Αριθμός 42/2022

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


Z ‘ Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιλτιάδη Χατζηγεωργίου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασιλική Ηλιοπούλου, Κωνσταντίνα Μαυρικοπούλου-Εισηγήτρια, Μαρία Κουβίδου και Μαριάνθη Παγουτέλη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 10 Νοεμβρίου 2021, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Αδαμαντίας Οικονόμου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευθυμίας Καλογεροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως της υπ’αριθμ. 135/2020 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσπρωτίας. Με κατηγορούμενο τον Χ. Σ. του Μ. – Γ. , κάτοικο … , ο οποίος δεν παραστάθηκε και με υποστηρίζοντα την κατηγορία τον Γ. Μ. του Δ. , κάτοικο … , ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Πατεράκη.
Το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Θεσπρωτίας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 50/4-11-2020 έκθεση αναιρέσεως της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Αναστασίας Δημητριάδου, η οποία ασκήθηκε ενώπιον του Γραμματέα του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεώργιου Σωφρονιάδη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1156/2020.

Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του υποστηρίζοντος την κατηγορία που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 505 παρ. 2 εδ.α’ του νέου ΚΠοινΔ, που ισχύει από 1.7.2019 (άρθρο δεύτερο του ν.4620/2019 και άρθρο 585 του νέου ΚΠοινΔ), “Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε απόφασης μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από το άρθρο 507″, κατά δε το άρθρο 507 του ίδιου Κώδικα ” Η προθεσμία για την άσκηση αναίρεσης από τον Εισαγγελέα αρχίζει από την καταχώριση καθαρογραμμένης της απόφασης στο ειδικό βιβλίο που τηρείται στη γραμματεία του δικαστηρίου και για μεν τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου είναι τριάντα ημερών, για δε τους λοιπούς εισαγγελείς είκοσι ημερών, από την καταχώριση αυτή”.
Στην προκείμενη περίπτωση, η κρινόμενη από 4.11.2020, με αριθμό εκθέσεως 50/2020, αίτηση αναιρέσεως, που άσκησε η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, με δήλωση στο γραμματέα του Ποινικού Τμήματος του Δικαστηρίου τούτου, στρέφεται κατά της υπ’ αριθμ.135/7.2.2020 ανέκκλητης αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσπρωτίας, ως προς το σκέλος της που έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη του κατηγορουμένου Χ. Σ.-Λ. του Μ.-Γ. , για εξύβριση, απειλή και συκοφαντική δυσφήμηση, πλημμελήματα με χρόνο τελέσεως 21.7.2017 και 23.7.2017, ελλείψει παραδεκτής εγκλήσεως, ενώ με την ίδια απόφαση, ως προς την πράξη της δυσφήμησης Α.Ε. αυτός κηρύχθηκε αθώος και ως προς την πράξη της απόπειρας εκβίασης ακυρώθηκε το κλητήριο θέσπισμα. Η αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, δηλαδή εντός τριάντα ημερών από την καταχώρηση της προσβαλλόμενης αποφάσεως στο Ειδικό Βιβλίο, η οποία έλαβε χώρα στις 8.10.2020 και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς τη βασιμότητα του προβαλλόμενου με αυτή λόγου αναιρέσεως, που αναφέρεται σε πλημμέλειες από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Θ’ του ΚΠοινΔ. Σύμφωνα με το άρθρο 361 του ισχύοντος από 1.7.2019 (ν. 4619/2020) ΠΚ, όπως ίσχυε κατά το χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, “1. Όποιος, εκτός από τις περιπτώσεις της δυσφήμησης (άρθρα 362 και 363), προσβάλλει την τιμή άλλου με λόγο ή με έργο ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση έως έξι μήνες ή χρηματική ποινή. Αν τελεί την πράξη δημόσια ή με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσω διαδικτύου, επιβάλλεται φυλάκιση έως ένα έτος ή χρηματική ποινή.”, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 333 ν. ΠΚ “1.Όποιος προκαλεί σε άλλον τρόμο ή ανησυχία απειλώντας αυτόν με βία ή άλλη παράνομη πράξη ή παράλειψη, τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα έτος ή χρηματική ποινή. Με την ποινή του προηγούμενου εδαφίου τιμωρείται και όποιος, χωρίς απειλή βίας ή άλλης παράνομης πράξης, προκαλεί σε άλλον τρόμο ή ανησυχία με την επίμονη καταδίωξη και παρακολούθησή του…”. Για τις πράξεις αυτές προβλέπεται ποινή φυλάκισης έως έξι μήνες ή χρηματική ποινή για την πρώτη και ποινή φυλάκισης έως ένα έτος ή χρηματική ποινή για τη δεύτερη.
