 ενεργώντας από κοινού, επιβιβάστηκαν στο υπ’ αριθμ. …34 ΔΧΕ αυτοκίνητο ΤΑΞΙ που οδηγούσε ο Μ. Β. του Π. με προορισμό την περιοχή της Κ….. Φθάνοντας στη συμβολή των οδών … στην …, ζήτησαν από τον οδηγό να σταματήσει και αφού του επιτέθηκαν με σκοπό να τον ληστέψουν του κατάφεραν χτυπήματα δια θλώντος – αμβλέως οργάνου στο κεφάλι προκαλώντας σ’ αυτόν εγκεφαλική βλάβη και ειδικότερα υπαραχνοειδή αιμορραγία και εγκεφαλικές δράσεις εκ του τραυματισμού του δε αυτού ως μόνης ενεργού αιτίας, επήλθε ο θάνατος του, αποτέλεσμα το οποίο περιλαμβανόταν στο δόλο τους καθόσον γνώριζαν ότι από την πράξη τους ήταν ενδεχόμενο να επέλθει ο θάνατος ανθρώπου και το αποδέχθηκαν, έγινε δε για το σκοπό αφαιρέσεως των κινητών που ανήκαν στο παθόντα. Τελούσαν δε κατά το χρόνο της παραπάνω πράξης τους σε ήρεμη ψυχική κατάσταση που επέτρεπε την πλήρη σκέψη. 2. – Χρησιμοποιώντας σωματική βία εναντίον προσώπου και απειλές με κίνδυνος ζωής αφαίρεσαν από άλλον ξένα κινητά πράγματα με σκοπό να τα ιδιοποιηθούν παράνομα. Συγκεκριμένα την 3.7.2011 και περί ώρα 05:00 στη συμβολή των οδών … στην …, ενεργώντας από κοινού επιτέθηκαν στον οδηγό του υπ’ αριθμ. κυκλοφορίας …34 ΔΧΕ αυτοκινήτου ΤΑΞΙ Μ. Β. του Π. στο ΤΑΞΙ του οποίου είχαν επιβιβαστεί με προορισμό την … και αφού του κατάφεραν χτυπήματα διά θλώντος – αμβλέος οργάνου στο κεφάλι προκαλώντας σε αυτόν εγκεφαλική βλάβη και ειδικότερα υπαραχνοειδή αιμορραγία και εγκεφαλικές θλάσεις, αφαίρεσαν από αυτόν ένα κερματοδέκτη με άγνωστο χρηματικό ποσό, το κινητό του τηλέφωνο μάρκας SONY ERICSSON καθώς και τα κλειδιά του αυτοκινήτου του, προκειμένου να τα ιδιοποιηθούν παράνομα καις τη συνέχεια τράπηκαν σε φυγή, ενώ ο παθών μεταφέρθηκε στο “… ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ” όπου διαπιστώθηκε ο θάνατος του”.
Με αυτά που δέχθηκε η απόφαση, διέλαβε στο σκεπτικό της, συνδυαζόμενο με το διατακτικό, την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ’ αυτήν με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά τα οποία αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων της ανθρωποκτονίας από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση από κοινού και της ληστείας από κοινού και κατά συρροή για τα οποία και καταδικάσθηκαν οι κατηγορούμενοι – αναιρεσείοντες, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά (μάρτυρες, έγγραφα, απολογία πρώτου κατηγορουμένου) καθώς και τους νομικούς συλλογισμούς με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1, 27 παρ.1, 45, 94, 299 παρ. 1 και 380 ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε, ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα η προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρει κατ’ είδος όλα τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη της, χωρίς να εξαιρέσει κανένα και χωρίς να απαιτείται να αναφέρει συγκεκριμένα τί προέκυψε από το καθένα χωριστά, η δε ιδιαίτερη μνεία ορισμένων δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε