ΑΡΙΘΜΟΣ 416/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
E’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Βασδέκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ζαμπέτα Στράτα, Μαρία Λεπενιώτη, Σοφία Οικονόμου και Κλεόβουλο-Δημήτριο Κοκκορό-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Νοεμβρίου 2021, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Αθανασίου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας – κατηγορουμένης Γ. Θ. του Φ., κρατούμενης στο Κατάστημα Κράτησης Γυναικών Ελεώνα Θηβών, η οποία εκπροσωπήθηκε από την δικηγόρο Νανά Αμπουλάντζε, η οποία διορίστηκε με την 545/2021 απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών, περί αναιρέσεως της υπ’ αριθ. 48-49, 64/2020 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Πατρών και με υποστηρίζοντες την κατηγορία τους: 1) Ι. του Φ., κάτοικο …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γιάννη Κόττα, 2) Δ. του Δ., κάτοικο …, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γιάννη Κόττα και 3) Ν. Π. του Δ., κάτοικο …, ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γιάννη Κόττα.
Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Πατρών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και η αναιρεσείουσα – κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 28-8-2020 αίτησή της αναίρεσης, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 964/2020.
Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη αίτηση για αναίρεση της υπ’ αριθμ’ 48-49, 64/18-6-2020 απόφασης του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Πατρών με την οποία η αναιρεσείουσα – κατηγορουμένη καταδικάστηκε κατ’ έφεση σε ποινή ισοβίου κάθειρξης και συνολικής ποινής κάθειρξης είκοσι τριών [23] ετών και τεσσάρων [4] μηνών, για τις αξιόποινες πράξεις α] της ανθρωποκτονίας από πρόθεση από κοινού, από δράστιδα σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, β] της συνέργειας σε ανθρωποκτονία, γ] της ληστείας από κοινού, δ] της συνέργειας σε ληστεία και ε] της ηθικής αυτουργίας σε κλοπή, έχει ασκηθεί νομότυπα [άρθρα 466 παρ. 2, 473 παρ.2 εδ. β και 474 παρ.4 του ΚΠΔ], εμπρόθεσμα [άρθρα 473 παρ.1 και 3 του ΚΠΔ και 75 του Ν. 4690/2020] και παραδεκτά [άρθρα 464, 474 παρ. 4, 476 παρ. 1, 504, 505 παρ. 1 εδ. α, 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠΔ]. Επομένως, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.
Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ’ αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των αποφάσεων πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, εκείνους δηλαδή που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 172 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠΔ, από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιόποινου της πράξης ή τη μείωση της ποινής, εφόσον, όμως, αυτοί προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία, κατά την οικεία διάταξη, για τη θεμελίωσή τους. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός, η απόρριψη του οποίου πρέπει να αιτιολογείται ιδιαίτερα, είναι και ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί συνδρομής στο πρόσωπό του ελαφρυντικής περίστασης από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 παρ. 2 ΠΚ, αφού η παραδοχή της οδηγεί στην επιβολή μειωμένης, κατά το άρθρο 83 του ίδιου Κώδικα, ποινής. Ως ελαφρυντικές περιστάσεις θεωρούνται, μεταξύ άλλων, οι προβλεπόμενες από την παρ. 2 του άρθρου 84 ΠΚ, με στοιχ. δ’ και ε’, ήτοι το ότι ο υπαίτιος έδειξε ειλικρινή μετάνοια και επεδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του, καθώς και το ότι συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του, ακόμη και υπό συνθήκες κράτησης. Για να στοιχειοθετηθεί η πρώτη από τις ελαφρυντικές αυτές περιστάσεις (άρθρο 84 παρ. 2δ’ ΠΚ), πρέπει η μεταμέλεια του υπαιτίου όχι μόνο να είναι ειλικρινής, αλλά και να εκδηλώνεται εμπράκτως, δηλαδή να συνδυάζεται με συγκεκριμένα περιστατικά, τα οποία δείχνουν ότι αυτός μεταμελήθηκε και για το λόγο αυτό επιζήτησε ειλικρινά και όχι προσχηματικά, να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του, χωρίς να αρκεί η απλή έκφραση συγγνώμης ή η ομολογία για την τέλεση της πράξης. Εξάλλου, η αναγνώριση της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2ε’ ΠΚ προϋποθέτει επίκληση και απόδειξη θετικής ατομικής και κοινωνικής συμπεριφοράς του υπαιτίου, με κριτήριο τη στάση του μέσου συνετού και νομοταγούς πολίτη, για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την αξιόποινη πράξη, ως αποτέλεσμα πραγματικής επίγνωσης από αυτόν των συνεπειών της πράξης του και σταθερού εναρμονισμού του προς τις επιταγές της έννομης τάξης. Όμως, ενόψει του εγκληματοπροληπτικού και σωφρονιστικού σκοπού της θεσπίσεως της οικείας διατάξεως, που διατρέχει την όλη διαβίωση του υπαιτίου μετά την τέλεση της πράξεως, δεν αρκεί για τη στοιχειοθέτηση του εν λόγω ελαφρυντικού, η καλή και συνήθης συμπεριφορά, αλλά απαιτούνται πραγματικά περιστατικά, θετικά και δηλωτικά της αρμονικής κοινωνικής διαβιώσεώς του και μάλιστα για μεγάλο χρονικό διάστημα, λαμβανομένης προς τούτο υπόψη και της βαρύτητας της εγκληματικής δραστηριότητάς του. Η καλή συμπεριφορά, δηλαδή, δεν εννοείται ως παθητική καλή διαγωγή ή μόνον ως απουσία παραβατικότητας αλλά περιλαμβάνει και την θετική δραστηριότητα του υπαιτίου, η οποία εκδηλώνεται αυτοβούλως και όχι ως αποτέλεσμα φόβου ή καταναγκασμού. Συντρέχει δε στο πρόσωπο εκείνου του δράστη, ο οποίος πραγματικά μεταστράφηκε ηθικά και ψυχικά έχοντας αντιληφθεί τις επιπτώσεις της αξιόποινης πράξεως του και απέχοντας μετά ταύτα για σχετικά μεγάλο διάστημα, από οποιασδήποτε φύσης επιλήψιμη ενέργεια και συμπεριφορά, ακόμη και υπό συνθήκες κράτησης. Η καλή συμπεριφορά, όμως, δεν ταυτίζεται με την απαίτηση για μία εξαιρετική υπερδιακεκριμένη καλή συμπεριφορά. Εξάλλου, με το άρθρο 85 παρ. 2 ΠΚ προστέθηκε ένας ειδικός λόγος περαιτέρω μείωσης της ποινής “όταν πέραν της συνδρομής ενός λόγου μείωσης της ποινής ή ελαφρυντικής περίστασης, ο κατηγορούμενος έχει ομολογήσει την ενοχή του κατά την προδικασία, συμβάλλοντας έτσι στην έγκαιρη απονομή της δικαιοσύνης”. Με τη διάταξη αυτή επιχειρείται να δοθεί ένα κίνητρο στον κατηγορούμενο να αποδεχθεί εγκαίρως την ενοχή του, ώστε να ολοκληρωθεί ταχύτερα η ποινική διαδικασία. Για να εφαρμοστεί η διάταξη αυτή πρέπει να συνδυάζεται με κάποιο άλλο λόγο μείωσης ποινής ή ελαφρυντική περίσταση. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠΔ, λόγο αναίρεσης της απόφασης αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διάταξης υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνην που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή υπάρχει, όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος, ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (ΟλΑΠ 1/2020). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης, ο συνήγορος της αναιρεσείουσας ζήτησε να της αναγνωρισθούν οι ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ. 2 δ’ και ε’ ΠΚ και να της επιβληθεί μειωμένη ποινή κατ’ άρθρο 85 παρ. 2 Π.Κ. Ειδικότερα: α) για την θεμελίωση της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2δ (ειλικρινούς μεταμελείας) και 85 παρ. 2 Π.Κ (ομολογία της ενοχής της κατά την προδικασία) επικαλέσθηκε εγγράφως επί λέξει τα εξής: “Η καταδικασθείσα Γ. Θ. από την πρώτη στιγμή που συνειδητοποίησε την τραγική κατάληξη του σχεδίου της να κλέψουν την Ρ. Π., μεταμελήθηκε, συγκλονίσθηκε και άρχισε να σχεδιάζει τον τρόπο αποκάλυψης της αληθείας στις Αρχές και να προβληματίζεται για την κατάλληλη χρονική στιγμή. Κατέληξε ότι έπρεπε να το κάνει με την λήξη του σχολικού έτους, προκειμένου να αναθέσει την επιμέλεια της κόρης της Ν., στον αδελφό της Α., μόνιμο κάτοικο …, έγγαμο με τέσσερα ακόμα τέκνα. Πραγματικά την 17 Ιουλίου 2013 έφυγε από την … και στις 2-7-2013 έφθασε στην … με την ανήλικη Ν. και εκμυστηρεύθηκε στον αδελφό της τα γεγονότα και την πρόθεσή της να αναφέρει τα πάντα στις Αρχές. Μαζί με τον αδελφό της, επισκέφθηκε δικηγόρο στο … και παρά την υπόδειξή του ότι κινδύνευε να κατηγορηθεί και η ίδια για κακουργηματικές πράξεις με άκρως δυσάρεστες συνέπειες, μετέβη στις 9-7-2013 στην Υ.Α. Ηρακλείου Κρήτης και μαζί με τον αδελφό της έδωσαν ένορκες καταθέσεις που συσχετίσθηκαν στις σχετικές δικογραφίες. Έτσι λοιπόν προσήχθη στην Υ.Α. Πατρών ο συγκατηγορούμενός της Κ. Κ., εναντίον του οποίου εξεδόθη ένταλμα σύλληψης και συνελήφθη, ενώ άρχισε να διαφαίνεται η αθωότητα των συλληφθέντων και προσωρινώς κρατουμένων (Π. – Δ.) για τον θάνατο της Ρ. Π., οι οποίοι τελικά αθωώθηκαν. Εν συνεχεία συνελήφθη και κρατήθηκε προσωρινώς και η ίδια, κάτι το οποίο θα μπορούσε να είχε αποφύγει, αν δεν απεκάλυπτε την αλήθεια, αφού δεν υπήρχαν άλλα στοιχεία σε βάρος της (γενετικό υλικό, αποτυπώματα κλπ). Η κατηγορουμένη απεκάλυψε τις πράξεις του συγκατηγορουμένου της Κ. Κ. και το μερίδιο της δικής της συμμετοχής σ’ αυτές, όταν ουδέν επιβαρυντικό στοιχείο σε βάρος της υπήρχε και όταν η ίδια δεν μπορούσε να γνωρίζει για την πρόοδο των αστυνομικών και ανακριτικών ερευνών για τις ως άνω υποθέσεις. Το κίνητρό της για την αποκάλυψη αυτή, ήταν η επιθυμία για απόδοση δικαιοσύνης, έστω και με καθυστέρηση ενός περίπου έτους, αφού όφειλε πριν την ως άνω αποκάλυψη να εξασφαλίσει την ανήλικη κόρη της Ν., την επιμέλεια της οποίας εμπιστεύτηκε στον αδελφό της στο …” ενώ β) για την θεμελίωση της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2ε Π.