ΑΠΟΦΑΣΗ
Ramadan κατά Γαλλίας της 01.02.2024 ( αριθ. προσφ. 23443/23)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ο προσφεύγων κατηγορήθηκε για βιασμό εναντίον της Χ. Μετά την έναρξη της ποινικής διαδικασίας και ενώ η Χ. είχε ασκήσει το δικαίωμα της για υποστήριξη της κατηγορίας, ανέφερε το όνομα της – της φερόμενης ως θύματος – σε δελτίο τύπου με το οποίο ανήγγειλε την επικείμενη δημοσίευση του βιβλίου του με τίτλο «Devoir de verité» («Καθήκον αλήθειας») και σε τηλεοπτική συνέντευξη. Καταδικάστηκε με αμετάκλητη απόφαση για την διάδοση τέτοιων πληροφοριών σε χρηματική ποινή 1.000 ευρώ. Άσκησε προσφυγή για παραβίαση του δικαιώματος στην ελευθερία της έκφρασης.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι τα εγχώρια δικαστήρια είχαν διευκρινίσει την έννοια του «θύματος» για τους σκοπούς του νόμου περί ελευθερίας του Τύπου και είχαν επιβεβαιώσει ότι μόνο η γραπτή συγκατάθεση από το πρόσωπο που συμμετείχε στη διαδικασία ως θύμα για την υποστήριξη της κατηγορίας, θα μπορούσε να απαλλάξει τον προσφεύγοντα από την ποινική ευθύνη του, βάσει του νόμου, παραιτούμενη από το καθήκον μυστικότητας και επιτρέποντας τη διάδοση της ταυτότητάς της. Διαπίστωσε ότι τα δικαστήρια είχαν λάβει υπόψη τη συμπεριφορά του θύματος, το οποίο είχε αισθανθεί την ανάγκη να συζητήσει τα γεγονότα και, με τον τρόπο αυτό, είχε αποκαλύψει πληροφορίες που θα επέτρεπαν την ταυτοποίησή της.
Στην αξιολόγησή τους, τα εθνικά δικαστήρια είχαν σταθμίσει και εξισορροπήσει το δικαίωμα του προσφεύγοντος στην ελεύθερη έκφραση ως μέρος της δημόσιας υπεράσπισής του, ενόψει των σοβαρών και στιγματιστικών κατηγοριών εναντίον του. Τέλος, το Δικαστήριο σημείωσε το μικρό χρηματικό ποσό (1000 ευρώ) που του είχε επιδικαστεί να καταβάλει ο προσφεύγων με την αμετάκλητη απόφαση. Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, λαμβάνοντας υπόψη το ευρύ περιθώριο εκτίμησης του εναγόμενου κράτους, η αμφισβητούμενη παρέμβαση στην ελευθερία έκφρασης του προσφεύγοντος ήταν ανάλογη προς τον επιδιωκόμενο νόμιμο στόχο.
Το ΕΔΔΑ έκρινε την προσφυγή απαράδεκτη.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 10
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων, Tariq Ramadan, είναι Ελβετός υπήκοος ο οποίος παρουσιάσθηκε στα άρθρα του Τύπου που υποβλήθηκαν προς στήριξη της αίτησής του ως μουσουλμάνος διανοούμενος, ισλαμολόγος και ιεροκήρυκας. Στις 2 Φεβρουαρίου 2018, ο ανακριτής έθεσε τον M. Ramadan υπό δικαστική έρευνα για διάφορες κατηγορίες βιασμού ευάλωτου προσώπου, που φέρεται να διαπράχθηκε κατά της X. στο Παρίσι το 2012, και βιασμού, που φέρεται να διαπράχθηκε κατά άλλου προσώπου στη Λυών το 2009. Στις 29 Μαρτίου 2018 η Χ. παρέστη στη διαδικασία προς υποστήριξη της κατηγορίας. Ο προσφεύγων επισήμανε ότι το επώνυμο και το όνομα της Χ. είχαν αποκαλυφθεί τον Απρίλιο και τον Ιούνιο στον διαδικτυακό τόπο LeMuslimPost και σε διάφορες πηγές μέσων ενημέρωσης σε Γαλλία, Βέλγιο, Ελβετία και Λουξεμβούργο. Πρόσθεσε ότι το φερόμενο θύμα είχε δημιουργήσει ένα blog με το ψευδώνυμο «Christelle» και ότι είχε αποκαλύψει φωτογραφία του προσώπου της στον λογαριασμό της στο Twitter και στη σελίδα της στο Facebook, συνδέοντάς την με το ψευδώνυμό της.
