Αριθμός 694/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
E’ Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Βασδέκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ζαμπέτα Στράτα, Μαρία Λεπενιώτη, Σοφία Οικονόμου και Κλεόβουλο – Δημήτριο Κοκκορό, Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του στις 4 Μαρτίου 2022, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Αγγελή, (κωλυομένου του Εισαγγελέως) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου Ν. Δ. του Α., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Λιάπη, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 45, 46/2021 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Ναυπλίου. Με υποστηρίζουσα την κατηγορία την Α. Σ. του Σ., κάτοικο …, η οποία παραστάθηκε με την πληρεξουσία δικηγόρο της Καλλιρόη Παυλέα. Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Ναυπλίου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος, ζητάει την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στην από 22.11.2021 αίτησή του καθώς και τους από 19.1.2022 προσθέτους λόγους, που περιλαμβάνονται στο σχετικό δικόγραφο, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό 1081/2021.
Αφού άκουσε Τον Εισαγγελέα ο οποίος πρότεινε να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής και τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση αίτηση του Ν. Δ. του Α. για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 45-46/9-2-2021 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Ναυπλίου, με την οποία κηρύχθηκε ένοχος των πράξεων της ψευδούς καταμήνυσης, της ψευδορκίας μάρτυρα και ήδη ψευδούς κατάθεσης και της συκοφαντικής δυσφήμησης και του επιβλήθηκε συνολική ποινή φυλάκισης ενός (1) έτους και δέκα (10) μηνών με τριετή αναστολή, ασκήθηκε νομότυπα, με δήλωση του αναιρεσείοντος που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου (άρθρα 504, 464, 466 παρ. 1 και 473 παρ. 2 ΚΠΔ), εμπρόθεσμα (άρθρα 473 παρ. 2 και 3 ΚΠΔ) και παραδεκτά (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α, Δ και Θ ΚΠΔ). Επομένως, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω, συνεκδικαζομένη με τους από 19-1-2022 πρόσθετους λόγους που ασκήθηκαν νομότυπα, εμπρόθεσμα και παραδεκτά (άρθρο 509 ΚΠΔ).
Από τις διατάξεις των άρθρων 349 και 501 ΚΠΔ προκύπτει ότι ο εκκαλών κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να ζητήσει την αναβολή της δίκης όταν δεν μπορεί να εμφανιστεί στο δικαστήριο και να υποστηρίξει την έφεσή του για σοβαρούς λόγους υγείας ή για λόγους ανώτερης βίας. Η απόφαση που δέχεται τους λόγους αναβολής πρέπει να έχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η οποία πρέπει να αναφέρει ότι ο λόγος της αναβολής δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί με διακοπή της δίκης. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 4 εδ. β κδ της υπ’ αριθμ. Δ1α/Γ.Π. οικ. 17698 Κ.Υ.Α. (ΦΕΚ 1076/Β’ 20-3-2021), ορίζεται ότι “Ειδικά για ποινικές δίκες που άρχισαν πριν την ημερομηνία έναρξης της αναστολής και έχουν διακοπεί για δικάσιμο εντός του χρονικού διαστήματος της αναστολής, το δικαστήριο, κατά την ορισθείσα δικάσιμο, αποφασίζει κατά περίπτωση για την εκδίκαση ή την εκ νέου διακοπή αυτών, λαμβανομένων υπόψη των παραπάνω εξαιρέσεων, χωρίς να δεσμεύεται από αυτές”. Τέλος, από το άρθρο 339 ΚΠΔ ορίζεται ότι “1. Μόλις αρχίσει η εκδίκαση οι διάδικοι και οι συνήγοροι τους, καθώς και οι μάρτυρες που κλητεύθηκαν, κάθονται στις ορισμένες γι’ αυτούς θέσεις ή έδρες. 2 … Όταν αρχίζει η εκδίκαση κάθε υπόθεσης, η συζήτηση εξακολουθεί χωρίς διακοπή ωσότου απαγγελθεί η απόφαση. Εκείνος που διευθύνει δεν μπορεί να διακόψει τη συζήτηση παρά μόνο κατά τα αναγκαία διαλείμματα για αναψυχή των δικαστών, των ενόρκων, των συνηγόρων, των μαρτύρων, των κατηγορουμένων και σε όσες άλλες περιπτώσεις ορίζει ρητά αυτός ο Κώδικας”. Κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, με την εκφώνηση του ονοματεπωνύμου του κατηγορουμένου, των μαρτύρων και τη νομιμοποίηση των συνηγόρων αρχίζει μόνο τυπικά η εκδίκαση της υπόθεσης, ενώ η ουσιαστική εκδίκαση αρχίζει με την απαγγελία της κατηγορίας (άρθρο 384 ΚΠΔ) και την όρκιση του πρώτου μάρτυρα, την ανάγνωση των εγγράφων κ.λπ. για την εξέταση της ουσίας της υπόθεσης, δηλαδή την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας. Περαιτέρω, η επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, της οποίας η έλλειψη στοιχειοθετεί λόγο αναίρεσης του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ, πρέπει να υπάρχει, όχι μόνο στην απόφαση για την ενοχή, αλλά σε όλες τις αποφάσεις, ανεξάρτητα αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους υπόκειται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου που τις εξέδωσε. Έτσι, η παρεμπίπτουσα απόφαση, που απορρίπτει αίτημα αναβολής κατά το άρθρο 349 ΚΠΔ, για σοβαρούς λόγους υγείας ή για λόγο ανώτερης βίας του κατηγορουμένου ή του συνηγόρου του, πρέπει να είναι ειδικά αιτιολογημένη, παρότι η παραδοχή ή η απόρριψή της έχει αφεθεί στην ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου. Πρέπει, δηλαδή, αυτή να διαλαμβάνει στο σκεπτικό της: α) τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη και αξιολόγησε το δικαστήριο για να διαμορφώσει τη σχετική (απορριπτική) κρίση του, ώστε να προκύπτει κατά τρόπο αναμφισβήτητο, ότι το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά απ’ αυτά για να μορφώσει την απορριπτική περί της αναβολής κρίση του, β) τα πραγματικά περιστατικά και στοιχεία που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία θεμελιώθηκε η αβασιμότητα του αιτήματος αναβολής και γ) τις νομικές σκέψεις που αιτιολογούν τη δικανική πεποίθηση ότι ο προβαλλόμενος λόγος δεν αποτελεί νόμιμο και βάσιμο λόγο αναβολής της δίκης (σοβαρή ασθένεια ή γεγονός ανώτερης βίας του κατηγορουμένου ή του συνηγόρου του) και την αντίστοιχη απορριπτική κρίση του δικαστηρίου για το αίτημα αναβολής (ΑΠ 1077/2019). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Θ ΚΠΔ’ θεσπίζεται ως λόγος αναίρεσης απόφασης και η υπέρβαση εξουσίας, η οποία υπάρχει όταν το δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίδει ο νόμος. Η υπέρβαση εξουσίας εμφανίζεται με τη θετική και αρνητική της μορφή. Θετική υπέρβαση υπάρχει, όταν το δικαστήριο της ουσίας αποφάσισε για ζήτημα που δεν υπαγόταν στη δικαιοδοσία του, ενώ αρνητική, όταν παρέλειψε να αποφασίσει για ζήτημα που είχε υποχρέωση στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του. Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι κατά τη συζήτηση της ένδικης υπόθεσης, κατά την ορισθείσα δικάσιμο της 9-2-2021, εμφανίσθηκε ο δικηγόρος Β. Μ. και γνωστοποίησε κώλυμα στο πρόσωπο του συνηγόρου υπεράσπισης του κατηγορουμένου, ήτοι του δικηγόρου Αθηνών Γεωργίου Λιάπη, υποβάλλοντας αίτημα αναβολής της δίκης. Το δικαστήριο κρίνοντας ότι το κώλυμα αυτό μπορεί να αντιμετωπιστεί με διακοπή της δίκης, διέκοψε για τη δικάσιμο της 22-3-2021, οπότε ο ως άνω δικηγόρος Γεώργιος Λιάπης εμφανίστηκε και ζήτησε την αναβολή της υπόθεσης, λόγω των έκτακτων μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας του ιού COVID – 19. Το δικαστήριο απέρριψε το αίτημα αυτό με την εξής, κατά λέξη, αιτιολογία: “Στην προκειμένη περίπτωση, προκύπτει ότι κατά την αρχικά ορισθείσα δικάσιμο την 09-02-2021, εμφανίστηκε ο Δικηγόρος Β. Μ. (Δ.Σ. Αθηνών), ο οποίος γνωστοποίησε κώλυμα στο πρόσωπο του συνηγόρου υπεράσπισης του κατηγορουμένου, ήτοι του δικηγόρου Γεωργίου Λιάπη (Δ.Σ. Αθηνών), για το λόγο ότι την ίδια ημέρα παρίσταται ενώπιον του Θ’ Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών και του Α’ Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών και ως εκ τούτου δεν μπορεί να παρασταθεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, προσκομίζοντας προς τούτο τα εξής έγγραφα: 1) το από 9-2-2021 έγγραφο του ως άνω συνηγόρου, 2) το με ΑΒΜ: Α/2014/1415 κατηγορητήριο, 3) την από 11-2-2020 εξουσιοδότηση, 4) το με αριθ. Δ 15/1077 κλητήριο θέσπισμα, 5) το πινάκιο της δικασίμου 9-2-2021 του Α’ Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών και 6) το πινάκιο της δικασίμου 9-2-2021 του Θ’ Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών, τα οποία αναγνώσθηκαν και ζήτησε την αναβολή της δίκης. Το δικαστήριο, κρίνοντας από την εκτίμηση των ανωτέρω εγγράφων ότι ο προβαλλόμενος λόγος αναβολής δύναται να αντιμετωπιστεί ευχερώς με διακοπή της δίκης, διέκοψε αυτή για τη σημερινή δικάσιμο (22-03-2021). Κατά τη σημερινή δικάσιμο, ο συνήγορος του κατηγορουμένου Γεώργιος Λιάπης εμφανίστηκε στο ακροατήριο και υπέβαλε αίτημα αναβολής της υπόθεσης, κατ’ άρθρο 349 ΚΠΔ, επικαλούμενος ότι στη σχετική υπουργική απόφαση (αριθμ. ΔΙα/Γ.Π.οικ 17698) λόγω έκτακτων μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας του ιού COVID-19 για το διάστημα από το Σάββατο, 20-3-2021 έως την Δευτέρα 29-3-2021, που αφορά τον τρόπο λειτουργίας των Δικαστηρίων (παρ. 3γ’) ορίζεται ότι: “Ειδικά για τις ποινικές δίκες που άρχισαν πριν την ημερομηνία έναρξης της αναστολής και έχουν διακοπεί για δικάσιμο εντός του χρονικού διαστήματος της αναστολής, το δικαστήριο, κατά την ορισθείσα δικάσιμο, αποφασίζει κατά περίπτωση για την εκδίκαση ή την εκ νέου διακοπή αυτών, λαμβανομένων υπόψη των παραπάνω εξαιρέσεων, χωρίς να δεσμεύεται από αυτές” και συνεπώς, εφόσον δεν έχει ξεκινήσει η αποδεικτική διαδικασία, πρέπει να αναβληθεί η δίκη, λόγω έκτακτων μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας του ιού COVID-19, που ορίζουν αναστολή εκδίκασης των ποινικών υποθέσεων, ανακληθείσας προς τούτο της προπαρασκευαστικής απόφασης περί αναβολής της υπόθεσης κατ’ άρθρο 349 ΚΠΔ κατά την αρχικά ορισθείσα δικάσιμο στο πρόσωπο του ανωτέρω συνηγόρου υπεράσπισης. Το αίτημα αυτό, εκτιμώμενο ως νέο υποβληθέν κατά τη σημερινή δικάσιμο (22-03-2021) αίτημα αναβολής, κατ’ άρθρο 349 ΚΠΔ, αφού το υποβληθέν σχετικό αίτημα κατά την αρχική δικάσιμο (09-02-2021) κρίθηκε από τα ανωτέρω έγγραφα, που προσκομίστηκαν και αναγνώστη καν, ότι πρέπει να απορριφθεί, δεδομένου ότι ο λόγος αναβολής μπορούσε να αντιμετωπιστεί με διακοπή, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο κατ’ ουσίαν, καθόσον δεν προβλήθηκε ούτε προσκομίστηκε οποιαδήποτε απόδειξη περί ύπαρξης σοβαρού λόγου υγείας ή λόγου ανωτέρας βίας, στο πρόσωπο του κατηγορουμένου ή του συνηγόρου του, που να δικαιολογεί την αναβολή της υπόθεσης, η οποία έχει ήδη διακοπεί, μετά την εκφώνηση των μαρτύρων κατηγορίας, για τη σημερινή δικάσιμο”. Ακολούθως, η υπόθεση εκδικάστηκε με την παρουσία του κατηγορουμένου διά του συνηγόρου του Γεωργίου Λιάπη.
Συνεπώς, η αιτίαση του αναιρεσείοντος που προβάλλεται με τον πρώτο λόγο της αναίρεσης περί έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και περί υπέρβασης εξουσίας, σχετικά με την απόρριψη του αιτήματος για αναβολή της δίκης (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α και Θ’ ΚΠΔ), πρέπει να απορριφθεί ελλείψει εννόμου συμφέροντος.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 352 παρ. 3 ΚΠΔ παρέχεται στον κατηγορούμενο το δικαίωμα να ζητήσει αναβολή της δίκης για κρείσσονες (νέες) αποδείξεις, εναπόκειται όμως στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου να διατάξει την εν λόγω αναβολή, αν κρίνει ότι οι αποδείξεις αυτές είναι αναγκαίες για να μορφώσει την κατά το άρθρο 177 ΚΠΔ δικανική του πεποίθηση. Περαιτέρω, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, οι δικαστικές αποφάσεις πρέπει να έχουν ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ανεξάρτητα του αν αυτό απαιτείται ειδικά από το νόμο ή αν είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε.