Περαιτέρω στη διάταξη του άρθρου 63 του ν. 4689/2020 ορίζονται τα ακόλουθα: “1. Παραγράφεται το αξιόποινο και παύει η δίωξη των πλημμελημάτων, που έχουν τελεσθεί μέχρι και την 30η.04.2020, κατά των οποίων ο νόμος, ως κύρια ποινή, απειλεί ποινή φυλάκισης μέχρι ένα (1) έτος ή χρηματική ποινή ή παροχή κοινωφελούς εργασίας ή σωρευτικά κάποιες από τις παραπάνω ποινές. Το πρώτο εδάφιο δεν εφαρμόζεται σε πλημμελήματα για τα οποία η χρηματική ποινή ή η παροχή κοινωφελούς εργασίας προβλέπονται διαζευκτικά με ποινή φυλάκισης άνω του ενός (1) έτους. 2. Εάν, στην περίπτωση των πλημμελημάτων της παρ. 1, ο υπαίτιος υποπέσει μέσα σε δύο (2) έτη από τη δημοσίευση του παρόντος σε νέα από δόλο αξιόποινη πράξη κακουργήματος ή πλημμελήματος και καταδικαστεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη των έξι (6) μηνών, συνεχίζεται η κατ’ αυτού παυθείσα ποινική δίωξη και δεν υπολογίζεται στον χρόνο παραγραφής του αξιόποινου της πρώτης πράξης ο διανυθείς χρόνος από την παύση της δίωξης μέχρι την αμετάκλητη καταδίκη για τη νέα πράξη. 3. Οι δικογραφίες που αφορούν στις παραπάνω αξιόποινες πράξεις, τίθενται στο αρχείο με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα. Για την τύχη των πειστηρίων αποφαίνεται, με διάταξή του, ο αρμόδιος εισαγγελέας. 4. Οι αστικές αξιώσεις που απορρέουν από τις πράξεις που αναφέρονται στις παρ. 1 έως 3, δεν θίγονται με οποιονδήποτε τρόπο. Η παραγραφή του αξιόποινου και η παύση της δίωξης δεν κωλύει την επιβολή των κατά νόμο προβλεπόμενων διοικητικών κυρώσεων στις υποθέσεις αυτές. 5. Η κατά τα ανωτέρω παραγραφή του αξιόποινου και η παύση της ποινικής δίωξης, δεν ισχύει για τα πλημμελήματα, που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις εξής διατάξεις: α) των άρθρων 82Α , 142, 155, 158 παρ. 2, 160, 163, 166 παρ. 1, 168 παρ. 3, 169Α, 173 παρ. 1 , 175 , 178, 183 , 184 παρ.1, 221 παρ. 2 εδάφιο πρώτο , 230, 285 παρ.4 περ. α, 304Α παρ. 1 εδάφιο δεύτερο, 337 παρ. 1 , 358 και 377 Π.Κ. για τις περιπτώσεις αγοράς εμπορευμάτων με πίστωση, β) του άρθρου πέμπτου του Ν. 2803/2000 (Α 48), γ) του άρθρου 6 παρ. 4 του ν.3213/2003 (Α 309), δ) του άρθρου μόνου παρ. 1 του ν. 690/1945 (Α 292), ε) του άρθρου 29 παρ. 1 εδάφιο πρώτο του ν. 703/1977 (Α 278) και του άρθρου 44 παρ. 1 εδάφια πρώτο και δεύτερο και 2 του ν. 3959/2011 (Α 93), στ) του άρθρου 6 παρ. 2 και 3 του ν. 456/1976 (Α 277), ζ) του άρθρου 41 ΣΤ του ν. 2725/1999 (Α 121), η) του άρθρου 10 του Ν. 4637/2019 (Α 180). 6. Η θέση στο αρχείο, σύμφωνα με την παρ. 3, δικογραφίας, η οποία αφορά σε ποινική δίωξη που ασκήθηκε για γεγονός για το οποίο εξετάσθηκε ο διάδικος ή ο μάρτυρας ή έγινε η αναφορά στην αρχή ή η καταμήνυση ή ισχυρίστηκε ή διέδωσε ο υπαίτιος, δεν αποτελεί το τέλος της ποινικής δίωξης κατά την διάταξη του άρθρου 59 παρ. 2 Κ.Π.Δ. Στην περίπτωση αυτή το τέλος της ποινικής δίωξης επέρχεται μετά τη συνέχιση της παυθείσας ποινικής δίωξης, σύμφωνα με την παρ. 2, και την έκδοση αμετάκλητης απόφασης ή αμετάκλητου βουλεύματος.”