ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ  529 / 2022 Παραγραφή στο κατ΄εξακολούθηση έγκλημα (98 παρ. 1)

Αριθμός 529/2022

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ’ Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Κουτσοκώστα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ελένη Φραγκάκη, Πηνελόπη Παρτσαλίδου – Κομνηνού – Εισηγήτρια, Ελένη Κατσούλη και Δημήτριο Τράγκα, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του στις 21 Σεπτεμβρίου 2021, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αχιλλέα Ζήση, (κωλυομένου του Εισαγγελέως) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου Π. Ν. του Σ., κατοίκου …, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σπυρίδωνα Μποροδήμο, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 136/2020 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Γρεβενών.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Γρεβενών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος, ζητάει την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στην από 11 Νοεμβρίου 2020 αίτησή του, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό 1268/2020.

Αφού άκουσε Τον Εισαγγελέα ο οποίος πρότεινε να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση από 11-11-2020 δήλωση του κατηγορουμένου Π. Ν. του Σ. στη Γραμματέα του Δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 136/2020 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Γρεβενών, με την οποία ο ως άνω κατηγορούμενος καταδικάσθηκε κατ’ έφεση σε ποινή φυλάκισης είκοσι τεσσάρων (24) μηνών που ανεστάλη επί τριετία για την πράξη της κλοπής κατ’ εξακολούθηση, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα και περιέχει παραδεκτούς λόγους αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α’, Δ’, Ε’ Κ.Π.Δ. ( άρθρα 473 παρ.2,3 και 474 παρ.1, 4 του Κ.Π.Δ.). Πρέπει, συνεπώς, να ερευνηθεί περαιτέρω.
Κατά την παρ. 1 α’ του άρθρου 372 του Π.Κ., όπως ίσχυε από 1-7-2019 με την κύρωση του νέου Π.Κ (ν.4619/2019), ως εκ του χρόνου εκδόσεως της προσβαλλόμενης απόφασης, “όποιος αφαιρεί ξένο ( ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα από την κατοχή άλλου με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή….”. Ήδη, με βάση τη νέα τροποποίηση του Π.Κ. (ν.4855/2021, ΦΕΚ 215/12-11-2021) προβλέπεται ποινή φυλάκισης χωρίς μέγιστο όριο. Από τη διάταξη αυτή, δια της οποίας προστατεύεται το δικαίωμα της ιδιοκτησίας προκύπτει, ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της κλοπής απαιτείται η υπό του δράστη, με θετική ενέργεια, αφαίρεση από την φυσική κατοχή άλλου, ξένου, ολικά ή εν μέρει, κινητού πράγματος, μη ανήκοντος κατά κυριότητα σ’ αυτόν, αυτογνωμόνως και χωρίς την συναίνεση του έχοντος δικαίωμα ιδιοκτησίας επ’ αυτού, με σκοπό την παράνομη ιδιοποίησή του. Η αφαίρεση συνίσταται στην άρση της επί του κινητού πράγματος υφισταμένης ξένης κατοχής και την θεμελίωση νέας επ` αυτού κατοχής υπό του δράστη ή τρίτου προς τον σκοπό της παρανόμου ιδιοποιήσεώς του. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 98 Π.Κ., αν περισσότερες από μία πράξεις του ιδίου προσώπου συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, το δικαστήριο μπορεί, αντί να εφαρμόσει τη διάταξη του άρθρου 94 παρ.1, να επιβάλλει μία και μόνο ποινή. Για την επιμέτρησή της το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων. Από τη διάταξη αυτή που έχει θεσπισθεί προς το σκοπό επιεικέστερης μεταχείρισης του κατηγορουμένου, προκύπτει ότι το κατ’ εξακολούθηση έγκλημα είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση ομοειδούς πραγματικής συρροής εγκλημάτων, που συνέχονται μεταξύ τους λόγω της ενότητας του δόλου του δράστη και της μορφής του αδικήματος που επαναλαμβάνεται από τον ίδιο αυτουργό, στην οποία συρροή όμως το δικαστήριο αντί να καταγνώσει στο δράστη συνολική ποινή, επιβάλλει μία ενιαία ποινή, λαμβάνοντας υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων, μέσα στα πλαίσια της ποινής του οικείου εγκλήματος.