απαιτείται η συγκριτική στάθμιση και αξιολογική συσχέτιση μεταξύ των αποδεικτικών μέσων. Εκτίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι ακριβείς συνθήκες τέλεσης των πράξεων της ανθρωποκτονίας από πρόθεση από κοινού και της ληστείας από κοινού από τους κατηγορουμένους – αναιρεσείοντες ως συναυτουργούς. Αναφέρονται οι συγκεκριμένες επιμέρους κινήσεις και ενέργειες των κατηγορουμένων – αναιρεσειόντων προς θανάτωση του παθόντος (Β. Μ.) με τα επανειλημμένα πλήγματα, κυρίως στο κεφάλι με τα χέρια τους, αλλά και με αμβλύ όργανο ώστε να εξουδετερωθεί η αντίστασή του και να επακολουθήσει η ενέργεια αφαίρεσης των κινητών πραγμάτων του παθόντος (κινητού τηλεφώνου, κερματοδέκτη με τα χρήματα, κλειδιών του Δ.Χ. αυτοκινήτου – ΤΑΞΙ), οι οποίες ενέργειές τους, μαρτυρούν τον δόλο τους και συγκροτούν και αποδεικνύουν τη συμμετοχική δράση τους στην πράξη της ανθρωποκτονίας και εκ των οποίων το δικαστήριο συνήγαγε αυτήν, χωρίς να είναι απαραίτητη η περαιτέρω εξειδίκευσή της. Επίσης, το δικάσαν δικαστήριο, απέρριψε αιτιολογημένα αν και δεν είχε υποχρέωση προς τούτο, τον αρνητικό της κατηγορίας (ΑΠ 665/2014) ισχυρισμό του κατηγορουμένου – αναιρεσείοντος Κ. G. του L. για μεταβολή της κατηγορίας από ανθρωποκτονία από πρόθεση σε επικίνδυνη σωματική βλάβη (άρθρ. 308, 309 ΠΚ) ή σε θανατηφόρο σωματική βλάβη (άρθρο 311 ΠΚ), αφού δέχθηκε (κατά πιστή μεταφορά) ότι: “…Η ένταση και η σφοδρότητα των κτυπημάτων ήταν τέτοια, ώστε οι κατηγορούμενοι οπωσδήποτε θεώρησαν ως πιθανό αποτέλεσμα των ενεργειών τους αυτών τον θάνατο του οδηγού ΤΑΞΙ. Παρά ταύτα όμως οι τελευταίοι προχώρησαν και έτσι αποδέχθηκαν το ενδεχόμενο αυτό αποτέλεσμα των πράξεών τους, το θάνατο δηλαδή του οδηγού του ΤΑΞΙ. Ακολούθως και μετά τα ως άνω θανάσιμα πλήγματα που επέφεραν οι κατηγορούμενοι αφαίρεσαν από την κατοχή του τον κερματοδέκτη με τα χρήματα, τις εισπράξεις, το κινητό και τα κλειδιά του αυτοκινήτου τα οποία και ιδιοποιήθηκαν παράνομα, διέφυγαν δε με τα πόδια προς άγνωστη κατεύθυνση… ακολούθως ο ανωτέρω οδηγός διεκομίσθη την 05:36 ώρα στο Νοσοκομείο “…” όπου διαπιστώθηκε ο θάνατός του από εγκεφαλική βλάβη (υπαραχνοειδή αιμορραγία και εγκεφαλικές κακώσεις) τραυματικής αιτιολογίας. Τούτο επιβεβαιώνει τη βαναυσότητα και βιαιότητα με την οποία κτύπησαν το θύμα και στο κεφάλι οι κατηγορούμενοι, οι οποίοι, παρά το ότι θεώρησαν ως ενδεχόμενο αποτέλεσμα των πράξεών τους τον θάνατο τούτου, εν τούτοις δεν απέστησαν αποδεχόμενοι την πραγμάτωσή του”. Δέχθηκε δηλαδή το δικαστήριο ότι οι κατηγορούμενοι – αναιρεσείοντες ενήργησαν από κοινού, ευρισκόμενοι σε ψυχική ηρεμία που τους επέτρεπε να αντιλαμβάνονται τα αντικειμενικά στοιχεία της πράξης τους, τόσο κατά τη λήψη της απόφασης όσο και κατά την εκτέλεσή της και ότι από τη βιαιότητα και τη σφοδρότητα των κτυπημάτων που επέφεραν στο θύμα, κυρίως δε στο κεφάλι από τα οποία ως μόνης ενεργού αιτίας επήλθε ο θάνατος του Β. Μ., ο οποίος περιλαμβάνονταν στο δόλο αυτών και στη συνέχεια επακολούθησε η ενέργεια αφαίρεσης των κινητών πραγμάτων του ως άνω θύματος τα οποία οι κατηγορούμενοι – αναιρεσείοντες από κοινού ιδιοποιήθηκαν παράνομα. Τέλος, όσα ο κατηγορούμενος – αναιρεσείων K. G. αναφέρει για στοιχειοθέτηση του εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ Κ.