ΑΠ 792/2023. Φοροδιαφυγή. Οι πράξεις που τελέσθηκαν έως τις 6/11/2020 υπάγονται στις περί παραγραφής διατάξεις του άρθρου 55Α Ν 4174/2013 και όχι στις διατάξεις των Ν 4745/2020 και 4764/2020. Μεταβατικές διατάξεις: η επιλογή του νομοθέτη να θεσπίζει με ειδική μεταβατική διάταξη τη μη αναδρομικότητα του επιεικέστερου νόμου είναι επιτρεπτή, χωρίς μάλιστα να τίθεται θέμα αντισυνταγματικότητας ή παραβίασης του άρθρου 15 παρ. 1 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (Δ.Σ.Α.Π.Δ.), διότι η επιλογή αυτή του νομοθέτη αποσκοπεί στην ασφάλεια δικαίου και στην αποφυγή διακρίσεων μεταξύ των πολιτών (ΑΠ 95/2022, ΑΠ 594/2021, ΑΠ 810/2020). Ούτε από τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 1 του Συντάγματος, με την οποία ορίζεται ότι έγκλημα δεν υπάρχει ούτε ποινή επιβάλλεται, χωρίς νόμο που να ισχύει πριν από την τέλεση της πράξης και να ορίζει τα στοιχεία της και ότι ποτέ δεν επιβάλλεται ποινή βαρύτερη από εκείνη που προβλεπόταν κατά την τέλεση της πράξης, ούτε από κάποια άλλη διάταξη, κωλύεται ο κοινός νομοθέτης να ορίσει ότι ο νέος επιεικέστερος νόμος θα εφαρμόζεται μόνο σε μεταγενέστερες αυτού πράξεις, οπότε δεν ισχύει το άρθρο 2 παρ. 1 Π.Κ. Νόμος με τέτοιο περιεχόμενο δεν είναι αντισυνταγματικός, διότι η αναδρομικότητα του νόμου δεν επιβάλλεται από το Σύνταγμα (ΑΠ 1033/1998, ΑΠ 704/1997 και ΑΠ 325/1996).
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 3, 112 και 113 παρ. 2 και 3 του Π.Κ., προκύπτει ότι η παραγραφή των πλημμελημάτων, που είναι πενταετής και αρχίζει από την ημέρα που τελέσθηκε η αξιόποινη πράξη, αναστέλλεται για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως πέρα από τα τρία έτη, η δε κύρια διαδικασία αρχίζει με την έγκυρη επίδοση κλητηρίου θεσπίσματος ή κλήσεως προς τον κατηγορούμενο (ΟλΑΠ 2/1997, ΑΠ 473/2022). Συγκεκριμένα από τις διατάξεις των αρθρ. 320, 321, 339, 340 και 343 Κ.Π.Δ., προκύπτει ότι η κύρια διαδικασία στο ακροατήριο αρχίζει είτε με την έναρξη της προπαρασκευαστικής διαδικασίας, δηλαδή με την επίδοση στον κατηγορούμενο της κλήσης ή του κλητηρίου θεσπίσματος, είτε με την εμφάνιση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο και τη μη εναντίωση του στη συζήτηση της υποθέσεως. Αν η επίδοση της κλήσεως ή του κλητηρίου θεσπίσματος είναι άκυρη, δεν αρχίζει η κυρία διαδικασία και δεν επέρχεται αναστολή της παραγραφής (ΑΠ 1166/2019). Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 19 §§ 1 και 4 του Ν. 2523/1997, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 40 παρ 1 του Ν. 3220/2004, «όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία καθώς και όποιος αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών. Ειδικά, όποιος εκδίδει ή αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία για ανύπαρκτη συναλλαγή στο σύνολο της ή για μέρος αυτής τιμωρείται: α) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους, εφόσον η συνολική αξία των εικονικών φορολογικών στοιχείων υπερβαίνει το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ και β) με ποινή κάθειρξης μέχρι δέκα (10) ετών εφόσον το ως άνω ποσό υπερβαίνει τις εκατό πενήντα χιλιάδες (150.000) ευρώ…… Κατά δε την παρ. 4 του ίδιου άρθρου: «εικονικό είναι το στοιχείο