Συνεπώς, η καθεμία από τις μερικότερες πράξεις που συγκροτούν το κατ’ εξακολούθηση έγκλημα διατηρεί την αυτοτέλειά της ως προς την παραγραφή και τον χαρακτηρισμό της ως πλημμελήματος ή κακουργήματος αναλόγως του ποσού οφέλους ή βλάβης (Ολ. Α.Π. 5/2002, Α.Π.2223/2018). Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ αυτού, όταν αναφέρονται σε αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ` είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ.1 και 178 παρ.2 Κ.Π.Δ. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον, στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η ύπαρξη του δόλου που απαιτείται, κατά το άρθρο 26 παρ. 1 Π.Κ., για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος, δεν είναι κατ` αρχάς ανάγκη να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι προκύπτει από την πραγμάτωση των περιστατικών τούτων. Αυτό το είδος του δόλου απαιτείται από την προπαρατεθείσα διάταξη, για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υπόστασης του υπόψη εγκλήματος της κλοπής. Μόνο όταν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η “εν γνώσει” ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως ή η τέλεση της πράξεως με τον “σκοπό” προκλήσεως ορισμένου αποτελέσματος, η ύπαρξη του δόλου, πρέπει να αιτιολογείται ειδικά. Τέλος, λόγο αναίρεσης της απόφασης συνιστά, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε’ του Κ.Π.Δ. και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή, όταν το δικαστήριο, χωρίς να παρερμηνεύσει το νόμο, δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασής του, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Γρεβενών, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, κατά τη συνεδρίαση της 13-10-2020, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα για την πράξη της κλοπής κατ’ εξακολούθηση του άρθρου 372 παρ.1 εδ. α’ του Π.Κ., δεχόμενο στο σκεπτικό του τα εξής: “Από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, από τα έγγραφα που αναγνώστηκαν στο ακροατήριο, σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορουμένου-εκκλαούντα αποδείχθηκε ότι, ο κατηγορούμενος στα Γρεβενά, την 09η -08-2017, την 01η -09-2017 και την 29η-10-2018, με περισσότερες από μια πράξεις που αποτελούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, αφαίρεσε από την κατοχή άλλων ξένα ολικά κινητά πράγματα με σκοπό να τα ιδιοποιηθεί παράνομα. Ειδικότερα, κατά τις μεσημβρινές ώρες της 09ης -08-2017 και ενώ βρισκόταν στο οδοντιατρείο της Δ. Μ. για επαγγελματικούς λόγους, αφαίρεσε χωρίς να γίνει αντιληπτός από το πορτοφόλι της Μ. Ν., που επίσης βρισκόταν εκεί για οδοντιατρικές εργασίες, το ποσό των 1.000,00 