Στις 6 Σεπτεμβρίου 2019, ο προσφεύγων ανέφερε το όνομα της Χ. – φερόμενης ως θύματος στη διαδικασία εναντίον του – σε δελτίο Τύπου με το οποίο ανήγγειλε την επικείμενη δημοσίευση του βιβλίου του με τίτλο «Devoir de verité» («Καθήκον αλήθειας») και σε τηλεοπτική συνέντευξη. Το όνομα της Χ. εμφανίστηκε επίσης στο βιβλίο. Στις 9 Σεπτεμβρίου 2019, η X υπέβαλε αίτηση ενώπιον του Δικαστηρίου του Παρισιού, ζητώντας, μεταξύ άλλων, την αφαίρεση από το δελτίο Τύπου των πληροφοριών που καταδεικνύουν την ταυτότητά της και την απαγόρευση της πωλήσεως του βιβλίου. Ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου απέρριψε το αίτημα της Χ. με απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2019. Το βιβλίο “Devoir de verité” εκδόθηκε στις 11 Σεπτεμβρίου 2019. Την ίδια μέρα, η Χ. υπέβαλε μήνυση για δημοσίευση της ταυτότητας θύματος σεξουαλικής επίθεσης. Το εθνικό δικαστήριο έκρινε στις 6 Νοεμβρίου 2022 τον M. Ramadan ένοχο για διάδοση πληροφοριών σχετικά με την ταυτότητα θύματος σεξουαλικής επίθεσης και για συνέργεια στη διάδοση τέτοιων πληροφοριών. Ο εκδότης του βιβλίου κρίθηκε ένοχος για τη δεύτερη κατηγορία. Ο προσφεύγων καταδικάστηκε σε χρηματική ποινή 1.000 ευρώ χωρίς αναστολή και χρηματική ποινή 2.000 ευρώ με αναστολή, καθώς και σε καταβολή στο θύμα 1.000 ευρώ ως αποζημίωση για τη ζημία που προκλήθηκε από το δελτίο τύπου και τη συνέντευξη της 6ης Σεπτεμβρίου 2019, ενώ ο εκδότης καταδικάστηκε σε χρηματική ποινή 1.000 ευρώ. Αμφότεροι καταδικάστηκαν, από κοινού, να καταβάλουν 4.000 ευρώ ως αποζημίωση για τη ζημία που προκλήθηκε από τη δημοσίευση του εν λόγω έργου. Στις 3 Φεβρουαρίου 2022 το Εφετείο του Παρισιού επικύρωσε την απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2020.
Το Εφετείο μείωσε τις ποινές, καταδικάζοντας τον προσφεύγοντα σε χρηματική ποινή 1.000 ευρώ και τον εκδότη του σε χρηματική ποινή 500 ευρώ. Έλαβε υπόψη το γεγονός ότι, ενώ είχαν εν γνώσει τους επιλέξει να διαδώσουν την ταυτότητα της Χ. χωρίς να έχουν λάβει τη γραπτή συγκατάθεσή της, η ταυτότητά της δεν είχε αποκαλυφθεί από αυτούς, δεδομένου ότι η ταυτότητα της Χ. είχε αποκαλυφθεί ή διαδοθεί προηγουμένως από πολυάριθμες πηγές ΜΜΕ αλλά και η ίδια είχε συμβάλει στη δική της ταυτοποίηση. Το Εφετείο μείωσε επίσης το επιδικασθέν ποσό αποζημίωσης λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι η Χ. είχε συμμετάσχει στη γνωστοποίηση της στο κοινό και ότι δεν είχε προσκομίσει δικαιολογητικά έγγραφα που να επιτρέπουν στο δικαστήριο να εκτιμήσει τον αντίκτυπο των γεγονότων στην προσωπική ζωή και στην υγεία της. Στις 7 Φεβρουαρίου 2023, το Ακυρωτικό Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση αναιρέσεως του προσφεύγοντος.