που εκδίδεται για συναλλαγή ανύπαρκτη στο σύνολο της ή μέρος αυτής…. Τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία συναλλαγής κατώτερη της πραγματικής θεωρούνται πάντοτε για τους σκοπούς του παρόντος νόμου ως ανακριβή, ενώ τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία μεγαλύτερη της πραγματικής θεωρούνται ως εικονικά κατά το μέρος της μεγαλύτερης αυτής αξίας…». Οι ανωτέρω διατάξεις τροποποιήθηκαν με το άρθρο 8 του Ν. 4337/2015, ήδη, δε ισχύουν από 17-10-2015, οπότε το άρθρο 66 παρ. 5 του Ν. 4174/2013, διαμορφώθηκε ως εξής: «5. Όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία, καθώς και όποιος αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών, εκτός και αν τα φορολογικά στοιχεία χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη ή την υποστήριξη κάποιας από τις πράξεις των παραγράφων 1 έως 4, οπότε ο δράστης τιμωρείται μόνο για την τελευταία ως αυτουργός ή συμμέτοχος. Ειδικά, όποιος εκδίδει ή αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία για ανύπαρκτη συναλλαγή στο σύνολο της ή για μέρος αυτής, τιμωρείται: α) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους, εφόσον η συνολική αξία των εικονικών φορολογικών στοιχείων υπερβαίνει το ποσό των εβδομήντα πέντε χιλιάδων (75.000) ευρώ και β) με κάθειρξη έως δέκα (10) έτη, εφόσον το ως άνω ποσό υπερβαίνει τις διακόσιες χιλιάδες (200.000) ευρώ. Για την κάλυψη των παραπάνω ορίων δεν υπολογίζονται φορολογικά στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη ή την υποστήριξη κάποιας από τις πράξεις των παραγράφων 1 έως 4, οπότε ο δράστης τιμωρείται μόνο για την τελευταία ως αυτουργός ή συμμέτοχος. Εικονικό είναι το φορολογικό στοιχείο που εκδίδεται για συναλλαγή ανύπαρκτη στο σύνολο της ή για μέρος αυτής… Τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία συναλλαγής κατώτερη της πραγματικής θεωρούνται πάντοτε για τους σκοπούς του παρόντος νόμου ως ανακριβή, ενώ τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία μεγαλύτερη της πραγματικής θεωρούνται ως εικονικά κατά το μέρος της μεγαλύτερης αυτής αξίας…,». Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι κρίσιμα στοιχεία για τη θεμελίωση του ανωτέρω εγκλήματος της φοροδιαφυγής, τα οποία πρέπει να προσδιορίζονται στην καταδικαστική απόφαση για να είναι αυτή ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη είναι: α) αντικειμενικά μεν, η έκδοση από τον δράστη ή η αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων, ως εικονικού θεωρούμενου από τον νόμο, εκτός των άλλων, και του στοιχείου εκείνου που εκδίδεται για συναλλαγή ανύπαρκτη στο σύνολο της ή για μέρος αυτής, ενώ, όταν στο φορολογικό στοιχείο αναγράφεται αξία μεγαλύτερη της πραγματικής, θεωρείται ότι αυτό είναι εικονικό μόνο κατά το μέρος της μεγαλύτερης αυτής αξίας, β) υποκειμενικά δε απαιτείται δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση, έστω και με την έννοια της αμφιβολίας, της εικονικότητας των φορολογικών στοιχείων και την αποδοχή αυτών και περαιτέρω τη θέληση ή την αποδοχή του δράστη να προβεί στην έκδοση των εικονικών φορολογικών στοιχείων ή να αποδεχθεί εικονικά ολικά ή εν μέρει φορολογικά στοιχεία, χωρίς να απαιτείται σκοπός του τελευταίου για