Κ επικαλέσθηκε εγγράφως επί λέξει τα εξής “Από το 2012, χρόνο τέλεσης των πράξεων για τις οποίες καταδικάσθηκε και ιδίως κατά το χρονικό διάστημα της κράτησής της από τον 10 Ιουλίου του 2013, δηλ. για χρονικό διάστημα 7 περίπου ετών, έχει συμπεριφερθεί καλά, υπό καθεστώς κράτησης. Τούτο προκύπτει από προσκομιζόμενα έγγραφα, δηλ. την υπ’ αριθ. πρωτ. …/2-6-2020 Υπηρεσιακή βεβαίωση της Κοινωνικής Λειτουργού του Κ.Κ. Γυναικών Ελαιώνα Θηβών, την υπ’ αριθ. πρωτ. …/11-6-2020 βεβαίωση περί πραγματοποίησης 1.472,25 ημερομισθίων, σε συνδυασμό με το υπ’ αριθ. …/2-6-2020 Πιστοποιητικό Κράτησης. Από το έγγραφο της κοινωνικής λειτουργού δεν προκύπτει ότι είναι μία κρατούμενη που απλώς υπακούει στους κανονισμούς, αφού εμφανίζει θετική δράση, εργάζεται και φοιτά στο σχολείο δεύτερης ευκαιρίας”. Από τα προσκομιζόμενα από την δεύτερη κατηγορουμένη και αναγνωσθέντα πιστοποιητικά και υπηρεσιακή βεβαίωση προκύπτει ότι κρατείται στις Φυλακές από 10 Ιουλίου 2013 μέχρι και σήμερα έχοντας εκτίσει πραγματική ποινή στερητική της ελευθερίας περίπου επτά (7) ετών, κατά δε το διάστημα της κρατήσεώς της πραγματοποίησε 1.472,25 ημερομίσθια εργασθείσα στην καθαριότητα, στην αποθήκη ιματισμού και στην αποθήκη τροφίμων, ενώ κατά το τελευταίο διάστημα εργάζεται ως γαζώτρια του Καταστήματος Ελεώνα Θηβών. Από τις 6-10-2014 που κρατείται στο παραπάνω Σωφρονιστικό Κατάστημα δεν έχει τιμωρηθεί πειθαρχικά, ενώ φοίτησε και στο Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας που λειτουργεί εντός αυτού. Η κοινωνική λειτουργός του ανωτέρω Καταστήματος Κρατήσεως βεβαιώνει (υπ’ αριθμ. πρωτ. …-3/2-6-2020, υπηρεσιακή βεβαίωση) “ότι κατά το διάστημα κράτησης της επέδειξε πολύ καλή διαγωγή, προθυμία και υπακοή στους κανονισμούς του Καταστήματος, διατηρεί πολύ καλές σχέσεις με τις συγκρατούμενές της και με το προσωπικό του Καταστήματος. Ότι εργάσθηκε στις ανωτέρω θέσεις με υπευθυνότητα, συνέπεια και εχεμύθεια, ενώ έκανε φιλότιμη προσπάθεια για την απόκτηση εφοδίων χρήσιμων για την επαγγελματική και κατ’ επέκταση κοινωνική της επάνοδο και επανένταξη”. Το Δικαστήριο απέρριψε τους ανωτέρω αυτοτελείς ισχυρισμούς με την εξής αιτιολογία “Από τα προεκτεθέντα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν και αναφέρονται αναλυτικά στο σκεπτικό περί της ενοχής της κατηγορούμενης αποδεικνύεται ότι δεν συντρέχουν στην περίπτωση της δεύτερης κατηγορουμένης οι επικαλούμενες ως άνω ελαφρυντικές περιστάσεις. Ειδικότερα αυτή όχι μόνον δεν ομολόγησε κατά την προδικασία την ενοχή της για τις εγκληματικές πράξεις τις οποίες τέλεσε (από κοινού με την συγκατηγορούμενό της) αλλά μόνο για απλή συνέργεια σε ληστεία εις βάρος της Ρ. Π. και αυτήν εμμέσως ισχυρισθείσα ότι μετέβη στην οικία του θύματος μαζί με τον ανωτέρω έχοντας την πεποίθηση ότι θα τελέσει απλή κλοπή εις βάρος του (και όχι ληστεία και ανθρωποκτονία). Εξάλλου η κατά τον ανωτέρω τρόπο έμμεση αποδοχή της ενοχής της για την ελάχιστη και ήσσονος βαρύτητας επικαλεσθείσα συμμετοχή της (απλή συνέργεια) σε μία από τις πολλές τελεσθείσες εγκληματικές πράξεις έλαβε χώρα μετά παρέλευση δεκατριών (13) μηνών από τον χρόνο των εγκληματικών πράξεων της ληστείας και της ανθρωποκτονίας εις βάρος της