. Με τη διάταξη αυτή με την οποία θεσπίζεται για άλλη μια φορά η παραγραφή του αξιόποινου και η παύση της ποινικής δίωξης, με την υποχρεωτική αρχειοθέτηση της σχετικής δικογραφίας ή της καταδικαστικής απόφασης και η πρόβλεψη για συνέχιση της παυθείσας ποινικής δίωξης, μόνο σε περίπτωση πλήρωσης του σχετικού όρου, υποδηλώνεται ως αυτονόητη έννομη συνέπεια ο αποκλεισμός οποιασδήποτε δικαστικής ενασχόλησης, με υπόθεση που αφορά πράξη, που εμπίπτει στην υπό όρο παραγραφή του αξιοποίνου ή με ένδικο μέσο κατά απόφασης, που εκδόθηκε σε τέτοια υπόθεση (ως προς το παραδεκτό, τη νομιμότητα ή τη βασιμότητά του) για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η νομική κατάσταση της υπό όρο παύσης της ποινικής δίωξης, η οποία (νομική κατάσταση) αίρεται μόνο με τη σύννομη αναβίωση και συνέχιση αυτής μετά την πλήρωση του όρου. Η επέλευση της υπό όρο παραγραφής και εξάλειψης του αξιοποίνου της πράξης ή της υπό όρο μη εκτέλεσης της ποινής, είναι συμβατή με το Σύνταγμα και το 7° Πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ (ΟλΑΠ 11/2001).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 511 εδ. α’ και β’ του ισχύοντος από 1-7- 2019 ΚΠΔ, “Αν εμφανιστεί ο αναιρεσείων και κριθεί παραδεκτή η αίτηση αναίρεσης, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αν και δεν προτάθηκαν, όλους τους λόγους της αναίρεσης που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 510, εκτός από τον προβλεπόμενο στο στοιχείο Β. Δεν επιτρέπεται όμως να χειροτερεύσει τη θέση του κατηγορουμένου”. Περαιτέρω κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε’ του αυτού Κώδικα λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της απόφασης, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες ή αντιφάσεις είτε στην ίδια την αιτιολογία είτε μεταξύ της αιτιολογίας που τα περιέχει και του διατακτικού, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός από τον Άρειο Πάγο ο έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως. Επίσης, λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Θ’ του νέου ΚΠοινΔ, αποτελεί και η υπέρβαση εξουσίας, η οποία υπάρχει όταν το (ποινικό) Δικαστήριο αποφάσισε για ζήτημα που δεν υπαγόταν στη δικαιοδοσία του (θετική υπέρβαση εξουσίας) ή, όταν παρέλειψε να αποφασίσει για ζήτημα, που υπαγόταν στη δικαιοδοσία του και είχε υποχρέωση να απαντήσει (αρνητική υπέρβαση εξουσίας). Υπέρβαση εξουσίας, που εμπίπτει στη δεύτερη περίπτωση, υπάρχει και στην περίπτωση κατά την οποία το ποινικό δικαστήριο έπαυσε οριστικώς την ποινική δίωξη λόγω μη νομοτύπου υποβολής της εγκλήσεως από τον παθόντα, χωρίς όμως να συντρέχουν οι προς τούτο δικονομικές προϋποθέσεις (ΑΠ 116/2017, ΑΠ 1299/2010), καθώς επίσης και όταν το δικαστήριο, καίτοι συνέτρεχε νόμιμη περίπτωση και όφειλε να παύσει υπό όρο τη δίωξη, λόγω εξάλειψης του αξιοποίνου της πράξης, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 63 του ν. 4689/2020, προχώρησε στην παύση της ποινικής δίωξης, λόγω μη νομοτύπου υποβολής της εγκλήσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 135/2020 απόφαση, το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Θεσπρωτίας, δέχθηκε στο σκεπτικό του ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: ” Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 27, 36, 42, 46 ΚΠΔ και 118 παρ. 1 του ΠΚ προκύπτει ότι η έγκληση αποτελεί τη μία από τις δύο βασικές μορφές ιδιωτικής καταγγελίας του εγκλήματος, η οποία λαμβάνει χώρα από το άμεσα από την αξιόποινη πράξη παθόν πρόσωπο και αφορά είτε τα απολύτως κατ’ έγκληση διωκόμενα εγκλήματα, εκείνα δηλαδή για τα οποία ρητά ορίζεται στον ποινικό νόμο για τη δίωξή τους η υποβολή εγκλήσεως κατά τον τύπο και τις προϋποθέσεις των άρθρων 117-119 ΠΚ, είτε τις κατ’ επάγγελμα διωκόμενες αξιόποινες πράξεις, που