ΑΠ Ποιν. 1231/2022: Συκοφαντική δυσφήμιση με αγωγή – Δεν αναφέρεται στην απόφαση ότι ο κατηγορούμενος έδωσε την εντολη στο δικηγόρο

Απόφαση 1231 / 2022 (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Α’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΙΑΚΟΠΩΝ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αγάπη Τζουλιαδάκη, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη (ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως), Μαρία Σιμιτσή-Βετούλα, Αριστείδη Βαγγελάτο, Κωνσταντίνα Νάκου και Σπυρίδωνα Κουτσοχρήστο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Ιουλίου 2022, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευδοκίας Πούλου και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντα – κατηγορουμένου Ν. Γ. του Κ., κατοίκου … που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χρήστο Θεοδωρακόπουλο, περί αναιρέσεως της υπ’ αριθ. ΖΤ 1781/2021 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και με υποστηρίζοντες την κατηγορία τους: 1) Χ. Κ. του Β., κάτοικο … και 2) Α. Κ. του Α., κάτοικο … που παρέστησαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Χρήστο Μήλιο.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην υπ’ αριθμ. πρωτ. 4527/20-5-2022 αίτησή του αναίρεσης, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 529/2022.
Αφού άκουσε Την Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση και τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά,

 

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 16-5-2022 αίτηση του Ν. Γ. του Κ., για αναίρεση της νομίμως καταχωρηθείσης στις 5-5-2022 στο κατ’ άρθρο 473 παρ. 3 εδαφ. α’ ΚΠΔ, ειδικό βιβλίο που τηρείται από την γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου, υπ’ αριθμ. ΖΤ1781/9-12-2021 αποφάσεως του Ζ’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, το οποίο δικάζοντας ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, κήρυξε τον ήδη αναιρεσείοντα ένοχο για συκοφαντική δυσφήμηση κατά συρροή και ακολούθως επέβαλε σ’ αυτόν συνολική ποινή φυλακίσεως δώδεκα (12) μηνών, την οποία ανέστειλε επί τριετία, ασκήθηκε παραδεκτώς και εμπροθέσμως από πρόσωπο που είχε δικαίωμα και έννομο συμφέρον προς τούτο (άρθρα 462 περ. β’, 466, 473 παρ. 2,3, 504 παρ. 1 και 505 ΚΠΔ) με σχετική προς τούτο δήλωση που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 20-5-2022, ενώ περιέχει σαφή και ορισμένο λόγο αναίρεσης και συγκεκριμένα, της έλλειψης ειδικής αιτιολογίας (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ). Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω.
Κατά την διάταξη του άρθρου 362 εδ. α’ του ισχύσαντος μέχρι 30-6-2019 Ποινικού Κώδικος, “όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός, που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή. Η χρηματική ποινή μπορεί να επιβληθεί και μαζί με την ποινή της φυλάκισης”, ενώ κατά το άρθρο 363 εδ. α’ ΠΚ “αν στην περίπτωση του άρθρου 362 το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Μαζί με τη φυλάκιση μπορεί να επιβληθεί και χρηματική ποινή”. Η αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 363 του ισχύοντος από 1-7-2019 Ποινικού Κώδικος, προβλέπει για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή (η σωρευτική επιβολή της είναι υποχρεωτική και όχι δυνητική, όπως στον παλαιό ποινικό κώδικα) και, αν η πράξη τελέστηκε δημόσια με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσω διαδικτύου, φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και χρηματική ποινή και συνεπώς, είναι δυσμενέστερη για τον κατηγορούμενο έναντι της προϊσχύσασας, που εφαρμόζεται στην προκειμένη υπόθεση. Από τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 ΠΚ, προκύπτει ότι για την θεμελίωση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται αντικειμενικώς, ισχυρισμός ή διάδοση από τον δράστη για άλλον, ενώπιον τρίτου, ψευδούς γεγονότος, το οποίο μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου, ήτοι γεγονός πρόσφορο να επιφέρει την προσβολή της τιμής και υποκειμενικώς, δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει, αφ’ ενός μεν, την γνώση του δράστη, με την έννοια της βεβαιότητας ότι το γεγονός