Ποιν.Δ. λόγου αναίρεσης και αφορούν την εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, των καταθέσεων των μαρτύρων και την αξιολογική μεταξύ τους συσχέτιση, πλήττουν την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας η οποία είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη.
Συνεπώς, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ Κ.Ποιν.Δ. λόγοι αναίρεσης με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Σύμφωνα με το άρθρο 358 του Κ.Ποιν.Δ. παρέχεται στο δικαστήριο η δυνατότητα να διατάξει την άμεση εμφάνιση και εξέταση μάρτυρα που δεν κλητεύθηκε ή που δεν γνωστοποιήθηκε και τη μαρτυρία του οποίου θεωρεί αναγκαία για να μορφώσει την κατά το άρθρο 177 του ίδιου Κώδικα δικανική του πεποίθηση. Αν το σχετικό αίτημα υπέβαλε ο κατηγορούμενος ή ο Εισαγγελέας, το δικαστήριο υποχρεούται να απαντήσει και μάλιστα αιτιολογημένα, άλλως υπάρχει έλλειψη ακρόασης που επιφέρει ακυρότητα της διαδικασίας. Εξάλλου, η κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ του ίδιου Κώδικα λόγο αναίρεσης, απαιτείται όχι μόνο για την απόφαση περί της ενοχής, δηλαδή την καταδικαστική ή απαλλακτική για την κατηγορία απόφαση του δικαστηρίου, αλλά για όλες τις αποφάσεις, ανεξάρτητα αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες, ή αν η έκδοσή τους αφίεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε. ‘Ετσι η απορριπτική της αίτησης του κατηγορουμένου ή του Εισαγγελέα παρεμπίπτουσα απόφαση του δικαστηρίου για να διατάξει την άμεση εμφάνιση και εξέταση μάρτυρα που δεν κλητεύθηκε ή που δεν γνωστοποιήθηκε, πρέπει να είναι ιδιαίτερα αιτιολογημένη, υπό την προϋπόθεση ότι η αίτηση αυτή προβάλλεται παραδεκτά και είναι ορισμένη.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα παραδεκτώς επισκοπούμενα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, οι συνήγοροι υπεράσπισης του κατηγορουμένου G. G. υπέβαλαν το αίτημα να κληθούν, προκειμένου να καταθέσουν ως μάρτυρες η συντάκτρια της υπ’ αριθμ. πρωτ. 3022/30.1.2012 έκθεσης εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης Α. Τ. και ο ιατροδικαστής Ν. Κ. που συνέταξε την υπ’ αριθμ. 1800/24.11.2011 ιατροδικαστική έκθεση Νεκροψίας – Νεκροτομής, προκειμένου να διευκρινίσουν ζητήματα των ανωτέρω εκθέσεών τους, καθώς επίσης να κληθούν οι μάρτυρες Α. Κ. και Μ. Μ., οι οποίοι είχαν αντικρύσει εν ζωή τον παθόντα, αμέσως μετά το περιστατικό, πλην όμως δεν είχαν κλητευθεί στο ακροατήριο. Το ίδιο αίτημα υπέβαλε και η Εισαγγελέας της έδρας και επιπλέον ζήτησε να κληθούν ως μάρτυρες ο Π. Π., ιδιοκτήτης του ΤΑΞΙ και ένας εκ των αστυνομικών του πληρώματος που επελήφθη της υπόθεσης, ο Λ. Κ. και Θ. Σ.. Το δικαστήριο, αφού έδωσε το λόγο στην Εισαγγελέα και ακολούθως στους συνηγόρους υπεράσπισης των κατηγορουμένων, επιφυλάχθηκε να αποφανθεί επί του αιτήματος αυτού κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, ακολούθως δε μετά την εξέταση των κλητευθέντων μαρτύρων κατηγορίας με την παρεμπίπτουσα υπ’ αριθμ. 