ευρώ, με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα. Τα ανωτέρω προκύπτουν σαφώς από τις καταθέσεις της μάρτυρα Δ. Μ. και της παθούσας Μ. Ν., από τις οποίες προκύπτει ότι η τελευταία από κάποιο σημείο και έπειτα δεν είχε οπτική επαφή με την τσάντα της, την οποία η βοηθός της κας Μ. είχε τοποθετήσει πάνω σε γραφείο, στο οποίο κάθονταν ο κατηγορούμενος, έχοντας άμεση επαφή με την τσάντα της κας Ν.. Το γεγονός ότι η τελευταία δεν αντιλήφθηκε άμεσα την απώλεια του χρηματικού ποσού των 1.000,00 ευρώ από το πορτοφόλι της, όταν άνοιξε αυτό για να πληρώσει το ποσό των 100,00 ευρώ στην κα Μ., για τις πραγματοποιθείσες οδοντοτεχνικές εργασίες, καθώς και το ότι τόσο η κα Μ., όσο και η κα Ν., δεν μπορούσαν να υποψιαστούν ότι ο κατηγορούμενος αφαίρεσε το ως άνω χρηματικό ποσό από το πορτοφόλι της κας Ν., δεν αναιρεί τις ανωτέρω παραδοχές του Δικαστηρίου τούτου. Επίσης το γεγονός, που προκύπτει από τις αποτυπώσεις των τηλεφωνικών μηνυμάτων μεταξύ του κατηγορουμένου με την μάρτυρα Δ. Μ., ότι δηλαδή η τελευταία αρχικά θεώρησε ότι η κα Ν. κάπου αλλού έχασε τα χρήματά της και την άποψή της αυτή μετέφερε στον κατηγορούμενο, δεν αναιρεί το γεγονός ότι την 09-08-2017 ο μόνος που βρέθηκε για αρκετή ώρα δίπλα στην ανοιχτή τσάντα της κας Ν., ήταν ο κατηγορούμενος, καθώς η βοηθός της κας Μ., ήταν συνεχώς στο οπτικό πεδίο της κας Ν.. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι την 01-09-2017 και περί ώρα 15:00 έως 15:30 της 01ης – 09-2017, ο κατηγορούμενος εισήλθε εντός του καταστήματος βιομηχανικών εργαλείων του κου Σ. Ε. του Κ., επί τη οδού …, και χωρίς να γίνει αντιληπτός, λόγου φόρτου εργασίας, αφαίρεσε από ανασφάλιστο συρτάρι γραφείου το χρηματικό ποσό των 7.000,00 ευρώ, με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα. Η ανωτέρω παραδοχή του Δικαστηρίου ενισχύεται από την κατάθεση της μάρτυρα Ε. Ν., για την αξιοπιστία της οποίας το παρόν δικαστήριο δεν έχει λόγο να αμφιβάλλει, η οποία κατέθεσε ότι “Την επόμενη ημέρα πήγα στο διπλανό μαγαζί που είναι ένα πρατήριο της Shell και το οποίο έχει κάμερα ασφαλείας και πιάνει και το δικό μας μαγαζί και εκεί είδα ότι την επίμαχη ώρα τα μόνα άτομα που πήγαν στο μαγαζί ήταν όντως τα δύο παιδιά από την Κ., τα οποία όμως δεν μπήκαν μέσα, ο σύζυγος μου βγήκε έξω, γιατί ήθελαν δύο παπουτσοθήκες, οι οποίες ήταν έξω από το μαγαζί, πλήρωσαν εκεί έξω ένα 50ευρω και έφυγαν και ο κ. Ν., ο οποίος ζήτησε ένα λάστιχο. Ο σύζυγος μου ήταν απασχολημένος και ο κατηγορούμενος πέρασε στο εσωτερικό του μαγαζιού. Κάθισε 3-4 λεπτά και μετά έφυγε, γιατί ο σύζυγος μου δεν είχε τελειώσει. Ο μόνος που μπήκε μέσα στο μαγαζί σύμφωνα με την κάμερα ήταν ο Ν., αλλά η κάμερα δεν μπορούσε να δείξει το εσωτερικό”.