αυτό είναι ψευδές και μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου, αφ’ ετέρου δε, την θέληση αυτού να ισχυριστεί ή να διαδώσει ενώπιον τρίτου το γεγονός αυτό. Η προσφορότητα κρίνεται από τον τόπο, τον χρόνο, το είδος του γεγονότος, από τον τρίτο ή τρίτους ενώπιον των οποίων διαδίδεται και γενικά από τις περιστάσεις (ΑΠ 302/2020). Εξάλλου η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν σ’ αυτήν περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την διαδικασία στο ακροατήριο σχετικά με τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το Δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους χωρίς να είναι αναγκαίο, να εκτίθεται τι ακριβώς προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά, αρκεί να συνάγεται από την απόφαση ότι όλα τα αποδεικτικά μέσα έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί. Η ύπαρξη του δόλου που απαιτείται κατά το άρθρο 26 παρ. 1 ΠΚ, για την θεμελίωση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, δεν είναι κατ’ αρχήν ανάγκη να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού ο δόλος ενυπάρχει στην θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι προκύπτει από την πραγμάτωση των περιστατικών τούτων. Όταν όμως, όπως συμβαίνει επί του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης, αξιώνονται από τον νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η “εν γνώσει” ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξης ή η τέλεση της πράξης με τον “σκοπό” πρόκλησης ορισμένου αποτελέσματος, δηλαδή άμεσος δόλος, η ύπαρξη αυτού πρέπει να αιτιολογείται ειδικά, με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν ότι υπήρχε το στοιχείο της γνώσης και τούτο διότι η γνώση ως ενδιάθετη βούληση επιβάλλεται να εξειδικεύεται και να συνοδεύεται από εκδηλώσεις του δράστη εις τρόπον ώστε να συνάγεται σαφώς, ότι το περιεχόμενο της σχετικής πράξεώς του ήταν αποτέλεσμα της ενσυνείδητης ενέργειάς του, διαφορετικά η απόφαση στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Υπάρχει όμως και στις περιπτώσεις αυτές η εν λόγω αιτιολογία, όταν, σύμφωνα με τις παραδοχές της απόφασης, ο σχετικός με το ψευδές γεγονός ισχυρισμός του δράστη, θεμελιώνεται σε προσωπική πεποίθηση ή αντίληψη του ιδίου ή σε δική του πράξη ή παράλειψη, οπότε είναι αυτονόητη η σχετική γνώση του δράστη, χωρίς να απαιτείται παράθεση άλλων σχετικών με την γνώση, περιστατικών (ΑΠ 2207/2018). Στην προκειμένη περίπτωση στο σκεπτικό της ως άνω προσβαλλομένης αποφάσεως διαλαμβάνονται επί λέξει τα εξής: “Από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού και συγκεκριμένα από τις καταθέσεις των μαρτύρων και τα αναγνωστέα έγγραφα, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Ο κατηγορούμενος στην …στις 17/7/2014, ισχυρίσθηκε ενώπιον τρίτων, για κάποιους άλλους, ψευδή γεγονότα που μπορούν να βλάψουν την τιμή ή την υπόληψή τους, γνωρίζοντας ότι είναι ψευδή. Συγκεκριμένα, στον ως άνω τόπο και χρόνο ισχυρίσθηκε ψευδώς δια της από 17-07-2014 με αριθμό κατάθεσης 86103/11850/2014 αγωγής του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που επιδόθηκε στους ήδη εγκαλούντες Χ. Κ. του Β. και Α. Κ. του Α., στις 18-07-2014 και της οποίας έλαβαν γνώση τρίτα άτομα (υπάλληλοι δικαστηρίου, δικηγόροι διαδίκων, δικαστικός επιμελητής, οικογένεια και φίλοι εγκαλούντων) ότι, από κοινού οι δύο εγκαλούντες, τον μήνα Δεκέμβριο του έτους 2008, ιδιοποιήθηκαν ποσό 60.000 ευρώ από το ταμείο της εταιρίας με την επωνυμία “…”, της οποίας ο κατηγορούμενος και οι εγκαλούντες τυγχάνουν μέτοχοι, από δάνειο που είχε λάβει η ως άνω εταιρία, ποσού 2050.000 ευρώ από την Τράπεζα P***, οι οποίοι ισχυρισμοί του κατηγορουμένου μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή τους, ενώ γνώριζε πως τα αληθή είναι ότι οι εγκαλούντες ουδέποτε υπεξαίρεσαν το ποσό των 160.000 ευρώ, αλλά το ποσό αυτό διατέθηκε το έτος 2008 για την κάλυψη εξόδων της ως άνω εταιρίας γεγονός που γνώριζε ο κατηγορούμενος, ο οποίος είχε την οικονομική διαχείρηση της εταιρίας τα έτη 2009-2013 και ο ίδιος ενέκρινε και ενεργά συνέπραξε στην διάθεση του ανωτέρω ποσού για την ίδρυση και υλικοτεχνική λειτουργία της εταιρίας.