Συνεπώς, η κατά τα άνω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, από την έλλειψη της οποίας ιδρύεται λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ, απαιτείται όχι μόνο για την περί ενοχής δικαστική απόφαση, δηλαδή την καταδικαστική ή απαλλακτική για την κατηγορία απόφαση, αλλά για όλες τις αποφάσεις, οπότε και η παρεμπίπτουσα απόφαση, που απορρίπτει το αίτημα του κατηγορουμένου περί αναβολής της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις, μολονότι η κρίση του δικαστηρίου για το αν πρέπει ή όχι να αναβληθεί η δίκη είναι ανέλεγκτη, πρέπει να έχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, με αναφορά των πραγματικών περιστατικών, που αποδείχθηκαν κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, των αποδείξεων που τα θεμελιώνουν, καθώς και των συλλογισμών, με τους οποίους κατέληξε το δικαστήριο στην απορριπτική του αιτήματος κρίση του, διαφορετικά ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως για ελλιπή αιτιολογία (ΑΠ 21/2021). Αν, ακολούθως, το δικαστήριο, χωρίς προηγουμένως να απορρίψει αιτιολογημένα το αίτημα της αναβολής, προχωρήσει στην εξέταση της ουσίας της υποθέσεως και στην καταδίκη του κατηγορουμένου, υποπίπτει στην πλημμέλεια της αρνητικής υπερβάσεως εξουσίας και ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Θ’ ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ο συνήγορος του αναίρεσείοντος υπέβαλε προς το δικαστήριο αίτημα αναβολής της εκδίκασης της υπόθεσης, κατά το άρθρο 352 ΚΠΔ, για κρείσσονες αποδείξεις και πιο συγκεκριμένα διότι ο δεύτερος μάρτυρας Ε. Μ. είναι ασθενής και είναι ο μόνος αυτόπτης μάρτυρας. Το Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα αναβολής με την εξής κατά λέξη αιτιολογία: “Επειδή στην προκειμένη περίπτωση, από το σύνολο του ως άνω αποδεικτικού υλικού, το Δικαστήριο δεν κρίνει αναγκαία την προσέλευση του απολιπόμενου μάρτυρα, Ε. Μ., καθόσον δύναται να σχηματίσει πλήρη δικανική πεποίθηση χωρίς τη δική του μαρτυρία από τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, λαμβανομένου επιπλέον υπόψη ότι από τα ως άνω αποδεικτικά μέσα δεν επιβεβαιώθηκε η παρουσία του κατά το χρόνο που φέρεται να έλαβαν χώρα οι καταγγελόμενες από τον κατηγορούμενο πράξεις της επικίνδυνης σωματικής βλάβης ή της σωματικής βλάβης από αμέλεια και της παράβασης του άρθρου 43 παρ. 2 του Ν. 2696/1999 σε βάρος της εγκαλούσας Α. Σ.. Επομένως, το σχετικό αίτημα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο”. Με το περιεχόμενο, αυτό η ως άνω παρεμπίπτουσα απόφαση περιέχει την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ως προς την απόρριψη του υποβληθέντος περί αναβολής αιτήματος του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου. Ειδικότερα: α) η απόφαση έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά στοιχεία που είχαν προσκομιστεί στο δικαστήριο, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονταν και τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, στα οποία περιεχόταν και η κατάθεση του απολιπομένου μάρτυρα Ε. Μ., β) αξιολογήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να απαιτείται και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα, ούτε ήταν απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, γ) αιτιολογήθηκε ο σχηματισμός πλήρους δικανικής πεποίθησης περί των αποδεικτέων θεμάτων από το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, καθώς και το ότι δεν επιβεβαιώθηκε η παρουσία του μάρτυρα αυτού κατά το χρόνο που έλαβαν χώρα οι καταγγελόμενες από τον κατηγορούμενο πράξεις. Επομένως, ο δεύτερος λόγος της αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Θ’ του ΚΠΔ, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του δεν αιτιολόγησε ειδικά και εμπεριστατωμένα την απόρριψη του αιτήματος για αναβολή της υπόθεσης, κατά το άρθρο 352 ΚΠΔ και, παράλληλα υπερέβη την εξουσία του με το να προχωρήσει στην εκδίκαση της υπόθεσης και να τον καταδικάσει, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333, 358, 364 παρ. 2 και 369 ΚΠΔ, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη και η συνεκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας, ως αποδεικτικού στοιχείου, εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, συνιστά απόλυτη ακυρότητα και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του ΚΠΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ. 1 περίπτωση δ’ του ιδίου Κώδικα, λόγο αναιρέσεως, διότι έτσι παραβιάζεται η αρχή της προφορικότητας της συζητήσεως και η άσκηση του κατά το άρθρο 358 του ιδίου Κώδικα δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό μέσο. Αν δεν αναφέρεται το συγκεκριμένο έγγραφο στο οικείο σημείο των πρακτικών, όπου γίνεται μνεία των αναγνωσθέντων εγγράφων, προκύπτει όμως από το σκεπτικό της αποφάσεως και από το όλο περιεχόμενο της, ότι το έγγραφο αναγνώσθηκε και έτσι ο κατηγορούμενος είχε τη δυνατότητα να ασκήσει τα ως άνω δικαιώματά του, πληρούνται ο σκοπός των ανωτέρω διατάξεων και δεν ιδρύεται ο ως άνω λόγος αναιρέσεως (ΑΠ 628/ 2020). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 502 παρ. 1 εδ. γ’ του ΚΠΔ, στην κατ’ έφεση δίκη, σε κάθε περίπτωση διαβάζονται και λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, που περιέχουν τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάσθηκαν και τον κατάλογο των εξετασθέντων εγγράφων. Δηλαδή, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, οι αναφερόμενες στα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης καταθέσεις μαρτύρων, θεωρούνται ότι αναγνώσθηκαν και στην κατ’ έφεση δίκη και παραδεκτά λαμβάνονται υπόψη για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, ενώ η ανάγνωση εγγράφου δεν απαιτείται να προκύπτει από τη ρητή αναφορά του στα αναγνωσθέντα έγγραφα, αλλά αρκεί να προκύπτει και από το όλο περιεχόμενο των πρακτικών της δίκης ή από την αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης (ΑΠ 418/2021). Στην προκειμένη περίπτωση, με την αναιρεσιβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 45, 46/2021 απόφασή του, το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Ναυπλίου, δικάζοντας ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα για τις αξιόποινες πράξεις της ψευδούς καταμήνυσης (άρθρο 229 παρ. 1 του προϊσχύσαντος Π Κ), της ψευδορκίας μάρτυρα και ήδη ψευδούς κατάθεσης (άρθρο 224 παρ. 1 του ισχύοντος ΠΚ) και της συκοφαντικής δυσφήμησης (άρθρα 362 – 363 του προϊσχύσαντος ΠΚ). Όπως δε προκύπτει από την επιτρεπτή για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου επισκόπηση των πρακτικών της ως άνω απόφασης, μεταξύ των εγγράφων που μνημονεύονται ως αναγνωσθέντα στο ακροατήριο, περιλαμβάνεται και η εκκαλουμένη, με αριθμό 1736/2019 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κορίνθου, με αύξοντα αριθμό 1. Ενόψει δε του ότι, όπως αναγράφεται στην προηγηθείσα νομική σκέψη, με τον όρο ανάγνωση της απόφασης, εννοείται και η ανάγνωση των πρακτικών που είναι ενσωματωμένα σ’ αυτήν, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του αναιρεσείοντος, είναι κατάδηλο ότι έλαβε γνώση αυτών και είχε ευχέρεια να ασκήσει τα από τα άρθρα 358 ΚΠΔ, πιο πάνω δικαιώματά του. Άλλωστε, η ανάγνωση των εγγράφων, μεταξύ των οποίων και η εκκαλούμενη απόφαση, ολοκληρώθηκε, χωρίς να προβληθεί οποιαδήποτε αντίρρηση από τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα ή από τον παριστάμενο συνήγορο του. Επομένως, είναι αβάσιμη η αιτίαση του αναιρεσείοντος που προβάλλεται με το δεύτερο πρόσθετο λόγο αναίρεσης, ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο υπέπεσε στις πλημμέλειες της απόλυτης ακυρότητας και της υπέρβασης εξουσίας, επειδή για το σχηματισμό της καταδικαστικής του κρίσης, ελήφθησαν υπόψη, καίτοι δεν αναγνώσθηκαν, τα πρακτικά της εκκαλουμένης ως σύνολο, αλλά μόνο το σκεπτικό και το διατακτικό της απόφασης που τα περιέχει. Την άποψη αυτή επιχειρεί να θεμελιώσει ο αναιρεσείων στην αναγραφή στην προσβαλλόμενη απόφαση της φράσης “αναγνώσθηκε η εκκαλουμένη απόφαση”. Πλην, όμως, σύμφωνα με τα αναγραφόμενα στην προηγηθείσα σχετική νομική σκέψη, πέραν του ότι με τον όρο ανάγνωση της απόφασης υπονοείται και η ανάγνωση των ενσωματωμένων σε αυτή πρακτικών, με τα οποία αποτελεί ενιαίο σύνολο, από συγκεκριμένες περικοπές του σκεπτικού της προσβαλλόμενης απόφασης είναι κατάδηλο ότι αναγνώσθηκε η εκκαλουμένη απόφαση ως σύνολο, περιλαμβανομένων δηλαδή και των πρακτικών αυτής που περιέχουν τις μαρτυρικές καταθέσεις. Συγκεκριμένα, γίνεται αναφορά και συνεκτίμηση με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα και των περιεχομένων αποκλειστικά στα πρακτικά αυτά τριών μαρτυρικών καταθέσεων και συνεπώς δεν ήταν αναγκαία η ρητή αναφορά των πρακτικών αυτών στα αναγνωσθέντα έγγραφα, αφού από το όλο περιεχόμενο των πρακτικών της δευτεροβάθμιας δίκης και από την αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει η ανάγνωσή τους. Επομένως, οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος από τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του ΚΠΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ. 1δ’ του ίδιου Κώδικα (απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας) και από τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Θ’ ΚΠΔ (υπέρβαση εξουσίας), τόσο λόγω μη ανάγνωσης των πρακτικών, όσο και λόγω ανάγνωσης του σκεπτικού και του διατακτικού, που περιέχονται στο δεύτερο πρόσθετο λόγο της αναίρεσης είναι αβάσιμες.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 229 παρ. 1 του ισχύσαντος κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης (29-8-2014) ΠΚ, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους τιμωρείται όποιος εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι’ αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του γι’ αυτήν. Η διάταξη αυτή εφαρμόστηκε εν προκειμένω ως ευμενέστερη από την αντίστοιχη του ισχύοντος από 1-7-2019 ΠΚ, καθότι το μεν θέτει πρόσθετο όρο για την τιμωρία του δράστη, ήτοι το σκοπό πρόκλησης της καταδίωξης, το δε προβλέπει ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός (1) έτους, έναντι της προβλεπόμενης ποινής φυλάκισης τουλάχιστον δύο (2) ετών και χρηματικής ποινής με την αντίστοιχη διάταξη του ισχύοντος Π Κ. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του υπ’ αυτής προβλεπόμενου εγκλήματος της ψευδούς καταμηνύσεως απαιτείται, αντικειμενικώς μεν, να έγινε μήνυση ή ανακοίνωση, με οποιοδήποτε τρόπο, σε αρχή ότι τελέστηκε από άλλον αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση, το δε περιεχόμενο της μηνύσεως ή ανακοινώσεως να είναι αντικειμενικώς ψευδές, υποκειμενικώς δε άμεσος δόλος, ήτοι ο μηνύσας ή ανακοινώσας να είχε γνώση ότι το περιεχόμενο της μήνυσης ή ανακοίνωσης είναι ψευδές και να έκανε τη μήνυση ή ανακοίνωση με σκοπό να προκληθεί ποινική ή πειθαρχική δίωξη εκείνου που καταμηνύεται, χωρίς να απαιτείται και πραγμάτωση του σκοπού αυτού. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 224 του ισχύοντος από 1-7-2019 ΠΚ (ψευδής κατάθεση) “1. Όποιος ενώ εξετάζεται ως διάδικος ή μάρτυρας σε δικαστήριο ή ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί εξέταση για την κρινόμενη υπόθεση, εν γνώσει του καταθέτει ψευδή στοιχεία σχετικά με την υπόθεση αυτή ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια, τιμωρείται με φυλάκιση τριών (3) μηνών έως τριών (3) ετών και χρηματική ποινή”. Η διάταξη αυτή του νέου Π Κ, στην οποία έχουν ενωθεί οι διατάξεις των άρθρων 224 (ψευδορκία) και 225 (ψευδής κατάθεση) του προηγούμενου ΠΚ, εφαρμόζεται εν προκειμένω ως ευμενέστερη, ως προς την ποινική μεταχείριση του κατηγορουμένου, έναντι των αντιστοίχων διατάξεων (224 παρ. 2-1, 225) του προηγούμενου Π Κ, καθόσον για την πράξη αυτή της ψευδούς κατάθεσης προβλέπεται ποινή φυλάκισης τριών μηνών έως τριών ετών και χρηματική ποινή, ενώ με τις προϊσχύσασες διατάξεις του άρθρου 224 παρ. 2-1 και 225 Π Κ, προβλεποταν φυλάκιση με ελάχιστο όριο ένα (1) έτος και ανώτερο πέντε (5) έτη. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδούς κατάθεσης (ψευδορκίας μάρτυρα – ψευδούς ανόμωτης κατάθεσης) απαιτείται: α) κατάθεση του διαδίκου ή του μάρτυρα ενώπιον δικαστηρίου ή αρμόδιας για την εξέτασή του αρχής, β) τα πραγματικά περιστατικά που αυτός κατέθεσε να είναι ψευδή, γ) να υπάρχει άμεσος δόλος, ο οποίος συνίσταται στη γνώση του διαδίκου ή μάρτυρα, ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή ή στο ότι είχε γνώση των αληθινών, αλλά σκόπιμα τα απέκρυψε ή αρνήθηκε να τα καταθέσει (ΑΠ 430/2021). Ακόμη, κατά το άρθρο 362 εδ. α’ του ισχύσαντος μέχρι την 30-6-2019 Π Κ “Όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο (2) ετών ή με χρηματική ποινή. Η χρηματική ποινή μπορεί να επιβληθεί και μαζί με την ποινή φυλάκισης”, ενώ κατά το άρθρο 363 εδ. α’ του ιδίου Κώδικα “αν στην περίπτωση του άρθρου 362 το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών. Μαζί με τη φυλάκιση μπορεί να επιβληθεί και χρηματική ποινή”. Η αντίστοιχη διάταξη (363) του ισχύοντος από 1-7-2019 Π Κ προβλέπει για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών και χρηματική ποινή (η σωρευτική επιβολή της είναι υποχρεωτική και όχι δυνητική, όπως στο προϊσχύσαντα ΠΚ) και, αν η πράξη τελέστηκε δημόσια με οποιοδήποτε τρόπο ή μέσω διαδικτύου, φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και χρηματική ποινή και, συνεπώς, είναι δυσμενέστερη της πρώτης, η οποία και εφαρμόστηκε εν προκειμένω. Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει, ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται, αντικειμενικώς μεν, ισχυρισμός ή διάδοση από το δράστη για άλλον, ενώπιον τρίτου, ψευδούς γεγονότος, το οποίο μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη εκείνου, υποκειμενικώς δε άμεσος δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει, αφενός μεν την γνώση του δράστη, ότι ο ισχυρισμός ή η διάδοση του γεγονότος ενώπιον τρίτου δύναται να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη εκείνου, στον οποίο αποδίδεται, καθώς και τη γνώση, ότι το γεγονός αυτό είναι ψευδές και μπορεί να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του άλλου, αφετέρου δε τη θέληση αυτού να ισχυρισθεί ή διαδώσει ενώπιον τρίτου το γεγονός αυτό. Τρίτος, κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, είναι κάθε άλλο, πλην του δυσφημούμενου, πρόσωπο, το οποίο με οποιοδήποτε τρόπο λαμβάνει γνώση του δυσφημιστικού γεγονότος, έστω και κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, αρκεί το γεγονός να είναι επιλήψιμο γι’ αυτόν στον οποίο αποδίδεται (ολΑΠ 3/2021, ΑΠ 172/2021). Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για την συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού με το διατακτικό της απόφασης, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική του κρίση, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προέκυψε από καθένα χωριστά. Πρέπει, όμως, να προκύπτει με βεβαιότητα ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά κατ’ επιλογή, ενώ δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, αφού δεν εξαιρέθηκαν ρητά, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα λοιπά. Δεν αποτελεί λόγο αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η ύπαρξη του δόλου (άρθρο 27 Π Κ) δεν είναι αναγκαίο, κατ’ αρχήν, να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τέλεσής του, διαλαμβάνεται δε αιτιολογία περί αυτού (δόλου) στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή διότι εξυπακούεται ότι υπάρχει με την τέλεση των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν αντικειμενικώς το έγκλημα, εκτός αν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξης (άμεσος δόλος) ή ορισμένος περαιτέρω σκοπός (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση), κάτι που συμβαίνει στα εδώ εξεταζόμενα εγκλήματα της ψευδούς καταμήνυσης, ψευδούς κατάθεσης και συκοφαντικής δυσφήμησης, στα οποία ο δόλος χρήζει ειδικής αιτιολογίας. Υπάρχει, όμως, αιτιολογία του δόλου, όταν, σύμφωνα με τις παραδοχές της απόφασης, το ψευδές των καταμηνυθέντων ή κατατεθέντων, θεμελιώνεται σε προσωπική πεποίθηση ή αντίληψη του δράστη ή σε δική του πράξη ή παράλειψη, οπότε είναι αυτονόητη η σχετική γνώση, χωρίς να απαιτείται παράθεση άλλων σχετικών με τη γνώση αυτή περιστατικών (ΑΠ 430/2021). Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης υπ’ αριθμ. 45-46/2021 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Ναυπλίου, προκύπτει ότι το δευτεροβάθμιο αυτό δικαστήριο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι αποδείχθηκαν, κατά πιστή μεταφορά, τα ακόλουθα: “Από την ανωμοτί κατάθεση της πολιτικώς ενάγουσας, από την ένορκη επ’ ακροατηρίου κατάθεση της μάρτυρα κατηγορίας, από την ένορκη επ’ ακροατηρίου κατάθεση του μάρτυρα υπεράσπισης, που εξετάστηκαν νομότυπα στο Δικαστήριο τούτο και περιλαμβάνονται στα πρακτικά, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης, καθώς και των εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά, και την όλη αποδεικτική διαδικασία αποδείχθηκε μετά πάσης βεβαιότητας ότι όσα εξέθεσε ο κατηγορούμενος στην έγκλησή του στο AT Λουτρακίου την 29-8-2014 σε βάρος της εγκαλούσας Α. Σ., ήτοι ότι την ημέρα αυτή και περί ώρα 14.30 η