την απόκρυψη φορολογητέας ύλης (ΑΠ 746/2020, ΑΠ 653/2020, ΑΠ 159/2019). Εξ άλλου, κατά το άρθρο 21 παρ. 2 Ν. 2523/1997, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 2 παρ. 8 του Ν. 2954/2001, στις περιπτώσεις του άρθρου 19 αυτού, ήτοι της έκδοσης ή αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων, η παραγραφή αρχίζει από τον χρόνο διαπίστωσης του αδικήματος, ο οποίος προσδιορίζεται από την ημερομηνία θεώρησης του οικείου πορίσματος του φορολογικού ελέγχου, κατ’ εξαίρεση του κανόνα περί έναρξης αυτής κατ’ άρθρο 112 Π.Κ., από την ημέρα που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη (ΑΠ 810/2020, ΑΠ 653/2020). Οι διατάξεις των άρθρων 17-21 του Ν. 2354/1997 καταργήθηκαν με το άρθρο 71 Ν. 4174/2013, που προστέθηκε με το άρθρο 8 Ν. 4337/2015, ενώ, με τις διατάξεις των άρθρων 55Α και 68 παρ. 2 του Ν. 4174/2013, οι οποίες προστέθηκαν με τα άρθρα 3 παρ. 5 και 8 του Ν. 4337/2015, οριζόταν ότι η παραγραφή των φορολογικών αδικημάτων αρχίζει από την τελεσιδικία της απόφασης, επί της προσφυγής που ασκήθηκε ή σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής, από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, λόγω παρόδου της προθεσμίας άσκησης προσφυγής. Με το άρθρο 32 παρ. γ΄ και δ΄ Ν. 4745/6-11-2020 αντικαταστάθηκε το ως άνω άρθρο 55Α του Ν. 4174/2013, ενώ, με το άρθρο 92 του ίδιου Ν. 4745/2020 καταργήθηκε η παρ. 2 του άρθρου 68 Ν. 4174/2013, που ρύθμιζε την ειδική, κατά τα ανωτέρω, έναρξη της παραγραφής των αδικημάτων φοροδιαφυγής, ενώ ορίστηκε ότι η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται μέχρι την οριστικοποίηση της οικείας εκτελεστής πράξης της φορολογικής αρχής, λόγω άπρακτης παρόδου της προθεσμίας άσκησης προσφυγής, ή μέχρις ότου καταστεί αμετάκλητη η απόφαση του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου επί της προσφυγής που ασκήθηκε, στην περίπτωση δε αυτή της αναστολής της προθεσμίας παραγραφής, δεν ισχύει ο χρονικός περιορισμός της αναστολής του άρθρου 113 παρ. 2 α’ Π.Κ. Εξ άλλου, στη μεταβατική διάταξη τού άρθρου 96 Ν. 4745/2020 ορίστηκε ότι «οι διατάξεις του άρθρου 32 καταλαμβάνουν τις πράξεις που τελούνται μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου», δηλαδή προβλέφθηκε ότι οι ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 32 του νόμου αυτού δεν εφαρμόζονται στις πράξεις που τελέστηκαν έως τις 06-11-2020, διατηρώντας έτσι σε ισχύ τις διατάξεις του άρθρου 55Α του Ν. 4174/2013, για τα φορολογικά αδικήματα που τελέστηκαν πριν τον χρόνο αυτό. Επομένως, όσον αφορά την παραγραφή των φορολογικών αυτών αδικημάτων τυγχάνουν εφαρμοστέες οι προαναφερθείσες διατάξεις του Ν. 4174/2013. Η επιλογή αυτή του νομοθέτη είναι συνέχεια της διαχρονικής του επιλογής να θεσπίζει για τα αδικήματα φοροδιαφυγής τη μετάθεση της έναρξης του χρόνου παραγραφής σε χρόνο μεταγενέστερο του χρόνου τέλεσης της πράξης, προς αποφυγή της παραγραφής των αδικημάτων αυτών, αξιολογώντας τη συστημική αδυναμία που περιβάλλει τις συνθήκες λειτουργίας της φορολογικής διοίκησης, η ενέργεια της οποίας είναι απαραίτητη προ της εμπλοκής της δικαστικής αρχής, Η εν λόγω επιλογή προκύπτει από τις οικείες διατάξεις των Ν. 2523/1997 και 4174/2013, αλλά και αυτού του Ν. 4745/2020 (που καθιέρωσε την αναστολή της παραγραφής πέραν των προβλεπόμενων στο άρθρο 113 § 2 α’ Π.