Επικαλούμενος το άρθρο 10 (ελευθερία έκφρασης), ο προσφεύγων παραπονέθηκε για την καταδίκη του βάσει του άρθρου 39 του νόμου περί ελευθερίας του Τύπου .
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο επισήμανε ότι η καταδίκη του προσφεύγοντος για τη διάδοση του ονόματος της Χ. συνιστούσε παρέμβαση στο δικαίωμά του στην ελευθερία της έκφρασης και επανέλαβε ότι μια τέτοια παρέμβαση θα παραβίαζε τη Σύμβαση εάν δεν ήταν «προβλεπόμενη από το νόμο», δεν επιδίωκε έναν ή περισσότερους από τους νόμιμους στόχους που απαριθμούνται στο άρθρο 10 § 2 και εάν δεν ήταν «απαραίτητη σε μια δημοκρατική κοινωνία» για την επίτευξη του σχετικού στόχου. Το άρθρο 39 του νόμου περί ελευθερίας του Τύπου προέβλεπε ότι «η διάδοση, με οποιοδήποτε τρόπο και μέσο, πληροφοριών σχετικά με την ταυτότητα του θύματος σεξουαλικής επίθεσης ή κακοποίησης, ή μιας αναγνωρίσιμης ομοιότητας αυτού του θύματος, [τιμωρείται] με πρόστιμο 15.000 ευρώ» και ότι οι διατάξεις αυτές «δεν εφαρμόζονται όταν το θύμα [έχει] δώσει τη γραπτή συγκατάθεσή του». Το Δικαστήριο ήταν πεπεισμένο ότι ο προσφεύγων ήταν σε θέση, τον Σεπτέμβριο του 2019, να προβλέψει ότι αναφέροντας το όνομα της Χ. σε δελτίο τύπου, συνέντευξη και βιβλίο, θα «διέδιδε» την ταυτότητά της κατά την έννοια του άρθρου 39 του νόμου περί ελευθερίας του Τύπου. Επιπλέον, δεν μπορούσε να αγνοεί ότι δεν πληρούται η προϋπόθεση μιας τέτοιας διάδοσης, δεδομένου ότι δεν είχε στην κατοχή του καμία σχετική γραπτή άδεια της X. Όσον αφορά την έννοια του «θύματος», το Δικαστήριο σημείωσε ότι η Χ είχε συμμετάσχει στη διαδικασία προς υποστήριξη της κατηγορίας τον Μάρτιο του 2018, κατά τη διάρκεια της δικαστικής έρευνας που είχε κινηθεί εναντίον του προσφεύγοντος, τοποθετώντας έτσι τον εαυτό της ως πρόσωπο που «υπέστη προσωπικά ζημία που προκλήθηκε άμεσα από το αδίκημα» για τους σκοπούς του άρθρου 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, και, ως εκ τούτου, κατέστη θύμα των επίμαχων στην εν λόγω διαδικασία σοβαρών αξιόποινων πράξεων. Σε αυτό το σημείο, το Δικαστήριο αναφέρθηκε στα πορίσματα των εγχώριων δικαστηρίων, παρατηρώντας ότι το πρωτόδικο δικαστήριο είχε παράσχει την ακόλουθη διευκρίνιση: «… το γεγονός και μόνον ότι η [X] ισχυρίζεται ότι είναι θύμα πράξεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των αδικημάτων που απαριθμούνται στον ποινικό κώδικα ως σεξουαλική επίθεση ή κακοποίηση πληροί τις απαιτήσεις του επίμαχου κειμένου [δεδομένου ότι] ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας αναφέρεται επανειλημμένως στον όρο «θύμα» και ο όρος αυτός χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει εκείνους που παρουσιάζονται ως τέτοιοι και – όταν έχουν υποβάλει αίτηση για να τους αναγνωριστεί η ιδιότητα του υποστηριχτή της κατηγορίας – ισχυρίζονται ότι έχουν υποστεί ζημία από τις πράξεις για τις οποίες ζήτησαν ή συμμετείχαν στην ποινική διαδικασία».