Συνεπώς, από την κατάθεση της ανωτέρω, η οποία είδε αυτοπροσώπως το υλικό από την κάμερα ασφαλείας, που διαθέτει το διπλανό μαγαζί που είναι ένα πρατήριο της Shell και η κάμερα του οποίου καλύπτει και το κατάστημα του συζύγου της, προκύπτει ότι κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα της ως άνω επίδικης ημέρας, κατά το οποίο και αφαιρέθηκε από το ταμείο του καταστήματος το ποσό των 7 000,00 ευρώ, ο μόνος που εισήλθε στο κατάστημα του κου Σ. Ε., ήταν ο κατηγορούμενος. Τέλος, αποδείχθηκε ότι την 29-10-2017 και περί ώρα 12:15 έως 12:45 ο κατηγορούμενος, εισήλθε εντός του καταστήματος ταχυμεταφορών με την επωνυμία “Γενική Ταχυδρομική” της Α. Π. του Α., επί της οδού …, και χωρίς να γίνει αντιληπτός, αφού προηγουμένως είχε πετύχει την απομάκρυνση του υπαλλήλου στο χώρο αποθήκευσης των δεμάτων, αφαίρεσε από πορτοφόλι ευρισκόμενο σε συρτάρι του καταστήματος το χρηματικό ποσό των 1.700,00 ευρώ, με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι την ημέρα εκείνη και κατά το ως άνω επίμαχο χρονικό διάστημα από το κατάστημα της Γενικής Ταχυδρομικής πέρασαν 3-4 άτομα, μεταξύ των οποίων και ο κατηγορούμενος. Τα υπόλοιπα άτομα παρέμεινα στο χώρο, για πολύ λίγο χρόνο, καθώς ο μάρτυρας Ι. Π., που τους εξυπηρετούσε βρήκε άμεσα να δέματα που τους αφορούσαν, ενώ κάποιο άλλο άτομο παρέδωσε δέμα προς αποστολή. Αντιθέτως ο κατηγορούμενος ζήτησε να παραλάβει δέμα, χωρίς να δώσει κάποιο αριθμό αποστολής. Ο ανωτέρω μάρτυρας Ι. Π., πήγε στο χώρο εναπόθεσης των δεμάτων, προκειμένου να ψάξει το δέμα που του ζήτησε ο κατηγορούμενος, διαδικασία που του πήρε λίγο παραπάνω χρόνο, καθώς δεν έβρισκε κάτι που να αφορούσε τον κατηγορούμενο. Όταν ο προαναφερόμενος μάρτυρας γύρισε από το χώρο εναπόθεσης των δεμάτων βρήκε τον κατηγορούμενο να στέκεται μέσα από το γκισέ, όπως αυτό αποτυπώνεται στη φωτογραφία του χώρου της Γενικής Ταχυδρομικής και από εκεί είχε επαφή με το ταμείο. Άλλωστε ο κατηγορούμενος ήταν χρόνια πελάτης της Γενικής Ταχυδρομικής και όπως και ο ίδιος ανέφερε πήγαινε συχνά στο κατάστημα και ως εκ τούτου γνώριζε που βρίσκεται το ταμείο, παρά το αντίθετο υποστηριζόμενο από τον ίδιο. Όλοι όσοι πήγαν στο κατάστημα της Γενικής Ταχυδρομικής την επίδικη ημέρα και κατά το επίδικο χρονικό διάστημα στάθηκαν απέναντι από το γκισέ που απεικονίζεται στη φωτογραφία του χώρου και μόνον ο κατηγορούμενος στάθηκε στη γωνία του γκισέ, από όπου είχε οπτική επαφή με το ταμείο. Τα ανωτέρω προέκυψαν σαφώς από την κατάθεση του μάρτυρα Ι. Π.. Επιπλέον τις ανωτέρω παραδοχές αυτού του δικαστηρίου ενισχύει η κατάθεση του μάρτυρα Ε. Σ., υπαλλήλου της Γενικής Ταχυδρομικής, ο οποίος κατέθεσε ότι: “Το ίδιο βράδυ της κλοπής αργά με πήρε τηλέφωνο στο κινητό μου και μάλιστα δύο φορές, ο κ. Ν., γιατί δεν είχε όπως μου είπε το τηλέφωνο του κ. Π. και είπε ότι ήταν διατεθειμένος, παρόλο που δεν πήρε εκείνος τα χρήματα, να πληρώσει, γιατί δεν ήθελε να γίνει ρεζίλι στην μικρή κοινωνία που ζούμε. Ενημέρωσα τον κ. Π. για το τηλεφώνημα, αλλά μου απάντησε ότι δεν ήθελε να έχει καμία επαφή μαζί του”. Το ανωτέρω τηλεφώνημα δεν αρνήθηκε ο κατηγορούμενος, αλλά μόνον το περιεχόμενο της μεταξύ τους συνομιλίας. Από την κατάθεση του προαναφερόμενου μάρτυρα, για την αξιοπιστία του οποίου το Δικαστήριο τούτο δεν έχει κανένα