εγκαλούσα, οδηγώντας το με αρ. κυκλοφορίας … ΙΧΕ αυτοκίνητο, χτύπησε την προπορευόμενη με αρ. κυκλοφορίας … δίκυκλη μοτοσικλέτα, ιδιοκτησίας του, στην οποία επέβαινε ως οδηγός, με αποτέλεσμα την ανατροπή της μοτοσικλέτας και τον τραυματισμό του, και ότι η εγκαλούσα εγκατέλειψε τον τόπο του ατυχήματος. Αντίθετα, αποδείχθηκε ότι η εγκαλούσα και ο κατηγορούμενος διατηρούσαν από διετίας περίπου ερωτική σχέση, η οποία υπήρξε ιδιαίτερα προβληματική, λόγω κυρίως της επαναλαμβανόμενης άσκησης λεκτικής και σωματικής βίας σε βάρος της εγκαλούσας από τον κατηγορούμενο, με συνέπεια κατά τη διάρκεια της σχέσης αυτής να υφίστανται συχνά διακοπές και επανασυνδέσεις. Την 29-8-2014, ημέρα του καταγγελόμενού από τον κατηγορούμενο ως άνω συμβάντος, η εγκαλούσα είχε μεταβεί προηγουμένως στο μαγαζί του κατηγορουμένου, προκειμένου να του ανακοινώσει τη διακοπή της σχέσης τους και να του αφήσει τα κλειδιά του σπιτιού του, γεγονός που πυροδότησε την οργή του κατηγορουμένου και ακολούθησε έντονος μεταξύ τους διαπληκτισμός. Κατόπιν τούτου, η εγκαλούσα αποχώρησε από το κατάστημα του κατηγορουμένου, προκειμένου να επιστρέφει στην οικία της φίλης της M. – F. A. S. Τότε, ο κατηγορούμενος την ακολούθησε με τη δίκυκλη μοτοσικλέτα του, ευρισκόμενος σε έντονη συναισθηματική φόρτιση εξαιτίας της αμέσως προηγούμενης αντιπαράθεσής τους, λόγω της ανακοίνωσης από την εγκαλούσα της διακοπής της σχέσης τους, και χρησιμοποιώντας το όχημά του επιχείρησε να ανακόψει την πορεία της εγκαλούσας και να την εμποδίσει να προσεγγίσει την οικία της φίλης της, με την οποία η εγκαλούσα καθ ‘όλη τη διάρκεια της διαδρομής είχε τηλεφωνική επικοινωνία και έτσι η M.-F. A. S. είχε καταστεί κοινωνός της επικίνδυνης οδηγικής συμπεριφοράς του κατηγορουμένου για να ανακόψει την πορεία του αυτοκινήτου της εγκαλούσας. Αποτέλεσμα της ανωτέρω επικίνδυνης με ελιγμούς οδηγικής συμπεριφοράς του κατηγορουμένου, ήταν να χάσει κάποια στιγμή τον έλεγχο της μοτοσικλέτας του, να ανατραπεί αυτή και να τραυματιστεί ο ίδιος, ο οποίος υπέστη διάστρεμμα αστραγάλου και αγκώνα. Η εγκαλούσα, ειδοποίησε τηλεφωνικά το ΕΚΑΒ, και αποχώρησε από το σημείο, φοβούμενη για τη σωματική της ακεραιότητα, μετά την προηγούμενη συμπεριφορά του κατηγορουμένου. Μάλιστα, η M.-F. A. S., που συνοδεύεσε αργότερα με το δικό της αυτοκίνητο την εγκαλούσα στην οικία της, επειδή αυτή φοβόταν να επιστρέψει μόνη της, παρατήρησε στη διαδρομή ότι την ακολουθούσε ο κατηγορούμενος με άλλα δύο άτομα. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος υπέβαλε την από 29-8-2014 έγκλησή του σε βάρος της εγκαλούσας στον Αξιωματικό Υπηρεσίας του Α.Τ. Λουτρακίου, ώρα 21.10′, ενώ το καταγγελόμενο συμβάν είχε λάβει χώρα περί ώρα 14.30′, γεγονός που καταδεικνύει ότι αυτός, τουλάχιστον μέχρι την ώρα αυτή, δεν νοσηλευόταν στο Γενικό Νοσοκομείο Κορίνθου, αλλά εισήχθη στην Ορθοπεδική Κλινική του εν λόγω νοσοκομείου την 30-8-2014 και έλαβε εξιτήριο την 31-8-2014. Κατόπιν των ανωτέρω, αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος εν γνώσει του καταμήνυσε ψευδώς την εγκαλούσα, προκειμένου να προκαλέσει την καταδίωξή της και κατέθεσε ψευδώς ότι αυτή είχε τελέσει σε βάρος του τις αξιόποινες πράξεις της επικίνδυνης σωματικής βλάβης ή της σωματικής βλάβης από αμέλεια (μη προσδιορίζοντας την υπαιτιότητα) και της παράβασης του άρθρου 43 παρ. 2 του Ν. 4696/1999. Οι ανωτέρω ψευδείς ισχυρισμοί, την αναλήθεια των οποίων γνώριζε ο κατηγορούμενος, αφού ο ίδιος με την ως άνω επικίνδυνη οδηγική συμπεριφορά του είχε προκαλέσει τον τραυματισμό του, είχαν ως αποτέλεσμα να προσβάλουν την τιμή και την υπόληψη της εγκαλούσας, αφού την παρουσίασε ως ένα άτομο επικίνδυνο, το οποίο μάλιστα δε δίστασε να εγκαταλείψει αβοήθητο το θύμα του. Επομένως, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος των πράξεων, που του αποδίδονται με το κατηγορητήριο και αναφέρονται αναλυτικά κατωτέρω στο διατακτικό”. Στη συνέχεια, το παραπάνω δικαστήριο της ουσίας κήρυξε τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα ένοχο των αξιόποινων πράξεων της ψευδούς καταμήνυσης, της ψευδούς κατάθεσης και της συκοφαντικής δυσφήμησης, για τις οποίες του επέβαλε συνολική ποινή φυλάκισης ενός (1) έτους και δέκα (10) μηνών με τριετή αναστολή, με το ακόλουθο διατακτικό: ”
Κηρύσσει τον κατηγορούμενο ένοχο του ότι: Στο Λουτράκι στις 29-8-2014, με περισσότερες πράξεις τέλεσε περισσότερα εγκλήματα, που τιμωρούνται κατά το νόμο με πρόσκαιρες στερητικές της ελευθερίας ποινές και ειδικότερα: 1) Εν γνώσει του καταμήνυσε άλλον ψευδώς ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του γι’ αυτήν και ειδικότερα κατά τον ανωτέρω τόπο και χρόνο, υπέβαλε έγκληση στο Α. Τ. Λουτρακίου με την οποία κατήγγειλε ότι η εγκαλούσα Α. Σ. είχε τελέσει σε βάρος του τις αξιόποινες πράξεις της επικίνδυνης σωματικής βλάβης ή της σωματικής βλάβης από αμέλεια (μη προσδιορίζοντας την υπαιτιότητα) καθώς και της παράβασης του άρθρου 43 παρ. 2 Ν. 2696/1999 και συγκεκριμένα ότι στις 29-8- 2014, επέβαινε στην με αριθμό κυκλοφορίας … δίκυκλη μοτοσικλέτα ιδιοκτησίας του κινούμενος επί ανώνυμης δημοτικής οδού, με κατεύθυνση από την οδό Δημοσίων Υπαλλήλων προς τον οικισμό … προπορευόμενος οχήματος με αριθμό κυκλοφορίας … ΙΧΕ, ιδιοκτησίας της εγκαλούσης Α. Σ., όταν η εγκαλούσα κινήθηκε παράλληλα προς την πορεία του και ενήργησε ελιγμό προς τα δεξιά κλείνοντάς του το δρόμο και εν συνεχεία συγκρούσθηκε με την μοτοσυκλέτα του, με αποτέλεσμα την ανατροπή της και την παράσυρσή του σε παρακείμενη συρμάτινη περίφραξη οικοπέδου, γεγονός που είχε ως συνέπεια την πρόκληση σε αυτόν σωματικών βλαβών και ακόμη κατήγγειλε ότι μετά την πρόκληση του τροχαίου η εγκαλούσα τον εγκατέλειψε αβοήθητο στο σημείο, όπου μόλις συνήλθε κατέφθασε ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ, ισχυρίσθηκε δε τα ανωτέρω ψευδή ο κατηγορούμενος, ενώ η αλήθεια την οποία γνώριζε ήταν ότι ο ίδιος προκειμένου να επιλύσει ζητήματα που αφορούσαν στη διαπροσωπική τους σχέση (είχαν επανασυνδεθεί και είχαν χωρίσει μόλις την προηγούμενη του συμβάντος) καθώς η εγκαλούσα ακριβώς πριν το γεγονός είχε θελήσει να του παραδώσει το κλειδί της κατοικίας του επί της Λ. Αθηνών στο Λουτράκι όπου διέμεναν, εκείνος την απείλησε και ακολούθησε την πορεία της μέχρι τον οικισμό Καλλιθέα, εκδηλώνοντας επικίνδυνη οδηγική συμπεριφορά, με δραματική επίταση του κινδύνου στον οποίο την εξέθετε, καθώς “κολλούσε” την μηχανή δίπλα στο αυτοκίνητο, “έριχνε μπουνιές στο τζάμι και την απειλούσε είναι η τελευταία της μέρα και ότι θα την σκοτώσει” και την εξύβριζε με τις φράσεις “γαμώ την Παναγία σου, γαμώ τον Χριστό σου” και ότι στη συνέχεια προσποιήθηκε ότι προκλήθηκε ατύχημα εξ υπαιτιότητάς της (την οποία δεν προσδιόριζε εάν ήταν με δόλο ή από αμέλεια), ρίχνοντας ο ίδιος τη μηχανή του στο οδόστρωμα, ενήργησε δε ως ανωτέρω, ο κατηγορούμενος για να προκαλέσει την καταδίωξη της εγκαλούσας, σκοπός ο οποίος δεν επετεύχθη καθότι μετά την υποβολή της έγκλησης και τον σχηματισμό της με ABM Α 14/2018 δικογραφίας και τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, εκδόθηκε η υπ’ αριθμόν Α74/2018 απορριπτική διάταξη κατ’ άρθρον 47 ΚΠΔ του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Κορίνθου”. Με τις παραπάνω παραδοχές, οι οποίες διαλαμβάνονται στο σκεπτικό σε συνδυασμό με όσα αναφέρονται στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, που αλληλοσυμπληρώνονται παραδεκτά, το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Ναυπλίου διέλαβε στην απόφασή του την απαιτούμενη από τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των παραπάνω αξιόποινων πράξεων, για τις οποίες καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους το δικαστήριο της ουσίας έκανε την υπαγωγή των περιστατικών στις διατάξεις που εφαρμόστηκαν. Ειδικότερα: α) η απόφαση έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που προσκομίστηκαν στο δικαστήριο, από τα οποία το δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν στην απόφαση και οδήγησαν στην καταδικαστική του κρίση, β) όλα τα αποδεικτικά μέσα αξιολογήθηκαν, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα, ούτε ήταν απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, γ) το ότι επισημαίνονται στο σκεπτικό ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν σημαίνει ότι το δικαστήριο προέβη σε επιλεκτική αξιολόγηση τους και δεν είχε υποχρέωση να διαλάβει αιτιολογία γιατί οδηγήθηκε σε αντίθετα συμπεράσματα από τον αναιρεσείοντα, δ) μεταξύ των αξιολογηθέντων εγγράφων περιλαμβάνονται και τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, τα οποία αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο, όπως αναφέρεται σε προηγούμενη σκέψη της παρούσας, ε) παρατίθενται ο τόπος, χρόνος και οι περιστάσεις τέλεσης των εγκλημάτων, τα όσα ψευδή διέλαβε σε βάρος της εγκαλούσας ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων, καθώς και ότι αυτός τελούσε εν γνώσει της αναλήθειας αυτών και, τέλος, παρατίθενται τα αληθή γεγονότα και η πρόθεση του κατηγορουμένου να επιτύχει την ποινική δίωξη της εγκαλούσας με όσα διέλαβε στην έγκλησή του, στ) παρατίθενται τα ψευδή γεγονότα που κατέθεσε ο κατηγορούμενος ενώπιον των αρμοδίων αστυνομικών αρχών, το ψευδές των περιστατικών αυτών, τα αληθή γεγονότα και η γνώση του κατηγορουμένου ότι αυτά που κατέθεσε ήταν ψευδή, αφού όσα κατέθεσε στηρίζονταν στην προσωπική και άμεση αντίληψή του και σε δικές του πράξεις, που καθιστούν αυτονόητη τη γνώση του ως προς αυτά, ζ) παρατίθενται τόσο η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης, με την περιγραφή του ψευδούς ισχυρισμού του κατηγορουμένου ότι η εγκαλούσα είχε προκαλέσει σε βάρος του τροχαίο ατύχημα και τον είχε εγκαταλείψει, υπό τις περιστάσεις που αναφέρονται, όσο και η υποκειμενική υπόστασή του, με την αναφορά της γνώσης εκ μέρους του κατηγορουμένου του ψεύδους του ανωτέρω ισχυρισμού του η) οι αναφερόμενες εκ μέρους του αναιρεσείοντος για το τεκμήριο αληθείας του άρθρου 366 παρ. 2 ΠΚ, το οιονεί δεδικασμένο του άρθρου 47 του προϊσχύσαντος ΚΠΔ και το τεκμήριο αθωότητας, δεν αναφέρονται στα θεμελιωτικά στοιχεία των ανωτέρω αδικημάτων, αλλά αποτελούν ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος που συνέχονται με την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, θ) οι αναφερόμενες αιτιάσεις σχετικά με την αντίθεση των επισημαινομένων αποδεικτικών μέσων προς τις ουσιαστικές παραδοχές και την ορθότητα του πορίσματος της προσβαλλόμενης απόφασης, πλήττουν την περί τα πράγματα ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, καθόσον η εκτίμηση και αξιολόγηση των αποδείξεων, την οποία προσβάλλουν ως εσφαλμένη, δεν ελέγχεται αναιρετικά, ι) οι αναφερόμενες αιτιάσεις για τις ελλείψεις του ανακριτικού υλικού της δικογραφίας είναι αλυσιτελείς, καθώς τυχόν σφάλματα της προδικασίας και της πρωτοβάθμιας απόφασης, καλύπτονται από την επί της ουσίας απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, το οποίο επανεξετάζει την υπόθεση ως προς τη νομική και ουσιαστική της βασιμότητα και μπορεί να διατάξει και νέες αποδείξεις εφόσον το κρίνει αναγκαίο, ο δε αναιρεσείων δεν ζήτησε κάτι τέτοιο, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, πλην της αναφερόμενης εξέτασης του μάρτυρα Ε. Μ.. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠΔ, τρίτος λόγος της αίτησης αναίρεσης και ο συμπληρωματικός αυτού τρίτος πρόσθετος λόγος της αναίρεσης, με τους οποίους αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι αβάσιμος.