Ρ. Π. και ενώ γνώριζε καλώς ότι ήδη από το θέρος του 2013 τελούσε υπό προσωρινή κράτηση για τις ανωτέρω πράξεις το ζεύγος των τοξικομανών Α. Π. – Α. Δ. το οποίο ουδεμία συμμετοχή είχε σ’ αυτές. Ο ισχυρισμός της δε “ότι οικεία βουλήσει αποκάλυψε την ανωτέρω (περιορισμένη) συμμετοχή της, ενώ ουδέν επιβαρυντικό στοιχείο εις βάρος της υπήρχε και όταν η ίδια δεν μπορούσε να γνωρίζει για την πρόοδο των αστυνομικών και ανακριτικών ερευνών για τις ως άνω υποθέσεις” δεν κρίνεται βάσιμος καθόσον ήδη από τον Μάιο του 2013 είχε κληθεί για κατάθεση ως μάρτυρας στην Ανακρίτρια Πλημμελειοδικών Πατρών και γνώριζε ότι ήταν απλώς θέμα χρόνου να αποκαλυφθεί από την διενεργούμενη από τις αρμόδιες αρχές έρευνα η συμμετοχή της ιδίας και του συγκατηγορουμένου της στις επίδικες εγκληματικές πράξεις. Ο τρόπος δε που έδρασε η δεύτερη κατηγορουμένη από τις αρχές Ιουλίου του 2013 μαρτυρεί σχέδιο συγκαλύψεως της αληθινής εγκληματικής της δραστηριότητος και ελαχιστοποιήσεως της δικής της ποινικής ευθύνης και όχι πλήρη και αβίαστη ομολογία ενοχής της και προσπάθειά της προς διαλεύκανση της αλήθειας. Πλην τούτου ούτε και σε απλή δήλωση συγγνώμης προς τους συγγενείς των θυμάτων προέβη είτε στο ακροατήριο των Ποινικών δικαστηρίων είτε εκτός δικών και μάλιστα σε έμπρακτη και ειλικρινή δήλωση συγγνώμης. Ενόψει τούτων ο προβληθείς ως άνω αυτοτελής ισχυρισμός των άρθρων 84 παρ. 2δ’ και 85 παρ. 2 Π.Κ πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ’ ουσία. Περαιτέρω το δικαστήριο από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα δεν πείσθηκε ότι η συμπεριφορά αυτή της κατηγορουμένης στο ιδιαίτερο καθεστώς της φυλακής, συνέχεται με βελτίωση της συμπεριφοράς της, και ότι η επιλογή της για την ως άνω συμπεριφορά στην φυλακή αντανακλά στην γνήσια ψυχική της στάση. Αντιθέτως κρίνει ότι η μεν απασχόλησή της σε διάφορες εργασίες στην φυλακή οφείλεται στην επιδίωξή της να μειώσει τον πραγματικό χρόνο εκτίσεως της ποινής της (με τον ευεργετικό απολογισμό των ημερομισθίων σύμφωνα με τις διατάξεις της σωφρονιστικής νομοθεσίας) και την υποβολή αιτήματος υφ’ όρον απολύσεως αλλά και χορηγήσεως αδειών από την φυλακή κατά το διάστημα της κρατήσεώς της, η δε καλή της συμπεριφορά προς τις συγκρατούμενες και το προσωπικό της φυλακής είναι προϊόν καταναγκασμού και οφείλεται αφενός μεν στον φόβο της για την επιβολή πειθαρχικών ποινών και άρσεως των προνομίων της για εργασία, αφετέρου δε στον φόβο που προκαλούν στην μικρή το δέμας κατηγορουμένη οι πιο έμπειρες και μεγαλόσωμες συγκρατούμενές της. Η παραπάνω δικανική πεποίθηση ενισχύεται και από την εν γένει παρουσία της δεύτερης κατηγορουμένης στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, όπου προσπάθησε με πλήρη ψυχραιμία και ευφράδεια λόγου να αποδομήσει και τα πλέον ενοχοποιητικά εις βάρος της στοιχεία, χωρίς να επιδείξει οποιοδήποτε ίχνος μεταμέλειας για τις εγκληματικές πράξεις που τέλεσε εις βάρος των ηλικιωμένων και ανυπεράσπιστων θυμάτων της. Ενόψει τούτων πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσία αβάσιμος και ο αυτοτελής ισχυρισμός της για την αναγνώριση της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. ε’ Π.Κ.”.