απολύτως λόγο να αμφιβάλλει, προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος προσφέρθηκε να επιστρέψει το ποσό που αφαίρεσε νωρίτερα την ίδια ημέρα από το ταμείο του καταστήματος της Γενικής Ταχυδρομικής, προκειμένου να αποφύγει τις έννομες συνέπειες και την κοινωνική απαξίωση, προσφορά στην οποία ουδείς αμέτοχος στην πράξη δεν θα έκανε. Τις ανωτέρω παραδοχές αυτού του Δικαστηρίου ενισχύει και το γεγονός, ότι μετά την καταγγελία της κλοπής στο κατάστημα της Γενικής Ταχυδρομικής, η αστυνομία πήγε στην οικία του κατηγορουμένου προκειμένου να τον συλλάβει και ο κατηγορούμενος, παρότι έβλεπε τους αστυνομικούς από τις κάμερες ασφαλείας που διαθέτει στην οικία του, δεν άνοιξε στους αστυνομικούς, επιδιώκοντας να αποφύγει τη σύλληψη. Ο ισχυρισμός του κατηγορούμενου ότι δεν άκουγε το θόρυβο του κουδουνιού, διότι βρίσκονταν στο χώρο του υπογείου της οικίας του, όπου είχε σε λειτουργία μηχανήματα για την εργασία του, δεν κρίθηκε πειστικός από το Δικαστήριο. Τέλος, τις ανωτέρω παραδοχές αυτού του Δικαστηρίου δεν αναιρεί το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος με την με αριθμό 231/2019 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Γρεβενών αθωώθηκε, λόγω αμφιβολιών, για την αξιόποινη πράξη της κλοπής κατ’ εξακολούθηση σε βάρος του Κ. Τ. που του είχε αποδοθεί και η οποία φερόταν ότι τελέστηκε από τον κατηγορούμενο τον Νοέμβριο και Δεκέμβριο του 2017.
Συνεπώς, στην προκείμενη περίπτωση, κατά την ομόφωνη κρίση αυτού του Δικαστηρίου, από τα ανωτέρω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά κρίνεται ότι πληρούται η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αποδιδόμενης στον κατηγορούμενο αξιόποινης πράξης και για το λόγο αυτό το δικαστήριο ομόφωνα κρίνει ότι αυτός πρέπει να κηρυχθεί ένοχος για την τέλεση αυτής.” Στη συνέχεια, το Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα του ότι: “Στα Γρεβενά, την 9η – 08- 2017, την 01η -09-2017 και την 29η-10-2018, με περισσότερες από μια πράξεις που αποτελούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, αφαίρεσε από την κατοχή άλλων ξένα ολικά κινητά πράγματα με σκοπό να τα ιδιοποιηθεί παράνομα. Ειδικότερα, κατά τις μεσημβρινές ώρες της 9ης–08-2017 και ενώ βρισκόταν στο οδοντιατρείο της Δ. Μ. για επαγγελματικούς λόγους, αφαίρεσε χωρίς να γίνει αντιληπτός από το πορτοφόλι της Μ. Ν., που επίσης βρισκόταν εκεί για οδοντιατρικές εργασίες, το ποσό των 1.000 ευρώ, με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα. Επιπλέον, περί ώρα 15:00 15:30 της 01-09-2017, εισήλθε εντός του καταστήματος βιομηχανικών εργαλείων του Σ. Ε. του Κ., επί της οδού …, και χωρίς να γίνει αντιληπτός λόγω φόρτου εργασίας αφαίρεσε από ανασφάλιστο συρτάρι γραφείου το χρηματικό ποσό των 7.000,00 ευρώ, με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα. Τέλος, περί ώρα 12:15 έως 12:45 της 29ης-10-2018, εισήλθε εντός του καταστήματος ταχυμεταφορών με την επωνυμία ”Γενική Ταχυδρομική” της Α. Π. του Α., επί της οδού …, και χωρίς να γίνει αντιληπτός, αφού προηγουμένως είχε πετύχει την απομάκρυνση του υπαλλήλου στο χώρο αποθήκευσης των δεμάτων, αφαίρεσε από πορτοφόλι ευρισκόμενο σε συρτάρι του καταστήματος το χρηματικό ποσό των 1.700,00 ευρώ, με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα.” Με