ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 666 / 2021. ΛΗΣΤΕΙΑ ΔΙΑΠΡΑΧΘΕΙΣΑ ΑΠΟ ΑΝΗΛΙΚΟ

ΑΡΙΘΜΟΣ 666/2021

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Κουτσοκώστα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 18/2021 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου), Πηνελόπη Παρτσαλίδου-Κομνηνού, Μαριάνθη Παγουτέλη (σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 48/2021 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου), Αναστασία Μουζάκη (σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 48/2021 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου) και Άννα ΦωτοΠ.-Ιωάννου -Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Μαΐου 2021, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Μαριάννας Ψαρουδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντα – κατηγορουμένου Έ. Μ. του Δ., κατοίκου …, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Σταματογιάννη, περί αναιρέσεως της υπ’ αριθ. 540, 543/2020 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ανηλίκων Πειραιώς και με υποστηρίζοντες την κατηγορία τους: 1) Ι. Π. του Α., κάτοικο … και 2) Π. Σ. του Ι., κάτοικο … που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Δημήτριο Νάκο.
Το Τριμελές Εφετείο Ανηλίκων Πειραιώς, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 8-2-2021 αίτησή του αναίρεσης, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 175/2021.

Αφού άκουσε
Την Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση από 8.2.2021 αίτηση του Έ. Μ. του Δ., για αναίρεση της με αριθμό 540/2020, 543/2020 απόφασης του δικάσαντος σε δεύτερο βαθμό Τριμελούς Εφετείου Ανηλίκων Πειραιώς, η οποία καταχωρίστηκε στο, κατά το άρθρο 473 παρ. 3 του ΚΠοινΔ, τηρούμενο ειδικό βιβλίο στις 10.12.2020 και με την οποία ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ποινικά υπεύθυνος για τις πράξεις της απλής συνέργειας σε τετελεσμένη ληστεία από κοινού, της απόπειρας ληστείας από κοινού και της επικίνδυνης σωματικής βλάβης, και του επιβλήθηκε, κατ’ εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 133 ΠΚ, συνολική ποινή φυλακίσεως δύο (2) ετών ανασταλείσα επί τριετία, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (ενόψει της αναστολής των προθεσμιών μέχρι 8.2.2021), περιέχει δε ως λόγους αναίρεσης, κατ’ εκτίμηση, την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και την υπέρβαση εξουσίας (άρθρο 510 παρ.1 Δ’ και Θ’ ΚΠοινΔ) και, συνεπώς, είναι παραδεκτή.
Κατά την καθιερούμενη με τη διάταξη του άρθρου 464 ΚΠΔ αρχή, ένδικα μέσα, μεταξύ των οποίων η αίτηση αναιρέσεως (άρθρο 462β ΚΠΔ), μπορεί να ασκήσει μόνον εκείνος που ο νόμος του δίνει ρητά αυτό το δικαίωμα, σε κάθε, όμως, περίπτωση είναι απαραίτητο ο δικαιούμενος να έχει συμφέρον για την άσκησή του στη συγκεκριμένη περίπτωση, το ίδιο δε ισχύει και για την προβολή κάθε λόγου του ένδικου μέσου. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι ο ασκών το ένδικο μέσο πρέπει να επιδιώκει ορισμένο όφελος από την παραδοχή του, να αναμένει δηλαδή βελτίωση της θέσεώς του από την ευδοκίμησή του, το δε συμφέρον πρέπει να είναι ατομικό και να μην αφορά άλλους. Αν ελλείπει το έννομο συμφέρον, το ένδικο μέσο ή ο διαλαμβανόμενος σ’ αυτό λόγος, κατά περίπτωση, απορρίπτεται ως απαράδεκτος. Τέτοια δε περίπτωση συντρέχει και όταν ο δικαιούμενος να ασκήσει το ένδικο μέσο δεν μπορεί να παραπονεθεί ότι υπέστη έννομη προσβολή από τη δικαστική απόφαση (ΑΠ 218/2019). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 465 του ΚΠΔ, ο εισαγγελέας εφετών και ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών, σε όσες περιπτώσεις τους παρέχει ο νόμος ένδικα μέσα, μπορούν να τα ασκήσουν, οποιαδήποτε γνώμη ή πρόταση και αν είχαν διατυπώσει κατά τη συζήτηση ύστερα από την οποία εκδόθηκε η απόφαση ή το βούλευμα που προσβάλλεται, είτε οι ίδιοι είτε κατώτερος εκπρόσωπος της εισαγγελικής αρχής. Ο ανώτερος σε βαθμό εισαγγελέας έχει την ίδια δυνατότητα, ακόμη και αν ο κατώτερος αποδέχτηκε την απόφαση. Η κρίση εκφέρεται μία μόνο φορά από τον αρμόδιο εισαγγελέα πλημμελειοδικών ή εφετών. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι αν ο ανώτερος σε βαθμό εισαγγελέας, αρνηθεί να ασκήσει το ένδικο μέσο (όπως απορρίπτοντας σχετική αίτηση ενδιαφερομένου), ο κατώτερος εισαγγελέας απαραδέκτως ασκεί τούτο, ως απόρροια της ιεραρχικής δομής της εισαγγελικής αρχής. Στην προκειμένη υπόθεση, από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το δικάσαν δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος περί απαραδέκτου ασκήσεως της έφεσης της Εισαγγελέως πλημμελειοδικών Πειραιά, με την αιτιολογία ότι η ως άνω αιτίαση είναι αβάσιμη, διότι “κατά πρώτον, η αρνητική απόφανση του Εισαγγελέα δεν είναι δεσμευτική ενόσω διαρκεί η νόμιμη προθεσμία για την άσκηση της έφεσης και κατά δεύτερον ο Εισαγγελέας δεν μπορεί να παραιτηθεί από το δικαίωμά του για την άσκηση ενδίκου μέσου (πρβλ άρθρο 475 παρ.2 ΚΠΔ), ούτε άλλωστε η απόφανση ότι δεν συντρέχει λόγος έφεσης με την επισημείωσή του στη σχετική αίτηση του πολιτικώς ενάγοντος μπορεί να θεωρηθεί ότι ενέχει παραίτηση του Εισαγγελέα από το ως άνω δικαίωμά του, εξαιτίας της οποίας να καθίσταται, μετά ταύτα, η ασκηθείσα εντός της νόμιμης προθεσμίας έφεση απαράδεκτη (ΑΠ 317/2009 Τρ.Ν.Πλ. Νόμος), ούτε τέλος δεσμεύεται ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών από την απορριπτική κρίση του Εισαγγελέα Εφετών περί άσκησης έφεσης”. Κατόπιν δε αυτών δέχτηκε τυπικά αμφότερες τις ασκηθείσες εφέσεις, τόσο αυτήν του κατηγορουμένου όσο και αυτήν του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά. Ακολούθως, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, μετά την ολοκλήρωση της ενώπιόν του διαδικασίας, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, όπως προαναφέρθηκε, κήρυξε ποινικά υπεύθυνο τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσσείοντα για τις πράξεις της απλής συνέργειας σε τετελεσμένη ληστεία από κοινού, της απόπειρας ληστείας από κοινού και της επικίνδυνης σωματικής βλάβης, ως και πρωτοδίκως, μη δεχόμενο κατ’ ουσία την έφεση του εισαγγελέως και επέβαλε σ’ αυτόν, κατ’ εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 133 ΠΚ, ποινή φυλάκισης ενός (1) έτους για κάθε μία από τις τρεις ως άνω πράξεις, καθορίζοντας συνολική ποινή φυλακίσεως δύο ετών, την οποία ανέστειλε για τρία (3) έτη. Ο αναιρεσείων, με τον πρώτο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για υπέρβαση εξουσίας του Δικαστηρίου (όπως εκτιμάται) λόγω της απόρριψης του ως άνω ισχυρισμού του περί απαραδέκτου της έφεσης του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος του αναιρεσείοντος για την προβολή του, καθόσον, όπως προαναφέρθηκε, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν δέχθηκε κατ’ ουσία την εναντίον του ασκηθείσα έφεση του Εισαγγελέα και ως εκ τούτου αυτός δεν υπέστη συνεπεία της τυπικής παραδοχής της, ούτε επικαλείται, άλλωστε, ότι υπέστη, έννομη επιβλαβή συνέπεια. Κατά τη διάταξη του άρθρου 380 παρ. 1 του προϊσχύσαντος ΠΚ, όποιος με σωματική βία εναντίον προσώπου ή με απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής αφαιρεί από άλλον ξένο εν όλω ή εν μέρει κινητό πράγμα ή τον εξαναγκάζει να του το παραδώσει για να το ιδιοποιηθεί παρανόμως, τιμωρείται με κάθειρξη και ήδη μετά την από 1-7-2019 ισχύ του νέου ΠΚ με κάθειρξη και χρηματική ποινή. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το έγκλημα της ληστείας είναι σύνθετο. Στοιχεία του εγκλήματος αυτού είναι, αφ’ ενός μεν η κλοπή, αφ’ ετέρου δε η παράνομη βία, με την οποία ο δράστης αποβλέπει στην κάμψη της αντιστάσεως του θύματος, που μπορεί να επιτευχθεί και με αδράνεια αυτού. Έτσι, η ληστεία συγκροτείται από την αντικειμενική υπόσταση της κλοπής (άρθρο 372 ΠΚ) και της παράνομης βίας (άρθρο 330 ΠΚ). Το δεύτερο αυτό έγκλημα (παράνομη βία) είναι υπαλλακτικώς μικτό. Οι τρόποι πραγματώσεως της αντικειμενικής υποστάσεως μπορούν να εναλλαχθούν. Δηλαδή στην περίπτωση της ληστείας, η παράνομη βία μπορεί να συνίσταται είτε σε σωματική βία κατά του θύματος είτε σε απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής. Ως σωματική βία νοείται εκείνη που επιδρά κατά τρόπο άμεσο στο σώμα του εξαναγκασμένου και υπερνικά την προβαλλόμενη ή αναμενόμενη αντίστασή του. Αν η ληστεία τελείται με την άσκηση σωματικής βίας, δεν απαιτείται να προκαλείται επικείμενος κίνδυνος σώματος ή ζωής. Υποκειμενικώς, απαιτείται δόλος του δράστη που περιλαμβάνει την γνώση ότι το πράγμα είναι ξένο, κατέχεται από άλλον και δεν υπάρχει συναίνεση εκείνου, τη θέληση να αφαιρέσει το πράγμα από την κατοχή του άλλου και να το υπαγάγει στην κατοχή του ή την κατοχή τρίτου με σκοπό την παράνομη ιδιοποίηση και τη θέληση χρήσεως σωματικής βίας ή απειλών προς αφαίρεση του πράγματος (ΑΠ 645/2020). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 308 παρ. 1α του προϊσχύσαντος ΠΚ, όποιος με πρόθεση προξενεί σε άλλον σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας του, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών και ήδη, κατ’ άρθρο 308 παρ. 1 α’ του νυν ισχύοντος ΠΚ, με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 309 του ιδίου Κώδικα, αν η πράξη του άρθρου 308 τελέστηκε με τρόπο που μπορούσε να προκαλέσει στον παθόντα κίνδυνο για τη ζωή του ή βαριά σωματική βλάβη (άρθρ. 310 παρ. 2) επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και ήδη, κατ’ άρθρο 309 του νυν ισχύοντος ΠΚ, φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή. Εν όψει της διαζευκτικής διατυπώσεως της δεύτερης από τις διατάξεις αυτές (αρθρ. 309 ΠΚ), που ως προς τα απαιτούμενα για την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της επικίνδυνης σωματικής βλάβης δεν διαφέρει της προϊσχύσασας αντίστοιχης διάταξης, είναι απαραίτητο, στην καταδικαστική, για επικίνδυνη σωματική βλάβη, απόφαση, να καθορίζεται ποια από τις ως άνω δύο διακινδυνεύσεις, δέχεται το δικαστήριο ότι συνέτρεξε στη συγκεκριμένη περίπτωση, δηλαδή διακινδύνευση για τη ζωή ή για βαριά σωματική βλάβη. Αυτό δεν στερείται εννόμων συνεπειών, διότι η παραδοχή της μιας ή της άλλης περιπτώσεως, αν και στις δύο περιπτώσεις η πράξη τιμωρείται με τα αυτά όρια ποινής, πρακτικώς οδηγεί σε διαφοροποίηση της ποινικής μεταχειρίσεως του δράστη, αφού στην πρώτη πλήττεται έννομο αγαθό υπέρτερο από τη σωματική υγεία και ακεραιότητα και η ποινή του θα καθορισθεί βάσει των κατ’ άρθρο 79 ΠΚ κριτηρίων. Απαιτούμενα στοιχεία, για την αξιόποινη πράξη της επικίνδυνης σωματικής βλάβης, είναι: α) σωματική βλάβη κατά την έννοια του άρθρου 308 του Π.Κ. β) η πράξη να τελέσθηκε κατά τρόπο που να μπορεί να προκαλέσει στον παθόντα κίνδυνο της ζωής του ή βαριά σωματική βλάβη και γ) δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση και θέληση προκλήσεως της σωματικής κακώσεως και των περιστάσεων από τις οποίες προκύπτει αντικειμενικά κίνδυνος της ζωής ή βαριά σωματική βλάβη. Αν υπάρχει ασάφεια αναφορικά με το είδος της διακινδυνεύσεως, τότε συντρέχει περίπτωση εκ πλαγίου παραβιάσεως της ανωτέρω διατάξεως του άρθρου 309 του Π.Κ. και ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως, διότι ο Άρειος Πάγος αδυνατεί να ελέγξει ακυρωτικά την απόφαση, για το αν δηλαδή το δικαστήριο της ουσίας εφάρμοσε σωστά ή μη το νόμο με αποτέλεσμα η απόφαση να στερείται νομίμου βάσεως (ΑΠ 322/2020). Εξάλλου, κατά το άρθρο 45 παρ. 1 του προϊσχύσαντος ΠΚ, που εκφράζει την έννοια της συναυτουργίας, “Αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξης”. Ανάλογου περιεχομένου είναι και η αντίστοιχη διάταξη του ισχύοντος από 1-7-2019 νέου ΠΚ. Με τον όρο “από κοινού” νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή κάθε συμμέτοχος θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του διαπραττόμενου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τέλεσης του ίδιου εγκλήματος, η σύμπραξη δε στην εκτέλεση της κύριας πράξης μπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή στο ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες ή επί μέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές, χωρίς να απαιτείται εξειδίκευση των ενεργειών καθενός συναυτουργού. Ειδικότερα, απαιτείται καθένας από τους συναυτουργούς να θέλει ή να γνωρίζει και να αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του διαπραττόμενου εγκλήματος, γνωρίζοντας παράλληλα ότι και οι λοιποί συναυτουργοί πράττουν με δόλο τέλεσης του ίδιου εγκλήματος. Επίσης, απαιτείται καθένας από τους συναυτουργούς να συμπράττει, ταυτόχρονα ή διαδοχικά, στην πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, υλοποιώντας, αυτοπροσώπως και αμέσως, είτε ολόκληρη την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος είτε επί μέρους πράξεις, συγκλίνουσες στην πραγμάτωση αυτού (ΑΠ 661/2020). Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 46 παρ.1 περ.β’ του ίδιου ως άνω ΠΚ (παλαιού), όποιος με πρόθεση παρέσχε άμεση συνδρομή στον δράστη, κατά τη διάρκεια άδικης πράξης που διέπραξε και στην εκτέλεση της κύριας πράξης, τιμωρείται με την ποινή του αυτουργού, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 47 εδ.α του νέου ΠΚ: ”Όποιος πρόσφερε με πρόθεση σε άλλον οποιαδήποτε συνδρομή πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξης που διέπραξε, τιμωρείται με μειωμένη ποινή (άρθρο 83)”. Από τα παραπάνω καταφαίνεται ότι με τον ισχύοντα από 1-7-2019 νέο ΠΚ, επήλθαν ουσιώδεις αλλαγές στις διατάξεις για τη συνέργεια στο έγκληµα, αφού καταργήθηκε η διάκριση µεταξύ άµεσης και απλής συνέργειας, όπως αποτυπωνόταν στις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 46 παρ.1εδ.β’ και 47παρ.1ΠΚ και προβλέπεται πλέον ενιαία µειωµένη ποινή για όλες τις µορφές της συνέργειας, είτε προσφέρεται κατά, είτε πριν από την τέλεση της πράξης (αιτιολογική έκθεση Ν.4619/2019). Και υπό τον παλαιό ΠΚ, αλλά και υπό τον νέο ΠΚ, για τη στοιχειοθέτηση της συνέργειας τρίτου σε άδικη πράξη του αυτουργού, απαιτούνται οι εξής προϋποθέσεις: α) πράξη υλικής συνδρομής τρίτου, β) τέλεση (ως προς το αντικειμενικό σκέλος της) από τον αυτουργό άδικης πράξης ή απόπειρας άδικης πράξης, γ) αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της συμμετοχικής πράξης του συνεργού και της άδικης πράξης του αυτουργού, ο οποίος υπάρχει, όταν, χωρίς την πρώτη, δεν θα ήταν με βεβαιότητα δυνατή η τέλεση της δεύτερης υπό τις περιστάσεις που τελέστηκε, δηλαδή, η συμβολή του συνεργού πρέπει να ήταν αποφασιστική για την τέλεση της πράξης του αυτουργού, υπό τις περιστάσεις και τις συνθήκες που διαπράχθηκε, ή υπό τις οποίες ο αυτουργός αποπειράθηκε να διαπράξει αυτή και δ) δόλος του συνεργού, ο οποίος έγκειται στη θέληση ή αποδοχή παροχής συνδρομής στον αυτουργό, για να τελέσει την άδικη πράξη και γνώση αυτού (με την έννοια της επίγνωσης – συνείδησης) ότι η συνδρομή του παρέχεται για την τέλεση της κύριας πράξης. Άμεσος δόλος είναι αναγκαίος μόνο αν ανάλογο είδος δόλου απαιτείται για την κύρια πράξη. Για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, πρέπει να προσδιορίζεται στην απόφαση ο χρόνος τέλεσης της πράξης του αυτουργού ή ο χρόνος που αυτός αποπειράθηκε να τελέσει αυτή και της πράξης του συνεργού, που ως τέτοιος νοείται ο χρόνος της ενέργειας ή της παράλειψης, που συνιστά τη δική του συμμετοχική δράση. Επίσης, πρέπει να αιτιολογείται ειδικά ο δόλος του συνεργού, μόνο ως προς το ότι αυτός γνώριζε την τέλεση της κύριας πράξης, ενώ, ως προς τα λοιπά στοιχεία (θέληση ή αποδοχή συμβολής στην τέλεση της κύριας πράξης), ο δόλος προκύπτει από την πραγμάτωση των αντικειμενικών στοιχείων της πράξης του και αρκεί η γενική αιτιολογία για την ενοχή του (ΑΠ 126/2020). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 42 παρ. 1 του προϊσχύσαντος ΠΚ, “όποιος, έχοντας αποφασίσει να εκτελέσει κακούργημα ή πλημμέλημα, επιχειρεί πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης, τιμωρείται, αν το κακούργημα ή πλημμέλημα δεν ολοκληρώθηκε, με ποινή ελαττωμένη (άρθ. 83 ΠΚ)”. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, πράξη που περιέχει αρχή εκτελέσεως είναι εκείνη, με την οποία αρχίζει η πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος, καθώς και εκείνη η ενέργεια, που τελεί σε τέτοια συνάφεια και τέτοιο οργανικό δεσμό με την πράξη, ώστε, στη συγκεκριμένη περίπτωση, θεωρείται, κατά την κοινή αντίληψη, τμήμα αυτής που αμέσως οδηγεί στην πράξη, αν από οποιοδήποτε λόγο δεν ανακοπεί (ΑΠ 1582/2013). Μετά την ισχύ του νέου Ποινικού Κώδικα η διατύπωση της ως άνω διάταξης του άρθ. 42 παρ. 1 Π.Κ., άλλαξε ως εξής: “1. Όποιος, έχοντας αποφασίσει να τελέσει έγκλημα, αρχίζει να εκτελεί την, περιγραφόμενη στον νόμο, αξιόποινη πράξη, τιμωρείται, αν το έγκλημα δεν ολοκληρώθηκε, με μειωμένη ποινή (άρθρο 83)”. H αλλαγή της διατύπωσης στην παρ. 1 του άρθρου 42 από “επιχειρεί πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης” με τη φράση “αρχίζει να εκτελεί την περιγραφόμενη στον νόμο αξιόποινη πράξη”, φαίνεται να δημιουργεί κάποια ζητήματα, ιδίως με την κρατούσα στη νομολογία έννοια του πρώτου στοιχείου της απόπειρας (αρχή εκτέλεσης), αλλά, όπως αναφέρεται και στην αιτιολογική έκθεση, “προσδιορίζεται ειδικότερα με μεγαλύτερη σαφήνεια το περιεχόμενο της αρχής εκτέλεσης του εγκλήματος, ώστε να είναι πλέον σαφές ότι το έγκλημα μπορεί να θεωρηθεί ότι βρίσκεται σε απόπειρα μόνο όταν έχει πραγματωθεί ένα τμήμα της αντικειμενικής του υπόστασης. Με τον τρόπο αυτό η ποινή της απόπειρας συναρτάται με την πράξη που έχει τελεστεί και όχι με τον δόλο του υπαιτίου.” Η πραγμάτωση των όρων της αντικειμενικής υπόστασης, ιδιαίτερα είναι νοητή στις περιπτώσεις που στον νόμο περιγράφεται αναλυτικά ο τρόπος τέλεσης της πράξης ή της παράλειψης, όπως λ.χ. συμβαίνει στα εγκλήματα της κλοπής ή της απάτης. Στις περιπτώσεις αυτές αλλά και στις περιπτώσεις που ο ακριβής τρόπος τέλεσης δεν περιγράφεται στον νόμο, όπως λ.χ. συμβαίνει στο έγκλημα της ανθρωποκτονίας ή της σωματικής βλάβης, ο δράστης αρχίζει να εκτελεί την, περιγραφόμενη στον νόμο, πράξη όταν έχει εξαπολύσει κατά του εννόμου αγαθού την αναγκαία ενέργεια η οποία, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, είναι ικανή να επιφέρει την αξιόποινη βλάβη αν δεν ανακοπεί από άλλη πράξη του ιδίου ή τρίτου ή από επιγενόμενο τυχαίο γεγονός (ΑΠ 1288/2020). Τέλος, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ ιδίου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ’ αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχτηκαν από την ακροαματική διαδικασία και από τα οποία το δικαστήριο που την εξέδωσε συνήγαγε την ύπαρξη των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε, ειδικότερα, έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. Όσον αφορά το δόλο, που απαιτείται κατά το άρθρο 26 παρ. 1 του ΠΚ για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος και συνίσταται, σύμφωνα με το άρθρο 27 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που, κατά το νόμο, απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης πράξεως, δεν υπάρχει ανάγκη, κατά τούτο, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι αυτός ενυπάρχει στην παραγωγή των περιστατικών και προκύπτει απ’ αυτή, εκτός αν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως (άμεσος δόλος) ή ορισμένος περαιτέρω σκοπός (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση). Ως προς τα αποδεικτικά μέσα αρκεί αυτά να αναφέρονται κατ’ είδος γενικώς, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά εξ ενός εκάστου αυτών και χωρίς να απαιτείται να αναφέρεται από ποιο συγκεκριμένα αποδεικτικό μέσο προέκυψε η κάθε παραδοχή. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους (εγγράφων, μαρτυρικών καταθέσεων), ούτε απαιτείται να ορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για τον σχηματισμό της δικαστικής κρίσεως. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπ’ όψη του και συνεκτίμησε για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι μερικά κατ’ επιλογήν, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 §1 και 178 ΚΠΔ. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (ΑΠ 645/2020). Ακόμη, η κατά τα άνω επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, εκείνους δηλαδή που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του στο δικαστήριο της ουσίας σύμφωνα με τα άρθρα 171 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του ΚΠοινΔ και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή στον αποκλεισμό ή τη μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής, υπό την προϋπόθεση ότι οι ισχυρισμοί αυτοί έχουν προβληθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που απαιτούνται κατά το νόμο για τη θεμελίωσή τους, έτσι ώστε να μπορούν να αξιολογηθούν και σε περίπτωση αποδοχής να οδηγήσουν στο ειδικότερο ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο συμπέρασμα. Διαφορετικά, το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπέχει υποχρέωση να απαντήσει ή να αιτιολογήσει ειδικά τη σιωπηρή ή ρητή απόρριψή τους. Όμως, ισχυρισμοί που αποτελούν άρνηση αντικειμενικού ή υποκειμενικού στοιχείου του εγκλήματος και, συνεπώς, της κατηγορίας ή απλό υπερασπιστικό επιχείρημα, δεν είναι αυτοτελείς υπό την ανωτέρω έννοια και, ως εκ τούτου, το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει υποχρέωση να αποφανθεί επ’ αυτών με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αλλά απαντά σ’ αυτούς με την αιτιολογία επί της ενοχής. Τέτοιο αρνητικό της κατηγορίας ισχυρισμό και όχι αυτοτελή ισχυρισμό, αποτελεί και η από μέρους του κατηγορουμένου άρνηση του νομικού χαρακτηρισμού της πράξης που του αποδίδεται, δηλαδή ο ισχυρισμός του ότι η αξιόποινη πράξη που διέπραξε δεν είναι αυτή που κατηγορείται αλλά άλλη αξιόποινη πράξη, στον ισχυρισμό του δε αυτό, το δικαστήριο απαντά με την αιτιολογία του επί της ενοχής και δεν χρειάζεται να απαντήσει και αιτιολογήσει την απόρριψή του με ιδιαίτερη αιτιολογία (ΑΠ 2036/2019).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασής του με αριθμό 540/2020, 543/2020, το Τριμελές Εφετείο Ανηλίκων Πειραιώς, που δίκασε κατ’ έφεση, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων τα οποία προσδιορίζονται κατ’ είδος σ’ αυτή, δέχθηκε, ανελέγκτως ότι αποδείχθηκαν, κατά πιστή μεταφορά, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: ” Στις 25-9-2013 και περί ώρα 18.00 διεξήχθη στο πλαίσιο του κυπέλλου Ελλάδας στο γήπεδο “Γ. …” ποδοσφαιρικός αγώνας μεταξύ των ομάδων …. Μετά τη λήξη της ποδοσφαιρικής αναμέτρησης, οι παθόντες-παριστάμενοι για την υποστήριξη της κατηγορίας Σ. Π. και Ι. Π., οπαδοί του … που φορούσαν μπλούζες με τα διακριτικά της ομάδας τους και ήταν ηλικίας ο μεν πρώτος 18 ετών, ο δε δεύτερος 15 ετών, έφυγαν από το γήπεδο προκειμένου να μεταβούν πεζοί στις οικίες τους που δεν απείχαν πολύ από το γήπεδο στην περιοχή των …. Κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της 20:00 και 20:10 μμ περίπου και ενώ βάδιζαν επί της οδού …, άκουσαν πίσω τους άτομα να τρέχουν στο πεζοδρόμιο και αμέσως μετά δέχθηκαν επίθεση από άγνωστα σε εκείνους άτομα που με σωματική βία επεδίωκαν να τους αφαιρέσουν αντικείμενα και τα ρούχα με τα διακριτικά του …, φωνάζοντας τους “Δώστε μας τα πράγματα, δώστε ό,τι έχετε”. Ειδικότερα, δύο άτομα με καλυμμένα τα πρόσωπα τους με full face επιτέθηκαν στον Π. Σ., λέγοντας του “φέρε την τσάντα ρε μουνόπανο” και “άσε την τσάντα” ρίχνοντας του ταυτόχρονα ο ένας εκ των δύο σπρέι πιπεριού στα μάτια, ενώ το δεύτερο άτομο τον χτύπησε με ένα αντικείμενο στο κεφάλι και του τράβηξε την τσάντα την οποία και τελικά αφαίρεσε. Παράλληλα, ένα τρίτο άτομο που φορούσε φούτερ με κουκούλα και ένα μαντήλι για περιλαίμιο, σαν αυτό που φορούν οι μοτοσικλετιστές, όρμησε στον Ι. Π., επιδιώκοντας να του βγάλει τη μπλούζα με τα διακριτικά του …, καθώς και να του αφαιρέσει την τσάντα. Ο τελευταίος, ωστόσο, αν και αιφνιδιασθείς και καταληφθείς από φόβο, αντέδρασε και στα πλαίσια άμυνας χτύπησε τον επιτιθέμενο σε αυτόν με μία κλωτσιά στη κοιλιά και με μια γροθιά στο πρόσωπο, με συνέπεια ο τρίτος ως άνω δράστης να πέσει και να του φύγει η κουκούλα της μπλούζας από το κεφάλι του. Αμέσως όμως σηκώθηκε, ενώ προσέτρεξε προς αυτόν και ένας εκ των δύο άλλων δραστών και φωνάζοντας ο πρώτος ” βγάλε