Συνεπώς πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της αποδιδομένης σε αυτόν με το κατηγορητήριο αξιόποινης πράξης”. Ακολούθως, κηρύχθηκε ένοχος ο ήδη αναιρεσείων του ότι: “Στην … στις 17/7/2014, ισχυρίσθηκε ενώπιον τρίτων, για κάποιους άλλους, ψευδή γεγονότα που μπορούν να βλάψουν την τιμή ή την υπόληψή τους, γνωρίζοντας ότι είναι ψευδή. Συγκεκριμένα, στον ως άνω τόπο και χρόνο ισχυρίσθηκε ψευδώς διά της από 17-07-2014, με αριθμό κατάθεσης 86103/11850/2014 αγωγής του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που επιδόθηκε στους ήδη εγκαλούντες Χ. Κ. του Β. και Α. Κ. του Α., στις 18-7-2014 και της οποίας έλαβαν γνώση τρίτα άτομα (υπάλληλοι δικαστηρίου, δικηγόροι διαδίκων, δικαστικός επιμελητής, οικογένεια και φίλοι εγκαλούντων) ότι από κοινού οι δύο εγκαλούντες, τον μήνα Δεκέμβριο του έτους 2008, ιδιοποιήθηκαν ποσό 60.000 ευρώ από το ταμείο της εταιρίας με την επωνυμία “…”, της οποίας ο κατηγορούμενος και οι εγκαλούντες τυγχάνουν μέτοχοι, από δάνειο που είχε λάβει η ως άνω εταιρία, ποσού 250.000 ευρώ από την Τράπεζα P*** οι οποίοι ισχυρισμοί του κατηγορουμένου μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή τους, ενώ γνώριζε πως τα αληθή είναι ότι οι εγκαλούντες ουδέποτε υπεξαίρεσαν το ποσό των 160.000 ευρώ, αλλά το ποσό αυτό διανεμήθηκε το έτος 2008 για την κάλυψη των εξόδων της ως άνω εταιρίας, γεγονός που γνώριζε ο κατηγορούμενος, ο οποίος είχε την οικονομική διαχείριση της εταιρίας τα έτη 2009-2013 και ο ίδιος ενέκρινε και ενεργά συνέπραξε στην διάθεση του ανωτέρω ποσού για την ίδρυση και υλικοτεχνική λειτουργία της εταιρίας”. Με τις παραδοχές αυτές το Δικαστήριο της ουσίας δεν διέλαβε στο σκεπτικό του σε συνδυασμό με όσα αναφέρονται στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασής του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, την κατά τις προδιαληφθείσες διατάξεις, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ως προς την ενοχή του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος για την αξιόποινη πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης κατά συρροή. Από την επιτρεπτή επισκόπηση της ανωτέρω από 17-7-2014 (με αριθμό κατάθεσης: 86103/11850/17-7-2014) αγωγής προκύπτει ότι αυτή ασκήθηκε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, εκ μέρους της προαναφερθείσης εταιρίας με την επωνυμία “…”, εις βάρος των εγκαλούντων Χ. Κ. του Β. και Α. Κ. του Α. και ότι αυτή συντάχθηκε και υπογράφηκε από τον Π** Λ**, Δικηγόρο Αθηνών (ΑΜ ***), ο οποίος ακολούθως κατέθεσε αυτήν στην Γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών. Στην προσβαλλομένη όμως απόφαση δεν αναφέρεται ούτε ότι ο προαναφερθείς Δικηγόρος είχε λάβει εκ μέρους του νομίμου εκπροσώπου της ως άνω εταιρίας την σχετική εντολή να περιλάβει στην εν λόγω αγωγή, τους ως άνω (ψευδείς) ισχυρισμούς που αφορούν τους εγκαλούντες, γιατί μόνον στην περίπτωση αυτή θα υπήρχε ευθύνη του για την παραπάνω πράξη που αποδίδεται σ’ αυτόν (πρβλ ΑΠ 1362/2000), αλλά ούτε ότι ο κατηγορούμενος είχε κάποια σχέση με την άσκηση της αγωγής αυτής αλλά κυρίως την αναφορά σ’ αυτήν των παραπάνω ψευδών ισχυρισμών εις βάρος των εγκαλούντων. Στο σκεπτικό και στο διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως διαλαμβάνεται ότι ο κατηγορούμενος είχε την οικονομική διαχείρηση της ως άνω εταιρίας κατά τα έτη 2009 – 2013, δεν αναφέρεται όμως ότι αυτός ήταν ο νόμιμος εκπρόσωπος της εν λόγω εταιρίας και επί πλέον ότι αυτός ήταν εκείνος που έδωσε την σχετική εντολή για να συμπεριληφθούν στην παραπάνω ασκηθείσα κατά των εναγομένων – εγκαλούντων αγωγή, οι προαναφερθέντες ψευδείς ισχυρισμοί εις βάρος των τελευταίων. Κατά συνέπεια είναι ελλιπής η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως και ως εκ τούτου ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ λόγος αναίρεσης, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι βάσιμος. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινομένη αίτηση και να αναιρεθεί η ως άνω προσβαλλομένη απόφαση.
