Ο σχεδιασμός του Υπουργείου Δικαιοσύνης, όπως αποκαλύπτει το dikastiko.gr αλλάζει τα όρια ποινών αλλά κυρίως επιφέρει αλλαγές και στον τρόπο και την έκτιση της ποινής. Διαβάστε τα επίμαχα άρθρα.
Περισσότερο χρόνο στις φυλακές και αύξηση εύρους ποινών φέρνει το υπουργείο Δικαιοσύνης με το νομοσχέδιο για τις εκτεταμένες αλλαγές στον Ποινικό και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, το οποίο εγκρίθηκε από το υπουργικό Συμβούλιο και θα τεθεί σύντομα σε δημόσια διαβούλευση.
Η βασική προσθήκη – διαφοροποίηση στη διαδικασία της υφ’ όρου απόλυσης αφορά την παράγραφο 6 του άρθρου 105Β μέσω του οποίου αυξάνονται στα 17 τα χρόνια πραγματικής έκτισης της ποινής με δύο προϋποθέσεις :
-Πρώτον η ποινή που έχει επιβληθεί να είναι 10 χρόνια πάνω από την ανώτατη συνολική ποινή, δηλαδή τα 25 χρόνια
-Δεύτερον η ποινή αυτή να αφορά τα εγκλήματα του εδ. Β’ δηλαδή ειδικά αδικήματα. Συγκεκριμένα, σε περιπτώσεις ναρκωτικών, παραβιάσεις του νόμου για τη μετανάστευση, εγκληματικής και τρομοκρατικής οργάνωσης, εμπορίας ανθρώπων, ληστείας κτλ.
Σε αυτές τις περιπτώσεις η υφ’ όρον απόλυση δύναται να χορηγηθεί μόνο αν ο καταδικασθείς έχει εκτίσει πραγματικά τουλάχιστον 17 έτη.
Έτσι το άρθρο 105Β, σχεδιάζεται να διαμορφωθεί ως εξής :
Απόλυση υπό τον όρο της ανάκλησης
- Όσοι καταδικάστηκαν σε στερητική της ελευθερίας ποινής μπορούν να απολυθούν υπό τον όρο της ανάκλησης, σύμφωνα με τις πιο κάτω διατάξεις, εφόσον έχουν εκτίσει: α) σε περίπτωση φυλάκισης, τα δύο πέμπτα (2/5) αυτής, β) σε περίπτωση πρόσκαιρης κάθειρξης, τα τρία πέμπτα (3/5) αυτής, γ) σε περίπτωση πρόσκαιρης κάθειρξης για τα εγκλήματα του δευτέρου εδαφίου της παρ. 6, τα τέσσερα πέμπτα (4/5) αυτής και δ) σε περίπτωση ισόβιας κάθειρξης τουλάχιστον είκοσι (20) έτη.
- Για τη χορήγηση της υπό όρου απόλυσης δεν απαιτείται να έχει καταστεί η καταδίκη αμετάκλητη.
- Στην περίπτωση που συντρέχουν σωρευτικά περισσότερες ποινές, ο καταδικασθείς μπορεί να απολυθεί αν έχει εκτίσει το άθροισμα των τμημάτων των ποινών, που προβλέπεται στην παρ. 1. Σε κάθε περίπτωση ο καταδικασθείς μπορεί να απολυθεί αν έχει εκτίσει είκοσι πέντε (25) έτη και όταν το παραπάνω άθροισμα υπερβαίνει το όριο αυτό.