στρέφονται κατά ορισμένου παθόντος προσώπου… Σύμφωνα με το άρθρο 46 παρ.1 ΚΠΔ, αν ο παθών θέλει να ζητήσει τη δίωξη της αξιόποινης πράξης υποβάλλει την έγκληση σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 42 παρ.2 και 3 ΚΠΔ. Κατά την παρ. 2 του ίδιου ως άνω άρθρου, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της από 23 Ιανουαρίου 2017 με το άρθρο 40 παρ.3 και 45 του Ν. 4446/16 (ΦΕΚ Α’240/22.12.2016), ο εγκαλών κατά την υποβολή της έγκλησης, για τα απολύτως κατ’ έγκληση διωκόμενα εγκλήματα, ενώπιον κάθε αρμοδίας αρχής καταθέτει παράβολο υπέρ του Δημοσίου ποσού πενήντα (50,00) ευρώ. Από τις προπαρατεθείσες διατάξεις ορίζεται με σαφήνεια, ρητό και κατηγορηματικό τρόπο η υποχρέωση καταβολής του ως άνω παραβόλου, με τις προβλεπόμενες στον τελευταίο νόμο τροποποιήσεις του, αναφορικά με το ύψος του ποσού αυτού, τόσο στα κατ’ έγκληση όσο και στα αυτεπαγγέλτως διωκόμενα εγκλήματα. Η καταβολή του παραβόλου αυτού, επομένως, αποτελεί βασική προϋπόθεση για την εγκυρότητα της μήνυσης από την 7.6.2008 οπότε καθιερώθηκε το κατά τα ως άνω απαράδεκτο αυτής (της μήνυσης) και εφεξής, σύμφωνα με το άρθρο 69 παρ.1 του Ν. 3659/2008… Ομοίως και για τα κατ’ έγκληση διωκόμενα εγκλήματα, από την ως άνω ημερομηνία ισχύος του τελευταίου νόμου, η κατάθεση του παραβόλου αποτελεί προϋπόθεση του παραδεκτού της εγκλήσεως… Ειδικότερα όσον αφορά τη μήνυση, το εν λόγω παράβολο υπέρ του Δημοσίου, που ορίζει το άρθρο 42 παρ.4 του ΚΠΔ, καταβάλλεται και προσκομίζεται κατά την κατάθεση αυτής από το μηνυτή ή το αργότερο εντός τριών εργασίμων ημερών από την υποβολή της. Για τα κατ’ έγκληση διωκόμενα αδικήματα, για τα οποία προνοεί αυτοτελώς η ρύθμιση των παρ.2 και 3 του άρθρου 46 του ΚΠΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 40 παρ.3 και 45 του Ν. 4416/2017 και ισχύει από 23.1.2017, ο εγκαλών κατά την υποβολή της εγκλήσεως ενώπιον κάθε αρμόδιας αρχής καταθέτει παράβολο υπέρ του Δημοσίου αναλόγου ποσού, σε περίπτωση δε που δεν κατατεθεί αυτό, η έγκληση απορρίπτεται από τον Εισαγγελέα ως απαράδεκτη με διάταξή του, κατά της οποίας δεν χωρεί προσφυγή κατά το άρθρο 48 του ΚΠΔ. Παρατηρείται επομένως ότι το άρθρο 46 του ΚΠΔ, ως προς τα απολύτως κατ’ έγκληση διωκόμενα εγκλήματα, δεν περιέχει διάταξη αντίστοιχη με το άρθρο 42 παρ. 4 εδ. β’ ΚΠΔ, στο οποίο αναγνωρίζεται η δυνατότητα προσκόμισης του παραβόλου εντός τριών εργασίμων ημερών, από την υποβολή της μήνυσης, σε περίπτωση ανώτερης βίας ή άλλης αντικειμενικής αδυναμίας, καθορίζοντας έτσι ως τον κρίσιμο χρόνο υποβολής του παραβόλου τη στιγμή της υποβολής της έγκλησης. Σημειώνεται βέβαια ότι δεν κωλύεται ο παθών να υποβάλει νέα έγκληση για το ίδιο έγκλημα, προσκομίζοντας το παράβολο εφόσον βέβαια δεν έχει παρέλθει η προθεσμία υποβολής της έγκλησης αφού η απορριπτική διάταξη του εισαγγελέα δεν παράγει δεδικασμένο για την ουσία της υπόθεσης…. Περαιτέρω στα κατ’ έγκληση διωκόμενα αδικήματα η έλλειψη εγκλήσεως, όταν αυτή είναι οριστική επιφέρει την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξης (άρθρο 117 ΠΚ), όταν δε η έλλειψη είναι προσωρινή συνιστά δικονομικό εμπόδιο. Ο διφυής δε αυτός χαρακτήρας της έγκλησης έχει σαν αποτέλεσμα τη διαφορετική δικονομική αντιμετώπιση της οριστικής από την προσωρινή έλλειψή της. Έτσι όταν ελλείπει προσωρινά η απαιτούμενη έγκληση κηρύσσεται απαράδεκτη η ασκηθείσα ποινική δίωξη. Αντίθετα η οριστική