«…
Από τις διατάξεις του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του Κ.Ποιν.Δ σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 171 παρ.1 στοιχ. δ’ του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι επέρχεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας , αν κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο δεν τηρηθούν από το δικαστήριο οι διατάξεις για την υπεράσπιση και την άσκηση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου που του παρέχονται από τον νόμο, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα και τον Χάρτη Θεμελιωδών Ελευθεριών της Ε.Ε . Περαιτέρω στη διάταξη του άρθρου 333 παρ. 2 , 3 του Κ.Ποιν.Δ, ορίζεται ότι «1. Ο διευθύνων τη συζήτηση δίνει επίσης την άδεια στους διαδίκους, όπως και στους συνηγόρους τους, να υποβάλουν ερωτήσεις στους εξεταζόµενους µάρτυρες, πραγµατογνώµονες ή τεχνικούς συµβούλους, και δεν επιτρέπει ερωτήσεις άσκοπες ή έξω από το θέµα… 3. ..Ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του έχουν δικαίωμα να μιλούν πάντα τελευταίοι », ενώ στη διάταξη του άρθρου 357 παρ. 3 του ίδιου κώδικα, ορίζεται ότι «Ο κατηγορούµενος και οι άλλοι διάδικοι, καθώς και οι συνήγοροί τους, έχουν το δικαίωµα να κάνουν απευθείας στο µάρτυρα ή τον πραγµατογνώµονα ή τον τεχνικό σύµβουλο του κατηγορουµένου τις ερωτήσεις που είναι χρήσιµες για την εξακρίβωση της αλήθειας». Από τις ανωτέρω διατάξεις σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 335 παρ. 2 και 170 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, συνάγεται ότι η παραβίαση των άνω διατάξεων του άρθρου 357 Κ.Ποιν.Δ. δεν τάσσεται με ποινή ακυρότητας, ούτε περιλαµβάνεται στις περιπτώσεις απόλυτης ακυρότητας του άρθρου 171 παρ. 1 και 365 παρ.1 του Κ.Ποιν.Δ, (μη κλήση του κατηγορουμένου για απολογία από τον διευθύνοντα τη συζήτηση) και ως εκ τούτου δεν επέρχεται ακυρότητα της διαδικασίας για παραβίαση υπερασπιστικών δικαιωμάτων, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α’ του Κ.Ποιν.Δ., περαιτέρω δε ότι, αν ο διευθύνων τη συζήτηση πολυμελούς δικαστηρίου δεν δώσει το λόγο στον συνήγορο του κατηγορουμένου, για να υποβάλει ερωτήσεις στους μάρτυρες, για την ανακάλυψη της αλήθειας, δεν επέρχεται ούτε ακυρότητα της διαδικασίας για έλλειψη ακρόασης, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Β’ του Κ.Ποιν.Δ. παρά μόνον αν ζητήθηκε ο λόγος για υποβολή ερωτήσεων και σε περίπτωση ρητής ή σιωπηρής άρνησης του διευθύνοντος, αν έγινε αμέσως προσφυγή του συνηγόρου σε ολόκληρο το δικαστήριο για την άσκηση του ως άνω δικαιώματος και τούτο παρέλειψε να αποφανθεί επί της προσφυγής, ή παρά τον νόμο και αναιτιολόγητα την απέρριψε(ΑΠ 1011/2021, ΑΠ 66/2016).
Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων, με τον τρίτο και τελευταίο λόγο αναίρεσης ισχυρίζεται ότι επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, για το λόγο ότι στο ακροατήριο του Εφετείου δε δόθηκε ο λόγος στον κατηγορούμενο προκειμένου να υποβάλει ερωτήσεις στο μάρτυρα κατηγορίας. Όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης …/2021 και ../2022 του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, εξετάστηκε ως μοναδικός μάρτυρας κατηγορίας ο αστυνομικός Δ.Ν., μετά την εξέταση του οποίου από τη διευθύνουσα τη συζήτηση, η τελευταία έδωσε το λόγο στον Εισαγγελέα, και ακολούθως στο συνήγορο υπεράσπισης του κατηγορουμένου, ο οποίος υπέβαλε ερωτήσεις που καταχωρήθηκαν στα πρακτικά και ο τελευταίος απάντησε (σελ. 11). Περαιτέρω ,μετά την εξέταση και των μαρτύρων υπεράσπισης σημειώνεται στη σελίδα 18 των πρακτικών, κατά λέξη ότι «οι παραπάνω μάρτυρες, οι οποίοι κλήθηκαν ένας- ένας και εξετάστηκαν προφορικά, μετά την εξέτασή τους, παρέμειναν στο ακροατήριο και ότι μετά την εξέταση κάθε μάρτυρα η Πρόεδρος έδινε το λόγο στην Εισαγγελέα, στους συνέδρους Δικαστές, στον συνήγορο του κατηγορουμένου, καθώς και στον ίδιο τον κατηγορούμενο, για να υποβάλουν ερωτήσεις, εκείνοι δε, ρωτούσαν και οι μάρτυρες απαντούσαν σχετικά, όπως ειδικότερα αναφέρεται πιο πάνω». Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι δεν παραβιάστηκαν οι ως άνω διατάξεις των άρθρου 357 παρ.3 και 333 παρ.2,3 του Κ.Ποιν.Δ. και επομένως, ο ως άνω τρίτος λόγος για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας για παραβίαση υπερασπιστικών δικαιωμάτων του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α’ του Κ.Ποιν.Δ. είναι αβάσιμος. Περαιτέρω, αφού δεν υποστηρίζεται από τον αναιρεσείοντα, ούτε προκύπτει από τα πρακτικά, ότι ο συνήγορος του κατηγορουμένου είχε ζητήσει το λόγο, για να υποβάλει ερωτήσεις στον παραπάνω μάρτυρα και η διευθύνουσα τη συζήτηση το αρνήθηκε και ότι αυτός προσέφυγε σε ολόκληρο το δικαστήριο κατά της άρνησης της προέδρου και στη συνέχεια το δικαστήριο του αρνήθηκε το λόγο για υποβολή ερωτήσεων και παρέλειψε να αποφανθεί επί της προσφυγής ή ότι παρά τον νόμο και αναιτιολόγητα την απέρριψε, δεν επήλθε ούτε ακυρότητα της διαδικασίας για έλλειψη ακρόασης, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Β’ του Κ.Ποιν.Δ. Ύστερα από αυτά, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 578 παρ.1 Κ.Ποιν.Δ.), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.