- Αν ο καταδικασθείς εργάζεται, κάθε ημέρα εργασίας υπολογίζεται σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της σωφρονιστικής νομοθεσίας. Κάθε ημέρα κράτησης κρατούμενων που έχουν ημιπληγία ή παραπληγία, σκλήρυνση κατά πλάκας ή έχουν υποβληθεί σε επέμβαση μεταμόσχευσης καρδιάς, ήπατος, νεφρού ή μυελού των οστών ή είναι φορείς του συνδρόμου επίκτητης ανοσοποιητικής ανεπάρκειας ή έχουν κακοήθη νεοπλάσματα ή νεφρική ανεπάρκεια για την οποία γίνεται τακτική αιμοκάθαρση ή φυματίωση κατά τη διάρκεια της θεραπείας της, υπολογίζεται ευεργετικά ως δύο (2) ημέρες εκτιόμενης ποινής. Το ίδιο ισχύει και για: α) κρατούμενους με ποσοστό αναπηρίας πενήντα τοις εκατό (50%) και άνω, που δεν μπορούν να εργαστούν, εφόσον κρίνεται ότι η παραμονή τους στο κατάστημα κράτησης καθίσταται ιδιαίτερα επαχθής λόγω αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης, β) κρατούμενους με ποσοστό αναπηρίας εξήντα επτά τοις εκατό (67%) και άνω, γ) κρατούμενους στους οποίους απαγορεύεται ύστερα από γνωμάτευση από Κέντρο Πιστοποίησης Αναπηρίας (ΚΕ.Π.Α.) η ανάληψη εργασίας ή απασχόλησης που μπορεί βάσιμα να προκαλέσει σοβαρή και μόνιμη βλάβη στην υγεία τους, δ) κρατούμενους οι οποίοι νοσηλεύονται σε θεραπευτικά καταστήματα ή νοσοκομεία εφόσον η νοσηλεία τους έχει διαρκέσει τουλάχιστον τέσσερις (4) μήνες, ε) κρατούμενες μητέρες για όσο διάστημα έχουν μαζί τους τα ανήλικα τέκνα τους, στ) κρατούμενους που συμμετέχουν σε θεραπευτικό πρόγραμμα ψυχικής απεξάρτησης από ναρκωτικά εγκεκριμένου, κατά το άρθρο 51 του ν. 4139/2013 οργανισμού και ζ) κρατούμενους για όσο διάστημα διαρκεί η κράτησή τους σε χώρους αστυνομικών τμημάτων ή αστυνομικών διευθύνσεων. Η διακρίβωση των ασθενειών του δεύτερου εδαφίου, καθώς και της αναπηρίας στις περ. α` και β` γίνεται με τη διαδικασία της παρ. 2 του άρθρου 105.
- Για τη χορήγηση της υπό όρου απόλυσης, ως ποινή που εκτίθηκε θεωρείται αυτή που υπολογίστηκε ευεργετικά είτε κατά την προηγούμενη παράγραφο είτε κατά τις ειδικές διατάξεις που προβλέπουν αντίστοιχο υπολογισμό.
- Προκειμένου για ποινές κάθειρξης δεν μπορεί να χορηγηθεί στον καταδικασθέντα απόλυση υπό όρο, αν δεν έχει παραμείνει στο σωφρονιστικό κατάστημα για χρονικό διάστημα ίσο με τα δύο πέμπτα (2/5) της ποινής που του επιβλήθηκε και, σε περίπτωση ισόβιας κάθειρξης, δεκαέξι (16) έτη. Προκειμένου για ποινές κάθειρξης που επιβλήθηκαν για τα κακουργήματα των άρθρων 22 και 23 του ν. 4139/2013, 30 του ν.4251/2014, 134, 187, 187 Α, των περ. γ` και δ` της παρ. 1 του άρθρου 265, της παρ. 1 του άρθρου 299, των άρθρων 323Α, 324, 380, 385, καθώς και για αυτά του 19ου Κεφαλαίου του Ειδικού Μέρους του παρόντος Κώδικα, απόλυση υπό όρο δεν μπορεί να χορηγηθεί στον καταδικασθέντα, αν αυτός δεν έχει παραμείνει στο σωφρονιστικό κατάστημα για χρονικό διάστημα ίσο με τα τρία πέμπτα (3/5) της ποινής που του επιβλήθηκε, και σε περίπτωση ισόβιας κάθειρξης δεκαοχτώ (18) ετών. Το παραπάνω κατά περίπτωση χρονικό διάστημα προσαυξάνεται κατά το ένα τρίτο (1/3) των λοιπών ποινών που τυχόν έχουν επιβληθεί, στην περίπτωση που αυτές συντρέχουν σωρευτικά. Σε κάθε περίπτωση όμως ο καταδικασθείς μπορεί να απολυθεί αν έχει παραμείνει στο κατάστημα είκοσι (20) έτη και αν εκτίει περισσότερες ποινές ισόβιας κάθειρξης, αν έχει παραμείνει είκοσι πέντε (25) έτη. Στις περιπτώσεις συνολικής ποινής πρόσκαιρης κάθειρξης για τα εγκλήματα του εδ. β’ που όπως επιβλήθηκε υπερβαίνει κατά τουλάχιστον δέκα έτη το ανώτατο όριο της συνολικής ποινής κάθειρξης, η υφ’ όρον απόλυση δύναται να χορηγείται εφόσον ο κατάδικος έχει εκτίσει πραγματικά δεκαεπτά (17) έτη»,
Αλλαγή διατύπωσης
Αναδιατυπώνεται επίσης το άρθρο 106 για τις προυποθέσεις απόλυσης αφού πλέον η ύπαρξη πειθαρχικής ποινής δεν δικαιολογεί, από μόνη της, την μη ευόδωση της αίτησης αποφυλάκισης.