έλλειψη της έγκλησης επιφέρει την εξάλειψη του αξιοποίνου, έχει σαν απώτερη δικονομική συνέπεια την οριστική παύση της ποινικής δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 310 παρ.1β ΚΠΔ… Είναι δε οριστική η έλλειψη της εγκλήσεως και όταν δεν υποβληθεί αυτή μέσα στην προβλεπόμενη από το άρθρο 117 παρ.1 ΠΚ, προθεσμία των τριών μηνών. Σύμφωνα με τα παραπάνω είναι οριστική η έλλειψη της εγκλήσεως και όταν δεν έχει καταβληθεί με την κατάθεσή της, το προβλεπόμενο από το νόμο παράβολο, δεδομένου ότι ο ίδιος ο νομοθέτης προβλέπει ότι στην περίπτωση αυτή, η έγκληση είναι απαράδεκτη, έχει δε παρέλθει η τρίμηνη προθεσμία για τη νομότυπη υποβολή της, κατ’ άρθρο 117 παρ.1 ΠΚ… Στην υπό κρίση περίπτωση, στον κατηγορούμενο αποδίδονται με το κατηγορητήριο οι πράξεις της εξύβρισης, της απειλής και της συκοφαντικής δυσφήμησης, οι οποίες αποτελούν απολύτως κατ’ έγκληση διωκόμενα αδικήματα, πλην όμως όπως αποδεικνύεται από τα στοιχεία της δικογραφίας, ο εγκαλών, εγχείρησε την έγκλησή του 20.10.2017 προσκομίζοντας το με αριθμό 17061761195712190019 e- παράβολο ποσού 50 ευρώ όπως ίσχυε τότε, χωρίς ωστόσο αυτό να συνοδεύεται και από τη σχετική απόδειξη πληρωμής του, η οποία πραγματοποιήθηκε την 07.11.2019, όπως συνομολογεί και ο ίδιος ο εγκαλών, ήτοι μετά την παρέλευση της τρίμηνης προθεσμίας για τη νομότυπη υποβολή της έγκλησης και επομένως, θα πρέπει να παύσει οριστικά η ασκηθείσα ποινική δίωξη σε βάρος του ως άνω κατηγορουμένου, ελλείψει οριστικής εγκλήσεως, για τα αδικήματα της εξύβρισης, της απειλής και της συκοφαντικής δυσφήμησης κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό, ενόψει και του ότι έχει παρέλθει η προθεσμία των τριών μηνών για την κατάθεση παραδεκτής εγκλήσεως…” Στη συνέχεια το Δικαστήριο έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη κατά του κατηγορουμένου, όσον αφορά το σκέλος της προσβαλλόμενης που αναφέρεται στις πράξεις α) της εξύβρισης, β) της απειλής και γ) της συκοφαντικής δυσφήμησης περί του ότι: ” στην … : 1) Την 21.7.2017 εξύβρισε με λόγο άλλον, προσβάλλοντας την τιμή και την υπόληψή του και συγκεκριμένα, στον ανωτέρω τόπο και χρόνο, απευθυνόμενος στον Διευθυντή Παραγωγικών Λειτουργιών της εταιρείας “… .” και εγκαλούντα Γ. Μ. , με εξυβριστική διάθεση του είπε “ελεεινέ, τρισάθλιε σκουλήκι”, “Είσαι μεγάλο κάθαρμα”, “Ο ανδρισμός σου είναι να με γαμάς με τα πουστράκια στο από δώ και πέρα”, “Θέλετε πούστηδες, δούλους και ρουφιάνους”, “Θα σας αφήσω στην ξεφτίλα σας και στη μαυρίλα σας”, προσβάλλοντας, με κίνητρο αντικοινωνικά αισθήματα, την τιμή και την υπόληψη του ανωτέρω εγκαλούντα, 2) την 21.7.2017, με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον τρόμο και ανησυχία, απειλώντας τον με βία και συγκεκριμένα, στον ανωτέρω τόπο και χρόνο, με σαφείς, απειλητικές διαθέσεις απευθύνθηκε, στον εγκαλούντα Γ. Μ. , λέγοντάς του “Ξεφτίλες, δούλοι των Αμερικάνων, θα με βλέπεις έξω και θα ιδρώνουν τα γόνατά σου. Θα γελάσει όλη η Ελλάδα μαζί σου. Θα με ξαναδείς. Θα με ξανανταμώσεις”, προκαλώντας στον εγκαλούντα τρόμο και ανησυχία, 3) Ενώπιον τρίτων ισχυρίστηκε για άλλον γεγονότα που μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή του και συγκεκριμένα, στον ανωτέρω τόπο και χρόνο: 5α) Την 21.7.2017 απέστειλε γραπτό μήνυμα στο κινητό του Π. Κ. , αναφέροντας “Ο Μ. Α. ΕΚΛΕΒΕ ΤΡΟΦΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΜΟΝΑΔΑ ΚΑΙ ΤΙΣ ΠΩΛΟΥΣΕ ΣΤΟ ΜΑΓΑΖΙ ΤΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ ΤΟΥ. ΜΑΥΡΟ ΧΡΗΜΑ. Ο Α. Σ. ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΟΣ ΤΗΣ ΜΟΝΑΔΑΣ ΑΓΟΡΑΣΕ ΚΑΙ ΠΗΓΕ ΤΗ ΤΡΟΦΗ ΚΑΙ ΤΙΣ ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ ΣΤΟ ΜΑΥΡΟΓΟΝΑΤΟ ΚΑΙ ΤΟ Μ. ΚΑΙ ΕΓΩ ΣΤΗΝ ΑΝΕΡΓΙΑ ΓΙΑΤΙ ΗΜΟΥΝΑ ΤΙΜΙΟΣ ΚΑΙ ΣΩΣΤΟΣ ΚΑΙ Ο Μ. ΔΙΠΛΑ ΣΟΥ ΣΤΗΝ ΚΟΠΗ ΠΙΤΑΣ”. 5β) Την 21.1.2017 απέστειλε μήνυμα στο κινητό του Π. Κ. , αναφέροντας “Ο Π. ΔΙΝΕΙ ΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ Τ. ΟΤΙ ΕΧΕΙ ΑΝΟΙΞΕΙ ΨΑΡΑΔΙΚΟ ΚΑΙ ΕΔΙΝΕ ΤΟ ΨΑΡΙ ΤΗΣ … ΑΠΟ ΤΗ ΜΟΝΑΔΑ ΣΤΗ ΖΟΥΛΑ… ΜΑΥΡΟ ΧΡΗΜΑ. ΑΛΛΑ Ο Λ. ΕΙΝΑΙ ΚΑΚΟΣ ΓΙΑ ΤΟ Μ. Ε. Ο Λ. ΣΤΗΝ ΑΝΕΡΓΙΑ ΓΙΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΣΩΣΤΟΣ”. 5γ) Την 23.7.2017 απέστειλε μήνυμα στο κινητό του Π. Κ. , αναφέροντας: “ΣΤΕΙΛΑΤΕ ΤΟ ΓΙΑΤΡΟ ΠΕΡΣΥ ΝΑ ΜΕ ΕΞΑΓΟΡΑΣΕΙ ΓΙΑΤΙ ΚΟΡΟΙΔΕΥΕΤΕ ΤΟ Β. ΝΑ ΜΟΥ ΠΕΙ Ο Π. ΔΕ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΝΑ ΤΑ ΠΕΙΣ ΟΛΑ ΘΑ ΠΑΡΕΙΣ ΑΥΞΗΣΗ ΑΛΛΑ ΗΜΟΥΝ ΤΙΜΙΟΣ ΕΚΑΤΟΜΥΡΙΟΥΧΕ ΚΟΛΙΕ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΟΥ ΚΑΙ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΕ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΣΠΟΥΔΑΣΑ. ΕΣΥ ΤΑ ΚΑΝΕΙΣ ΟΛΑ ΚΑΙ ΤΟ ΨΕΜΑ ΤΟΥ Μ. ΜΟΥ ΦΕΡΘΗΚΑΤΕ ΣΑΝ ΣΚΥΛΙ ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΜΕ ΑΚΟΥΣΕΤΕ”, ισχυριζόμενος για τον εγκαλούντα Γ. Μ. ότι έχει σχέσεις με μαύρο χρήμα, ότι με τεχνάσματα αποσπά χρήματα από την εταιρεία … . και ότι απέλυσε τον κατηγορούμενο επειδή γνώριζε τις παράνομες πράξεις του. Τα ανωτέρω που ισχυρίστηκε ήταν ψευδή και αν και γνώριζε ότι αυτά χαίρουν αναληθείας και ότι μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος, τα ανακοίνωσε ως δική του πεποίθηση ή γνώμη, ενώ το αληθές είναι ότι ο εγκαλών ασκεί τα καθήκοντά του στην εταιρεία με απόλυτη ευσυνειδησία”. Περαιτέρω με την ίδια απόφαση κηρύχθηκε αθώος ο κατηγορούμενος της πράξης της συκοφαντικής δυσφήμησης ανώνυμης εταιρείας και ακυρώθηκε το κλητήριο θέσπισμα για την πράξη της απόπειρας εκβίασης.
Εν προκειμένω, και όσον αφορά τα κατ’ έγκληση διωκόμενα αδικήματα της εξύβρισης απειλής και συκοφαντικής δυσφήμησης που τέλεσε σε βάρος του εγκαλούντος ο κατηγορούμενος Χ. Σ.-Λ. , το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Θεσπρωτίας έπαυσε την σε βάρος του ποινική δίωξη, λόγω μη νομότυπης υποβολής της εγκλήσεως, ελλείψει παραβόλου. Σύμφωνα, όμως, με τα προεκτεθέντα, εφόσον τα ως άνω πλημμελήματα της εξύβρισης (άρθρο 361 ΠΚ) και απειλής (333 ΠΚ), για τα οποία ο νόμος κατά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης απειλούσε ποινή φυλάκισης έως έξι μήνες ή χρηματική ποινή για την πρώτη πράξη και φυλάκιση έως ένα έτος ή χρηματική ποινή για τη δεύτερη πράξη, φέρονται κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι τελέστηκαν πριν την 30η.4.2020 (21.7.2017) και δεν υπάγονται σε κάποια από τις προαναφερθείσες εξαιρέσεις του άρθρου 63 παρ. 5 του Ν. 4689/2020, το αξιόποινο αυτών, κατά το χρόνο δημοσίευσης της προσβαλλόμενης απόφασης, είχε ήδη εξαλειφθεί το δε δικάσαν πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έπρεπε να παύσει την ποινική δίωξη για τα εν λόγω αδικήματα, υπό τον ανωτέρω όρο, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 63 παρ. 2 Ν. 4689/2020 και η δικογραφία να τεθεί στο Αρχείο από τον αρμόδιο Εισαγγελέα, κατ’ άρθρο 63 παρ. 3 Ν. 4689/2020 του ίδιου νόμου.