την μπλούζα ρε μουνί” χτύπησε τον Ι. Π. με νύσσον όργανο, το οποίο ο ως άνω παθών δεν πρόλαβε να δει, στο μέτωπο και, όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, και στην ωμοπλάτη, χαμηλά στην κοιλιακή χώρα και στο μηρό. Παρά ταύτα ο παθών … του έριξε ακόμη μία κλωτσιά στον θώρακα για να τον απομακρύνει, ενώ την ίδια στιγμή μία γειτόνισσα και συγκεκριμένα η μάρτυρας Ε. Δ. που διαμένει στο πρώτο όροφο της οικοδομής επί της οδού … στον αριθμό…, έμπροσθεν της οποίας εκτυλισσόταν το ως άνω συμβάν που δεν διήρκησε περισσότερο από δύο – τρία λεπτά, βγήκε στη βεράντα της, λόγω της φασαρίας και αντιλαμβανόμενη τι συμβαίνει φώναξε να σταματήσουν, διότι αλλιώς θα καλέσει την αστυνομία. Οι δράστες τότε φοβούμενοι τη σύλληψη έφυγαν τρέχοντας προς τα κάτω της οδού … και έστριψαν αριστερά στο ύψος του Γενικού Λυκείου …, όπου τους περίμενε ο τέταρτος συνεργός τους σε αυτοκίνητο και εξαφανίστηκαν έχοντας αρπάξει την τσάντα του Π. Σ., ο οποίος έτρεξε από πίσω τους, δίχως όμως να καταφέρει να τους προλάβει. Ο … βλέποντας τους δράστες να φεύγουν φώναξε ” Π. τους πήραμε”, μην έχοντας αντιληφθεί ότι είχε τραυματιστεί με μαχαίρι, γεγονός που και ο Π. Σ. δεν είχε επίσης καταλάβει, παρά μόνο το πληροφορήθηκε, όταν εκ των υστέρων μετέβη στο σπίτι του φίλου του. Ειδικότερα, ο …, αμέσως μετά το συμβάν και την απομάκρυνση των δραστών από το σημείο, αντιλήφθηκε ότι αιμορραγούσε και με ιδιαίτερη δυσκολία μετέβη μέχρι την οικία του που βρίσκεται πλησίον του ως άνω σημείου και φώναξε την μητέρα του, η οποία έντρομη ενημέρωσε σχετικά τον σύζυγο της. Ακολούθως και ενόσω παρευρισκόμενοι που προσέτρεξαν προσπάθησαν να σταματήσουν την αιμορραγία, ο παθών μεταφέρθηκε από τον πατέρα του με ιδιωτικό όχημα στο θεραπευτήριο ” …”, όπου του έγινε συρραφή των τραυμάτων του και οι απαιτούμενες εξετάσεις και αξονικές εγκεφάλου, θώρακα, άνω και κάτω κοιλίας triplex αριστερού κάτω άκρου, δίχως να ανευρεθεί κάτι και αφού νοσηλεύτηκε μία ημέρα, εξήλθε με οδηγίες για λήψη αντιβιοτικής αγωγής. Σύμφωνα με την με αριθμό πρωτ. …27.9.2013 ιατροδικαστική έκθεση του ιατροδικαστή …, ο … υπέστη συνολικά έξι επιμήκη θλαστικά τραύματα από 0,8 εκ. έως 1,7 εκ. περίπου, χειρουργικώς συρραφέντα α) στην αριστερά μετωπιαία χώρα (τρία ράμματα), β) την αριστερά οπίσθια ωμική χώρα, γ) την αριστερά κοιλιακή χώρα και δ) την μεσότητα της πρόσθιας επιφάνειας του αριστερού μηρού (από ένα ράμμα). Οι ως άνω κακώσεις χαρακτηρίστηκαν ως απλές σωματικές βλάβες κατά την έννοια του άρθρου 308 του ΠΚ ως εκ νύσσοντος και τέμνοντος οργάνου προκληθείσες (πιθανώς μεταλλική λάμα) και ότι ήθελε νοσήσει και να απόσχει των ασχολιών του επί δέκα ημέρες. Αναφορικά δε με τον Π. Σ. δεν προέκυψε ότι μετέβη σε κάποιο νοσοκομείο, πλην όμως οι δράστες κατάφεραν με άσκηση σωματικής βίας να του αφαιρέσουν την τσάντα του μάρκας Nike εντός της οποίας υπήρχε ένα μπουφάν μάρκας Adidas, ένα σορτσάκι, μία μπλούζα, δύο ζευγάρια γάντια του μποξ μάρκας Everlast και Lonsdale αντίστοιχα, μία ζώνη εφίδρωσης μάρκας AMILA, δύο επίδεσμοι, μία μασέλα του μποξ, ένα εσώρουχο, ένα κινητό τηλέφωνο μάρκας Huawei στο οποίο ήταν τοποθετημένη κάρτα της εταιρείας Cosmote με αριθμό κλήσης …, ένα ζευγάρι γυαλιά ηλίου μάρκας OKley, ένα πορτοφόλι μάρκας Nike που περιείχε το χρηματικό ποσό των 20 ευρώ, μία κάρτα φιλάθλου της ομάδας του … και κλειδιά οικίας. Ενόψει δε ότι η επίθεση έγινε σε βάρος οπαδών του … αμέσως μετά τον ως άνω αγώνα, επιλήφθηκε της υποθέσεως η υποδιεύθυνση Αντιμετώπισης βίας στους Αθλητικούς χώρους της Διεύθυνσης Ασφάλειας Αττικής. Στα πλαίσια των ερευνών της εν λόγω υπηρεσίας για τον εντοπισμό των δραστών των παραπάνω αδικημάτων σε βάρος των παθόντων ζητήθηκε αρχικά η άρση απορρήτου των επικοινωνιών που εξυπηρετήθηκαν από σταθμό βάσης ( κεραίες) που καλύπτουν την περιοχή του συμβάντος κατά την επίδικη ημεροχρονολογία, καθώς και η άρση του απορρήτου της αφαιρεθείσας τηλεφωνικής συσκευής του Π. Σ., προκειμένου να γίνει γνωστός ο αριθμός ΙΜΕΙ της και η πιθανή ενεργοποίηση της από τυχόν άλλες κάρτες sim (αριθμούς κλήσης), έχοντας εκδοθεί προς τούτο σχετικά βουλεύματα του συμβουλίου Πλημ/κών Πειραιώς. Ακολούθως, περιήλθαν στην ως άνω υπηρεσία πληροφορίες ότι πέντε φίλοι με τα ψευδώνυμα “Γ., E. R., Γ. Γ., Π. Μ. και X. S. S., εμπλέκονται στις προπεριγραφόμενες αξιόποινες πράξεις, ενώ κατόπιν σχετικής έρευνας διαπιστώθηκε περί τον Σεπτέμβριο του 2014 ότι τα πέντε ως άνω ψευδώνυμα αντιστοιχούν σε λογαριασμούς – προφίλ της ιστοσελίδας κοινωνικής δικτύωσης “facebook” και συγκεκριμένα ότι χρήστης του προφίλ “Γ.” είναι ο Τ. Γ., του E. R. ο κατηγορούμενος Μ. Έ., του Π. Μ.” Μ. Π. και του X. S. S.” ο Χ. Α., ενώ αργότερα χρονικά ότι χρήστης του προφίλ “Γ. Γ. Ζ. Ι.. Ο κατηγορούμενος κατά την διάρκεια της προδικασίας ουδέποτε αρνήθηκε ότι είχε το ως άνω προφίλ και το πρώτον στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου δήλωσε ότι δεν θυμάται, ισχυρισμός που δεν κρίνεται πειστικός. Περαιτέρω από την άρση του απορρήτου προέκυψε ότι στην αφαιρεθείσα συσκευή ενεργοποιήθηκε κάρτα sim με αριθμό κλήσης … και συνδρομητή την εταιρεία ” …” με πρόεδρο τον Α. Γ., πατέρα του Α. Χ. Από τις πραγματοποιηθείσες επικοινωνίες της ως άνω σύνδεσης οι αστυνομικοί κατέληξαν ότι σε χρήση της ως άνω αφαιρεθείσας συσκευής του Π. Σ. είχε προβεί ο Χ. Α., γεγονός που δεν αρνήθηκε, ούτε αρνείται ο τελευταίος. Από τις αυτές ως άνω τηλεφωνικές επικοινωνίες κατόπιν άρσης του τηλεφωνικού απορρήτου προέκυψε επίσης ότι ο Χ. Α. είχε πλήθος κοινών επαφών με τον Δ. Τ., γεγονός που μαρτυρεί ότι ήταν στενοί φίλοι, αλλά και αρκετές τηλεφωνικές επικοινωνίες και μάλιστα κατά τις νυκτερινές ώρες της ημέρας του συμβάντος με τον κατηγορούμενο Έ. Μ. σε αριθμό κινητής τηλεφωνίας που ήταν καταχωρημένος στο όνομα του πατρός του, Δ. Μ., ενόψει του ότι ο κατηγορούμενος κατά το χρόνο εκείνο ήταν ανήλικος. Δοθέντος όμως ότι η επικοινωνία από την ως άνω σύνδεση του Χ. Α. με αριθμό … την ώρα που τελέστηκαν οι ως άνω αξιόποινες πράξεις ενεργοποίησε την κεραία …” , κρίθηκε ότι ο τελευταίος δεν συμμετείχε άμεσα στις ως άνω πράξεις, καθώς η ως άνω κεραία βρίσκεται αρκετά μακριά από τον τόπο που έλαβαν χώρα τα ανωτέρω και προς τούτο σε βάρος του τελευταίου ασκήθηκε ποινική δίωξη μόνο για αποδοχή προϊόντων εγκλήματος που εν τέλει και έπαυσε οριστικά λόγω παραγραφής. Ενόψει λοιπόν ότι αυτός που συνδεόταν με το συμβάν κατόπιν της άρσης του τηλεφωνικού απορρήτου ήταν ο Χ. Α. κρίθηκε αναγκαία η προσαγωγή του, που πραγματοποιήθηκε τον Μάρτιο του 2015 από τον αστυνομικό Κ. Φ. στον οποίο, σύμφωνα με τον τελευταίο, δήλωσε κατά την μετάβαση τους στην έδρα της υπηρεσίας ότι γνώριζε ότι ο λόγος της προσαγωγής του αφορούσε το περιστατικό σε βάρος των οπαδών του …, τους οποίους είχαν πάει στην περιοχή μετά τον αγώνα για να εντοπίσουν οι γνωστοί του, φίλαθλοι του …, Έ. Μ. (κατηγορούμενος), Γ. Τ., Π. Μ. και Ι. Ζ., ότι ο κατηγορούμενος του έδωσε τα πράγματα που είχαν αφαιρέσει προκειμένου να τα φωτογραφίσει και μεταξύ αυτών ήταν και η αφαιρεθείσα συσκευή του Π. Σ., καθώς και ότι ο κατηγορούμενος ήταν αυτός που είχε μαχαιρώσει τον ένα οπαδό του … για να του δώσει την τσάντα, πλην όμως επειδή ο τελευταίος αντιστάθηκε και φοβούμενοι μην γίνουν αντιληπτοί από διερχόμενους, έφυγαν. Πράγματι σε site του … αναρτήθηκαν φωτογραφίες με τα κλειδιά και το εισιτήριο που είχαν αφαιρεθεί από τον Π. Σ.. Ωστόσο, όσα δήλωσε ο ως άνω μάρτυρας και μάλιστα με λεπτομέρειες και χρονική σειρά, αναίρεσε 1,5 χρόνο μετέπειτα, όπου ενώπιον της Δ’ Ανακρίτριας Πειραιώς δήλωσε ότι το περιστατικό που εξιστόρησε δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αλλά υπήρξε προϊόν αποκλειστικά δικής του πνευματικής και ψυχολογικής σύγχυσης και ότι το επίδικο κινητό του το έδωσε μετά τη λήξη του αγώνα στις 25/9/2013 ένας οπαδός του … με το ψευδώνυμο ” Κ. P.”, ζητώντας του να το ξεκλειδώσει, καθώς γνώριζε ότι ασχολείται με ηλεκτρονικά και υπολογιστές και ότι αυτός (Α.) θεωρώντας καλόπιστα ότι του ανήκει, προσφέρθηκε να τον βοηθήσει και το ξεκλείδωσε την επομένη, πλην όμως ο τελευταίος δεν ξαναεμφανίστηκε και έτσι όταν έπαθε βλάβη η δική του συσκευή, αναγκάστηκε να χρησιμοποιήσει την επίδικη. Ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (στο παρόν Δικαστήριο δεν εμφανίστηκε) και μάλιστα τέσσερα χρόνια έπειτα από την ως άνω προσαγωγή του, ο ως άνω μάρτυρας στην προσπάθεια του να αναιρέσει όσα αρχικά είχε δηλώσει και είχαν συντελέσει στην εξιχνίαση της υπόθεσης, δεν δίστασε να προβεί σε καταγγελίες σε βάρος των αστυνομικών, ισχυριζόμενος ότι του ασκήθηκε σωματική και ψυχική βία, ότι το περιεχόμενο μίας αρχικής κατάθεσης του ήταν έτοιμο και απλώς το υπέγραψε για να φύγει, ότι δεν το διάβασε και αρνήθηκαν να του δώσουν ακόμη και αντίγραφο. Τα ανωτέρω δεν κρίνονται πειστικά για τους ακόλουθους λόγους: α) ο ως άνω μάρτυρας ως ενήλικος, ευφυής και μορφωμένος, ως προέκυψε ότι ήταν και είναι, δύνατο να αρνηθεί να υπογράψει και να αιτηθεί όπως επικοινωνήσει με δικηγόρο και σε κάθε περίπτωση να καταγγείλει τυχόν άσκηση σε βάρος του ψυχικής και σωματικής βίας, αν όχι την ίδια ημέρα, τουλάχιστον την επομένη ή τις επόμενες ημέρες και όχι τέσσερα έτη μετά, ενώ και ενώπιον της ανακρίτριας δήλωσε ότι όσα είχε κατέθεσε υπήρξαν προϊόν αποκλειστικά δικής του πνευματικής και ψυχολογικής σύγχυσης και όχι ψυχικής ή σωματικής βίας από αστυνομικούς, β) οι λεπτομέρειες του περιστατικού που ανέφερε και στον μάρτυρα αστυνομικό Φ. θα μπορούσε να τα γνωρίζει μόνο όποιος ήταν παρών ή σε όποιον τα διηγήθηκε κάποιος εκ των δραστών και ο Α. ως αποδείχθηκε ήταν φίλος τόσο με τον Τ. όσο και με τον κατηγορούμενο, γ) ενώ κατονόμασε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου τον αστυνομικό Φ., ως τον οδηγό και εκείνον που τον απειλούσε στα γραφεία της υπηρεσίας και του επεδείκνυε το περίστροφο, όταν εκλήθη από το Δικαστήριο ο τελευταίος (Φ.) σε κατ’ αντιπαράσταση εξέταση, ο μάρτυρας Α. δεν τον αναγνώρισε, ούτε ως τον οδηγό, ούτε ως το άτομο που μπαινοέβγαινε κατά τα λεγόμενα του στο γραφείο όπου είχε προσαχθεί, δ) δεν δικαιολογεί για ποίο λόγο η αναφορά του “Κ. P.” έγινε το πρώτον ενώπιον της Ανακρίτριας και όχι νωρίτερα, ώστε να μην ασκηθεί αδίκως ποινική δίωξη σε βάρος του κατηγορουμένου και των λοιπών, ενώ αξιοπερίεργο τυγχάνει επίσης και το γεγονός για ποίο λόγο από την άλλη πλευρά δεν ενημέρωσε για την ύπαρξη του “Κ. P.” και την ενδεχόμενη εμπλοκή του τελευταίου στο συμβάν, ώστε η ταυτοποίηση του τελευταίου και η εύρεση του να οδηγούσε στην απαλλαγή των τελευταίων, που σημειωτέον ουδόλως τον επικαλούνται ως υπερασπιστική γραμμή, ε) η ιστορία με τον ” Κ. P.” χαρακτηρίζεται από ανακολουθίες, διότι δεν δικαιολογείται να απευθύνθηκε ο τελευταίος αν κατείχε νομίμως το κινητό, όπως πίστευε κατά τους ισχυρισμούς του ο Α. στον τελευταίο και όχι στην εταιρεία του για να το ξεκλειδώσει, εν συνεχεία να εξαφανίστηκε και να μην αναζήτησε το κινητό του και αντίστοιχα ο Α. έκτοτε όχι μόνο να μην τον έχει συναντήσει σε άλλο αγώνα, αλλά και να μην έχει καταφέρει να βρεί άλλα στοιχεία του (όνομα, κατοικία, τηλέφωνο κλπ), παρά το γεγονός ότι ήταν γνωστός στην εξέδρα του … και ακολούθως αν και ξένο περιουσιακό στοιχείο δεν δίστασε να προβεί στο πέταγμα της συσκευής, αφού τη χρησιμοποίησε, ενώ από την άλλη φοβόταν, όπως απάντησε, να την αφήσει στο σύνδεσμο ώστε να την πάρει πίσω ο ανωτέρω, διότι ακριβώς ήταν περιουσιακό στοιχείο άλλου. Από την άλλη πλευρά οι ισχυρισμοί του κατηγορουμένου ότι ο μάρτυρας Α. τον ενέπλεξε, διότι ο πατέρας του είναι αστυνομικός, ενώ ο τελευταίος ( Α.) ανήκει στο χώρο των αντεξουσιαστών, ή ότι κατονόμασε αυτόν και τους υπόλοιπους, επειδή προέρχονται από καλές οικογένειες, δεν ευσταθούν, διότι αφενός δεν αποδείχθηκε ότι ανήκει στο χώρο των αντεξουσιαστών, αφετέρου διότι θα μπορούσε να επικαλεστεί εξαρχής φανταστικά ονόματα, όπως αυτό του “Κ. P.” που κατέθεσε αργότερα, καθώς εκτιμάται ότι δεν αντιστοιχεί σε κάποιο πραγματικό πρόσωπο και έτσι να μην εμπλακεί σε δικαστικούς αγώνες με αυτούς, όπως συνέβη, καθώς ο κατηγορούμενος έχει καταθέσει μήνυση σε βάρος του. Επιπλέον κατά την επ’ ακροατηρίω διαδικασία στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ανατράπηκε πλήρως το άλλοθι του κατηγορουμένου. Ειδικότερα, ο τελευταίος προκειμένου να αποσυνδεθεί κάθε επαφή του εκείνη την ημέρα, τόσο με τους λοιπούς ενήλικους συγκατηγορούμενους του, όσο και με τον Α., εμφάνισε προς υπεράσπιση του κατά την ανάκριση τον Κ. Β., φίλο του πατέρα του, που εμφανίστηκε ως το άτομο εκείνο που πέρασε από το σπίτι της μητρός του κατηγορουμένου με την οποία διέμενε για να τον παραλάβει και να τον συνοδεύσει στο γήπεδο, στον αγώνα του … με τον … που διεξαγόταν το βράδυ της ίδιας ημέρας και μετά το τέλος αυτού τον επέστρεψε στο σπίτι του. Ωστόσο, ο ως άνω μάρτυρας εμφανισθείς στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ( στο παρόν Δικαστήριο δεν εμφανίστηκε) δήλωσε μεταξύ άλλων “Δεν ισχύει η κατάθεση μου. Τότε ήθελα να βοηθήσω τον Έ.. Μου ζήτησε ο πατέρας του να πω ότι πήγα, πήρα τον Έ. τον πήγα στο γήπεδο και μετά τον έφερα πίσω στο σπίτι. Δεν γνώριζα περί τίνος πρόκειται.” Ως εκ τούτου, το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος επικαλέστηκε την ψευδή μαρτυρία του ανωτέρω ως άλλοθι σε συνδυασμό με τα λοιπά σε βάρος του προαναφερόμενα αποδεικτικά στοιχεία που συγκεντρώθηκαν από τις αρμόδιες αστυνομικές αρχές, ενισχύουν την κρίση ότι ο κατηγορούμενος υπήρξε ένας εκ των δραστών εκείνη την ημέρα που επιτέθηκε στους παθόντες και μάλιστα αναγνωρίστηκε από ένα εξ αυτών, η δε επίκληση του ανωτέρω ως άλλοθι υπήρξε μια απέλπιδα προσπάθεια όπως αποσείσει κάθε ευθύνη σε βάρος του. Ωστόσο, και ο παθών …, ο οποίος και ήταν αυτός που ήρθε σε άμεση οπτική επαφή με τον δράστη της επίθεσης σε βάρος του και έχοντας δει το πρόσωπό του καθώς έπεσε η κουκούλα, αναγνώρισε τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο, καθώς και την φωνή του με απόλυτη σιγουριά. Εξ όλων λοιπόν των ανωτέρω αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος τυγχάνει ο ένας εκ των τεσσάρων δραστών της επίθεσης σε βάρος των ανωτέρω παθόντων. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος, έχοντας προσχεδιάσει και συναποφασίσει με τους Τ. Γ. και Π. Μ., όντες οπαδοί του …, όπως επιτεθούν σε οπαδούς του … προκειμένου με τη χρήση βίας να τους αφαιρέσουν αντικείμενά τους καθώς και διακριτικά της ομάδος τους, προκειμένου να τα ιδιοποιηθούν, μετέβησαν στις 25/9/2013 με όχημα που οδηγούσε ο Ι. Ζ. στην περιοχή των …, καθώς γνώριζαν ότι διεξαγόταν αγώνας του … στο στάδιο … προκειμένου να εντοπίσουν οπαδούς του …. Από κανένα δε στοιχείο δεν προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος ή κάποιος από τους συνεργούς του, γνώριζε εκ των προτέρων τους παθόντες ή ότι υπήρχε μεταξύ τους οποιαδήποτε προσωπική διαφορά ή αντιδικία. Όταν δε τυχαία εντόπισαν τους παθόντες να περπατούν επί της οδού …, ο κατηγορούμενος ο οποίος ήταν αυτός που σύμφωνα με όσα αποδείχθηκαν έφερε φούτερ με κουκούλα και ένα μαντήλι για περιλαίμιο όρμησε στον Ι. Π. και επιχείρησε με τη χρήση βίας να του αποσπάσει την τσάντα του, καθώς και την μπλούζα του με τα διακριτικά του …, προκειμένου να τα ιδιοποιηθεί παράνομα με τους λοιπούς, ενώ οι άλλοι δύο φορώντας full face κουκούλες όρμησαν στον Π. Σ., που με χτυπήματα που του κατάφεραν στο κεφάλι και ψεκάζοντας τον με σπρέι πιπεριού, φωνάζοντας παράλληλα απειλητικά “φέρε την τσάντα ρε μουνόπανο” και “άσε την τσάντα” κατάφεραν να του την αποσπάσουν και να την αφαιρέσουν με σκοπό την παράνομη ιδιοποίηση αυτής και των αντικειμένων που περιείχε. Ως εκ τούτου, ενόψει του ότι, όπως προέκυψε, ο κατηγορούμενος δεν επιτέθηκε και στον Π. Σ., αλλά γνωρίζοντας και αποδεχόμενος την διάπραξη ληστείας σε βάρος του ανωτέρω ( Π. Σ.) απέβλεπε εν γνώσει του στην ενίσχυση και ενθάρρυνση των ως άνω αυτουργών για τη διάπραξη, η οποία και συντελέστηκε, της ως άνω ληστείας σε βάρος του Σ., παρέχοντας ψυχική συνδρομή με την ενεργό φυσική του παρουσία στον τόπο της πράξης, με την ενίσχυση της απόφασης που οι ανωτέρω είχαν λάβει για την τέλεση της ως άνω πράξης της