Το Εφετείο του Παρισιού, και στη συνέχεια το Ακυρωτικό Δικαστήριο, είχαν συμφωνήσει ότι ο όρος «θύμα» «αναγκαστικά εφαρμόζεται σε οποιονδήποτε παρουσιάζεται ως τέτοιος». Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο σημείωσε ότι τα εθνικά δικαστήρια ορθώς έκριναν ότι η Χ. έπρεπε να θεωρηθεί θύμα κατά την έννοια του άρθρου 39 του νόμου περί ελευθερίας του Τύπου. Επομένως, η καταγγελλόμενη παρέμβαση προβλεπόταν από τον νόμο. Όσον αφορά τον επιδιωκόμενο θεμιτό σκοπό – την προστασία της αξιοπρέπειας και της ιδιωτικής ζωής του θύματος σεξουαλικού εγκλήματος και την αποφυγή πιέσεων που ασκούνται σε αυτό – η υπό κρίση υπόθεση αφορούσε «την προστασία της υπόληψης ή των δικαιωμάτων άλλων», ήτοι των δικαιωμάτων της Χ. Το Δικαστήριο αναφέρθηκε στις γενικές αρχές που διατυπώθηκαν ιδίως στην απόφαση Perinçek κατά Ελβετίας για να καθορίσει αν η καταγγελλόμενη παρέμβαση ήταν αναγκαία για την επίτευξη του σκοπού αυτού. Στην παρούσα υπόθεση, θα μπορούσε να φανεί ότι κατά τη διάδοση της ταυτότητας της Χ. ο προσφεύγων δεν είχε την πρόθεση να συμμετάσχει σε συζήτηση για ένα ζήτημα δημόσιου ενδιαφέροντος, αλλά επιθυμούσε να υπερασπιστεί τον εαυτό του δημοσίως έναντι κατηγοριών ότι είχε διαπράξει σεξουαλικά εγκλήματα. Ως εκ τούτου, το καθ’ ού κράτος είχε ευρύ περιθώριο εκτίμησης. Στη συνέχεια, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το δικαστήριο του Παρισιού, αφού διαπίστωσε στην απόφασή του της 6ης Νοεμβρίου 2022 ότι η καταδίκη του προσφεύγοντος βάσει του άρθρου 39 του νόμου περί ελευθερίας του Τύπου είχε επηρεάσει το δικαίωμά του στην ελευθερία της έκφρασης σύμφωνα με το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ, είχε πειστεί ότι αυτή η παρέμβαση είχε προβλεφθεί από το νόμο, επιδίωκε θεμιτό σκοπό και αποτελούσε αναλογικό μέσο για την επίτευξη του σκοπού αυτού. Το πρωτόδικο δικαστήριο είχε τότε αποφανθεί, ότι η διάδοση του ονόματος της Χ. δεν ήταν απαραίτητη ούτε για την άσκηση των δικαιωμάτων υπεράσπισης του προσφεύγοντος ούτε για τη διασφάλιση του δικαιώματός του σε δίκαιη δίκη και ότι ήταν ελεύθερος να εκφράσει τις απόψεις του σχετικά με τις πράξεις για τις οποίες είχε κατηγορηθεί, υπό την προϋπόθεση ότι απείχε από τη διάδοση του ονόματος του ατόμου που ισχυρίζεται ότι ήταν θύμα των πράξεών του. Υιοθετώντας το σκεπτικό του πρωτόδικου δικαστηρίου, το Εφετείο του Παρισιού, στην απόφασή του της 3ης Φεβρουαρίου 2022, είχε ωστόσο προσθέσει ότι η παρέμβαση στην ελευθερία έκφρασης του προσφεύγοντος ήταν αποδεκτή μόνο εάν η βαρύτητα της ποινής λάμβανε υπόψη τις συνθήκες υπό τις οποίες είχε λάβει χώρα η διάδοση, καθώς και τη συμπεριφορά του ίδιου του θύματος. Ως εκ τούτου, μείωσε όχι μόνο το ποσό της χρηματικής ποινής που επιβλήθηκε στον προσφεύγοντα, αλλά και την αποζημίωση που έπρεπε να καταβάλει. Από την