Κ. ορίων, για όσο διάστημα διαρκεί η διοικητική διαδικασία), καθώς και του τελευταίου Ν. 4764/2020 (που επίσης προέβλεψε μετάθεση του χρόνου έναρξης της παραγραφής). Εξάλλου, η άνω νομοθετική επιλογή εξηγείται και με τη λογική παραδοχή ότι οι διατάξεις περί παραγραφής και περί αναστολής αυτής εμφανίζονται ως αδιάσπαστο σύνολο διατάξεων και μόνο ως μία ενιαία ρύθμιση μπορούν να αντιμετωπιστούν, ώστε δεν είναι δυνατός ο διαχωρισμός της εφαρμογής τους, εν μέρει με βάση τον προϊσχύσαντα και εν μέρει με βάση τον μεταγενέστερο νόμο. Οι νομοθετικές αυτές προβλέψεις τελούν σε νοηματική ενότητα και αντιμετωπίζονται ως μία “διάταξη” κατά την έννοια του άρθρου 2 Π.Κ. και μόνο ως ένα ενιαίο λειτουργικό σύνολο μπορούν να συγκριθούν. Ειδικότερα, το ίδιο πραγματικό γεγονός και δη η οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, ετίθετο κατά το προϊσχύσαν δίκαιο ως το χρονικό σημείο έναρξης της παραγραφής του αξιοποίνου, χωρίς πρόβλεψη για αναστολή της προθεσμίας της παραγραφής, η οποία δεν ήταν απαραίτητη, Κατά το ισχύον μετά τον Ν. 4745/2020, δίκαιο, που καταλαμβάνει πράξεις που τελέστηκαν μετά την έναρξη ισχύος του, (6-11-2020), το ίδιο ως άνω πραγματικό γεγονός τίθεται ως το χρονικό σημείο της λήξης, χωρίς χρονικό περιορισμό, αναστολής της παραγραφής, επιφέροντας ουσιαστικά την ίδια έννομη συνέπεια, κατά τρόπον ώστε να καθίσταται αδύνατος ο διαχωρισμός των διατάξεων για την έναρξη της παραγραφής και για την αναστολή αυτής. Σε κάθε περίπτωση, η επιλογή του νομοθέτη να θεσπίζει με ειδική μεταβατική διάταξη τη μη αναδρομικότητα του επιεικέστερου νόμου είναι επιτρεπτή, χωρίς μάλιστα να τίθεται θέμα αντισυνταγματικότητας ή παραβίασης του άρθρου 15 παρ. 1 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (Δ.Σ.Α.Π.Δ.), διότι η επιλογή αυτή του νομοθέτη αποσκοπεί στην ασφάλεια δικαίου και στην αποφυγή διακρίσεων μεταξύ των πολιτών (ΑΠ 95/2022, ΑΠ 594/2021, ΑΠ 810/2020). Ούτε από τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 1 του Συντάγματος, με την οποία ορίζεται ότι έγκλημα δεν υπάρχει ούτε ποινή επιβάλλεται, χωρίς νόμο που να ισχύει πριν από την τέλεση της πράξης και να ορίζει τα στοιχεία της και ότι ποτέ δεν επιβάλλεται ποινή βαρύτερη από εκείνη που προβλεπόταν κατά την τέλεση της πράξης, ούτε από κάποια άλλη διάταξη, κωλύεται ο κοινός νομοθέτης να ορίσει ότι ο νέος επιεικέστερος νόμος θα εφαρμόζεται μόνο σε μεταγενέστερες αυτού πράξεις, οπότε δεν ισχύει το άρθρο 2 παρ. 1 Π.Κ. Νόμος με τέτοιο περιεχόμενο δεν είναι αντισυνταγματικός, διότι η αναδρομικότητα του νόμου δεν επιβάλλεται από το Σύνταγμα (ΑΠ 1033/1998, ΑΠ 704/1997 και ΑΠ 325/1996). Επομένως, η διάταξη του άρθρου 96 Ν. 4745/2020 δεν αντίκειται στο Σύνταγμα. Άλλωστε στο άρθρο 7 παρ. 1 ΕΣΔΑ {που σημειωτέον έχει υπερνομοθετική ισχύ, κατ’ άρθρο 28 παρ. 1 Συντάγματος, (ΟλΣτΕ 395/1978)}, δεν αντίκειται η πρόβλεψη του νεοτέρου νόμου, να ρυθμίζει διαφορετικά την ακολουθούμενη διαδικασία επί φορολογικών παραβάσεων, ως προς την εφαρμογή του, μελλοντικά και τη μη επέκταση του ποινικού του μέρους, στις ήδη τελεσθείσες πράξεις, ως προς το ζήτημα ειδικά του μη επηρεασμού του στο θέμα της παραγραφής. Τέλος όπως ήδη αναφέρθηκε με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 8 του ν. 2954/2001 «περί φορολογικών ρυθμίσεων κ.