Συνεπώς, το Δικαστήριο της ουσίας, παραλείποντας να πράξει τούτο, αφενός μεν εσφαλμένα ερμήνευσε την εν λόγω διάταξη αφετέρου δε υπέπεσε σε αρνητική υπέρβαση εξουσίας με το να προχωρήσει στην παύση της κατ’ αυτού ποινικής δίωξης, λόγω μη νομότυπης υποβολής της εγκλήσεως, και πρέπει κατά το βάσιμο περί τούτου, εξεταζόμενο και αυτεπαγγέλτως, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε’ και Θ’ ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, ο οποίος είναι βάσιμος, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέρος που αφορά τις πράξεις της εξύβρισης και απειλής. Ακολούθως, επειδή, λόγω της εξάλειψης του αξιοποίνου της πράξης αυτής, δεν συντρέχει περίπτωση παραπομπής της υπόθεσης, πρέπει να παύσει η κατά του κατηγορουμένου ασκηθείσα ποινική δίωξη για τις ανωτέρω πράξεις της εξύβρισης και απειλής, υπό τον όρο ότι αυτός δεν θα υποπέσει μέσα σε δύο έτη από τη δημοσίευση του Ν.4689/ 2020 σε νέα από δόλο αξιόποινη πράξη κακουργήματος ή πλημμελήματος και δεν θα καταδικαστεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη των έξι (6) μηνών και να διαβιβαστεί η δικογραφία στον αρμόδιο Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσπρωτίας, για τις δικές του κατά νόμο (άρθρο 63 παρ. 3 του Ν. 4689/2020) ενέργειες.
Περαιτέρω σύμφωνα με το άρθρο 46 παρ.2 ΚΠΔ, όπως ίσχυε κατά το χρόνο υποβολής της έγκλησης, ο εγκαλών, κατά την υποβολή της έγκλησης, για τα απολύτως κατ’ έγκληση διωκόμενα εγκλήματα, ενώπιον κάθε αρμόδιας αρχής καταθέτει παράβολο υπέρ του Δημοσίου ποσού (50) Ευρώ. Αν δεν κατατεθεί παράβολο η έγκληση απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Σύμφωνα δε με το άρθρο 51 του ισχύοντος από 1.7.2019 ΚΠΔ (Ν4620/2019), ο εγκαλών δεν υποχρεούται στην κατάθεση παραβόλου κατά την υποβολή της έγκλησής του. Κατά δε το άρθρο 590 παρ.1 του ίδιου ΚΠΔ “Υποθέσεις που εκκρεμούν σε οποιοδήποτε στάδιο της ποινικής διαδικασίας και σε οποιονδήποτε βαθμό συνεχίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Κώδικα… Εγκλήσεις που υποβλήθηκαν πριν την 1.7.2019 για κατ’ έγκληση διωκόμενα εγκλήματα, χωρίς την προσκόμιση παραβόλου, δεν θεωρούνται απαράδεκτες για τον λόγο αυτό μετά την 1.7.2019. (Όπως το τρίτο εδάφιο της παρ.1 προστέθηκε με το άρθρο 7 παρ.59 του Ν.4637/2019-ΦΕΚ Α’180/18.11.2019.).
Εν προκειμένω όσον αφορά το κατ’ έγκληση διωκόμενο αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης που τέλεσε σε βάρος του εγκαλούντος ο κατηγορούμενος Χ. Σ.-Λ. , το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Θεσπρωτίας, όπως προαναφέρθηκε, έπαυσε την σε βάρος του ποινική δίωξη, κρίνοντας ότι ο εγκαλών Γ. Μ. του Δ. κατέθεσε την από 20.10.2017 και με Α.Β.Μ. 2079/2017 επίδικη έγκληση προσκομίζοντας και το αντίστοιχο παράβολο ποσού 50 ευρώ, χωρίς να συνοδεύεται από τη σχετική απόδειξη πληρωμής του, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 7.11.2019, μετά την παρέλευση της τρίμηνης προθεσμίας για τη νομότυπη υποβολή της εγκλήσεως. Στις 7.2.2020 όμως, όταν εκδικάζετο η υπόθεση, ίσχυε πλέον ο νέος ΚΠΔ, η διάταξη του άρθρου 51 του οποίου δεν προέβλεπε την κατάθεση παραβόλου κατά την υποβολή της εγκλήσεως. Με βάση δε τις προεκτεθείσες διατάξεις του άρθρου 590 παρ.1 εδάφιο πρώτο και τρίτο του ίδιου ΚΠΔ, η εκδίκαση της εν λόγω υποθέσεως συνεχίζετο σύμφωνα με τις διατάξεις του νέου Κώδικα, και η υποβληθείσα στις 20.10.2017, ήτοι πριν την 1.7.2019, έγκληση για το κατ’ έγκληση διωκόμενο αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης, χωρίς την προσκόμιση παραβόλου, δεν θεωρείται πλέον απαράδεκτη για το λόγο αυτό. Ως εκ τούτου το ως άνω Δικαστήριο αντί να εφαρμόσει ρητή διάταξη του νόμου και να κρίνει πως η έλλειψη παραβόλου δεν καθιστά απαράδεκτη την υποβληθείσα την από 20.10.2017 έγκλησή του ενώπιον της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Θεσπρωτίας και να προχωρήσει στην εκδίκαση της υπόθεσης, αποφασίζοντας, ελλείψει τυχόν άλλου κωλύματος, επί της ουσίας, έπαυσε εξ αυτού του λόγου την ποινική δίωξη. Με το να εκδώσει όμως την ως άνω απόφαση το εν λόγω Δικαστήριο, παραλείποντας να ενεργήσει όπως υποχρεούτο στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του, αφενός μεν εσφαλμένα ερμήνευσε την εν λόγω διάταξη αφετέρου δε υπέπεσε σε αρνητική υπέρβαση εξουσίας με το να προχωρήσει στην παύση της κατ’ αυτού ποινικής δίωξης, λόγω μη νομότυπης υποβολής της εγκλήσεως. Πρέπει, επομένως, κατά παραδοχή, ως βάσιμων των προβαλλόμενων λόγων της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου, εξεταζόμενων και αυτεπαγγέλτως, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε’ και Θ’ ΚΠοινΔ, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη ανέκκλητη απόφαση με αριθμό 135/2020 του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσπρωτίας, κατά το μέρος που έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη κατά του κατηγορουμένου Χ. Σ.