Με τις παραδοχές αυτές το ΜΟΕ διέλαβε στην περί απόρριψης των εν λόγω ελαφρυντικών περιστάσεων απόφασή του την απαιτούμενη κατά τα προεκτεθέντα ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρονται σ’ αυτήν τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία το δικαστήριο της ουσίας συνήγαγε τα εκτεθέντα πραγματικά περιστατικά και κατέληξε στην πιο πάνω κρίση του στη συνέχεια δε με ορθή υπαγωγή στις εφαρμοσθείσες διατάξεις έκρινε ανελέγκτως, βάσει των συλλογισμών που παρατίθενται στο σκεπτικό του, ότι δεν αποδείχθηκαν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις προς χορήγηση των προαναφερθέντων ελαφρυντικών της ειλικρινούς μεταμελείας, της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη [άρθρα 84 παρ. 2 εδ. δ και ε του ΠΚ] και της επιβολής μειωμένης ποινής [άρθρο 85 παρ. 2 του ΠΚ]. Ειδικότερα, με αιτιολογική επάρκεια και πληρότητα δέχθηκε α] αναφορικά με την ελαφρυντική περίσταση της ειλικρινούς μετάνοιας [άρθρο 84 παρ.2 δ ΠΚ] και το λόγο μείωσης της ποινής [άρθρο 85 παρ. 2 ΠΚ] ότι η κατηγορουμένη ομολόγησε την ελάχιστη και ήσσονος βαρύτητας συμμετοχή της στην απλή συνέργεια σε ληστεία σε βάρος της Ρ. Π., μετά παρέλευση 13 μηνών από την τέλεση της ληστείας και των δύο ανθρωποκτονιών, αν και γνώριζε ότι από το θέρος του 2013 τελούσε υπό προσωρινή κράτηση το ζεύγος των τοξικομανών Α. Π. και Α. Π., το οποίο δεν είχε καμία συμμετοχή σε αυτές και ήδη η ίδια είχε κληθεί από τον Μάϊο του 2013 ως μάρτυρας στην υπόθεση και ήταν θέμα χρόνου να αποκαλυφθεί η συμμετοχή της, η δε ομολογία της συνιστούσε προσπάθεια μείωσης της αληθινής εγκληματικής της δραστηριότητας, για την οποία δεν ζήτησε ούτε συγγνώμη στο ακροατήριο και β] αναφορικά με την ελαφρυντική περίσταση της μεταγενέστερης καλής συμπεριφοράς [άρθρο 84 παρ. 2 ε ΠΚ], ότι η κατηγορουμένη προσχηματικά και μόνο συμπεριφέρθηκε καλά και δεν έδειξε οποιαδήποτε συμπεριφορά [ούτε καν στο ακροατήριο] από την οποία να προκύπτει ουσιαστικά γνήσια ψυχική στάση μεταστροφής της, αλλά η συμπεριφορά της οφειλόταν στην προσπάθειά της για μείωση της ποινής της και σωματική αδυναμία να αντιπαρατεθεί με τις συγκροτούμενες της και το προσωπικό της φυλακής ενώ ακόμη δεν έδειξε οποιαδήποτε μεταμέλεια για τα ανυπεράσπιστα και ηλικιωμένα θύματά της και προσπάθησε να αποδομήσει την κατηγορία σε βάρος της. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ πρώτος λόγος της αναίρεσης για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ ΚΠΔ δεύτερος λόγος της αναίρεσης για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Μετά από αυτά και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση στο σύνολό της και να επιβληθούν τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας στην αναιρεσείουσα [άρθρο 578 παρ. 1 ΚΠΔ]. Τέλος, η αναιρεσείουσα πρέπει να καταδικαστεί και στη δικαστική δαπάνη των υποστηριζόντων την κατηγορία, οι οποίοι παρέστησαν στη δίκη και κατέθεσαν σχετικό υπόμνημα εκπροσωπηθέντες από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γιάννη Κόττα (άρθρ. 176, 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 28-8-2020 αίτηση της Γ. Θ. του Φ. για αναίρεση της υπ’ αριθμ’ 48-49, 64/18-6-2020 απόφασης του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Πατρών.
Επιβάλλει σε βάρος της αναιρεσείουσας τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη των υποστηριζόντων την κατηγορία, την οποία ορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Φεβρουαρίου 2022.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 22 Μαρτίου 2022.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