269/1.6.2017 απόφασή του έκανε εν μέρει δεκτό το άνω αίτημα και διέκοψε τη συζήτηση της υπόθεσης για τη ρητή δικάσιμο της 15.6.2017, προκειμένου να εμφανισθούν κατ’ αυτήν και να εξετασθούν ως μάρτυρες μόνο οι Α. Κ. του Νι. και Μ. Μ. του Χ., με την παρακάτω αιτιολογία. “Στην προκειμένη περίπτωση από τις μέχρι τώρα καταθέσεις στο ακροατήριο των εξετασθέντων μαρτύρων και τα στοιχεία της δικογραφίας το δικαστήριο θεωρεί αναγκαία τη μαρτυρία των Α. Κ. του Ν. και Μ. Μ. του Χ.. Κατόπιν αυτών πρέπει να γίνει δεκτό το αίτημα των κατηγορουμένων, να διακοπεί η συζήτηση της υπόθεσης και να διαταχθεί η εμφάνιση και η εξέταση των εν λόγω μαρτύρων…”. Με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας, δεν στέρησε την απόφασή του από την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, διότι το αίτημα να κληθούν και να καταθέσουν ως μάρτυρες: α) η πραγματογνώμων Α. Τ., β) ο ιατροδικαστής Ν. Κ. και γ) οι αστυνομικοί Λ. Κ. και Θ. Σ., όπως διατυπώθηκε ήταν αόριστο, διότι δεν αναφέρεται επί ποίου συγκεκριμένου θέματος θα κατέθεταν οι ανωτέρω μάρτυρες και ειδικότερα ποίες ήταν οι απαραίτητες διευκρινίσεις που θα παρείχαν η πραγματογνώμων Α. Τ. και ο ιατροδικαστής Ν. Κ., δεδομένου ότι οι τελευταίοι τις απόψεις τους διατύπωσαν στις συνταχθείσες σχετικά εκθέσεις του. Επομένως το Δικαστήριο της ουσίας δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει, πολύ δε περισσότερο να αιτιολογήσει την απόρριψη του ως άνω αιτήματος όσον αφορά την κλήτευση των συγκεκριμένων μαρτύρων. Επομένως ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Β και 170 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δ. για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας λόγω έλλειψης ακρόασης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Περαιτέρω, η επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της απόφασης πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προτείνονται από τον κατηγορούμενο ή από το συνήγορό του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ.2 και 333 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ. και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή την άρση ή μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό ή την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξης ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, όπως είναι και η συνδρομή ελαφρυντικής περίστασης που σε περίπτωση αναγνώρισής της επιβάλλεται ποινή μειωμένη κατά το μέτρο του άρθρου 83 του ίδιου Κώδικα, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, γιατί σε διαφορετική περίπτωση ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ Κ.