πλευρά του, το Ακυρωτικό Δικαστήριο – αφού σημείωσε ότι η παρέμβαση στην ελευθερία της έκφρασης ορίζεται από τον νόμο με σαφή και ακριβή τρόπο και επιδιώκει τουλάχιστον έναν από τους νόμιμους σκοπούς που ορίζονται στο άρθρο 10 της Σύμβασης – είχε επισημάνει ότι η φήμη ενός ατόμου αποτελούσε μέρος της προσωπικής του ταυτότητας και της ψυχολογικής του ακεραιότητας και, ως εκ τούτου, ενέπιπτε στο πεδίο της ιδιωτικής του ζωής κατά την έννοια του άρθρου 8. Είχε τονίσει ότι, δεδομένου ότι το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης είχαν την ίδια κανονιστική ισχύ, εναπόκειται στο δικαστήριο που έχει επιληφθεί της υπόθεσης να επιτύχει δίκαιη ισορροπία μεταξύ των δύο αυτών δικαιωμάτων σε περίπτωση σύγκρουσης μεταξύ τους. Αφού στη συνέχεια επαλήθευσε ότι το Εφετείο του Παρισιού είχε διενεργήσει τον απαιτούμενο δικαστικό έλεγχο, το Ακυρωτικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι «αποφασίζοντας όπως [είχε] και δεδομένου ότι η καταγγελλόμενη δημοσίευση δεν [είχε] συμβάλει σε συζήτηση προς το δημόσιο συμφέρον, το Εφετείο [είχε] εφαρμόσει σωστά [το άρθρο 10 της Σύμβασης]».
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι τα εγχώρια δικαστήρια είχαν διευκρινίσει την έννοια του «θύματος» για τους σκοπούς του νόμου περί ελευθερίας του Τύπου και είχαν επιβεβαιώσει ότι μόνο γραπτή συγκατάθεση από το θύμα θα μπορούσε να απαλλάξει τον προσφεύγοντα από την ποινική του ευθύνη βάσει του νόμου, παραιτούμενος από το καθήκον μυστικότητας και επιτρέποντάς του να διαδώσει την ταυτότητα της Χ. Τα εγχώρια δικαστήρια είχαν εξετάσει τη συμπεριφορά του θύματος, το οποίο είχε αισθανθεί την ανάγκη να συζητήσει τα γεγονότα και, με αυτόν τον τρόπο, είχε αποκαλύψει πληροφορίες που επέτρεπαν την ταυτοποίησή της. Κατά την αξιολόγησή τους, τα εγχώρια δικαστήρια είχαν επίσης σταθμίσει το δικαίωμα του προσφεύγοντος να εκφράζεται ελεύθερα ως μέρος της δημόσιας υπεράσπισής του, ενόψει των σοβαρών κατηγοριών εναντίον του. Το Δικαστήριο δεν είδε κανένα λόγο να αμφισβητήσει την εκτίμηση των εθνικών δικαστηρίων, τα οποία είχαν σταθμίσει τα δικαιώματα του προσφεύγοντος και εκείνα της Χ και είχαν βασιστεί σε σχετικούς και επαρκείς λόγους. Τέλος, το Δικαστήριο σημείωσε τη μέτρια φύση των ποσών που ο προσφεύγων είχε καταδικαστεί να πληρώσει σε χρηματική ποινή και αποζημιώσεις και τα οποία είχαν μειωθεί κατ’ έφεση, ιδίως για να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η Χ. είχε διαδραματίσει ρόλο στη δική της ταυτοποίηση.
Λαμβάνοντας επίσης υπόψη το ευρύ περιθώριο εκτίμησης του εναγόμενου κράτους, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η καταγγελλόμενη παρέμβαση ήταν ανάλογη προς τον επιδιωκόμενο νόμιμο στόχο και απέρριψε την προσφυγή – η οποία ήταν προδήλως αβάσιμη – ως απαράδεκτη
επιμέλεια echrcaselaw.com