Περαιτέρω κατά τα άρθρα 111, 112 και 113 ΠΚ, το αξιόποινο των εγκλημάτων εξαλείφεται με παραγραφή, η οποία, προκειμένου για πλημμελήματα, είναι πενταετής και αρχίζει από τότε που τελέσθηκε η πράξη. Η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί ή κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως πέραν των τριών ετών για τα πλημμελήματα. Από τις παραπάνω διατάξεις σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 368 εδ. β’ και 511 ΚΠΔ, προκύπτει ότι η παραγραφή, ως θεσμός δημόσιας τάξεως, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης, ακόμη και από τον Άρειο Πάγο, ο οποίος, διαπιστώνοντας την συμπλήρωση αυτής και μετά την δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης ή την άσκηση της αναίρεσης, υποχρεούται να αναιρέσει την προσβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση και να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη, εφόσον η αίτηση αναιρέσεως είναι τυπικά παραδεκτή και περιέχεται σ’ αυτήν ένας τουλάχιστον παραδεκτός και βάσιμος λόγος από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 510 ΚΠΔ (ΟλΑΠ 7/2005). Στην προκειμένη περίπτωση η πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης, για την οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων με την προσβαλλόμενη απόφαση, τιμωρείται σε βαθμό πλημμελήματος (άρθρο 363 ΠΚ) και φέρεται ότι τελέσθηκε εκ μέρους του στις 17 Ιουλίου 2014. Έκτοτε και μέχρι και την διάσκεψη της ένδικης αίτησης αναίρεσης (δηλαδή στις 18-7-2022), παρήλθε χρονικό διάστημα που υπερβαίνει την οκταετία, με συνέπεια το αξιόποινο της προαναφερθείσης πράξεως να έχει εξαλειφθεί λόγω παραγραφής. Επομένως, αφού η ένδικη αίτηση αναιρέσεως περιέχει παραδεκτό λόγο αναιρέσεως, ο οποίος κρίθηκε και βάσιμος, πρέπει να παύσει οριστικώς η κατά του αναιρεσείοντος για την παραπάνω πράξη, ασκηθείσα ποινική δίωξη, όπως ειδικότερα ορίζεται αμέσως παρακάτω στο διατακτικό αυτής της αποφάσεως.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αριθμ. ΖΤ1781/2021 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.
ΠΑΥΕΙ οριστικά την ασκηθείσα ποινική δίωξη κατά του ως άνω αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου Ν. Γ. του Κ., για το ότι: “Στην …. στις 17-7-2014, ισχυρίσθηκε ενώπιον τρίτων, για κάποιους άλλους, ψευδή γεγονότα που μπορούν να βλάψουν την τιμή ή την υπόληψή τους, γνωρίζοντας ότι είναι ψευδή. Συγκεκριμένα, στον ως άνω τόπο και χρόνο ισχυρίσθηκε ψευδώς διά της από 17-7-2014, με αριθμό κατάθεσης 86103/11850/2014 αγωγής του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που επιδόθηκε στους ήδη εγκαλούντες Χ. Κ. του Β. και Α. Κ. του Α., στις 18-7-2014 και της οποίας έλαβαν γνώση τρίτα άτομα (υπάλληλοι δικαστηρίου, δικηγόροι διαδίκων, δικαστικός επιμελητής, οικογένεια και φίλοι εγκαλούντων) ότι από κοινού οι δύο εγκαλούντες, τον μήνα Δεκέμβριο του έτους 2008, ιδιοποιήθηκαν ποσό 60.000 ευρώ από το ταμείο της εταιρίας με την επωνυμία “…”, της οποίας ο κατηγορούμενος και οι εγκαλούντες τυγχάνουν μέτοχοι, από δάνειο που είχε λάβει η ως άνω εταιρία, ποσού 250.000 ευρώ από την Τράπεζα P***, οι οποίοι ισχυρισμοί του κατηγορουμένου μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή τους, ενώ γνώριζε πως τα αληθή είναι ότι οι εγκαλούντες ουδέποτε υπεξαίρεσαν το ποσό των 160.000 ευρώ, αλλά το ποσό αυτό διανεμήθηκε το έτος 2008 για την κάλυψη των εξόδων της ως άνω εταιρίας, γεγονός που γνώριζε ο κατηγορούμενος, ο οποίος είχε την οικονομική διαχείριση της εταιρίας τα έτη 2009-2013 και ο ίδιος ενέκρινε και ενεργά συνέπραξε στην διάθεση του ανωτέρω ποσού για την ίδρυση και υλικοτεχνική λειτουργία της εταιρίας”.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Ιουλίου 2022.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 23 Σεπτεμβρίου 2022.

Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

To Top