Η επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠολΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης αναφέρεται, τόσο στην κρίση για την ενοχή, όσο και στην κρίση για την απόρριψη αυτοτελών ισχυρισμών του κατηγορουμένου. Αυτοτελείς είναι οι ισχυρισμοί, που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, κατά τα άρθρα 171 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του ΚΠΔ, από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορο του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή στον αποκλεισμό ή στη μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξης ή στη μείωση της ποινής. Τέτοιοι αυτοτελείς ισχυρισμοί, η απόρριψη των οποίων πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, είναι και οι περί συνδρομής στο πρόσωπο του κατηγορουμένου ελαφρυντικών περιστάσεων από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 παρ. 2 του ΠΚ, αφού η παραδοχή τους οδηγεί στην επιβολή μειωμένης, κατά το άρθρο 83 του ΠΚ, ποινής. Ως ελαφρυντικές περιστάσεις κατά το άρθρο 84 παρ. 2 του Π Κ, θεωρούνται, μεταξύ άλλων, οι προβλεπόμενες σ’ αυτό υπό στοιχείο α’, ήτοι “το ότι ο υπαίτιος έζησε σύννομα ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα, περίσταση που δεν αποκλείεται από μόνη την καταδίκη του για ελαφρό πλημμέλημα”, υπό στοιχείο γ’, ήτοι “το ότι στην πράξη του ωθήθηκε από ανάρμοστη συμπεριφορά του παθόντος ή παρασύρθηκε από οργή ή βίαιη θλίψη που του προκάλεσε άδικη εναντίον του πράξη” και η υπό στοιχείο ε’, ήτοι “το ότι συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του, ακόμα και κατά την κράτησή του”. Η υποχρέωση για ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία προϋποθέτει την προβολή των αυτοτελών ισχυρισμών κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, καθώς και την ανάπτυξή τους, δηλαδή με όλα τα πραγματικά περιστατικά που απαιτούνται κατά νόμο για τη θεμελίωσή τους, έτσι ώστε να μπορούν να αξιολογούνται και σε περίπτωση αποδοχής τους, να οδηγούν στο ειδικότερο ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο συμπέρασμα. Διαφορετικά, δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου της ουσίας να απαντήσει επί των ισχυρισμών αυτών, συνεπώς δε ούτε να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψή τους. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ο αναιρεσείων, δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου, ζήτησε την αναγνώριση των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2 α’, γ’ και ε’ ΠΚ. Οι ισχυρισμοί αυτοί απορρίφθηκαν με την παρακάτω αιτιολογία, παρά το ότι η πρότασή τους ήταν αόριστη με μόνη την αναφορά στις διατάξεις του άρθρου 84 παρ. 2 α’, γ’ και ε’ ΠΚ “Στην προκειμένη περίπτωση, οι συνήγοροι υπερασπίσεως του κατηγορουμένου προβάλλουν ισχυρισμούς περί αναγνώρισης στο πρόσωπο του των εξής ελαφρυντικών περιστάσεων, ήτοι: 1) επικαλούμενοι ότι ο κατηγορούμενος έζησε μέχρι το χρόνο τέλεσης των πράξεων του σύννομο βίο, ζητούν να του αναγνωριστεί η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 α του νέου Π.Κ. Ο εν λόγω αυτοτελής ισχυρισμός τους πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν, αφού από την επισκόπηση του ποινικού μητρώου του κατηγορουμένου, που βρίσκεται στη δικογραφία, προκύπτει ότι ο βίος του μέχρι την τέλεση των ανωτέρω πράξεων δεν ήταν καθόλου σύννομος, αλλά έχει καταδικαστεί αμετάκλητα σε στερητικές της ελευθερίας ποινές επανειλημμένως για τα αδικήματα της επικίνδυνης σωματικής βλάβης, της βαριάς σωματικής βλάβης, της κλοπής κατά μόνας και από κοινού, 2) επικαλούμενοι ότι ο κατηγορούμενος παρασύρθηκε από οργή και βίαιη θλίψη που του προκάλεσε η άδικη εναντίον του πράξη της εγκαλούσας, ζητούν να του αναγνωρισθεί η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 εδαφ. γ’ του νέου Π.Κ. Ο εν λόγω αυτοτελής ισχυρισμός τους πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ’ουσίαν, αφού από τα ως άνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι ο έντονος μεταξύ της εγκαλούσας και του κατηγορουμένου διαπληκτισμός, προκλήθηκε από τη συμπεριφορά του τελευταίου, όταν η εγκαλούσα του ανακοίνωσε τη διακοπή της σχέσης τους, και ως εκ τούτου δεν συνιστούν προηγούμενη άδικη πράξη της εγκαλούσας, που να δικαιολογεί ως ένα βαθμό την εκ μέρους του κατηγορουμένου τέλεση των ανωτέρω πράξεων, υπό την έννοια της ελαφρυντικής περίστασης του εδαφ. γ’ της παρ. 2 του άρθρου 84 ΠΚ, και 3) επικαλούμενοι ότι ο κατηγορούμενος επέδειξε καλή συμπεριφορά μετά την τέλεση των πράξεών του, ζητούν να του αναγνωρισθεί η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 εδαφ. ε’ του νέου Π.Κ. Ο παραπάνω προβληθείς αυτοτελής ισχυρισμός κρίνεται απορριπτέος ως κατ’ουσίαν αβάσιμος, καθόσον από τα ως άνω αποδεικτικά μέσα δεν προέκυψε θετική ατομική και κοινωνική συμπεριφορά αυτού, ως αποτέλεσμα της πραγματικής επίγνωσης σ’ αυτόν των συνεπειών των πράξεών του, καθώς και σταθερού εναρμονισμού του προς τις επιταγές της έννομης τάξης για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα, όπως απαιτεί η παραπάνω διάταξη”. Ο ισχυρισμός για την αναγνώριση των παραπάνω ελαφρυντικών περιστάσεων, όπως προτάθηκε χωρίς την επίκληση των κατά νόμο αναγκαίων για τη θεμελίωσή τους στοιχείων, ήταν αόριστος, παρά ταύτα όμως το δικαστήριο απάντησε επ’ αυτού. με την παραπάνω επαρκή αιτιολογία. Επομένως, ο πρώτος από τους πρόσθετους λόγους της αίτησης αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ·1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ είναι αβάσιμος.
Μετά από αυτά και αφού δεν υπάρχει άλλος ορισμένος λόγος αναίρεσης, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη η αίτηση αναίρεσης με τους πρόσθετους λόγους αυτής και να επιβληθούν σε βάρος του αναιρεσείοντος τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 578 παρ. 1 ΚΠΔ). Τέλος, ο αναιρεσείων πρέπει να καταδικασθεί και στη δικαστική δαπάνη της υποστηρίζουσας την κατηγορία Α. Σ., η οποία παρέστη μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου και κατέθεσε σχετικό υπόμνημα (άρθρο 176, 183 ΚΠοΛΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 22-11-2021 αίτηση, καθώς και τους από 19-1-2022 πρόσθετους λόγους αυτής, του Ν. Δ. του Α., κατοίκου …, οδός …, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 45-46/2021 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Ναυπλίου.
Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη της υποστηρίζουσας την κατηγορία Α. Σ., την οποία ορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 24 Μαρτίου 2022. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 10 Μαΐου 2022.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Σελίδα 27 της 694/2022 ποινικής απόφασης του Αρείου Πάγου