Ποιν.Δ. λόγος αναίρεσης για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 133 ΠΚ το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83 ΠΚ) σε όποιον κατά το χρόνο που τέλεσε αξιόποινη πράξη είχε συμπληρώσει το δέκατο όγδοο όχι όμως και το εικοστό πρώτο έτος της ηλικίας του. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης οι αναιρεσείοντες – κατηγορούμενοι διά των συνηγόρων τους, πριν την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, υπέβαλαν εγγράφως και ανέπτυξαν προφορικά πλην άλλων ισχυρισμών και τον αυτοτελή ισχυρισμό περί αναγνώρισης στο πρόσωπό τους του ελαφρυντικού της μετεφηβικής ηλικίας (άρθρο 133 ΠΚ) επικαλούμενοι για τη θεμελίωσή του, τα εξής: Ο μεν πρώτος, G. G. ότι: “Σύμφωνα με το άρθρο 133 Π.Κ. που αναφέρεται στους εγκληματίες μετεφηβικής ηλικίας και συγκεκριμένα εάν κάποιος τέλεσε την αποδιδόμενη σε αυτόν πράξη έχοντας συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας του αλλά δεν έχει συμπληρώσει το εικοστό πρώτο, το Δικαστήριο του επιβάλλει ποινή ελαττωμένη σύμφωνα με το άρθρο 83 του Π.Κ. Όπως προκύπτει από τη δικογραφία ο κατηγορούμενος γεννήθηκε το έτος 1991, οι δε αποδιδόμενες σε μένα πράξεις τελέσθηκαν την 3-7-2011, όταν δηλαδή δεν είχε συμπληρώσει ακόμα το εικοστό πρώτο έτος της ηλικίας μου. Έτσι εφαρμόζεται στο πρόσωπο του και το ελαφρυντικό του άρθρου 133 Π.Κ. σε συνδυασμό με το άρθρο 84 Π.K. και πρέπει ως εκ τούτου να εφαρμοσθεί”. Ο δε δεύτερος ότι “Όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο πιστοποιητικό γεννήσεως μου έχω γεννηθεί στις 19.9.1991 στην πόλη ….. της Γεωργιανής Δημοκρατίας. Κατά το χρόνο της αποδιδόμενης εις εμένα τέλεσης της πράξεως, δηλαδή την 3.7.2011 ήμουν ηλικίας 19 χρονών, 9 μηνών και 14 ημερών. Εις την Ελλάδα ήρθα με την οικογένεια μου το έτος 2004, είχαμε δε όλοι έγγραφα νόμιμης παραμονής στη χώρα. Το έτος 2010 αποφοίτησα από το 1° Εσπερινό Γυμνάσιο της ….. και γράφτηκα για το σχολικό έτος 2011-2012 στην πρώτη τάξη, του 2ου ΕΠΑΛ …. όπου και παρακολουθούσα κανονικά τα μαθήματα μου, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη Βεβαίωση του ανωτέρω ΕΠΑΛ. Από μικρός εργαζόμουν ανελλιπώς παράλληλα για να προσφέρω τα πάντα στη μητέρα μου και στο μικρό αδερφό μου, καθώς ο πατέρας μου μας είχε εγκαταλείψει, δεν έδειχνε κανένα ενδιαφέρον . για εμάς, είχε δε εμφανίσει και παραβατική συμπεριφορά που τον είχε οδηγήσει στις φυλακές. Έκανα πρόσκαιρες εργασίες σαν βοηθός ηλεκτρολόγου, ότι δε χρήματα έβγαζα από τη δουλειά μου τα έδινα στη μητέρα μου, η οποία είναι καθαρίστρια σε σπίτια, για την κάλυψη των αναγκών της οικογένειας. Ουσιαστικά, δεν έχω ζήσει τις στοιχειώδεις στιγμές της παιδικής και εφηβικής ηλικίας, πράγμα βεβαίως το οποίο στιγμάτισε τον ψυχισμό μου, δημιουργώντας μου απεριόριστη θλίψη αλλά και την ανάγκη να μου δοθεί η ευκαιρία να δημιουργήσω μια οικογένεια που εγώ είχα στερηθεί”.