λ.π.», στην παρ. 10 του άρθρου 21 του ν. 2523/1997, προστέθηκε διάταξη (δεύτερο εδάφιο) κατά την οποία «στις περιπτώσεις του άρθρου 19 του παρόντος νόμου η παραγραφή αρχίζει από τον χρόνο διαπίστωσης του αδικήματος, ο οποίος προσδιορίζεται από την ημερομηνία θεώρησης του οικείου πορίσματος του φορολογικού ελέγχου, από τον προϊστάμενο της αρχής που διενήργησε τον έλεγχο». Η τελευταία αυτή ρύθμιση είναι ευμενέστερη για τον δράστη της αξιόποινης πράξης του άρθρου 19 Ν. 2523/1997, τόσο εκείνης του προηγούμενου δικαίου, κατά την οποία η παραγραφή άρχιζε από την τελεσιδικία της απόφασης επί της προσφυγής που ασκήθηκε σχετικά και σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, όσο και της ήδη ισχύουσας από 17-10-2015 διάταξης του άρθρου 68 παρ. 2 του ν. 4174/2013, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 8 του ν. 4174/2013, με την οποία ορίζεται ότι η παραγραφή αρχίζει από την τελεσιδικία της απόφασης επί. της προσφυγής που ασκήθηκε ή σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, λόγω παρόδου της προθεσμίας άσκησης προσφυγής και ως εκ τούτου εφαρμοστέα κατ’ άρθρο 2 Π.Κ. για τα εγκλήματα της έκδοσης ή αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων που τελέστηκαν μέχρι τις 17-10-2015.
Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Δυνάμει της υπ’ αριθμ. 8218/2021 αποφάσεως του, το Α’ Μονομελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη σε βάρος των: 1) X.Σ…, κατοίκου Περαίας Θεσσαλονίκης, (οδός …) και 2) Γ.Σ…., κατοίκου Θεσσαλονίκης, (οδός …), λόγω παραγραφής για την πράξη της αποδοχής εικονικού φορολογικού στοιχείου για ανύπαρκτη συναλλαγή κατ’ εξακολούθηση (άρθ. 98 Π.Κ. και 66 παρ. 5 εδ. α’ και στοιχ. α’ Ν. 4174/2013 όπως ίσχυε μετά την αντικατάσταση του με το άρθ. 8 Ν. 4337/2015), την οποία οι ως άνω κατηγορούμενες φέρονταν να έχουν τελέσει στη Θεσσαλονίκη, κατά τα χρονικά διαστήματα από την 01-01-2006 έως τις 31-12-2006 και από την 01-01-2007 έως τις 31-12-2007, διαλαμβάνοντας στο σκεπτικό του, επί λέξει, τα εξής: «…. Εν προκειμένω, οι κατηγορούμενες Χ.Σ…. και Γ.Σ … φέρεται να τέλεσαν το αδίκημα της αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων (άρθ. 66 παρ. 5 εδ. α΄ στ. α΄ του Ν. 4171/2013) κατ’ εξακολούθηση και ειδικότερα κατηγορούνται ότι στη Θεσσαλονίκη, κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2006 έως 31-12-2006 και 1-1-2007 έως 31-12-2007, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, αποδέχθηκαν φορολογικά στοιχεία εικονικά. Ειδικότερα, έχοντας την ιδιότητα των διαχειριστών, νομίμων εκπροσώπων και ομορρύθμων εταίρων της ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «Γ.