Η σχεδιαζόμενη διατύπωση έχει ως εξής:
«Άρθρο 106 Προϋποθέσεις για τη χορήγηση της απόλυσης
- Η απόλυση υπό όρο μπορεί να μην χορηγηθεί αν κριθεί με ειδική αιτιολογία ότι η διαγωγή του καταδικασθέντος, κατά την έκτιση της ποινής του, σε συνδυασμό με τη διάγνωση της πιθανότητας επανάληψης του εγκλήματος κατά το χρόνο δοκιμασίας, ως προκύπτει από την γένει εκτίμηση των ατομικών και κοινωνικών περιστάσεων του καταδικασθέντος αλλά και της επικινδυνότητας του εγκλήματος για το κοινωνικό σύνολο, καθιστούν αναγκαία τη συνέχιση της κράτησής του για να αποτραπεί η τέλεση από αυτόν νέων αξιόποινων πράξεων.
- Στον απολυόμενο μπορούν να επιβληθούν ορισμένες υποχρεώσεις που θα αφορούν τον τρόπο της ζωής του και ιδίως τον τόπο διαμονής του, με ανάλογη εφαρμογή των περ. δ΄ έως ζ΄ της παρ. 2 του άρθρου 99. Οι υποχρεώσεις αυτές, όπως και αυτές που επιβάλλονται από τον νόμο, μπορούν πάντοτε να ανακληθούν ή να τροποποιηθούν αυτεπάγγελτα ή με αίτηση εκείνου που απολύθηκε.
- Η εποπτεία για την τήρηση των κατά την προηγούμενη παράγραφο υποχρεώσεων μπορεί να ανατεθεί και σε εταιρεία προστασίας αποφυλακιζομένων.».
Αύξηση εύρους ποινών
Παράλληλα δίνεται έμφαση στην πραγματική έκτιση των ποινών μέσω της αύξησης των ορίων ανωτάτων ποινών. Δηλαδή δεν προβλέπεται αύξηση των ποσοστών έκτισης που είναι ήδη ψηλά (4/5 με την πλασματική έκτιση σε βαριά αδικήματα, με νομοσχέδιο του Κ. Τσιάρα) αλλά προβλέπεται αύξηση των ορίων συνολικής αλλά και ανώτατης πρόσκαιρης κάθειρξης στα προ του 2019 επίπεδα.
Σύμφωνα με πληροφορίες τροποποιούνται τα άρθρα 52 και 94 του ΠΚ και :
-Αυξάνεται το όριο των ποινών πρόσκαιρων καθείρξεων και ορίζεται πια από 5 έως 20 έτη, όταν μέχρι τώρα ήταν έως 15 έτη. Όσον αφορά στην συνολική ποινή (για περισσότερες της μιας επιμέρους ποινές) αυτή επιστρέφει στα 25 έτη. Συγκεκριμένα, για κάθειρξη από 20 έτη που ήταν το μέγιστο όριο πλέον γίνεται 25 και για τα πλημμελήματα από 8 έτη μέγιστο όριο γίνεται δέκα έτη.
-Τροποποιείται το άρθρο 42 για την απόπειρα: Έτσι ενώ ως γνωστόν η απόπειρα οδηγεί στην επιβολή μειωμένης ποινής κατ’ άρθρο 83 ΠΚ, η νέα ρύθμιση δίνει τη δυνατότητα επιβολής της ίδιας ποινής και στην απόπειρα και στην τετελεσμένη πράξη όταν η μειωμένη ποινή δεν κρίνεται αρκετή για να αποτρέψει το δράστη από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων. Επίσης – κατ’ επέκταση αλλάζει το άρθρο 83ΠΚ και αυξάνονται τα πλαίσια όσον αφορά τη μειωμένη ποινή. Συγκεκριμένα, όπου ο νόμος όριζε ως μέγιστη ποινή τα 8 έτη πλέον αυξάνει σε 12 έτη.