ληστείας, καθώς και με την ενθάρρυνση αυτών για την τέλεση της όπως και υλική (συνδρομή), διευκολύνοντας τους, ακινητοποιώντας και επιτιθέμενος ταυτόχρονα στον έτερο παθόντα ( Ι. Π.), ώστε να δράσουν άνετα οι ανωτέρω σε βάρος του Σ., συμμετείχε ως απλός συνεργός στην διάπραξη από κοινού τετελεσμένης ληστείας σε βάρος του Π. Σ. και όχι ως αυτουργός, όπως κατηγορείται. Ακολούθως, αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος προκειμένου να κάμψει την αντίσταση του Ι. Π., καθόσον ο τελευταίος προέβαλε αντίδραση, ως προεκτέθηκε, τον χτύπησε με νύσσον όργανο, καταφέροντάς του έξι συνολικά επιμήκη θλαστικά τραύματα από 0,8 έως 1,7 εκατοστά, στην αριστερή οπίσθια ωμική χώρα, στην αριστερή κοιλιακή χώρα, στην μεσότητα της πρόσθιας επιφάνειας του αριστερού μηρού καθώς και στην αριστερά μετωπιαία χώρα, ενώ παράλληλα προσέτρεξε προς σύμπραξη του κατηγορουμένου και ένας εκ των λοιπών ως άνω δραστών, που δεν ταυτοποιήθηκε ποιος εκ των δύο ανωτέρω ήταν, προκειμένου να εξαναγκάσουν από κοινού τον Ι. Π. όπως τους παραδώσει την τσάντα και την μπλούζα του για να τα ιδιοποιηθούν παράνομα. Πλην όμως δεν επήλθε το σκοπούμενο από αυτούς αποτέλεσμα, καθόσον αναγκάσθηκαν να τραπούν σε φυγή, κατευθυνόμενοι προς το αυτοκίνητο, όπου τους ανέμενε ο Ι. Ζ., φοβούμενοι κλήση της αστυνομίας και σύλληψη τους, ενόψει του ότι αφενός έγιναν αντιληπτοί από περίοικο της περιοχής, αφετέρου λόγω της προβολής σθεναρούς αντίστασης εκ μέρους του Π., γεγονός που εμπόδισε την σύντομη, όπως είχε σχεδιαστεί, ολοκλήρωση της επίθεσής τους. Ωστόσο, ο κατηγορούμενος κατά την επιχείρηση αφαίρεσης των αντικειμένων του παθόντος Π., δρώντας με πρόθεση, ηθελημένα εν γνώσει του, προξένησε στον τελευταίο σωματική κάκωση και βλάβη της υγείας του κατά τρόπο που θα μπορούσε να του προκαλέσει αντικειμενικά κίνδυνο για την ζωή του. Από το σύνολο των περιστάσεων που εκτίθενται κατωτέρω, όμως, προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος δεν είχε ανθρωποκτόνο πρόθεση, αλλά είχε πρόθεση όπως τραυματίσει τον ως άνω παθόντα αποδεχόμενος την πιθανότητα να κινδυνέψει η ζωή του, δεδομένου ότι με το νύσσον και τέμνον όργανο που χρησιμοποίησε δεν έπληξε τον παθόντα σε ευπαθή και καίρια ζωτικά του όργανα, ούτε και σε μεγάλο βάθος, αν και θα μπορούσε λόγω της εγγύτητας στην οποία είχαν έρθει και δεδομένου ότι είχε καταφέρει να τον ακινητοποιήσει σε παρακείμενο σταθμευμένο όχημα. Προς τούτο σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. πρωτ. …27.09.2013 ιατροδικαστική έκθεση του … οι κακώσεις που υπέστη ο παθών και προαναφέρθηκαν χαρακτηρίστηκαν ως απλές σωματικές βλάβες κατά την έννοια του άρθρου 308 ΠΚ ως εκ νύσσοντος και τέμνοντος οργάνου προκληθείσες ( πιθανώς μεταλλική λάμα) και συστήθηκε όπως απόσχει των ασχολιών επί δέκα ημέρες εκτός επιπλοκής. Επιπλέον, σύμφωνα με την αυτή ως άνω ιατροδικαστική έκθεση, ο παθών νοσηλεύθηκε μόνο μία ημέρα στο θεραπευτήριο “…”, όπου διενεργήθηκαν διαγνωστικές εξετάσεις δίχως ευρήματα, του έγινε συρραφή των τραυμάτων του και εξήλθε με αντιβιοτική αγωγή. Πράγματι, όπως αποδείχθηκε ο παθών μετά το συμβάν μεταφέρθηκε με ιδιωτικό μεταφορικό μέσο στο ιδιωτικό θεραπευτήριο “…”, όπου υποβλήθηκε στις απαιτούμενες εξετάσεις, ωστόσο δεν υποβλήθηκε σε καμία επέμβαση, ούτε χρειάστηκε να υποβληθεί σε μετάγγιση αίματος, γεγονός που δεικνύει ότι δεν υπέστη ακατάσχετη αιμορραγία. Από κανένα δε στοιχείο δεν προκύπτει ότι η νοσηλεία του, διήρκησε μία ημέρα λόγω της αλλεργίας του σε ορισμένα φάρμακα, αλλά λόγω της μη ύπαρξης ευρημάτων από τη διενέργεια διαγνωστικών εξετάσεων, με συνέπεια μετά την συρραφή των τραυμάτων και την χορήγηση αντιβιοτικής αγωγή να μην κρίνεται αυτή (νοσηλεία) αναγκαία. Σύμφωνα δε με την ένορκη κατάθεση του ιατροδικαστή … ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που θεωρείται η πλέον αξιόπιστη, ως μη έχων οποιοδήποτε έννομο συμφέρον και οποιαδήποτε σχέση με τα διάδικα μέρη, όλα τα τραύματα ήταν απλά, προσθέτοντας μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα “Δεν μπορώ να πω ότι το τραύμα στον αριστερό μηρό θα μπορούσε να ήταν θανατηφόρο. Υπάρχουν εκεί μεγάλα και μικρά αγγεία” και ακολούθως αναφορικά με το χτύπημα στον μηρό ” Η μηριαία αρτηρία είναι εσωτερική. Εάν είχε χτυπηθεί εν τω βάθει θα μπορούσε να είχε δημιουργηθεί πρόβλημα”, ενώ σχετικά με την διάρκεια της νοσηλείας ” Στο νοσοκομείο έγιναν οι εξετάσεις που έπρεπε στην κοιλιά και στο κάτω άκρο και οι γιατροί έκριναν ότι τα χτυπήματα δεν ήταν σημαντικά. Στην κοιλιακή χώρα ήταν δύο χτυπήματα και στο κάτω αριστερό άκρο ένα” , ” Στην αριστερή μετωπική χώρα υπήρχε ένα τραύμα που είχε τρία ράμματα επειδή ήταν στο πρόσωπο και έγιναν πιο πυκνά για να μην μείνει σημάδι μεταγενέστερα. Το εξιτήριο το είδα. Δεν ανέφερε ούτε αιμορραγία ούτε μετάγγιση αίματος”. Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από τις καταθέσεις των λοιπών ιατρών, ούτε από τα γενικώς αποδεκτά ιατρικά και επιστημονικά δεδομένα, αλλά ούτε και τα λοιπά αποδεικτικά μέσα. Αναφορικά δε με το βάθος των τραυμάτων, κανείς από τις μάρτυρες ιατρούς δεν ήταν σε θέση να εκτιμήσει το βάθος αυτών, ενώ και ο θεράπων ιατρός Π. Μ. ο οποίος ήταν αυτός που ως εφημερεύων γενικός χειρουργός επιλήφθηκε του περιστατικού αναφέρθηκε μόνο στο βάθος του τραυμάτων στην κοιλιακή χώρα που ήταν τεσσάρων εκατοστών δίχως όμως να αποδίδει κάποια επικινδυνότητα σε αυτά, καθόσον σύμφωνα με αυτόν “Το πιο επικίνδυνο τραύμα ήταν στο μηρό γιατί ήταν κοντά σε βασική αρτηρία”. Σύμφωνα με την κατάθεση και του ανωτέρω ιατρού, μάρτυρα στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, τα τραύματα δεν ήταν σοβαρά, ούτε θανατηφόρα και δεν είχε χτυπήσει σε εσωτερικά ζωτικά όργανα. Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι τα χτυπήματα του κατηγορούμενου δεν είχαν κατεύθυνση προς ζωτικά όργανα ή σε ευπαθή σημεία (στήθος, καρδιά), ούτε τέτοια σφοδρότητα, καθόσον στην τελευταία περίπτωση θα είχαν πληγεί σε σημαντικό βάθος τα ως άνω σημεία και ενδεχομένως και ζωτικά όργανα του παθόντος ή αρτηρίες προκαλώντας ακατάσχετη αιμορραγία. Τα δε τραύματα ήταν μικρά, μεγέθους από 0,8 εκ. έως 1,7 εκ., με το τελευταίο να εντοπίζεται στον μηρό. Εξάλλου από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος απείλησε τον παθόντα Ι. Π. με λόγια να τον σκοτώσει, αλλά του φώναζε να βγάλει τη μπλούζα. Από αυτό προκύπτει, ότι ο επίδικος τραυματισμός δεν ήταν αποτέλεσμα συνειδητής επιλογής του κατηγορουμένου να επιτεθεί στον παθόντα με ανθρωποκτόνο διάθεση, ώστε να καταφέρει εναντίον του χτύπημα βαθύ και θανατηφόρο, αλλά αντίθετα, ήταν αποτέλεσμα της παρορμητικής αντίδρασης και κίνησης του κατηγορουμένου στα πλαίσια να ακινητοποιήσει τον παθόντα που αντιστάθηκε. Εξάλλου ακόμη και ο ίδιος ο παθών δεν αντιλήφθηκε ότι μαχαιρώθηκε, ούτε είδε το νύσσον όργανο με το οποίο χτυπήθηκε, ενώ κατά την κατάθεση του αναφορικά με τον σκοπό από τον οποίο έδρασε ο κατηγορούμενος από την μία ανέφερε μεταξύ άλλων ” Τα κτυπήματα τα δέχθηκα επειδή αντιστάθηκα” και από την άλλη ” πιστεύω ότι όλο το περιστατικό ξεκίνησε με σκοπό τη ληστεία, δηλαδή να πάρουν αντικείμενα και μετά θέλησε να με σκοτώσει για να μην υπάρχει η δική μου μαρτυρία που τον είχα δει, για να μην πω κάτι”. Ωστόσο, ο παθών δεν γνώριζε τον παθόντα για να τον καταμαρτυρήσει, ενώ, σύμφωνα με την κατάθεση του ιδίου του παθόντος, δεν τράπηκε σε φυγή ο κατηγορούμενος όταν του έπεσε η κουκούλα, αλλά όταν η γειτόνισσα βγήκε στο μπαλκόνι και άρχισε να φωνάζει, δίχως εν τω μεταξύ να έχει καταφέρει να αποσπάσει τα πράγματα που ήθελε, λόγω της αντίστασης του παθόντος. Από την θέση λοιπόν των πληγμάτων, την ένταση της σφοδρότητας ως αυτή προσδιορίστηκε ανωτέρω, τα μέρη του σώματος προς τα οποία κατεύθυνε την ενέργεια του ο κατηγορούμενος, τις λοιπές ως άνω περιστάσεις υπό τις οποίες έδρασε, προκύπτει ότι ο τελευταίος δεν επιθυμούσε, ούτε αποδεχόταν την θανάτωση του κατηγορουμένου και για το λόγο αυτό δεν του επέφερε αλλεπάλληλα χτυπήματα σε ευπαθή σημεία, με πρόθεση να τρώσει ζωτικά του όργανα, αν και μπορούσε να το πράξει, καθόσον