Σ…. ΚΑΙ ΣΙΑ ΟΕ», με έδρα επί της οδού …, στη Θεσσαλονίκη, και με αντικείμενο εργασιών χονδρικό εμπόριο χαρτικών ειδών, αποδέχθηκαν τα κάτωθι πέντε (5) τιμολόγια πώλησης, συνολικής καθαρής αξίας 50.262 ευρώ, δύο τη διαχειριστική περίοδο από 1-1-2006 έως 31-12- 2006, συνολικής καθαρής αξίας 17.683 ευρώ και τρία τη διαχειριστική περίοδο από 1-1-2007 έως 31-12-2007, συνολικής καθαρής αξίας 32.579 ευρώ, που είχαν εκδοθεί από την (…), βάσει των οποίων φέρεται ότι η επιχείρηση τους είχε συναλλαγές με την (…) και συγκεκριμένα αποδέχθηκαν: (…) Όλα τα παραπάνω φορολογικά στοιχεία είναι εικονικά, διότι εκδόθηκαν για συναλλαγές οι οποίες είναι ανύπαρκτες. (…) Σύμφωνα με την άποψη που το Δικαστήριο δέχεται ως ορθότερη, στην προκειμένη περίπτωση εφόσον από τον πραγματικό χρόνο τέλεσης της αποδιδόμενης στις κατηγορούμενες κατ’ εξακολούθηση τελεσθείσας πράξης, ήτοι το χρονικό διάστημα από 1-1-2006 έως 31-12-2006 και 1-1-2007 έως 31-12-2007, που αφορά τις διαχειριστικές περιόδους κατά τις οποίες αποδέχθηκαν τα φερόμενα ως εικονικά τιμολόγια, μέχρι την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος στις 23-9-2018, στην πρώτη κατηγορουμένη (βλ. το από 23.9.2018 αποδεικτικό επίδοσης του Αρχιφύλακα του Α.Τ. Θερμαϊκού …) και στις 8-11-2018 στη δεύτερη κατηγορουμένη (βλ. το από 8.11.2018 αποδεικτικό επίδοσης της Επιμελήτριας της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης …), παρήλθε ο χρόνος παραγραφής (πενταετία) και κατά συνέπεια το αξιόποινο της πράξης αυτής που είναι πλημμέλημα, έχει εξαλειφθεί με παραγραφή (111 § 3, 112, 113 ΠΚ). Ως εκ τούτου πρέπει, να γίνει δεκτός ο σχετικός ισχυρισμός των κατηγορουμένων και να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη κατά των κατηγορουμένων για τις πράξεις αυτές…». Στη συνέχεια το ως άνω Δικαστήριο έπαυσε οριστικά την ασκηθείσα ποινική δίωξη κατά των ως άνω κατηγορουμένων λόγω παραγραφής.
Έτσι όμως, όπως αποφάσισε το Α’ Μονομελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, με την προσβαλλόμενη, υπ’ αριθμ. 8218/2021 απόφαση του, ήτοι, δεχόμενο ότι χρόνος έναρξης της παραγραφής, στην προκειμένη περίπτωση, ήταν τα χρονικά διαστήματα από 1-1-2006 έως 31-12-2006 και 1-1-2007 έως 31-12-2007, που αφορούν τις διαχειριστικές περιόδους, κατά τις οποίες οι κατηγορούμενες αποδέχθηκαν τα φερόμενα ως εικονικά τιμολόγια και διατάσσοντας να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη λόγω παραγραφής, ερμήνευσε και εφάρμοσε εσφαλμένα τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 111, 112 και 113 Π.Κ., ως ίσχυαν προ της καταργήσεως τους με το αρθρ. 461 Π.Κ. όπως κυρώθηκε με τον Ν. 4619/2019, 55Α παρ. 3 Ν. 4174/2013 όπως ίσχυε προ της αντικαταστάσεως του με το άρθρο 32 παρ. 3 Ν. 4745/2020, 96 Ν. 4745/2020 και 21 παρ. 10 Ν. 2523/1997 όπως ίσχυε προ της καταργήσεως του, με το άρθρο 71 παρ. 1 Ν. 4174/2013 όπως προστέθηκε με το άρθρο 8 Ν. 4337/2015 (που αφορούν την παραγραφή των εγκλημάτων). Ειδικότερα, το Δικαστήριο δεν έπρεπε να κρίνει ότι η διάταξη του άρθρου 96 Ν. 4745/2020 δεν μπορεί να εξοβελίσει και να υπερκεράσει τη διάταξη του άρθρου 2 Π.Κ. και επομένως, να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη, εφαρμόζοντας αποκλειστικά τις διατάξεις των άρθρων 111-113 Π.