Το Δικαστήριο απέρριψε (κατά πλειοψηφία) τον ανωτέρω αυτοτελή ισχυρισμό ως αβάσιμο με την εξής κατά λέξη αιτιολογία: “Περαιτέρω, από τα, ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται ότι ο πρώτος κατηγορούμενος K. G. έχει γεννηθεί την 19-9-1991 και ο δεύτερος κατηγορούμενος G. G. έχει γεννηθεί την 20-1-1991, ήτοι αυτοί κατά το χρόνο τέλεσης των ως άνω πράξεων (3-7-2011) είχαν συμπληρώσει το δέκατο όγδοο, όχι όμως και το εικοστό πρώτο έτος της ηλικίας τους. Πλην όμως, κατά την πλειοψηφούσα γνώμη του Δικαστηρίου αυτού, από κανένα στοιχείο δεν προέκυψε ότι οι κατηγορούμενοι αυτοί επηρεάστηκαν από την τυχόν ανωριμότητα της μετεφηβικής ηλικίας ούτε τα εγκλήματα αυτά ανάγονται σε παραβατική συμπεριφορά που χαρακτηρίζει νέους μετεφηβικής ηλικίας. Αντίθετα, αποδεικνύεται ότι αυτοί ενήργησαν κατά τα ως άνω κάνοντας συνειδητή επιλογή των πράξεων τους και μάλιστα και στο παρελθόν είχαν επιδείξει αντικοινωνική συμπεριφορά. Επομένως, κατά την πλειοψηφούσα γνώμη του Δικαστηρίου αυτού, δεν συντρέχει λόγος επιβολής μειωμένης ποινής λόγω μετεφηβικής ηλικίας των κατηγορουμένων κατ’ αρθρ. 133 ΠΚ και ο σχετικός ισχυρισμός αυτών είναι απορριπτέος ως αβάσιμος”. Η αιτιολογία της απορριπτικής αυτής κρίσης του δικαστηρίου είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, αφού με σαφήνεια και πληρότητα εκτίθενται οι λόγοι για τους οποίους έκρινε το δικάσαν δικαστήριο ότι η εγκληματική συμπεριφορά των αναιρεσειόντων (δραστών) αποτελούσε συνειδητή επιλογή και δεν έχει σχέση με τη νεανική ανωριμότητά τους ώστε να δικαιολογείται η επιεικής μεταχείριση αυτών, ενόψει και του ότι οι αναιρεσείοντες – κατηγορούμενοι στη συγκεκριμένη περίπτωση είχαν συμπληρώσει 18ο όχι όμως και το 21ο έτος της ηλικίας τους όταν τέλεσαν τις πράξεις για τις οποίες καταδικάσθηκαν, είχαν επιδείξει και στο παρελθόν αντικοινωνική συμπεριφορά (ΑΠ 341/2013) . Επομένως, ο συναφής από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ. λόγος και των δύο αιτήσεων αναίρεσης για ελλιπή και αντιφατική αιτιολογία της απόφασης σε σχέση με την απόρριψη του ανωτέρω ισχυρισμού των αναιρεσεισόντων – κατηγορουμένων είναι κατ’ ουσία αβάσιμος και απορριπτέος.
Μετά ταύτα και μη υπάρχοντος άλλου λόγους αναίρεσης, οι κρινόμενες αιτήσεις αναίρεσης πρέπει να απορριφθούν και καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 Κ.Ποιν.Δ.) κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τις από 22.12.2017 δύο αιτήσεις αναίρεσης των: 1) G. G. του R., κατοίκου … και 2) K. G., κατοίκου … και ήδη κρατούμενου στο Κ. Κ. … για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 245, 269, 357/15.9.2017 απόφασης του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα ποσού διακοσίων πενήντα (250) ευρώ τον καθένα.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 23 Φεβρουαρίου 2018.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 28 Ιανουαρίου 2019.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