το παραπάνω περιεχόμενο σκεπτικού και διατακτικού που αλληλοσυμπληρώνεται, το Δικαστήριο, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, διέλαβε σ’ αυτή την επιβαλλόμενη από τις διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού διαλαμβάνονται σ’ αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και κατά λογική ακολουθία τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η δικαστική κρίση για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος της κλοπής, η οποία τελέστηκε εξακολουθητικά σε τρεις μερικότερες πράξεις των διατάξεων των άρθρων 372 παρ. 1 εδ. α’ και 98 του νέου Π.Κ., και για την οποία το ως άνω Δικαστήριο καταδίκασε τον αναιρεσείοντα. Ειδικότερα, μετά από συνεκτίμηση όλων τα αποδεικτικών στοιχείων που αναφέρονται στο προοίμιο, αλλά και στο σώμα του σκεπτικού του, το Δικαστήριο κατά τις ρητές, σαφείς και ουσιαστικές παραδοχές του που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του υπόψη εγκλήματος, κατ’ εξακολούθηση τελεσθέντος, διαλαμβάνει την σε τρεις μερικότερες πράξεις αφαίρεση από την κατοχή των θυμάτων των προαναφερόμενων χρηματικών ποσών, τα οποία περιήλθαν στην κατοχή του αναιρεσείοντα με σκοπό την παράνομη ιδιοποίησή τους. Το Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, για να οδηγηθεί στην καταδικαστική για αυτόν κρίση του έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, στα οποία περιλαμβάνεται η ένορκη κατάθεση του μάρτυρα υπεράσπισης στο ακροατήριο, σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορουμένου – εκκαλούντος, όπως ρητά αναφέρεται στο σκεπτικό του. Όπως προεκτέθηκε στις μείζονες σκέψεις, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός των αποδεικτικών μέσων χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων ή των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, όταν δε εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα.
Συνεπώς, οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, οι οποίες περιλαμβάνονται στο δεύτερο λόγο της αναίρεσής του, ότι δηλαδή το Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του δεν έλαβε υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα και δη τις καταθέσεις των μαρτύρων στο ακροατήριο των οποίων δεν κάνει αναφορά στο σκεπτικό του, ενώ παραβλέπει την κατάθεση του μάρτυρα υπεράσπισης στο ακροατήριο, καθώς και την απολογία του κατηγορουμένου και ιδίως τις έξι ένορκες εξετάσεις μάρτυρα που κατά τους ισχυρισμούς του δεν προσδιορίζονται, είναι αβάσιμες. Εξάλλου, το Δικαστήριο ορθώς ερμήνευσε τη διάταξη του άρθρου 98 Π.Κ. και υπήγαγε και την τρίτη μερικότερη πράξη της κλοπής, η οποία τελέστηκε στην ίδια πόλη την 29-10-2018, απέχουσα χρονικώς από τις άλλες δύο προηγούμενες πάνω από ένα έτος, στην εξακολουθητική δράση του αναιρεσείοντος και ακολούθως στην έννοια του εγκλήματος κατ’ εξακολούθηση του ως άνω άρθρου. Και τούτο διότι η χρονική απόσταση των μερικότερων πράξεων του κατ’ εξακολούθηση τελούντος εγκλήματος, που απαρτίζεται από χρονικώς χωρισμένες μεταξύ τους ομοειδείς μερικότερες πράξεις, οι οποίες τελέστηκαν από το ίδιο πρόσωπο, καθεμία δε πράξη εμπεριέχει τα στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήματος, μπορεί να είναι και σχετικώς μεγάλη, χωρίς να αποδομείται η έννοια της ενότητας του δόλου του