-Λ. του Μ.-Γ. για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης, πλημμέλημα με χρόνο τελέσεως 21.7.2017 και 23.7.2017, ελλείψει παραδεκτής εγκλήσεως, αφού περαιτέρω σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, ως προς μεν πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης Α.Ε. ο κατηγορούμενος κηρύχθηκε αθώος, ως προς δε την πράξη της απόπειρας εκβίασης ακυρώθηκε το κλητήριο θέσπισμα. Επομένως πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά το αναιρούμενο μέρος, για νέα συζήτηση στο κατ’ άρθρο 519 ΚΠΔ αρμόδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή εκτός από εκείνον που δίκασε προηγουμένως. Τέλος σημειώνεται ότι ο κατηγορούμενος δεν εμφανίστηκε και εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο στην παρούσα αναιρετική δίκη, καίτοι είχε κληθεί νόμιμα προς τούτο, όπως προκύπτει από το με ημερομηνία 05.10.2021 αποδεικτικό επιδόσεως του Υπαρχιφύλακα Ν. Π. , που υπάρχει στο φάκελο της δικογραφίας, πλην όμως, εφόσον εμφανίστηκε η αναιρεσείουσα Αντεισαγγελέας, η συζήτηση γίνεται σαν να ήταν και αυτός παρών (άρθρο 515 παρ.2 ΚΠοινΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αριθμ. 135/2020 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσπρωτίας, κατά το μέρος που έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη κατά του κατηγορουμένου Χ. Σ.-Λ. του Μ.- Γ. , κατοίκου … , για τα αδικήματα της εξύβρισης, απειλής και συκοφαντικής δυσφήμησης.
Παύει υφ’ όρον κατ’ άρθρο 63 παρ.2 ν. 4689/2020 την ποινική δίωξη κατά του κατηγορουμένου Χ. Σ.-Λ. του Μ.-Γ. για τις πράξεις της εξύβρισης, απειλής και ειδικότερα για το ότι ο κατηγορούμενος: “1) Την 21.7.2017 εξύβρισε με λόγο άλλον, προσβάλλοντας την τιμή και την υπόληψή του και συγκεκριμένα, στον ανωτέρω τόπο και χρόνο, απευθυνόμενος στον Διευθυντή Παραγωγικών Λειτουργιών της εταιρείας “… .” και εγκαλούντα Γ. Μ. , με εξυβριστική διάθεση του είπε “ελεεινέ, τρισάθλιε σκουλήκι”, “Είσαι μεγάλο κάθαρμα”, “Ο ανδρισμός σου είναι να με γαμάς με τα πουστράκια στο από δώ και πέρα”, “Θέλετε πούστηδες, δούλους και ρουφιάνους”, “Θα σας αφήσω στην ξεφτίλα σας και στη μαυρίλα σας”, προσβάλλοντας, με κίνητρο αντικοινωνικά αισθήματα, την τιμή και την υπόληψη του ανωτέρω εγκαλούντα και 2) την 21.7.2017, με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον τρόμο και ανησυχία, απειλώντας τον με βία και συγκεκριμένα, στον ανωτέρω τόπο και χρόνο, με σαφείς, απειλητικές διαθέσεις απευθύνθηκε, στον εγκαλούντα Γ. Μ. , λέγοντάς του “Ξεφτίλες, δούλοι των Αμερικάνων, θα με βλέπεις έξω και θα ιδρώνουν τα γόνατά σου. Θα γελάσει όλη η Ελλάδα μαζί σου. Θα με ξαναδείς. Θα με ξανανταμώσεις”, προκαλώντας στον εγκαλούντα τρόμο και ανησυχία”, υπό τον όρο (υπό τον οποίο τελεί η παύση της ως άνω ποινικής δίωξης), ότι ο κατηγορούμενος δεν θα υποπέσει μέσα σε δύο (2) έτη από τη δημοσίευση του Ν. 4689/2020 σε νέα από δόλο αξιόποινη πράξη κακουργήματος ή πλημμελήματος και δεν θα καταδικασθεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη των έξι (6) μηνών. Διαβιβάζει τη δικογραφία ως προς τις ανωτέρω πράξεις της εξύβρισης και της απειλής, στον αρμόδιο Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσπρωτίας για τις δικές του κατά νόμο ενέργειες.

Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος, όσον αφορά την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης, για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλο δικαστή εκτός από εκείνον που δίκασε προηγουμένως.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Δεκεμβρίου 2021. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 11 Ιανουαρίου 2022.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

To Top