σκοπός του ήταν να κάμψει την αντίσταση του παθόντος, προκειμένου να του αφαιρέσει τα αντικείμενα του, που αποτελούσε και τον σκοπό του και το προμελετημένο σχέδιο του κατηγορουμένου και των λοιπών δραστών. Το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος δεν επεδίωξε τον θάνατο του παθόντα, ούτε όμως τον αποδέχτηκε ως πιθανό επακόλουθο της πράξης του, προκύπτει τόσο εκ της αφορμής εξαιτίας της οποίας παρακινήθηκε, του τρόπου με τον οποίο ενήργησε, των συνθηκών υπό τις οποίες έλαβε χώρα η πράξη, όσο και από την έλλειψη οιασδήποτε σχέσης μεταξύ του κατηγορουμένου και του θύματος. Συγκεκριμένα, ο κατηγορούμενος δεν γνώριζε τον παθόντα, ο τρόπος με τον οποίο ενήργησε, παρότι παρορμητικός και παντελώς ανώριμος, ενδεικτικός εξάλλου και του νεαρού της ηλικίας του, σκοπό είχε όπως προαναφέρθηκε να κάμψει την αντίσταση του παθόντος, αιφνιασθείς από την αντίδραση του και να ολοκληρώσει όσο γρηγορότερα γινόταν το σχέδιο της επίθεσης και της αφαίρεσης της τσάντας και των διακριτικών της αντίπαλης ομάδος, ενώ σε καμία περίπτωση δεν περίμενε να οδηγηθεί στο συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Η ως άνω όμως πράξη του τελέστηκε με τρόπο που μπορούσε να προκαλέσει στον παθόντα κίνδυνο της ζωής του σε περίπτωση ιδιαίτερα που είχε χτυπήσει εν τω βάθει την μηριαία αρτηρία του παθόντος, γνωρίζοντας ότι με την πλήξη αυτού με το νύσσον όργανο που κρατούσε υπάρχει πιθανότητα προκλήσεως κινδύνου της ζωής του και αποδεχόμενος τούτο. Ως εκ των ανωτέρω, θα πρέπει να γίνει δεκτή η επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας από την απόπειρα ανθρωποκτονίας (άρθρο 42 και 299 Π.Κ.) σε επικίνδυνη σωματική βλάβη ( 309 ΠΚ) καθώς τα στοιχεία τόσο της αντικειμενικής όσο και της υποκειμενικής αυτής υποστάσεως του τελευταίου αδικήματος (309 ΑΚ), περιγράφουν και αναπαριστούν τις ακριβείς περιστάσεις υπό των οποίων τελέστηκε η αποδιδόμενη σε βάρος του κατηγορουμένου πράξη. Αντιθέτως, ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί μεταβολής της κατηγορίας σε απλή σωματική βλάβη τυγχάνει κατόπιν των ανωτέρω απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον από τον τρόπο που τελέστηκε κατά τω ανωτέρω προέκυψε δυνατότητα αντικειμενικά επέλευσης κινδύνου της ζωής του παθόντος. Απορριπτέος επίσης ως αβάσιμος τυγχάνει και ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί πραγματικής πλάνης αυτού ως προς το αξιόποινο της αφαίρεσης αντικειμένων ευτελούς αξίας από οπαδούς άλλης ομάδας πιστεύοντας ότι η λαφυραγωγία δεν συνιστά ληστεία. Τούτο διότι εν προκειμένω σκοπός αυτού και των συνεργών του δεν ήταν μόνο η αφαίρεση των διακριτικών της άλλης ομάδας, αλλά και των προσωπικών αντικειμένων και μάλιστα αξίας των παθόντων, καθόσον εξαρχής επεδίωξαν και εξανάγκασαν με τη χρήση βίας να αφαιρέσουν τόσο την τσάντα του παθόντος Π. Σ. που περιείχε τα αναφερόμενα στην αρχή της παρούσας πράγματα σημαντικής αξίας στα οποία συμπεριλαμβάνονται το πορτοφόλι του, τα γυαλιά του και το κινητό του, το οποίο θέλησαν μάλιστα και να το πωλήσουν παραπέρα, όσο και την τσάντα του Π., δίχως όμως αποτέλεσμα στην τελευταία περίπτωση. Σε αντίθετη άλλωστε περίπτωση θα περιορίζονταν μόνο στην αφαίρεση της μπλούζας με τα διακριτικά του … ή θα κράταγαν από την τσάντα μόνο τυχόν διακριτικά της αντίπαλης ομάδας, αφήνοντας πεταμένα τα υπόλοιπα πλησίον του συμβάντος. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών, ο κατηγορούμενος τέλεσε, όντας ανήλικος, τις αξιόποινες πράξεις : α) της απλής συνέργειας σε ληστεία από κοινού τετελεσμένη σε βάρος του Π. Σ., όπως πρωτοδίκως μεταβλήθηκε η κατηγορία ως προς τον τρόπο συμμετοχής του από αυτουργού σε απλού συνεργού, β) της απόπειρας ληστείας από κοινού σε βάρος του Ι. Π., όπως και πρωτοδίκως, χωρίς και στις δύο ως άνω περιπτώσεις της επιβαρυντικής περίστασης του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 380 του ΠΚ των καλυμμένων χαρακτηριστικών, καθότι δεν προβλέπεται στην διάταξη του άρθρου 380 παρ.1 του νέου ΠΚ ισχύοντος από 1.7.2019, που εφαρμόζεται κατ’ άρθρο 2 του ΠΚ, ως ευμενέστερη, γ) της επικίνδυνης σωματικής βλάβης σε βάρος του Ι. Π.υ κατ’ επιτρεπτή μεταβολή κατηγορίας από απόπειρα ανθρωποκτονίας, όπως πρωτοδίκως, κατά τα διαλαμβανόμενα ειδικότερα στο διατακτικό”. Στη συνέχεια το Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε ποινικά υπεύθυνο τον κατηγορούμενο για τις πράξεις της απλής συνέργειας σε τετελεσμένη ληστεία από κοινού, της απόπειρας ληστείας από κοινού και της επικίνδυνης σωματικής βλάβης και του επέβαλε, κατ’ εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 133 ΠΚ, συνολική ποινή φυλακίσεως δύο ετών, την οποία ανέστειλε για τρία (3) έτη, με το ακόλουθο διατακτικό: “Δέχεται ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε τις πράξεις: Στον Πειραιά στις 25.9.2013, όντας ανήλικος, μην έχοντας συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας του (γεν.11.4.1996) τέλεσε με περισσότερες πράξεις περισσότερα αδικήματα και ειδικότερα: Α) Στον παραπάνω τόπο και χρόνο, παρείχε απλή συνδρομή σε άλλους που ενεργώντας από κοινού μετά από συναπόφαση αφαίρεσαν με σωματική βία και με απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος και ζωής, από άλλον ξένο κινητό πράγμα, προκειμένου να το ιδιοποιηθούν παράνομα. Ειδικότερα, κατά τον ανωτέρω χρόνο, ο κατηγορούμενος μετέβη με τους Γ. Τ., Π. Μ. και Ι. Ζ. στην περιοχή … προκειμένου να εντοπίσουν φιλάθλους του … που είχαν παρακολουθήσει τον αγώνα Κυπέλλου που διεξαγόταν εκείνη την ημέρα στο γήπεδο … και να τους επιτεθούν και αφού εντόπισαν τους Σ. Π. και Π. Ι. που φορούσαν μπλούζες με διακριτικά της ομάδας του … και έφεραν μαζί τους τσάντες, τους επιτέθηκαν έχοντας καλυμμένα τα χαρακτηριστικά των προσώπων τους με μαύρες κουκούλες FULLFACE, αφού δε, οι Γ. Τ. και Π. Μ. έσπρωξαν τον Σ. Π. φωνάζοντας “φέρε την τσάντα ρε μουνόπανο”, ο Μ. Π. τον ψέκασε με σπρέι πιπεριού στο πρόσωπο με αποτέλεσμα να μουδιάσουν τα χαρακτηριστικά του προσώπου του και άρχισαν να τον χτυπάνε στην πλάτη και στο κεφάλι και εν συνεχεία του απέσπασαν βιαίως το σακίδιο που έφερε αυτός στην πλάτη του μάρκας NIKE χρώματος μπλε το οποίο περιείχε μια μαύρη μπλούζα, ένα αντιανεμικό μπουφάν χρώματος κόκκινο μάρκας ADIDAS, ένα εσώρουχο μπλε μάρκας LONSDALE, δύο ζευγάρια γάντια του μποξ το ένα χρώματος άσπρο μάρκας LONSDALE και το έτερο χρώματος μπλε μάρκας EVERLAST, δύο επιδέσμους χειρός του μποξ μάρκας ADIDAS χρώματος μπλε και κόκκινο, μια πλαστική μασέλα του μποξ, ένα κινητό τηλέφωνο μάρκας HUAWEI χρώματος μαύρου, καρτοκινητό της εταιρείας COSMOTE, γυαλιά ηλίου μάρκας OAKLEY, ένα πορτοφόλι μαύρο μάρκας NIKE που περιείχε το χρηματικό ποσό των 20 Ευρώ, τα κλειδιά του σπιτιού του που είχαν μπρελόκ του … και την κάρτα φιλάθλου του …, αντικείμενα τα οποία ιδιοποιήθηκαν παράνομα. Ο δε κατηγορούμενος γνωρίζοντας και αποδεχόμενος, την διάπραξη ληστείας σε βάρος του ανωτέρω (Π. Σ.) με την παραμονή του στον τόπο της πράξης ενίσχυσε και υποστήριξε την εγκληματική απόφαση αυτών, τους ενθάρρυνε στην τέλεση αυτής και τους διευκόλυνε ακινητοποιώντας και επιτιθέμενος στον Ι. Π., συμβάλλοντας με την ψυχική και υλική συνδρομή του στην πραγμάτωση της. Β) Κατόπιν συναπόφασης και με κοινό δόλο, με τους Τ. Γ. και Μ. Π., έχοντας αποφασίσει να εκτελέσουν το αδίκημα της ληστείας, ήτοι με σωματική βία εναντίον προσώπου και με απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος και ζωής να αφαιρέσουν από άλλον ή να τον εξαναγκάσουν να τους παραδώσει, ξένα (ολικά) κινητά πράγματα, για να τα ιδιοποιηθούν παράνομα, επιχείρησαν πράξη η οποία περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης του κακουργήματος αυτού. Συγκεκριμένα, τον ανωτέρω αναφερόμενο τόπο και χρόνο, μετέβησαν από κοινού στην περιοχή … προκειμένου να εντοπίσουν φιλάθλους του … που είχαν παρακολουθήσει τον αγώνα Κυπέλλου που διεξαγόταν εκείνη την ημέρα στο γήπεδο … και να τους επιτεθούν και αφού εντόπισαν τους Σ. Π. και Π. Ι. που φορούσαν μπλούζες με διακριτικά της ομάδας του … και έφεραν μαζί τους τσάντες, τους επιτέθηκαν