δράστη, αν οι χωρισμένες ενέργειες συνδέονται μεταξύ τους δια της ταυτότητας της προς εκτέλεση απόφασης, γεγονός που προκύπτει από τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης. Άλλωστε, όπως προεκτέθηκε στις μείζονες σκέψεις, το κατ’ εξακολούθηση έγκλημα αποτελεί μια ιδιάζουσα περίπτωση ομοειδούς πραγματικής συρροής εγκλημάτων που συνέχονται μεταξύ τους ακριβώς λόγω της ενότητας του δόλου του δράστη, ο οποίος επαναλαμβάνει το ίδιο έγκλημα, η δε ως άνω διάταξη έχει θεσπιστεί προς το σκοπό επιεικέστερης μεταχείρισης του κατηγορουμένου, στον οποίο καταγιγνώσκεται μια ενιαία ποινή. Μετά από όλα αυτά, οι σχετικοί από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ και Ε’ Κ.Π.Δ. , 2ος και 3ος λόγοι της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης είναι αβάσιμοι. Οι εμπεριεχόμενες στον ως άνω δεύτερο λόγο της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης λοιπές διάσπαρτες αιτιάσεις, που αναφέρονται σε διαφορετική αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων και με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας πλήττουν την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, είναι απαράδεκτες, αφού συνιστούν αμφισβήτηση των σε βάρος του αναιρεσείοντος ουσιαστικών παραδοχών της προσβαλλόμενης απόφασης και της ορθότητας του αποδεικτικού πορίσματος της.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333 παρ. 2, 362 και 367 του ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη από το δικαστήριο για το σχηματισμό της κρίσης του περί της ενοχής του κατηγορουμένου εγγράφων που δεν είναι βέβαιο ότι αναγνώσθηκαν κατά την προφορική συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, επιφέρει, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 εδ. δ’ του ίδιου Κώδικα, απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, που ιδρύει το λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του Κ.Π.Δ., διότι στερείται, έτσι, ο κατηγορούμενος του δικαιώματος να εκθέσει τις απόψεις του και να προβεί σε παρατηρήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο (άρθρο 358 του Κ.Π.Δ.), εκτός αν τα έγγραφα αυτά αποτελούν στοιχεία του κατηγορητηρίου ή το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος ή είναι έγγραφα διαδικαστικά ή αναφέρονται απλώς διηγηματικά στην απόφαση ή το περιεχόμενο τους προκύπτει από άλλα αποδεικτικά μέσα. Στα πρακτικά της απόφασης δεν είναι απαραίτητο να καταχωρίζεται το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε, ούτε ο συντάκτης αυτού ούτε και ο χρόνος σύνταξής του, είναι όμως αναγκαίο να αναφέρονται τα στοιχεία εκείνα από τα οποία προσδιορίζεται επαρκώς η ταυτότητά του, έτσι ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία για το ποιο έγγραφο αναγνώστηκε. Ο προσδιορισμός, δηλαδή, της ταυτότητας του εγγράφου είναι αναγκαίος μόνο για τη δημιουργία βεβαιότητας ότι το συγκεκριμένο έγγραφο και όχι κάποιο άλλο αναγνώσθηκε στη δίκη και έτσι δόθηκε η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να εκθέσει τις απόψεις του και να προβεί στις παρατηρήσεις του ως προς το περιεχόμενο του. Διαφορετικά, αν, δηλαδή, δεν προσδιορίζεται επαρκώς η ταυτότητα του εγγράφου, υπάρχει η ίδια ως άνω ακυρότητα. Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει ότι, κατά το στάδιο ανάγνωσης των εγγράφων, αναγνώστηκαν από το Δικαστήριο της ουσίας, μεταξύ άλλων, και τα έγγραφα, τα οποία τιτλοφορούνται ως έξι (6) εκθέσεις ένορκης εξέτασης μάρτυρα, τα οποία, σημειωτέο είχαν αναγνωστεί και κατά την αποδεικτική διαδικασία του πρωτόδικου Δικαστηρίου (βλ. υπ’ αριθμ. 154/2019 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Γρεβενών), για τα οποία υπάρχει η αιτίαση ότι περιγράφονται αορίστως χωρίς να προκύπτει με βεβαιότητα η ταυτότητά τους, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να διαπιστωθεί σε ποια ακριβώς έγγραφα στηρίχθηκε η καταδικαστική κρίση του Δικαστηρίου και, επομένως, αμφισβητείται εάν αυτά αφορούσαν την εκδικασθείσα υπόθεση. Με την ανωτέρω αναφορά των εγγράφων αυτών, επαρκώς προσδιορίστηκε η ταυτότητά τους και δεν ήταν αναγκαία ειδικότερη αναφορά πρόσθετων στοιχείων προσδιορισμού τους, αφού τα έγγραφα αυτά πέραν του τίτλου προσδιορισμού τους και της αναφοράς ότι αναγνώστηκαν και κατά την πρωτόδικη διαδικασία και. επομένως, ήταν γνωστά στην υπεράσπιση του αναιρεσείοντος, γεγονός που προκύπτει και από τη μη αμφισβητούμενη ανάγνωση του περιεχομένου τους στο ακροατήριο, για την οποία δεν προβλήθηκε αντίρρηση από τον παριστάμενο συνήγορο του αναιρεσείοντος, οπότε η υπεράσπιση είχε πλήρη δυνατότητα να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις, αναφορικά με το περιεχόμενο καθενός από τα έγγραφα αυτά, γεγονός που δεν εξαρτήθηκε από τον τρόπο προσδιορισμού τους στα πρακτικά της δίκης, με συνέπεια να μην ανακύπτει αβεβαιότητα ως προς την ανάγνωση και την ταυτότητα των εγγράφων αυτών. Εξάλλου, από την παραδεκτή επισκόπηση για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου των εγγράφων αυτών, προκύπτει, ότι αυτά αποτελούν τις προανακριτικές καταθέσεις των ιδίων μαρτύρων που κλητεύθηκαν και κατέθεσαν στο ακροατήριο για την διερεύνηση της υπόθεσης και, επομένως, η αιτίαση ότι τα έγγραφα αυτά ήταν άσχετα με την εκδικαζόμενη υπόθεση, είναι αβάσιμη. Κατόπιν αυτών, δεν εθίγησαν τα υπερασπιστικά δικαιώματα του αναιρεσείοντος και ο υποστηρίζων τα αντίθετα πρώτος λόγος της υπό κρίση αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του Κ.ΠΑ, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα, συνισταμένη στο ότι δεν προσδιορίζεται η ταυτότητα των εγγράφων, τα οποία αναγνώστηκαν κατά την αποδεικτική διαδικασία του Δικαστηρίου της ουσίας, είναι αβάσιμος.
Κατ’ ακολουθίαν όλων των παραπάνω και μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα, η υπό κρίση δήλωση αναίρεσης του αναιρεσείοντα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να επιβληθούν σε βάρος του τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 578 παρ.1 Κ.Π.Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 11-11-2020 δήλωση αναίρεσης του Π. Ν. του Σ., κατοίκου …, κατά της υπ’ αριθμ.136/2020 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Γρεβενών.
Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας, τα οποία ορίζει σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 16 Νοεμβρίου 2021.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 8 Απριλίου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ

Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Σελίδα 16 της 529/2022 ποινικής απόφασης του Αρείου Πάγου

To Top