Κ. Αντιθέτως, έπρεπε να εφαρμόσει το προϊσχύσαν του Ν. 4745/2020 νομοθετικό καθεστώς και να εφαρμόσει σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην παραπάνω μείζονα σκέψη, την ευμενέστερη διάταξη του άρθ. 21 παρ. 10 Ν. 2523/1997, όπως ίσχυε προ της καταργήσεως του με το άρθρο 71 παρ. 1 Ν. 4174/2013 όπως αυτό προστέθηκε με το άρθρο 8 Ν. 4337/2015, σύμφωνα με την οποία διάταξη «στις περιπτώσεις του άρθρου 19 του παρόντος νόμου η παραγραφή αρχίζει από τον χρόνο διαπίστωσης του αδικήματος, ο οποίος προσδιορίζεται από την ημερομηνία θεώρησης του οικείου πορίσματος του φορολογικού ελέγχου, από τον προϊστάμενο της αρχής που διενήργησε τον έλεγχο». Η διάταξη αυτή, τυγχάνει εφαρμοστέα, ως ευμενέστερη, σύμφωνα και με το άρθρο 2 παρ. 1 Π.Κ., από αυτήν του άρθρου 55Α παρ. 3 Ν. 4174/2013 όπως ίσχυε προ της αντικαταστάσεως του, με το άρθρο 32 παρ. 3 Ν. 4745/2020 και η οποία εξακολουθούσε να ισχύει για πράξεις που είχαν τελεσθεί πριν από τη δημοσίευση του Ν. 4745/2020, ήτοι πριν από τις 6-11-2020, σύμφωνα και με τη διάταξη του άρθρου 96 α΄ Ν. 4745/2020. Σύμφωνα δε με την εν λόγω διάταξη «η παραγραφή των εγκλημάτων του παρόντος νόμου αρχίζει από την τελεσιδικία της απόφασης επί της προσφυγής που ασκήθηκε ή σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής λόγω παρόδου της προθεσμίας άσκησης προσφυγής», αφού σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στην ως άνω μείζονα σκέψη, η διάταξη του άρθρου 96 Ν. 4745/2020, δεν είναι αντίθετη στο άρθρο 7 παρ. 1 του Συντάγματος, αφού δεν κωλύεται από τη διάταξη αυτή ο κοινός νομοθέτης να ορίσει ότι ο νέος επιεικέστερος νόμος θα εφαρμόζεται μόνο σε μεταγενέστερες αυτού πράξεις. Οπότε δεν ισχύει το άρθρο 2 παρ. 1 Π.Κ.. διότι η αναδρομικότητα του νόμου δεν επιβάλλεται από το Σύνταγμα. Ούτε παραβιάζονται το άρθρο 15 § 1 γ’ Ν. 2462/1997, με τον οποίο κυρώθηκε το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα και το άρθρο 49 § 1 περ. γ’ του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης διότι η επιλογή αυτή του νομοθέτη αποσκοπεί στην ασφάλεια δικαίου και στην αποφυγή διακρίσεων μεταξύ των πολιτών. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, χρόνος έναρξης της παραγραφής είναι η 28-12-2017, οπότε θεωρήθηκε η, από 28-12-2017, Έκθεση Μερικού Ελέγχου Εφαρμογής Διατάξεων Κ.Β.Σ. της Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης από τον Προϊστάμενο αυτής. Επομένως, στις 23-9-2018 και στις 8-11-2018, οπότε επιδόθηκε το κλητήριο θέσπισμα στην πρώτη και τη δεύτερη των κατηγορουμένων αντίστοιχα, δεν είχε παρέλθει πενταετία από τον χρόνο έναρξης της παραγραφής και άρα, δεν συντρέχει νόμιμη περίπτωση εξάλειψης του αξιοποίνου για τις επίδικες πράξεις. Επίσης το Δικαστήριο ερμήνευσε και εφάρμοσε εσφαλμένα τις, περί αναστολής της παραγραφής, ποινικές διατάξεις των άρθρων 111, 112 και 113 Π.Κ., ως ίσχυαν προ της καταργήσεως τους με το αρθρ. 461 Π.Κ. όπως κυρώθηκε με τον Ν. 4619/2019, δεδομένου ότι στην περίπτωση που δύο νόμοι τυγχάνουν ίσης βαρύτητας για τον κατηγορούμενο, εφαρμόζεται ο ισχύων κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης (ΟλΑΠ 1/2020, ΑΠ 1942/2019, ΑΠ 831/2019, ΑΠ 1348/2003), 55Α παρ. 3 Ν. 4174/2013 όπως ίσχυε προ της αντικαταστάσεως του με το άρθρο 32 παρ. 3 Ν. 4745/2020, 96 Ν. 4745/2020 και 21 παρ. 10 Ν. 2523/1997 όπως ίσχυε προ της καταργήσεως του με το άρθρο 71 παρ. 1 Ν. 4174/2013 όπως προστέθηκε με το άρθρο 8 Ν. 4337/2015, καθώς έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής, αντί να προχωρήσει στην κατ’ ουσία εξέταση της υπόθεσης.
…»