έχοντας οι μεν Γ. Τ. και Π. Μ. καλυμμένα τα χαρακτηριστικά των προσώπων τους με μαύρες κουκούλες FULLFACE, ο δε κατηγορούμενος με ένα μαντήλι και μία κουκούλα ενός φούτερ, και δη πλησίασαν τον Π. Ι. στον οποίο ο κατηγορούμενος στάθηκε έμπροσθεν του, πλην όμως αυτός αντέδρασε (ο Π. Ι.) απωθώντας τον με λάκτισμα στην κοιλιά και τότε προσέτρεξε ο ένας από τους λοιπούς συνεργούς προς σύμπραξη, δίχως εισέτι να διευκρινισθεί ποίος από τους ανωτέρω, ενώ ο κατηγορούμενος Μ. Έ. επιτέθηκε τότε στον Ι. Π. με μαχαίρι που κρατούσε στο χέρι του πλήττοντας τον στο κεφάλι και στο σώμα προκαλώντας του έξι συνολικά επιμήκη θλαστικά τραύματα, από 0,8 εκατοστά έως 1,7 εκατοστά και δη στην αριστερά μετωπιαία χώρα, την αριστερά οπίσθια ωμική χώρα, την αριστερά κοιλιακή χώρα και τη μεσότητα της πρόσθιας επιφανείας του αριστερού μηρού, και όταν ο παθών έπεσε κάτω λόγω των τραυμάτων του τότε του φώναξαν απειλητικά “βγάλε την μπλούζα σου ρε μουνί” και προσπάθησαν να του αποσπάσουν την τσάντα του. Ωστόσο, ο σκοπός τους δεν επιτεύχθηκε από αίτια ανεξάρτητα από τη βούληση τους, αφού φοβήθηκαν ότι θα γίνονταν αντιληπτοί από διερχόμενους πολίτες που θα προσέτρεχαν σε βοήθεια των παθόντων, με αποτέλεσμα να τραπούνε σε φυγή χωρίς να καταφέρουν να αποσπάσουν την τσάντα του Π. Ι.. Γ) Στον παραπάνω αναφερόμενο τόπο και χρόνο, ενεργώντας με πρόθεση προκάλεσε σε βάρος του Ι. Π. σωματικές κακώσεις με τρόπο που μπορούσε να προκαλέσει στον παθόντα κίνδυνο για τη ζωή του. Ειδικότερα ο κατηγορούμενος έχοντας αποφασίσει να εκτελέσει μαζί με τους Γ. Τ. και Π. Μ. το αδίκημα της ληστείας, ήτοι με σωματική βία εναντίον προσώπου και με απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος και ζωής να αφαιρέσουν από άλλον ή να τον εξαναγκάσουν να τους παραδώσει, ξένα (ολικά) κινητά πράγματα, για να τα ιδιοποιηθούν παράνομα, μετέβη ο κατηγορούμενος από κοινού με τους ανωτέρω στην περιοχή … προκειμένου να εντοπίσουν φιλάθλους του … που είχαν παρακολουθήσει τον αγώνα Κυπέλλου που διεξαγόταν εκείνη την ημέρα στο γήπεδο … και να τους επιτεθούν, ενώ ο Ι. Ζ. θα τους ανέμενε σε αυτοκίνητο και αφού εντόπισαν τους Σ. Π. και Π. Ι. που φορούσαν μπλούζες με διακριτικά της ομάδας του … και έφεραν μαζί τους τσάντες, τους επιτέθηκαν, ο δε κατηγορούμενος προκειμένου να κάμψει την αντίσταση του Ι. Π., με μαχαίρι που κρατούσε στο χέρι του τον έπληξε στο κεφάλι και στο σώμα προκαλώντας του έξι συνολικά επιμήκη θλαστικά τραύματα από 0,8 εκατοστά έως 1,7 εκατοστά και δη στην αριστερά μετωπιαία χώρα, την αριστερά οπίσθια ωμική χώρα, την αριστερά κοιλιακή χώρα και τη μεσότητα της πρόσθιας επιφανείας του αριστερού μηρού. Από τον τρόπο δε με τον οποίο επήλθαν οι προαναφερθείσες σωματικές κακώσεις και δη από το μέσον που χρησιμοποίησε ο κατηγορούμενος και η δυνατότητα αντικειμενικά να τρωθεί βασικό αγγείο, μπορούσε να προκληθεί στον παθόντα κίνδυνος για τη ζωή του”. Με τις παραδοχές αυτές, οι οποίες διαλαμβάνονται στο σκεπτικό, σε συνδυασμό με όσα αναφέρονται στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, το Δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ’ αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά και κατά τρόπο επιτρέποντα τον αναιρετικό έλεγχο τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και την υποκειμενική υπόσταση των ανωτέρω εγκλημάτων για τα οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος-αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 18, 26 παρ.1α, 27 απ ρ.1, 45, 42 παρ.1, 47α, 83, 94 παρ.1, 130 παρ.3, 133, 309 και 380 παρ.1 του ΠΚ, τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε. Ειδικότερα, σχετικά με την πράξη της επικίνδυνης σωματικής βλάβης, αιτιολογείται πλήρως το είδος της διακινδύνευσης που συνέτρεξε στην προκειμένη περίπτωση, το οποίο εξειδικεύεται με σαφήνεια, ότι δηλαδή δημιουργήθηκε κίνδυνος για τη ζωή του παθόντα, ενόψει των ευπαθών σημείων που επλήγησαν, (πρόσωπο, αριστερά οπίσθια ωμική χώρα, αριστερά κοιλιακή χώρα και μεσότητα της πρόσθιας επιφάνειας του μηρού) και του τρόπου με τον οποίο ο αναιρεσείων ενήργησε κτυπώντας τον παθόντα με μαχαίρι, εκ των οποίων θεμελιώνεται η γνώση ότι από την πράξη του αυτή μπορούσε να του προκαλέσει κίνδυνο για τη ζωή του και η θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος αυτού. Ακόμη, σχετικά με την ειδικότερη αιτίαση του αναιρεσείοντος ότι απορρίφθηκε αναιτιολόγητα ο αυτοτελής ισχυρισμός του ότι η πράξη που του αποδίδεται φέρει το χαρακτήρα της απλής σωματικής βλάβης και όχι αυτόν της επικίνδυνης σωματικής βλάβης, η εν λόγω αιτίαση είναι αβάσιμη, διότι πρόκειται για άρνηση του νομικού χαρακτηρισμού της πράξης που του αποδίδεται και δεν συνιστά αυτοτελή ισχυρισμό, που χρήζει ιδιαίτερης αιτιολογίας για την απόρριψή του, αλλά πρόκειται για άρνηση της κατηγορίας στην οποία το Δικαστήριο της ουσίας δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει, αφού σε κάθε περίπτωση τον αντιμετώπισε με την αιτιολογημένη κρίση του περί ενοχής, παρά ταύτα όμως τον απέρριψε ως εκ περισσού, με ρητή αναφορά σ’ αυτόν στο σκεπτικό του. Τέλος, η αιτιολογία που διαλαμβάνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι τυπική ούτε επιλεκτική. Παρά τις περί του αντιθέτου αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, το ως άνω Δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε μαζί με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα και τα αναγνωσθέντα στο ακροατήριο έγγραφα, μεταξύ δε αυτών και την πρωτόδικη απόφαση μετά των πρακτικών αυτής, όπου περιλαμβάνεται και η ένορκη κατάθεση του ως μάρτυρα Χ. Α.. Άλλωστε, από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν προκύπτει ότι ο αναιρεσείων υπέβαλε αίτημα να προσέλθει ο ως άνω μάρτυρας και το Δικαστήριο απέρριψε αναιτιολόγητα αυτό. Σύμφωνα δε με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη, για την πληρότητα και επάρκεια της αιτιολογίας δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και συγκριτική στάθμιση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ’ του ΚΠΔ 2ος και 3ος λόγοι της αίτησης αναίρεσης, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη αιτιολογίας, είναι αβάσιμοι. Οι εμπεριεχόμενες στους ίδιους ως άνω λόγους αναιρέσεως, κατά το κύριο και μεγαλύτερο μέρος αυτών, αιτιάσεις, που αναφέρονται σε διαφορετική αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων και, με επίφαση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττουν την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, είναι απαράδεκτες, αφού συνιστούν αμφισβήτηση των εις βάρος του αναιρεσείοντος ουσιαστικών παραδοχών της προσβαλλόμενης καταδικαστικής αποφάσεως και της ορθότητας του αποδεικτικού πορίσματός της και πλέον συγκεκριμένα, οι προβαλλόμενες από τον αναιρεσείοντα αντιθέσεις, κατά τους ισχυρισμούς του, των παραδοχών της αποφάσεως δεν αποτελούν αναιρετικές πλημμέλειες με την έννοια της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αλλά πλήττουν ανεπιτρέπτως την περί τα πράγματα ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω και, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει ν’ απορριφθεί κατ’ ουσίαν η ένδικη αίτηση αναιρέσεως, να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 578 παρ.1 ΚΠΔ) και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης των παραστάντων υποστηριζόντων την κατηγορία Ι. Π. και Π. Σ. (άρθρα 176, 183 του ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό αναφερόμενα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την, από 8.2.2021 αίτηση του αναιρεσείοντα Έ. Μ. του Δ., για αναίρεση της με αριθμό 540/2020, 543/2020 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ανηλίκων Πειραιώς.
Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη των παραστάντων υποστηριζόντων την κατηγορία Ι. Π. και Π. Σ., την οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Ιουνίου 2021.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
και ήδη Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 9 Αυγούστου 2021.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

To Top